ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση 21/86 ( *1 )

Ι — Περιστατικά

1.

Με την απόφαση του της 15ης Ιανουάριοι 1985 (Σαμαρά κατά Επιτροπής, 266/83, Συλλογή σ. 196), το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής της 16ης Φεβρουαρίου 1983, με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να αναθεωρήσει την κατάταξη της Σαμαρά, και την απόφαση της 5ης Αυγούστου 1983, με την οποία η Επιτροπή απέρριψε τη διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας και έκρινε ότι στην Επιτροπή εναπόκειται να επανεξετάσει την κατάσταση της προσφεύγουσας εφαρμόζοντας τα κριτήρια που ορίζονται από το άρθρο 32 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.

2.

Στη συνέχεια της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή κατέταξε αναδρομικώς την προσφεύγουσα στο κλιμάκιο 3 του βαθμού C 3 αντί του κλιμακίου 1 και της κατέβαλε, στις 13 Ιουνίου 1985, τις διαφορές αποδοχών για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1983 ώς 31 Μαΐου 1985.

3.

Με υπηρεσιακό σημείωμα της 21ης Ιουνίου 1985, η Σαμαρά υπέβαλε στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) αίτηση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως ζητώντας να υπολογίσει η ΑΔΑ τους τόκους, δεδομένου ότι τα ποσά που της καταβλήθηκαν δεν πληρώθηκαν νομιμοτόκως και να εμβάσει τους τόκους αυτούς στο λογαριασμό της.

4.

Με υπηρεσιακό σημείωμα της 30ής Ιουνίου 1985, ο προϊστάμενος του τμήματος « υπηρεσιακή κατάσταση » της Γενικής Διευθύνσεως Προσωπικού και Διοικήσεως της Επιτροπής πληροφόρησε τη Σαμαρά ότι είχε ανατεθεί στο τμήμα του η εξέταση της ενστάσεως που υπέβαλε βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 27 Ιουνίου 1985 και της πρότεινε να συζητήσουν σχετικά.

5.

Η Επιτροπή δεν έδωσε άλλη συνέχεια στην αίτηση της Σαμαρά.

II — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1.

Η προσφυγή της Ευριδίκης Σαμαρά πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Ιανουαρίου 1986.

2.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

3.

Η Ευριδίκη Εαμαρά, προσφεύγουσα, ζητεί από το Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη,

επομένως, να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην προσφεύγουσα τους τόκους προς 9 ο/ο υπολογιζόμενους από κάθε ημερομηνία που τα αντίστοιχα ποσά κατέστησαν απαιτητά,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

4.

Η Επιτροπή, καθής, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη

να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

Α — Επί νου παραδεκτού

1.

Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι, αφού η Επιτροπή δεν έλαβε θέση, πρέπει να θεωρήσει ότι η αίτηση ή ένσταση της απορρίφθηκε σιωπηρώς και ότι επομένως αποφασίστηκε να μην της χορηγηθούν οι τόκοι. Η απόφαση αυτή την αδικεί και της προκαλεί ζημία και έχει προφανές και άμεσο συμφέρον να προσφύγει στο Δικαστήριο.

2.

Η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι η βλαπτική πράξη δεν είναι το εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών της 13ης Ιουνίου 1985, αλλά η απόφαση κατατάξεως που ακυρώθηκε με την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1985. Μπορεί μεν να ευσταθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε κατ' επανάληψη ότι το εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών αποτελεί βλαπτική πράξη, εν προκειμένω όμως η καταβολή που πραγματοποιήθηκε στις 13 Ιουνίου 1985 περιοριζόταν απλώς στην εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1985. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών, με το οποίο εκτελείται πλήρως απόφαση του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να βλάψει έναν υπάλληλο για το μόνο λόγο ότι δεν προβλέπει την πληρωμή τόκων, δεδομένου ότι οι τόκοι αυτοί δεν ζητήθηκαν από το Δικαστήριο.

Η προσφεύγουσα όφειλε να ζητήσει τους επίμαχους τόκους με την ένσταση της της 26ης Απριλίου 1983 κατά της αποφάσεως κατατάξεως. Εφόσον η Σαμαρά δεν είχε ζητήσει τόκους με την ένσταση της της 26ης Απριλίου 1983, δεν μπορούσε κατά μείζονα λόγο να τους ζητήσει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στην υπόθεση 266/83, δεδομένου ότι το άρθρο 19 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και το άρθρο 38 του κανονισμού διαδικασίας αποκλείουν την προσθήκη νέων αιτημάτων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Κατά μείζονα λόγο, το αίτημα περί τόκων είναι απαράδεκτο εφόσον αποτελεί αντικείμενο δεύτερης προσφυγής που ασκήθηκε μετά την απόφαση περί ακυρώσεως της βλαπτικής πράξεως· αυτή η προσφυγή παραβιάζει την αρχή non bis in idem.

Αν γίνει δεκτό ότι η δεύτερη προσφυγή είναι παραδεκτή, αυτό θα έχει εξάλλου ως αποτέλεσμα να αρχίσουν να τρέχουν εκ νέου υπέρ της Σαμαρά οι δημοσίας τάξεως προθεσμίες προσφυγής, οι οποίες άρχισαν να τρέχουν από τη βλαπτική απόφαση κατατάξεως και εξέπνευσαν μετά την εκδοθείσα απόφαση.

Β — Επί της ουσίας

1.

Η προοφείψουοα εκθέτει ότι το Δικαστήριο ενέκρινε τόκους σ' όλες τις περιπτώσεις εκπρόθεσμης καταβολής, εκτός από τις περιπτώσεις σφαλμάτων και διορθώσεων κατά το χρονικό υπολογισμό των μηνιαίων αποδοχών εντούτοις, το Δικαστήριο ενέκρινε τους τόκους υπερημερίας στην περίπτωση της πληρωμής οφειλομένων ποσών (απόφαση της 1ης Ιουλίου 1976, Sergy κατά Επιτροπής, 58/75, Rec. σ. 1139 απόφαση της 16ης Μαρτίου 1978, Leonardini κατά Επιτροπής, 115/76, Rec. σ. 735· απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1985, Amesz και λοιποί κατά Επιτροπής, 532, 534, 567, 600, 618, 660/79 και 543/79, Συλλογή σ. 56 ).

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν και ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως δεν περιέχει καμία ρητή διάταξη σχετικά με τη χορήγηση αντισταθμιστικών τόκων, γίνεται γενικώς δεκτό, σ' όλες τις χώρες της Κοινότητας, ότι τα ληξιπρόθεσμα ποσά είναι τοκοφόρα χωρίς να χρειάζεται να αποδειχτεί η ζημία. Εξάλλου, η Επιτροπή θα πλούτιζε αδικαιολογήτως αν μπορούσε να παρακρατεί επί των ληξιπροθέσμων ποσών τους καλούμενους τόκους λόγω εκπρόθεσμης καταβολής των οφειλομένων ποσών. Δεν πρέπει να ζημιωθεί ο υπάλληλος ο οποίος έχει δικαιωθεί και ο οποίος μπορούσε να έχει τοποθετήσει τα εν λόγω χρήματα και να υπολογίζει σε αναμενόμενους από αυτά τόκους.

Η προσφεύγουσα βεβαιώνει ότι είναι, επομένως, εμφανές ότι η Επιτροπή παραβίασε μια γενική αρχή του δικαίου που ισχύει σε όλες τις χώρες της Κοινότητας και ότι το Δικαστήριο πρέπει να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει όλους τους τόκους προς 9 % υπολογιζόμενους από το χρόνο που κάθε ποσό καθίστατο ληξιπρόθεσμο. Πρέπει να υπολογιστεί για το έτος 1985 επιτόκιο 9 % σύμφωνα με την κανονιστική απόφαση του Μεγάλου Δουκάτου της 22ας Νοεμβρίου 1984, δεδομένου ότι τα ζητηθέντα ποσά θα πληρωθούν στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

2.

Η Επιτροπή εκθέτει ότι οι τόκοι υπερημερίας αποκαθιστούν μόνο τη ζημία που υπέστη ο δανειστής λόγω της υπαίτιας καθυστερήσεως με την οποία του καταβλήθηκε το οφειλόμενο ποσό.

Δεδομένου ότι δεν υπάρχει διάταξη του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως που να προβλέπει την πληρωμή τόκων, το Δικαστήριο έκρινε, ιδίως με την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1976 (Kurrer κατά Συμβουλίου, 101/74, Rec. σ. 259, σκέψεις 31 και 32), ότι εναπόκειται στον προσφεύγοντα να αποδείξει ότι η καθυστέρηση της πληρωμής συνιστούσε πταίσμα του κοινοτικού οργάνου που πράγματι του προκάλεσε ζημία.

Όσον αφορά το πταίσμα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 13ης Ιουλίου 1972 (Heinemann κατά Επιτροπής, 79/71, Rec. σ. 579), δέχτηκε ότι η απλή νομική πλάνη του κοινοτικού οργάνου κατά την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως δεν συνιστά υπαίτια συμπεριφορά.

Με την απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 1977 (Deboek κατά Επιτροπής, 106/76, Rec. σ. 1623 ), το Δικαστήριο έκρινε ακόμη ότι τα τρέχοντα σφάλματα και οι τρέχουσες διορθώσεις κατά το χρονικό υπολογισμό των αποδοχών δεν δημιουργούν αξίωση για την καταβολή τόκων υπερημερίας· ότι, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, αυτό ισχύει επίσης σε περίπτωση που διενεργείται διόρθωση μετά από ένσταση ή προσφυγή. Η απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1975 (Airola κατά Επιτροπής, 21/74, Rec. σ. 221 ) ακολουθεί την ίδια γραμμή.

Η Επιτροπή συνάγει από την αναφερθείσα νομολογία ότι το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εγκρίνει την καταβολή τόκων υπερημερίας παρά μόνο από την ημερομηνία υποβολής της ενστάσεως με την οποία ζητήθηκαν και υπό τον όρο ότι η προσφεύγουσα αποδεικνύει το πταίσμα της διοικήσεως και την αντικειμενική υπόσταση της ζημίας. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν προσπάθησε καν να αποδείξει ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε υπηρεσιακό πταίσμα. Από τις σκέψεις 12 έως 14 της αποφάσεως της 15ης Ιανουαρίου 1985 στην υπόθεση 266/83 συνάγεται σαφώς ότι το απλό σφάλμα που διέπραξε καλόπιστα η Επιτροπή κατά την εκτίμηση της περιπτώσεως Σαμαρά δεν μπορεί να αποτελέσει υπηρεσιακό πταίσμα, ενώ το Δικαστήριο αποκάλυψε τον αμφίβολο χαρακτήρα του πλαισίου εντός του οποίου εξελίχθηκε η διαφορά λόγω της απουσίας διατάξεων του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως που να διέπουν ειδικά την κατάταξη σε κλιμάκιο του υπαλλήλου που διορίζεται σε άλλη θέση κατόπιν γενικού διαγωνισμού.- Επιπλέον, η Επιτροπή προέβη, σε εκτέλεση της απόφασης αυτής, στην αναδρομική ανακατάταξη, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ακόμη ότι οι τόκοι υπερημερίας μπορούν να εγκριθούν εν προκειμένω μόνο από την ημερομηνία της ενστάσεως με την οποία ζητήθηκαν δεδομένου ότι ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως σιωπά, τα ποσά που οφείλει η διοίκηση δεν μπορούν να είναι αυτοδικαίως τοκοφόρα. Το αίτημα δεν είναι βάσιμο εφόσον η προσφεύγουσα δεν είχε πλέον καμία απαίτηση κατά της διοικήσεως κατά την ημερομηνία κατά την οποία οι τόκοι μπορούσαν να αρχίσουν να τρέχουν, δηλαδή την 27η Ιουνίου 1985, ημερομηνία κατά την οποία τους ζήτησε με την ένσταση της.

Επικουρικώς, όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το επιτόκιο που χορηγήθηκε από την Επιτροπή στις υποθέσεις υπαλλήλων ποίκιλλε μεταξύ 4,5 % και 6 % ή ακόμη ανερχόταν σε 8 % ( προαναφερθείσα απόφαση της 16ης Μαρτίου 1978, 115/76). Η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι πρέπει να εφαρμοστεί το ίδιο επιτόκιο σ' όλες τις περιπτώσεις προς αποφυγή διακρίσεων λόγω της γεωγραφικής θέσεως των δικαιούχων και ότι το ποσοστό αυτό μπορεί ευλόγως να καθοριστεί στο 6 %.

F. Schockweiler

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( πρώτο τμήμα )

της 17ης Φεβρουαρίου 1987 ( *1 )

Στην υπόθεση 21/86,

Ευριδίκη Σαμαρά, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Strassen, εκπροσωπούμενη από τον Victor Biel, δικηγόρο Λουξεμβούργου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον ίδιο, 18 A, rue des Glacis,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από την Marie Wolfcarius, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα καταβολής τόκων επί διαφοράς αποδοχών,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

συγκείμενο από τους F. Schockweiler, πρόεδρο τμήματος, G. Bosco και R. Joliét, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn

γραμματέας: Β. Pastor, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 10ης Δεκεμβρίου 1986,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιανουαρίου 1987,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Ιανουαρίου 1986, η Ευριδίκη Σαμαρά, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί να ακυρωθεί η σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως της ενστάσεώς της της 21ης Ιουνίου 1985, με την οποία είχε ζητήσει την καταβολή των τόκων επί του ποσού που αντιστοιχούσε στις διαφορές μισθών που πληρώθηκαν για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1983 έως 31 Μαΐου 1985 κατόπιν της επανακατατάξεώς της και να καταδικαστεί η Επιτροπή στην καταβολή των τόκων αυτών με επιτόκιο 9 % ετησίως από την ημερομηνία από την οποία κάθε διαφορά μισθού κατέστη απαιτητή.

2

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία, οι λόγοι ακυρώσεως και οι ισχυρισμοί των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

Επί του παραδεκτού

3

Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής με την αιτιολογία ότι η βλαπτική πράξη δεν είναι το προσβαλλόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών της 13ης Ιουνίου 1985 περί καταβολής στην προσφεύγουσα των επιπλέον ποσών που δικαιούται βάσει των αποδοχών της μετά την ανακατάταξη της στο βαθμό C 3, κλιμάκιο 3, αλλά η αρχική απόφαση κατατάξεως, της 16ης Φεβρουαρίου 1983, η οποία ακυρώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1985 (Σαμαρά κατά Επιτροπής, 266/83, Συλλογή σ. 189 ). Όμως, στην ένσταση της κατά της αποφάσεως αυτής, η προσφεύγουσα δεν είχε ζητήσει την καταβολή τόκων επί των ποσών που έπρεπε να της καταβληθούν ως αναδρομικές αποδοχές συνεπεία της αιτηθείσας ανακατάταξης σε υψηλότερο κλιμάκιο.

4

Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1985, η προσφεύγουσα περιορίστηκε στην αμφισβήτηση της νομιμότητας της κατατάξεώς της, χωρίς να ζητήσει τη χορήγηση οποιουδήποτε συμπληρώματος μισθού. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχασε το δικαίωμα να αμφισβητήσει, σε μεταγενέστερη δίκη, τα του υπολογισμού και της πληρωμής και να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή προκειμένου να εξασφαλίσει την εκτέλεση της αποφάσεως.

Επί της ουσίας

5

Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι σε εκτέλεση της αποφάσεως της 15ης Ιανουαρίου 1985 έπρεπε, από του διορισμού της που πραγματοποιήθηκε με απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1983, να καταταγεί στο βαθμό C 3, κλιμάκιο 3, με δικαίωμα αντίστοιχης καταβολής των μηνιαίων αποδοχών της στις κανονικές ημερομηνίες κατά τις οποίες κατέστησαν απαιτητές. Δεδομένου ότι η πληρωμή αυτή δεν πραγματοποιήθηκε και ότι η διαφορά μεταξύ των αποδοχών τις οποίες δικαιούνταν και των αποδοχών που πραγματικά έλαβε της καταβλήθηκε με καθυστέρηση, υπέστη ζημία, καθόσον δεν είχε στη διάθεση της τα ποσά αυτά όταν είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα, η ζημία δε αυτή έπρεπε να αποκατασταθεί με τη χορήγηση τόκων υπερημερίας. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι σε κανένα από τα κράτη της Κοινότητας δεν αμφισβητείται ότι τα ληξιπρόθεσμα ποσά είναι τοκοφόρα χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί η πράγματι προκληθείσα ζημία.

6

Η Επιτροπή αντιτάσσει στον ισχυρισμό αυτό ότι οι τόκοι υπερημερίας δεν είναι δυνατό να οφείλονται παρά μόνο στην περίπτωση που η καθυστερημένη πληρωμή οφείλεται σε υπαίτια συμπεριφορά και ακόμη μόνο από το χρόνο κατά τον οποίο οι τόκοι αυτοί ζητήθηκαν. Η Επιτροπή θεωρεί ότι όσον αφορά τη συμπεριφορά της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπαίτια, δεδομένου ότι το ίδιο το Δικαστήριο, στην απόφαση του της 15ης Ιανουαρίου 1985, δέχτηκε ότι η εσφαλμένη κατάταξη που πραγματοποιήθηκε με την απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1983 συνέβη σε « πλαίσιο αμφιβολιών », ώστε το διαπραχθέν σφάλμα να πρέπει να θεωρηθεί ως συγγνωστό.

7

Σχετικώς αρκεί η διαπίστωση ότι εν προκειμένω η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να λάβει τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να εξασφαλίσει την εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1985. Η εκτέλεση αυτή έπρεπε να εξαφανίσει τη διαπραχθείσα παρανομία και να αποκαταστήσει την προσφεύγουσα στην κατάσταση που θα βρισκόταν αν οι διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχαν εφαρμοστεί ορθώς. Συνεπώς, η εν λόγω εκτέλεση συνεπαγόταν την ανακατάταξη της προσφεύγουσας στο κλιμάκιο που προέκυπτε από την ορθή εφαρμογή του άρθρου 32 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και την πληρωμή του αντίστοιχου μισθού από τις ημερομηνίες εκείνες κατά τις οποίες καθίστατο κανονικά απαιτητός, ώστε να απαλειφθεί η ζημία που προέκυψε από τη μη ορθή εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

8

Από τη στιγμή που κρίθηκε ότι εφαρμοστέο ήταν το άρθρο 32 του κανονισμού και όχι το άρθρο 46, όπως υποστήριζε η Επιτροπή, ο καθορισμός του μισθολογικού κλιμακίου και το ύψος του απέρρεαν ως φυσική συνέπεια. Πράγματι, στη δίκη που κατέληξε στην απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1985, η Επιτροπή είχε ήδη δεχτεί ότι, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 32, η προσφεύγουσα πρέπει να θεωρηθεί ως έχουσα επαγγελματική πείρα ικανή να δικαιολογήσει κατάταξη στο 3ο κλιμάκιο του βαθμού C 3. Με τον τρόπο αυτό η Επιτροπή είχε ήδη εξαντλήσει την εξουσία εκτιμήσεως που της αναγνωρίζει το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 32.

9

Υπ' αυτές τις συνθήκες, η ορθή εκτέλεση της αποφάσεως απαιτεί, προκειμένου να αποκατασταθεί η ενδιαφερόμενη στην κατάσταση, στην οποία νομίμως θα έπρεπε να βρίσκεται, να ληφθεί υπόψη η ζημία την οποία υπέστη λόγω του ότι η αποκατάσταση αυτή επήλθε μόνο μετά από ένα μάλλον μακρύ χρονικό διάστημα και ότι η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να έχει στη διάθεση της τα ποσά που δικαιούνταν στις κανονικές ημερομηνίες που κατέστησαν απαιτητά. Προς το σκοπό αυτό, πρέπει να χορηγηθούν στην προσφεύγουσα τόκοι υπερημερίας υπολογιζόμενοι κατ' αποκοπήν σε ποσοστό 8 % ετησίως από τις αντίστοιχες ημερομηνίες που τα ποσά αυτά κατέστησαν απαιτητά ώς την εξόφληση.

Επί των δικαστικών εξόδων

10

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η καθής ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει τη σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής με την οποία απορρίφθηκε η από 21 Ιουνίου 1985 ένσταση της προσφεύγουσας.

 

2)

Υποχρεώνει την Επιτροπή να καταβάλει στην προφεύγουσα τόκους υπερημερίας προς 8% ετησίως επί των ποσών που αντιστοιχούν στις διαφορές αποδοχών που καταβλήθηκαν για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1983 μέχρι 31ης Μαΐου 1985, υπολογιζόμενους αντιστοίχως από την ημερομηνία κατά την οποία κάθε διαφορά αποδοχών είχε καταστεί απαιτητή μέχρις εξοφλήσεως.

 

3)

Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 

Schockweiler

Bosco

Joliét

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Φεβρουαρίου 1987.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος

F. Schockweiler


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.