61986C0253

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 11ης Φεβρουαρίου 1988. - SOCIEDADE AGRO-PECUARIA VICENTE NOBRE LDA ΚΑΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ - ΠΡΙΜΟΔΟΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΑΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 253/86.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 02725


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Στις 20 Ιουνίου 1986, η προσφεύγουσα, η οποία είναι ιδιοκτήτρια αμπελώνα στην Πορτογαλία, υπέβαλε στον Υφυπουργό Γεωργικής Αναπτύξεως και στον Υπουργό Γεωργίας, Αλιείας και Τροφίμων, αίτηση περί χορηγήσεως, σύμφωνα με τον κανονισμό 777/85 του Συμβουλίου της 26ης Μαρτίου 1985 (1), πριμοδοτήσεως για οριστική εγκατάλειψη της αμπελοκαλλιέργειας σε έκταση 30 εκταρίων φυτευμένη με αμπέλους των οποίων είχε προγραμματίσει την εκρίζωση στο πλαίσιο αναδιαρθρώσεως της καλλιέργειας του συνόλου των αμπέλων που της ανήκουν κατά κυριότητα.

2. Στις 14 Ιουλίου 1986, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό 2239/86 για ειδική δράση για τη βελτίωση των αμπελοοινικών διαρθρώσεων στην Πορτογαλία (ΕΕ L 196 της 18.7.1986, σ. 1) του οποίου το άρθρο 6, παράγραφος 6, ορίζει ότι

"κατά τη διάρκεια της κοινής δράσης, οι αμπελοκαλλιεργητές δεν λαμβάνουν την πριμοδότηση οριστικής εγκατάλειψης που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 777/85".

3. Κατά την προσφεύγουσα, το σύστημα που θεσπίστηκε από τον κανονισμό 2239/86 ειδικά για την Πορτογαλία είναι, από αρκετές απόψεις, λιγότερο ευνοϊκό απ' αυτό που προέβλεπε ο κανονισμός 777/85. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός 2239/86 δεν θα μπορεί να εφαρμόζεται, καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετούς ισχύος του, παρά μόνο όσον αφορά επιφάνεια 15 000 εκταρίων. 'Ετσι, παρέχει ευρεία διακριτική εξουσία στις πορτογαλικές αρχές και είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι να αντλήσουν σχετικό όφελος. Τέλος, το υπ' αυτού προβλεπόμενο ποσό των πριμοδοτήσεων για οριστική εγκατάλειψη, το οποίο καθορίζεται ανάλογα με τη μέση ανά εκτάριο απόδοση των σχετικών εκτάσεων, είναι κατώτερο αυτού που είχε καθοριστεί από τον κανονισμό 777/85.

4. Η προσφεύγουσα ζητεί, κυρίως, την ακύρωση του κανονισμού 2239/86, κατά το μέτρο που το προαναφερθέν άρθρο του 6, παράγραφος 6, τη στερεί, των πλεονεκτημάτων του κανονισμού 777/85 και παραβιάζει τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά την ασφάλεια του δικαίου, το σεβασμό των κεκτημένων δικαιωμάτων, τη μη αναδρομικότητα των νόμων και την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

5. Επικουρικώς, η προσφεύγουσα ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της μη εφαρμογής του κανονισμού 777/85, την οποία εκτιμά σε 150 000 Εcu.

'Οσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως

6. Το Συμβούλιο, κατά του οποίου έχει ασκηθεί η σχετική προσφυγή, καθώς και η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Επιτροπή, οι οποίες έχουν ασκήσει παρέμβαση, επικαλούνται, κατά κύριο λόγο, το απαράδεκτο της προσφυγής λόγω ακυρώσεως, για το λόγο ότι ο κανονισμός 2239/86 δεν αφορά την προσφεύγουσα άμεσα και ατομικά.

7. 'Οπως το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένα,

"το άρθρο 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης εξαρτά το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως που ασκήθηκε από ιδιώτη από την προϋπόθεση ότι η προσβαλλόμενη πράξη, αν και έχει εκδοθεί υπό τη μορφή κανονισμού, συνιστά στην πραγματικότητα απόφαση, η οποία αφορά τον προσφεύγοντα άμεσα και ατομικά. Ο σκοπός της διάταξης αυτής είναι ιδίως να εμποδίζει τα κοινοτικά όργανα να αποκλείουν, με την απλή επιλογή της μορφής του κανονισμού, τη δυνατότητα των ιδιωτών να ασκούν προσφυγές κατά αποφάσεων που τους αφορούν άμεσα και ατομικά και να διασαφηνίσει έτσι ότι η επιλογή της μορφής δεν μπορεί να μεταβάλλει τη φύση μιας πράξης.

Προσφυγή ιδιώτη δεν είναι πάντως παραδεκτή, εφόσον στρέφεται κατά κανονισμού γενικής ισχύος κατά την έννοια του άρθρου 189, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης. Το κριτήριο διακρίσεως μεταξύ κανονισμού και αποφάσεως πρέπει να αναζητείται στη γενική ή μη έκταση εφαρμογής της οικείας πράξεως. Επομένως, πρέπει να ερευνάται η φύση της προσβαλλόμενης πράξεως και ιδίως τα έννομα αποτελέσματα που αποσκοπεί να παράγει ή πράγματι παρήγαγε" (2).

8. 'Ομως, ουδεμία υφίσταται εν προκειμένω αμφιβολία ως προς το ότι ο κανονισμός 2239/86 τυγχάνει, στο σύνολό του, γενικής εφαρμογής. 'Οπως καταφαίνεται και από τον τίτλο του, ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στη βελτίωση των αμπελοοινικών διαρθρώσεων στην Πορτογαλία, μέσω, αφενός, μέτρων αναδιαρθρώσεως των αμπελώνων και, αφετέρου, με την ενθάρρυνση της οριστικής εγκαταλείψεως ορισμένων φυτευμένων με αμπέλους εκτάσεων. Είναι διατυπωμένος κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, εφαρμόζεται σε αντικειμενικά καθορισμένες καταστάσεις και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων προσδιοριζόμενων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο.

9. Ο εν λόγω κανονισμός απευθύνεται στο σύνολο των πορτογάλων αμπελοκαλλιεργητών και δεν αφορά την προσφεύγουσα παρά μόνο υπό την αντικειμενική της ιδιότητα ως αμπελοκαλλιεργητή, όπως ακριβώς και οποιονδήποτε άλλο επιχειρηματία που υπάγεται σε κάποια από τις καταστάσεις που ρυθμίζει: επομένως δεν αφορά την προσφεύγουσα ατομικώς.

10. Ούτε, εξάλλου, την αφορά άμεσα. Συγκεκριμένα, η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 2239/86 χορήγηση της πριμοδότησης για οριστική εγκατάλειψη εξαρτάται από τυπική απόφαση των αρμόδιων πορτογαλικών αρχών προς τις οποίες πρέπει να απευθύνονται οι αιτήσεις. Κατά την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας, οι πορτογαλικές αρχές, όπως η ίδια η προσφεύγουσα αναγνωρίζει, διαθέτουν ευρεία διακριτική εξουσία, υπό την έννοια ότι, καθ' όλη τη διάρκεια της προβλεπόμενης με το άρθρο 6 του κανονισμού 729/79 (3) κοινής ενέργειας, δηλαδή επί δέκα έτη (άρθρο 10, παράγραφος 1), η πριμοδότηση για οριστική εγκατάλειψη περιορίζεται σε συνολική έκταση 15 000 εκταρίων για τους αμπελώνες της Πορτογαλίας (άρθρο 6, παράγραφος 4) οι οποίοι, όμως, καλύπτουν, σύμφωνα με μη αμφισβητηθέντα στοιχεία του Συμβουλίου, έκταση 279 000 εκταρίων.

11. Ωστόσο, η προσφεύγουσα επισήμανε με το απαντητικό υπόμνημα (σ. 25) και επιβεβαίωσε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν επιδιώκει την ακύρωση ολόκληρου του κανονισμού 2239/86, του οποίου δεν αμφισβητεί, τον κανονιστικό, υπό την κύρια έννοια του όρου, χαρακτήρα, "αλλά μόνο το μέρος (του) ... με το οποίο προσβάλλεται η κοινοτική έννομη τάξη". Εξάλλου, στο εισαγωγικό μέρος του δικόγραφου της προσφυγής της (σ. 2) η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι "με την υπό κρίση προσφυγή ζητείται από το Δικαστήριο:

α) να αναγνωρίσει ότι κατά το μέτρο που με το άρθρο 6, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2239/86, της 14ης Ιουλίου 1986, το Συμβούλιο προβλέπει ότι κατά τη διάρκεια της κοινής δράσης που έχει θεσπιστεί με τον εν λόγω κανονισμό, οι αμπελοκαλλιεργητές δεν μπορούν να λάβουν την προβλεπόμενη από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 777/85 πριμοδότηση για οριστική εγκατάλειψη, παραβίασε τις γενικές αρχές της ασφάλειας του δικαίου, του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων, της μη αναδρομικότητας των νόμων και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι οποίες αποτελούν μέρος της κοινοτικής έννομης τάξης ...".

12. 'Ομως, ο προσδιορισμός αυτός του αντικειμένου της προσφυγής σημαίνει ότι η προσφεύγουσα ζητεί, όχι μόνο για την περίοδο 1986/87 αλλά και για όλες τις μεταγενέστερες αυτής περιόδους, την εφαρμογή στην Πορτογαλία όχι του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 2239/86 αλλά του κανονισμού 777/85. Επομένως, ζητώντας την ακύρωση του άρθρου 6, παράγραφος 6, η προσφεύγουσα επιδιώκει, στην πραγματικότητα, την ακύρωση όλων των διατάξεων του κανονισμού 2239/86 που αφορούν την εκρίζωση των αμπέλων, δηλαδή την ακύρωση ενός συνόλου διατάξεων κανονιστικού χαρακτήρα.

13. Ωστόσο, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα έδωσε την εντύπωση ότι η προσφυγή της μπορούσε επίσης να ερμηνευτεί ως αποσκοπούσα στην αναστολή, μόνο για την περίοδο 1986/87 και αποκλειστικά ως προς την ίδια, της εφαρμογής του κανονισμού 2239/86. Επομένως, πρόκειται κατά κάποιο τρόπο περί αιτήματος λήψεως μεταβατικού μέτρου.

14. Η Agro-Pecuaria ισχυρίζεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 6, του κανονισμού 2239/86 πρέπει να θεωρηθεί ότι την αφορά ατομικά διότι είναι η μόνη πορτογαλική γεωργική επιχείρηση που υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως πριμοδοτήσεως σύμφωνα με τον κανονισμό 777/85 κατά την ημερομηνία της έκδοσης και της έναρξης ισχύος του κανονισμού 2239/86. Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 6, την αφορά διότι τη στερεί του πλεονεκτήματος της εφαρμογής του κανονισμού 777/85 και θίγει τη νομική της κατάσταση λόγω ενός πραγματικού γεγονότος που τη διαφοροποιεί σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και την εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτό του αποδέκτη.

15. Το Συμβούλιο, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Επιτροπή αμφισβητούν ότι η επίμαχη διάταξη αφορά ατομικώς την προσφεύγουσα αποκλειστικά και μόνο λόγω της αιτήσεως που υπέβαλε, δεδομένου ότι η εν λόγω αίτηση κατατέθηκε πριν από την 1η Σεπτεμβρίου 1986, δηλαδή πριν από την έναρξη της αμπελοοινικής περιόδου για την οποία θα μπορούσε, υπό άλλες περιστάσεις, να ληφθεί υπόψη και δεν παρήγαγε κανένα έννομο αποτέλεσμα.

16. Εξάλλου, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η περίπτωσή της παρουσιάζει σημαντική ομοιότητα με την υπόθεση 11/82, Πειραϊκή-Πατραϊκή κατά Επιτροπής (4). Στην υπόθεση εκείνη οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι, έστω και αν η βαλλόμενη απόφαση εφαρμοζόταν σε όλους τους έλληνες επιχειρηματίες που έκαναν ή θα μπορούσαν να κάνουν εξαγωγές νημάτων βάμβακος προς τη Γαλλία, η δική τους κατάσταση ήταν ιδιάζουσα υπό την έννοια ότι είχαν συνάψει, πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης της Επιτροπής, συμβάσεις που επρόκειτο να εκτελεστούν κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής της. Για όσους μπόρεσαν να αποδείξουν την ύπαρξη τέτοιων συμβάσεων, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι βρίσκονταν σε μια πραγματική κατάσταση η οποία τους διαφοροποιούσε σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο που αφορούσε η επίδικη απόφαση,

"καθόσον η θέσπιση της αποφάσεως εμπόδιζε την πλήρη ή μερική εκτέλεση των συμβάσεών τους" (Συλλογή 1985, σ. 244, σκέψη 19).

17. 'Υστερα από τη διατύπωση της αντίρρησης της Επιτροπής ότι, κατά την έκδοση της αποφάσεώς της, ούτε γνώριζε ούτε μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη αυτών των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, το Δικαστήριο εξέτασε περαιτέρω το παραδεκτό της προσφυγής υπ' αυτό το πρίσμα μαζί με την ουσία της υποθέσεως (σκέψη 21), για να αποφανθεί τελικά ότι η επίδικη απόφαση αφορούσε ατομικώς τις επιχειρήσεις που είχαν συνάψει τέτοιες συμβάσεις

"υπό την ιδιότητά τους ως μελών περιορισμένης ομάδας επιχειρήσεων εξατομικευμένων ή δυνάμενων να εξατομικευθούν από την Επιτροπή, τις οποίες η επίδικη απόφαση θίγει ατομικά λόγω των συμβάσεων αυτών" (Συλλογή 1985, σ. 246, σκέψη 31).

18. 'Οσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται το ότι η εκ μέρους της προσφεύγουσας υποβολή αιτήσεως σύμφωνα με τον κανονισμό 777/85 επέτρεπε ασφαλώς την εξατομίκευσή της, μεταξύ του συνόλου των πορτογάλων αμπελοκαλλιεργητών, ως ενός από αυτούς που όντως θα θίγονταν από την αναστολή εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

19. Αλλά δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι η Sociedade Agro-Pecuaria εθίγη από την απόφαση αυτή περισσότερο απ' ό,τι οι λοιποί πορτογάλοι αμπελοκαλλιεργητές που είχαν την πρόθεση να υποβάλουν αιτήσεις κατά την έναρξη της νέας αμπελοοινικής περιόδου. Η προσφεύγουσα απλώς εκδήλωσε τη σχετική της πρόθεση πριν απ' αυτούς.

20. 'Οπως το Δικαστήριο έχει συχνότατα υπογραμμίσει,

"ο κανονιστικός χαρακτήρας μιας πράξης δεν επηρεάζεται από τη δυνατότητα προσδιορισμού του αριθμού ή και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου στα οποία η πράξη έχει εφαρμογή σε δεδομένη στιγμή, εφόσον είναι βέβαιο ότι η εφαρμογή αυτή πραγματοποιείται βάσει μιας αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως που καθορίζει η πράξη σε σχέση με το σκοπό της" (σκέψη 8 της προαναφερθείσας απόφασης Deutz und Geldermann).

21. Απ' ό,τι γνωρίζω δεν υπάρχει στη νομολογία του Δικαστηρίου παρά μια μόνο απόφαση με την οποία το Δικαστήριο έχει κηρύξει ως παραδεκτές προσφυγές ιδιωτών οι οποίοι είχαν απλώς υποβάλει αιτήσεις. Πρόκειται περί της αποφάσεως Fruit Company κατά Επιτροπής της 13ης Μαΐου 1971 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις 41 μέχρι και 44/70, Rec. 1971, σ. 422). Αλλά στην υπόθεση εκείνη ο βαλλόμενος κανονισμός εφαρμοζόταν μόνο στις επιχειρήσεις που είχαν ζητήσει την έκδοση άδειας εισαγωγής πριν από ορισμένη ημερομηνία, που είχε καθοριστεί με τον κανονισμό και ήταν προγενέστερη της έκδοσής του. Κατόπιν τούτου το Δικαστήριο δέχτηκε ότι

"κατά την έκδοση του εν λόγω κανονισμού ο αριθμός των αιτήσεων των οποίων η έκβαση ήταν, εν προκειμένω δυνατό να επηρεαστεί δυσμενώς ... ήταν καθορισμένος καμιά νέα αίτηση δεν μπορούσε να προστεθεί" (σκέψεις 17 και 18 της προαναφερθείσας αποφάσεως).

22. 'Οσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, η κατάσταση θα ήταν όμοια μόνο σε περίπτωση που ο βαλλόμενος κανονισμός είχε εκδοθεί μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1986, δηλαδή μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλεπόταν για την κατάθεση των αιτήσεων για πριμοδοτήσεις εκριζώσεως για την περίοδο 1986/87. Μόνο κατ' αυτό το χρονικό σημείο ο αριθμός και η ταυτότητα των θιγόμενων από τη μείωση της πριμοδοτήσεως αμπελοκαλλιεργητών θα είχε προσδιοριστεί και καθοριστεί οριστικά. Η σχετική πράξη θα αφορούσε τότε, τουλάχιστον σε σχέση με εκείνη την περίοδο, μια κλειστή κατηγορία επιχειρηματιών. 'Ομως, ο βαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε στις 14 Ιουλίου 1986.

23. Εξάλλου, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι μια διάταξη κανονισμού αφορά άμεσα έναν ιδιώτη, πρέπει να επηρεάζει την έννομή του κατάσταση (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1975, υπόθεση 100/74, CΑΜ κατά Επιτροπής, σκέψη 19, Rec. 1975, σ. 1393, ιδίως σ. 1403). Με άλλα λόγια, πρέπει η αναληφθείσα από τον ιδιώτη πρωτοβουλία να έχει παραγάγει έννομα αποτελέσματα, των οποίων η ύπαρξη διακυβεύεται από το βαλλόμενο μέτρο.

24. 'Ετσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εξαγωγείς είχαν εξατομικευθεί λόγω του γεγονότος ότι είχαν πετύχει τον εκ των προτέρων καθορισμό επιστροφών με πιστοποιητικά χορηγηθέντα πριν από μια ορισμένη ημερομηνία (5).

25. Στην περίπτωση της γνωστοποίησης προς την Επιτροπή από τους εθνικούς οργανισμούς παρεμβάσεως των προσφορών που τους υποβλήθηκαν στο πλαίσιο περιοδικού πλειστηριασμού κρεάτων αποθεματοποιηθέντων από τους οργανισμούς αυτούς, το Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή ενός υποβαλόντος προσφορά διότι η σχετική απόφαση της Επιτροπής, καίτοι είχε ληφθεί υπό τη μορφή αποφάσεως απευθυνόμενης προς τα κράτη μέλη, είχε προκαθορίσει άμεσα την έκβαση, ευνοϊκή ή δυσμενή, καθεμιάς από τις υποβληθείσες προσφορές (6).

26. Ακόμη και στην απόφαση στην υπόθεση Πειραϊκή-Πατραϊκή, που ιδιαίτερα προέβαλε η προσφεύγουσα, το Δικαστήριο στηρίχτηκε στην ύπαρξη ήδη συναφθεισών συμβάσεων, των οποίων η ύπαρξη είχε αποδειχτεί και η εκτέλεση καταστεί, εν όλω ή εν μέρει, αδύνατη λόγω του βαλλόμενου μέτρου, για να αποφανθεί ότι το εν λόγω μέτρο αφορούσε ατομικά τις επιχειρήσεις που είχαν συνάψει τις συμβάσεις αυτές.

27. 'Οσον αφορά την υπόθεση που μας απασχολεί, είναι προφανές ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί την ανάληψη ανάλογης υποχρεώσεως, της οποίας η εκτέλεση κατέστη αδύνατη λόγω της εκδόσεως του κανονισμού 2239/86.

28. Εξάλλου, έστω και αν γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι στο πλαίσιο του κανονισμού 777/85 οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν διαθέτουν καμιά διακριτική εξουσία όσον αφορά τη χορήγηση των ενισχύσεων σε όσους από τους ενδιαφερομένους έχουν υποβάλει σχετική αίτηση και συγκεντρώνουν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, πρέπει, επιπλέον, οι εν λόγω αρχές να ελέγχουν επισταμένως αν όντως συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, να προσδιορίζουν την κατηγορία στην οποία εμπίπτουν οι συγκεκριμένες άμπελοι, να διαπιστώνουν επιτόπου την απόδοσή τους και να αποφασίζουν, βάσει όλων αυτών των στοιχείων, σχετικά με το ύψος των ποσών που πρόκειται να χορηγήσουν σε καθέναν από τους αιτούντες. 'Ετσι, η βάσει του κανονισμού 777/85 υποβληθείσα αίτηση δεν είχε ως συνέπεια κανένα αυτόματο αποτέλεσμα.

29. Καθώς επίσης είναι γνωστό ότι επί της εν λόγω αιτήσεως δεν ελήφθη απόφαση των αρμόδιων αρχών, μπορώ να συναγάγω το συμπέρασμα ότι η έννομη κατάσταση της προσφεύγουσας δεν επηρεάστηκε από τη βαλλόμενη διάταξη. Κατά συνέπεια, βάσει όλων των πιο πάνω σκέψεων η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

'Οσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως

30. Καίτοι έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, αυτό δεν με απαλλάσσει από την υποχρέωση να προβώ στην εξέταση του αιτήματος αποζημιώσεως, διότι,

"κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αγωγή αποζημιώσεως βάσει των άρθρων 178 και 215, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης θεσπίστηκε ως αυτοτελές ένδικο βοήθημα που επιτελεί ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος παροχής έννομης προστασίας και υπάγεται σε προϋποθέσεις ασκήσεως που έχουν οριστεί έτσι ώστε να υπηρετούν το σκοπό του" (7).

Επομένως, το απαράδεκτο του αιτήματος ακυρώσεως δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη και το απαράδεκτο του αιτήματος αποζημιώσεως.

31. Εντούτοις, το Συμβούλιο, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Επιτροπή φρονούν ότι το επικουρικό αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο ως μη σύμφωνο προς το άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχείο γ), του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου κατά το οποίο το δικόγραφο της προσφυγής περιλαμβάνει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση.

32. Είναι αληθές ότι στα σχετικά της δικόγραφα η προσφεύγουσα παρουσιάζεται εξαιρετικά λακωνική ως προς το ζήτημα αυτό. Με την προσφυγή της περιορίστηκε στο να ζητήσει από το Δικαστήριο "να υποχρεώσει την Κοινότητα στην αποκατάσταση της ζημιάς που υπέστη από τη μη εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) 777/85 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1985". Μόνο με το υπόμνημα απαντήσεως (σ. 52) η προσφεύγουσα προσδιόρισε αριθμητικά τη ζημία που διατείνεται ότι υπέστη, δηλαδή 150 000 Εcu, συν τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία επιδόσεως της προσφυγής στο καθού.

33. Εντούτοις, νομίζω ότι από το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής μπορεί με αρκετή βεβαιότητα να συναχθεί ότι το αντικείμενο του αιτήματος δεν ήταν άλλο από την επιδίκαση αποζημιώσεως ίσης προς την πριμοδότηση που η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δικαιούται δυνάμει του κανονισμού 777/85 για τα 30 εκτάρια γης φυτεμένα με αμπέλους των οποίων σχεδίαζε την εκρίζωση (δηλαδή 150 000 Εcu).

34. Εξάλλου, είναι προφανές ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί είναι ταυτόσημοι με τους λόγους επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή ακυρώσεως.

35. Το γεγονός ότι, κατ' αυτόν τον τρόπο, το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί είναι οι ίδιοι και στα δύο αιτήματα της προσφυγής δεν νομίζω ότι αρκεί για να θεωρηθεί απαράδεκτο το αίτημα αποζημιώσεως.

36. Στην υπόθεση Compagnie d' approvisionnement κατά Επιτροπής (8) το Δικαστήριο αντιμετώπισε ανάλογη κατάσταση. Η Επιτροπή είχε αμφισβητήσει το παραδεκτό των αιτημάτων αποζημιώσεως, ισχυριζόμενη ότι, επειδή οι προσφεύγουσες είχαν υπολογίσει το ύψος της σχετικής ζημίας ως ίσο ακριβώς προς τη διαφορά μεταξύ των επιδοτήσεων που προέκυπταν από τους βαλλόμενους κανονισμούς και αυτών που θα είχαν καταβληθεί βάσει μιας σύμφωνης προς τους ευσεβείς τους πόθους ρυθμίσεως, τα αιτήματα αυτά σκοπούσαν να παρακάμψουν το απαράδεκτο της προσφυγής ακυρώσεως που στρεφόταν κατά των εν λόγω κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΟΚ.

37. Εντούτοις το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι

"η αγωγή αποζημιώσεως ... έχει θεσπιστεί ως αυτόνομο ένδικο βοήθημα, το οποίο επιτελεί ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος έννομης προστασίας και εξαρτάται από προϋποθέσεις ασκήσεως που έχουν θεσπιστεί ενόψει του συγκεκριμένου του αντικειμένου διαφέρει από την προσφυγή ακυρώσεως κατά το μέτρο που αποβλέπει όχι στην κατάργηση ενός καθορισμένου μέτρου, αλλά στην αποκατάσταση της ζημίας που έχει προκληθεί από κοινοτικό όργανο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του με τις αγωγές αποζημιώσεως αποσκοπείται μόνο η αναγνώριση δικαιώματος για αποκατάσταση της ζημίας και, κατά συνέπεια, παροχή προοριζόμενη να παραγάγει αποτελέσματα αποκλειστικά έναντι των εναγόντων επομένως, οι αγωγές αυτές είναι παραδεκτές".

38. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί εν προκειμένω να κατηγορηθεί ότι επεδίωξε την καταστρατήγηση των απαιτήσεων του άρθρου 173 εφόσον η προσφυγή που άσκησε ερειδόταν, κυρίως, σ' αυτό το άρθρο. Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι το αίτημα αποζημιώσεως υποβλήθηκε επικουρικώς, υπό την πλήρη έννοια του όρου πράγματι, το αίτημα αυτό έχει αντικείμενο μόνο στην περίπτωση που ο κανονισμός 2239/86 δεν ακυρωθεί (είτε επειδή η κύρια προσφυγή θα κηρυχθεί απαράδεκτη είτε επειδή θα απορριφθεί ως αβάσιμη). 'Οντως, αν ο κανονισμός αυτός ακυρωνόταν από το Δικαστήριο, ο κανονισμός 777/85 θα εξακολουθούσε να εφαρμόζεται και στην Πορτογαλία και η προσφεύγουσα δεν θα υφίστατο τη ζημία που προβάλλει.

39. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να μην κηρύξει το αίτημα αποζημιώσεως απαράδεκτο αλλά να το εξετάσει κατ' ουσίαν.

40. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου

"δυνάμει του άρθρου 215, δεύτερη παράγραφος, και των γενικών αρχών στις οποίες παραπέμπει η εν λόγω διάταξη, η ύπαρξη ευθύνης της Κοινότητας προϋποθέτει τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αφορούν τον παράνομο χαρακτήρα των ενεργειών που αποδίδονται στα όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ενεργειών αυτών και της επικαλούμενης ζημίας".

Εν προκειμένω είναι σαφές ότι η πράξη που αποτετέλεσε την αιτία της προβαλλόμενης ζημίας είναι νομοθετικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια,

"σε ό,τι αφορά πράξεις αυτού του είδους, σύμφωνα με επίσης πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλέπε κυρίως απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1971, Zuckerfabrik Schoeppenstedt, 5/71, Rec. 1971, σ. 975) η Κοινότητα υπέχει ευθύνη μόνο σε περίπτωση κατάφωρης παραβίασης ανώτερου κανόνα δικαίου που προστατεύει τους ιδιώτες" (9).

Σύμφωνα ακριβώς με τα κριτήρια αυτά πρέπει να εκτιμηθεί και το υπό κρίση αίτημα αποζημιώσεως.

41. 'Οπως προείπα, βασίμως μπορεί να υποτεθεί ότι οι υπέρτεροι κανόνες δικαίου που προστατεύουν τους ιδιώτες και των οποίων η προσφεύγουσα προβάλλει την παράβαση, είναι αυτοί οι ίδιοι επί των οποίων έχει στηρίξει την προσφυγή ακυρώσεως, δηλαδή οι αρχές του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας του δικαίου και της μη αναδρομικότητας των νόμων.

42. 'Οπως είδαμε όμως, η αίτηση χορηγήσεως πριμοδοτήσεως για εκρίζωση που η προσφεύγουσα υπέβαλε στις πορτογαλικές αρχές δεν παρήγαγε κανένα έννομο αποτέλεσμα ούτε, κατά μείζονα λόγο, γέννησε δικαίωμα για πριμοδότηση σύμφωνα με τον κανονισμό 777/85.

43. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν τίθεται ζήτημα παραβιάσεως της αρχής του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει επίσης δεχτεί πρόσφατα, παραπέμποντας στην απόφασή του στην υπόθεση Eridania της 27ης Σεπτεμβρίου 1979 (10), ότι

"οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να επικαλεστούν κεκτημένο δικαίωμα στη διατήρηση πλεονεκτήματος που αντλούν από κάποια οργάνωση αγοράς όπως υπάρχει σε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό σημείο" (11).

Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά το δυνητικό πλεονέκτημα.

44. Για τους ίδιους λόγους δεν μπορώ να δεχτώ ότι υφίσταται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εξάλλου, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν ένας προνοητικός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση κοινοτικού μέτρου ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή αφού θεσπιστεί το μέτρο αυτό (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1978, 78/77, Luehrs, Rec. 1978, σ. 169) (12). 'Ομως, πρέπει εν προκειμένω να γίνει δεκτό ότι ο ίδιος ο κανονισμός 777/85 προβλέπει, στο άρθρο 7, τη δυνατότητα τροποποιήσεως, από το Συμβούλιο, του ποσού των πριμοδοτήσεων που έχουν θεσπιστεί.

45. Στην αλληλουχία αυτή, η Επιτροπή δικαιολογημένα υπογραμμίζει ότι "θα ήταν παράλογο το να μπορεί ένας ιδιώτης μέσω μιας (τέτοιας) αιτήσεως που υποβλήθηκε πρόωρα (από την οποία δεν έχουν ακόμη γεννηθεί δικαιώματα υπέρ του αιτούντος) να εξαναγκάσει την Κοινότητα να διατηρήσει ένα σύστημα αμετάβλητο από τη μια περίοδο στην άλλη, ασχέτως των οικονομικών συνθηκών". Πράγματι, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα δεχτεί (13) ότι

"το πεδίο εφαρμογής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να επεκταθεί τόσο ώστε να παρακωλύει, κατά τρόπο γενικό, την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων επί των μελλοντικών συνεπειών καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί υπό την προγενέστερη ρύθμιση ...".

46. Εξάλλου, ελλείψει κεκτημένων δικαιωμάτων υπό την προϊσχύσασα νομοθεσία, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να προβάλει αξιώσεις για τη λήψη μεταβατικών μέτρων υπέρ αυτής.

47. 'Οσον αφορά τις αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της μη αναδρομικότητας των νόμων, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι ο κανονισμός 2239/86, που εκδόθηκε στις 14, δημοσιεύτηκε στις 18 και τέθηκε σε ισχύ στις 21 Ιουλίου 1986, εφαρμόστηκε από την αμπελοοινική περίοδο 1986/87, η οποία άρχισε την 1η Σεπτεμβρίου 1986. Επομένως, η εφαρμογή του επί της αιτήσεως της προσφεύγουσας η οποία είχε υποβληθεί για την ίδια περίοδο, δεν θα μπορούσε, σε καμιά περίπτωση, να συνιστά παραβίαση των εν λόγω γενικών αρχών.

Για όλους αυτούς τους λόγους, το αίτημα για την επιδίκαση αποζημιώσεως μετά των σχετικών τόκων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

48. Περαίνοντας, προτείνω στο Δικαστήριο να κηρύξει απαράδεκτη την προσφυγή ακυρώσεως, να απορρίψει ως αβάσιμο το αίτημα αποζημιώσεως και να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων των παρεμβαινόντων.

(*) Μετάφραση από τα γαλλικά.

(1) Κανονισμός (ΕΟΚ) 777/85 του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 1985, για τη χορήγηση, για τις αμπελουργικές περιόδους 1985/86 μέχρι 1989/90, πριμοδοτήσεων για οριστική εγκατάλειψη ορισμένων εκτάσεων φυτευμένων με αμπέλους (ΕΕ L 88 της 28.3.1985, σ. 8).

(2) Απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987, Deutz und Geldermann κατά Συμβουλίου, 26/86, Συλλογή 1987, σκέψεις 6 και 7 βλέπε επίσης Διάταξη της 20ής Μαΐου 1987, Champlor και λοιποί κατά Επιτροπής, 233/86 μέχρι 235/86, Συλλογή 1987, σ. 2251, σκέψεις 6 και 7.

(3) Κανονισμός (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93).

(4) Απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1985, Συλλογή 1985, σ. 207.

(5) Απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1975, υπόθεση 100/74, CΑΜ κατά Επιτροπής, Rec. 1975, σ. 1403 απόφαση της 31ης Μαρτίου 1977, υπόθεση 88/76, Exportation de sucres κατά Επιτροπής, Rec. 1977, σ. 725 απόφαση της 3ης Μαΐου 1978, υπόθεση 112/77, Toepfer κατά Επιτροπής, Rec. 1978, σ. 1029.

(6) Απόφαση της 6ης Μαρτίου 1979, υπόθεση 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, Rec. 1979, σ. 777.

(7) Βλέπε ιδίως απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Krohn κατά Επιτροπής, 175/84, Συλλογή 1986, σ. 763, σκέψη 26.

(8) Απόφαση της 13ης Ιουνίου 1972, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 9 και 11/71, Rec. 1972, σ. 391.

(9) Απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1987, Zuckerfabrik Bedburg και λοιποί κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 281/84, Συλλογή 1987, σ. 49, σκέψεις 17 και 18.

(10) Υπόθεση 230/78, Eridania κατά Υπουργείου Γεωργίας και Δασών, Rec. 1979, σ. 2749.

(11) Βλέπε απόφαση της 21ης Μαΐου 1987, Walter Rau Lebensmittelwerke και λοιποί κατά ΒΑLΜ, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 133 έως 136/85, Συλλογή 1987, σ. 2289, σκέψη 18.

(12) Βλέπε απόφαση της 11ης Μαρτίου 1987, Van der Bergh en Jurgens κατά Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, 265/85, Συλλογή 1987, σ. 1155, σκέψη 44.

(13) Βλέπε ιδίως απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1987, Γερμανία κατά Επιτροπής, 278/84, Συλλογή 1987, σ. 1, σκέψη 36.