ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

CARL OTTO LENZ

της 29ης Ιανουαρίου 1987 ( *1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι οικαοτές,

Α — Πραγματικά περιστατικά

1.

Η υπόθεση επί της οποίας αναπτύσσω σήμερα τις προτάσεις μου αναφέρεται στο ζήτημα βάσει ποίων διατάξεων της Συνθήκης το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μπορούσε να εκδώσει τους κανονισμούς περί εφαρμογής των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων κατά το έτος 1986 για ορισμένα βιομηχανικά προϊόντα καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών και εάν το Συμβούλιο, κατά την έκδοση των εν λόγω κανονισμών, ήταν υποχρεωμένο να αναφέρει επακριβώς, στις αιτιολογικές σκέψεις των εν λόγω κανονισμών, τις διατάξεις της Συνθήκης στις οποίες στηρίχτηκε.

2.

Στις 17 Δεκεμβρίου 1985, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθού, εξέδωσε, μετά από πρόταση της Επιτροπής, προσφεύγουσας, και διατύπωση γνώμης εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, τους εξής τρεις κανονισμούς:

τον κανονισμό 3599/85, περί εφαρμογής των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων κατά το έτος 1986 για ορισμένα βιομηχανικά προϊόντα καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών ( 1

τον κανονισμό 3600/85, περί εφαρμογής των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων κατά το έτος 1986 για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα αναπτυσσόμενων χωρών ( 2 ) και

τον κανονισμό 3601/85, περί εφαρμογής των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων κατά το έτος 1986 για ορισμένα γεωργικά προϊόντα καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών ( 3 ).

3.

Σύμφωνα με τους εν λόγω κανονισμούς — παρόμοιοι των οποίων εκδίδονται από το έτος 1971 — για ορισμένα προϊόντα καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών μπορεί να ανασταλεί η καταβολή δασμών, είτε πλήρως, είτε στο πλαίσιο κοινοτικών δασμολογικών ποσοστώσεων ή κοινοτικών ανωτάτων ορίων.

4.

Με την εξάντληση της δασμολογικής ποσοστώσεως επανέρχεται αυτομάτως σε ισχύ το κοινό δασμολόγιο. Μόλις συμπληρωθεί το επί μέρους ανώτατο όριο σε κοινοτικό επίπεδο, μπορεί και πάλι να επιβληθεί δασμός κατά την εισαγωγή των σχετικών προϊόντων. Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία η αύξηση των προτιμησιακών εισαγωγών, που δεν υπόκεινται σε δασμολογική ποσόστωση ή ανώτατο όριο, προκαλεί στην Κοινότητα ή σε τμήμα της Κοινότητας οικονομικές δυσχέρειες, μπορεί να αποφασιστεί η εκ νέου επιβολή δασμών. Ωστόσο, η εκ νέου επιβολή δασμών δεν επιτρέπεται για προϊόντα που προέρχονται από τις πιο καθυστερημένες αναπτυσσόμενες χώρες.

5.

Αντιθέτως, για τις περισσότερο ανταγωνιστικές χώρες, οι δασμολογικές προτιμήσεις για ορισμένα προϊόντα, που υπόκεινται σε δασμολογική ποσόστωση, μειώνονται κατά 50 ο/ο.

6.

Οι δασμολογικές ποσοστώσεις κατανέμονται μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με κλίμακες κατανομής, οι οποίες, κατά κανόνα, προβλέπουν τη χορήγηση αρχικών μεριδίων και το δικαίωμα χορηγήσεως προσθέτων μεριδίων από το κοινοτικό απόθεμα.

7.

Γενικώς, ο κανονισμός διακρίνει ανάλογα με το βαθμό αναπτύξεως και την ανταγωνιστικότητα των ευνοούμενων χωρών, καθώς και ανάλογα με την « ευαισθησία » των σχετικών προϊόντων.

8.

Στην ουσία, λοιπόν, το σύστημα των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων συνίσταται σε αναστολή της επιβολής δασμών, που χορηγείται χωρίς να υπάρχει νομική υποχρέωση της Κοινότητας και χωρίς να απαιτείται αμοιβαιότητα, με σκοπό τη διευκόλυνση της εισαγωγής ορισμένων προϊόντων από ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες.

9.

Στο διεθνές πλαίσιο, το σύστημα των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων, μετά τον ουδέποτε ισχύσαντα χάρτη της Αβάνας του 1948, που προέβλεπε τη δυνατότητα περιφερειακών προτιμήσεων, προβλέπεται για πρώτη φορά σε πρωτοβουλία της Συνδιασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών για το εμπόριο και την ανάπτυξη (UNCTAD), του έτους 1964. Ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μίας νέας αντιλήψεως των διεθνών εμπορικών σχέσεων μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών που δίνει ιδιαίτερη σημασία στην επίτευξη στόχων αναπτυξιακής πολιτικής στο πλαίσιο των εμπορικών σχέσεων.

10.

Ήδη με τη δήλωση τους της 7ης Δεκεμβρίου 1961 τα συμβαλλόμενα στη Γενική Συμφωνία περί Δασμών και Εμπορίου (GATT) μέρη τόνισαν τη στενή σχέση μεταξύ ενισχύσεως για την ανάπτυξη και εμπορίου ( 4 ). Αργότερα, η χορήγηση δασμολογικών προτιμήσεων αναγνωρίστηκε και νομικώς· λόγω της αντιφάσεως μεταξύ των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων και των θεμελιωδών αρχών της GATT, ιδίως της ρήτρας του μάλλον ευνοουμένου κράτους, παραχωρήθηκε στην αρχή, το έτος 1971, μία χρονικά περιορισμένη απαλλαγή από τους δασμούς. Το 1979 ελήφθη απόφαση στο πλαίσιο της GATT, σύμφωνα με την οποία οι δασμολογικές προτιμήσεις υπέρ των αναπτυσσόμενων χωρών θεωρούνταν σταθερά σύμφωνες με την GATT.

11.

Το Συμβούλιο στήριξε τον κανονισμό 3601/85 περί εφαρμογής των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών — που δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της παρούσας δίκης — « στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 43 » στις αιτιολογικές σκέψεις, όμως, των κανονισμών 3599/85 και 3600/85 αναφέρεται απλώς « έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. »

12.

'Ηδη κατά την πρώτη εφαρμογή των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων, το έτος 1971, η Επιτροπή είχε προτείνει ως νομική βάση των αντίστοιχων κανονισμών ( 5 ) το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ. Το Συμβούλιο, όμως, δεν ακολούθησε την πρόταση αυτή και αρκέστηκε να αναφέρει ως νομική βάση « τη Συνθήκη ».

13.

Εξάλλου, το Συμβούλιο, επειδή και από απόψεως περιεχομένου απομακρύνθηκε από τις προτάσεις της Επιτροπής, στήριξε τη διαδικασία λήψεως της αποφάσεως του στο άρθρο 149 της Συνθήκης ΕΟΚ, αποφάσισε, δηλαδή, ομόφωνα.

14.

Η Επιτροπή με δήλωση της που περιελήφθη στα πρακτικά του Συμβουλίου διατύπωσε τη διαφορετική άποψη της ως προς το περιεχόμενο της σχετικής με τις δασμολογικές προτιμήσεις ρυθμίσεως, η οποία αναφέρεται ιδίως στην εντονότερη διαφοροποίηση της ρυθμίσεως και στη διαχείριση των δασμολογικών ποσοστώσεων και οροφών.

15.

Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, από τυπικής απόψεως, η διαδικασία που ακολούθησε το καθού είναι παράνομη. Θεωρεί ότι παραβιάστηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ, ενώ παράλληλα παραβιάστηκε το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, που αποτελούσε τη μόνη δυνατή νομική βάση των κανονισμών.

16.

Παραιτούμενη από το δικαίωμα απαντήσεως στους ισχυρισμούς του καθού η προσφεύγουσα ζήτησε, το Μάιο του 1986, να εκδικαστεί η υπόθεση κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 55 του κανονισμού διαδικασίας.

17.

Η προοφενγονοα^\τύ από το Δικαστήριο:

1)

κυρίως:

να ακυρώσει τους κανονισμούς 3599/85 και 3600/85 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1985,

να κρίνει ότι οι διατάξεις των εν λόγω κανονισμών εξακολουθούν να παράγουν έννομα αποτελέσματα μέχρι την έκδοση νέων κανονισμών σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου,

επικουρικώς:

να κρίνει άκυρη και χωρίς έννομα αποτελέσματα την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1985 του Συμβουλίου, με την οποία το τελευταίο, απορρίπτοντας την πρόταση της Επιτροπής να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση των εν λόγω κανονισμών το άρθρο 113, χρησιμοποίησε την έκφραση « έχοντας υπόψη τη Συνθήκη » ·

2)

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

18.

Το καθού ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

να απορρίψει την προσφυγή της Επιτροπής, όσον αφορά τόσο το κύριο αίτημα της, όσο και το επικουρικό,

2)

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

19.

Το καθού, χωρίς να αμφισβητεί ρητώς το παραδεκτό της προσφυγής, διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το υποστατό της διαφοράς. Υποστηρίζει ότι, στην πραγματικότητα, η προσφεύγουσα ζητεί γνωμοδότηση του Δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ.

20.

Εξάλλου, το καθού θέτει ζήτημα εννόμου συμφέροντος, καθόσον σε περίπτωση ακυρώσεως λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου, οι κανονισμοί θα εκδοθούν εκ νέου με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο.

21.

Βεβαίως, το καθού διατυπώνει τη λύπη του για το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατός ο ακριβέστερος προσδιορισμός της νομικής βάσεως των προσβαλλόμενων κανονισμών, δεν θεωρεί, όμως, ότι το γεγονός αυτό συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου. Επειδή με τους εν λόγω κανονισμούς επιδιώκεται η πραγμάτωση στόχων αναπτυξιακής πολιτικής, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως μόνη νομική βάση το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ. Για το λόγο αυτό χρειαζόταν επίσης προσφυγή στο άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ.

22.

Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, το καθού διευκρίνισε ότι κατά την έκδοση των εν λόγω κανονισμών και τη διατύπωση « έχοντας υπόψη τη Συνθήκη » είχε, στην πραγματικότητα, υπόψη του τα άρθρα 113 και 235 της Συνθήκης ΕΟΚ.

23.

Θα αναφερθώ λεπτομερέστερα στους ισχυρισμούς των διαδίκων μόνο καθόσον χρειαστεί κατά την ανάπτυξη των προτάσεων μου. Κατά τα λοιπά παραπέμπω στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

Β — Η γνώμη μου επί της υποθέσεως

Ι — Επί του παραοεκτον

24. α)

Το καθού διατυπώνει σειρά επιφυλάξεων ως προς το παραδεκτό της προσφυγής. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν στρέφεται κατά του περιεχομένου των επιδίκων κανονισμών, αλλά μόνο κατά της διαδικασίας εκδόσεως τους και της αναφερόμενης σ' αυτούς νομικής βάσης, δεν υπάρχει πραγματική ένδικη διαφορά. Η προσφεύγουσα επιδιώκει μάλλον μία γνωμοδότηση του Δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, ανεπιτρέπτως ζητούμενη με τη μέθοδο αυτή. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον, καθόσον το καθού, ακόμα και σε περίπτωση ακυρώσεως των δύο κανονισμών, θα μπορούσε να εκδώσει, με ορθή διαδικασία, άλλους κανονισμούς με το ίδιο περιεχόμενο.

25.

Η προσφεύγουσα αντιτάσσει ότι το καθού, κατά την έκδοση των επιδίκων κανονισμών, απομακρύνθηκε και από απόψεως περιεχομένου από τις προτάσεις της. Εξάλλου, κατά την εκ μέρους των οργάνων της Κοινότητας και των κρατών μελών άσκηση προσφυγής ακυρώσεως δεν απαιτείται η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος ή η απόδειξη ενεργητικής νομιμοποιήσεως.

26.

β) kno το άρθρο 173, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, που ορίζει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής, δεν συνάγεται ότι τα κράτη μέλη, το Συμβούλιο και η Επιτροπή οφείλουν να αποδεικνύουν την ύπαρξη ειδικού εννόμου συμφέροντος κατά την άσκηση της προσφυγής τους. Σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο προβλέπει στην παράγραφο 2 ότι για την άσκηση προσφυγής φυσικών και νομικών προσώπων προϋπόθεση είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, προκύπτει ότι για τους προνομιούχους προσφεύγοντες, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεν απαιτείται η απόδειξη υπάρξεως εννόμου συμφέροντος.

27.

Στη σχετική με την παρόμοια διάταξη του άρθρου 33 της Συνθήκης ΕΚΑΧ νομολογία του, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τον κανόνα αυτό με την απόφαση του της 10ης Φεβρουαρίου 1983, στην υπόθεση 230/81 ( 6 ). Το Δικαστήριο αναφέρει κατά λέξη στην απόφαση του αυτή:

28.

« Αντίθετα προς τις διατάξεις που παρέχουν ένδικα μέσα στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, όπως το άρθρο 33, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η άσκηση του δικαιώματος προσφυγής κράτους μέλους ή της Ανωτάτης Αρχής δεν υπόκειται σε κανένα πρόσθετο όρο που να ενέχει απόδειξη της υπάρξεως εννόμου συμφέροντος ή νομιμοποιήσεως. »

29.

Δεν διστάζω να μεταφέρω τη νομολογία αυτή στη Συνθήκη ΕΟΚ. Η μεταφορά αυτή δεν δικαιολογείται μόνο από το γεγονός ότι η υπόθεση 230/81 αφορούσε προσφυγή που αναφερόταν στις έννομες σχέσεις μεταξύ κράτους μέλους και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, βάσει των τριών κοινοτικών Συνθηκών, αλλά και για τους εξής λόγους:

30.

Το άρθρο 155 της Συνθήκης ΕΟΚ αναθέτει, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή το καθήκον να μεριμνά για την εφαρμογή της παρούσας Συνθήκης καθώς και των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής από τα όργανα. Προς εκπλήρωση του καθήκοντος αυτού η Επιτροπή πρέπει, τουλάχιστον, να έχει στη διάθεση της όλα τα μέσα που προβλέπει η Συνθήκη ΕΟΚ για τη διασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου, ιδίως το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΟΚ. Ακριβώς λόγω της αποστολής που αναθέτει στην Επιτροπή το άρθρο 155 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν επιτρέπεται να ερμηνευτεί περιορι-στικώς το δικαίωμα της Επιτροπής να ασκεί προσφυγή, πέραν του γράμματος του άρθρου 173, και να απαιτείται από την Επιτροπή να αποδεικνύει την ύπαρξη ειδικού εννόμου συμφέροντος ή την ύπαρξη νομιμοποιήσεως για την άσκηση της προσφυγής.

31.

Περιοριστική ερμηνεία του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ είναι, επίσης, ασυμβίβαστη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου που θεωρεί την Κοινότητα ως Κοινότητα δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας ούτε τα κράτη μέλη ούτε τα όργανα της Κοινότητας διαφεύγουν τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων τους σε σχέση με τη Συνθήκη ( 7 ). 'Οταν από τη σκέψη αυτή, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση ότι σύμφωνα με το σύστημα της Συνθήκης υπάρχει δυνατότητα ευθείας προσφυγής κατά των πράξεων όλων των οργάνων, οι οποίες προορίζονται να αναπτύξουν έννομες συνέπειες, συνάγεται το συμπέρασμα. ότι μπορούν να ασκηθούν προσφυγές και κατά οργάνων τα οποία δεν αναφέρονται ρητώς στη Συνθήκη ΕΟΚ ( 8 ), τότε πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή προσφυγή της Επιτροπής με την οποία ζητείται μόνο ο έλεγχος της τυπικής νομιμότητας μιας αποφάσεως του Συμβουλίου.

32.

Πρέπει, εξάλλου, να παρατηρηθεί ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρώς ότι η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της προσφυγής, στην περίπτωση που αυτό αποτελεί προϋπόθεση ασκήσεως της. Από τους διαφορετικούς διαδικαστικούς κανόνες που προβλέπουν το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ — απόφαση του Συμβουλίου με ειδική πλειοψηφία — και το άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ — ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου — προκύπτει ότι η επιρροή της Επιτροπής το πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας διαφέρει ανάλογα με το ποια από τις δύο αυτές διατάξεις εφαρμόζεται. Κατά τη διαδικασία του άρθρου 235 της Συνθήκης ΕΟΚ, η Επιτροπή υποβάλει στο Συμβούλιο πρόταση η οποία πρέπει να συγκεντρώσει τη θετική ψήφο όλων — τότε δέκα, σήμερα δώδεκα — κρατών μελών, προκειμένου να καταστεί νομικώς δεσμευτική πράξη. Κατά τη διαδικασία του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, αρκεί η πρόταση της Επιτροπής να συγκεντρώνει τη θετική ψήφο της ειδικής πλειοψηφίας του Συμβουλίου, δηλαδή όχι υποχρεωτικά όλων των κρατών μελών. Συνεπώς, το περιθώριο ελιγμών που διαθέτει η προσφεύγουσα προκειμένου να προβάλει τις απόψεις της, οι οποίες κατά τη γνώμη της εκφράζουν το συμφέρον της Κοινότητας, είναι μεγαλύτερο στο πλαίσιο του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, σε σχέση με την επιρροή της στη νομοθετική διαδικασία, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η προσφεύγουσα μπορεί να μεταβάλλει ανά πάσα στιγμή τις προτάσεις της και, συνεπώς, να τις προσαρμόζει με την εξέλιξη των συζητήσεων στο πλαίσιο του Συμβουλίου-μπορεί, δηλαδή, να τις διατυπώνει κατά τέτοιο τρόπο ώστε να συγκεντρώνουν υπέρ αυτών την ειδική πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου.

33.

Εφόσον, ανάλογα με το αν η ορθή νομική βάση των επίδικων κανονισμών είναι το άρθρο 113 ή το άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ, επηρεάζεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος.

34.

Για το λόγο αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη του καθού ότι, στην πραγματικότητα, δεν υφίσταται διαφορά. Η προσφεύγουσα δεν προσέβαλε το περιεχόμενο των επίδικων κανονισμών, διότι στην παρούσα υπόθεση τίθεται κυρίως το ζήτημα ποια είναι η επιρροή και ποιες οι αρμοδιότητες των διαφόρων οργάνων της Κοινότητας στη διαδικασία εκδόσεως των κανονισμών, ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο των οποίων οι γνώμες διαφέρουν. Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί ουσιαστικά την παρούσα προσφυγή από τις υποθέσεις 104/79 και 244/80, επί των οποίων εκδόθηκαν οι δύο αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1980 και της 16ης Δεκεμβρίου 1981 ( 9 ). Στην παρούσα περίπτωση πρόκειται για γνήσια διαφορά και όχι για « κατασκευασμένη περίπτωση τεχνητού χαρακτήρα ». Δεν πρόκειται, επίσης, για γνωμοδότηση επί ζητημάτων γενικού ή υποθετικού χαρακτήρα, αλλά για το συγκεκριμένο καθορισμό των αρμοδιοτήτων δύο κοινοτικών οργάνων, στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας.

35.

Το ότι οι διαφορές που αφορούν τις αρμοδιότητες διαφόρων οργάνων αποτελούν πράγματι νομικές διαφορές διαπιστώνεται και από σύγκριση των εννόμων τάξεων των κρατών μελών, τα οποία διαθέτουν Συνταγματικά Δικαστήρια. Δυνατότητα προσφυγής στο Συνταγματικό Δικαστήριο για τον καθορισμό της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κρατικών οργάνων προβλέπουν — υπό διαφορετικές μορφές — οι έννομες τάξεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Οι διαφορές αυτές δεν πρέπει να θεωρηθούν μόνο ως πολιτικής φύσεως διαφορές, αλλά και ως νομικές διαφορές.

36.

Τέλος, πρέπει να εξεταστεί ένα ακόμα σημείο που εθίγη κατά την προφορική διαδικασία. Ανέκυψε το ζήτημα των εννόμων συνεπειών ενδεχόμενης ακύρωσης των επίδικων κανονισμών. Ως προς το παρελθόν, υποστηρίχτηκε ότι δεν θα υπάρξει καμία συνέπεια, καθόσον η ίδια η Επιτροπή ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 174, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, να εξακολουθήσουν να ισχύουν οι ακυρωθέντες κανονισμοί μέχρι την έκδοση νέων ως προς το μέλλον, δεν θα υπάρξουν, επίσης, συνέπειες καθόσον οι κανονισμοί ισχύουν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1986.

37.

Από το αίτημα της προσφεύγουσας να παραταθούν οι έννομες συνέπειες των επιδίκων κανονισμών δεν μπορεί να συναχθεί το απαράδεκτο της προσφυγής, καθόσον δεν εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποφασίσει ως προς τον τρόπο που το Δικαστήριο θα εφαρμόσει το άρθρο 174, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ. Το ποια θα είναι ακριβώς η απόφαση του Δικαστηρίου είναι άγνωστο, όπως επίσης είναι άγνωστο το αν η απόφαση του Δικαστηρίου θα έχει αναδρομικά αποτελέσματα.

38.

Ως προς τη σημασία που θα είχε για το μέλλον ενδεχόμενη ακυρωτική απόφαση πρέπει να εξεταστούν δύο περιπτώσεις: αφενός, πρόκειται βεβαίως για ακύρωση κανονισμών οι οποίοι ήδη έχουν παύσει να ισχύουν αφετέρου, τίθεται το ζήτημα της κατανομής των κοινοτικών αρμοδιοτήτων. Εφόσον η Συνθήκη ΕΟΚ δεν προβλέπει ειδική διαδικασία για την επίλυση διαφορών που αφορούν την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των κοινοτικών οργάνων, οι διαφορές αυτές πρέπει να κρίνονται στο πλαίσιο προσφυγών ακυρώσεως ή προσφυγών κατά παραλείψεως. Το ίδιο ισχύει όταν οι διαφορές ανακύπτουν από πράξεις περιορισμένης χρονικής ισχύος, καθόσον η δυνατότητα επιλύσεως μιας διαφοράς που αναφέρεται στην κατανομή των αρμοδιοτήτων δεν πρέπει να εξαρτάται από τη διάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας.

39.

Εξάλλου, το Μάιο νου 1986 η Επιτροπή παραιτήθηκε από την υποβολή υπομνήματος απαντήσεως, προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία και ζήτησε την κατά προτεραιότητα εξέταση της υποθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 55 του κανονισμού διαδικασίας. Το ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα αυτό δεν πρέπει να αποβεί εις βάρος της προσφεύγουσας.

40.

Εξάλλου, πρέπει να θεωρείται παραδεκτή η προσφυγή για την εκ των υστέρων ακύρωση κανονισμού που έχει ήδη παύσει να ισχύει. Στην πράξη η ακύρωση κανονισμού που έχει παύσει να ισχύει δεν διαφέρει καθόλου από την ακύρωση μιας ατομικής αποφάσεως που έχει ήδη εφαρμοστεί. Με την απόφαση του της 24ης Ιουνίου 1986, επί της υποθέσεως 53/85 ( 10 ), το Δικαστήριο έκρινε παραδεκτό το αίτημα ακυρώσεως αποφάσεως που έχει ήδη εφαρμοστεί, τονίζοντας ότι η ακύρωση μιας τέτοιας αποφάσεως μπορεί να παράγει έννομες συνέπειες αποτρέποντας, ιδίως, την επανάληψη ιδίων ενεργειών εκ μέρους της καθής.

41.

Στην παρούσα υπόθεση, η προσφεύγουσα αποβλέπει ακριβώς στην προληπτική αυτή λειτουργία της ακυρώσεως, στις επιπτώσεις, δηλαδή, μιας ενδεχόμενης ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου στη νομοθετική διαδικασία που επαναλαμβάνεται κατ' έτος.

42.

Συνεπώς, η προσφυγή είναι παραδεκτή.

11 — Επί της ουσίας

43.

Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους οι οποίοι, ωστόσο, από απόψεως περιεχομένου δύσκολα διακρίνονται μεταξύ τους: παράβαση ουσιώδους τύπου, συγκεκριμένα της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ και παραβίαση της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον το καθού δεν στηρίχτηκε αποκλειστικά στο άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, αλλά και στο άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ.

44.

Η προσφεύγουσα δηλαδή αιτιάται το καθού ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν επέλεξε τη σωστή νομική βάση προς στήριξη των επίδικων κανονισμών και ότι έλαβε την απόφαση του σύμφωνα με τη μη δικαιολογούμενη αντικειμενικά αυστηρότερη διαδικασία της ομοφωνίας που προβλέπει το άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο δεν είχε εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.

45.

Θα εξετάσω στη συνέχεια των προτάσεων μου επί ποίων διατάξεων της Συνθήκης ΕΟΚ θα μπορούσαν να στηριχτούν οι επίδικοι κανονισμοί και κατόπιν το αν το γεγονός ότι το καθού δεν αναφέρει στις αιτιολογικές σκέψεις την ακριβή νομική βάση των δύο κανονισμών συνιστά, επίσης, νομική παράβαση.

III — Επί της νομικής βάοεως

46.

Για τον προσδιορισμό της βάσεως στην οποία θα μπορούσαν να στηριχτούν οι επίδικοι κανονισμοί, πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί συνοπτικώς το πραγματικό περιεχόμενο των εν λόγω κανονισμών: μειώσεις δασμών, αναστολή της επιβολής δασμών, καθορισμός δασμολογικών ποσοστώσεων και οροφών, εκ νέου επιβολή δασμών σε περίπτωση υπερβάσεως των οροφών ή οικονομικών δυσχερειών στο εσωτερικό της Κοινότητας, κατανομή και διαχείριση των κοινοτικών δασμολογικών ποσοστώσεων και οροφών. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις γίνεται διάκριση ανάλογα με το επίπεδο αναπτύξεως των επωφελούμενων χωρών εξαγωγής, ανάλογα δε με τα προϊόντα λαμβάνονται υπόψη η εξέλιξη των εισαγωγών από τις αναπτυσσόμενες χώρες και οι δυνατότητες απορροφήσεως της κοινής αγοράς.

47.

Ως νομική βάση θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οι ακόλουθες διατάξεις: τα άρθρα 28, 113 και 235 της Συνθήκης ΕΟΚ. Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο στην περίπτωση που δεν υπάρχει δυνατότητα χρησιμοποιήσεως άλλης διατάξεως της Συνθήκης ΕΟΚ.

Επί τον άρθρον 28 της Ιννθήκης ΕΟΚ

48.

Σύμφωνα με το άρθρο 28 της Συνθήκης ΕΟΚ το Συμβούλιο αποφασίζει ομοφώνως για κάθε αυτόνομη τροποποίηση ή αναστολή των δασμών του κοινού δασμολογίου.

49.

Σύμφωνα με το γράμμα του, το άρθρο 28 της Συνθήκης ΕΟΚ καλύπτει, ασφαλώς, τη μείωση ή αναστολή των δασμών καθώς και τον καθορισμό ποσοστώσεων και οροφών. Μπορεί να παραμείνει ανοικτό το ζήτημα αν η διάταξη αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τους προσβαλλόμενους κανονισμούς. Πράγματι, δεν χρειάζεται να εξεταστεί λεπτομερώς το άρθρο 28 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον και οι δύο διάδικοι συμφωνούν ότι το άρθρο αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση εκδόσεως των επίδικων κανονισμών.

50.

Επίσης, η προσφεύγουσα, χωρίς το καθού να την αμφισβητήσει στο σημείο αυτό, προχώρησε στον καθορισμό των ορίων του άρθρου 28 της Συνθήκης ΕΟΚ σε σχέση με το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο αφορά, επίσης, τροποποιήσεις δασμών σύμφωνα, όμως, με λιγότερο επαχθή διαδικασία' ανέφερε σχετικώς ότι μόνο μία περιοριστική ερμηνεία του άρθρου 28 είναι σύμφωνη με τη διεθνή εμπορική πρακτική. Το άρθρο 28 της Συνθήκης ΕΟΚ εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι δασμοί τροποποιούνται για καθαρώς ενοοκοινοτικονς λόγους, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την εμπορική πολιτική, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση κατά την οποία η ζήτηση ορισμένων προϊόντων δεν μπορεί να καλυφθεί από την ενδοκοινοτική παραγωγή.

Επί τον άρθρον 113 της Συνθήκης ΕΟΚ

51.

Το άρθρο 113, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ έχει ως εξής:

« Μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου η κοινή εμπορική πολιτική διαμορφώνεται επί ενιαίων αρχών, ιδίως σε ό,τι αφορά τις μεταβολές δασμολογικών συντελεστών, τη σύναψη δασμολογικών και εμπορικών συμφωνιών, την ενοποίηση των μέτρων ελευθερώσεως, την πολιτική εξαγωγών και τα μέτρα εμπορικής αμύνης, όπως εκείνα που λαμβάνονται σε περιπτώσεις ντάμπινγκ και επιδοτήσεων. »

52.

Σύμφωνα με την παράγραφο 4 το Συμβούλιο, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του παρέχει το παρόν άρθρο, αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

53.

α) Δεν αμφισβητείται ότι η χορήγηση δασμολογικών προτιμήσεων εμπίπτει στην έννοια « μεταβολή δασμολογικών συντελεστών ». Εκείνο που αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων είναι μόνο αν η μεταβολή των δασμολογικών συντελεστών εμπίπτει πλέον στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής όταν μ' αυτή επιδιώκονται και άλλοι στόχοι, όπως π.χ. στόχοι αναπτυξιακής πολιτικής.

54.

Αυτή είναι η άποψη του καθού, που υποστηρίζει ότι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ εμπίπτουν μόνο εκείνες οι αυτόνομες ή συμβατικές ενέργειες της Κοινότητας, που αποβλέπονν στη μεταβολή του όγκου των εμπορικών συναλλαγών ή στη μεταβολή του ρεύματος των εμπορικών συναλλαγών. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, που ο σκοπός αυτός δεν επιδιώκεται ή επιδιώκεται μόνο παράλληλα με άλλους στόχους, το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν εφαρμόζεται.

55.

Η άποψη αυτή είναι αντίθετη προς την άποψη της προσφεύγουσας, σύμφωνα με την οποία κάθε μέτρο που αντικειμενικώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη ρύθμιση του διεθνούς εμπορίου, εμπίπτει στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής, ασχέτως των σκοπών που μπορεί παράλληλα να επιδιώκονται με το μέτρο αυτό.

56.

β) Κατά την εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος, αν οι επίδικοι κανονισμοί μπορούν να στηριχτούν στο άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν θα ασχοληθώ ιδιαίτερα με την ανάλυση των θεωριών που ανάπτυξαν οι δύο διάδικοι.

57.

Σύμφωνα με την υποκειμενική εκτίμηση του καθού, στην εμπορική πολιτική εμπίπτει κάθε μέτρο που μπορεί να επηρεάσει τον όγκο ή το ρεύμα των συναλλαγών, ενώ ταυτόχρονα αποβλέπει στη μεταβολή των δύο αυτών παραγόντων και μάλιστα αποκλειστικά, χωρίς δηλαδή αυτό να επιδιώκεται παράλληλα με έναν ή περισσοτέρους άλλους στόχους ( υποκειμενική/τελολογική άποψη ).

58.

Αντιθέτως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει την άποψη ότι κάθε μέτρο που μπορεί αντικειμενικά να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές ( αντικειμενική/οργανική άποψη ) εμπίπτει στην εμπορική πολιτική.

59.

Τις δύο αυτές θεωρίες έχουν αναπτύξει εκτενώς οι διάδικοι της παρούσας υπόθεσης στο πλαίσιο της γνωμοδότησης 1/78 ( 11 ). Δεν προτίθεμαι να προχωρήσω σε εξέταση θεωρητικών απόψεων που δεν έχουν τη θέση τους εδώ. Όπως δέχτηκαν οι διάδικοι κατά την προφορική διαδικασία, καθένας τους χρησιμοποιεί τις διαφορετικές αυτές θεωρίες ανάλογα με τα συμφέροντα που υποστηρίζει. Η προσφεύγουσα π.χ. χρησιμοποιεί την αντικειμενική/οργανική θεωρία για να θεμελιώσει τις απόψεις της σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, ενώ, όταν πρόκειται για τον καθορισμό των ορίων του άρθρου 113 σε σχέση με το άρθρο 28 της Συνθήκης ΕΟΚ, είναι υποχρεωμένη να στηριχτεί σε μια υποκειμενική/τελολογική θεωρία. Αντιθέτως, το καθού, για να στηρίξει τις απόψεις του σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, προβάλλει μία υποκειμενική/τελολογική θεωρία, ενώ όταν πρόκειται να προχωρήσει σε εμπορικές κυρώσεις αναγκάζεται να εφαρμόσει την αντικειμενική/οργανική θεωρία ( 12 ).

60.

Πρέπει, καταρχάς, να παρατηρηθεί ότι η ίδια η Συνθήκη ΕΟΚ δεν ορίζει την έννοια της εμπορικής πολιτικής. Ωστόσο, η νομολογία και οι γνωμοδοτήσεις του Δικαστηρίου έχουν σε μεγάλο βαθμό συγκεκριμενοποιήσει την έννοια αυτή. Ήδη στις αποφάσεις του της 12ης Ιουλίου 1973 επί της υποθέσεως 8/73 ( 13 ) και της 15ης Δεκεμβρίου 1976 επί της υποθέσεως 41/76 ( 14 ), το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι έχει μεταβιβαστεί στην Κοινότητα η εξουσία θεσπίσεως μιας ολοκληρομένης ρυθμίσεως του εξωτερικού εμπορίου, τόσο με μονομερή μέτρα, όσο και με συμφωνίες. Επίσης, με τη γνωμοδότηση 1/75, της 11ης Νοεμβρίου 1975 ( 15 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος της εμπορικής πολιτικής έχει το ίδιο περιεχόμενο, είτε εφαρμόζεται στο επίπεδο της διεθνούς δραστηριότητας ενός κράτους είτε στο επίπεδο της Κοινότητας.

61.

Η νομολογία αυτή, ωστόσο, δεν καθορίζει μία στατική έννοια της εμπορικής πολιτικής, με το περιεχόμενο που θα μπορούσε να είχε κατά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Αυτό τόνισε το Δικαστήριο στη γνωμοδότηση 1/78, της 4ης Οκτωβρίου 1979, όπου υπογραμμίζει ότι το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η εμπορική πολιτική περιορίζεται στη χρησιμοποίηση των μέσων εκείνων που καλύπτουν αποκλειστικά τους παραδοσιακούς τομείς του εξωτερικού εμπορίου. Μία υπ' αυτή την έννοια εμπορική πολιτική θα ήταν καταδικασμένη να καταστεί προοδευτικώς ασήμαντη ( 16 ).

62.

Ενόψει της πάγιας αυτής νομολογίας, είναι δύσκολο να θεωρηθεί η χρησιμοποίηση υποκειμενικών στοιχείων ως μοναδικό κριτήριο, όπως προτείνει το καθού, όταν υποστηρίζει ότι η αποκλειστική επιδίωξη στόχων εμπορικής πολιτικής πρέπει να αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για την εφαρμογή του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ. Τόσο τα μονομερή μέτρα εμπορικής πολιτικής όσο και οι εμπορικές συμφωνίες εξυπηρετούν Kat άλλες πολιτικές. Μέτρα εμπορικής πολιτικής, όπως εμπορικές συμφωνίες ή εμπορικό εμπάργκο εξυπηρετούν, συχνά, στόχους κοινής εξωτερικής πολιτικής, περιλαμβανομένης και της πολιτικής ασφάλειας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος, συνεπώς, να εξαιρεθούν μέτρα εμπορικής πολιτικής τα οποία επιδιώκουν, επίσης, στόχους αναπτυξιακής πολιτικής.

63.

Πρέπει, σχετικά, να τονιστεί ότι το Δικαστήριο ήδη στην προαναφερθείσα γνωμοδότηση 1/78, της 4ης Οκτωβρίου 1979, υπογράμμισε ότι μετά την ώθηση που έδωσε η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη ( UNCTAD ), θα ήταν πλέον αδιανότητη μία κοινή εμπορική πολιτική, αν η Κοινότητα δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει περισσότερο εξειδικευμένα επικουρικά μέτρα προωθήσεως του διεθνούς εμπορίου. Με τον τρόπο αυτό το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η έννοια της εμπορικής πολιτικής δεν είναι στατική και ότι πρέπει να ερμηνεύεται βάσει της διεθνούς εμπορικής πρακτικής. Μπορούν, συνεπώς, να ενσωματωθούν στον τομέα της εμπορικής πολιτικής της Κοινότητας οι αρχές που υποστηρίζουν πολλές αναπτυσσόμενες χώρες σχετικά με την « νέα παγκόσμια οικονομική τάξη ».

64.

Σ' αυτούς τους στόχους και τις αρχές περιλαμβάνεται, ασφαλώς, και το καταστατικό της Συνδιασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη ( UNCTAD ), που καθορίστηκε με το ψήφισμα 1995 (XIX) της Γενικής Συνελεύσεως την Ηνωμένων Εθνών, της 30ής Δεκεμβρίου 1964, σύμφωνα με το οποίο αποστολή της εν λόγω Συνδιασκέψεως είναι « η ενίσχυση του διεθνούς εμπορίου, με σκοπό ιδίως την επιτάχυνση της οικονομικής αναπτύξεως και κυρίως του εμπορίου μεταξύ χωρών διαφορετικού αναπτυξιακού επιπέδου, μεταξύ αναπτυσσόμενων χωρών και μεταξύ χωρών διαφορετικού οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος ». Από το καταστατικό προκύπτει σαφώς ότι το εμπόριο με τις αναπτυσσόμενες χώρες θεωρείται ως τμήμα του « διεθνούς εμπορίου ». Παρόμοιες έννοιες, όπως « παγκόσμιο εμπόριο » και « διεθνείς συναλλαγές » περιλαμβάνονται επίσης σε μία από τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ που αφορούν την εμπορική πολιτική, συγκεκριμένα στο άρθρο 110, παράγραφος 1.

65.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι εμπορικής φύσεως ρυθμίσεις με τις αναπτυσσόμενες χώρες εμπίπτουν στο άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ ακόμα και όταν δικαιολογούνται, μεταξύ άλλων, από λόγους αναπτυξιακής πολιτικής.

66.

Συνεπώς, η ενδεχόμενη επιδίωξη στόχων που αναφέρονται στην αναπτυξιακή πολιτική με τη θέσπιση των επίδικων κανονισμών δεν αποκλείει τη χρησιμοποίηση του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ ως νομικής βάσεως τους.

67.

Πρέπει, σχετικώς, να προστεθεί κάτι ακόμα. Από την ανάλυση των επίδικων κανονισμών προκύπτει ότι η έκδοση τους και η συγκεκριμένη διατύπωση τους δεν δικαιολογείται αποκλειστικώς από λόγους αναπτυξιακής πολιτικής. Ήδη στις αιτιολογικές τους σκέψεις αναφέρεται ότι για ορισμένα προϊόντα λαμβάνεται επίσης υπόψη η δυνατότητα απορροφήσεως της κοινής αγοράς. Όπως ανέφερε σχετικώς η προσφεύγουσα — χωρίς να αμφισβητηθεί από το καθού — για τη συγκεκριμένη διαμόρφωση των δασμολογικών προτιμήσεων ελήφθη, επίσης, υπόψη η « ευαισθησία » ορισμένων προϊόντων.

68.

Τέλος, πρέπει να γίνει μια ακόμα γενικής φύσεως διαπίστωση: παραχωρώντας γενικές δασμολογικές προτιμήσεις για ορισμένα προϊόντα από ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες παρέχεται, προσωρινώς, στις χώρες αυτές ένα μονομερές πλεονέκτημα, το οποίο, όμως, εξυπηρετεί, επίσης, και τα εμπορικά συμφέροντα της Κοινότητας. Τα εμπορικά πλεονεκτήματα που αποκομίζουν οι ενδιαφερόμενες χώρες από τις δασμολογικές προτιμήσεις παρέχουν στις χώρες αυτές τη δυνατότητα να αποκτούν το απαιτούμενο συνάλλαγμα, προκειμένου να επανέλθουν στη διεθνή αγορά ως αγοραστές. Επειδή κατά πάσα πιθανότητα η ζήτηση των ευνοούμενων χωρών θα κατευθυνθεί και προς εμπορεύματα και υπηρεσίες που προέρχονται από την Κοινότητα λόγω της σημαντικής θέσεως της τελευταίας στο παγκόσμιο εμπόριο ( 17 ), οι δασμολογικές προτιμήσεις, έστω και εμμέσως, εξυπηρετούν τις εξαγωγές της Κοινότητας και, συνεπώς, τις κλασικού τύπου εμπορικές σχέσεις.

69.

Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι γενικώς υπάρχει μία τόσο στενή σχέση μεταξύ των δασμολογικών προτιμήσεων και της κλασικής εμπορικής πολιτικής, ώστε να μην μπορούν να αποκλειστούν οι δασμολογικές προτιμήσεις, κατ' αντίθεση προς το ίδιο το γράμμα του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, από τη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως.

70.

Περατώνοντας την ανάλυση του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ θα ήθελα ακόμα να προσθέσω ότι η « νέα παγκόσμια οικονομική τάξη » που ζήτησε η παγκόσμια Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη που, κατόπιν, αποδέχτηκε η GATT, παρά την εγκατάλειψη της ρήτρας του μάλλον ευνοουμένου κράτους, δεν είναι, στην πραγματικότητα, τόσο νέα.

71.

Ήδη στο προοίμιο της Συνθήκης ΕΟΚ αναφέρεται η αλληλεγγύη που συνδέει την Ευρώπη με τις υπερπόντιες χώρες και η επιθυμία εξασφαλίσεως της αναπτύξεως και της ευημερίας των χωρών αυτών, σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η συγκεκριμενοποίηση της αρχής αυτής γίνεται στο τέταρτο μέρος της Συνθήκης ΕΟΚ, που αναφέρεται στη σύνδεση των υπερπόντιων χωρών και εδαφών με την Κοινότητα.

72.

Δεν παραγνωρίζω ότι το τέταρτο μέρος της Συνθήκης ΕΟΚ δεν αφορά την παρούσα υπόθεση και ότι, εν τω μεταξύ, με την ανεξαρτο-ποίηση των περισσότερων από τις χώρες αυτές, η σημασία του έχει περιοριστεί. Αναφέρω, ωστόσο, το μέρος αυτό της Συνθήκης ΕΟΚ, επειδή σ' αυτό αναγνωρίζεται η στενή συνεργασία κι η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως των χωρών αυτών, καθώς και η δημιουργία στενών οικονομικών σχέσεων μεταξύ των χωρών αυτών και της Κοινότητας. Ειδικότερα το άρθρο 133 της Συνθήκης ΕΟΚ αναφέρεται στην κατάργηση των δασμών, η οποία δεν είναι αναγκαστικά αμοιβαία, δηλαδή σε δασμολογικές προτιμήσεις.

73.

Εφόσον η ίδια η Συνθήκη ΕΟΚ επισημαίνει και καθιερώνει τη σχέση μεταξύ εμπορίου και αναπτύξεως, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι, στο πλαίσιο της εμπορικής πολιτικής, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ εμπίπτουν μέτρα που προβλέπει το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, ακόμα και όταν με τα μέτρα αυτά επιδιώκεται παράλληλα η επίτευξη στόχων αναπτυξιακής πολιτικής. Αυτή η ερμηνεία του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στην αντικειμενική/οργανική θεωρία που υποστηρίζει η προσφεύγουσα. Η άποψη αυτή μπορεί να περιοριστεί από την εφαρμογή της υποκειμενικής/τελολογικής θεωρίας, μόνο στην περίπτωση προφανούς καταχρήσεως εξουσίας, υπό την έννοια μιας « détournement de pouvoir ». Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

Επί vov άρθρον 235 νης ζννθήκης ΕΟΚ

74.

Το άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει ως εξής:

« Αν ενέργεια της Κοινότητος θεωρείται αναγκαία για την πραγματοποίηση ενός από τους στόχους της στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινής αγοράς και δεν προβλέπονται από την παρούσα Συνθήκη οι προς τον σκοπό αυτό απαιτούμενες εξουσίες, το Συμβούλιο, προ-τάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με τη συνεύλεση, θεσπίζει ομοφώνως τις κατάλληλες διατάξεις. »

75.

Ήδη από το γράμμα του άρθρου 235 της Συνθήκης ΕΟΚ προκύπτει ότι το σύστημα των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων δεν μπορεί να στηριχτεί στο άρθρο αυτό, διότι το άρθρο 235 προϋποθέτει ότι η Συνθήκη ΕΟΚ δεν προβλέπει τις απαιτούμενες για μία ενέργεια εξουσίες. Εφόσον οι δασμολογικές προτιμήσεις μπορούν να στηριχτούν στο άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, το άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν έχει εφαρμογή.

76.

Ωστόσο, επικουρικώς μόνο, για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν αποδεχτεί την άποψη μου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση για τη θέσπιση των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων.

77.

Η εφαρμογή του άρθρου 235 προϋποθέτει ότι η ενίσχυση των αναπτυσσόμενων χωρών πρέπει να θεωρείται ως ένας από τους στόχους την πραγματοποίηση των οποίων επιδιώκει η Συνθήκη. Προς στήριξη της απόψεως αυτής θα μπορούσε να προβληθεί το έβδομο εδάφιο του προοιμίου και το άρθρο 3, στοιχείο ια ), υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές, πέρα από το γράμμα τους, ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι δεν αναφέρονται μόνο σε υπερπόντιες χώρες και εδάφη που εξαρτώνταν κάποτε από ορισμένα κράτη μέλη, αλλά σε όλες τις αναπτυσσόμενες χώρες, ακόμα και σ' εκείνες που δεν είχαν ποτέ σχέση εξαρτήσεως προς κάποιο κράτος μέλος. Αυτό θα αποτελούσε παράδειγμα διασταλτικής ερμηνείας της Συνθήκης.

78.

Η εφαρμογή του άρθρου 235 προϋποθέτει επίσης ότι η Συνθήκη δεν προβλέπει τις απαιτούμενες για την επίτευξη του στόχου εξουσίες. Αυτό θα απαιτούσε ερμηνεία του άρθρου 113 υπό την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει το σύνολο του διεθνούς εμπορίου ή ότι εν πάση περιπτώσει δεν εφαρμόζεται στο εμπόριο με τις αναπτυσσόμενες χώρες, το οποίο διαμορφώνεται βάσει του συστήματος δασμολογικών προτιμήσεων, όπως αυτό που εξετάζεται στην παρούσα υπόθεση. Αυτό θα αποτελούσε παράδειγμα περιοριστικής ερμηνείας της Συνθήκης. Έχω ζωηρές αμφιβολίες για το κατά πόσο μία τέτοια μέθοδος ερμηνείας — διασταλτική ερμηνεία των στόχων και, συνεπώς, των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας και περιοριστική ερμηνεία των μέσων και, συνεπώς, περιορισμό της δυνατότητας ενεργείας της — συμβιβάζεται με το σύστημα των κοινοτικών Συνθηκών που επιδιώκουν την επίτευξη περιορισμένων στόχων με αποτελεσματικά μέσα. Εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή της μεθόδου αυτής θα σήμαινε την επιδίωξη ενός στόχου με ιδιαιτέρως περίπλοκα μέσα ενώ η επίτευξη του στόχου αυτού θα μπορούσε να επιδιωχτεί πολύ πιο απλά και σύμφωνα, εξάλλου, με τη μέχρι σήμερα νομολογία του Δικαστηρίου.

79.

Συμπεραίνοντας, νομίζω ότι, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν συνιστά ασφαλή νομική βάση για την έκδοση των επίδικων κανονισμών. Εκείνο που επιτυγχάνεται με την επιλογή του άρθρου 235 της Συνθήκης ΕΟΚ είναι μόνο η εφαρμογή του κανόνα της ομοφωνίας κατά τη λήψη της αποφάσεως στο πλαίσιο του Συμβουλίου, δηλαδή μία επαχθής διαδικασία, χωρίς αντίστοιχη αύξηση της ασφάλειας δικαίου.

80.

Από την άποψη αυτή, η παρούσα υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση 8/73 όπου το Δικαστήριο, με την απόφαση του της 12ης Ιουλίου 1973, αποφάνθηκε ότι η προσφυγή στη διαδικασία, του άρθρου 235 της Συνθήκης ΕΟΚ δικαιολογούνταν από λόγους ασφάλειας δικαίου ( 18 ). Στην υπόθεση εκείνη ετίθετο το ζήτημα αν ο κανονισμός 803/68, της 27ης Ιουνίου 1968, περί της δασμολογικής αξίας των εμπορευμάτων ( 19 ), μπορούσε νομίμως να στηριχτεί στο άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αποτελεσματική λειτουργία της τελωνειακής ενώσεως επιβάλλει ευρεία ερμηνεία των άρθρων 9, 27, 28, 111 και 113 της Συνθήκης, καθώς και των εξουσιών που οι διατάξεις αυτές παρέχουν στα όργανα, για να καταστεί δυνατή η θέσπιση μιας πλήρους ρυθμίσεως των εξωτερικών εμπορικών σχέσεων, με τη λήψη μονομερών μέτρων ωστόσο, το Συμβούλιο, όπως ήδη αναφέρθηκε, ορθώς θεώρησε ότι προσφυγή στη διαδικασία του άρθρου 235 είναι θεμιτή για λόγους ασφάλειας δικαίου, καθόσον ο επίδικος στην περίπτωση εκείνη κανονισμός είχε εκδοθεί κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόοον ενώ η κοινή εμπορική πολιτική προβλεπόταν ότι θα αρχίσει να διαμορφώνεται βάσει κοινών αρχών μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, δηλαδή μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1969 ( 20 ).

81.

Αυτή ακριβώς η τελευταία φράση αποτελεί τη μοναδική εξήγηση αυτού του τμήματος της αποφάσεως, ότι δηλαδή ο κανονισμός περί δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων εκδόθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο δεν υπήρχε ακόμα το κοινό δασμολόγιο, διαρκούσε ακόμα η μεταβατική περίοδος και, μεταξύ άλλων, το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν ήταν ακόμα εφαρμοστέο, οι άλλες δε διατάξεις της Συνθήκης δεν παρείχαν στην Κοινότητα την αρμοδιότητα θεσπίσεως της σχετικής ρυθμίσεως υπό μορφή κανονισμού. Για το λόγο αυτό επιβαλλόταν η προσφυγή στο άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ. Εξάλλου, πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ο επόμενος κανονισμός ( 21 ), ο οποίος αντικατέστησε μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου τον κανονισμό του 1968, στηρίχτηκε στο άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Παράβαοη ουσιώδους τύπου — Παράβαση τον άρθρον 190 της Συνθήκης ΕΟΚ

82.

Απ' όσα προαναφέρθηκαν διαπιστώνεται ότι, καίτοι το καθού στις αιτιολογικές σκέψεις των επιδίκων κανονισμών δεν ανέφερε καμία συγκεκριμένη νομική βάση, κατά τη θέσπιση, όμως, των κανονισμών αυτών είχε υπόψη του τα άρθρα 113 και 235 της Συνθήκης ΕΟΚ. Η διαδικασία, ωστόσο, που ακολούθησε για τη λήψη της αποφάσεως του ήταν η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον απομακρυνόμενο από τις προτάσεις της προσφεύγουσας, ενήργησε σύμφωνα με το άρθρο 149 της Συνθήκης ΕΟΚ, έλαβε, δηλαδή, την απόφαση ομοφώνως.

83.

Η γενική αναφορά στο σύνολο της Συνθήκης ΕΟΚ θα μπορούσε να αποτελέσει παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ, σύμφωνα με το οποίο οι κανονισμοί του Συμβουλίου πρέπει να είναι αιτιολογημένοι. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αποτελέσει, επίσης, παράβαση ουσιώδους τύπου.

84.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ απαιτεί οι πράξεις των οργάνων να αναφέρουν τους λόγους στους οποίους στηρίζονται κατά τρόπο « που να επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχο του, καθώς και τόσο στα κράτη μέλη, όσο και στους ενδιαφερομένους από τους υπηκόους τους να γνωρίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κοινοτικά όργανα έχουν εφαρμόσει τη Συνθήκη » ( 22 ).

85.

Ωστόσο, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογίας που προβλέπει το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ εξαρτάται από τη φύση της πράξεως για την οποία πρόκειται. Σε περίπτωση πράξεων γενικής ισχύος η απαίτηση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ ικανοποιείται όταν στις αιτιολογικές σκέψεις εκτίθενται τα ουσιώδη χαρακτηρηστικά του λαμβανόμενου μέτρου ( 23 ).

86.

Καίτοι στη νομολογία δεν αναφέρεται ρητώς, ωστόσο, το γεγονός ότι το Δικαστήριο εξετάζει κάθε φορά την αναφερόμενη νομική βάση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις ενός κανονισμού θα πρέπει, τουλάχιστον, να προκύπτει η νομική βάση στην οποία στηρίζεται. Στο σημείο αυτό οι απόψεις των δύο διαδίκων δεν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, καθόσον η προσφεύγουσα ζητεί τη ρητή μνεία της νομικής βάσεως, ενώ κατά την άποψη του καθού δεν χρειάζεται η νομική βάση να προσδιορίζεται με τη μνεία συγκεκριμένου άρθρου, αλλά να προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πράξεως.

87.

Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι στο άρθρο 11 του εσωτερικού κανονισμό του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, αναφέρεται, ότι οι κανονισμοί του Συμβουλίου πρέπει να αναφέρουν τις διατάξεις βάσει των οποίων θεσπίζονται ( 24 ).

88.

Έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου, της 5ης Μαΐου 1981, στην υπόθεση 112/80 ( 25 ), θεωρώ ότι η υποχρέωση αιτιολογίας ικανοποιείται όταν οι αιτιολογικές σκέψεις ενός κανονισμού επιτρέπουν, τουλάχιστον, να εξακριβωθεί η νομική βάση του.

89.

Στις απαιτήσεις αυτές δεν ανταποκρίνονται, όμως, οι αιτιολογικές σκέψεις των δύο επίδικων κανονισμών. Βεβαίως, οι αιτιολογικές σκέψεις καθορίζουν σαφώς ποιοι είναι οι στόχοι που επιδιώκονται με το σύστημα των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων και τον τρόπο διαχειρίσεως του συστήματος αυτού. Δεν αναφέρουν, όμως, τίποτα ως προς το κρίσιμο ζήτημα της νομικής βάσεως. Πρέπει, σχετικώς, να τονιστεί ότι η νομική βάση πρέπει να προκύπτει από το ίδιο το κείμενο των αιτιολογικών σκέψεων και ότι δεν αρκεί να είναι απλώς γνωστή στα όργανα της Κοινότητας που μετέχουν στη νομοθετική διαδικασία. Τέλος, όπως έκρινε το Δικαστήριο, πρέπει και οι τυχόν ενδιαφερόμενοι υπήκοοι των κρατών μελών να μπορούν να σχηματίσουν μία ιδέα ως προς τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων τα κοινοτικά όργανα εφάρμοσαν τη Συνθήκη. Οι πολίτες, όμως, δεν γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι διασκέψεις του Συμβουλίου Υπουργών, καθόσον το τελευταίο δεν συνεδριάζει δημόσια και, κατά κανόνα, τα πρακτικά του δεν μπορούν να γίνουν γνωστά.

90.

Αρκεί όμως αυτή η έλλειψη αιτιολογίας των δύο κανονισμών για να δικαιολογήσει την ακύρωση τους, λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου, έστω κι αν η προσφεύγουσα δεν τους προσέβαλε επί της ουσίας και το καθού μπορεί να θεσπίσει άλλους με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο, κατά τρόπο άψογο από νομικής απόψεως;

91.

Καταρχήν, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως έχει ως συνέπεια το ότι ολόκληρη η πράξη καθίσταται πλημμελής' συνιστά λόγο ακυρώσεως κατά το άρθρο 173, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου. Ωστόσο, η έκφραση « παράβαση ουσιώδους τύπου », κατά γνώμη μου, δεν μπορεί να νοηθεί υπό την έννοια ότι κάθε ανακρίβεια ή ατέλεια σημαίνει ανεπαρκή αιτιολογία, που συνεπάγεται την ακυρότητα όλης της πράξης. Υπ' αυτή την έννοια πρέπει, επίσης, να νοηθεί η δήλωση του καθού κατά την προφορική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία ήταν διατεθειμένο να δεχτεί την παραβίαση τύπου, όχι όμως και την παράβαση ουσιώδους τύπου.

92.

Προτείνω, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου δεν προσβλήθηκε το περιεχόμενο της πράξεως, η δε αιτιολογία της — εκτός από τη μη αναφορά της ορθής νομικής βάσεως — είναι άλλως πως επαρκής, να γίνεται η εξής διάκριση:

93.

Αν δεν αναφέρεται η κατάλληλη νομική βάση και η έλλειψη αυτή μπορεί να έχει επηρεάσει τον τρόπο λήψεως της αποφάσεως, πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχει παράβαση ουσιώδους τύπου. Αυτό συμβαίνει, ιδίως, όταν, λόγω της μνείας εσφαλμένης διατάξεως ή παραλείψεως μνείας της ορθής διατάξεως, η διαδικασία λήψεως αποφάσεως που ακολουθήθηκε δεν ήταν εκείνη που προβλέπει η Συνθήκη. Πράγματι, η μνεία της ορθής νομικής βάσεως είναι απαραίτητη για την εφαρμογή της ορθής διαδικασίας λήψεως αποφάσεως.

94.

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στην παράγραφο 32, στις συσκέψεις του Συμβουλίου έχει μεγάλη σημασία αν ένα μέτρο πρόκειται να θεσπιστεί ομόφωνα ή με ειδική πλειοψηφία. Αυτό, κατά τους κανόνες του άρθρου 113, δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται η ομοφωνία, αλλ' ότι κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί μόνο του να εμποδίσει τη λήψη της αποφάσεως.

95.

Η Επιτροπή ανέφερε ότι έχει διαφορετικές απόψεις για το περιεχόμενο των επίδικων κανονισμών από ό,τι το Συμβούλιο. Αν είχε επιλεγεί η ορθή διαδικασία λήψεως της αποφάσεως, θα είχε περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσουν οι απόψεις της. Από την άποψη αυτή, ο τρόπος λήψεως της αποφάσεως είναι σημαντικός για τη διαμόρφωση του περιεχομένου της. Πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι συντρέχει παράβαση ουσιώδους τύπου, καθώς και παραβίαση της Συνθήκης ΕΟΚ.

96.

Βεβαίως, η προσφυγή στο άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν αποτελεί τον μόνο λόγο για τον οποίο το Συμβούλιο έλαβε την απόφαση ομοφώνως. Επιπλέον, το Συμβούλιο απομακρύνθηκε από τις προτάσεις της Επιτροπής, όχι μόνο ως προς τη νομική βάση, αλλά και ως προς το περιεχόμενο των κανονισμών και, συνεπώς, κατά το άρθρο 149, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, μπορούσε να αποφασίσει μόνο ομοφώνως. Αν, όμως, είχε χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΟΚ, η Επιτροπή θα μπορούσε να διαμορφώσει τις προτάσεις της κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να συγκεντρώσουν υπέρ αυτών την ειδική πλειοψηφία του Συμβουλίου. Στην περίπτωση αυτή δεν θα υπήρχε λόγος να ψηφιστούν οι κανονισμοί κατά το άρθρο 149, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ.

97.

Εφόσον δεν αποκλείεται να είχαν διαμορφωθεί οι επίδικοι κανονισμοί διαφορετικά από απόψεως περιεχομένου, αν είχαν στηριχτεί στην ορθή νομική βάση, ο μη ακριβής καθορισμός της νομικής βάσεως και η μη ορθή προσφυγή στο άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά την έκδοση των εν λόγω κανονισμών, συνιστούν παράβαση ουσιώδους τύπου και ουσιαστική παραβίαση της Συνθήκης ΕΟΚ.

IV — Επί του αιτήματος διατηρήσεως της ισχύος των αποτεΑεσμάτων των κανονισμών

98.

Επειδή οι διάδικοι συμφωνούν ότι δεν βάλλουν στην παρούσα υπόθεση κατά του περιεχομένου των εν λόγω κανονισμών και επειδή η αρχή της ασφάλειας του δικαίου επιβάλλει τη μη αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων των κανονισμών προς το συμφέρον, ιδίως, των επιχειρηματιών και των επωφελούμενων αναπτυσσόμενων χωρών, προτείνω να αποφασίσει το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 174, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, ότι οι επίδικοι κανονισμοί εξακολουθούν να παράγουν αποτελέσματα μέχρι να θεσπίσουν τα αρμόδια όργανα τα μέτρα που επιβάλλεται να ληφθούν μετά την απόφαση του Δικαστηρίου.

99.

Κατά την προφορική διαδικασία εξετάστηκε το ζήτημα αν το άρθρο 174, παράγραφος 2, αναφέρεται σε ορισμένα μόνο έννομα αποτελέσματα. Πρέπει σχετικώς να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 174, παράγραφος 2, δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να αποφασίσει ότι εξακολουθούν να ισχύουν τα έννομα αποτελέσματα που αυτό κρίνει αναγκαία αν, δηλαδή, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν όλα τα έννομα αποτελέσματα μιας πράξεως, το άρθρο 174, παράγραφος 2, του επιτρέπει να λάβει μια τέτοια απόφαση και δεν το εμποδίζει καθόλου, όπως προκύπτει από τη νομολογία του, ιδίως από τις αποφάσεις του της 5ης Ιουνίου 1973 στην υπόθεση 81/72 και της 20ής Μαρτίου 1985 στην υπόθεση 264/82 ( 26 ).

Γ — Πρόταση

100.

Προτείνω να γίνει δεκτή η προσφυγή και να καταδικαστεί το καθού στα δικαστικά έξοδα.


( *1 ) Μετάφραση από τα γερμανικά.

( 1 ) ΕΕ 1985, L 352 της 30.12.1985, σ. Ι.

( 2 ) ΕΕ 1985, L 352 της 30.12.1985, σ. 107.

( 3 ) ΕΕ 1985, L 352 της 30.12.1985, σ. 192.

( 4 ) « Aid can be no substitute for trade. »

( 5 ) Κανονισμοί 1308/71 έως 1314/71 (ABl. L 142 της 21.6.1971, σ. 1 και επόμενες ).

( 6 ) Απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1983, στην υπόθεση 230/81, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συλλογή σ. 255, και ιδίως σ. 284.

( 7 ) Απόφαση της 23ης Απριλίου 1986 στην υπόθεση 294/83, Ομάδα Οικολόγων « Οι πράσινοι » κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Συλλογή σ. 1339, σκέψη 23.

( 8 ) Απόφαση της 23ης Απριλίου 1986 όπ. π., σκέψη 24' απόφαση της 31nc Μαρτίου 1971 στην υπόθεση 22/70. Επιτροπή κα'τά Συμβουλίου, Sig. σ. 263, και ιδίως σ. 277.

( 9 ) Απόφαση της 11ης Μαρτίου 1980 στην υπόθεση 104/79, Foglia κατά Novello, Sig. σ. 745 και απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1981 στην υπόθεση 244/80, Foglia κατά Novello, Συλλογή σ. 3045.

( 10 ) Απόφαση της 24ης Ιουνίου 1986 στην υπόθεση 53/85, AKZO Chemie Βν κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή σ. 1965, στη σ. 1990, σκέψη 21.

( 11 ) Γνωμοδότηση της 4ης Οκτωβρίου 1979, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 228, παράγραφος 1, εδάφιο 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, Sig. 1979, σ. 2871.

( 12 ) Βλέπε κανονισμό 596/82 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1982, περί τροποποιήσεως του καθεστώτος εισαγωγής ορισμένων προϊόντων καταγωγής ΕΣΣΔ ( ΕΕ 1982, L 72, σ. 15 ) κανονισμό 877/82 του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 1982, για την αναστολή εισαγωγών όλων των προϊόντων καταγωγής Αργεντινής ( ΕΕ 1982, L 102, σ. Ι).

( 13 ) Απόφαση της 12ης Ιουλίου 1973 στην υπόθεση 8/73, Hauptzollamt Bremerhafen κατά Massey-Ferguson GmbH, Sig. 1973, σ. 897.

( 14 ) Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1976 στην υπόθεση 41/76, ποινική δίκη Suzanne Donckerwolcke και λοιπών, Sig. σ. 1921.

( 15 ) Γνωμοδότηση εκδοθείσα βάσει του άρθρου 228, παράγραφος 1, εδάφιο 2, της Συνθήκης, της 11ης Νοεμβρίου 1975, Sig. σ. 1355.

( 16 ) Όπως προαναφέρθηκε, σκέψη 43, στοιχείο στ).

( 17 ) Βλέπε Eurostat, Βασικές ατατιοτικές της Κοινότητας, 23η έκδοση, σ. 35.

( 18 ) Όπως προαναφέρθηκε, σ. 907.

( 19 ) ABI. L 148 της 28.6.1968, σ. 6.

( 20 ) Άρθρο 113, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ.

( 21 ) Κανονισμός 1224/80 του Συμβουλίου, της 28ης Μαίου 1980, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, α 218).

( 22 ) Βλέπε απόφαση της 7ης Ιουλίου 1981 στην υπόθεση 158/80, Rewę Handelsgesellschaft Nord mbH και λοιποί κατά Hauptzollamt Kiel, Συλλογή σ. 1805, και ιδίως σ. 1833.

( 23 ) Βλέπε απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1984 στην υπόθεση 37/83, Rewe Zentrale κατά Landwirtschaftskammer Rheinland, Συλλογή σ. 1229.

( 24 ) ABI. L 268 της 25.10.1979, σ. 1.

( 25 ) Απόφαση της 5ης Matou 1981 στην υπόθεση 112/80, Firma Anton TJürbeck κατά Hauptzollamt Frankfurt am Main-Flughafen, Συλλογή σ. 1095, και ιδίως σ. 1113.

( 26 ) Απόφαση της 5ης Ιουνίου 1973 στην υπόθεση 81/72, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Sig. σ. 575, και απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985 στην υπόθεση 264/82, Timex και λοιποί κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή σ. 849.