61985J0424

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 17ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1987. - COOPERATIVE MELKPRODUCENTENBEDRIJVENT NOORD-NEDERLAND BA (FRICO), AN BOARD BAINNE LTD. ΚΑΙ J. WIJFFELS BV ΚΑΤΑ VOEDSELVOORZIENINGS IN- EN VERKOOPBUREAU. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ COLLEGE VAN BEROEP VOOR HET BEDRIJFSLEVEN - ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ. - ΚΥΡΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΒΟΥΤΥΡΟΥ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 424/85 ΚΑΙ 425/85

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1987 σελίδα 02755


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1 . Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα - Ενισχύσεις στην ιδιωτική αποθεματοποίηση του βουτύρου - Επιστροφή των εξόδων χρηματοδοτήσεως - Λήψη υπόψη διαφορετικών επιτοκίων ανάλογα με το κράτος μέλος όπου πραγματοποιείται η αποθεματοποίηση - Νομιμότητα

(( Κανονισμός του Συμβουλίου 985/68, άρθρο 10, παράγραφος 1 κανονισμός της Επιτροπής 685/69, άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο γ ), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1746/84 ))

2 . Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών - Απαγόρευση - 'Εκταση

( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2 )

3 . Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης - 'Ορια - Τροποποίηση της σχετικής με την κοινή οργάνωση των αγορών κανονιστικής ρύθμισης - Εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών θεσμικών οργάνων

Περίληψη


1 . Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 985/68 περί καθορισμού των γενικών κανόνων που διέπουν τα μέτρα παρεμβάσεως στην αγορά του βουτύρου, ερμηνευόμενο υπό το φως των αιτιολογικών σκέψεων του εν λόγω κανονισμού, δεν αντιτίθεται, όπως προβλέπει ο κανονισμός 1746/84, το επιτόκιο που λαμβάνεται υπόψη, σχετικά με τα έξοδα χρηματοδοτήσεως, για τον υπολογισμό της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση, να είναι διαφορετικό ανάλογα με τα κράτη μέλη όπου πραγματοποιείται η αποθεματοποίηση, διότι ο ενιαίος χαρακτήρας του συστήματος της ιδιωτικής αποθεματοποίησης του βουτύρου στην Κοινότητα, αν και συνεπάγεται ενιαίο τρόπο υπολογισμού του ποσού των ενισχύσεων σε συνάρτηση με τις δαπάνες της αποθεματοποίησης και την εξέλιξη της αγοράς, δεν συνεπάγεται ότι το ποσό της ενισχύσεως πρέπει να είναι το ίδιο για όλη την Κοινότητα .

Η διαφοροποίηση του ποσού της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση του βουτύρου επιτρέπει την επίτευξη του στόχου της κατά το δυνατό ορθολογικότερης αποθεματοποίησης και, δεδομένου ότι δεν επηρεάζει τον ενιαίο χαρακτήρα της τιμής παρεμβάσεως και παραμένει άνευ αποτελέσματος ως προς το ποσό της ενιαίας ενδεικτικής τιμής, δεν θίγει την ενότητα της αγοράς του βουτύρου .

2 . Η απαγόρευση διακρίσεων που καθιερώνει το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, ως ειδική έκφραση της γενικής αρχής της ίσης μεταχείρισης, δεν αντιτίθεται όμοιες καταστάσεις να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης όταν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά .

3 . Οι επιχειρηματίες δεν δικαιολογούνται να τρέφουν εμπιστοσύνη στη διατήρηση υπαρχουσών καταστάσεων, οι οποίες δύνανται να μεταβληθούν εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας των κοινοτικών οργάνων . Αυτό ιδίως συμβαίνει σε έναν τομέα όπως αυτός της κοινής οργανώσεως των αγορών, της οποίας το αντικείμενο συνεπάγεται διαρκή προσαρμογή σε συνάρτηση με τις διακυμάνσεις της οικονομικής κατάστασης .

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 424 και 425/85,

που έχουν ως αντικείμενο δύο αιτήσεις προς το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, του College van Beroep voor het Bedrijfsleven, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

Cooeperatieve Melkproducentenbedrijven Noord-Nederland BA ( Frico ) και An Bord Bainne Ltd και J . Wijffels BV

και

Voedselvoorzienings In - En Verkoopbureau,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος του κανονισμού 1746/84 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 1984 ( ΕΕ L 164, σ . 32 ) για την τροποποίηση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 685/69 σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής των παρεμβάσεων στην αγορά του βουτύρου και της κρέμας γάλακτος, που θέσπισε σύστημα διαφοροποιημένης επιδοτήσεως τόκων για ορισμένα κράτη μέλη στο πλαίσιο της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση του βουτύρου,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Y . Galmot, T . F . O' Higgins και F . Schockweiler, προέδρους τμήματος, G . Bosco, O . Due, U . Everling, K . Bahlmann, R . Joliet, J . C . Moitinho de Almeida και G . C . Rodriguez Iglesias, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας : J . Mischo,

γραμματέας : P . Heim,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν :

- οι Cooeperatieve Melkproducentenbedrijven Noord-Nederland BA ( Frico ) και An Bord Bainne Ltd και J . Wijffels BV, εκπροσωπούμενες από τον H . J . Bonkhorst, δικηγόρο Χάγης,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον R . C . Fischer, νομικό σύμβουλο,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, όπως συμπληρώθηκε κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 25ης Φεβρουαρίου 1987,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του στη συνεδρίαση της 26ης Μαρτίου 1987,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δύο Διατάξεις της 13ης Δεκεμβρίου 1985, που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 18 Δεκεμβρίου 1985, το College van Beroep voor het Bedrijfsleven ζήτησε από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του κύρους του κανονισμού 1746/84 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 1984 ( ΕΕ L 164, σ . 32 ) για την τροποποίηση του άρθρου 24, παράγραφος 3, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 685/69 της 14ης Απριλίου 1969, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής των παρεμβάσεων στην αγορά του βουτύρου και της κρέμας γάλακτος, που θέσπισε διαφορετικό επιτόκιο για την επιστροφή των εξόδων χρηματοδοτήσεως, που χορηγείται βάσει της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση του βουτύρου .

2 Τα προδικαστικά ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφορών που ήχθησαν ενώπιον του ολλανδικού δικαστηρίου από την εταιρία Noord-Nederland BA, αφενός, και από τις εταιρίες An Bord Bainne και J . Wijffels BV, αφετέρου . Αυτές οι εταιρίες που επιδίδονται κυρίως στην παραγωγή, τη διάθεση στο εμπόριο, την εισαγωγή ή την εξαγωγή βουτύρου, είχαν συνάψει συμβάσεις αποθεματοποίησης βουτύρου με το Voedselvoorzienings In - en Verkoopbureau ( στο εξής : VΙΒ ), ολλανδικό οργανισμό παρεμβάσεως επιφορτισμένο να διασφαλίζει την εκτέλεση κοινοτικής κανονιστικής ρύθμισης στον τομέα της αποθεματοποίησης του βουτύρου στις Κάτω Χώρες . Κατ' εφαρμογή της εφαρμοστέας κοινοτικής κανονιστικής ρύθμισης, οι εταιρίες ζήτησαν από το VΙΒ την καταβολή προκαταβολής έναντι της ενισχύσεως την οποία δικαιούνταν . Με αποφάσεις της 14ης και 28ης Σεπτεμβρίου 1984, το VΙΒ τους χορήγησε αυτές τις προκαταβολές, λαμβάνοντας όμως υπόψη, για τον υπολογισμό τους, το επιτόκιο των 7% που προβλέπει ο προαναφερθείς κανονισμός 1746/84 . Οι ενδιαφερόμενες εταιρίες προσέβαλαν τότε αυτές τις αποφάσεις ενώπιον του College van Beroep voor het Bedrijfsleven, ισχυριζόμενες ότι ο εν λόγω κανονισμός είναι αντίθετος προς το κοινοτικό δίκαιο .

3 Υπ' αυτές τις συνθήκες, με δύο Διατάξεις της 13ης Δεκεμβρίου 1985, το εθνικό δικαστήριο αποφάσισε να αναβάλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης για να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής σχεδόν ταυτοσήμων ερωτημάτων :

"Είναι ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 685/69 της Επιτροπής, της 14ης Απριλίου 1969, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1746/84 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 1984, ανίσχυρος στο μέτρο που, κατόπιν της εν λόγω τροποποίησης, το άρθρο του 24, παράγραφος 3, τελευταία παράγραφος, προβλέπει ότι όσον αφορά το αποθεματοποιημένο βούτυρο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στις Κάτω Χώρες, το επιτόκιο καθορίζεται σε 7 % κατ' έτος και, όσον αφορά το αποθεματοποιημένο βούτυρο στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε 9,5 % κατ' έτος, και τούτο ειδικότερα για τους εξής λόγους :

α ) παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 985/68 του Συμβουλίου, και/ή

β ) παράβαση του άρθρου 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ, και/ή

γ ) ( στην υπόθεση 424/85 μόνο ), παράβαση του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, και/ή

δ ) παραβίαση των αρχών της ενότητας της αγοράς και της ενιαίας τιμής, που αποτελούν τις βάσεις της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα των γαλακτοκομικών προϊόντων, και/ή

ε ) ανεπάρκεια ή έλλειψη αιτιολογίας, και/ή

στ ) παραβίαση των αρχών της ασφαλείας του δικαίου, και/ή

ζ ) παραβίαση εξάλλου μιας ή περισσοτέρων διατάξεων της Συνθήκης ΕΟΚ και μιας ή περισσοτέρων αρχών που αποτελούν τη βάση της Συνθήκης;"

4 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς η εφαρμοστέα κοινοτική κανονιστική ρύθμιση, καθώς και οι παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη και η Επιτροπή . Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .

Επί των ερωτημάτων που αφορούν το αν ο ένδικος κανονισμός συμβιβάζεται με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 985/68 και με τον κανόνα της ενιαίας τιμής του βουτύρου και τον κανόνα της ενότητας της αγοράς αυτού του προϊόντος

5 Κατά τις προσφεύγουσες στην κύρια δίκη, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 985/68 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1968 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 03/003, σ . 116 και επ .) καθώς και ο κανόνας της ενιαίας τιμής του βουτύρου και της ενότηταςαυτής της αγοράς επιβάλλουν το ποσό της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση να είναι το ίδιο σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας .

6 Παρατηρείται καταρχάς ότι, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 985/68, που προαναφέρθηκε, "το ύψος της ενισχύσεως για την ιδιωτική αποθεματοποίηση καθορίζεται για την Κοινότητα αφού ληφθούν υπόψη τα έξοδα της αποθεματοποιήσεως και η προβλεπόμενη εξέλιξη των τιμών του νωπού βουτύρου και του βουτύρου του αποθέματος ". Αυτές οι διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται τόσο σε συνάρτηση με τις αιτιολογικές σκέψεις αυτού του κανονισμού όσο και με τους στόχους στους οποίους αποβλέπει το σύστημα της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση του βουτύρου .

7 Σχετικώς, παρατηρείται ότι η ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 985/68 αρκείται στο να επιμένει ότι είναι αναγκαίο να διασφαλισθεί ο ενιαίος χαρακτήρας του συστήματος της ιδιωτικής αποθεματοποίησης στην Κοινότητα καθώς και ενιαίος τρόπος υπολογισμού του ποσού των ενισχύσεων σε συνάρτηση με τις δαπάνες της αποθεματοποιήσεως και την εξέλιξη της αγοράς . Αντιθέτως, ούτε το κείμενο του άρθρου 10, παράγραφος 1, που προαναφέρθηκε, ούτε αυτή η αιτιολογική σκέψη απαιτούν ο ενιαίος τρόπος υπολογισμού του ποσού να οδηγεί στον καθορισμό ποσού ενισχύσεως στην ιδιωτική αποθεματοποίηση που να είναι το ίδιο για όλη την Κοινότητα .

8 Εξάλλου, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις του προαναφερθέντος κανονισμού 985/68, "η ιδιωτική αποθεματοποίηση πρέπει να συμβάλλει στην πραγματοποίηση ισορροπίας της αγοράς" και οι κοινοτικές διατάξεις πρέπει να επιτρέπουν "την κατά το δυνατό ορθολογικότερη αποθεματοποίηση ". Και οι εν λόγω στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν παρά μόνο αν το ποσό της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση προσαρμόζεται στις πραγματικές ανάγκες των πραγματοποιούντων την αποθεματοποίηση, ώστε οι τελευταίοι να μην αντλούν αδικαιολόγητο πλεονέκτημα αλλά και η αποθεματοποίηση να μη συνεπάγεται γι' αυτούς μειονέκτημα .

9 Παρατηρείται, δεύτερον, ότι η διαφοροποίηση του ποσού της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση του βουτύρου δεν επηρεάζει τον ενιαίο χαρακτήρα της τιμής παρεμβάσεως που εξακολουθεί να χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού των εξόδων αποθεματοποίησης . Επίσης παραμένει άνευ αποτελέσματος ως προς το ποσό της ενιαίας ενδεικτικής τιμής, καθώς και ως προς τη δυνατότητα επιτεύξεως του στόχου που αντιπροσωπεύει . Επομένως, προστατεύεται η ίδια η ενότητα της αγοράς του βουτύρου που απορρέει από αυτή την ενιαία τιμή .

10 Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο ένδικος κανονισμός δεν αντιβαίνει ούτε προς το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 985/68 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1968, ούτε στον κανόνα περί ενιαίας τιμής και ενότητας της αγοράς του βουτύρου .

Επί των ερωτημάτων που αφορούν το αν ο ένδικος κανονισμός συμβιβάζεται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που καθιερώνει το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης

11 Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η απαγόρευση διακρίσεων που καθιερώνει το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, ως ειδική έκφραση της γενικής αρχής της ίσης μεταχείρισης, δεν αντιτίθεται όμοιες καταστάσεις να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης όταν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά .

12 Παρόλον ότι η διαφοροποίηση στην οποία προβαίνει ο ένδικος κανονισμός στηρίζεται σε αντικειμενικό στοιχείο, ήτοι στα πράγματι εφαρμοζόμενα επιτόκια στις χρηματαγορές των διαφόρων κρατών μελών, οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη ισχυρίζονται ότι αυτό το στοιχείο δεν είναι καθοριστικό και ότι τα επικρινόμενα μέτρα εισάγουν πράγματι μεταξύ των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση .

13 Παρατηρούν, πρώτον, ότι κάθε επιχειρηματίας είναι ελεύθερος να επιλέξει το νόμισμα στο οποίο θα χρηματοδοτήσει την αποθεματοποίηση και ότι, έτσι, έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί του πλεονεκτήματος που συνδέεται με τα χαμηλά επιτόκια, οποιοδήποτε και αν είναι το κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιεί την αποθεματοποίηση .

14 Αυτό το επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει δεκτό . Παρόλον ότι είναι ακριβές ότι οι επιχειρηματίες που αποθεματοποιούν το βούτυρο στα κράτη μέλη όπου το επιτόκιο είναι υψηλό έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν τις αποθεματοποιήσεις με δάνεια συναπτόμενα σε νομίσματα κρατών μελών όπου το επιτόκιο είναι χαμηλό, αυτό το πλεονέκτημα αντισταθμίζεται από τον κίνδυνο, στον οποίο αυτή η τακτική εκθέτει, τροποποιήσεως με ζημία τους της συναλλαγματικής ισοτιμίας των οικείων νομισμάτων .

15 Οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη εταιρίες υποστηρίζουν, δεύτερον, ότι λόγω της προθεσμίας καταβολής που εφαρμόζει ο εθνικός οργανισμός παρεμβάσεως, η αγοραία τιμή του βουτύρου τείνει να καθορίζεται, σε κάθε κράτος μέλος, σε επίπεδο τόσο χαμηλότερο όσο το επιτόκιο είναι υψηλότερο . Το ενιαίο επιτόκιο επιστροφής των εξόδων χρηματοδοτήσεως θα επέτρεπε έτσι να εξουδετερωθεί το ανταγωνιστικό μειονέκτημα των επιχειρηματιών που αποθεματοποιούν το βούτυρο σε κράτη όπου ισχύει το χαμηλότερο επιτόκιο και όπου, συνεπώς, η τιμή της αγοράς είναι η υψηλότερη .

16 Ούτε αυτό το δεύτερο επιχείρημα μπορεί να γίνει δεκτό . Η ενίσχυση στην ιδιωτική αποθεματοποίηση του βουτύρου έχει, πράγματι, ως μόνο αντικείμενο να αντισταθμίζει στο μέτρο του δυνατού τα έξοδα στα οποία κανονικά υποβάλλονται οι επιχειρηματίες για να πραγματοποιήσουν την αποθεματοποίηση και όχι για να επιτρέψει σε ορισμένους απ' αυτούς να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους που αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους σε άλλα κράτη μέλη .

17 Τέλος, οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη θεωρούν ότι τα διαφορετικά επιτόκια που λαμβάνονται υπόψη για τη χρηματοδότηση της ιδιωτικής αποθεματοποίησης του βουτύρου δημιουργούν διάκριση μεταξύ των παραγωγών βουτύρου, αφενός, και των παραγωγών άλλων γεωργικών προϊόντων για τα οποία δεν ισχύει μια τέτοια διαφοροποίηση, αφετέρου .

18 Αυτό το τελευταίο επιχείρημα πρέπει επίσης να απορριφθεί . Κάθε κοινή οργάνωση αγοράς εμφανίζει ίδια χαρακτηριστικά και, στην οργάνωση της αγοράς του βουτύρου, η αποθεματοποίηση αυτού του προϊόντος διαδραματίζει ειδικό ρόλο και απαιτεί μέτρα που δεν συγκρίνονται με οποιοδήποτε από τα μέτρα που εφαρμόζονται σε άλλα γεωργικά προϊόντα . Και, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το ότι διαφορετικές καταστάσεις τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης δεν συνιστά διάκριση αντίθετη προς την αρχή της ισότητας .

19 Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο ένδικος κανονισμός δεν αντιβαίνει προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που καθιερώνει το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης .

Επί του ερωτήματος που αφορά το αν ο ένδικος κανονισμός συμβιβάζεται με το άρθρο 30 της Συνθήκης

20 Κατά τις προσφεύγουσες στην κύρια δίκη, το ενιαίο επιτόκιο επιστροφής των εξόδων χρηματοδοτήσεως επέτρεπε προηγουμένως την αντιστάθμιση του ανταγωνιστικού μειονεκτήματος των επιχειρηματιών των κρατών μελών όπου ισχύουν τα χαμηλότερα επιτόκια και η υψηλότερη αγοραία τιμή . Καταργώντας αυτή την αντιστάθμιση, το διαφορετικό επιτόκιο επιστροφής των εξόδων χρηματοδοτήσεως προκαλεί τεχνητές εμπορικές ανταλλαγές και, καθιστώντας δυσχερέστερες τις εξαγωγές βουτύρου προς ορισμένα κράτη μέλη, συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος, απαγορευόμενο από το άρθρο 30 της Συνθήκης .

21 'Οπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η ενίσχυση στην ιδιωτική αποθεματοποίηση του βουτύρου αποβλέπει αποκλειστικά στην αντιστάθμιση στο μέτρο του δυνατού των εξόδων στα οποία κανονικά υποβάλλονται οι επιχειρηματίες για την πραγματοποίηση της αποθεματοποίησης . Η διαφοροποίηση των επιτοκίων επιστροφής των εξόδων χρηματοδοτήσεως ανάλογα με τα πράγματι καταβληθέντα επιτόκια επιτρέπει την καλύτερη επίτευξη αυτού του στόχου και δεν προκαλεί τεχνητές εμπορικές ανταλλαγές . Δεν μπορεί, επομένως, εν πάση περιπτώσει, να συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος, απαγορευόμενο από το άρθρο 30 της Συνθήκης .

22 Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο ένδικος κανονισμός δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 30 της Συνθήκης .

Επί των ερωτημάτων που αφορούν την αιτιολογία του ένδικου κανονισμού

23 Οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη, για να αποδείξουν ότι ο ένδικος κανονισμός θεσπίστηκε κατά παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης, υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία του περιέχει τέσσερις ανακρίβειες .

24 Υποστηρίζουν, πρώτον, ότι η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του προαναφερθέντος κανονισμού 1746/84, κακώς αναφέρει ότι τα έξοδα χρηματοδοτήσεως της αποθεματοποίησης καταβάλλονται "από" κάθε κράτος μέλος, ενώ, στην πραγματικότητα, αυτά τα έξοδα βαρύνουν τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες .

25 Πρέπει, ωστόσο, να λεχθεί ότι αυτό το λάθος, που ορθώς αποκαλύπτεται, αφορά μόνο την ολλανδική έκδοση του κανονισμού και οφείλεται σε εσφαλμένη μετάφραση . Δεν μπόρεσε, επομένως, να ασκήσει καμιά επιρροή στο περιεχόμενο του εν λόγω κανονισμού και, συνεπώς, δεν είναι ικανό να θίξει το κύρος του .

26 Οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη αμφισβητούν, δεύτερον, την ακρίβεια της δηλώσεως που περιέχεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του ένδικου κανονισμού, κατά την οποία η ομοιόμορφη εκτίμηση των εξόδων χρηματοδοτήσεως στα οποία υποβάλλονται οι προβαίνοντες σε αποθεματοποίηση θα αποτελέσει σε ορισμένα κράτη μέλη συμπληρωματική παρακίνηση προς αποθεματοποίηση .

27 Παρόλον ότι είναι αληθές ότι η απόφαση αποθεματοποίησης ορισμένων ποσοτήτων βουτύρου υπό το καθεστώς της ιδιωτικής αποθεματοποίησης εξαρτάται από μια σειρά γενικών και τοπικών οικονομικών εκτιμήσεων, είναι επίσης αληθές ότι, στα κράτη μέλη, όπου τα πραγματικά επιτόκια ήταν αισθητά κατώτερα από το ενιαίο επιτόκιο που λαμβανόταν προηγουμένως υπόψη από τις κοινοτικές αρχές για την εκτίμηση του οικονομικού κόστους της αποθεματοποίησης, μια συμπληρωματική παρακίνηση προς αποθεματοποίηση προσφερόταν έτσι στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες .

28 Τρίτον, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη εκδηλώνοντας, στην τρίτη αιτιολογική σκέψη του ένδικου κανονισμού, τη φροντίδα της να αποφευχθεί "χωρίς λόγο συρροή πλούτου από τους εμπορευόμενους" (( ο αδικαιολόγητος πλουτισμός των επιχειρηματιών )). Πράγματι, η εκτίμηση των εξόδων χρηματοδοτήσεως της αποθεματοποίησης, βάσει ενιαίου επιτοκίου, είχε ως αποτέλεσμα να παρέχεται στους επιχειρηματίες που πραγματοποιούσαν αποθεματοποίηση σε χώρα όπου το πραγματικό επιτόκιο ήταν κατώτερο από το ενιαίο, υπερκάλυψη των οικονομικών τους βαρών . Στερείται σημασίας, για την εκτίμηση της ορθότητας του συλλογισμού που ακολούθησε η Επιτροπή, το αν αυτή την υπερκάλυψη χρησιμοποιούσε ο επιχειρηματίας για να αυξήσει τα κέρδη του ή για να βελτιώσει την ανταγωνιστική του θέση με μείωση των τιμών του πωλήσεως .

29 Τέλος, οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη επικρίνουν την αιτιολογία του ένδικου κανονισμού διότι παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητα στα κράτη μέλη όπου το επιτόκιο είναι υψηλό διατηρούν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν τα έξοδά τους αποθεματοποίησης στο νόμισμα κρατών μελών όπου το επιτόκιο είναι χαμηλό .

30 'Οπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το πλεονέκτημα που παρουσιάζει μια τέτοια πρακτική για τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες αντισταθμίζεται από τον κίνδυνο τροποποιήσεως με ζημία τους της συναλλαγματικής ισοτιμίας . Επομένως, αυτή η δυνατότητα μπόρεσε, ορθώς, να μη ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή κατά τη θέσπιση του συστήματος επιστροφής των εξόδων αποθεματοποίησης .

31 Φαίνεται ότι η αιτιολογία του ένδικου κανονισμού δεν πάσχει, στο σύνολό της, από κανένα υλικό λάθος .

Επί των ερωτημάτων που αφορούν το αν ο ένδικος κανονισμός συμβιβάζεται με την αρχή της ασφαλείας του δικαίου

32 Κατά τις προσφεύγουσες στην κύρια δίκη, η αρχή της ασφαλείας του δικαίου παραβιάστηκε διττώς : αφενός, σε απάντηση δοθείσα στις 31 Ιανουαρίου 1984 σε γραπτή ερώτηση ευρωβουλευτή, η Επιτροπή επισήμανε ότι "δεν αντιμετωπίζει τη θέσπιση διαφοροποίησης των ενισχύσεων σε συνάρτηση με τα ισχύοντα σε κάθε κράτος μέλος επιτόκια" αφετέρου, έπρεπε να έχουν προβλεφθεί μεταβατικές διατάξεις για τις συμβάσεις πωλήσεως βουτύρου που είχαν συναφθεί προ της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού .

33 Επί του πρώτου σημείου, παρατηρείται ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 985/68 του Συμβουλίου, επιτρέπει στην Επιτροπή να τροποποιήσει το ποσό της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση του βουτύρου "αν το απαιτεί η κατάσταση της αγοράς ". Το γεγονός ότι σημαντικά ιδιωτικά αποθέματα βουτύρου συνιστώντο στα κράτη μέλη όπου ίσχυε χαμηλό επιτόκιο επέτρεπε στην Επιτροπή να εκτιμήσει την πραγματική κατάσταση διαφορετικά από ό,τι μερικούς μήνες προηγουμένως . Δυνάμει παγίας νομολογίας ( βλέπε ιδίως αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1982, Edeka Zentrale AG κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, 245/81, Συλλογή σ . 2745, και της 28ης Οκτωβρίου 1982, Fa . Werner Faust κατά Επιτροπής, 52/81, Συλλογή σ . 3745 ), οι επιχειρηματίες δεν δικαιολογούνται να τρέφουν εμπιστοσύνη στη διατήρηση υπαρχουσών καταστάσεων, οι οποίες δύνανται να μεταβληθούν εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας των κοινοτικών οργάνων . Η μείωση του ενιαίου επιτοκίου που λαμβανόταν υπόψη για την επιστροφή των εξόδων χρηματοδοτήσεως στις αποθεματοποιήσεις αποτελούσε, επομένως, υπόθεση την οποία προνοητικοί και συνετοί έμποροι έπρεπε να λάβουν υπόψη, ειδικώς σε ένα τομέα όπως αυτός της κοινής οργανώσεως των αγορών, της οποίας το αντικείμενο συνεπάγεται διαρκή προσαρμογή σε συνάρτηση με τις διακυμάνσεις της οικονομικής κατάστασης .

34 Επί του δευτέρου σημείου, παρατηρείται ότι, δυνάμει του άρθρου 2, ο ένδικος κανονισμός έχει εφαρμογή μόνο επί του βουτύρου που εισήλθε στο απόθεμα από της θέσεώς του σε ισχύ . Επομένως, αυτό το κείμενο στερείται οιουδήποτε αναδρομικού αποτελέσματος . Αν οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη ισχυρίζονται ότι συνήψαν ορισμένες συμβάσεις πωλήσεως βουτύρου προ της δημοσιεύσεως του ένδικου κανονισμού σε συνάρτηση με το ενιαίο επιτόκιο που λαμβανόταν υπόψη προηγουμένως, πρέπει, όπως μόλις αναφέρθηκε, να το καταλογίσουν σ' αυτές τις ίδιες που δεν αντιμετώπισαν τη δυνατότητα μειώσεως αυτού του επιτοκίου .

35 Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο ένδικος κανονισμός δεν παραβιάζει την αρχή της ασφαλείας του δικαίου .

Επί των ερωτημάτων αν ο ένδικος κανονισμός συμβιβάζεται με άλλες διατάξεις της Συνθήκης

36 Σχετικώς, οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη περιορίζονται στο να υποστηρίξουν ότι ο ένδικος κανονισμός θίγει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να δανείζονται στο νόμισμα της εκλογής τους και παραβιάζει έτσι την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων που προβλέπει το άρθρο 67, παράγραφος 1, της Συνθήκης .

37 Αρκεί να παρατηρηθεί, επ' αυτού του σημείου, ότι τα διαφορετικά επιτόκια που λαμβάνονται υπόψη για την επιστροφή των εξόδων χρηματοδοτήσεως τα οποία αφορούν την ιδιωτική αποθεματοποίηση του βουτύρου δεν μπορούν, με κανένα τρόπο, να περιορίσουν τη δυνατότητα που διαθέτουν οι επιχειρηματίες να επιλέξουν το νόμισμα στο οποίο επιθυμούν να χρηματοδοτήσουν την αποθεματοποίηση .

38 Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο ένδικος κανονισμός δεν είναι αντίθετος προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ούτε προς το άρθρο 67, παράγραφος 1 της Συνθήκης .

39 Από την εξέταση, στο σύνολό τους, των ερωτημάτων που υπέβαλε το College van Beroep voor het Bedrijfsleven δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος του κανονισμού 1746/84 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 1984, που τροποποίησε το άρθρο 24, παράγραφος 3, του κανονισμού 685/69, της 14ης Απριλίου 1969 .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

40 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσε προτάσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται . Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το College van Beroep voor het Bedrijfsleven, με Διατάξεις της 13ης Δεκεμβρίου 1985, αποφαίνεται :

Από την εξέταση των ερωτημάτων που υπέβαλε το College van Beroep voor het Bedrijfsleven δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος του κανονισμού 1746/84 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 1984 ( ΕΕ L 164, σ . 32 ), που τροποποίησε το άρθρο 24, παράγραφος 3, του κανονισμού 685/69, της 14ης Απριλίου 1969 .