ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση 402/85 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Οι διάδικοι της κύριας δίκης

Στη διαδικασία της κύριας δίκης αντίδικοι είναι η Société des auteurs, compositeurs et éditeurs de musique ( στο εξής: SACEM ), η οποία είναι η γαλλική εταιρία διαχειρίσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού, και ο Gérard Basset, ο οποίος έχει την εκμετάλλευση μιας discothèque στη Γαλλία. Η διαδικασία έχει ως αντικείμενο την καταβολή δικαιωμάτων, τα οποία η SACEM θεωρεί ότι δικαιολογούνται και τα οποία ο Basset θεωρεί ως ασυμβίβαστα με το κοινοτικό δίκαιο.

Στόχος της SACEM είναι η εξασφάλιση της είσπραξης και του επιμερισμού των οφειλομένων χρηματικών δικαιωμάτων, ως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού, με την ευκαιρία της εκμετάλλευσης των μουσικών έργων που συγκαταλέγονται στα έργα που διαχειρίζεται στα έργα αυτά δεν περιλαμβάνονται μόνο τα έργα των μελών της, αλλά και έργα που υπάγονται σε εταιρίες αλλοδαπών δημιουργών που της έχουν δώσει εντολή να τους εκπροσωπεί στη Γαλλία. Τα μέλη της SACEM της εκχωρούν το αποκλειστικό δικαίωμα εκμεταλλεύσεως των έργων μόλις δημιουργηθούν. Σύμφωνα με τις εν λόγω πράξεις προσχωρήσεως και τα καταστατικά της, η SACEM είναι επομένως η μόνη εξουσιοδοτημένη να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη χρήση των μουσικών έργων των μελών της και να εισπράττει το χρηματικό δικαίωμα για τα αντίστοιχα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού.

2. Η γαλλική νομοθεσία σχετικά με την πνευματική και καλλιτεχνική ιδιοκνηοία

Σύμφωνα με το άρθρο 26 του γαλλικού νόμου της 11ης Μαρτίου 1957, περί πνευματικής και καλλιτεχνικής ιδιοκτησίας, το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως που ανήκει στο δημιουργό περιλαμβάνει το δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης, καθώς και το δικαίωμα αναπαραγωγής. Σύμφωνα με την αρχική διατύπωση του άρθρου 27 του εν λόγω νόμου, η δημόσια εκτέλεση είναι η « απευθείας μετάδοση του έργου προς το κοινό, ιδίως διά της κυκλοφορίας με οποιοδήποτε τρόπο » ένας νόμος της 3ης Ιουλίου 1985, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1986, τροποποίησε το άρθρο 27, παραλείποντας τη λέξη « απευθείας ». Σύμφωνα με το άρθρο 28, η αναπαραγωγή νοείται ως η « υλική αποτύπωση του έργου με οποιοδήποτε τρόπο που επιτρέπει να μεταδοθεί στο κοινό εμμέσως » και ειδικά με « μηχανική εγγραφή ». Η εκχώρηση του δικαιώματος δημόσιας εκτέλεσης δεν συνεπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 30, την εκχώρηση του δικαιώματος αναπαραγωγής, και αντιστρόφως. Το άρθρο 31 προβλέπει ακόμη, στο τρίτο του εδάφιο, ότι « η μεταβίβαση των δικαιωμάτων του δημιουργού εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι καθένα από τα εκχωρούμενα δικαιώματα αποτελεί αντικείμενο χωριστής μνείας στην πράξη εκχωρήσεως και ότι η εκμετάλλευση των εκχωρούμενων δικαιωμάτων καθορίζεται ως προς την έκταση της και τον προορισμό της ... ».

Είναι δεδομένο ότι δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων, και ιδίως αυτών των άρθρων 30 και 31 του νόμου της 11ης Μαρτίου 1957, ο δημιουργός ενός μουσικού έργου δικαιούται να επιτρέψει την αναπαραγωγή του έργου του για συγκεκριμένο προορισμό και να την αρνηθεί για έναν άλλο. Εξάλλου, από το φάκελο προκύπτει ότι στην πράξη ο δημιουργός εκχωρεί στον κατασκευαστή δίσκων ή άλλων υλικών φορέων ήχου τα δικαιώματά του αναπαραγωγής για την κατασκευή και την εμπορία ενόψει ιδιωτικής χρήσεως, δηλαδή στα πλαίσια οικογενειακής συνάθροισης. Αφού εισπράξει από τον κατασκευαστή το σχετικό δικαίωμα αναπαραγωγής που αντιστοιχεί μόνο για τη διάθεση του έργου του στην αγορά ενόψει αυτής της ιδιωτικής χρήσεως, ο δημιουργός δικαιούται ακόμη να απαιτήσει ένα χρηματικό δικαίωμα — καλούμενο συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής — από τον επιχειρηματία, ο οποίος, αφού λάβει το φωνογράφημα, το χρησιμοποιεί δημοσίως, για παράδειγμα μέσω ραδιοφωνικού σταθμού, discothèque ή juke-box εγκατεστημένου σε δημόσιο χώρο.

3. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης

Ο εκκαλών στην κύρια δίκη, Basset, εκμεταλλεύεται από το 1974 μια discothèque στο Fréjus, υπό την ονομασία « La Playa ». To 1975 συνήψε με τη SACEM δύο γενικές συμβάσεις δημόσιας εκτέλεσης, για δύο διαδοχικές περιόδους από την 1η Απριλίου έως την 30ή Σεπτεμβρίου 1975 και από την 1η Οκτωβρίου 1975 έως την 31η Μαρτίου 1976. Με τις συμβάσεις αυτές, η SACEM του παρείχε την ευχέρεια να επιλέξει, από το σύνολο των έργων της, εκείνα που ήθελε να χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της discotheque του. Η SACEM όρισε έναντι αυτού ένα χρηματικό δικαίωμα για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού, υπό τη μορφή ποσοστού αντίστοιχου προς 8,25 °/ο που υπολογίστηκε επί του συνόλου των εσόδων που είχε πραγματοποιήσει ο Basset. Το ποσό του δικαιώματος αυτού αναλύεται ως εξής: 6,60 % απαιτήθηκε ως δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης και 1,65 ο/ο ως συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής.

Δεδομένου ότι ο Basset δεν προέβη στην πληρωμή των συμφωνηθέντων δικαιωμάτων, η SACEM άσκησε το 1977 αγωγή ενώπιον του Tribunal de grande instance του Draguignan, το οποίο καταδίκασε τον Basset στην πληρωμή των περισσοτέρων από τα αιτηθέντα ποσά. Ο Basset άσκησε έφεση ενώπιον του Cour d'appel της Aix-en-Provence, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι οι δύο συμβάσεις που αποτελούσαν τη βάση για τα απαιτούμενα δικαιώματα ήταν άκυρες επειδή αντέκειντο στις διατάξεις των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης: αφενός, υπήρχε αθέμιτη συμφωνία μεταξύ της SACEM και των ομόλογων της αλλοδαπών εταιριών αφετέρου, η SACEM, έχουσα εκ των πραγμάτων το μονοπώλιο στη γαλλική αγορά, κατείχε δεσπόζουσα θέση της οποίας έκανε κατάχρηση επιβάλλοντας υπερβολικές τιμές σε σχέση με την παρεχόμενη υπηρεσία. Αφού το Cour d'appel έκρινε το 1980 ότι οι κοινοτικές διατάξεις, των οποίων έγινε επίκληση, δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν στην προκειμένη περίπτωση, το Cour de cassation ανήρεσε, με απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1983, την απόφαση αυτή και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Cour d'appel των Βερσαλιών.

4. Προδικαστικά ερωτήματα

Το Cour d'appel των Βερσαλιών, ενώπιον του οποίου ήχθη η υπόθεση, ανέβαλε, με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 1985, την έκδοση οριστικής αποφάσεως για να υποβάλει στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της εν λόγω Συνθήκης, αφενός, και του άρθρου 86, αφετέρου:

« 1)

Πρέπει τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι εμποδίζουν μια εθνική εταιρία δικαιωμάτων του δημιουργού που διαθέτει, για να προστατεύει τα έργα που διαχειρίζεται, de facto μονοπώλιο και συνδέεται με συμβάσεις αμοιβαίας εκπροσώπησης με διάφορες αλλοδαπές εταιρίες δικαιωμάτων του δημιουργού, εγκατεστημένες ιδίως σε κράτη μέλη της Κοινότητας, να εισπράττει από τους χρήστες, επ' ευκαιρία δημόσιας εκτέλεσης έργων που διαχειρίζονται οι αλλοδαπές αυτές εταιρίες, μέσω φωνογραφημάτων που διατίθενται ελεύθερα στο έδαφος αυτών των κρατών μελών, δικαίωμα ( που καλείται “ συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής ” ), η είσπραξη του οποίου προβλέπεται και επιτρέπεται από το δίκαιο του κράτους στο οποίο γίνεται χρήση των φωνογραφημάτων, αλλά όχι απο το δίκαιο των κρατών μελών από τα οποία έχουν εισαχθεί;

2)

Πρέπει το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΟΚ να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι εμποδίζει μια εθνική εταιρία δικαιωμάτων του δημιουργού, που διαθέτει, για να προστατεύει τα έργα που διαχειρίζεται, de facto μονοπώλιο και συνδέεται με συμβάσεις αμοιβαίας εκπροσώπησης με διάφορες αλλοδαπές εταιρίες δικαιωμάτων του δημιουργού, εγκατεστημένες ιδίως σε κράτη μέλη της Κοινότητας να εισπράττει από τους χρήστες, επ' ευκαιρία δημόσιας εκτέλεσης έργων που διαχειρίζονται οι αλλοδαπές αυτές εταιρίες, μέσω φωνογραφημάτων που διατίθενται ελεύθερα στο έδαφος αυτών των κρατών μελών, δικαίωμα ( που καλείται “ συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής”), η είσπραξη του οποίου προβλέπεται και επιτρέπεται από το δίκαιο του κράτους στο οποίο γίνεται χρήση των φωνογραφημάτων, αλλά όχι από το δίκαιο των κρατών μελών από τα οποία έχουν εισαχθεί; »

Στην απόφαση του περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο απέρριψε ρητά την αιτίαση του Basset σχετικά με την αθέμιτη συμφωνία, με τη σκέψη ότι οι σχέσεις μεταξύ της SACEM και των ομόλογων της αλλοδαπών εταιριών δεν συνιστούσαν συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ούτε εναρμονισμένη πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης. Όσον αφορά το ύψος των δικαιωμάτων που η SACEM θεωρεί ότι δικαιούται, το εθνικό δικαστήριο δέχεται ότι το ποσοστό που ισχύει για τις γαλλικές discothèques ( 8,25 % του ακαθάριστου κύκλου εργασιών), είναι ιδιαίτερα υψηλό σε σχέση με τα ποσοστά που απαιτούν είτε οι περισσότερες αλλοδαπές εταιρίες δικαιωμάτων του δημιουργού είτε η ίδια η SACEM σε σχέση με άλλες μορφές δημόσιας εκμετάλλευσης των έργων της ( για παράδειγμα: ιπποδρόμιο, κινηματογράφος, ραδιόφωνο, τηλεόραση ). Εντούτοις, θεωρεί σχετικά ότι το ποσό που ζητείται από τις discothèques δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπερβολικό, εφόσον τα κέντρα αυτού του είδους έχουν πολύ υψηλή μουσική κατανάλωση και επιπλέον αποδίδουν μόνο χάρη σ' αυτή την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων του δημιουργού.

Υπ' αυτές τις συνθήκες, το εθνικό δικαστήριο έκρινε αναγκαίο να ερωτήσει το Δικαστήριο, κυρίως, αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως με τα άρθρα 30 και 86 της Συνθήκης, η σωρευτική είσπραξη εκ μέρους της SACEM του δικαιώματος δημόσιας εκτέλεσης και συμπληρωματικού δικαιώματος μηχανικής αναπαραγωγής, με την ευκαιρία της δημόσιας χρήσης φωνογραφημάτων, από τις discothèques, ακόμη κι αν πρόκειται για φωνογραφήματα εισαγόμενα από άλλο κράτος μέλος, στο οποίο η είσπραξη αυτού του συμπληρωματικού δικαιώματος δεν προβλέπεται από το νόμο.

5. Διαδικαοία

Η απόφαση περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Δεκεμβρίου 1985.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο G. Basset, εκκαλών στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενος από τον Montier, δικηγόρο Παρισιού, η SACEM, εφεσίβλητη στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη από τους Ο. Carmet και G. Kiejman, δικηγόρους Παρισιού, η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη προς το σκοπό αυτό από τους Ε. Belliard και J. Myard, η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον Ο. Fiumara, avvocato dello Stato, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο G. Marenco.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Κάλεσε, ωστόσο, την Επιτροπή και τη SACEM να απαντήσουν σε δύο ερωτήματα· και οι δύο ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

II — Σύνοψη των εγγράφων παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

Γενικές παρατηρήσεις

Απαντώντας σε ερώτημα που έθεσε το Δικαστήριο — με το οποίο επιδιώκετο να καταστούν γνωστοί οι οικονομικοί λόγοι της είσπραξης συμπληρωματικού δικαιώματος για τη δημόσια χρήση δίσκων, στην περίπτωση που τα χρηματικά δικαιώματα τόσο για το δικαίωμα αναπαραγωγής όσο και για το δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης έχουν ήδη καταβληθεί σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο έχουν κατασκευαστεί οι δίσκοι —, η SACEM, εφεσίβλητη οτην κύρια δίκη, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξηγούν καταρχάς ότι, στο πλαίσιο της γαλλικής νομοθεσίας, το συμπληρωματικό δικαίωμα αναπαραγωγής, παρά την ονομασία του, οφείλεται λόγω της δημόσιας εκτέλεσης προστατευόμενου έργου και όχι λόγω της αναπαραγωγής του. Εξάλλου, επισημαίνουν ότι η είσπραξη στη Γαλλία αυτού του δικαιώματος δεν συνεπάγεται ασφαλώς την καταβολή δικαιωμάτων που έχουν ήδη καταβληθεί στο κράτος μέλος κατασκευής. Πράγματι, τα χρηματικά δικαιώματα για το δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης δεν μπορούν ποτέ να εξοφληθούν μια φορά για πάντα στο εν λόγω κράτος μέλος, δεδομένου ότι το δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης υπεισέρχεται σε κάθε δημόσια εκτέλεση χωρίς ποτέ να εξαντλείται. Αντιθέτως, για κάθε δημόσια εκτέλεση απαιτούνται δικαιώματα που πρέπει να πληρωθούν σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στο κράτος στο οποίο πραγματοποιείται η δημόσια εκτέλεση. Επιπλέον, είναι μεν αληθές ότι, όσον αφορά το δικαίωμα αναπαραγωγής, η εθνική νομοθεσία ορισμένων κρατών μελών θεωρεί το δικαίωμα αυτό ως αναλωθέν διά της εκχωρήσεως του στον κατασκευαστή φωνογραφημάτων, αλλά αυτή η εκχώρηση δεν συνεπάγεται σε κανένα από αυτά τα κράτη μέλη την εκχώρηση του δικαιώματος δημόσιας εκτέλεσης.

Η Επιτροπή προσθέτει ότι η είσπραξη στη Γαλλία του συμπληρωματικού δικαιώματος αναπαραγωγής επί των εισαγομένων δίσκων κατόπιν δημόσιας χρήσης δικαιολογείται από την αρχή της εγχώριας μεταχείρισης που καθιερώνουν οι διεθνείς συμβάσεις περί των δικαιωμάτων του δημιουργού: πράγματι, εφόσον η Γαλλία έχει αναλάβει την υποχρέωση να προστατεύει τους αλλοδαπούς δημιουργούς κατά τον ίδιο τρόπο που προστατεύει και τους ημεδαπούς δημιουργούς, τα δικαιώματα που καταβάλλονται λόγω της δημόσιας χρήσης επί του γαλλικού εδάφους καταβάλλονται τόσο για τους δίσκους που κατασκευάζονται στη Γαλλία, όσο και για τους εισαγόμενους δίσκους. Συνεπώς, η κατάργηση του συμπληρωματικού δικαιώματος μηχανικής αναπαραγωγής επί των εισαγομένων δίσκων θα κατέληγε σε σχετικό πλουτισμό των γάλλων δημιουργών σε βάρος των αλλοδαπών δημιουργών. Εξάλλου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αν καταργηθεί ολότελα η δυνατότητα ενός συμπληρωματικού δικαιώματος αναπαραγωγής, η SACEM, η οποία είναι ελεύθερη να καθορίσει το ύψος των δικαιωμάτων, μπορεί να προβεί στην είσπραξη από τις discothèques του ίδιου συνολικού ποσού υπό τη μορφή δικαιώματος δημόσιας εκτέλεσης και μόνο.

Ως προς αυτό, η SA CEM παρατηρεί ακόμη ότι η είσπραξη του εν λόγω συμπληρωματικού δικαιώματος επιτρέπει να υπάρχει καλύτερη αναλογία της αμοιβής των δημιουργών προς την πραγματική χρήση των έργων τους, να επιβαρύνονται δε αυτοί που τα χρησιμοποιούν και οι οποίοι αποκομίζουν όφελος από τη χρήση αυτή. Το σύστημα αυτό αποτελεί καλύτερη λύση από αυτή που συνίσταται στο να ζητείται από τον κατασκευαστή φωνογραφημάτων υψηλότερη αμοιβή για το λόγο ότι τα φωνογραφήματά του μπορούν να μεταδίδονται δημοσίως από τρίτους. Σ' αυτή την περίπτωση, η αμοιβή διατρέχει τον κίνδυνο να καθοριστεί αυθαιρέτως, ελλείψει ακριβών πληροφοριών σχετικά με την επιτυχία ή την αποτυχία που μπορεί να έχει ένα έργο στη συνέχεια στο κοινό.

Επί του πρώτου ερωτήματος

Ο Basset, εκκαλών στην κύρια δίκη, επισημαίνει καταρχάς ότι οι γαλλικές discothèques χρησιμοποιούν κατά κύριο λόγο εισαγόμενα φωνογραφήματα, δεδομένου ότι το γαλλικό κοινό δείχνει από πολύ καιρό έντονη προτίμηση για την αγγλική και αμερικανική μουσική. Συνεπώς, το γεγονός ότι η γαλλική νομοθεσία στον τομέα της πνευματικής και καλλιτεχνικής ιδιοκτησίας καθιστά δυνατή τη σωρευτική είσπραξη δικαιώματος δημόσιας εκτέλεσης και συμπληρωματικού δικαιώματος αναπαραγωγής, θίγει κυρίως τα εισαγόμενα φωνογραφήματα. Προσθέτει ότι η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας καταλήγει με τον τρόπο αυτό στη δυνατότητα επιβολής επιβαρύνσεως λόγω εισαγωγής σε προϊόντα που κυκλοφορούν ήδη ελεύθερα στο έδαφος της Κοινότητας, λόγω του ότι τα εν λόγω προϊόντα διέρχονται από σύνορα. Εξάλλου, έχει τη γνώμη ότι εν προκειμένω το ύψος της επιβάρυνσης αυτής, δηλαδή το 8,25 ο/ο του συνόλου των εσόδων που πραγματοποιούνται σε μια discothèque, το οποίο αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό εντός της Κοινότητας, μπορεί ασφαλώς να παρεμποδίσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών., Υπ' αυτές τις συνθήκες, πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο από τα υποβληθέντα ερωτήματα.

Η SA CEM, η γαλλική και η ιταλική κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, προτείνουν αντιθέτως να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Κατά τη γνώμη τους, το ερώτημα αυτό ουσιαστικά δεν έχει αντικείμενο, δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν μπορεί να προσδιοριστεί κανένα εμπόδιο στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, η SA CEM, η γαλλική κυβέρνηση και η Επιτροπή υπογραμμίζουν καταρχάς ότι ο γαλλικός κανόνας που συνεπάγεται την είσπραξη συμπληρωματικού δικαιώματος αναπαραγωγής δεν διέπει άμεσα ούτε έμμεσα τα εμπορικά ρεύματα εντός της Κοινότητας και ότι ο εν λόγω κανόνας δεν έχει επιπλέον ως αποτέλεσμα να ευνοείται η εγχώρια παραγωγή φωνογραφημάτων σε σχέση προς την παραγωγή των άλλων κρατών μελών. Η είσπραξη του δικαιώματος αυτού, αντιθέτως, αφορά μόνο τη δημόσια εκμετάλλευση των φωνογραφημάτων που πωλούνται στη Γαλλία, όποια κι αν είναι η προέλευσή τους. Η γαλλική ρύθμιση εξασφαλίζει με τον τρόπο αυτό την προστασία των αλλοδαπών δημιουργών υπό τους ίδιους όρους υπό τους οποίους προστατεύονται και οι εγκατεστημένοι στη Γαλλία δημιουργοί. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι πεπλανημένος ο ισχυρισμός ότι η ρύθμιση αυτή, η οποία εφαρμόζεται αδιακρίτως στα εγχώρια ή τα εισαγόμενα φωνογραφήματα, αποτελεί μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος, αντίθετο προς το άρθρο 30 της Συνθήκης.

Η γαλλική κυβέρνηση προσθέτει — και η ιταλική κυβέρνηση διατυπώνει την ίδια γνώμη — ότι το ανωτέρω συμπέρασμα επιβάλλεται, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το συμπληρωματικό δικαίωμα αναπαραγωγής δεν οφείλεται εντός άλλων κρατών μελών. Πράγματι, αυτή η περίπτωση δεν είναι κρίσιμη στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς, δεδομένου ότι το δικαίωμα του δημιουργού, όπως εξάλλου και όλα τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, είναι δικαίωμα η εφαρμογή του οποίου συνδέεται με συγκεκριμένο έδαφος.

Η SACEM, η ιταλική κυβέρνηση και η Επιτροπή παρατηρούν ακόμη ότι η κατάσταση στην παρούσα υπόθεση είναι διαφορετική από αυτήν που αποτέλεσε το αντικείμενο της απόφασης του Δικαστηρίου της 20ής Ιανουαρίου 1981 (Musikvertrieb Membran/GEMA, συνεκ-δικασθείσες υποθέσεις 55 και 57/80, Συλλογή, σ. 147 ). Δεδομένου ότι, στην τελευταία αυτή υπόθεση, πρόκειται για δικαίωμα που απαιτείται με την ευκαιρία και μόνο της εισαγωγής σε κράτος μέλος φωνογραφημάτων προερχόμενων από άλλο κράτος μέλος και συνεπώς, μόνο λόγω της διελεύσεως από σύνορα, το επίμαχο στην παρούσα υπόθεση δικαίωμα μπορεί να οφείλεται μόνο μετά από δημόσια εκμετάλλευση φωνογραφημάτων, είτε εισαγομένων είτε όχι. Η Επιτροπή προσθέτει ότι στις υποθέσεις 55 και 57/80 το επίμαχο δικαίωμα μπορούσε πράγματι να έχει συνέπειες επί των εισαγωγών προελεύσεως άλλου κράτους μέλους, καθόσον η κατάργηση του δικαιώματος αυτού μπόρεσε να τις καταστήσει πιο ελκυστικές. Αντιθέτως, η κατάργηση του εν λόγω συμπληρωματικού δικαιώματος ως προς τα εισαγόμενα φωνογραφήματα θα κατέληγε πιθανώς σε ευνοϊκή μεταχείριση των γάλλων δημιουργών σε βάρος των αλλοδαπών δημιουργών, ενώ τα έργα αυτών των τελευταίων θα εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται από τις γαλλικές discotheques, σύμφωνα με την προτίμηση του κοινού.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

Ο Basset δεν κατέθεσε σχετικές παρατηρήσεις.

Η SACEM, η γαλλική και η ιταλική κυβέρνηοη, καθώς και η Επιτροπή, ισχυρίζονται ότι καταρχήν το άρθρο 86 δεν αντιτίθεται στην είσπραξη από τη SACEM του συμπληρωματικού δικαιώματος αναπαραγωγής. Πράγματι, η γαλλική νομοθεσία είναι αυτή η οποία επιτρέπει, στο πλαίσιο της εδαφικό-τητας των δικαιωμάτων του δημιουργού, στους δικαιούχους να εισπράττουν το εν λόγω δικαίωμα. Μόνο το γεγονός ότι στην πράξη το δικαίωμα αυτό εισπράττεται από μια εταιρία διαχειρίσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού, η οποία έχει de facto μονοπώλιο, ασφαλώς δεν μπορεί να θίξει το έρεισμά του.

Η Επιτροπή παρατηρεί ακόμη ότι αν η είσπραξη του επίμαχου δικαιώματος καθαυτή δεν μπορεί να αποτελέσει καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της SACEM, μπορεί εντούτοις να υπάρξει κατάχρηση σε περίπτωση που το ύψος του δικαιώματος δεν είναι δίκαιο, κατά την έννοια του άρθρου 86, στοιχείο α ). Σχετικά, πρέπει να σημειωθεί ότι τα δικαιώματα που η SACEM απαιτεί από τις γαλλικές discothèques, είναι πολλές φορές υψηλότερα, από ό,τι για παράδειγμα, είναι αυτά που εισπράττονται στο Βέλγιο από τη SABAM. Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι υπηρεσίες της διενεργούν επί του παρόντος έρευνα σχετικά με τα δικαιώματα που εισπράττει η SACEM και ότι η έρευνα αυτή αναφέρεται τόσο στη βάση τους όσο και στο συντελεστή τους.

Τ. Koopmans

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟ

της 9ης Απριλίου 1987 ( *1 )

Στην υπόθεση 402/85,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση που υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, το Cour d' appel των Βερσαλιών και με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

G. Basset, κατοίκου Fréjus ( Γαλλία ),

και

Société des auteurs, compositeurs et éditeurs de musique ( SACEM ), με έδρα το Παρίσι,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30, 36 και 86 της εν λόγω Συνθήκης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Τ. F. O'Higgins και F. Schockweiler, προέδρους τμήματος, G. Bosco, Τ. Koopmans, Ο. Due, Κ. Bahlmann, R. Joliét και G. C. Rodríguez Iglesias, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. Ο. Lenz

γραμματέας: Β. Pastor, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

ο G. Basset, εκκαλών στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενος από τον Ρ. Montier, δικηγόρο Παρισιού,

η SACEM, εφεσίβλητος στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη από τους O. Carmet και G. Kiejman, δικηγόρους Παρισιού,

η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη προς το σκοπό αυτό από τους Ε. Belliard και J. Myard,

η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον L. Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών, επικουρούμενο από τον Ο. Fiumara, avvocato dello Stato,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Marenco, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 17ης Δεκεμβρίου 1986,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 1985, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Δεκεμβρίου 1985, το Cour ď appel των Βερσαλιών υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30, 36 και 86 της Συνθήκης, προκειμένου να κριθεί, αν συμβιβάζεται με τις διατάξεις αυτές η είσπραξη χρηματικού δικαιώματος καλούμενου « συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής » με την ευκαιρία της δημόσιας εκτέλεσης, μέσω φωνογραφημάτων, έργων που προστατεύονται από δικαίωμα δημιουργού.

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Basset, ο οποίος εκμεταλλεύεται μια discothèque στο Frêjus και της Société des auteurs, compositeurs et éditeurs de musique ( εταιρίας δημιουργών, συνθετών και εκδοτών μουσικής, στο εξής: SACEM ). Η εταιρία αυτή, επικαλούμενη τη χωρίς καταβολή των οφειλόμενων δικαιωμάτων εκτέλεση έργων που διαχειρίζεται στην discothèque του Basset, άσκησε αγωγή κατ' αυτού του τελευταίου ενώπιον του Tribunal de grande instance του Draguignan, το οποίο κατεδίκασε τον Basset στην πληρωμή των επίμαχων δικαιωμάτων. Ο Basset άσκησε έφεση, ισχυριζόμενος ότι οι συμβάσεις που χρησίμευσαν ως βάση για τα δικαιώματα ήταν άκυρες, επειδή ήταν αντίθετες προς τις διατάξεις του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

3

To Cour ď appel των Βερσαλιών, το οποίο εξεδίκασε την έ(ρεση αυτή ως δικαστήριο αναπομπής μετά από εξαφάνιση της αποφάσεως του Cour ď appel του Aix-en-Pro-vence κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, έκρινε ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Basset περιστρέφονταν γύρω από τις έννοιες « καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης » και « παράνομη συμφωνία » και ότι έπρεπε να εξεταστούν οι ισχυρισμοί αυτοί όχι μόνο σε σχέση με το γαλλικό δίκαιο, αλλά και με το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως με τις διατάξεις των άρθρων 86 και 85 της Συνθήκης.

4

Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 85, το Cour ď appel παρατηρεί ότι η SACEM συνδέεται με τις περισσότερες από τις αλλοδαπές εταιρίες διαχειρίσεως δικαιωμάτων του δημιουργού με συμβάσεις αμοιβαίας εκπροσωπήσεως, σύμφωνα με τις οποίες κάθε εταιρία δίνει στην άλλη την εντολή να εισπράττει τα δικαιώματα του δημιουργού, τα σχετικά με τα έργα που διαχειρίζεται, ενώ η είσπραξη πρέπει να γίνεται, σε κάθε κράτος, υπό τους εν χρήσει όρους στο εν λόγω κράτος. Αυτές οι συμβάσεις, παρόλο ότι μπορούν να χαρακτηριστούν ως « συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων » κατά την έννοια του άρθρου 85, εντούτοις, δεν έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Πράγματι, το σύστημα των αμοιβαίων εντολών δεν μπορούσε να αλλάξει το ποσό των δικαιωμάτων που καταβάλλονται, σε κάθε κράτος, ως αμοιβή για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού, ενώ μπορούσε να οδηγήσει σε περιορισμό των εξόδων εισπράξεως και ελέγχου, προς όφελος των δημιουργών και των χρησιμοποιούντων τα προστατευόμενα έργα.

5

Όσον αφορά το άρθρο 86, το Cour ď appel κρίνει ότι η SACEM έχει de facto μονοπώλιο και κατέχει έτσι δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Αναφέρει ότι ο Basset προσάπτει στη SACEM ότι εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικά τη δεσπόζουσα αυτή θέση από δύο απόψεις: πρώτον, το ποσοστό του δικαιώματος, καθορισμένο σε 8,25 ο/ο του ακαθάριστου κύκλου εργασιών της discothèque ήταν υπερβολικό σε σχέση με την παρασχεθείσα υπηρεσία δεύτερον, αυτό το ποσοστό του 8,25 ο/ο συμπεριλάμβανε ένα «συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής» ανερχόμενο σε 1,65%, απαιτούμενο για τον ίδιο λόγο όπως και το υπόλοιπο δικαίωμα, δηλαδή λόγω της δημόσιας χρήσης φωνογραφημάτων.

6

Ως προς το πρώτο σημείο, το Cour ď appel απορρίπτει την αιτίαση σύμφωνα με την οποία το ποσοστό 8,25 ο/ο συνιστά μη δίκαιη τιμή. Έχει τη γνώμη ότι η επιβάρυνση αυτή, παρόλο ότι είναι υψηλή σε σχέση μ' αυτή που ζητείται σε άλλα κράτη, δεν είναι υπερβολική, δεδομένου ότι οι discothèques έχουν ιδιαίτερα υψηλή κατανάλωση μουσικής και, χωρίς αυτή τη μουσική εκμετάλλευση, τα εν λόγω κέντρα θα έπρεπε να κλείσουν αμέσως τις θύρες τους.

7

Ως προς το δεύτερο σημείο, το Cour ď appel εξηγεί καταρχάς ότι, σύμφωνα με τη γαλλική νομοθεσία, το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως που ανήκει στο δημιουργό συμπεριλαμβάνει το δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης και το δικαίωμα αναπαραγωγής ότι η δημόσια εκτέλεση ορίζεται ως η μετάδοση του έργου στο κοινό, ιδίως διά της κυκλοφορίας, με οποιοδήποτε τρόπο και ότι η αναπαραγωγή είναι η υλική αποτύπωση του έργου με κάθε τρόπο που επιτρέπει να μεταδοθεί στο κοινό εμμέσως και ειδικώς με μηχανική εγγραφή. Στον τομέα της μουσικής το δικαίωμα αναπαραγωγής εγχωρείται συνήθως στον κατασκευαστή φωνογραφημάτων και εξοφλείται όταν τα φωνογραφήματα διατίθενται στην αγορά. Εξάλλου, το δικαίωμα του 8,25 ο/ο που επιβάλλεται στις discothèques από τη SACEM περιλαμβάνει ένα 6,60 ο/ο ως τιμή εκχωρήσεως του δικαιώματος δημόσιας εκτέλεσης και ένα 1,65 ο/ο, ως « συμπληρωματικό » δικαίωμα αναπαραγωγής.

8

Το Cour d'appel διαπιστώνει σχετικά ότι η σωρευτική είσπραξη του δικαιώματος δημόσιας εκτέλεσης και συμπληρωματικού δικαιώματος αναπαραγωγής δικαιολογείται στο γαλλικό δίκαιο, το οποίο επιτρέπει στο δημιουργό να εκχωρεί στον κατασκευαστή φωνογραφημάτων το δικαίωμα αναπαραγωγής, το οποίο αφορά μόνο τη διάθεση του στην αγορά ενόψει ιδιωτικής χρήσεως και να απαιτεί συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής από αυτόν που εκμεταλλεύεται το έργο, ο οποίος αφού λάβει το φωνογράφημα, προβαίνει σε δημόσια χρήση αυτού, η οποία δεν καλύπτεται από το δικαίωμα αναπαραγωγής που καταβλήθηκε στην αρχή. Το Cour d'appel διερωτάται πάντως αν η είσπραξη του συμπληρωματικού δικαιώματος μηχανικής αναπαραγωγής συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως στην περίπτωση που οι υλικοί φορείς ήχου έχουν εισαχθεί από άλλο κράτος μέλος, στο οποίο είχαν διατεθεί κανονικά στην αγορά και στο οποίο για τη δημόσια κυκλοφορία προστατευομένων έργων προβλεπόταν μόνο ένα χρηματικό δικαίωμα που αντιστοιχούσε στο δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης υπ' αυτές τις συνθήκες, η σωρευτική επιβολή των δικαιωμάτων στη Γαλλία μπορούσε πράγματι να έχει ως συνέπεια την παρεμπόδιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

9

Για την επίλυση των ζητημάτων αυτών, το Cour d'appel υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα για να κριθεί αν τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ή το άρθρο 86 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι εμποδίζουν « μια εθνική εταιρία δικαιωμάτων του δημιουργού που διαθέτει, για να προστατεύει τα έργα που διαχειρίζεται, de facto μονοπώλιο και συνδέεται με συμβάσεις αμοιβαίας εκπροσώπησης με διάφορες αλλοδαπές εταιρίες δικαιωμάτων του δημιουργού, εγκατεστημένες ιδίως σε κράτη μέλη της Κοινότητας, να εισπράττει από τους χρήστες, επ' ευκαιρία δημόσιας εκτέλεσης έργων που διαχειρίζονται οι αλλοδαπές αυτές εταιρίες μέσω φωνογραφημάτων που διατίθενται ελεύθερα στο έδαφος αυτών των κρατών μελών, δικαίωμα (που καλείται “συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής ” ), η είσπραξη του οποίου προβλέπεται και επιτρέπεται από το δίκαιο του κράτους στο οποίο γίνεται χρήση των φωνογραφημάτων, αλλά όχι από το δίκαιο των κρατών μελών από τα οποία έχουν εισαχθεί ».

10

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται η γαλλική νομοθεσία περί πνευματικής και καλλιτεχνικής ιδιοκτησίας και οι έγγραφες παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

11

Καταρχάς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι υλικοί φορείς ήχου είναι προϊόντα στα οποία εφαρμόζεται το καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και, επομένως, το άρθρο 30 της Συνθήκης απαγορεύει την εφαρμογή μιας εθνικής νομοθεσίας, η οποία επιτρέπει σε μια εταιρία διαχειρίσεως δικαιωμάτων του δημιουργού να αντιταχθεί, βάσει του αποκλειστικού δικαιώματος εκμεταλλεύσεως που ασκεί στο όνομα του κατόχου του δικαιώματος δημιουργού, στη διανομή των υλικών φορέων ήχου που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 36 της Συνθήκης προβλέπει ότι το άρθρο 30 δεν αντιτίθεται σε περιορισμούς εισαγωγών που δικαιολογούνται από λόγους προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας' η διατύπωση αυτή περιλαμβάνει την προστασία που συνεπάγεται το δικαίωμα του δημιουργού, ιδίως, καθόσον γίνεται εμπορική εκμετάλλευση του υπό τη μορφή αδειών. Σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση του άρθρου 36, οι περιορισμοί αυτοί δεν δύνανται πάντως να αποτελούν ούτε αυθαίρετη διάκριση ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

12

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το « συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής », το οποίο αποτελεί αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων, δεν εισπράττεται με την ευκαιρία της εισαγωγής ή της εμπορίας δίσκων ή άλλων υλικών φορέων ήχου, αλλά λόγω της δημόσιας χρήσεως τους, παραδείγματος χάρη από ραδιοφωνικό σταθμό, σε discothèque ή σε μηχάνημα όπως το « juke-box » εγκατεστημένο σε δημόσιο χώρο. Το πρόβλημα που έθεσε το εθνικό δικαστήριο έγκειται στο γεγονός ότι το εν λόγω δικαίωμα εισπράττεται, με την ευκαιρία αυτή, σωρευτικώς με ένα « δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης ».

13

Το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν τα άρθρα 30 και 36 ή, αντιστοίχως, το άρθρο 86 της Συνθήκης αντιτίθενται σ' αυτή τη σωρευτική επιβολή, όταν οι υλικοί φορείς ήχου έχουν κατασκευαστεί και διατεθεί στην αγορά σε ένα κράτος μέλος, στο οποίο η εν λόγω σωρευτική επιβολή δεν υφίσταται, αλλά στο οποίο εισπράττεται μόνο δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης με την ευκαιρία της δημόσιας εκτέλεσης του εγγεγραμμένου έργου. Αυτή η περίπτωση πρέπει να εξεταστεί.

14

Σχετικά, πρέπει να παρατηρηθεί ότι είναι δεδομένο ότι, σύμφωνα με το συνήθως συμβαίνον στον τομέα διαχειρίσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού, βάσει των ισχυουσών διεθνών συμβάσεων, η σωρευτική είσπραξη του δικαιώματος δημόσιας εκτέλεσης και ενός συμπληρωματικού δικαιώματος μηχανικής αναπαραγωγής, με την ευκαιρία της δημόσιας εκτέλεσης στη Γαλλία ενός εγγεγραμμένου μουσικού έργου, πραγματοποιείται είτε οι δίσκοι είναι γαλλικής προελεύσεως είτε έχουν κατασκευαστεί ή διατεθεί στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος. Είναι αληθές ότι για την ίδια δημόσια εκτέλεση σε άλλο κράτος μέλος εισπράττεται μόνο το δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης προς όφελος του δημιουργού και του κατασκευαστή των δίσκων και μόνον αυτό, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ούτε ότι το ποσό του εισπραχθέντος δικαιώματος ούτε ότι η λειτουργία του διαφέρουν από το ποσό και τη λειτουργία των δικαιωμάτων που εισπράττονται στη Γαλλία με την ίδια ευκαιρία.

15

Με άλλα λόγια, κι αν δεν ληφθούν υπόψη οι όροι που χρησιμοποιούν η γαλλική νομοθεσία και πρακτική, το συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής αποτελεί επομένως τμήμα της αμοιβής των δικαιωμάτων του δημιουργού για τη δημόσια εκτέλεση εγγεγραμμένου μουσικού έργου. Το ποσό του δικαιώματος αυτού υπολογίζεται εξάλλου, όπως και το ποσό του καθαυτό δικαιώματος δημόσιας εκτέλεσης, βάσει του κύκλου εργασιών της discothèque και όχι βάσει του αριθμού των δίσκων που έχουν αγοραστεί ή που έχουν εκτελεστεί δημόσια.

16

Από αυτό προκύπτει ότι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η είσπραξη του επίμαχου δικαιώματος μπορεί να έχει περιοριστικό αποτέλεσμα επί των εισαγωγών, δεν κατατάσσεται μεταξύ των μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος που απαγορεύονται από το άρθρο 30 της Συνθήκης, αφού πρέπει να λογισθεί ως η κανονική εκμετάλλευση του δικαιώματος του δημιουργού και εφόσον δεν αποτελεί αυθαίρετη διάκριση ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο ενδοκοινοτικό εμπόριο κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης.

17

Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζουν την εφαρμογή εθνικών νομοθετικών διατάξεων που επιτρέπουν σε μια εθνική εταιρία διαχειρίσεως δικαιωμάτων του δημιουργού να εισπράττει, λόγω της δημόσιας εκτέλεσης υλικών φορέων ήχου, δικαίωμα καλούμενο συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής που προστίθεται στο δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης, ακόμη κι όταν αυτό το συμπληρωματικό δικαίωμα δεν προβλέπεται στο κράτος μέλος όπου οι εν λόγω υλικοί φορείς ήχου διατίθενται κανονικά στην αγορά.

18

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, από τις σκέψεις που αναπτύχθηκαν πιο πάνω σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 36 της Συνθήκης, προκύπτει ότι η χρήση, στην οποία προβαίνει μια εταιρία διαχειρίσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού, των δυνατοτήτων που της παρέχει η εθνική νομοθεσία σχετικά δεν αποτελεί, αυτή καθαυτή, καταχρηστική συμπεριφορά, κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

19

Πάντως, δεν αποκλείεται το επίπεδο του δικαιώματος ή των σωρευομένων δικαιωμάτων, που καθόρισε η εταιρία διαχειρίσεως, να είναι τέτοιο ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης. Πράγματι, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο για την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο της διαδικασίας ερμηνείας του άρθρου 177 της Συνθήκης, διαπίστωσε ότι εν προκειμένω η SACEM πρέπει να θεωρηθεί ως επιχείρηση, η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση στην κοινή αγορά. Απ' αυτό προκύπτει ότι η συμπεριφορά της εν λόγω επιχειρήσεως θα είναι αντίθετη προς αυτή τη διάταξη αν προβαίνει σε καταχρηστικές πρακτικές, ιδίως επιβάλλοντας μη δίκαιους όρους.

20

Εν προκειμένω, το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι το επίπεδο των δικαιωμάτων που ζητεί η SACEM από τις discothèques στη Γαλλία ήταν μη δίκαιο. Η Επιτροπή επισήμανε στις έγγραφες παρατηρήσεις της ότι οι υπηρεσίες της πραγματοποιούν έρευνα που έχει ως αντικείμενο, γενικώς, τα δικαιώματα που εισπράττονται από τη SACEM, από τις γαλλικές discothèques η έρευνα αυτή αναφέρεται τόσο στη βάση τους όσο και στο συντελεστή τους. Εντούτοις, πρέπει να διαπιστωθεί ότι το επίπεδο των δικαιωμάτων δεν αποτελεί μέρος των ερωτημάτων που το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο.

21

Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι οι απαγορεύσεις τις οποίες συνεπάγεται δεν εφαρμόζονται στη συμπεριφορά μιας εθνικής εταιρίας διαχειρίσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού για το μόνο λόγο ότι η εταιρία αυτή εισπράττει λόγω της δημόσιας εκτέλεσης των υλικών φορέων ήχου, δικαίωμα καλούμενο « συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής», το οποίο προστίθεται στο δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης, ακόμη και στην περίπτωση που αυτό το συμπληρωματικό δικαίωμα δεν προβλέπεται στο κράτος μέλος όπου οι υλικοί αυτοί φορείς ήχου διατίθενται κανονικά στην αγορά.

Επί των δικαστικών εξόδων

22

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που υπέβαλε το Cour d'appel των Βερσαλιών με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 1985, αποφαίνεται:

 

1)

Τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζουν την εφαρμογή εθνικών νομοθετικών διατάξεων που επιτρέπουν σε μια εθνική εταιρία διαχειρίσεως δικαιωμάτων του δημιουργού να εισπράττει, λόγω της δημόσιας εκτέλεσης υλικών φορέων ήχου, δικαίωμα καλούμενο συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής που προστίθεται στο δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης, ακόμη κι όταν αυτό το συμπληρωματικό δικαίωμα δεν προβλέπεται στο κράτος μέλος όπου οι εν λόγω υλικοί φορείς ήχου διατίθενται κανονικά στην αγορά.

 

2)

Το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι οι απαγορεύσεις τις οποίες συνεπάγεται δεν εφαρμόζονται στη συμπεριφορά μιας εθνικής εταιρίας διαχειρίσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού για το μόνο λόγο ότι η εταιρία αυτή εισπράττει, λόγω της δημόσιας εκτέλεσης των υλικών φορέων ήχου, δικαίωμα καλούμενο συμπληρωματικό δικαίωμα μηχανικής αναπαραγωγής, το οποίο προστίθεται στο δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης, ακόμη και στην περίπτωση που αυτό το συμπληρωματικό δικαίωμα δεν προβλέπεται στο κράτος μέλος όπου οι υλικοί αυτοί φορείς ήχου διατίθενται κανονικά στην αγορά.

 

Mackenzie Stuart

O'Higgins

Schockweiler

Bosco

Koopmans

Due

Bahlmann

Joliét

Rodríguez Iglesias

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Απριλίου 1987.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος

Α. J. Mackenzie Stuart


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.