ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση 276/85 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

Νομικό πλούσιο της υποθέσεως

1.

Ο κανονισμός 662/82 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1982, περί θεσπίσεως ιδιαίτερων και προσωρινών μέτρων σχετικά με την πρόσληψη υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων λόγω της προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας στις Κοινότητες ( ΕΕ L 78, σ. 1 ) προβλέπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ότι, υπό ορισμένες συνθήκες και για περιορισμένη περίοδο μπορούν να πληρωθούν κενές θέσεις δια του διορισμού ελλήνων υπηκόων κατά παρέκκλιση διαφόρων διατάξεων του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων. Η δεύτερη παράγραφος του ίδιου άρθρου ορίζει ότι « οι διορισμοί σε θέσεις βαθμού... Β 1, Β 2, Β 3... θα αποφασίζονται κατόπιν διαγωνισμού βάσει τυπικών προσόντων ο οποίος θα οργανώνεται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο παράρτημα III του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων ».

2.

Σύμφωνα με διοικητική απόφαση της Επιτροπής της 6ης Ιουνίου 1973 που δημοσιεύτηκε το Μάρτιο του 1981 και αφορά τα κριτήρια που εφαρμόζονται για το διορισμό σε βαθμό και την κατάταξη σε κλιμάκιο κατά την πρόσληψη, για την κατάταξη του υπαλλήλου στο βαθμό Β 3 απαιτείται επαγγελματική πείρα 9 ετών (άρθρο 2), ενώ για την κατάταξη στο βαθμό Β 1 απαιτείται επαγγελματική πείρα 14 ετών ( άρθρο 4 ). Σχετικά με το βαθμό Β 2, η εν λόγω απόφαση προβλέπει ότι « δεδομένου ότι οι ανώτεροι βαθμοί της σταδιοδρομίας Β 3/Β 2... καταλαμβάνονται διά προαγωγών εντός της σταδιοδρομίας δεν χωρεί διορισμός σ' αυτούς » ( άρθρο 3, τελευταία παράγραφος ).

Με σημείωμα που δημοσιεύτηκε στις διοικητικές πληροφορίες της 21ης Οκτωβρίου 1983, ο γενικός διευθυντής προσωπικού και διοικήσεως της Επιτροπής γνωστοποίησε στο προσωπικό ότι ο αρμόδιος για τις υποθέσεις προσωπικού και διοικήσεως επίτροπος εξέδωσε νέα απόφαση σχετικά με τα κριτήρια που εφαρμόζονται για το διορισμό σε βαθμό και την κατάταξη σε κλιμάκιο κατά την πρόσληψη, η οποία ακυρώνει και αντικαθιστά την προαναφερθείσα απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973. Το σημείωμα αναφέρει περαιτέρω ότι κατ' εξαίρεση, στους υπαλλήλους που έχουν καταταχθεί κατ' εφαρμογή της τελευταίας αυτής απόφασης και οι οποίοι φρονούν ότι η κατάταξή τους δεν έγινε σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπονται σ' αυτή, παρέχεται τελευταία προθεσμία τριών μηνών από της εκδόσεως της ανακοίνωσης αυτής προκειμένου να υποβάλλουν αίτηση ανακατατάξεως.

Τα πραγματικά περιονατικά νης υποθέσεως

1.

Ο προσφεύγων, Γεώργιος Κλαδάκης, ελληνικής ιθαγένειας, συμμετείχε με επιτυχία στο διαγωνισμό COM/B/362 που διοργανώθηκε από την Επιτροπή για την κατάρτιση πίνακα μελλοντικών προσλήψεων βοηθών διοικήσεως ελληνικής ιθαγένειας (βαθμοί Β 3 και Β 2). Στην προκήρυξη του διαγωνισμού αναφέρεται ότι ο πίνακας αυτός θα καταρτιστεί « ενόψει της προσλήψεως ελλήνων υπηκόων σύμφωνα με τον κανονισμό 662/82 του Συμβουλίου».

Με απόφαση της 9ης Μαρτίου 1983, ο Κλαδάκης διορίστηκε δόκιμος υπάλληλος ως βοηθός διοικήσεως και κατατάχθηκε στο βαθμό Β 3, κλιμάκιο 3· μονιμοποιήθηκε δε στη θέση του με απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1983.

Με επιστολή της 12ης Ιουλίου 1984 προς τον πρόεδρο της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για τις κατατάξεις, ο Κλαδάκης ζήτησε αναθεώρηση της κατατάξεως του « σύμφωνα με τις διατάξεις της αποφάσεως περί των κριτηρίων που εφαρμόζονται για το διορισμό σε βαθμό και την κατάταξη σε κλιμάκιο κατά την πρόσληψη ». Ανέφερε δε σχετικώς στην ουσία ότι η επαγγελματική του πείρα (εικοσαετής) ήταν μεγαλύτερη από αυτή που απαιτείται βάσει της εν λόγω αποφάσεως για να διοριστεί στο βαθμό Β 1 ( 14 έτη) αν είχε συμμετάσχει σε διαγωνισμό για την πλήρωση θέσεως του βαθμού αυτού και κατά συνέπεια έπρεπε να καταταχθεί στο βαθμό Β 2.

Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΔΑ της 30ής Οκτωβρίου 1984 και επιβεβαιώθηκε με σημείωμα της 29ης Νοεμβρίου με την αιτιολογία ότι υπεβλήθη μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριών μηνών που έταξε η από 21 Οκτωβρίου 1983 προαναφερθείσα ανακοίνωση και ότι ο Κλαδάκης είχε καταταχθεί στο ανώτατο προβλεπόμενο επίπεδο σύμφωνα με τα κριτήρια κατατάξεως.

Στις 15 Ιανουαρίου 1985 ο Κλαδάκης υπέβαλε διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως κατά «της άρνησης της διοίκησης να εφαρμόσει στην περίπτωση μου τη' διοικητική απόφαση του Μαρτίου 1981 περί των κριτηρίων που εφαρμόζονται για το διορισμό » και ζήτησε την επανεξέταση της περιπτώσεως του κατ' εφαρμογή της εν λόγω απόφασης και του κανονισμού 662/82 του Συμβουλίου.

Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με ρητή απόφαση της Επιτροπής, της 4ης Ιουνίου 1985, που κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα την επομένη, 5 Ιουνίου.

2.

Με δικόγραφο της 9ης Σεπτεμβρίου 1985 που πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυθημερόν ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα το Δικαστήριο, τρίτο τμήμα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει:

1)

την απόφαση της 9ης Μαρτίου 1983 της ΑΔΑ, καθόσον κατατάσσει τον προσφεύγοντα στο βαθμό Β 3, κλιμάκιο 3

2)

αν παρίσταται ανάγκη, τις αποφάσεις της 30ής Οκτωβρίου και 29ης Νοεμβρίου 1984, με τις οποίες απορρίφθηκε η αίτηση του προσφεύγοντος περί αναθεω· ρήσεώς της κατατάξεώς του, και την απόφαση της 4ης Ιουνίου 1985 περί ρητής απορρίψεως, εκ μέρους της Επιτροπής, της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε ο προσφεύγων στις 15 Ιανουαρίου 1985·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, καθώς και στα έξοδα στα οποία αναπόφευκτος υποβλήθηκε ο προσφεύγων για τους σκοπούς της διαδικασίας και ιδίως τα έξοδα αντικλήτου, μετακινήσεως, παραμονής και αμοιβής δικηγόρου, κατ' εφαρμογή του άρθρου 73 β) του ίδιου κανονισμού.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και επικουρικώς ως αβάσιμη-

να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων κατά νόμο·

με κάθε επιφύλαξη.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

Επί τον παραδεκτού

1.

Υποστηρίζων το παραδεκτό της προσφυγής ο προσφεύγων παρατηρεί ότι στις 19 Σεπτεμβρίου 1984 αναθεωρήθηκε η κατάταξη, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό 662/82, ενός από τους συναδέλφους του ( Μπάτρας ) που βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση. Η απόφαση περί ανακατατάξεως του Μπάτρα αποτελεί νέο πραγματικό περιστατικό αρκετά ουσιώδες ώστε να νομιμοποιεί τον προσφεύγοντα, στον οποίο δεν εφαρμόστηκε ο εν λόγω κανονισμός, να ζητήσει την επανεξέταση της κατατάξεώς του (απόφαση της 15ης Μαΐου 1985, Esly, 127/84, Συλλογή 1985, σ. 1437).

Η αίτηση περί επανεξετάσεως υπεβλήθη εντός τριών μηνών από την έκδοση της απόφασης περί ανακατατάξεως του Μπάτρα- η διοικητική ένσταση και η προσφυγή ασκήθηκαν εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως.

2.

Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής χωρίς ωστόσο να εγείρει ρητά ένσταση απαραδέκτου.

Η πράξη που θίγει τα συμφέροντα του προσφεύγοντος είναι η από 9 Μαρτίου 1983 πράξη διορισμού του, της οποίας ο προσφεύγων έλαβε γνώση στις 18 Ιουνίου 1983 και κατά της οποίας δεν υπέβαλε διοικητική ένσταση εντός τριών μηνών. Άρα η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.

Η απόφαση περί ανακατατάξεως του Μπάτρα δεν αποτελεί νέο περιστατικό ικανό να αποτελέσει αφετηρία νέας προθεσμίας, δεδομένου ότι η εν λόγω ανακατάταξη στηρίχθηκε στην ίδια νομική βάση όπως και η κατάταξη του προσφεύγοντος, δηλαδή στη διοικητική απόφαση της 6ης Ιουνίου 1973 (και όχι στον κανονισμό 662/82 όπως ισχυρίζεται ο προσφεύγων). Άρα η προαναφερθείσα απόφαση Esly δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι αφορά την αντίθετη περίπτωση όπου η διοίκηση αρνήθηκε να εφαρμόσει στον προσφεύγοντα τους ίδιους κανόνες που εφάρμοσε και σε άλλους συναδέλφους.

Επί της ουσίας

1.

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η απόφαση περί κατατάξεως έχει εσφαλμένη αιτιολογία και συνιστά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 662/82 του Συμβουλίου.

Η εν λόγω διάταξη επιτρέπει, μεταξύ άλλων, το διορισμό υπαλλήλων ελληνικής υπηκοότητας σε θέσεις του βαθμού Β 2. Δεδομένου ότι ο διαγωνισμός COM/B/362 οργανώθηκε ενόψει της προσλήψεως ελλήνων υπηκόων σύμφωνα με τον κανονισμό 662/82 οι διορισθέντες επιτυχόντες έπρεπε να καταταχθούν σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό.

Το άρθρο 3 της διοικητικής απόφασης της 5ης Ιουνίου 1973 δυνάμει του οποίου η κατάληψη του ανωτέρου βαθμού της σταδιοδρομίας Β 3/Β 2 γίνεται μόνο διά προαγωγών εντός της σταδιοδρομίας, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω δεδομένου ότι ο κανονισμός 662/82 εισάγει παρέκκλιση από την εν λόγω διάταξη επιτρέποντας προσωρινά το διορισμό ελλήνων υπηκόων στο βαθμό Β 2. Εξάλλου ο κανονισμός αυτός θεσπίστηκε ακριβώς ως παρέκκλιση από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως και τους κανονισμούς και αποφάσεις που εκδίδονται εις εκτέλεση του.

Κατά συνέπεια οι έλληνες υπήκοοι που διορίζονται σε θέση της σταδιοδρομίας Β 3/Β 2 και δικαιολογούν επαγγελματική πείρα μεγαλύτερη από την απαιτούμενη για να διοριστούν σε θέση του βαθμού Β 3, κλιμάκιο 3, ή έστω που δικαιολογούν επαγγελματική πείρα μεγαλύτερη της απαιτούμενης για να καταταχθούν στο βαθμό Β 1, έπρεπε να καταταχθούν στο βαθμό Β 2 κατ' εφαρμογή του κανονισμού 662/82. Εν προκειμένω ο προσφεύγων έχει ειδική επαγγελματική πείρα 20 ετών, δηλαδή μεγαλύτερη από τη δεκατετραετή που απαιτείται για την κατάταξη στο βαθμό Β 1.

Την ερμηνεία αυτή υιοθετούν σιωπηρά και η Επιτροπή και το Συμβούλιο. Πράγματι η Επιτροπή ζήτησε και το Συμβούλιο ενέκρινε, μετά τα οικονομικά έτη 1981 και 1982, τη δημιουργία νέων μονίμων θέσεων του βαθμού Β 2 για έλληνες υπηκόους. Αν ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 45 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως απαιτεί ελάχιστη αρχαιότητα στο βαθμό 2 ετών για τη δυνατότητα προαγωγής του υπαλλήλου, το εν λόγω δημοσιονομικό μέτρο θα έχανε τη σημασία του αν δεν γινόταν παρέκκλιση από το άρθρο 3 της διοικητικής απόφασης της 6ης Ιουνίου 1973. Ο προσφεύγων παρατηρεί περαιτέρω ότι επ' ευκαιρία της πρώτης διευρύνσεως των Κοινοτήτων, η Επιτροπή διοργάνωσε διάφορους διαγωνισμούς στους οποίους προβλεπόταν ρητώς ότι οι υπάλληλοι δανικής, βρετανικής ή ιρλανδικής υπηκοότητας θα μπορούσαν να διοριστούν, αναλόγως της περιπτώσεως, στο βαθμό Β 2. Οι εν λόγω διαγωνισμοί διοργανώθηκαν σύμφωνα με κανονισμό του Συμβουλίου που περιείχε διάταξη παρόμοια με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 662/82.

2.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο κανονισμός 662/82 εκδόθηκε προκειμένου να εισάγει παρέκκλιση από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων όσον αφορά το διορισμό ελλήνων υπηκόων στους εν λόγω βαθμούς. Δεν θίγει πάντως το κύρος των εσωτερικών αποφάσεων των οργάνων όσον αφορά τις κατατάξεις. Ειδικότερα το άρθρο 1, παράγραφος 2, έχει ως σκοπό να αποκλείσει, μεταξύ άλλων για τους βαθμούς Β 2 και Β 3, τους διαγωνισμούς βάσει εξετάσεων που μπορούν να διοργανώνονται βάσει του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Η διάταξη αυτή δεν θεσπίζει όμως έννομη υποχρέωση διορισμού των επιτυχόντων του διαγωνισμού στο βαθμό Β 3.

Εξάλλου η εν λόγω διάταξη αφορά το διορισμό ελλήνων υπηκόων σε όλα τα κοινοτικά όργανα' κάθε όργανο όμως εφάρμοσε τα δικά του κριτήρια για την κατάταξη των ελλήνων υπαλλήλων που προσέλαβε με τους εν λόγω κανονισμούς.

Η προκήρυξη του διαγωνισμού COM/B/362 που προέβλεπε την κατάρτιση πίνακα μελλοντικών προσλήψεων βοηθών διοικήσεως « με σταδιοδρομία στους βαθμούς 3 και 2 της κατηγορίας Β» δεν επιτρέπει εξάλλου το συμπέρασμα ότι προβλέπονταν προσλήψεις στο βαθμό Β 2. Αντιθέτως στο σημείο II της εν λόγω προκήρυξης διαγωνισμού ( « αποδοχές » ) διευκρινίζεται ότι ο βασικός μισθός κυμαίνεται μεταξύ 73863 βελγικών φράγκων που αντιστοιχούν στο βαθμό Β 3, κλιμάκιο 1, και 80605 βελγικών φράγκων που αντιστοιχούν στο βαθμό Β 3, κλιμάκιο 3.

Τέλος, σχετικά με τη δημιουργία νέων μονίμων θέσεων του βαθμού Β 2 για τα οικονομικά έτη 1981 και 1982, η Επιτροπή παρατηρεί ότι υπέβαλε το σχετικό αίτημα όχι προκειμένου να προσλάβει στο βαθμό αυτό έλληνες υπηκόους αλλά για να αποφύγει παραμόρφωση του πίνακα θέσεων και να καταστήσει δυνατή την ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων υπηκόων του νέου κράτους μέλους.

IV — Απαντήσεις σε ερώτηση του Δικαστηρίου

Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου ο προσφεύγων και η Επιτροπή συμφωνούν ως προς το ότι τηρήθηκε εν προκειμένω η προθεσμία των τριών μηνών που τάσσει για την άσκηση προσφυγής το άρθρο 91, παράγραφος 3, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 5 Ιουνίου 1985, η εν λόγω προθεσμία άρχισε να τρέχει την επομένη, 6 Ιουνίου, δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφος 1 (προσφεύγων), ή του άρθρου 81, παράγραφος 1 (Επιτροπή), του κανονισμού διαδικασίας.

Ο προσφεύγων και η Επιτροπή συμφωνούν εξάλλου ως προς το ότι η τελευταία ημέρα της προθεσμίας των τριών μηνών ήταν η 6η Σεπτεμβρίου 1985, δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971 περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 131 ).

Ο προσφεύγων παρατηρεί σχετικώς ότι ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως αποτελεί « πράξη του Συμβουλίου » κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 1182/71 και εμπίπτει έτσι στο πεδίο εφαρμογής του. Εξάλλου το Δικαστήριο δέχτηκε ήδη σιωπηρά αυτό το συμπέρασμα σε δύο υποθέσεις υπαλλήλων (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1981, Michel κατά Κοινοβουλίου, 195/80, Συλλογή σ. 2861 απόφαση της 2ας Μαΐου 1985, J. Κ. κατά Κοινοβουλίου, 38/84, Συλλογή σ. 1271 ).

Η Επιτροπή ομολογεί ότι καμιά διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν ρυθμίζει ρητά το θέμα του υπολογισμού της ημερομηνίας εκπνοής της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής. Φρονεί όμως ότι η γενική διατύπωση του άρθρου 1 του κανονισμού 1182/71 («... ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις πράξεις του Συμβουλίου... » ) δείχνει ότι ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων εμπίπτει, ως κανονισμός εκδοθείς από το Συμβούλιο, στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και ότι η εν λόγω διατύπωση περιλαμβάνει και τις διατάξεις που αφορούν τις δικονομικές προθεσμίες. Εν πάση περιπτώσει, κατά την Επιτροπή, μπορεί να γίνει λόγος για ανάλογη εφαρμογή του κανονισμού 1182/71.

Στην κατ' αυτό τον τρόπο υπολογιζόμενη τρίμηνη προθεσμία θα πρέπει να προστεθούν, κατά την άποψη του προσφεύγοντος και της Επιτροπής δύο μέρες λόγω αποστάσεως μεταξύ της συνήθους κατοικίας του προσφεύγοντος ( Βέλγιο ) και του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου ( παράρτημα II του κανονισμού διαδικασίας). Αν όμως ληφθεί υπόψη ότι η τελευταία μέρα της προθεσμίας αυτής ( 8 Σεπτεμβρίου 1985 ) είναι Κυριακή, η προθεσμία θεωρείται ότι λήγει την επόμενη εργάσιμη ημέρα, δηλαδή τη Δευτέρα, 9 Σεπτεμβρίου 1985, σύμφωνα με το άρθρο 80, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας. Άρα η προσφυγή που κατατέθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1985 ασκήθηκε εμπροθέσμως.

U. Everling

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( τρίτο τμήμα )

της 4ης Φεβρουαρίου 1987 ( *1 )

Στην υπόθεση 276/85,

Γεώργιος Κλαδάκης, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Rhode-Saint-Genèse (Βέλγιο), avenue des Rousserolles, 42, εκπροσωπούμενος από τον Jean-Noël Louis, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Nicolas Decker, 16, avenue Marie-Thérèse,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από το νομικό σύμβουλό της, Δημήτριο Γκουλούση, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση αποφάσεως με την οποία ο προσφεύγων κατατάχθηκε στο βαθμό Β 3, κλιμάκιο 3,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

συγκείμενο από τους Y. Galmot, πρόεδρο τμήματος, U. Everling και J. C Moitinho de Almeida, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. L. da Cruz Vilaça

γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 23ης Οκτωβρίου 1986, αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Σεπτεμβρίου 1985, ο Γεώργιος Κλαδάκης, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της από 9 Μαρτίου 1983 αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία ο προσφεύγων διορίστηκε δόκιμος υπάλληλος, ως βοηθός διοικήσεως και κατατάχθηκε στο βαθμό Β 3, κλιμάκιο 3, καθώς και την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής της 30ής Οκτωβρίου και 29ης Νοεμβρίου 1984 με τις οποίες απορρίφθηκε η αίτηση ανακατατάξεώς του και της απόφασης της Επιτροπής της 4ης Ιουνίου 1985 με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο προσφεύγων.

2

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, με έγγραφο της 12ης Ιουλίου 1984 προς τον πρόεδρο της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για τις κατατάξεις, ο Κλαδάκης ζήτησε την αναθεώρηση της κατατάξεως που του αναγνωρίστηκε με την από 9 Μαρτίου 1983 προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής ισχυριζόμενος ότι έπρεπε να καταταχθεί στο βαθμό Β 2.

3

Η αίτηση αυτί] απορρίφθηκε με απόφαση της Επιτροπής της 30ής Οκτωβρίου 1984 η οποία επιβεβαιώθηκε με σημείωμα της 29ης Νοεμβρίου. Στις 15 Ιανουαρίου 1985, ο Κλαδάκης υπέβαλε ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της Επιτροπής της 4ης Ιουνίου 1985 που κοινοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο την επομένη. Στη συνέχεια ο Κλαδάκης άσκησε την υπό κρίση προσφυγή η οποία περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Σεπτεμβρίου 1985.

4

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

Επί του παραδεκτού της προσφυγής

5

Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής ισχυριζόμενη ότι ο προσφεύγων δεν υπέβαλε εμπροθέσμως διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 9ης Μαρτίου 1983, η οποία αποτελεί την πράξη που θίγει τα συμφέροντά του κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων. Φρονεί όμως ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής που τάσσει το άρθρο 91, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού δεν παραβιάστηκε εν προκειμένω.

6

Παρά το ότι οι αντιρρήσεις της Επιτροπής ως προς το παραδεκτό της προσφυγής είναι περιορισμένης εκτάσεως πρέπει πρώτα να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρθρο 92, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 91, παράγραφος 3, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.

7

Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, πρώτη περίπτωση, η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών η οποία αρχίζει από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ενστάσεως, εν προκειμένω από τις 18 Φεβρουαρίου 1985.

8

Η διάταξη αυτή συμπληρώνεται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας που προβλέπει ότι οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής εναντίον πράξεως οργάνου αρχίζουν να τρέχουν, σε περίπτωση κοινοποιήσεως, από την επομένη της ημέρας της κοινοποιήσεως της πράξεως στον ενδιαφερόμενο. Η τελευταία αυτή διάταξη καθώς και ο γενικός κανόνας του άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας κατά τον οποίο οι δικονομικές προθεσμίες υπολογίζονται από την επομένη της ημέρας του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, έχει ως στόχο να εξασφαλίσει για κάθε διάδικο την πλήρη χρησιμοποίηση των προθεσμιών. Ανεξαρτήτως της ώρας κατά την οποία πραγματοποιείται η κοινοποίηση της συγκεκριμένης πράξης, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από το τέλος της ημέρας κοινοποιήσεως.

9

Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1987 (Misset, 152/85, Συλλογή 1987, σ. 223, 234) όταν, όπως εν προκειμένω, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής εκφράζεται σε ημερολογιακούς μήνες, εκπνέει στο τέλος της ημέρας η οποία φέρει, στο μήνα που προκύπτει από την προθεσμία, τον ίδιο αριθμό με την ημέρα ενάρξεως της προθεσμίας, δηλαδή την ημέρα της κοινοποιήσεως, αυτός δε ο τρόπος υπολογισμού συνάδει προς τον εφαρμοζόμενο κατά το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών. Αν ληφθεί υπόψη η παρέκταση λόγω αποστάσεως των δύο ημερών που είχε στη διάθεση του ο προσφεύγων, η προθεσμία εξέπνευσε στις 7 Σεπτεμβρίου 1985. Επομένως η προσφυγή που ασκήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1985 είναι εκπρόθεσμη.

10

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε όμως περαιτέρω ότι εν πάση περιπτώσει το ενδεχόμενο εκπρόθεσμο της προσφυγής δεν μπορεί εν προκειμένω να έχει ως συνέπεια το απαράδεκτό της. Συγκεκριμένα οι διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων όσον αφορά τις δικονομικές προθεσμίες δεν ισχύουν έναντι του προσφεύγοντος, ο οποίος είναι έλληνας υπήκοος, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ακόμη κατά τον κρίσιμο χρόνο αυθεντικό ελληνικό κείμενο του εν λόγω κανονισμού.

11

Σχετικώς πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου που επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1987 ( Misset, προαναφερθείσα ), η αυστηρή εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων περί δικονομικών προθεσμιών ανταποκρίνεται στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε αυθαίρετη διάκριση ή μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια δεν χωρεί παρέκκλιση από την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων παρά μόνο εφόσον συντρέχουν οι εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις του τυχαίου γεγονότος και της ανωτέρας βίας, σύμφωνα με το άρθρο 42, δεύτερη παράγραφος, του οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ.

12

Το στοιχείο που επικαλείται ο προσφεύγων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξαιρετική περίσταση που συνιστά τυχαίο συμβάν ή ανωτέρα βία κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Συγκεκριμένα δεν αμφισβητείται ότι τα επίδικα κείμενα είχαν εκδοθεί σε όλες τις άλλες επίσημες γλώσσες της Κοινότητας, από τις οποίες ο προσφεύγων θα έπρεπε να γνωρίζει τουλάχιστον μία κατά ικανοποιητικό τρόπο, πράγμα που αποτελούσε εξάλλου προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό βάσει του οποίου προσελήφθη. Εξάλλου για την παρούσα διαδικασία επέλεξε ως γλώσσα διαδικασίας όχι την ελληνική αλλά άλλη γλώσσα, τη γαλλική, και ως εκπρόσωπο του ένα δικηγόρο εγκατεστημένο στο Βέλγιο. Υπό τις συνθήκες αυτές ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί έλλειψη αυθεντικού ελληνικού κειμένου του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως προκειμένου να αποφύγει την απώλεια του δικαιώματος λόγω της παρελεύσεως των δικονομικών προθεσμιών.

13

Από τις προαναφερθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη, ενώ παρέλκει η έρευνα των επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή κατά του παραδεκτού.

Επί των δικαστικών εξόδων

14

Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 70 του ίδιου κανονισμού, προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων των Κοινοτήτων, τα όργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

 

2)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

 

Galmot

Everling

Moitinho de Almeida

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Φεβρουαρίου 1987.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

0 πρόεδρος του τρίτου τμήματος

Υ. Galmot


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.