ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( τρίτο τμήμα )

της 12ης Ιουνίου 1986 ( *1 )

Στην υπόθεση 183/85,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesfinanzhof προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

Hauptzollamt Itzehoe,

καθού και αναιρεσείοντος,

και

Η. J. Repenning GmbH, Kaltenkirchen,

προσφεύγουσας και αναιρεσίβλητης,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 1980, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 218 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα )

συγκείμενο από τους U. Everting, πρόεδρο τμήματος, Υ. Galmot και J. C Moitinho de Almeida, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: Κ. Riechenberg, ασκών καθήκοντα υπαλλήλου διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η εταιρία Repenning, προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη από τον Landry, δικηγόρο Αμβούργου,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Jörn Sack,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Απριλίου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

( Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται )

Σκεπτικό

1

Με Διάταξη της 7ης Μαΐου 1985, η οποία περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Ιουνίου 1985, το Bundesfinanzhof υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 1980, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 218 ).

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Hauptzollamt Itzehoe — στο εξής: HZA — και της εταιρίας Repenning ως προς τη δασμολογητέα αξία φορτίου κατεψυγμένου βοείου κρέατος προελεύσεως Αργεντινής το οποίο η εν λόγω εταιρία εισήγαγε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

3

Με πράξη της 30ής Δεκεμβρίου 1980, το HZA καθόρισε τη δασμολογητέα αξία του εισαχθέντος εμπορεύματος, σύμφωνα με τις διασαφήσεις της εταιρίας Repenning, βάσει της τιμής του τιμολογίου, του κόστους της θαλάσσιας μεταφοράς και του κόστους της θαλάσσιας ασφαλίσεως. Το ποσό των καταβλητέων δασμών ανερχόταν συνολικώς σε 117210,46 γερμανικά μάρκα. Λόγω όμως μερικής αποψύξεως, το εισαχθέν εμπόρευμα είχε υποστεί βλάβη, η οποία, σύμφωνα με τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων που το εξέτασαν, είχε επισυμβεί κατά το χρόνο της φορτώσεως του στον αργεντινό λιμένα και είχε ως συνέπεια τη μείωση της αξίας του συνολικού φορτίου κατά 17 %.

4

Στις 19 Ιανουαρίου 1981, η εταιρία Repenning υπέβαλε διοικητική ένσταση στο HZA κατά της πράξεως της 30ής Δεκεμβρίου 1980 με την αιτιολογία ότι η πράξη αυτή δεν ελάμβανε υπόψη της τη μείωση της αξίας κατά 17 %.

5

Το Finanzgericht, ενώπιον του οποίου προσέφυγε η εταιρία Repenning μετά την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως από το HZA, έκανε δεκτή την προσφυγή της με την αιτιολογία ότι η συναλλακτική αξία των εμπορευμάτων η οποία λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας τους, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου, πρέπει να υπολογίζεται κατά το χρόνο της εισαγωγής. Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία μειώνεται η αξία του εμπορεύματος μεταξύ της αποστολής του και της αφίξεώς του στην Κοινότητα, το στοιχείο αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όπως ρητώς προβλέπει το άρθρο 4, δεύτερη φράση, του κανονισμού 1495/80 της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 1980, περί των εκτελεστικών διατάξεων των άρθρων 1, 3 και 8 του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 270 ), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1580/81 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1981 ( ΕΕ L 154, σ. 36 ).

6

Το HZA άσκησε αναίρεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Bundesfinanzhof. Χωρίς να αμφισβητεί τη μείωση της αξίας του εισαχθέντος από την εταιρία Repenning εμπορεύματος, το HZA ισχυρίστηκε ότι:

σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου, η συναλλακτική αξία αντιστοιχεί προς την « πράγματι πληρωθείσα τιμή » για τα εμπορεύματα που πωλούνται προς εξαγωγή και με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας·

το συνυπολογισμό της μειώσεως της αξίας του εισαγόμενου εμπορεύματος προέβλεψε για πρώτη φορά ο προαναφερθείς κανονισμός 1580/81 της Επιτροπής, ο οποίος δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα διαφορά, επειδή τέθηκε σε ισχύ στις 16 Ιουνίου 1981.

7

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές το Bundesfinanzhof αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

« Η συναλλακτική αξία, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1224/80 περιλαμβάνει και όλο το ποσό της πράγματι καταβληθείσας τιμής, ακόμη και αν στο χωρίς ελαττώματα αγορασθέν εμπόρευμα ανεφάνησαν πριν από το χρονικό σημείο το κρίσιμο για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ελαττώματα που μείωναν την αξία του και που είχαν ως αποτέλεσμα την καταβολή στον αγοραστή της ασφάλισης μεταφοράς, όχι όμως και την επιστροφή από τον πωλητή μέρους της καταβληθείσας τιμής; »

8

Κατά την εταιρία Repenning, η οποία επαναλαμβάνει με παρεμφερή διατύπωση την άποψη του Finangericht, η συναλλακτική αξία, κατά την έννοια του άρθρου 3 του προαναφερθέντος κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου, δεν πρέπει να νοείται στενά, αλλ' αντιθέτως πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία εισάγεται το εμπόρευμα, όπως ορίζει το άρθρο 4 του προαναφερθέντος κανονισμού 1580/81 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1981.

9

Η Επιτροπή θεωρεί αντιθέτως ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η κατάσταση του εμπορεύματος όταν αυτό φθάνει στην Κοινότητα δεν ανταποκρίνεται στην κατάσταση στην οποία πωλήθηκε στη χώρα εξαγωγής, η δασμολογητέα αξία δεν μπορεί να καθορίζεται βάσει των διατάξεων του προαναφερθέντος άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου. Πράγματι, η διάταξη αυτή επαναλαμβάνει επακριβώς το άρθρο 1 της συμφωνίας περί εφαρμογής του άρθρου VII της GATT ( EE ειδ. έκδ. 11/019, σ. 110 ), η δε Κοινότητα ανέλαβε την υποχρέωση να προσαρμόσει την κανονιστική της ρύθμιση περί δασμολογητέας αξίας με τις διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας. Η τεχνική επιτροπή τελωνειακής εκτιμήσεως που συστήθηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 18 της εν λόγω συμφωνίας έκρινε, με επεξηγηματική σημείωση του Μαρτίου 1982, ότι το άρθρο 1 της συμφωνίας δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που το σύνολο των παραδοθέντων εμπορευμάτων υπέστη ζημία πριν από τον εκτελωνισμό. Στην περίπτωση αυτή, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπει η παράγραφος 2 ή η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου.

10

Πρέπει να τονιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου, η τελωνειακή αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων πρέπει να καθορίζεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 3, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.

11

Το άρθρο 3 του προαναφερθέντος κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής: « η δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων που καθορίζεται κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητος, μετά από προσαρμογή που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 8 ... » και υπό την επιφύλαξη ότι η εν λόγω εμπορική πράξη δεν ανταποκρίνεται σε μία από τις τέσσερις περιπτώσεις που περιγράφονται στα εδάφια α ) έως δ ) της εν λόγω διατάξεως.

12

Καταρχάς, από τη Διάταξη παραπομπής και το προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η εφαρμογή στην παρούσα διαφορά του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου για έναν από τους τέσσερις λόγους που αναφέρονται περιοριστικώς στα εδάφια α ) έως δ ) της εν λόγω διατάξεως.

13

Από το παράρτημα II της προαναφερθείσας συμφωνίας περί εφαρμογής του άρθρου VII της GATT προκύπτει, επίσης, ότι οι επεξηγηματικές σημειώσεις της τεχνικής επιτροπής τελωνειακής εκτιμήσεως έχουν απλώς συμβουλευτική αξία και ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το άρθρο 1 της εν λόγω συμφωνίας αποτέλεσε αντικείμενο ομοιόμορφης ερμηνείας σύμφωνης προς την επεξηγηματική σημείωση του Μαρτίου 1982, η οποία, εξάλλου, είναι μεταγενέστερη της επίδικης εισαγωγής. Τα επιχειρήματα που παρέθεσε η Επιτροπή για να αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου δεν μπορούν, συνεπώς, να γίνουν δεκτά. Επιβάλλεται, συνεπώς, να καθοριστεί η έκταση εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως.

14

Πρέπει να σημειωθεί σχετικώς ότι σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη ο κανονισμός 1224/80 του Συμβουλίου αποσκοπεί στην καθιέρωση ενός δίκαιου, ομοιόμορφου και ουδέτερου συστήματος τελωνειακής εκτιμήσεως, το οποίο να αποκλείει τη χρησιμοποίηση αυθαίρετων ή πλασματικών δασμολογητέων αξιών.

15

Εξάλλου, ο όρος « πράγματι καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή » κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1224/80 διευκρινίστηκε με το άρθρο 4 του προαναφερθέντος κανονισμού 1495/80 της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 1980, σύμφωνα με το οποίο :

« όταν εμπορεύματα δηλούμενα για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητος συνιστούν μέρος μεγαλύτερης ποσότητος των ίδιων εμπορευμάτων, τα οποία έχουν αγορασθεί στα πλαίσια μιας και μόνης συναλλαγής, η πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για το σκοπό του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1224/80 είναι μια τιμή η οποία έχει, έναντι της συνολικής τιμής, την ίδια αναλογία, την οποία έχει η δηλούμενη ποσότης έναντι της αγορασθείσης συνολικής ποσότητος. »

16

Από τα ερμηνευτικά αυτά στοιχεία προκύπτει ότι η πράγματι καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή, η οποία λαμβάνεται ως βάση για τον καθορισμό της συναλλακτικής αξίας που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου, αποτελεί στοιχείο το οποίο πρέπει ενδεχομένως να αναπροσαρμοστεί όταν αυτό είναι απαραίτητο για την αποφυγή καθορισμού αυθαίρετης ή πλασματικής δασμολογητέας αξίας.

17

Κατά το προαναφερθέν άρθρο 4 του κανονισμού 1495/80 της Επιτροπής η αναπροσαρμογή αυτή επιβάλλεται όταν η πράγματι καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή αφορά ποσότητα αγορασθέντων εμπορευμάτων σημαντικότερη από τη διασαφηθείσα ποσότητα.

18

Για τους ίδιους λόγους πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το υπό αξιολόγηση εμπόρευμα, το οποίο δεν παρουσίαζε ελαττώματα κατά το χρόνο της αγοράς του, υπέστη ζημίες πριν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία, η πράγματι καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή πρέπει να μειωθεί ανάλογα με τη ζημία. Αυτή είναι, εξάλλου, η λύση που επέλεξε ρητώς ο κανονισμός 1580/81 της Επιτροπής, που ίσχυσε από τις 16 Ιουνίου 1981, μετά την εισαγωγή που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης.

19

Κατά συνέπεια, στο ερώτημα που υπέβαλε το Bundesfinanzhof πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου έχει την έννοια, ότι όταν το εμπόρευμα το οποίο δεν παρουσίαζε ελαττώματα κατά το χρόνο της αγοράς του υπέστη ζημίες πριν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία, η πράγματι καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή, η οποία χρησιμοποιείται ως βάση για τον καθορισμό της συναλλακτικής αξίας, πρέπει να μειωθεί ανάλογα με τη ζημία.

Επί των δικαστικών εξόδων

20

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα ),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Bundesfinanzhof με Διάταξη της 7ης Μαΐου 1985, αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου έχει την έννοια ότι, όταν το εμπόρευμα το οποίο δεν παρουσίαζε ελαττώματα κατά το χρόνο της αγοράς του υπέστη ζημίες πριν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία, η πράγματι καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή, η οποία χρησιμοποιείται ως βάση για τον καθορισμό της συναλλακτικής αξίας, πρέπει να μειωθεί ανάλογα με τη ζημία.

 

Everling

Galmot

Moitinho de Almeida

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουνίου 1986.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

U. Everling


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.