ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΟ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 80 και 159/85 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.

Από το 1969, μία ολλανδική ρύθμιση απαγορεύει την πώληση του άρτου στον καταναλωτή κάτω από ορισμένη ελάχιστη τιμή. Η ρύθμιση αυτή περιλαμβάνεται επί του παρόντος στη Verordening broodprijzen, η οποία εκδόθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1976 από την Produktschap voor Granen, Zaden en Peulvruchten (Ένωση παραγωγών σιτηρών, σπόρων και οσπρίων) βασιζόμενη σε ένα βασιλικό διάταγμα της 26ης Ιουνίου 1974' η ισχύς της ρύθμισης αυτής παρατείνεται κάθε χρόνο.

Για τον άρτο που παράγεται στις Κάτω Χώρες το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της Verordening broodprijzen προβλέπει ότι:

«1.

Απαγορεύεται σε οποιονδήποτε που εκμεταλλεύεται επιχείρηση υπαγόμενη στην Produktschap να πωλεί προς τους καταναλωτές άρτο ολλανδικής παρασκευής σε τιμή κατώτερη από την τιμή πωλήσεως που καθορίζεται με “ Besluit » ( απόφαση ) του προέδρου της Produktschap · η κατ' αυτό τον τρόπο καθοριζόμενη τιμή μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τους διαφόρους τύπους ψωμιού.

2.

Η ελάχιστη τιμή που μπορεί να απαιτηθεί δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου καθορίζεται, κατόπιν διαβουλεύσεως με τα οικεία υπουργεία, σε τιμή που ο πρόεδρος θεωρεί εύλογη και βασίζεται στο συνολικό κόστος παραγωγής καλώς οργανωμένων και λειτουργούντων αποδοτικά αρτοποιείων και στο συνολικό κόστος διανομής των καλώς οργανωμένων και λειτουργούντων αποδοτικά επιχειρήσεων διανομής. »

Όσον αφορά τον εισαγόμενο άρτο, η Verordening broodprijzen δεν περιελάμβανε αρχικά καμία διάταξη.

Με κανονιστική απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 1982, προσετέθη στη Verordening broodprijzen το άρθρο 2α το οποίο αναφέρεται στον εισαγόμενο άρτο και του οποίου οι δύο παράγραφοι έχουν διατυπωθεί ως εξής:

« 1.

Απαγορεύεται η πώληση στους καταναλωτές άρτου διαφορετικού από εκείνον που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σε τιμή πωλήσεως κατώτερη από την τιμή αγοράς που καθορίζεται στην παράγραφο 2, αυξημένη κατά ένα ίσο προς το σύνολο του κόστους διανομής μιας καλώς οργανωμένης και αποδοτικά λειτουργούσης επιχειρήσεως διανομής περιθώριο, αφού προστεθεί και ο φόρος προστιθέμενης αξίας.

2.

Ως τιμή αγοράς κατά την έννοια της παραγράφου 1 νοείται η τιμή κόστους κατά την παράδοση στο κατάστημα, που αποτελείται από το ποσό της πράγματι καταβληθείσας ή οφειλόμενης τιμής αγοράς, πλην του ΦΠΑ σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η καταβληθείσα ή οφειλόμενη τιμή αγοράς δεν περιλαμβάνει παράδοση στο κατάστημα, προστίθεται σ' αυτήν και κάθε άλλο πρόσθετο κόστος, πλην του ΦΠΑ, το οποίο δεν έχει ήδη περιληφθεί στην πράγματι καταβληθείσα ή οφειλόμενη τιμή αγοράς, όπως το κόστος αποθηκεύσεως, εξαποθηκεύσεως και μεταφοράς, τα οποία προέκυψαν μέχρι τη στιγμή της αφίξεως στο κατάστημα. »

Με κανονιστική απόφαση της 7ης Μαρτίου 1985, η οποία άρχισε να ισχύει στις 23 Μαρτίου 1985, στο άρθρο 2α προστέθηκε η παράγραφος 3, η οποία έχει ως εξής:

« 3.

Η απαγόρευση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν έχει εφαρμογή στον άρτο που πωλείται σε τιμή ίση ή υψηλότερη από την ελάχιστη τιμή που αναφέρεται στο άρθρο 2 για τον παραγόμενο στις Κάτω Χώρες άρτο. »

Με απόφαση της 23ης Ιουλίου 1984, ο πρόεδρος της Produktschap voor Granen, Zadem en Peulvruchten καθόρισε την ελάχιστη τιμή για τον άρτο των 800 γραμμαρίων αφού συμπεριέλαβε το περιθώριο για το σύνολο των εξόδων διανομής καθορισμένο στα 0,17 HFL με αυτή την απόφαση, στα 1,86 HFL για τον τεμαχισμένο και συσκευασμένο λευκό και σκούρο άρτο και στα 1,79 HFL για τις άλλες συσκευασίες λευκού ή σκούρου άρτου εξαιρέσει του μικρού άρτου.

2.

Η εταιρία Edah BV, η οποία εκμεταλλεύεται πολυκαταστήματα, άρχισε από τον Ιανουάριο του 1985 μία « διαφημιστική προσφορά » για την πώληση τεμαχισμένου άρτου ολλανδικής προελεύσεως. Διέθεσε προς πώληση, σε διάφορα υποκαταστήματα, άρτο παρασκευασμένο στις Κάτω Χώρες στην τιμή των 1,59 HFL αντί της ελαχίστης τιμής των 1,86 HFL που προβλέπεται γι' αυτόν τον τύπο άρτου από την προαναφερθείσα απόφαση της 23ης Ιουλίου 1984.

α)

Η Nederlandse Bakkerij Stichting που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των ολλανδών αρτοπωλών καθώς και διάφορα αρτοπωλεία που βρίσκονται πλησίον των υποκαταστημάτων της Edah BV κατέθεσαν ενώπιον του προέδρου του Arrondissementsrechtbank του Almelo αίτηση περί λήψεως προσωρινών μέτρων, αποβλέποντας στο να απαγορευθεί στην Edah BV η πώληση ολλανδικού άρτου σε κατώτερη τιμή από την ελάχιστη τιμή, ισχυριζόμενοι ότι η διαφημιστική προσφορά της Edah BV είναι παράνομη έναντι αυτών και τους προκαλεί σοβαρή ζημία.

Η Edah BV ισχυρίστηκε προς υπεράσπιση της μεταξύ άλλων ότι η ολλανδική ρύθμιση σχετικά με την τιμή του άρτου δεν είναι δεσμευτική λόγω του ότι δεν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο.

Με απόφαση της 13ης Μαρτίου 1985, ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbank του Almelo έκανε δεκτή την αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων απαγορεύοντας στην Edah BV προσωρινώς, μέχρι να εκδοθεί μεταγενέστερη απόφαση με βάση την απάντηση του Δικαστηρίου στα ερωτήματα κοινοτικού δικαίου, να πωλεί άρτο σε τιμή κατώτερη από αυτήν που καθορίζεται δυνάμει της εν λόγω ρυθμίσεως. Εξάλλου αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Νομοθετική διάταξη κράτους μέλους, με την οποία θεσπίζεται περιθώριο που αντιπροσωπεύει απλώς σχετικά περιορισμένο μέρος της οριστικής λιανικής τιμής πωλήσεως, είναι αντίθετη προς την απαγόρευση των μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών που προβλέπεται στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, εφόσον και καθόσον αυτή η διάταξη εφαρμόζεται κατά την πώληση προς τον τελικό καταναλωτή από λιανοπωλητή, που είναι εγκατεστημένος στο εν λόγω κράτος μέλος, προϊόντος εισαχθέντος σε κατώτερη τιμή από την ελάχιστη τιμή που καθορίζεται απ' αυτό το κράτος μέλος, ενώ η πώληση του εγχωρίου προϊόντος υπό τις ίδιες συνθήκες απαγορεύεται κατά πάσα περίπτωση;

2)

Ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία απαγορεύει την πώληση στον τελικό καταναλωτή από λιανοπωλητή, εγκατεστημένο σ' αυτό το κράτος μέλος, ορισμένου προϊόντος σε τιμή κατώτερη της καθορισμένης ελαχίστης τιμής, είναι αντίθετη προς την απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας που διατυπώνεται στο άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, εφόσον η απαγόρευση πωλήσεως σε κατώτερη τιμή εφαρμόζεται ( πάντοτε ) στο εγχώριο προϊόν αλλά δεν εφαρμόζεται στο εισαγόμενο προϊόν; »

β )

Ο Officier van Justitie άσκησε ενώπιον του Arrondissementsrechtbank του Bois-le-Duc ποινική δίωξη κατά της Edah BV για διάφορες παραβάσεις του άρθρου 2 της Verordening broodprijzen που διαπράχθηκαν στις 29 Ιανουαρίου και την 1η Μαρτίου 1985.

Η Edah BV δεν αμφισβήτησε τα περιστατικά που της έχουν προσαφθεί, αλλά ισχυρίστηκε προς υπεράσπιση της ότι η ολλανδική ρύθμιση σχετικά με την τιμή του άρτου είναι αντίθετη προς τα άρθρα 7 και 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Με απόφαση της 20ής Μαΐου 1985, το Arrondissementsrechtbank του Bois-le-Duc, αφού τόνισε ότι τα περιστατικά για τα οποία ασκήθηκαν διώξεις ενώπιον του είχαν προηγηθεί της ενάρξεως της ισχύος της παραγράφου 3, του άρθρου 2α, στις 23 Μαρτίου 1985, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Είναι αντίθετη προς την απαγόρευση των μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ μια κανονιστική ρύθμιση τιμών η οποία, δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους, εφαρμόζεται στις πωλήσεις προς τον τελικό καταναλωτή που γίνονται από λιανοπωλητές οι οποίοι εδρεύουν στο εν λόγω κράτος μέλος, όταν για τα εισαγόμενα προϊόντα η εν λόγω ρύθμιση επιβάλλει ορισμένο περιθώριο εντός του οποίου ορίζεται ένα ποσό, σε απόλυτους αριθμούς, που προστίθεται στην τιμή αγοράς και αποτελεί ένα μικρό σχετικώς τμήμα της τελικής τιμής λιανικής πωλήσεως, ενώ το εγχώριο προϊόν πρέπει να πωλείται σε ελάχιστη ονομαστική τιμή που καθορίζεται από το εν λόγω κράτος μέλος;

2)

Ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία απαγορεύει την πώληση στον τελικό καταναλωτή από λιανοπωλητή, εγκατεστημένο σε αυτό το κράτος μέλος, ορισμένου προϊόντος σε τιμή κατώτερη της καθορισμένης ελαχίστης τιμής, είναι αντίθετη προς την απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας που διατυπώνεται στο άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, εφόσον η απαγόρευση πωλήσεως σε κατώτερη τιμή εφαρμόζεται ( πάντοτε ) στο εγχώριο προϊόν αλλά δεν εφαρμόζεται στο εισαγόμενο προϊόν; »

3.

Η απόφαση του προέδρου του Arrondissementsrechtbank του Almelo πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Απριλίου 1985· η απόφαση του Arrondissementsrechtbank του Bois-le-Duc πρωτοκολλήθηκε στις 28 Μαΐου 1985.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν, στην υπόθεση 80/85η Nederlandse Bakkerij Stichting, εκπροσωπούμενη από τον R. Α. Α. Duk, δικηγόρο Χάγης, καθώς και η Edah BV στις υποθέσεις 80/85 και 159/85, εκπροσωπούμενη από τον Τ. R. Ottervanger, δικηγόρο Rotterdam του δικηγορικού γραφείου Loeff & van der Ploeg, η ολλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Verkade, Secretaris-Generaal του Υπουργείου Εξωτερικών και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Th. van Rijn, μέλος της νομικής υπηρεσίας.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, και μετ' ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο διέταξε την ένωση και τη συνεκδί-καση των υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως και αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας ανέθεσε την υπόθεση στο τρίτο τμήμα.

II — Γραπτές παρατηρήσεις

1. Παρατηρήσεις της Edah BV

Ως προς το αν συμβιβάζεται το σύστημα τιμών άρτου στις δύο διαδοχικές του διατυπώσεις με το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, η Edah BV παρατηρεί ότι ρύθμιση η οποία προβαίνει σε διάκριση μεταξύ εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό εφόσον μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς, με οποιονδήποτε τρόπο, τη διάθεση των εισαγομένων προϊόντων (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 1983, Roussel Laboratoria, 181/82, Συλλογή σ. 3849).

Το σύστημα που εφαρμοζόταν έως τις 23 Μαρτίου 1985 ( πρώτο ερώτημα στην υπόθεση 159/85 ) προέβλεπε έναν κανόνα υπολογισμού για τον εισαγόμενο άρτο ενώ για τον ολλανδικό άρτο εφαρμοζόταν μία καθορισμένη ελάχιστη τιμή. Όσο η ελάχιστη τιμή ετηρείτο, ο ολλανδικός άρτος μπορούσε να πωλείται με ζημία. Αντιθέτως όταν η τιμή αγοράς του εισαγομένου άρτου είναι ανώτερη από την ελάχιστη τιμή του ολλανδικού άρτου μειωμένη κατά το περιθώριο που προβλέφθηκε για τον εισαγόμενο άρτο, ο τελευταίος αυτός άρτος πρέπει να πωλείται σε τιμή ανώτερη από την ελαχίστη τιμή που εφαρμόζεται στον ολλανδικό άρτο. Όσον αφορά τον ολλανδικό άρτο θα ήταν θεμιτό για το λιανοπωλητή να περιοριστεί σε ένα μικρότερο περιθώριο όσο διάστημα τηρείται η ελαχίστη τιμή. Επομένως, πρόκειται για ένα δυνητικό εμπόδιο του εμπορίου. Τα παραδείγματα που μπορούν να απαριθμηθούν σχετικά με αυτή την κατάσταση δεν είναι σε καμία περίπτωση υποθετικά. Ο υπολογισμός της τιμής κόστους στην οποία βασίζεται το περιθώριο προέρχεται από « καλώς οργανωμένες και αποδοτικά λειτουργούσες επιχειρήσεις ». Εντούτοις, ορισμένες επιχειρήσεις, όπως η Edah BV, θα ήταν καλύτερα οργανωμένες και πιο αποδοτικές χάρη σε ένα περιορισμένο φάσμα προϊόντων και μία μεγάλη εναλλαγή του εμπορεύματος. Για τους λιανοπωλητές αυτούς η εισαγωγή άρτου δεν έχει πλέον κανένα νόημα.

Το σύστημα που εφαρμοζόταν έως τις 23 Μαρτίου 1985 ήταν επομένως ασυμβίβαστο προς το άρθρο 30.

Το σύστημα που εφαρμόζεται από τις 23 Μαρτίου 1985 ( πρώτο ερώτημα στην υπόθεση 80/85 ), το οποίο επίσης αναφέρεται ειδικά στον εισαγόμενο άρτο, εμποδίζει τη διάθεση του προϊόντος υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες ιδίως καθόσον εμποδίζει τη λιγότερο υψηλή τιμή αγοράς του εισαγομένου άρτου να μπορεί να αντανακλάται στην τιμή λιανικής πωλήσεως: για τον εισαγόμενο άρτο ο λιανοπωλητής υποχρεούται να εφαρμόζει το περιθώριο που επιβάλλεται, εκτός αν η τελική τιμή που προκύπτει απ' αυτό υπερβαίνει την ελάχιστη τιμή που έχει καθοριστεί για τον ολλανδικό άρτο αντιθέτως, όσον αφορά τον ολλανδικό άρτο, μπορεί να περιοριστεί σε ένα μικρότερο περιθώριο. Έτσι, όταν η τιμή αγοράς του εισαγομένου άρτου είναι 1,69 HFL και η τιμή του ολλανδικού άρτου 1,72 HFL, ο εισαγόμενος άρτος, ο οποίος πωλείται με το υποχρεωτικό περιθώριο των 0,17 HFL, πρέπει να πωληθεί στην ίδια ελάχιστη τιμή των 1,86 HFL με τον ολλανδικό άρτο, για τον οποίο, στο παράδειγμα αυτό, εφαρμόζεται μόνο περιθώριο 0,14 HFL. Επομένως, ο καταναλωτής δεν μπορεί να επωφεληθεί μιας λιγότερο υψηλής τιμής κόστους του εισαγομένου άρτου.

Επομένως, το σύστημα που εφαρμόζεται από τις 23 Μαρτίου 1985 είναι επίσης αντίθετο προς το άρθρο 30.

Η εν λόγω ρύθμιση αντίκειται εξάλλου στο άρθρο 30 και για έναν άλλο εντελώς διαφορετικό λόγο, επειδή δηλαδή εφαρμόζεται σε κάθε είδος εισαγομένου άρτου, αλλά μόνο σε ορισμένα είδη ολλανδικού άρτου' για άλλους τύπους ολλανδικού άρτου η τιμή είναι επομένως εντελώς ελεύθερη ενώ οι ίδιοι τύποι εισαγομένου άρτου υπόκεινται στο σχετικό με τα περιθώρια κανόνα.

Το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως, υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει κάθε διάκριση που γίνεται λόγω του τόπου εγκαταστάσεως των επιχειρήσεων ή της προελεύσεως των προϊόντων. Το επίμαχο σύστημα τιμών μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ένα εγχώριο προϊόν να βρεθεί σε λιγότερο ευνοϊκή θέση από τη θέση στην οποία βρίσκεται ένα εισαγόμενο προϊόν. Επομένως, οι ολλανδοί παρασκευαστές άρτου υφίστανται δυσμενή μεταχείριση σε σχέση με τους αλλοδαπούς ανταγωνιστές τους: επί ίσης τιμής αγοράς, για τα ολλανδικά προϊόντα πρέπει να τηρηθεί η ελάχιστη τιμή ενώ τα εισαγόμενα προϊόντα μπορούν, υπό τον όρο τηρήσεως του επιβληθέντος περιθωρίου, να πωληθούν φθηνότερα.

Αυτή η τάση εκδηλώθηκε στην πράξη όταν στην αρχή του έτους 1985 οι ανταγωνίστριες υπεραγορές της Edah επιχείρησαν να πωλήσουν μεγάλες ποσότητες εισαγομένου άρτου σε τιμή κατώτερη από την ελάχιστη τιμή που ίσχυε για τον ολλανδικό άρτο. Η Edah υποχρεώθηκε να αντιδράσει αγοράζοντας ολλανδικό άρτο σε τιμές ίσες ή σχεδόν ίσες με αυτές που ζητούσαν τα αλλοδαπά αρτοπωλεία από τους χονδρεμπόρους πελάτες τους. Επομένως, το σύστημα τιμών είχε ως αποτέλεσμα να εμποδίσει τους ολλανδούς αρτοπώλες να ανταγωνιστούν τους αλλοδαπούς ανταγωνιστές τους.

Πρόκειται για μια διάκριση σε βάρος των ολλανδών παρασκευαστών. Η διάκριση αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης, δεδομένου ότι το εν λόγω σύστημα νοθεύει τον ανταγωνισμό και αποσκοπεί στον επηρεασμό των εμπορικών ρευμάτων. Ο ολλανδός νομοθέτης μπορεί να επιτύχει τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιώντας μια ρύθμιση λιγότερο επιβαρυντική και σύμφωνη προς τη Συνθήκη, προβλέποντας αδιακρίτως για τα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϊόντα ένα σταθερό ελάχιστο περιθώριο κέρδους που να αποτελεί ένα σχετικά μικρό μέρος της τιμής λιανικής πωλήσεως.

Εν συμπεράσματι, η Edah θεωρεί ότι το σύστημα τιμών είναι αντίθετο προς το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2. Παρατηρήσεις της Nederlandse Bakkerij Stichting

Όσον αφορά το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, το σύστημα τιμών που ισχύει από τις 23 Μαρτίου 1985 δεν απαγορεύει στο λιανοπωλητή να πωλήσει τον εισαγόμενο άρτο, του οποίου η τιμή αγοράς είναι σχετικά χαμηλή, κάτω της ελαχίστης τιμής του ολλανδικού άρτου, υπό τον όρο να τηρεί το καθορισμένο περιθώριο αντιθέτως, όταν η τιμή αγοράς του εισαγομένου άρτου είναι σχετικά υψηλή, ο λιανοπωλητής δεν είναι υποχρεωμένος να εφαρμόσει το περιθώριο. Επομένως, δεν υφίσταται εμπόδιο για την εμπορία των εισαγομένων προϊόντων, δεδομένου ότι το ποσό που αντιστοιχεί στο επιβληθέν περιθώριο συνιστά επίσης στοιχείο για τον υπολογισμό της ελαχίστης τιμής του ολλανδικού άρτου και το εν λόγω περιθώριο θα πρέπει να τηρείται για τον εισαγόμενο άρτο μόνο όταν η τιμή πωλήσεως του είναι κατώτερη από την ελαχίστη τιμή του ολλανδικού άρτου.

Από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Ιανουαρίου 1978 (van Tiggele, 82/77, Rec. σ. 25), της 29ης Νοεμβρίου 1983 (Roussel, 181/82, Συλλογή σ. 3849), της 10ης Ιανουαρίου 1985 ( Leclerc κατά Au blé vert, 229/83, Συλλογή 1985, σ. 1) και της 29ης Ιανουαρίου 1985 ( (Tullet κατά Leclerc, 231/83, Συλλογή 1985, σ. 305) προκύπτει ότι σύμφωνα με τη Συνθήκη τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τη ρύθμιση των τιμών. Η αρμοδιότητα αυτή δεν θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο αν μπορούσε να ασκηθεί μόνο έναντι των εγχωρίων προϊόντων. Το γεγονός και μόνο ότι μία ρύθμιση προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των εγχωρίων και των εισαγομένων προϊόντων δεν την καθιστά ασυμβίβαστη προς το άρθρο 30 αν δεν μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς με οποιονδήποτε τρόπο τα εισαγόμενα προϊόντα. Προκειμένου για ελάχιστη τιμή το αποτέλεσμα αυτό θα ανέκυπτε αν ένα κεκτημένο πλεονέκτημα στην αγορά των εισαγομένων προϊόντων εξουδετερωνόταν.

Η εν λόγω ρύθμιση δεν έχει κανένα παρόμοιο αποτέλεσμα. Αποβλέπει μόνο στο να εμποδίσει την πώληση του εισαγομένου άρτου χωρίς εύλογο περιθώριο σε μία τιμή κατώτερη από την ελαχίστη τιμή που ισχύει για το εγχώριο προϊόν και στο να διατηρήσει μία υγιή οικονομική κατάσταση παρεμποδίζοντας τα πολυκαταστήματα να « δελεάζουν » τους πελάτες προβαίνοντας σε διαφημιστικές εκστρατείες σχετικά με την τιμή του άρτου. Το επιβαλλόμενο περιθώριο συνιστά ελάχιστο μέρος της οριστικής τιμής λιανικής πωλήσεως. Ένας εισαγωγέας μπορεί να εκμεταλλευθεί πλήρως ένα κεκτημένο πλεονέκτημα στην αγορά, δεδομένου ότι καμία ελάχιστη τιμή δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως προς αυτόν.

Επομένως, στο πρώτο ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση 80/85 πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:

« Νομοθετική διάταξη κράτους μέλους, η οποία εφαρμόζεται μόνο στα εισαγόμενα προϊόντα και προβλέπει ένα περιθώριο που αντιπροσωπεύει απλώς σχετικά περιορισμένο μέρος της οριστικής τιμής λιανικής πωλήσεως, δεν αποτελεί απαγορευόμενο μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, εφόσον και καθόσον η διάταξη αυτή εφαρμόζεται κατά την πώληση εισαγομένου προϊόντος στον τελικό καταναλωτή από ένα λιανοπωλητή που είναι εγκατεστημένος στο εν λόγω κράτος μέλος σε τιμή κατώτερη από την ελαχίστη τιμή που καθορίζεται από αυτό το κράτος μέλος για ένα παρόμοιο προϊόν, αλλά το οποίο παρασκευάζεται στο εν λόγω κράτος μέλος. Το γεγονός ότι η πώληση του εγχωρίου προϊόντος υπό τις αυτές συνθήκες απαγορεύεται κατά πάσα περίπτωση δεν έχει σημασία. »

Το άρθρο 7 της Σννΰήκης ΕΟΚ αναφέρεται αποκλειστικά στη διάκριση μεταξύ των προσώπων λόγω της ιθαγενείας τους και όχι στη διάκριση μεταξύ εμπορευμάτων ανάλογα με τον τόπο παραγωγής τους. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Νοεμβρίου 1978 ( Bussone, 31/78, Rec. σ. 2429) και της 14ης Ιουλίου 1981 (Oebel, 155/80, Συλλογή σ. 1993).

Οι διακρίσεις σε βάρος των ίδιων υπηκόων απαγορεύονται μόνο στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Στους άλλους τομείς αυτή η απαγόρευση υφίσταται μόνο εφόσον μπορεί να στηριχθεί σε ειδικές διατάξεις της Συνθήκης. Αντιθέτως, δεν μπορεί να αντιταχθεί σ' αυτό το άρθρο 7, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1981 ( αναφέρθηκε πιο πάνω ) και της 25ης Ιανουαρίου 1983 ( Smit, 126/82, Συλλογή σ. 73).

Ένα κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να υπαγάγει τα εγχώρια προϊόντα σε σύστημα τιμών πιο αυστηρό απ' αυτό που ισχύει για τα εισαγόμενα προϊόντα. Αν η απόλυτη ελάχιστη τιμή εφαρμόζεται στον εισαγόμενο άρτο μπορεί αντιθέτως να πρόκειται για ένα μέτρο ισοδύναμο προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών.

Επομένως, πρέπει στο δεύτερο ερώτημα να δοθεί η εξής απάντηση:

« Μία ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία απαγορεύει την πώληση στον τελικό καταναλωτή από λιανοπωλητή, εγκατεστημένο σ' αυτό το κράτος μέλος, ορισμένου προϊόντος σε τιμή κατώτερη της καθορισμένης ελαχίστης τιμής δεν είναι αντίθετη προς την απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας που διατυπώνεται στο άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, εφόσον η απαγόρευση πωλήσεως σε κατώτερη τιμή δεν εφαρμόζεται στο εισαγόμενο προϊόν αλλά εφαρμόζεται ( πάντοτε ) στο εγχώριο προϊόν. »

3. Παρατηρήσεις της οΑΑανόικής κυβερνήσεως

Η ρύθμιση περί της τιμής του άρτου είχε ως σκοπό να προλάβει έναν υπερβολικό ανταγωνισμό με τιμές προσφοράς μεταξύ των εμπόρων παραδοσιακού άρτου και άλλων δικτύων πωλήσεως, όπως είναι τα πολυκαταστήματα, και να διατηρήσει με τον τρόπο αυτό τον κανονικό εφοδιασμό σε άρτο. Δεδομένου ότι ουσιαστικά δεν υπήρχαν εισαγωγές άρτου, η ρύθμιση εφαρμόστηκε στην αρχή μόνο στον ολλανδικό άρτο. Το 1982, χρειάστηκε να επεκταθεί στον εισαγόμενο άρτο όχι λόγω της σημασίας των εισαγωγών, αλλά λόγω του θορύβου που προκλήθηκε από ορισμένες πωλήσεις εισαγομένου άρτου σε τιμές πολύ χαμηλές στα πολυκαταστήματα. Εντούτοις, η Produktschap αμέλησε κατά τρόπο καταχρηστικό να συνδέσει την ελάχιστη τιμή του εισαγομένου άρτου, η οποία υπολογίστηκε μαζί με το επιβληθέν περιθώριο, με την ελάχιστη τιμή του ολλανδικού άρτου. Η παράλειψη αυτή διορθώθηκε με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 1985.

Όσον αφορά το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, πρέπει να γίνει διάκριση τριών διαφορετικών καταστάσεων.

Η πρώτη είναι αυτή, η οποία δημιουργήθηκε με το σύστημα που εφαρμοζόταν έως τις 23 Μαρτίου 1985, χωρίς όμως να είναι επιθυμητή, και στο πλαίσιο της οποίας το επιβληθέν περιθώριο υποχρέωνε στην πώληση του εισαγομένου άρτου σε ανώτερη τιμή από την ελάχιστη τιμή του ολλανδικού άρτου. Αυτή η κατάσταση μπορούσε να δημιουργήσει για τον εισαγόμενο άρτο δυσμενείς ανταγωνιστικές συνθήκες. Θα προκαλούσε επομένως ερωτήματα σχετικά με το αν συμβιβάζεται με το άρθρο 30. Η κατάσταση αυτή δεν εμφανίζεται πλέον μετά τις 23 Μαρτίου 1985.

Μία δεύτερη κατάσταση, η οποία εμφανίζεται στο πλαίσιο του συστήματος που εφαρμόζεται από ης 23 Μαρτίου 1985, είναι αυτή στο πλαίσιο της οποίας ο εισαγόμενος άρτος μπορεί να πωληθεί, λόγω του επιβληθέντος περιθωρίου, σε κατώτερη τιμή από την ελάχιστη τιμή του ολλανδικού άρτου. Αυτή η κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 επειδή δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο στο ενδοκοινοτικό εμπόριο: η πλεονεκτική τιμή του εισαγομένου άρτου μπορεί να πραγματοποιηθεί. Η κατάσταση αυτή είναι σύμφωνη με την απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιανουαρίου 1978 ( van Tiggele, 82/77, Rec. σ. 21 ) ως προς το ότι αποφεύγεται η εξουδετέρωση ενός ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των εισαγομένων προϊόντων. Το γεγονός ότι πρόκειται για μία ξεχωριστή διάταξη για τα εισαγόμενα προϊόντα δεν έχει σημασία.

Η τρίτη δυνατή κατάσταση είναι αυτή κατά την οποία ο ολλανδικός άρτος βρίσκεται σε μειονεκτική θέση λόγω της απόλυτης ελάχιστης τιμής που δεν εφαρμόζεται στον εισαγόμενο άρτο. Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν το άρθρο 30 περιέχει απαγόρευση της διακρίσεως σε βάρος των ιδίων υπηκόων. Η απαγόρευση των εθνικών μέτρων, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα να ζημιώνονται τα εγχώρια προϊόντα, δεν απαιτείται από την ενοποίηση της αγοράς και την ελευθέρωση του εμπορίου πέραν των συνόρων. Σε αντίθεση προς τον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, η διάκριση σε βάρος των ιδίων υπηκόων δεν είναι, επομένως, ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις της Συνθήκης στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (βλέπε αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 1979, Peureux, 86/78, Rec. σ. 897, και της 7ης Φεβρουαρίου 1984, Jongeneel Kaas, 237/83, Συλλογή σ. 483 ). Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίσουν μέτρα σχετικά με το εγχώριο εμπόριό τους ή τα εγχώρια προϊόντα τους.

Επομένως, στα πρώτα ερωτήματα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση σχετικά με το άρθρο 30.

Επίκληση του άρθρον 7 της Συνθήκης ΕΟΚ μπορεί να γίνει μόνο αν το εν λόγω άρθρο έχει άμεσο αποτέλεσμα στην εσωτερική έννομη τάξη. Όμως, το Δικαστήριο το δέχθηκε αυτό μόνο σε σχέση με άλλες ειδικότερες διατάξεις όπως τα άρθρα 48 και 52. Αν ληφθεί υπόψη η έκφραση « στον τομέα εφαρμογής » της Συνθήκης ΕΟΚ, το άρθρο 7 δεν έχει αυτοτελή σημασία. Επομένως, δεν μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα ανεξάρτητα από το περιεχόμενο ειδικών διατάξεων. Εξάλλου, το άρθρο 30 πρέπει να θεωρηθεί απ' αυτή την άποψη ως lex specialis. Εν πάση περιπτώσει, για τους ίδιους λόγους με αυτούς που αναφέρθηκαν για το άρθρο 30, το άρθρο 7 δεν απαγορεύει τη διάκριση σε βάρος των ιδίων υπηκόων στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

Επομένως, και στα ερωτήματα που αφορούν το άρθρο 7 πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

4. Παρατηρήσεις της Επιτροπής

Όσον αφορά το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, όπως και στην περίπτωση της απόφασης του Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 1983 (Roussel Laboratoria, 181/82, Συλλογή σ. 3849), πρόκειται για σύστημα τιμών που είναι διαφορετικό για τα εγχώρια προϊόντα και τα εισαγόμενα προϊόντα: για τα εγχώρια προϊόντα υπάρχει καθορισμένη ελάχιστη τιμή ενώ για τον εισαγόμενο άρτο ένα επιβληθέν περιθώριο διανομής συνιστά τη βάση του συστήματος. Αυτό το σύστημα τιμών πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος εφόσον μπορεί να εμποδίσει με οποιονδήποτε τρόπο τη διάθεση των εισαγομένων προϊόντων.

Το σύστημα πον εφαρμοζόταν έως τις 23 Μαρτίου 1985 μπορεί μεν να προέβλεπε μια μεταχείριση που εν μέρει ήταν πιο ευνοϊκή για τον εισαγόμενο άρτο καθόσον, εν αντιθέσει προς ό,τι συνέβαινε με τον εγχώριο άρτο, ο εισαγόμενος άρτος μπορούσε, υπό τον όρο τηρήσεως του περιθωρίου, να πωλείται σε τιμή κατώτερη από την ελάχιστη τιμή όταν τα έξοδα παραγωγής ήταν πιο χαμηλά, όμως το σύστημα αυτό συνεπάγεται μια δυσμενή διάκριση καθόσον, για την ίδια τιμή κόστους, στην περίπτωση του παραγόμενου στις Κάτω Χώρες άρτου έπρεπε να τηρείται μόνο η ελάχιστη τιμή, ακόμη και όταν το περιθώριο διανομής ήταν κατώτερο από 0,17 HFL, ενώ στην περίπτωση του εισαγόμενου άρτου έπρεπε πάντοτε να τηρείται το περιθώριο αυτό, ακόμη και αν η συνολική τιμή υπερέβαινε την ελάχιστη τιμή. Η διάκριση αυτή μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τη διάθεση του εισαγόμενου άρτου.

Αντιθέτως, σύμφωνα με τη διατύπωση της ρύθμισης που εφαρμόζεται από τις 23 Μαρτίου 1985, το επιβληθέν περιθώριο εφαρμόζεται μόνο όταν η τιμή πωλήσεως του εισαγόμενου άρτου είναι κατώτερη από την ελάχιστη τιμή. Μπορεί να ανακύψει το ερώτημα, μήπως με το περιθώριο αυτό επιδιώκεται κάποιος προστατευτικός σκοπός δεδομένου ότι με αυτό το περιθώριο αποφεύγεται να αυξηθεί υπερβολικά η διαφορά μεταξύ της τιμής του εισαγόμενου άρτου και της τιμής του ολλανδικού άρτου. Όμως η διάθεση του εισαγόμενου άρτου δεν καθίσταται δυσκολότερη εφόσον το ενδεχομένως χαμηλότερο κόστος παραγωγής του άρτου αυτού μπορεί να μετα-κυλιστεί στην τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής.

Εξάλλου, και στις δύο διατυπώσεις του συστήματος, η τιμή του εισαγόμενου άρτου εφαρμόζεται σε όλους τους τύπους άρτου, ενώ η ελάχιστη τιμή εφαρμόζεται μόνο στους αναφερθέντες τύπους άρτων. Επομένως, η διάθεση ορισμένων τύπων εισαγομένου άρτου, για τους οποίους πρέπει να τηρηθεί το περιθώριο διανομής, ενώ για τους ίδιους τύπους ολλανδικού άρτου οι τιμές είναι ελεύθερες, μπορεί να καταστεί πιο δυσχερής με την εν λόγω ρύθμιση.

Το δεύτερο ερώτημα που υποβλήθηκε και στις δύο υποθέσεις, σχετικά με το άρθρο 7 της Συνθήκης EOΚ θίγει το πρόβλημα της διακρίσεως σε βάρος των ιδίων υπηκόων, καθόσον η εν λόγω ρύθμιση απαγορεύει για τα εγχώρια προϊόντα την πώληση κάτω από την καθορισμένη ελάχιστη τιμή, αλλά επιτρέπει την εν λόγω πώληση για τα εισαγόμενα προϊόντα. Σε πολλές περιπτώσεις, το άρθρο 30 έχει ως συνέπεια, ορισμένες προϋποθέσεις μιας εθνικής ρύθμισης να μην απαιτούνται για τα εισαγόμενα προϊόντα. Το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί του ερωτήματος αν, δυνάμει του άρθρου 7, τα εγχώρια προϊόντα πρέπει, σε παρόμοια περίπτωση, να εξακολουθούν να πληρούν τους όρους της εθνικής ρύθμισης. Το άρθρο 7 απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας μόνο « στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας συνθήκης» (βλέπε απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1985, Gravier, 293/83, Συλλογή, σ. 593). Ένα σύστημα το οποίο εφαρμόζεται μόνο στην πώληση εγχωρίων προϊόντων επί του εδάφους του ενδιαφερομένου κράτους μέλους δεν εμφανίζει κανένα στοιχείο συνδέσεως με μία από τις περιπτώσεις που προβλέπονται από το κοινοτικό δίκαιο ( βλέπε απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1982, Morson και Jhanjan, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 35 και 36/82, Συλλογή σ. 3723). Εν προκειμένω δεν υπάρχει καμία μεταφορά εμπορεύματος από ένα κράτος μέλος σε άλλο. Επομένως, πρόκειται για μια καθαρά εσωτερική κατάσταση, η οποία διέπεται μόνο από το εθνικό δίκαιο.

Εν συμπεράσματι, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα:

«1.

α)

Η ρύθμιση κράτους η οποία καθορίζει, κατά την πώληση εισαγομένων προϊόντων ένα τηρητέο περιθώριο, το οποίο αντιπροσωπεύει σχετικά μικρό ποσοστό της οριστικής λιανικής τιμής, ενώ υφίσταται για τα εγχώρια προϊόντα ελάχιστη ονομαστική τιμή, είναι ασυμβίβαστη προς την απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

β)

Αυτή η ρύθμιση δεν είναι ασυμβίβαστη προς την απαγόρευση αυτή όταν και καθόσον εφαρμόζεται στην πώληση σε τιμή κατώτερη από την ελάχιστη τιμή που καθόρισε το κράτος μέλος για τα εγχώρια προϊόντα και όταν και καθόσον μεταξύ των τύπων προϊόντων στα οποία εφαρμόζεται το επιβληθέν περιθώριο δεν υπάρχουν άλλοι τύποι προϊόντων από αυτούς που υπόκεινται στο σύστημα της ελάχιστης τιμής.

2.

Η ρύθμιση κράτους μέλους που απαγορεύει την πώληση στον τελικό καταναλωτή ορισμένου εγχωρίου προϊόντος σε τιμή κατώτερη από τη δεδομένη ελάχιστη τιμή, αλλά που δεν εφαρμόζεται στα εισαγόμενα προϊόντα, δεν είναι ασυμβίβαστη προς την απαγόρευση οποιασδήποτε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας, που προβλέπεται στο άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ. »

U. Everling

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 13ης Νοεμβρίου 1986 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 80 και 159/85,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ,

στη μεν υπόθεση 80/85 του Arrondissementsrechtbank του Almelo στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

Nederlandse Bakkerij Stichting, Χάγη, Theodorus Cornells Dam, Firma Bos, Johannes Bernardus Busch και Jacobus Bos, Enschede,

και

Edah BV, Helmond,

στη δε υπόθεση 159/85 του Arrondissementsrechtbank του Bois-le-Duc στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ

Officier van Justitie, Bois-le-Duc,

και

Edah BV, Helmond,

με τις οποίες ζητείται η έκδοση προδικαστικής απόφασης ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7 και 30 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

συγκείμενο από τους Υ. Galmot, πρόεδρο τμήματος, U. Everling και J. C Moitinho de Almeida, δικαστές.

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Nederlandse Bakkerij Stichting, εκπροσωπούμενη από τον R. Α. Α. Duk, δικηγόρο Χάγης, κατά την προφορική και έγγραφη διαδικασία,

η Edah BV, εκπροσωπούμενη από τον Τ. R. Ottervanger, δικηγόρο Rotterdam, κατά την προφορική και έγγραφη διαδικασία,

η ολλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Verkade, Secretaris-Generaal στο Υπουργείο Εξωτερικών, κατά την έγγραφη διαδικασία, και από τον G. Μ. Borchardt κατά την προφορική διαδικασία,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Th. van Rijn, μέλος της νομικής υπηρεσίας, κατά την προφορική και έγγραφη διαδικασία,

την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 29ης Μαΐου 1986,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

1

Με απόφαση της 13ης Μαρτίου 1985, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Απριλίου 1985, ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbank του Almelo και, με απόφαση της 20ής Μαΐου 1985 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Μαΐου 1985, το Arrondissementsrechtbank του Bois-le-Duc υπέβαλαν, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, από δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7 και 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και της γενικής αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων. Δεδομένου ότι τα εν λόγω ερωτήματα είχαν ταυτόσημο ή συναφές αντικείμενο, το Δικαστήριο ένωσε και συνεκδίκασε τις υποθέσεις προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

2

Τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο δικών κατά της εταιρίας Edah BV, η οποία εκμεταλλεύεται πολυκαταστήματα στις Κάτω Χώρες. Αντικείμενο των δύο δικών είναι η πώληση άρτου εκ μέρους της Edah BV σε τιμή κατώτερη από την ελάχιστη τιμή πωλήσεως που έχει καθοριστεί δυνάμει της ολλανδικής ρυθμίσεως περί της τιμής πωλήσεως του άρτου (Verordening broodprijzen). Η διαδικασία ενώπιον του προέδρου του Arrondissementsrechtbank του Almelo έχει ως αντικείμενο αίτηση για τη λήψη προσωρινών μέτρων, που υπέβαλαν η Nederlandse Bakkerij Stichting, η οποία υπερασπίζεται τα συμφέροντα των ολλανδών αρτοπωλών, καθώς και πολλοί αρτοπώλες τα καταστήματα των οποίων βρίσκονται πλησίον ενός καταστήματος που εκμεταλλεύεται η Edah BV με την εν λόγω αίτηση επιδιώκεται να απαγορευθεί στην εταιρία αυτή η εφαρμογή τιμών κατώτερων από την ελάχιστη τιμή. Η Edah BV, διώχθηκε ενώπιον του Arrondissementsrechtbank του Bois-le-Duc από τον Officier van Justitie, στο πλαίσιο ποινικής δίκης, λόγω παραβάσεως της ρυθμίσεως που αναφέρθηκε πιο πάνω.

3

Η Verordening broodprijzen η οποία εκδόθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1976 από την Produktschap voor Granen, Zaden en Peulvruchten (Ένωση παραγωγών σιτηρών, σπόρων και οσπρίων ), απαγορεύει, στο άρθρο 2, την πώληση άρτου ολλανδικής παρασκευής σε τιμή πιο χαμηλή από την ελάχιστη τιμή πωλήσεως. Κατά τον καθορισμό της ελάχιστης αυτής τιμής, ο πρόεδρος της Produktschap οφείλει ιδίως να λαμβάνει υπόψη του το σύνολο των εξόδων παραγωγής των αρτοποιείων που είναι καλά οργανωμένα και εργάζονται κατά τρόπο αποδοτικό καθώς και το σύνολο των εξόδων διανομής των επιχειρήσεων που είναι οργανωμένες καλά και λειτουργούν κατά τρόπο αποδοτικό.

4

Το 1982, προσετέθη στην Verordening broodprijzen, το άρθρο 2α, προκειμένου να απαγορευθεί η πώληση στους καταναλωτές του άρτου που δεν είναι ολλανδικής παρασκευής σε τιμή κατώτερη από την τιμή αγοράς αυξημένη κατά το περιθώριο που αντιστοιχεί στο σύνολο των εξόδων διανομής των καλά οργανωμένων και κατά τρόπο αποδοτικό λειτουργουσών επιχειρήσεων, προσθέτοντας επιπλέον το φόρο προστιθεμένης αξίας. Από τις 23 Μαρτίου 1985, δυνάμει αποφάσεως της 7ης Μαρτίου 1985, η απαγόρευση αυτή που αφορά το μη ολλανδικό άρτο δεν εφαρμόζεται πλέον στον άρτο που πωλείται σε τιμή ίση ή ανώτερη από την ελάχιστη τιμή που εφαρμόζεται στον άρτο που παράγεται στις Κάτω Χώρες.

5

Από τον Ιανουάριο έως το Μάρτιο του 1985, η Edah BV πώλησε στο πλαίσιο διαφημιστικής προσφοράς στα πολυκαταστήματα της τεμαχισμένο άρτο ολλανδικής παρασκευής στην τιμή του 1,59 HFL αντί της ελαχίστης τιμής του 1,86 HFL που εφαρμοζόταν την εποχή των συμβάντων σ' αυτό τον τύπο άρτου δυνάμει αποφάσεως του προέδρου της Produktschap, της 23ης Ιουλίου 1984. Στο πλαίσιο των κύριων δικών, η Edah BV δικαιολόγησε τη μη τήρηση της ελάχιστης τιμής επικαλούμενη ότι η ολλανδική ρύθμιση περί της ελάχιστης τιμής άρτου ήταν ασυμβίβαστη προς τα άρθρα 7 και 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

6

Κατόπιν αυτού, τα επιληφθέντα δύο εθνικά δικαστήρια αποφάσισαν να υποβάλουν το καθένα στο Δικαστήριο δύο ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων αυτών. Το Arrondissementsrechtbank του Bois-le-Duc, αναφερόμενο στην ολλανδική ρύθμιση που εφαρμοζόταν έως τις 23 Μαρτίου 1985, υπέβαλε το πρώτο ερώτημα που διατύπωσε ως εξής:

« Είναι αντίθετη προς την απαγόρευση των μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ μια κανονιστική ρύθμιση τιμών η οποία, δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους, εφαρμόζεται στις πωλήσεις προς τον τελικό καταναλωτή που γίνονται από λιανοπωλητές οι οποίοι εδρεύουν στο εν λόγω κράτος μέλος, όταν για τα εισαγόμενα προϊόντα η εν λόγω ρύθμιση επιβάλλει ορισμένο περιθώριο εντός του οποίου ορίζεται ένα ποσό, σε απόλυτους αριθμούς, που προστίθεται στην τιμή αγοράς και αποτελεί ένα μικρό σχετικώς τμήμα της τελικής τιμής λιανικής πωλήσεως, ενώ το εγχώριο προϊόν πρέπει να πωλείται σε ελάχιστη ονομαστική τιμή που καθορίζεται από το εν λόγω κράτος μέλος; »

7

Το πρώτο ερώτημα που υπέβαλε ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbank του Almelo, το οποίο αναφέρεται στη ρύθμιση περί της τιμής του άρτου, όπως τροποποιήθηκε από τις 23 Μαρτίου 1985, έχει διατυπωθεί ως εξής:

« Νομοθετική διάταξη κράτους μέλους, με την οποία θεσπίζεται περιθώριο που αντιπροσωπεύει απλώς σχετικά περιορισμένο μέρος της οριστικής λιανικής τιμής πωλήσεως, είναι αντίθετη προς την απαγόρευση των μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών που προβλέπεται στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, εφόσον και καθόσον αυτή η διάταξη εφαρμόζεται κατά την πώληση προς τον τελικό καταναλωτή από λιανοπωλητή, που είναι εγκατεστημένος στο εν λόγω κράτος μέλος, προϊόντος εισαχθέντος σε κατώτερη τιμή από την ελάχιστη τιμή που καθορίζεται από αυτό το κράτος μέλος, ενώ η πώληση του εγχωρίου προϊόντος υπό τις ίδιες συνθήκες απαγορεύεται κατά πάσα περίπτωση; »

8

Εξάλλου, τα δύο παραπέμποντα δικαστήρια υπέβαλαν ένα δεύτερο ερώτημα με ταυτόσημη διατύπωση, που έχει ως εξής:

« Ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία απαγορεύει την πώληση στον τελικό καταναλωτή από λιανοπωλητή, εγκατεστημένο σε αυτό το κράτος μέλος, ορισμένου προϊόντος σε τιμή κατώτερη της καθορισμένης ελαχίστης τιμής, είναι αντίθετη προς την απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας που διατυπώνεται στο άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, εφόσον η απαγόρευση πωλήσεως σε κατώτερη τιμή εφαρμόζεται ( πάντοτε ) στο εγχώριο προϊόν αλλά δεν εφαρμόζεται στο εισαγόμενο προϊόν; »

9

Πρέπει καταρχάς να υπενθυμιστεί ότι το Δικαστήριο, αποφασίζοντας στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν μπορεί να αποφανθεί ως προς το αν μία εθνική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο. Μπορεί όμως, εν πάση περιπτώσει, να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα ερμηνευτικά στοιχεία όσον αφορά το κοινοτικό δίκαιο, τα οποία θα επιτρέψουν σ' αυτό να δώσει λύση στο νομικό πρόβλημα του οποίου έχει επιληφθεί.

Επί του άρθρου 30

10

Τα πρώτα ερωτήματα που υπέβαλαν τα παραπέμποντα δικαστήρια αποβλέπουν επομένως, καταρχάς, στη διευκρίνιση της ερμηνείας του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, σε σχέση με εθνική ρύθμιση περί καθορισμού μιας τιμής λιανικής πωλήσεως, ως η ισχύουσα για τον άρτο στις Κάτω Χώρες, όπως διατυπώθηκε και ίσχυσε διαδοχικώς πριν και μετά τις 23 Μαρτίου 1985, η οποία συνεπάγεται την υποχρέωση εφαρμογής μιας ελάχιστης τιμής σταθερού ποσού για την πώληση εγχωρίου άρτου και τηρήσεως ενός ορισμένου περιθωρίου διανομής για τον εισαγόμενο άρτο.

11

Προκειμένου για την εφαρμογή στα κρατικά συστήματα ρυθμίσεως των τιμών της απαγορεύσεως, που θεσπίζεται από το άρθρο 30, των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εισαγωγή, το Δικαστήριο έχει ήδη κάνει δεκτό (βλέπε αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1976, Tasca, 65/75, Rec. σ. 291 της 24ης Ιανουαρίου 1978, van Tiggele, 82/77, Jurispr. σ. 25, και της 29ης Ιανουαρίου 1985, Cullet, 231/83, Συλλογή 1985, σ. 305) ότι αυτά τα συστήματα, τα οποία εφαρμόζονται αδιακρίτως στα εθνικά προϊόντα και τα εισαγόμενα προϊόντα δεν συνιστούν καθαυτά μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, αλλά μπορούν να παράγουν αυτό το αποτέλεσμα όταν οι τιμές βρίσκονται σε ένα τέτοιο επίπεδο που τα εισαγόμενα προϊόντα να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση προς τα ταυτόσημα εθνικά προϊόντα, είτε επειδή δεν θα μπορούν να διατεθούν επικερδώς κάτω από τις δεδομένες συνθήκες είτε επειδή το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προκύπτει από τις κατώτερες τιμές κόστους εξουδετερώνεται.

12

Εν πάση περιπτώσει, τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν δεν έχουν ως στόχο τους μία ρύθμιση που εφαρμόζεται αδιακρίτως στα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϊόντα αλλά ξεχωριστούς κανόνες για τις δύο ομάδες προϊόντων, οι οποίοι περιλαμβάνονται σε διαφορετικές διατάξεις που θεσπίστηκαν σε διαφορετικά χρονικά σημεία και οι οποίοι διαφέρουν επίσης ως προς την ουσία. Όπως το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση του της 29ης Νοεμβρίου 1983 (Roussel Laboratoria, 181/82, Συλλογή σ. 3849), μια παρόμοια διαφοροποιημένη για τις δύο ομάδες προϊόντων ρύθμιση πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, εφόσον μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς, με οποιονδήποτε τρόπο, τη διάθεση των εισαγομένων προϊόντων.

13

Όταν δυνάμει παρόμοιας ρυθμίσεως τιμών, όπως συνέβαινε με τη Verordening broodprijzen που εφαρμοζόταν έως τις 23 Μαρτίου 1985, το υποχρεωτικό περιθώριο διανομής προστίθεται στην τιμή αγοράς του εισαγομένου άρτου, όποιο και αν είναι το ποσό αυτής της τιμής αγοράς, η εν λόγω ρύθμιση καταλήγει, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην επιβολή για την πώληση εισαγομένου άρτου ανώτερης τιμής από την ελάχιστη τιμή που εφαρμόζεται στον εγχώριο άρτο. Η ρύθμιση αυτή μπορεί, επομένως, να δημιουργήσει για τον εισαγόμενο άρτο μια μειονεκτική κατάσταση όσον αφορά τον ανταγωνισμό σχετικά με την τιμή λιανικής πωλήσεως και να επηρεάσει δυσμενώς τη διάθεση του. Η ρύθμιση που μπορεί να έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι σε θέση να παρεμβάλει εμπόδια στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και επομένως αντίκειται στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

14

Αντιθέτως, όταν, όπως συνέβη στην περίπτωση της Verordening broodprijzen κατά την ισχύουσα από τις 23 Μαρτίου 1985 διατύπωση της, ο κανόνας που επιβάλλει την τήρηση του περιθωρίου διανομής δεν εφαρμόζεται στον εισαγόμενο άρτο που πωλείται σε τιμή ίση ή ανώτερη από την ελαχίστη τιμή που εφαρμόζεται στον εγχώριο άρτο, η μειονεκτική ανταγωνιστική θέση που αναφέρθηκε πιο πάνω αποφεύγεται. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει παρόμοια μειονεκτική θέση, η διάθεση του εισαγομένου άρτου δεν επηρεάζεται δυσμενώς και το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών δεν εμποδίζεται από αυτή τη ρύθμιση.

15

Δεν μπορεί, όπως ισχυρίστηκε η Edah BV, να θεωρηθεί ότι παρόμοια ρύθμιση μπορεί εντούτοις να παρεμβάλει εμπόδια στο εμπόριο καθόσον εμποδίζει τους λιανοπωλητές, που είναι ιδιαιτέρως καλά οργανωμένοι και εργάζονται κατά τρόπο πολύ αποδοτικό, να αυξήσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα όταν πωλούν εισαγόμενο άρτο. Πράγματι, όταν το ίδιο περιθώριο, το οποίο αντιστοιχεί στα έξοδα διανομής επιχειρήσεων διανομής που είναι καλά οργανωμένες και λειτουργούν κατά τρόπο αποδοτικό, επιβάλλεται για την πώληση του εισαγομένου άρτου και λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της ελάχιστης τιμής του εγχώριου άρτου, για τα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϊόντα υπάρχουν οι ίδιες επιπτώσεις από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που ένας λιανοπωλητής ενδεχομένως έχει λόγω της οργανώσεως του και της αποδοτικότητας της εργασίας του, ενώ το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που κατά περίπτωση προκύπτει από μία κατώτερη τιμή κόστους του εισαγόμενου προϊόντος μπορεί να αυξηθεί και δεν εξουδετερώνεται. Η διάθεση των εισαγομένων προϊόντων, επομένως, δεν επηρεάζεται δυσμενώς κατά κανένα τρόπο.

16

Προκειμένου να αποδείξει ότι, ακόμη και όπως ίσχυσε από τις 23 Μαρτίου 1985, η εν λόγω ρύθμιση μπορεί να παρεμβάλει εμπόδια στο εμπόριο, η Edah BV αναφέρθηκε ακόμη στον ακόλουθο υπολογισμό: όταν η τιμή αγοράς του εισαγομένου άρτου είναι 1,69 HFL και η τιμή του ολλανδικού άρτου 1,72 HFL, ο εισαγόμενος άρτος πρέπει να πωληθεί με το υποχρεωτικό περιθώριο του 0,17 HFL στην τιμή του 1,86 HFL, ενώ στην περίπτωση του ολλανδικού άρτου, ο οποίος επίσης πωλείται στην ελάχιστη τιμή του 1,86 HFL, ο λιανοπωλητής μπορεί να περιοριστεί σε ένα περιθώριο διανομής 0,14 HFL. Κατά την άποψη της Edah BV, με την οποία συμφώνησε ως προς το σημείο αυτό η Επιτροπή κατά την προφορική διαδικασία, το αριθμητικό αυτό παράδειγμα δείχνει ότι ο εισαγόμενος άρτος, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, υπόκειται σε δυσμενή διάκριση.

17

Είναι γεγονός ότι στην περίπτωση που ανέφερε η Edah BV ο καταναλωτής δεν μπορεί να επωφεληθεί από την χαμηλότερη τιμή κόστους που επιβάλλει ο λιανοπωλητής για τον εισαγόμενο άρτο. Εντούτοις, πρέπει να αναφερθεί ότι το περιθώριο διανομής του εισαγομένου άρτου είναι, επομένως, ανώτερο από το περιθώριο του εγχωρίου άρτου και ότι το γεγονός αυτό μπορεί να παρακινήσει το λιανοπωλητή στο να ευνοήσει την πώληση του πρώτου σε βάρος του δευτέρου. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να συναχθεί ότι η εισαγωγή άρτου εμποδίζεται.

18

Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ούτε η άποψη της Edah BV, κατά την οποία παρόμοια ρύθμιση αντίκειται στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, επειδή επιτρέπει, κατά περίπτωση, να πωληθεί ο εισαγόμενος άρτος, του οποίου η τιμή αγοράς είναι λίγο υψηλή σε τιμή πωλήσεως κατώτερη από την ελάχιστη τιμή που εφαρμόζεται στον εγχώριο άρτο. Πράγματι, το άρθρο αυτό αποβλέπει στην εξαφάνιση των εμποδίων κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων και όχι στην εξασφάλιση, σε όλες τις περιπτώσεις, ίσης μεταχειρίσεως των εγχώριων και των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Η διαφορετική μεταχείριση που δεν μπορεί να εμποδίσει την εισαγωγή ή να επηρεάσει δυσμενώς την εμπορία των εισαγομένων εμπορευμάτων αλλά που αντίθετα τα ευνοεί δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης που προβλέπεται από το εν λόγω άρθρο.

19

Τέλος, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί η άποψη της Edah BV και της Επιτροπής, κατά την οποία παρόμοια ρύθμιση αντίκειται στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον η ελάχιστη τιμή έχει καθοριστεί για ορισμένα συγκεκριμένα είδη άρτου εγχώριας παρασκευής, ενώ το περιθώριο διανομής εφαρμόζεται σε κάθε εισαγόμενο άρτο. Πράγματι, εφόσον τίποτα στις αποφάσεις περί παραπομπής δεν δείχνει ότι η διαφορά αυτή, αν υποτεθεί ότι δεν είναι απλώς τυπική, μπορεί να παίξει οποιοδήποτε ρόλο στο πλαίσιο των κυρίων δικών, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ερώτημα αν το άρθρο 30 αντίκειται σ' αυτή τη διαφορετική μεταχείριση δεν του υποβλήθηκε από τα παραπέμποντα δικαστήρια.

20

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στα πρώτα ερωτήματα που υπέβαλαν ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbank του Almelo και το Arrondissementsrechtbank του Bois-le-Duc πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια

ότι συνιστά μέτρο ισοδύναμο προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εισαγωγή η εθνική ρύθμιση που καθορίζει σταθερή ελάχιστη τιμή λιανικής πωλήσεως για τον εγχώριο άρτο και που επιβάλλει για την πώληση του εισαγόμενου άρτου περιθώριο διανομής, το οποίο αντιστοιχεί στο κόστος διανομής των καλώς οργανωμένων και αποδοτικών επιχειρήσεων διανομής και το οποίο προστίθεται στην τιμή αγοράς εφόσον το εν λόγω περιθώριο είναι υποχρεωτικό, ακόμη και αν η τιμή πωλήσεως που προκύπτει είναι ανώτερη από την ελάχιστη τιμή που εφαρμόζεται στον εγχώριο άρτο·

ότι παρόμοια ρύθμιση δεν συνιστά ποσοτικό περιορισμό κατά την εισαγωγή σε περίπτωση που το περιθώριο διανομής για την πώληση εισαγόμενου άρτου, το οποίο είναι το ίδιο με αυτό που ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό της ελάχιστης σταθερής τιμής για τον εγχώριο άρτο, δεν είναι υποχρεωτικό για τον εισαγόμενο άρτο που πωλείται σε τιμή ίση ή ανώτερη από την εν λόγω ελάχιστη τιμή·

ότι δεν αντίκειται στο να μπορεί, στο πλαίσιο παρόμοιας ρυθμίσεως, η τιμή πωλήσεως που προκύπτει από την εφαρμογή του περιθωρίου διανομής για τον εισαγόμενο άρτο να είναι κατώτερη από την ελάχιστη τιμή που έχει καθοριστεί για τον εγχώριο άρτο.

Επί του άρθρου 7 και της απαγορεύσεως των διακρίσεων

21

Με το δεύτερο ερώτημα που υπέβαλαν τα παραπέμποντα δικαστήρια ερωτάται αν το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ ή η γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων αντιτίθενται στο να μπορεί, στο πλαίσιο μιας ρυθμίσεως όπως η προκείμενη, η τιμή πωλήσεως για τον εισαγόμενο άρτο να είναι, ενδεχομένως, κατώτερη από την ελάχιστη τιμή που καθορίζεται για τον εγχώριο άρτο και συνεπώς να επηρεάζει δυσμενώς τον τελευταίο αυτόν σε σχέση με τα εισαγόμενα προϊόντα.

22

Η αναφερθείσα διαφορετική μεταχείριση αφορά διάκριση που καθιερώθηκε από μία εθνική ρύθμιση μεταξύ των εμπορευμάτων ανάλογα με την προέλευση τους και μεταξύ λιανοπωλητών ανάλογα με το εμπόρευμα που πωλούν. Αντιθέτως, στην εξεταζόμενη περίπτωση δεν υπάρχει καμία διάκριση μεταξύ επιχειρηματιών ανάλογα με την ιθαγένεια τους ούτε επίσης ανάλογα με τον τόπο εγκαταστάσεως τους. Επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει θέμα « διαφορετικής μεταχειρίσεως που ασκείται λόγω της ιθαγένειας », ακόμη και αν είναι συγκεκαλυμμένη ή έμμεση, κατά την έννοια του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ.

23

Όσον αφορά τη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δυσμενής μεταχείριση των εγχώριων προϊόντων σε σχέση με τα εισαγόμενα προϊόντα ή ακόμη των λιανοπωλητών που πωλούν εγχώρια προϊόντα σε σχέση με αυτούς που πωλούν εισαγόμενα προϊόντα, επιχειρούμενη από ένα κράτος μέλος σε έναν τομέα που δεν υπόκειται σε κοινοτική ρύθμιση ή σε εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

24

Επομένως, πρέπει να δοθεί ως απάντηση στο δεύτερο ερώτημα που υπέβαλαν το Arrondissementsrechtbank του Almelo και το Arrondissementsrechtbank του Bois-le-Duc ότι ούτε το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ ούτε η γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων του κοινοτικού δικαίου εφαρμόζονται στην περίπτωση διαφορετικής μεταχειρίσεως που συνίσταται στο ότι η τιμή πωλήσεως του εισαγόμενου άρτου μπορεί ενδεχομένως, στο πλαίσιο παρόμοιας ρυθμίσεως, να είναι κατώτερη από την τιμή που έχει καθοριστεί για τον εγχώριο άρτο.

Επί των δικαστικών εξόδων

25

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η ολλανδική κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, σ' αυτά εναπόκειται να αποφανθούν επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλαν ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbank του Almelo με απόφαση της 13ης Μαρτίου 1985 και το Arrondissementsrechtbank του Bois-le-Duc, με απόφαση της 20ής Μαΐου 1985, αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια

ότι συνιστά μέτρο ισοδύναμο προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εισαγωγή η εθνική ρύθμιση που καθορίζει σταθερή ελάχιστη τιμή λιανικής πωλήσεως για τον εγχώριο άρτο και που επιβάλλει για την πώληση του εισαγόμενου άρτου περιθώριο διανομής, το οποίο αντιστοιχεί στο κόστος διανομής των καλώς οργανωμένων και αποδοτικών επιχειρήσεων διανομής και το οποίο προστίθεται στην τιμή αγοράς εφόσον το εν λόγω περιθώριο είναι υποχρεωτικό, ακόμη και αν η τιμή πωλήσεως που προκύπτει είναι ανώτερη από την ελάχιστη τιμή που εφαρμόζεται στον εγχώριο άρτο·

ότι παρόμοια ρύθμιση δεν συνιστά ποσοτικό περιορισμό κατά την εισαγωγή σε περίπτωση που το περιθώριο διανομής για την πώληση εισαγόμενου άρτου το οποίο είναι το ίδιο με αυτό που ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό της ελάχιστης σταθερής τιμής για τον εγχώριο άρτο, δεν είναι υποχρεωτικό για τον εισαγόμενο άρτο που πωλείται σε τιμή ίση ή ανώτερη από την εν λόγω ελάχιστη τιμή·

ότι δεν αντίκειται στο να μπορεί, στο πλαίσιο παρόμοιας ρυθμίσεως, η τιμή πωλήσεως, που προκύπτει από την εφαρμογή του περιθωρίου διανομής για τον εισαγόμενο άρτο, να είναι κατώτερη από την ελάχιστη τιμή που έχει καθοριστεί για τον εγχώριο άρτο.

 

2)

Ούτε το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ ούτε η γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων του κοινοτικού δικαίου εφαρμόζονται στην περίπτωση διαφορετικής μεταχειρίσεως που συνίσταται στο ότι η τιμή πωλήσεως του εισαγόμενου άρτου μπορεί ενδεχομένως, στο πλαίσιο παρόμοιας ρυθμίσεως, να είναι κατώτερη από την τιμή που έχει καθοριστεί για τον εγχώριο άρτο.

 

Galmot

Everling

Moitinho de Almeida

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Νοεμβρίου 1986.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

Υ. Galmot


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.