ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 17ης Απριλίου 1986 ( *1 )

Στην υπόθεση 59/85,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

Ολλανδικού Δημοσίου ( Υπουργείου Δικαιοσύνης )

και

Ann Florence Reed, κατοίκου Swindon ( Μεγάλη Βρετανία ),

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7 και 48 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 10 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33 )

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους U. Everling, προέδρο τμήματος, προεδρεύοντα, Τ. Koopmans, Κ. Bahlmann και R. Joliét, προέδρους τμήματος, Ο. Due, Υ. Galmot, Κ. Κακούρη, Τ. F. Ο' Higgins και F. Schockweiler, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C Ο. Lenz

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Ann Florence Reed, καθής στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο 'Αμστερνταμ W. Th. Snoek,

η ολλανδική κυβέρνηση εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη διαδικασία από τον Ι. Verkade, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων και, κατά την προφορική διαδικασία, από τον D. J. Keur,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Ε. Traversa, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από το δικηγόρο Βρυξελλών F. Herbert,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Φεβρουαρίου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

( Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται )

Σκεπτικό

1

Με Διάταξη της 22ας Φεβρουαρίου 1985 που περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Μαρτίου 1985, το Hoge Raad der Nederlanden υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7 και 48 της Συνθήκης ΕΟΚ καθώς και του άρθρου 10 του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33 ).

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς που είχε ως αντικείμενο την απόρριψη, με απόφαση του Υφυπουργού Δικαιοσύνης, της 21ης Οκτωβρίου 1982, της αιτήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής που υπέβαλε η Ann Florence Reed (στο εξής: Reed ), προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, ως σύντροφος εργαζομένου που έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους.

3

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, σύμφωνα με την Vreemdelingencirculaire του 1982 με την οποία οι Κάτω Χώρες καθόρισαν την πολιτική που σκοπεύουν να ακολουθήσουν έναντι των αλλοδαπών, στον αλλοδαπό που διατηρεί σταθερή σχέση με ολλανδό πολίτη ή με αλλοδαπό που έχει γίνει δεκτός στις Κάτω Χώρες ως πρόσφυγας ή στον οποίο έχει παρασχεθεί άσυλο, ή ακόμη με αλλοδαπό που διαθέτει άδεια εγκαταστάσεως, χορηγείται άδεια διαμονής στις Κάτω Χώρες, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Οι σύντροφοι πρέπει, ιδίως, να ζουν μαζί σε κοινή κατοικία ή να ζούσαν ήδη σε κοινή κατοικία πριν έλθουν στις Κάτω Χώρες, να είναι άγαμοι και να διαθέτουν επαρκή μέσα συντηρήσεως για τον αλλοδαπό σύντροφο, καθώς και κατάλληλη κατοικία.

4

Η Reed, άγαμη, βρετανικής ιθαγένειας, έφθασε στις Κάτω Χώρες στις 5 Νοεμβρίου 1981, όπου δηλώθηκε ως αναζητούσα εργασία, στις 22 Ιανουαρίου 1982, χωρίς, ωστόσο, να μπορέσει να βρει απασχόληση. Στις 24 Μαρτίου 1982 ζήτησε άδεια διαμονής, αναφέροντας ως λόγο την εγκατάσταση της μαζί με τον W. Ο W., επίσης βρετανικής ιθαγένειας και άγαμος, εργάζεται στις Κάτω Χώρες από τις 5 Νοεμβρίου 1981 και έλαβε, στις 23 Φεβρουαρίου 1982 δελτίο διαμονής υπηκόου κράτους μέλους της ΕΟΚ, με ισχύ ώς τις 5 Νοεμβρίου 1986. Κατά το χρόνο της προσβαλλομένης αποφάσεως η Reed και ο W. κατοικούσαν μαζί στις Κάτω Χώρες και είχαν ήδη σταθερή σχέση από πενταετίας.

5

Η Reed υπέβαλε αίτηση αναθεωρήσεως της αρνήσεως του Υφυπουργού Δικαιοσύνης να της χορηγήσει άδεια διαμονής. Επειδή η αίτηση αυτή δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα η Reed υπέβαλε αίτηση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του προέδρου του Rechtbank της Χάγης ζητώντας να απόσχει το Ολλανδικό Δημόσιο από κάθε μέτρο απελάσεως πριν από την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως της για χορήγηση άδειας διαμονής. Ο πρόεδρος του Rechtbank αποδέχθηκε το αίτημά της στηρίζοντας την απόφαση του στο γεγονός ότι η νομική εξέλιξη επιβάλλει να εξομοιώνονται, κατά το δυνατόν, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 10 του κανονισμού 1612/68, οι άγαμοι σύντροφοι με συζύγους.

6

Μετά από έφεση που άσκησε το Ολλανδικό Δημόσιο ενώπιον του Gerechtshof, το τελευταίο επικύρωσε τη Διάταξη του προέδρου του Reed, μεταβάλλοντας, όμως, την αιτιολογία. Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής το Gerechtshof δέχτηκε ότι η απαγόρευση που προβλέπουν τα άρθρα 7 και 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών επιβάλλει η πολιτική που ακολουθεί το Δημόσιο έναντι των αλλοδαπών, όπως αυτή προκύπτει από την Vreemdelingencirculaire, να επιτρέπει στο σύντροφο εργαζομένου που έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους και απασχολείται στις Κάτω Χώρες, να εγκατασταθεί μαζί με τον εργαζόμενο υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για το σύντροφο εργαζομένου ολλανδικής ιθαγένειας. Το Δημόσιο άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad κατά της αποφάσεως του Gerechtshof.

7

Επειδή έκρινε ότι ανέκυπταν ζητήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το Hoge Raad ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως μέχρι να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων:

« 1)

Ενόψει των διατάξεων του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68, υφίσταται δυσμενής διάκριση που απαγορεύεται από τα άρθρα 7 και 48 της Συνθήκης ΕΟΚ, όταν ένα κράτος μέλος, κατά την άσκηση της πολιτικής του περί αλλοδαπών, εξομοιώνει με σύζυγο το πρόσωπο που έχει σταθερή σχέση με εργαζόμενο που έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους, αλλά δεν επιφυλάσσει την ίδια μεταχείριση στο πρόσωπο που έχει σταθερή σχέση με εργαζόμενο ο οποίος έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους αλλά απασχολείται και διαμένει στο πρώτο κράτος μέλος;

2)

'Εχει σημασία για την απάντηση στο ερώτημα 1 αν το κράτος μέλος εξομοιώνει με σύζυγο όχι μόνο το πρόσωπο που έχει σταθερή σχέση με υπήκοο του κράτους αυτού αλλά και το πρόσωπο που έχει σταθερή σχέση με πρόσωπο το οποίο έχει καταρχήν απεριόριστο δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος αυτό;

3)

'Εχει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α), του κανονισμού 1612/68 την έννοια ότι υπό ορισμένες περιστάσεις το πρόσωπο που έχει σταθερή σχέση με εργαζόμενο κατά την έννοια της διάταξης αυτής εξομοιώνεται με “ σύζυγο ”»;

Επί του τρίτου ερωτήματος

8

Πρέπει πρώτα να δοθεί απάντηση στο τρίτο ερώτημα.

9

Η Reed υποστηρίζει ότι η νομική και κοινωνική εξέλιξη επιβάλλει να εξομοιώνονται, κατά το δυνατόν, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 10 του κανονισμού 1612/68 και της έννοιας που πρέπει να αποδοθεί στον όρο « σύζυγος » του εν λόγω άρθρου, οι άγαμοι σύντροφοι με συζύγους.

10

Η ολλανδική κυβέρνηση τονίζει ότι το τρίτο ερώτημα αφορά την ερμηνεία διατάξεως κανονισμού που έχει απευθείας εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη και, συνεπώς, μπορεί να ερμηνευτεί μόνο σε κοινοτικό πλαίσιο. Ο κοινοτικός νομοθέτης χρησιμοποίησε τον όρο « σύζυγος » για να υποδηλώσει το σύζυγο κατά την έννοια του οικογενειακού δικαίου. Όταν προς στήριξη μιας δυναμικής ερμηνείας προβάλλεται η εξέλιξη που σημειώθηκε στις κοινωνικές και νομικές αντιλήψεις, είναι απαραίτητο η εξέλιξη αυτή να σημειώθηκε στο σύνολο της Κοινότητας και να μη στηρίζεται αποκλειστικά στην κοινωνική και νομική εξέλιξη μόνο σε ένα ή σε ορισμένα κράτη μέλη. Δεν συντρέχει, συνεπώς, κανείς λόγος να δοθεί στον όρο « σύζυγος » ερμηνεία που να προχωρεί πέρα από τη νομική έννοια του συζύγου με τα έννομα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που συνδέονται μ' αυτόν και που δεν υφίστανται στις σχέσεις μεταξύ αγάμων συντρόφων.

11

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου που να ορίζει τις έννοιες του « συζύγου » και των « συζυγικών σχέσεων ». Στην Κοινότητα, όπως είναι σήμερα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για συναίνεση ως προς ενδεχόμενη εξομοίωση των αγάμων συντρόφων με συζύγους. Η Επιτροπή αποκλείει, κατά συνέπεια, κάθε δυνατότητα επιλύσεως του προβλήματος αυτού με διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 10 του κανονισμού 1612/68.

12

Από τις διατάξεις του άρθρου 189 της Συνθήκης ΕΟΚ προκύπτει ότι ο κανονισμός 1612/68 έχει γενική ισχύ, είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

13

Συνεπώς, η ερμηνεία που δίνει το Δικαστήριο σε διάταξη του εν λόγω κανονισμού έχει συνέπειες σε όλα τα κράτη μέλη, ερμηνεία δε των νομικών όρων στηριζόμενη στην κοινωνική εξέλιξη πρέπει να γίνεται μετά από μελέτη της καταστάσεως σε όλη την Κοινότητα και όχι μόνο σε ένα κράτος μέλος.

14

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68 παρέχει σε ορισμένα μέλη της « οικογένειας » του εργαζομένου, περιλαμβανομένου του « συζύγου » του, οποιαδήποτε και αν είναι η ιθαγένειά τους, « το δικαίωμα εγκαταστάσεως μετά του εργαζομένου υπηκόου ενός κράτους μέλους που απασχολείται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους ».

15

Επειδή δεν υπάρχουν ενδείξεις μιας γενικότερης κοινωνικής εξελίξεως που να δικαιολογεί διασταλτική ερμηνεία, ούτε κάποια αντίθετη ένδειξη στον κανονισμό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, χρησιμοποιώντας τον όρο « σύζυγος », το άρθρο 10 εννοεί μόνο τη σχέση που στηρίζεται σε γάμο.

16

Στο τρίτο, λοιπόν, ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68 δεν έχει την έννοια ότι σύντροφος που διατηρεί σταθερή σχέση με εργαζόμενο υπήκοο κράτους μέλους που απασχολείται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους πρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εξομοιώνεται με το « σύζυγο » που αφορά η εν λόγω διάταξη.

Επί του πρώτου και δεύτερου ερωτήματος

17

Λόγω της συνάφειάς τους τα δύο πρώτα ερωτήματα του Hoge Raad πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

18

Η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη θεωρεί ότι η πολιτική που ακολουθούν οι Κάτω Χώρες έναντι των αγάμων συντρόφων των εργαζομένων που έχουν την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους είναι ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη ΕΟΚ και εισάγει δυσμενή διάκριση σε σχέση με τον κανονισμό 1612/68, επιτρέποντας στους ολλανδούς υπηκόους να φέρουν στις Κάτω Χώρες σύντροφο που έχει αλλοδαπή ιθαγένεια, ενώ η δυνατότητα αυτή δεν παρέχεται στους υπηκόους άλλων κρατών μελών.

19

Η ολλανδική κυβέρνηση ισχυρίζεται, πρώτον, ότι το δικαίωμα των υπηκόων της ΕΟΚ, οι οποίοι έχουν εκ του κοινοτικού δικαίου δικαίωμα διαμονής, να συνοδεύονται από τα μέλη της οικογένειάς τους, όπως αναφέρεται ιδίως στα άρθρα 10 και επόμενα του κανονισμού 1612/68 δεν στηρίζεται σε μια πραγματική κατάσταση όμοια με εκείνη των εγχωρίων εργαζομένων και, συνεπώς, δεν αποτελεί συνέπεια της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, αλλά αυτοτελές δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο και του οποίου το περιεχόμενο και η έκταση ρυθμίζονται, στην προκειμένη περίπτωση, πλήρως από τον κανονισμό 1612/68. Εξάλλου, η διαφορετική μεταχείριση της προσφεύγουσας στην κύρια δίκη και του W. σε σχέση με τους εγχωρίους δεν οφείλεται στη διαφορετική τους ιθαγένεια, αλλά στη νομική κατάσταση που τους χαρακτηρίζει από απόψεως δικαιώματος διαμονής, όπως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η πολιτική που ακολουθείται σχετικά στις Κάτω Χώρες δεν προβαίνει σε διακρίσεις μεταξύ ολλανδών υπηκόων και αλλοδαπών που διαθέτουν άδεια εγκαταστάσεως.

20

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η πολιτική που ακολουθούν οι Κάτω Χώρες έναντι των αλλοδαπών συνιστά διάκριση απαγορευόμενη από τα άρθρα 7 και 48 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον εργαζόμενος που είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους και απασχολείται στις Κάτω Χώρες δεν εξομοιώνεται ρητώς με το συνάδελφό του που έχει την ολλανδική ιθαγένεια, σε ό,τι αφορά την αποδοχή στις Κάτω Χώρες του μη ολλανδού συντρόφου του. Πράγματι, κάθε κράτος μέλος που επιτρέπει την έλευση του αγάμου συντρόφου των υπηκόων του, διότι ο εν λόγω σύντροφος, στο πλαίσιο μιας σταθερής σχέσεως, πρέπει να εξομοιωθεί με σύζυγο, οφείλει να εξομοιώσει πλήρως, από την άποψη αυτή, τους εργαζόμενους που έχουν την ιθαγένεια άλλων κρατών μελών και απασχολούνται στο έδαφός του, με τους δικούς του υπηκόους. Εξάλλου, από τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι το Ολλανδικό Δημόσιο ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω διάκριση δικαιολογείται για αντικειμενικούς λόγους.

21

Πρέπει, πρώτον, να αναφερθεί ότι κατά το άρθρο 7 της Συνθήκης « εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας Συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας ». Η αρχή αυτή που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό στο άρθρο 7 της Συνθήκης συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 48 της Συνθήκης ως προς την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας.

22

Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν η ευχέρεια να συνοδεύεται από τον άγαμο σύντροφο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης και πρέπει, συνεπώς, να εκτιμηθεί βάσει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνουν οι προαναφερθείσες διατάξεις.

23

Δεδομένου ότι, σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, ο W. είναι μισθωτός εργαζόμενος, το ζήτημα πρέπει να εξεταστεί, ειδικότερα, υπό το φως των άρθρων 48 και 49 της Συνθήκης και των διατάξεων του παραγώγου δικαίου που θεσπίστηκαν για την εφαρμογή τους, ιδίως του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου.

24

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 ορίζει ότι ο εργαζόμενος που έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους απολαύει στο κράτος υποδοχής « των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους ».

25

Όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο, ιδίως στην απόφαση του της 30ής Σεπτεμβρίου 1975 ( Cristini, 32/75, Jurispr. σ. 1085 ), τα « κοινωνικά πλεονεκτήματα » που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, δεν πρέπει να ερμηνευτούν συσταλτικώς.

26

Όπως επανειλημμένα ανέφερε το Δικαστήριο, από το στόχο της ίσης μεταχειρίσεως που επιδιώκει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 προκύπτει ότι η έννοια του κοινωνικού πλεονεκτήματος που καλύπτει, βάσει της διατάξεως αυτής, τους εργαζόμενους που έχουν την ιθαγένεια άλλων κρατών μελών περιλαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα « τα οποία, είτε συνδέονται είτε όχι με μία σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικώς στους ημεδαπούς εργαζόμενους, κυρίως λόγω της αντικειμενικής τους ιδιότητας ως εργαζομένων ή του απλού γεγονότος της κατοικίας τους στο εθνικό έδαφος και των οποίων η επέκταση στους εργαζόμενους που έχουν την ιθαγένεια άλλων κρατών μελών κρίνεται ικανή να διευκολύνει την κινητικότητα τους στο εσωτερικό της Κοινότητας» (αποφάσεις της 31ης Μαΐου 1979, Even, 207/78, Jurispr. σ. 2019 και της 20ής Ιουνίου 1985, Deák, 94/84, Συλλογή 1985, σ. 1873 ).

27

Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1975 και στην απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985 ( Mutsch, 137/84, Συλλογή 1985, σ. 2681 ), η ευχέρεια του διακινούμενου εργαζομένου να επωφελείται των εκπτώσεων που προβλέπονται στα μεταφορικά μέσα υπέρ των πολυμελών οικογενειών, ή η ευχέρεια να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους όπου διαμένει, εμπίπτουν στην έννοια του κοινωνικού πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68.

28

Υπό το αυτό πνεύμα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δυνατότητα του διακινούμενου εργαζομένου να επιτύχει ώστε να επιτραπεί στον άγαμο σύντροφο του, που δεν έχει την ιθαγένεια του κράτους υποδοχής, να διαμένει μαζί του, μπορεί να συμβάλει στην ενσωμάτωση του στη χώρα υποδοχής και, επομένως, στην υλοποίηση του στόχου της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η εν λόγω ευχέρεια πρέπει να θεωρηθεί, επίσης, ότι εμπίπτει στην έννοια του κοινωνικού πλεονεκτήματος που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68.

29

Συνάγεται, επομένως, ότι κράτος μέλος που χορηγεί το ευεργέτημα αυτό στους ημεδαπούς εργαζόμενους δεν μπορεί να το αρνηθεί στους εργαζόμενους που έχουν την ιθαγένεια άλλων κρατών μελών, χωρίς να εισάγει διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, απαγο-ρευόμενες βάσει των άρθρων 7 και 48 της Συνθήκης.

30

Πρέπει, επομένως, να δοθεί η απάντηση στο πρώτο και δεύτερο ερώτημα, ότι το άρθρο 7 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, έχει την έννοια ότι κράτος μέλος που παρέχει στους υπηκόους του τη δυνατότητα οι άγαμοι σύντροφοι τους που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους αυτού να διαμένουν στο έδαφός του, δεν μπορεί να αρνηθεί το ίδιο ευεργέτημα στους διακινούμενους εργαζόμενους που έχουν την ιθαγένεια άλλων κρατών μελών.

Επί των δικαστικών εξόδων

31

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η ολλανδική κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφασίσει επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden, με Διάταξη της 22ας Φεβρουαρίου 1985, αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68 δεν έχει την έννοια ότι σύντροφος που διατηρεί σταθερή σχέση με εργαζόμενο υπήκοο κράτους μέλους που απασχολείται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους πρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εξομοιώνεται με το « σύζυγο » που αφορά η εν λόγω διάταξη.

 

2)

Το άρθρο 7 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, έχει την έννοια ότι κράτος μέλος που παρέχει στους υπηκόους του τη δυνατότητα οι άγαμοι σύντροφοι τους που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους αυτού να διαμένουν στο έδαφός του, δεν μπορούν να αρνηθούν το ίδιο ευεργέτημα στους διακινούμενους εργαζόμενους που έχουν την ιθαγένεια άλλων κρατών μελών.

 

Everling

Koopmans

Bahlmann

Joliét

Due

Galmot

Κακούρης

O' Higgins

Schockweiler

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Απριλίου 1986.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο προεδρεύων

U. Everling

πρόεδρος τμήματος


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.