ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση 45/85 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Η ασφάΑιαη κατά βιομηχανικών κινδύνων πυρός και όιακοπής εκμεταΑΑενοεως

Η ασφάλιση βιομηχανικών κινδύνων πυρός καλύπτει τις υλικές ζημίες σε περίπτωση πυρκαγιάς εργοστασίων, βιομηχανικών εγκαταστάσεων ή παρομοίων αντικειμένων. Σε περίπτωση που η πυρκαγιά προκαλέσει διακοπή της εκμεταλλεύσεως, οι υλικές ζημίες που προκύπτουν από αυτήν καλύπτονται από την ασφάλιση κατά των βιομηχανικών κινδύνων διακοπής εκμεταλλεύσεως. Συχνά, οι δύο αυτοί τύποι ασφαλίσεως (στο εξής: «ασφάλιση πυρός » ) συνάπτονται με την ίδια ασφαλιστική επιχείρηση, λόγω της μερικής επικαλύψεως των εγγυήσεων.

Η ασφάλιση πυρός παρουσιάζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Οι εγγυήσεις πρέπει να προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περιπτώσεως· η εξέλιξη των ατυχημάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τύχη· η συχνότητα και η βαρύτητα των ατυχημάτων επηρεάζεται, επίσης, από τις αλλαγές που επιφέρει η τεχνολογική εξέλιξη στον τομέα του διαρκούς εξοπλισμού (υλικών, μηχανημάτων ) και των προϊόντων που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία, καθώς και στον τομέα των μεθόδων παραγωγής. Η κατάσταση αυτή συνεπάγεται ιδιαίτερες δυσκολίες για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων. Για το λόγο αυτό οι συμβάσεις ασφαλίσεως πυρός συνάπτονται συνήθως για σχετικά μικρές περιόδους ( για παράδειγμα ετήσιες ).

Η επιρροή των ασφαλισμένων στην αγορά των ασφαλίσεων πυρός είναι σημαντική* Οι περισσότεροι ασφαλισμένοι είναι βιομηχανικές επιχειρήσεις, οι οποίες ενδιαφέρονται επίσης και για άλλες δυνατότητες ασφαλίσεως ( βιομηχανική ευθύνη, διάφορες τεχνικές ασφαλίσεις, ασφαλίσεις μεταφορών και λοιπά). Η ασφάλιση πυρός παρέχει συχνά στην ασφαλιστική εταιρία τη δυνατότητα να συνάψει ασφαλιστήρια σχετικά με τους κινδύνους αυτούς.

Στον τομέα της ασφαλίσεως πυρός, οι περισσότεροι κίνδυνοι καλύπτονται με το σύστημα της συνασφαλίσεως (περισσότερο από 50% των συμβάσεων και περισσότερο από 75 o/ο των ασφαλίστρων αφορούν συνασφαλίσεις ). Η συνασφάλιση είναι μια συλλογική πράξη με την οποία περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις προτείνουν από κοινού, υπό τους ίδιους όρους ασφαλίσεως και με τα ίδια ακαθάριστα ασφάλιστρα, εγγύηση για έναν και τον ίδιο κίνδυνο. Εξάλλου, για τους κινδύνους αυτούς συνάπτονται συνήθως αντασφαλίσεις, κατά κανόνα αναλογικές αντασφαλίσεις. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος κατανέμεται αναλογικώς μεταξύ του πρωτασφα-λιστή και του αντασφαλιστή. Ο αντασφαλι- στής λαμβάνει ένα αναλογικό μερίδιο από τα αρχικά ακαθάριστα ασφάλιστρα, καταβάλλει στον πρωτασφαλιστή μια προμήθεια αντασφαλίσεως και συμβάλλει αναλογικά στην κάλυψη των ζημιών.

2. Η Verband der Sachversicherer e. V.

Η Verband der Sachversicherer e. V. (Ένωση ασφαλιστικών επιχειρήσεων ενσωμάτων αγαθών στο εξής: VdS) έχει ως σκοπό να εκπροσωπεί, προωθεί και προστατεύει τα επαγγελματικά συμφέροντα των ασφαλιστών στους οποίους έχει επιτραπεί να ασκούν τη δραστηριότητα τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στο έδαφος του Βερολίνου, καθόσον οι ασφαλιστές αυτοί ασχολούνται, ιδίως, με την ασφάλιση βιομηχανικών κινδύνων πυρός και διακοπής της εκμεταλλεύσεως.

Σύμφωνα με το καταστατικό της, η VdS δεν ασκεί κανένα έλεγχο επί της εμπορικής δραστηριότητας των μελών της. Τα όργανα της VdS είναι η γενική συνέλευση των μελών, η επιτροπή και το διοικητικό συμβούλιο. Η ένωση διαθέτει, επίσης, ειδικές επιτροπές για τη μελέτη ζητημάτων σχετικών με τους διαφόρους τύπους ασφαλίσεως, όπως η επιτροπή « ασφάλιση βιομηχανικών κινδύνων πυρός — διακοπή εκμεταλλεύσεως». Τα μέλη των ειδικών επιτροπών εκλέγονται για ένα έτος από τα μέλη που ασχολούνται με τις σχετικές ασφαλίσεις. Οι αποφάσεις και συστάσεις των εν λόγω επιτροπών υποβάλλονται προς έγκριση στην επιτροπή, αν το διοικητικό συμβούλιο, μια ομάδα εργασίας ή ο πρόεδρος μιας άλλης ειδικής επιτροπής το ζητήσουν.

Κάθε ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση που ασχολείται άμεσα ή έμμεσα με τη σύναψη των σχετικών ασφαλίσεων και έχει την έδρα της ή ένα υποκατάστημα της στο έδαφος επί του οποίου ασκεί τη δραστηριότητα της η VdS, μπορεί να ζητήσει την εγγραφή της ως μέλους της VdS. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι όλες οι επιχειρήσεις ασφαλίσεως πυρός, που αναπτύσσουν τη δραστηριότητα τους στη Γερμανία, περιλαμβανομένων και των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, είναι μέλη της VdS.

Τα μέλη της VdS γίνονται αυτοδικαίως μέλη της Gesamtverband der deutschen Versicherungswirtschaft e. V. (Ομοσπονδία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο εξής: GdV), εκτός αν το αρνηθούν κατά την εγγραφή τους ως μελών. Η GdV είναι η ομοσπονδία των επαγγελματικών ενώσεων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στη Γερμανία· αναλαμβάνει, ειδικότερα, καθήκοντα που αφορούν όλους ή πολλούς ασφαλιστικούς κλάδους, ιδίως την έρευνα ζητημάτων οικονομικών και οικονομικής πολιτικής.

3. Διατάξεις που ρυθμίζουν τη δραστηριότητα των ασφαΑιστικών επιχειρήσεων πυρός στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

3.1. Εθνική νομοθεσία

Η δραστηριότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων πυρός ρυθμίζεται από το άρθρο 102 του « Gesetz gegen Wettbewerbsbeschränkungen » ( νόμος κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού· στο εξής: GWB) και τις διατάξεις του « Versicherungsaufsichtsgesetz » ( νόμου περί ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο εξής: VAG).

Το άρθρο 102 του GWB προβλέπει ότι η γενική απαγόρευση συμφωνιών, αποφάσεων και συστάσεων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, που προβλέπει ο εν λόγω νόμος, δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις και συστάσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ούτε στις αποφάσεις και συστάσεις των ενώσεων των εν λόγω επιχειρήσεων, όταν οι εν λόγω συμβάσεις, συστάσεις ή αποφάσεις συνδέονται με περιστατικά που υπόκεινται στην έγκριση ή τον έλεγχο της ομοσπονδιακής υπηρεσίας ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ή των υπηρεσιών ελέγχου ασφαλιστικών επιχειρήσεων των Länder ). Πρέπει, όμως, να κοινοποιούνται στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές ( ιδίως στο Bundeskartellamt ). Οι αρχές αυτές μπορούν να παρέμβουν αν αυτές οι αποφάσεις ή συστάσεις συνιστούν κατάχρηση θέσεως που έχει κτηθεί στην αγορά.

Ο VAG προβλέπει, μεταξύ άλλων, ειδικές διατάξεις για τις αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις (άρθρα 105, 106 και 111 VAG), καθώς και διατάξεις για την επένδυση του ενεργητικού των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ( άρθρα 54 έως 54δ VAG ), όπως επίσης και διατάξεις για τη λογιστική παρουσίαση και τον έλεγχο του ισολογισμού ( άρθρο 55 VAG ).

Τα άρθρα 105 και 106, παράγραφος 2, του VAG έχουν ως εξής:

Άρθρο 105: « 1 ) Οι αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν απευθείας ασφαλίσεις στη Γερμανία, διά της παρεμβάσεως αντιπροσώπων, εντολοδόχων, πρακτόρων ή άλλων ενδιαμέσων προσώπων, πρέπει να έχουν σχετική άδεια.

2)

Στις εν λόγω επιχειρήσεις εφαρμόζεται αναλογικώς ο παρών νόμος, εκτός αν δεν ρυθμίζεται άλλως στα άρθρα 105 έως 111. »

Άρθρο 106: «2) Οι εν λόγω επιχειρήσεις οφείλουν να ιδρύσουν υποκατάστημα στο έδαφος επί του οποίου εφαρμόζεται ο παρών νόμος και να θέτουν στη διάθεση παντός ενδιαφερομένου τα εμπορικά έγγραφα που αφορούν το εν λόγω υποκατάστημα. Για τη δραστηριότητα του εν λόγω υποκαταστήματος τηρούνται χωριστά τα λογιστικά βιβλία. »

Το άρθρο 106, παράγραφος 3, του VAG προβλέπει το διορισμό ενός γενικού εντολοδόχου για κάθε υποκατάστημα αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχειρήσεως.

Με την εγκύκλιο R 1/62, της 22ας Φεβρουαρίου 1962, ( Veröffentlichungen des Bundesaufsichtsamtes für das Versicherungs- und Bausparwesen — 1962, σ. 74), η ομοσπονδιακή υπηρεσία ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων γνωστοποίησε τα εξής:

Ι.

« Ο γενικός εντολοδόχος που πρέπει να διοριστεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, σημείο 3, του Versicherungsaufsichtsgesetz είναι ο μόνος εκπρόσωπος της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχειρήσεως στη Γερμανία και θεωρείται ότι είναι εξουσιοδοτημένος:

1)

να εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση σε κάθε περίπτωση, σε θέματα δικαστικά ή μη ·

2)

να συνάπτει, ιδίως, συμβάσεις ασφαλίσεως που δεσμεύουν την επιχείρηση με ασφαλιζόμενους στη Γερμανία ή αφορούν κινδύνους ευρισκόμενους στη Γερμανία·

3)

να λαμβάνει κάθε κλήση ή επίδοση που αφορά την επιχείρηση.

Το γεγονός ότι ο γενικός εντολοδόχος οφείλει να εκτελεί, κατ' εφαρμογή του άρθρου 108 του Versicherungsaufsichtsgesetz, όλες τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα διοικητικά συμβούλια των γερμανικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων και είναι ο μόνος υπεύθυνος για την εκτέλεση των υποχρεώσεων αυτών έναντι των υπηρεσιών ελέγχου, συνεπάγεται ότι δεν είναι απλώς γενικός πράκτορας της αλλοδαπής επιχειρήσεως. »

Π.

«Το υποκατάστημα που οφείλει να διατηρεί η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, σημείο 3, του Versicherungsaufsichtsgesetz, κατά την περίοδο που αναπτύσσει δραστηριότητα στη Γερμανία οφείλει, σύμφωνα με τις διατάξεις του Handelsgesetzbuch ( γερμανικού εμπορικού κώδικα) και τη διοικητική πρακτική του Aufsichtsamt να εγγραφεί στο εμπορικό μητρώο του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την τήρηση του εν λόγω μητρώου. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη από το ύψος των ασφαλίστρων και εισφορών που εισπράττει στη Γερμανία η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση. Το υποκατάστημα πρέπει, εξάλλου, να είναι οργανωμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε η λειτουργία του να μπορεί να συνεχιστεί ανά πάσα στιγμή, σε περίπτωση ανάγκης κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή χωριστά από τη γενική διεύθυνση. Δεν μπορεί, συνεπώς, να λειτουργεί απλώς ως πρακτορείο. Αντιθέτως, το υποκατάστημα πρέπει να τηρεί λογιστικά βιβλία από τα οποία να προκύπτουν τα απαραίτητα στοιχεία που αφορούν τη δραστηριότητα του στη Γερμανία, χωρίς παρέμβαση της εγκατεστημένης στο εξωτερικό έδρας του. Τα λογιστικά βιβλία πρέπει να τηρούνται κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι αρμόδιες για τον έλεγχο αρχές να μπορούν να προβούν ανά πάσα στιγμή, βάσει των διαθεσίμων στο υποκατάστημα βιβλίων, σε έλεγχο της δραστηριότητας του στη Γερμανία. Το είδος των τηρουμένων βιβλίων εξαρτάται, συνεπώς, από τις απαιτήσεις της γερμανικής υπηρεσίας ελέγχου. »

Επίσης, σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, τα υποκαταστήματα των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων υπόκεινται στις ίδιες διατάξεις με εκείνες που διέπουν τις ανεξάρτητες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στη Γερμανία (άρθρο 110 του VAG).

3.2. Κοινοτικές οιανάξεις

Η δραστηριότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων πυρός υπόκειται στις διατάξεις της Συνθήκης τις σχετικές με την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, καθώς και στις κοινοτικές οδηγίες περί εναρμονίσεως του ασφαλιστικού δικαίου.

Οι οδηγίες αυτές είναι, ιδίως, η οδηγία 64/225 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα της αντασφαλίσεως και της αντεκχωρήσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 36)· η οδηγία 73/240 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως και στον τομέα της πρωτα-σφαλίσεως εκτός από την ασφάλιση ζωής ( ΕΕ -ειδ. έκδ. 06/001, σ. 174)· η οδηγία 73/239, της 24ης Ιουλίου 1973 (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 157), περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτα-σφαλίσεως εκτός της ασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής· και η οδηγία 78/473 του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1978, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στον τομέα της κοινοτικής συνασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/002, σ. 14).

4. Διάρθρωση της αγοράς των ασφαλίσεων πυρός στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Κατά την Επιτροπή, καθής, 126 ασφαλιστικές επιχειρήσεις πυρός, ημεδαπές και αλλοδαπές, ανέπτυσσαν δραστηριότητα στη Γερμανία το 1980 ( όλες μέλη της VdS ), από τις οποίες 17 ασφαλιστικές επιχειρήσεις από άλλα κράτη μέλη, οι οποίες δρούσαν μέσω υποκαταστημάτων. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πυρός από άλλα κράτη μέλη κατείχαν μικρό μόνο μέρος της γερμανικής αγοράς· το μερίδιο τους δεν έφτανε ούτε το 3 % του ετησίου ακαθαρίστου ποσού ασφαλίστρων. Πραγματοποιούσαν το μεγαλύτερο μέρος των πράξεων ασφαλίσεως πυρός μέσω συνασφαλίσεων, υπό τη διεύθυνση γερμανικής ασφαλιστικής επιχειρήσεως, η οποία ενεργούσε ως κύριος ασφαλιστής. Συνεπώς, η διαπραγμάτευση των όρων και του ύψους των ασφαλίστρων αποτελούσε, κατά μέγα μέρος, έργο των γερμανικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Κατά την Επιτροπή, οι γερμανικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατέχουν, επίσης, ισχυρή θέση στον τομέα της αντασφαλίσεως πυρός. Οι 26 γερμανικές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του εν λόγω τομέα κατέχουν περισσότερο από τα δύο τρίτα της αγοράς. Παρά τον κάποιο ανταγωνισμό των αλλοδαπών επιχειρήσεων αντασφαλίσεως οι γερμανικές αντα-σφαλιστικές επιχειρήσεις ήταν σε θέση να υιοθετούν, ανά πάσα στιγμή, κοινή στάση έναντι των πελατών τους, λόγω των πολλαπλών δεσμών που είχαν δημιουργήσει μεταξύ τους στο πλαίσιο της συνεργασίας τους στις πράξεις αμοιβαίας συνασφαλίσεως και αντασφαλίσεως.

Η ισχυρή αυτή θέση των γερμανικών επιχειρήσεων αντασφαλίσεως εξηγείται, εξάλλου, από το γεγονός ότι οι αλλοδαπές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπόκεινται στην έμμεση παρακολούθηση των γερμανικών υπηρεσιών ελέγχου: οι υπηρεσίες αυτές παρακολουθούν τις συμφωνίες αντασφαλίσεως μέσω επιχειρήσεων πρω-τασφαλίσεως που ελέγχουν, και όταν έχουν αμφιβολίες ως προς τους οικονομικούς πόρους των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων μπορούν να παρέμβουν ζητώντας από τις επιχειρήσεις πρωτασφαλίσεως να μειώσουν την κάλυψη τους εκ μέρους των εν λόγω επιχειρήσεων αντασφαλίσεως ή να παραιτηθούν από τις σχετικές συμβάσεις.

Ο τομέας των ασφαλίσεων πυρός στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρουσίαζε, μεταξύ 1973 και 1980, σημαντική μείωση του μέσου ύψους των ασφαλίστρων (44 0/0 σε έξι έτη για την ασφάλιση κατά βιομηχανικών κινδύνων πυρός ), ενώ οι ζημίες εξακολουθούσαν να παρουσιάζουν μια κυκλική εξέλιξη. Κατά την εν λόγω περίοδο το ποσοστό των ζημιών και των επιβαρύνσεων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, εκλαμβανομένων στο σύνολο τους, υπερέβαινε σταθερώς το 100% των εισπραχθέντων ασφαλίστρων, ακόμα και κατά τα ευνοϊκά έτη. Η κατάσταση αυτή οφείλεται, προφανώς, στο γεγονός ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πυρός ασχολούνται, επίσης, και με άλλες μορφές ασφαλίσεως και προσπαθούν να προσελκύσουν υποθέσεις για τους άλλους κλάδους προσφέροντας μειωμένα ασφάλιστρα στις βιομηχανίες-πελάτες τους για την ασφάλιση πυρός. Αρχικώς, η καλή απόδοση του ενεργητικού των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οφειλόμενη στα υψηλά επιτόκια, τους παρείχε τη δυνατότητα να ισοσκελίζουν τους λογαριασμούς τους, αλλά μακροπρόθεσμα η δυσαρμονία μεταξύ ασφαλίστρων και ζημιών συνιστούσε απειλή για την αποδοτικότητα των εν λόγω επιχειρήσεων.

5. Τα περιστατικά που οδήγησαν στην άσκηση της προσφυγής

Με έγγραφο της 21ης Μαΐου 1980 η VdS γνωστοποίησε στην ομοσπονδιακή υπηρεσία ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και στο Bundeskartellamt, σύμφωνα με το άρθρο 102 του GWB, την πρόθεση της να απευθύνει προς τα μέλη της την ακόλουθη σύσταση:

«Μη δεσμευτική σύσταση για τη σταθεροποίηση τον τομέα των ασφαλίσεων κατά βιομηχανικών κινδύνων πυρός και διακοπής της εκμεταλλεύσεως — Ιούνιος 1980

Ι.

Σταθεροποίηση του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων

1)

Το ύψος των ασφαλίστρων που εισπράττονται σήμερα για τις συμβάσεις που εμπίπτουν στις “αρχές” ( 1 ) δεν θα μεταβληθεί παρά μόνο εφόσον αυτό επιβάλλει η αντικειμενική μεταβολή των κριτηρίων διαμορφώσεως των ασφαλίστρων.

2)

Δεν θα συναφθούν πολυετείς συμβάσεις ούτε θα παραταθούν οι υπάρχουσες πέραν του έτους [σημείο IV (2) των “αρχών” ( 1 )].

Π.

Εξυγίανση του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων

1)

Το ύψος των ασφαλίστρων για συμβάσεις που λήγουν μεταξύ 31ης Δεκεμβρίου 1980 και 30ής Δεκεμβρίου 1981, το ασφαλιζόμενο ποσό των οποίων είναι ίσο ή υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα, θα αυξηθεί κατά 10 ο/ο τουλάχιστον. Εάν, στο πλαίσιο της συμβάσεως, κατά τα πέντε τελευταία έτη, χορηγήθηκαν αποζημιώσεις που υπερβαίνουν το 150% των καταβληθέντων ασφαλίστρων (ποσοστό ζημιών), η αύξηση θα είναι τουλάχιστον 20 ο/ο.

Η διάρκεια των συμβάσεων δεν θα υπερβαίνει τα δύο έτη.

2)

Το ύψος των ασφαλίστρων για συμβάσεις που λήγουν μεταξύ 31ης Δεκεμβρίου 1981 και 30ής Δεκεμβρίου 1982, το ασφαλιζόμενο ποσό των οποίων ισούται ή υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο γερμανικά μάρκα, θα αυξηθεί κατά 20 0/0 τουλάχιστον. Εφόσον, στο πλαίσιο της συμβάσεως, κατά τα πέντε τελευταία έτη, χορηγήθηκαν αποζημιώσεις που υπερβαίνουν το 150 ο/ο των καταβληθέντων ασφαλίστρων (ποσοστό ζημιών), η αύξηση θα είναι τουλάχιστον 30 ο/ο.

Η διάρκεια των συμβάσεων δεν μπορεί να παραταθεί για περίοδο μεγαλύτερη του έτους.

3)

Οι συμβάσεις που λήγουν στις 31 Δεκεμβρίου 1982 ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία προσαρμόζονται προς το ύψος των ασφαλίστρων που αναφέρεται στις ισχύουσες τότε οδηγίες καθορισμού των ασφαλίστρων.

4)

Τα ανωτέρω σημεία 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις τα ασφάλιστρα των οποίων καθορίστηκαν σύμφωνα με τις συστάσεις της επιτροπής καθορισμού ασφαλίστρων. Οι συμβάσεις αυτές υποβάλλονται, όπως και πριν, στην εν λόγω επιτροπή.

5)

Οι πρόσθετες ασφαλίσεις συνάπτονται βάσει των ασφαλίστρων που εφαρμόζονται για τη βασική σύμβαση κατά την ημερομηνία της συνάψεως τους.

III.

Σε περίπτωση ατυχήματος, οι πολυετείς συμβάσεις καταγγέλλονται προκειμένου να προσαρμοστούν τα ασφάλιστρα σύμφωνα με την παρούσα σύσταση, εφόσον η αποζημίωση υπερβαίνει το ετήσιο ποσό ασφαλίστρων, ή εφόσον η σχέση μεταξύ επιβαρύνσεων εκ ζημιών και καταβληθέντων ασφαλίστρων (ποσοστό ζημιών) υπερβαίνει το 150 ο/ο κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών ασφαλίσεως.

IV.

Υπό την επιφύλαξη αντιθέτων ρυθμίσεων των σημείων Ι έως III, εφαρμόζονται οι “ αρχές ” ( 1 ) και οι σχετικές επεξηγηματικές εγκύκλιοι (εγκύκλιοι FGR). Η διάταξη αυτή αφορά ιδίως:

τις νέες υποθέσεις (σημείο III των “ αρχών ” ( 1 )

(οι νέες υποθέσεις των οποίων το ασφαλιζόμενο ποσό ισούται ή υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα υποβάλλονται στην επιτροπή καθορισμού ασφαλίστρων ),

τις υπόλοιπες διατάξεις της συμβάσεως ( σημείο IV των “ αρχών ” ( 1 ) ),

τη διαδικασία αιτήσεως και πληροφορήσεως ( σημείο VIII των “ αρχών ” ( 1 ) ),

την ενημέρωση των διοικήσεων ( σημείο Χ των “ αρχών ” ( 1 ) ).

Στις πράξεις συνασφαλίσεως, ο κύριος ασφαλιστής ενημερώνει τους συνασφαλι-στές για το σχεδιαζόμενο μέτρο και ζητεί τη σύμφωνη γνώμη τους.

V.

Σε περίπτωση αμφιβολίας η παρούσα σύσταση ερμηνεύεται κατά τρόπο που δεν θίγει το στόχο της σταθεροποιήσεως και της εξυγιάνσεως του εν λόγω τομέα. »

Η σύσταση άρχισε να ισχύει μερικώς από τον Ιούνιο του 1980 (σημεία Ι, IV και V) και πλήρως από 1ης Αυγούστου 1980. Παρέμεινε σε ισχύ μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1982, οπότε αντικαταστάθηκε από νέες οδηγίες ( οι οποίες δεν αφορούν την υπό κρίση υπόθεση ).

Λίγο μετά την κοινοποίηση της συστάσεως και, κατά την Επιτροπή, κατόπιν επίμονων πιέσεων της VdS με σκοπό την ολοκλήρωση των συνεπειών της συστάσεως, οι γερμανικές επιχειρήσεις αντασφαλίσεως αποφάσισαν, με την έγκριση των γερμανικών υπηρεσιών ελέγχου, να περιλάβουν στις συμβάσεις αντασφαλίσεως την ακόλουθη ρήτρα:

«Ρήτρα vjtoÅoytOfiov των αοφαΑίοτρων

1)

Ο πρωτασφαλιστής αντιμετωπίζει τις ασφαλίσεις κατά βιομηχανικών κινδύνων πυρός και διακοπής εκμεταλλεύσεως, στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ( συμπεριλαμβανομένων και των περιπτώσεων που ασφαλίζει προαιρετικώς ), σύμφωνα με τις “οδηγίες περί ασφαλίστρων στον τομέα της ασφαλίσεως κατά κινδύνων πυρός και διακοπής εκμεταλλεύσεως λόγω πυρός ” και τη “ μη δεσμευτική σύσταση περί σταθεροποιήσεως και εξυγιάνσεως στον τομέα των ασφαλίσεων κατά βιομηχανικών κινδύνων πυρός και διακοπής εκμεταλλεύσεως λόγω πυρός”, όπως τις έχει διαμορφώσει η Verband der Sachversicherer e. V., στην πιο πρόσφατη διατύπωση τους.

2)

Ο αντασφαλιστής παρακολουθεί την τήρηση του σημείου 1 σε περίπτωση επελεύσεως ζημίας το ύψος της οποίας ισούται ή υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο γερμανικά μάρκα και η οποία καλύπτεται κατά 100 ο/ο από την ασφάλιση κατά βιομηχανικών κινδύνων πυρός και διακοπής εκμεταλλεύσεως λόγω πυρός.

3)

Σε περίπτωση μη τηρήσεως της συμφωνίας που αναφέρεται στο σημείο 1, ο αντασφαλι-στής, κατά τη στιγμή επελεύσεως της ζημίας, θα θεωρήσει τα ελλιπή ασφάλιστρα ως ελλιπή ασφάλιση και θα μειώσει αναλόγως την παροχή του. Η συμπληρωματική ζημία που επιβαρύνει τον πρωτασφαλιστή, για το 100 ο/ο των υποχρεωτικών συμβάσεων αντασφαλίσεως, περιορίζεται στο ανώτατο ποσό του μη αντασφαλισθέντος τμήματος της ζημίας. Η συμπληρωματική αυτή επιβάρυνση δεν μπορεί να αντασφαλιστεί σε άλλη επιχείρηση.

4)

Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το ποσό των ασφαλίστρων που πρέπει να υπολογιστούν σύμφωνα με το σημείο 1, η γνωμοδότηση της επιτροπής καθορισμού ασφαλίστρων της Verband der Sachversicherer e. V. επέχει θέση διαιτητικής αποφάσεως... »

Σχετικά με τη σύσταση διεξήχθησαν πολλές συνομιλίες μεταξύ της VdS και της Επιτροπής.

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1982, η VdS υπέβαλε προς την Επιτροπή, προληπτικώς, αίτηση χορηγήσεως αρνητικής πιστοποιήσεως και κοινοποίηση, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού 17/62 του Συμβουλίου, η οποία αφορούσε, ιδίως, τη σύσταση. Η Επιτροπή αποφάσισε, στις 9 Σεπτεμβρίου 1983, να κινήσει τη διαδικασία και γνωστοποίησε, στις 16 Σεπτεμβρίου 1983, τις αιτιάσεις της στην VdS. Μετά από πρόσκληση της Επιτροπής να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί των αιτιάσεων αυτών, η VdS υπέβαλε, στις 23 Ιανουαρίου 1984, γραπτές παρατηρήσεις. Στις 22 Μαρτίου 1984, η VdS ανέπτυξε προφορικώς τις παρατηρήσεις της σύμφωνα με τους κανονισμούς 17/62 και 99/63 του Συμβουλίου και της Επιτροπής αντιστοίχως. Μετά από γνωμοδότηση της συμβουλευτικής επιτροπής στον τομέα των συμπράξεων και των δεσποζουσών θέσεων, η Επιτροπή έλαβε, στις 5 Δεκεμβρίου 1984, την απόφαση 85/75/ΕΟΚ, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/30.307 - ασφάλιση πυρός), κατά της οποίας στρέφεται η παρούσα προσφυγή.

6. Η προσβαλλόμενη απόφαοη

Στην απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 1984 η Επιτροπή τονίζει ότι η προαναφερθείσα σύσταση της VdS συνιστά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης· αρνήθηκε τη χορήγηση αρνητικής πιστοποιήσεως, βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 17/62, καθώς και τη χορήγηση εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

Στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης:

«23)

3.1. Η Verband der Sachversicherer e. V. (VdS), στην Κολωνία, αποτελεί ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1.

...

Η σύσταση για σταθεροποίηση και εξυγίανση (Ιούνιος του 1980) εκδόθηκε από το αρμόδιο σύμφωνα με το καταστατικό όργανο και κοινοποιήθηκε στα μέλη από τη διοίκηση στα πλαίσια των καθηκόντων της, ως επίσημη έκφραση της βούλησης της ένωσης. Ως εκ τούτου, έχει το χαρακτήρα “απόφασης” της ένωσης επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από την αναφορά στο κείμενο της σύστασης ότι “ δεν είναι δεσμευτική ”.

...

24)

3.2. Η σύσταση έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού στον τομέα ασφάλισης των βιομηχανικών κινδύνων πυρός και διακοπής της λειτουργίας των επιχειρήσεων μέσα στην κοινή αγορά.

...

25)

3.2.1. Ο περιορισμός του ανταγωνισμού, στον οποίο αποσκοπεί η σύσταση, προκύπτει εμφανής από τη σαφή διατύπωση του κειμένου της σύστασης, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται, ανάλογα με κάθε περίπτωση, αύξηση των ασφαλίστρων κατά 10,20 ή 30 ο/ο..

...

26)

3.2.2. Ο περιορισμός του ανταγωνισμού επιτυγχάνεται λόγω του γεγονότος ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις αντασφάλισης ήταν έτοιμες, παράλληλα με τη σύσταση για σταθεροποίηση και εξυγίανση, να εισαγάγουν στις συμβάσεις αντασφάλισης ειδική “ ρήτρα υπολογισμού των ασφαλίστρων” από την 1η Ιανουαρίου 1981. Αποφασιστικό λόγο για την απόφαση αυτή αποτέλεσε η ισχυρή θέση που έχουν στην αγορά οι γερμανικές επαγγελματικές επιχειρήσεις αντασφάλισης.

...

27)

Λόγω της ισχυρής θέσης που κατέχουν στην αγορά, οι γερμανοί επαγγελματίες αντασφαλιστές ήταν σε θέση, ήδη από την 1η Ιανουαρίου 1981, με την ενιαία εφαρμογή της ειδικής “ ρήτρας υπολογισμού των ασφαλίστρων ” στις συμβάσεις αντασφάλισης, να ασκούν πίεση στους πρωτασφαλιστές και να τους αναγκάζουν να εφαρμόζουν την αντιανταγωνι-στική σύσταση για εξυγίανση της VdS.

...

28)

3.2.3. Ο περιορισμός του ανταγωνισμού, που εντάθηκε με τη συμπεριφορά των αντασφαλιστών και στον οποίο αποσκοπεί η σύσταση για σταθεροποίηση και εξυγίανση, δεν δικαιολογείται ούτε λόγω του γεγονότος ότι και η απόφαση της VdS για τη σύσταση εξυγίανσης και η απόφαση των αντασφαλιστών για εφαρμογή της “ ρήτρας υπολογισμού των ασφαλίστρων” εκδόθηκαν με έγκριση των γερμανικών αρχών ελέγχου.

...

29)

3.3. Το γεγονός ότι η σύσταση για σταθεροποίηση και εξυγίανση επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών προκύπτει, καταρχήν, από το ότι απευθύνεται προς τους ασφαλιστές πυρός της ΕΟΚ που ανήκουν στην VdS και έχουν την έδρα τους εκτός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Εν προκειμένω, δεν έχει σημασία αν οι εν λόγω ασφαλιστές πυρός της ΕΟΚ ασκούν τις δραστηριότητες τους στη Γερμανία ως κύριοι ασφαλιστές ή ως συνασφαλιστές. Στην πρώτη περίπτωση, είναι οι άμεσοι παραλήπτες της σύστασης και υπάγονται άμεσα σ' αυτή. Στη δεύτερη περίπτωση, η σύσταση μπορεί να έχει έμμεσες επιπτώσεις στην αποδοτικότητα των υπερεθνικών δραστηριοτήτων τους και της τάσης τους να συμμετέχουν σε τέτοιες δραστηριότητες συνασφάλισης επειδή επηρεάζει τον κύριο γερμανό ασφαλιστή, στην ευχέρεια του οποίου ανήκει, κατά κύριο λόγο, ο καθορισμός της αύξησης των ασφαλίστρων στις ισχύουσες συμβάσεις, σύμφωνα με το πνεύμα των συστάσεων.

...

30)

3.3.1. Οι ασφαλιστές πυρός που ασκούν τις δραστηριότητες τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, χωρίς να έχουν εκεί την έδρα τους, συμμετέχουν στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, δηλαδή στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Ως προς τούτο, έχουν μικρή σημασία οι διατάξεις επί θεμάτων εγκατάστασης που προβλέπει ο γερμανικός νόμος περί ελέγχου των ασφαλίσεων ( Versicherungsaufsichtsgesetz ), διατάξεις οι οποίες εξάλλου, κατά την άποψη της Επιτροπής, δεν συμβιβάζονται με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που απορρέει από το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ (βλέπε υπόθεση 107/84). Οι διατάξεις αυτές δεν τους παρέχουν το δικαίωμα να ασκούν τις δραστηριότητες τους στη Γερμανία, παρά μόνον εφόσον αντιπροσωπεύονται εκεί από ένα υποκατάστημα (χωρίς αυτοτελή νομική δραστηριότητα ).

Αν ο εθνικός δικαστής έχει την ευχέρεια να εξομοιώνει παρόμοια υποκαταστήματα με εθνικές ανεξάρτητες επιχειρήσεις, αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι με τον τρόπο αυτό οι εταιρίες αυτές γίνονται εταιρίες του εθνικού δικαίου με νομική προσωπικότητα κατά την έννοια των κανόνων ανταγωνισμού των άρθρων 85 και επ. της Συνθήκης ΕΟΚ.

...

31)

Εν προκειμένω, δεν θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς το επιχείρημα ότι οι υπηρεσίες που συνιστούν τον πυρήνα των δραστηριοτήτων μιας ασφαλιστικής επιχείρησης, δηλαδή ανάληψη συγκεκριμένων κινδύνων, παρέχονται στη Γερμανία. Πράγματι, αληθεύει το ότι οι συμβάσεις ασφάλισης υπογράφονται από το νόμιμο αντιπρόσωπο στη Γερμανία και ο ξένος ασφαλιστής υποχρεούται να παράσχει εκεί οικονομική ασφάλεια για να εγγυηθεί την τήρηση των συμβατικών του υποχρεώσεων και ότι για τις ενδεχόμενες πληρωμές της η ξένη ασφαλιστική επιχείρηση καταφεύγει συχνά σε κεφάλαια που είναι διαθέσιμα στη Γερμανία. Ωστόσο, αποφασιστικό, εν προκειμένω, είναι το ότι η ασφάλιση — δηλαδή η δεσμευτική ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου έναντι της καταβολής ασφαλίστρου — έχει ισχύ μόνο υπέρ και εναντίον του ξένου ασφαλιστή (τον οποίο εκπροσωπεί ο γερμανός αντιπρόσωπος ). Επομένως, από την άποψη του ανταγωνισμού, ένα υποκατάστημα πρέπει να θεωρείται σαν απλή επέκταση του ξένου ασφαλιστή.

...

32)

Το υποκατάστημα, πολύ περισσότερο απ' ό,τι μια θυγατρική εταιρία, εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη φήμη ( good will) του ξένου ασφαλιστή που εκπροσωπεί.

...

Τέλος, και πάνω απ' όλα, οι διατάξεις δημοσίου δικαίου του νόμου περί ελέγχου των ασφαλίσεων δεν εμποδίζουν τους ξένους ασφαλιστές να αποτελούν υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων βάσει των ασφαλιστικών συμβάσεων που συνήψε το υποκατάστημα. Αν ληφθούν υπόψη όλα τα εν λόγω στοιχεία, θα ήταν προσποίηση να ισχυριστεί κανείς ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν υποκαταστήματα σε άλλες χώρες της ΕΟΚ δεν συμμετέχουν στις συναλλαγές μεταξύ των εν λόγω κρατών και της χώρας όπου έχουν την έδρα τους.

33)

3.3.2. Οι συστάσεις της VdS στον τομέα ασφαλίστρων ήταν δυνατό να επηρεάζουν σημαντικά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, ακόμα κι αν το τμήμα της γερμανικής αγοράς που κατέχουν οι ξένοι ασφαλιστές της Κοινότητας είναι σχετικά περιορισμένο (μικρότερο από το 3 % των εσόδων από εμπορικά ασφάλιστρα που έχουν λογιστικώς καταγραφεί). Το ενδεχόμενο σημαντικής παρεμπόδισης του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών υπάρχει πάντα όταν ένα μέτρο περιοριστικό του ανταγωνισμού προσβάλλει σχεδόν το σύνολο του παρόντος όγκου του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών ή του όγκου που θα ήταν δυνατό να προβλεφθεί για το μέλλον, στην περίπτωση που ο εν λόγω περιορισμός δεν υπήρχε.

35)

3.3.3. Εξάλλου, η σύσταση επί θεμάτων ασφαλίστρων, σε συνδυασμό με την εφαρμογή της “ρήτρας υπολογισμού των ασφαλίστρων ” εκ μέρους των γερμανικών αντασφαλιστών, μπορούσε να κατακερματίσει τη σχετική αγορά σε τόσα μέρη όσα και τα κράτη μέλη και να καταστήσει έτσι δυσχερέστερη την οικονομική αντίληψη που προβάλλεται από τη Συνθήκη. Ως προς τούτο, θα σημειώσουμε ότι οι πιέσεις που άσκησαν οι γερμανοί αντασφαλιστές με την εισαγωγή της “ ρήτρας υπολογισμού των ασφαλίστρων ” ασκούνταν, επίσης, στους ασφαλιστές πυρός της ΕΟΚ που ασκούν τις δραστηριότητες τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, χωρίς να έχουν εκεί την έδρα τους.

...

36)

Υπό τις συνθήκες αυτές, φαίνεται ότι η σύσταση μπορούσε να κατακερματίσει την αγορά στα διάφορα κράτη μέλη επειδή οι ξένοι ασφαλιστές της ΕΟΚ οι οποίοι, για να ασφαλίσουν σημαντικούς κινδύνους, οφείλουν σε μεγάλο βαθμό να συνεργάζονται με τους κύριους γερμανούς ασφαλιστές ( πρωτασφαλιστές ), δεν μπορούσαν, κατά συνέπεια, να προσφέρουν ευνοϊκότερα ποσοστά ασφαλίστρων από τους γερμανούς ανταγωνιστές τους, με σκοπό να εισέλθουν ενδεχομένως ευκολότερα στη σχετική αγορά.

...»

Στην απόφαση αναφέρεται ότι, ως προς το ότι δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης:

« 39)

4.2. η σύσταση για σταθεροποίηση και εξυγίανση δεν συνέβαλε στη βελτίωση των υπηρεσιών που παρέχουν οι ασφαλιστές.

4.2.1. Το κύριο επιχείρημα της VdS ότι τα στατιστικά στοιχεία για την πιθανότητα πραγματοποίησης του κινδύνου, τα οποία διαθέτει κάθε επιχείρηση, δεν επαρκούν για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων, είναι βάσιμο. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η απόφαση της ένωσης για έκδοση σύστασης σχετικά με αύξηση των ασφαλίστρων κατά 10, 20 ή και 30o/ο αποτελεί μέτρο για βελτίωση της παροχής των ασφαλιστικών υπηρεσιών. Δεν αρκεί να αναφέρει κανείς ότι η αξία των ασφαλίστρων είχε μειωθεί λόγω του ιδιαίτερα “ έντονου ” ανταγωνισμού και ότι από οικονομική άποψη όλοι οι ασφαλιστές είχαν άμεσο συμφέρον στη βελτίωση των εσόδων τους.

Παρόμοιο ενδιαφέρον υπάρχει — ιδιαίτερα σε περίοδο οικονομικής αστάθειας — σε όλους τους κλάδους και δεν μπορεί να αποτελέσει αποφασιστικό στοιχείο ώστε να δικαιολογήσει περιορισμούς του ανταγωνισμού.

40)

4.2.2. Ακόμα και η αναφορά ότι, σύμφωνα με την έννοια και το αντικείμενο της ασφάλισης ζημίας καθώς και σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, η δυνατότητα εκπλήρωσης των συμβάσεων ασφάλισης πρέπει να εξασφαλίζεται, λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους αρχής του χωρισμού των κλάδων, δεν καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

...

42)

4.2.2.2. Η σύσταση, επιδιώκοντας την κατ' αποκοπή αύξηση του επιπέδου των ασφαλίστρων, υπερβαίνει το μέτρο της ανάλογης συνεργασίας μεταξύ ασφαλιστών ζημιών στην από κοινού εκτίμηση των στατιστικών στοιχείων για την πιθανότητα πραγματοποίησης του κινδύνου και στη διατύπωση, βάσει των αποτελεσμάτων της συνεργασίας αυτής, υποδείξεων για την κατάρτιση των ασφαλιστικών συμβάσεων. Η υπέρβαση δεν προκύπτει μόνο από το γεγονός ότι στην κατ' αποκοπή αύξηση κατά 10, 20 ή 30 ο/ο δεν λαμβάνεται υπόψη κατά κανένα τρόπο η κατάσταση των εξόδων και εσόδων του κάθε ασφαλιστή. Προκύπτει και από την αρχή που αποτελεί τη βάση της αύξησης αυτής και αφορά τον καθορισμό των εμπορικών ασφαλίστρων, δηλαδή ασφαλίστρων όπου λαμβάνονται υπόψη το γενικό κόστος και τα πρόσθετα κέρδη υπό μορφή ποσοστών του κόστους των ζημιών που διαπιστώθηκε σταστιστικά ( συμπεριλαμβανομένης Kat της πρόσθετης παροχής ασφάλειας), χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση των ατομικών εξόδων και εσόδων.

44)

4.2.2.3. Στο μέτρο που ορισμένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις διέτρεχαν τον κίνδυνο να μην είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους από τις συμβάσεις ασφάλισης που έχουν συνάψει επειδή, παρά την αρνητική ανάπτυξη της κατάστασης των συνολικών τους εσόδων, παραβλέπουν την υπεύθυνη αντιμετώπιση του κόστους λειτουργίας τους, θα έπρεπε να αρκεί ως ενίσχυση η δυνατότητα παρέμβασης των αρχών ελέγχου.

... »

7. Αιαοικασία

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Ιανουαρίου 1985, η VdS άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 1984.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Ιουνίου 1985, η GdV ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα υπόθεση υπέρ των αιτημάτων της προσφεύγουσας. Με Διάταξη της 10ης Ιουλίου 1985, το Δικαστήριο δέχτηκε την παρέμβαση της GdV.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

να ακυρώσει την απόφαση 85/75/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 1984*

2)

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθής, ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

2)

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

Σύνοψη των προβληθέντων ιοχνριομών

Η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα υποστηρίζουν, καταρχάς, ότι το άρθρο 85 της Συνθήκης δεν εφαρμόζεται στους περιορισμούς του ανταγωνισμού στον τομέα των ασφαλίσεων. Αφενός, το άρθρο 85 δεν εφαρμόζεται εφόσον το Συμβούλιο δεν θέσπισε ειδικούς κανόνες εφαρμογής για τον εν λόγω τομέα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Πρόκειται, πράγματι, για οικονομικό κλάδο στον οποίο δεν μπορεί να εφαρμοστεί το καθεστώς του ανταγωνισμού χωρίς καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του. Αφετέρου, η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να παρέμβει στην εθνική οικονομική πολιτική, εφόσον δεν έχουν ακόμα εναρμονιστεί οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί ελέγχου των ασφαλίσεων και δεν έχει δημιουργηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ), της Συνθήκης, σύνδεσμος μεταξύ της εναρμονισμένης κοινοτικής νομοθεσίας ελέγχου και του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Εφόσον δεν υφίσταται παρόμοιος σύνδεσμος τα ατομικά μέτρα της Επιτροπής, τα οποία αναφέρονται αποκλειστικώς στον τομέα του ανταγωνισμού, αφαιρούν κάθε ουσία από τις εθνικές ρυθμίσεις, οι οποίες αποσκοπούν ακριβώς στη διασφάλιση της συνοχής μεταξύ των εν λόγω δύο τομέων.

Η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα προβάλλουν, κατόπιν, την πεπλανημένη εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, δεν συντρέχουν.

Καταρχάς, η σύσταση δεν συνιστά « απόφαση » κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, εφόσον δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα· ο συντάκτης της συστάσεως, η τεχνική επιτροπή « βιομηχανικοί κίνδυνοι πυρός και διακοπή της εκμεταλλεύσεως», είναι αρμόδια μόνο για τη μελέτη τεχνικών ζητημάτων.

Εξάλλου, σκοπός της συστάσεως δεν είναι να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Πρόκειται για μια μορφή συνεργασίας απαραίτητη στον τομέα των ασφαλίσεων, η οποία θα έπρεπε να θεωρηθεί ως νόμιμη από απόψεως δικαίου του ανταγωνισμού. Εξάλλου, η σύσταση δεν προκάλεσε αύξηση των ασφαλίστρων αντίστοιχη με τις προτάσεις που περιείχε.

Τέλος, η σύσταση δεν μπορεί να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Αφενός, οι μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές που αφορούν τη σύναψη συμβάσεων ασφαλίσεως πυρός είναι ανύπαρκτες. Αφετέρου, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ότι τα υποκαταστήματα που διατηρούν στη Γερμανία οι αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να θεωρηθούν ως γερμανικές επιχειρήσεις και όχι ως «προεκτάσεις» εγκατεστημένης στην αλλοδαπή επιχειρήσεως. Τέλος, πεπλανημένως η Επιτροπή διαπίστωσε στεγανοποίηση της αγοράς.

Η προσφεύγουσα προβάλλει, τέλος, την πεπλανημένη εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 85, παράγραφος 1. Αμφισβητεί, ειδικότερα, τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η κατ' αποκοπή αύξηση των ασφαλίστρων που προβλέπει η σύσταση δεν μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών και δεν λαμβάνει υπόψη το κόστος και τα έσοδα της κάθε ασφαλιστικής επιχειρήσεως. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η αύξηση ήταν ουδέτερη από απόψεως ανταγωνισμού, καθόσον δεν μπορούσε να μεταβάλει την κατάσταση της κάθε επιχειρήσεως από απόψεως κόστους, ούτε αφορούσε ακαθάριστα ασφάλιστρα. Ωστόσο, η προσφεύγουσα επεξηγεί επικουρικώς την αναγκαιότητα συστάσεων σχετικών με τα ακαθάριστα ασφάλιστρα.

Α — Επί της εφαρμογής του άρθρου 85 στον τομέα των ασφαλίσεων

1. Εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 2, της Συνθήκης

Κατά την προσφεύγουσα και την παρεμβαίνουσα, το άρθρο 85 δεν εφαρμόζεται στοος περιορισμούς του ανταγωνισμού στον τομέα των ασφαλίσεων, εφόσον το Συμβούλιο δεν θέσπισε ακόμα ειδικούς κανόνες εφαρμογής για τον εν λόγω τομέα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Παραπέμπει σχετικώς στην έκθεση « Η προσωρινή μη εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης στις ασφαλίσεις», που συνέταξε ο καθηγητής Borner (παράρτημα 9 του δικογράφου της προσφυγής). Η έκθεση αυτή αναλύει λεπτομερώς το περιεχόμενο του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ), της Συνθήκης, την εφαρμογή του στον τομέα των ασφαλίσεων και τη νομική κατάσταση που υπάρχει μέχρι να τεθούν σε ισχύ οι κανόνες που πρέπει να θεσπίσει το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ ), έχει την έννοια ότι το Συμβούλιο είναι υποχρεωμένο να περιορίσει, σε διαφόρους οικονομικούς κλάδους, την απαγόρευση των συμπράξεων που επιβάλλει το άρθρο 85, παράγραφος 1. Οι αρχές που θεσπίζει το άρθρο 85, παράγραφος 3, προβλέπουν ότι η απαγόρευση αυτή των συμπράξεων εκλείπει όταν ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν συνεπάγεται την καλύτερη δυνατή οικονομική απόδοση. Το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ), εφαρμόζεται, συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία ολόκληροι οικονομικοί κλάδοι εμφανίζουν λιγότερο καλά αποτελέσματα υπό το γενικό καθεστώς του δικαίου του ανταγωνισμού από ό,τι υπό ένα ειδικό καθεστώς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον τομέα των ασφαλίσεων όπου ο ελεύθερος ανταγωνισμός μπορεί να αυξήσει σημαντικά την πιθανότητα καταστροφής των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η έκθεση αναλύει σχετικώς ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν τον τομέα των ασφαλίσεων και τα οποία αυξάνουν την πιθανότητα αυτή, σε περίπτωση ελεύθερου ανταγωνισμού,καθώς και τους λόγους της αυξημένης ευαισθησίας, ως προς το ενδεχόμενο μιας τέτοιας καταστροφής, των επιμέρους ασφαλισμένων και του κοινωνικού συνόλου. Συνεπώς, κανένα κράτος δεν επρόκειτο να υπαγάγει τον τομέα των ασφαλίσεων στους γενικούς κανόνες περί συμπράξεων. Επομένως, η χωρίς επιφύλαξη εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, στον τομέα των ασφαλίσεων δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι η Συνθήκη δεν προβλέπει σχετικώς ρητή εξαίρεση. Η εφαρμογή αυτή θα είχε ως συνέπεια ριζική μεταβολή της καταστάσεως που επικρατεί σήμερα σε όλα τα κράτη μέλη. Σύμφωνα με την έκθεση, οι συντάκτες της Συνθήκης είχαν επίγνωση των κλαδικών εξαιρέσεων που προβλέπουν οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις για τον τομέα των συμπράξεων. Το ότι δεν μπόρεσαν να καθορίσουν οι ίδιοι τα όρια του άρθρου 85, οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η προθεσμία που είχαν τότε στη διάθεση τους δεν τους επέτρεπε να διαμορφώσουν μια συνολική εικόνα των εν λόγω αγορών και των διαστάσεων που είχε ο περιορισμός του ανταγωνισμού στις εν λόγω αγορές. Γι' αυτό το λόγο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε το 1961 από την Επιτροπή να υποβάλει στο Συμβούλιο προτάσεις οδηγιών σχετικές με το καθεστώς ανταγωνισμού στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν οι τομείς των ασφαλίσεων και των πιστώσεων (ψήφισμα της 19ης Οκτωβρίου 1961, έγγραφο ΕΚ αριθ. 57, σ. 35, ΕΕ 1961, s. 1409).

Η έκθεση αναφέρει, τέλος, ότι τα άρθρα 88 και 89 της Συνθήκης έχουν εφαρμογή εφόσον το Συμβούλιο δεν έκανε χρήση της εξουσίας του να περιορίσει, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ), το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85 στον τομέα των ασφαλίσεων.

Η Επιτροπή παρατηρεί, καταρχάς, ότι οι κανόνες ανταγωνισμού εφαρμόζονται σε όλους τους οικονομικούς κλάδους, εκτός αν η Συνθήκη προβλέπει ρητή εξαίρεση. Για το λόγο αυτό το Δικαστήριο έκρινε ότι οι κανόνες του ανταγωνισμού εφαρμόζονται, χωρίς περιορισμούς, στον τραπεζικό τομέα (απόφαση της 14ης Ιουλίου 1981, Jüchner, 172/80, Συλλογή σ. 2021 ) και στον τομέα των ασφαλίσεων (απόφαση της 9ης Ιουνίου 1977, Ameyde, 90/76, Sig. σ. 1091 ). Η δυνατότητα θεσπίσεως μιας κοινοτικής πολιτικής ειδικά για ορισμένους τομείς δεν μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα των γενικών κανόνων της Συνθήκης. Κατά την Επιτροπή, μπορεί σχετικώς να αναφερθεί η νομολογία του Δικαστηρίου η σχετική με την απευθείας εφαρμογή του άρθρου 59 της Συνθήκης, πριν από τη θέσπιση κοινοτικών οδηγιών (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1974, Van Binsbergen, 33/74, Sig. σ. 1299 ) και του άρθρου 33 της Συνθήκης πριν από τη θέσπιση κοινής οργανώσεως των αγορών (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1974, Charmasson, 48/74, Sig. σ. 1383 ). Τέλος, από τις λέξεις « εφόσον είναι ανάγκη » του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ ), συνάγεται ότι σκοπός της εν λόγω διατάξεως δεν είναι να αναστείλει την εν γένει εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης περί ανταγωνισμού.

Η Επιτροπή παρατηρεί, επίσης, ότι δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι ενήργησε πρόωρα, υπό την έννοια ότι προεξόφλησε, στην παρούσα υπόθεση, την ύπαρξη μέλλοντος να θεσπιστεί κανονισμού. Δεν παρέβη, επίσης, νομική υποχρέωση της να θεσπίσει διατάξεις βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ ). Πράγματι, εφόσον η ίδια η Κοινότητα δεν υπέχει καμία υποχρέωση να θεσπίσει παρόμοιους κανονισμούς, η Επιτροπή, πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την υποχρέωση να τους προτείνει.

Η Επιτροπή παρατηρεί, τέλος, ότι τα άρθρα 88 και 89 της Συνθήκης δεν εφαρμόζονται στους τομείς για τους οποίους έχουν ήδη θεσπιστεί διατάξεις σχετικές με την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού. Σε ό,τι αφορά, όμως, τον τομέα των ασφαλίσεων εφαρμόζεται ο κανονισμός 17/62 του Συμβουλίου.

2. Παρέμβαση στην εθνική οικονομική πολιτική

Σύμφωνα με την προσφεύγουσα και την παρεμβαίνουσα η Επιτροπή δεν έχει την αρμοδιότητα να παρεμβαίνει στην εθνική οικονομική πολιτική, εφόσον δεν έχουν ακόμα εναρμονιστεί οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και δεν έχει δημιουργηθεί σύνδεσμος, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ), της Συνθήκης μεταξύ της εναρμονισμένης κοινοτικής νομοθεσίας περί ελέγχου και του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού. Εφόσον ελλείπει ο σύνδεσμος αυτός, τα ατομικά μέτρα της Επιτροπής που αφορούν αποκλειστικώς τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού στερούν από κάθε ουσία τις εθνικές ρυθμίσεις περί ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών του εν λόγω τομέα, οι γερμανικές κανονιστικές ρυθμίσεις λαμβάνουν ακριβώς υπόψη τους τους σκοπούς που επιδιώκει, αφενός μεν, η νομοθεσία περί ανταγωνισμού, αφετέρου δε, η νομοθεσία περί ελέγχου. Η εθνική αυτή πολιτική στον τομέα του ανταγωνισμού επηρεάζεται σοβαρώς από τη χωρίς επιφύλαξη εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η απόφαση της δεν αφορά εθνικά μέτρα οικονομικής πολιτικής ή πολιτικής ανταγωνισμού, αλλά ιδιωτική σύμπραξη, που αποφασίστηκε αυτοτελώς. Είχε δικαίωμα να ενεργήσει λόγω της απευθείας εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, επί των επιχειρήσεων των κρατών μελών και — σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ του άρθρου 85, παράγραφος 1, και του εθνικού δικαίου περί ανταγωνισμού — λόγω της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου. Από την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1969 (Walt Wilhelm, 14/68, Sig. σ. 1 ) προκύπτει ότι οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί ανταγωνισμού δεν μπορούν να επηρεάσουν την ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού, ούτε να επηρεάσουν την πλήρη και ακέραια εφαρμογή των μέτρων που λαμβάνονται για την εφαρμογή του. Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες ρυθμίσεις που λαμβάνουν τα κράτη μέλη στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, όπως και με τις ρυθμίσεις στον τομέα ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 85 και του άρθρου 3, στοιχείο στ ), καθώς και του άρθρου 5, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης προκύπτει ότι οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις ή διοικητικές πρακτικές δεν πρέπει να επηρεάζουν την πλήρη εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού.

Β — Επί της πεπλανημένης εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1

1. «Απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι συστάσεις δεν αποτελούν « απόφαση » κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1. Η Επιτροπή δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η σύσταση ελήφθη από το αρμόδιο σύμφωνα με το καταστατικό της VdS όργανο, ως επίσημη έκφραση της βουλήσεως της ενώσεως. Τα μόνα όργανα της VDS που είναι αρμόδια να λαμβάνουν αποφάσεις με δεσμευτικό για την ένωση και τα μέλη της χαρακτήρα είναι η συνέλευση των μελών και η επιτροπή της ενώσεως. Τα όργανα αυτά, όμως, δεν έλαβαν καμία απόφαση σχετικά με τη σύσταση. Εξάλλου, τα μέλη δεν συνεννοήθηκαν σχετικά με το περιεχόμενο της συστάσεως ούτε συμμορφώθηκαν προς αυτή.

Η Επιτροπή παρατηρεί, καταρχάς, ότι η VdS, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1980, 209 έως 215 και 218/78, Van Landewyck, Sig. σ. 3125), είχε δικαίωμα, βάσει του καταστατικού της, να ρυθμίζει την εμπορική συμπεριφορά των μελών της. Η τεχνική επιτροπή « βιομηχανικοί κίνδυνοι πυρός και διακοπής εκμεταλλεύσεως» είχε, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 5, του καταστατικού της VdS, δικαίωμα να λαμβάνει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της ανατέθηκαν για μελέτη τεχνικών ζητημάτων, αποφάσεις και συστάσεις που δεσμεύουν την ένωση. Στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της ενώσεως οι τεχνικές επιτροπές λειτουργούν ως όργανα κατόπιν εξουσιοδοτήσεως. Είναι, εξάλλου, σημαντικό ότι κανένα από τα όργανα της VdS δεν άσκησε τις αρμοδιότητες που του παρέχει το καταστατικό για να αντιταχθεί στην εν λόγω σύσταση. Συνεπώς, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η σύσταση αποτελούσε έκφραση της βουλήσεως της προσφεύγουσας και ότι κοινοποιήθηκε στα μέλη που ασχολούνται με ασφαλίσεις πυρός με στόχο τον επηρεασμό της εμπορικής τους συμπεριφοράς.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται, εξάλλου, ότι η σύσταση δεν μπορεί να διαφύγει από την απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, επειδή δεν ήταν δεσμευτική για τους αποδέκτες της. Οι συστάσεις ενός ομίλου που καταρτίζονται από επιτροπές των εν λόγω ομίλων και κοινοποιούνται στα μέλη τους προκειμένου να εφαρμοστούν, αποτελούν έκφραση μιας συμφωνίας που αποβλέπει να περιορίσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των μελών του εν λόγω ομίλου. Δεν είναι απαραίτητο να μετέχουν στη συμφωνία όλα τα μέλη, εφόσον τα προβλεπόμενα από το καταστατικό του ομίλου όργανα έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των μελών στην αγορά και τα μέλη υποχρεούνται να τηρούν τις διατάξεις του καταστατικού.

Η παρεμβαίνουσα παρατηρεί ότι η Επιτροπή υποστηρίζει δύο αντιφατικές απόψεις. Στην αντίκρουση της υποστήριξε ότι οι συστάσεις, εφόσον δεν είναι δεσμευτικές, περιλαμβάνονται στην κατηγορία των εναρμονισμένων πρακτικών. Στην ανταπάντηση της, όμως, ισχυρίστηκε ότι η σύσταση αποτελεί, παρά το μη δεσμευτικό χαρακτήρα της, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων. Για να υπάρξει μια τέτοια απόφαση η σχετική πράξη πρέπει να έχει έναν ελάχιστο δεσμευτικό χαρακτήρα. Αν δεν έχει κανένα δεσμευτικό χαρακτήρα θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο η περίπτωση εναρμονισμένης πρακτικής. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει ούτε απόφαση, ούτε εναρμονισμένη πρακτική.

Η σύσταση δεν αποτελεί απόφαση καθόσον ρητώς χαρακτηρίζεται ως μη δεσμευτική. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του καταστατικού της απαγορεύεται στην VdS να ασκεί διοικητικές αρμοδιότητες έναντι των μελών της ή να ελέγχει καθ' οιονδήποτε τρόπο την εμπορική τους δραστηριότητα. Για να υπάρξει εναρμονισμένη πρακτική πρέπει να υπάρχει συνεννόηση και πραγματική συμπεριφορά που να ανταποκρίνεται στη συνεννόηση αυτή. Τα δύο, όμως, αυτά στοιχεία ελλείπουν στην προκειμένη περίπτωση. Η συνεννόηση προϋποθέτει ότι οι επιχειρήσεις ανταλλάσσουν πληροφορίες ως προς τη στάση που προτίθενται να τηρήσουν, ώστε κάθε επιχείρηση να μπορεί να ρυθμίζει τη δράση της έχοντας εμπιστοσύνη, βάσει αυτής της ενημερώσεως, ότι οι ανταγωνιστές της θα τηρήσουν παράλληλη στάση. Στην παρούσα, όμως, περίπτωση καμία ασφαλιστική επιχείρηση δεν ήταν σε θέση να προσανατολίσει την περί ασφαλίστρων πολιτική της βάσει της συστάσεως, προεξοφλώντας παράλληλη στάση των ανταγωνιστών της. Δεν υπήρξε, επίσης, συνεννόηση ούτε στο πλαίσιο της αρμόδιας τεχνικής επιτροπής, καθόσον τα μέλη της εν λόγω επιτροπής συμμετείχαν με την ιδιότητα του ιδιώτη επαγγελματία, χωρίς να εκπροσωπούν τις επιχειρήσεις τους. Τέλος, εάν πράγματι είχε υπάρξει συνεννόηση βάσει της συστάσεως, τα ασφάλιστρα έπρεπε να είχαν αυξηθεί σύμφωνα με τη σύσταση. Κατά τη διάρκεια, όμως, της περιόδου 1979 έως 1982 ο μέσος όρος των ασφαλίστρων μειώθηκε από 1,08 σε 1,02 ο/οο, για τις ασφαλίσεις κατά βιομηχανικών κινδύνων πυρός και από 1,49 σε 1,34 ο/οο για τις ασφαλίσεις κατά κινδύνων διακοπής της εκμεταλλεύσεως λόγω πυρός.

2. Αντικείμενο ή αποτέλεσμα ο περιορισμός του ανταγωνισμού

Η ¡προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η σύσταση δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Δεν αποβλέπει σε περιορισμό της ελευθερίας δράσεως των επιχειρήσεων στις οποίες απευθύνεται. Όπως προκύπτει από την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1983 (TAZ, 96 έως 102 κλπ./82, Συλλογή σ. 3369), περιορισμός του ανταγωνισμού υπάρχει μόνο όταν οι αποδέκτες μιας συστάσεως οφείλουν να συμμορφωθούν, σύμφωνα με το καταστατικό και την εφαρμόζουν πράγματι. Η Επιτροπή, όμως, δεν διαπίστωσε τίποτα σχετικό' αντιθέτως, η εξέλιξη των ασφαλίστρων κατά την εν λόγω περίοδο αποδεικνύει ότι η σύσταση δεν εφαρμόστηκε. Τέλος, η προσφεύγουσα παρατηρεί, επικουρικώς, ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1977 (Metro, 26/76, Sig. σ. 1875), δεν υπάρχει περιορισμός του ανταγωνισμού όταν οι συστάσεις, όπως η υπό εξέταση, είναι εξ αντικειμένου απαραίτητες για την εργασία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τα δε στατιστικά στοιχεία που περιέχει τίθενται στη διάθεση τόσο των μελών της ενώσεως όσο και των αντιπάλων τους στην αγορά.

Η Επιτροπήπαρατηρεί, καταρχάς, ότι για την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, αρκεί να προκύπτει από την απόφαση ή την εναρμονισμένη πρακτική, λαμβανομένης ενδεχομένως υπόψη της οικονομικής καταστάσεως, ότι σκοπός τους είναι να περιορίσουν τον ανταγωνισμό. Στην περίπτωση αυτή, παρέλκει η εξέταση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Αυτό ισχύει για όλες τις μορφές συντονισμένης ενέργειας, ακόμα και στην περίπτωση συστάσεως ενώσεως επιχειρήσεων που στηρίζεται σε συνεννόηση των μελών της. Η Επιτροπή παρατηρεί σχετικώς ότι κάθε σύσταση ενώσεως, είτε προβλέπεται είτε όχι από το καταστατικό της, μπορεί να αποτελέσει συνεννόηση που αποσκοπεί στον περιορισμό του ανταγωνισμού, τουλάχιστον καθόσον τα μέλη της ενώσεως συνέπραξαν στην έγκριση της συστάσεως ψηφίζοντας υπέρ αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση, η σύσταση εγκρίθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού. Τα μέλη της τεχνικής επιτροπής « βιομηχανικοί κίνδυνοι πυρός και διακοπής εκμεταλλεύσεως» αποτελούν τόσο τους συντάκτες όσο και τους αποδέκτες της συστάσεως και απέβλεπαν στην υιοθέτηση, εκ μέρους όλων των μελών της ενώσεως που δρουν στην εν λόγω αγορά, της συμπεριφοράς που συνιστάται στον τομέα των ασφαλίστρων. Δεν έχει σημασία το αν κάθε μέλος χωριστά συνέπραξε στην κατάρτιση της συστάσεως ή εάν ψήφισε υπέρ αυτής, λόγω της υποχρεώσεως όλων των μελών της ενώσεως να τηρούν τις διατάξεις του καταστατικού.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι η σύσταση επηρέασε αισθητά τον ανταγωνισμό. Κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος της συστάσεως το ποσοστό επελεύσεως των κινδύνων μειώθηκε ως ακολούθως: 93,4 % (1979)· 93,Οθ/ο (1980)· 91,0ο/ο (1981)· 86,8 ο/ο ( 1982 ). Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, αντιθέτως, τα ασφάλιστρα ^ που εισπράχθηκαν αυξήθηκαν ως ακολούθως: 3,9 ο/ο ( 1979) 5,4% ( 1980)· 8,6 ο/ο ( 1981 ), 6,2 ο/ο ( 1982 ). Ο αισθητός περιορισμός του ανταγωνισμού προκύπτει, επίσης, από το γεγονός ότι η VdS περιλαμβάνει ως μέλη 126 επιχειρήσεις του τομέα των ασφαλίσεων πυρός, δηλαδή το σύνολο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δρουν στην εν λόγω αγορά στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ο αισθητός περιορισμός του ανταγωνισμού ενισχύεται από το γεγονός ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις αντασφαλίσεως περιέλαβαν στις συμβάσεις τους με τις επιχειρήσεις ασφαλίσεως πυρός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας την καλούμενη ρήτρα υπολογισμού των ασφαλίστρων που τους επέτρεπε να μειώνουν τις παροχές τους όταν η επιχείρηση πρωτασφαλίσεως δεν εφαρμόζει τιμολόγια σύμφωνα προς τη σύσταση. Η ρήτρα αυτή είχε σημαντικές πρακτικές συνέπειες επί του ανταγωνισμού λόγω της ισχυρής θέσεως που κατέχουν στη γερμανική αγορά οι γερμανικές επιχειρήσεις αντασφαλίσεως και του υψηλού ποσοστού αντασφαλίσεων.

Τέλος, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι από την προαναφερθείσα απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1977 ( Metro ) δεν μπορεί να συναχθεί ότι η σύσταση δεν πρέπει να θεωρηθεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, επειδή σκοπός της ήταν να αυξήσει, για όλο τον κλάδο, τα κέρδη των μελών.

Η παρεμβαίνουοα παρατηρεί, καταρχάς, ότι ο καθορισμός επαρκών ασφαλίστρων, που ήταν απαραίτητος για τη μακροπρόθεσμη διασφάλιση της εκτελέσεως των ασφαλιστηρίων απαιτεί επισταμένες στατιστικές αναλύσεις των στοιχείων που επηρεάζουν τον εν λόγω καθορισμό· οι αναλύσεις αυτές θα ήταν αδύνατες χωρίς τη συμμετοχή όλων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων της αγοράς. Αντικειμενικός καθορισμός τιμολογίων αναφοράς θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο από δημόσια υπηρεσία, ή από τη σχετική ένωση, ποτέ, όμως, από μεμονωμένη ασφαλιστική επιχείρηση. Από τη στιγμή, συνεπώς, που είναι απαραίτητη η τεχνική συνεργασία θα έπρεπε να επιτρέπεται, από την περί ανταγωνισμού νομοθεσία, η δημοσίευση των αποτελεσμάτων των εν λόγω αναλύσεων. Η δραστηριότητα της τεχνικής επιτροπής « βιομηχανικοί κίνδυνοι πυρός και διακοπής εκμεταλλεύσεως » της VdS εντάσσεται στο πλαίσιο της γερμανικής νομοθεσίας περί ελέγχου του ανταγωνισμού και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Συνεπώς, δεν απέβλεπε στον περιορισμό του ανταγωνισμού αλλά στην εκπλήρωση μιας αποστολής γενικού συμφέροντος.

Η παρεμβαίνουσα παρατηρεί, επίσης, ότι Τ| σύσταση δεν επέφερε τις συνιστώμενες αυξήσεις ασφαλίστρων, κακώς δε η Επιτροπή συνάγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα από την^ εξέλιξη του ποσοστού επελεύσεως των κινδύνων και των εισπραχθέντων ασφαλίστρων. Δεδομένου ότι το ποσοστό επελεύσεως των κινδύνων εκφράζει τη σχέση μεταξύ του κόστους των ζημιών και του κέρδους εκ των ασφαλίστρων, η εξέλιξη του εξαρτάται από την εξέλιξη και των δύο αυτών παραγόντων και όχι μόνο από την εξέλιξη των ασφαλίστρων. Η εξέλιξη, όμως, των ζημιών θα είχε προκαλέσει τη μείωση του ποσοστού επελεύσεως των κινδύνων κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

Η παρεμβαίνουσα διευκρινίζει, τέλος, ότι η ρήτρα υπολογισμού των ασφαλίστρων που περιέλαβαν στις συμβάσεις τους οι γερμανικές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτελεί αυτοτελές μέτρο, που οι επιχειρήσεις αυτές εφάρμοσαν προς ίδιο όφελος.

3. Το μεταξύ κρανών μελών εμπόριο

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι η σύσταση δεν μπορούσε να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο επειδή οι μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές στον τομέα των ασφαλίσεων πυρός, που αφορούσαν το γερμανικό έδαφος, ήταν ανύπαρκτες. Πράγματι, ασφαλιστική επιχείρηση εγκατεστημένη στην αλλοδαπή δεν μπορεί να προβεί σε ασφαλιστικές παροχές στο γερμανικό έδαφος, μετά τη χορήγηση άδειας από την αρμόδια υπηρεσία ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, χωρίς τη δημιουργία εγκαταστάσεως στο γερμανικό έδαφος. Το ίδιο συμβαίνει και για τη συνασφάλιση, καθόσον η δυνατότητα που υπάρχει από 1ης Απριλίου 1983 για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις πυρός άλλων κρατών μελών να μετέχουν ως συνασφαλιστές (και όχι ως κύριοι ασφαλιστές) σε ασφαλίσεις πυρός στο γερμανικό έδαφος, χωρίς να έχουν εγκατάσταση στη Γερμανία, δεν είχε καμία πρακτική σημασία και δεν υπήρχε καμία σχετική πράξη κατά το χρόνο εκδόσεως της συστάσεως. Εξάλλου, ακόμα και στην περίπτωση απεριόριστης ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, επίκεντρο των δραστηριοτήτων μιας ασφαλιστικής επιχειρήσεως άλλου κράτους μέλους αποτελεί, λόγω των ειδικών απαιτήσεων της ασφαλίσεως ( μεταξύ των οποίων η ανάγκη εξετάσεως του ασφαλιζομένου αντικειμένου και η ανάγκη μεταβάσεως στον τόπο της ζημίας ), η δράση των καταστημάτων της.

Η προσφεύγουσα παρατηρεί, επίσης, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την οικονομική και νομική κατάσταση των υποκαταστημάτων αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων διαπιστώνοντας ότι τα υποκαταστήματα αυτά αποτελούσαν « απλή προέκταση » της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχειρήσεως. Τα υποκαταστήματα πρέπει να εξομοιωθούν με εθνικές επιχειρήσεις, λόγω της οργανώσεως τους και της αυτόνομης λειτουργίας τους. Ως εθνικές επιχειρήσεις τα θεωρεί η εθνική νομοθεσία και νομολογία. Ως ανεξάρτητες μονάδες παρέχουν « εθνική » υπηρεσία στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Η Επιτροπή, συνεπώς, πεπλανημένως ισχυρίζεται ότι οι αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις μετέχουν στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές όταν συνάπτουν ασφαλίσεις στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μέσω των υποκαταστημάτων τους.

Η προσφεύγουσα παρατηρεί, τέλος, ότι η σύσταση δεν επέφερε στεγανοποίηση των αγορών. Η Επιτροπή ούτε καν εξέτασε εάν πράγματι υπήρξε στεγανοποίηση, όπως ιδίως απήτησε το Δικαστήριο στην απόφαση του της 26ης Νοεμβρίου 1975 (Papiers Peints, 73/74, Sig. σ. 1491 ). Η πραγματική κατάσταση αποδεικνύει την πλήρη έλλειψη διασυνοριακών παροχών και υπογραμμίζει τον καθαρώς εθνικό χαρακτήρα των ασφαλίσεων πυρός στις οποίες αναφέρεται η σύσταση.

Η παρεμβαίνουσα στηρίζει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Παρατηρεί ότι η θεώρηση των υποκαταστημάτων ως απλής προεκτάσεως της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχειρήσεως οδηγεί σε παράνομη επέκταση των εξουσιών της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την οικονομική πραγματικότητα και το βαθμό ανεξαρτησίας των υποκαταστημάτων, διαπιστώνοντας ότι αυτά εξαρτώνται πλήρως από τη φήμη ( « good will » ) της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχειρήσεως που εκπροσωπούν.

Η Επινροπή απαντά ότι οι διατάξεις του VAG δεν εμποδίζουν καθόλου τις αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις να πραγματοποιήσουν ασφαλιστικές παροχές στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο δε VAG απλώς ρυθμίζει τους τρόπους σύμφωνα με τους οποίους οι εν λόγω επιχειρήσεις μπορούν να μετάσχουν στις διεθνείς συναλλαγές. Η προσφεύγουσα παραβλέπει το γεγονός ότι οι παροχές μιας αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχειρήσεως μέσω του υποκαταστήματος της πρέπει, επίσης, να θεωρηθούν ως διασυνοριακές παροχές, καθώς και ότι οι πράξεις αντασφαλίσεως ή ασφαλίσεως δι' αλληλογραφίας δεν υπόκεινται σε κανένα άμεσο περιορισμό στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Η Επιτροπή, εξάλλου, παρατηρεί ότι η νομική κατάσταση των υποκαταστημάτων αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, βάσει του γερμανικού δικαίου, δεν εξομοιώνει τα υποκαταστήματα αυτά με ανεξάρτητες θυγατρικές επιχειρήσεις, που έχουν δική τους νομική προσωπικότητα και συνδέονται με μια αλλοδαπή μητρική εταιρία. Οι συμβάσεις που συνάπτουν τα υποκαταστήματα αναπτύσσουν τις συνέπειες τους έναντι της ίδιας της αλλοδαπής επιχειρήσεως, όπως δε προκύπτει από τη γερμανική νομολογία, η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση υπέχει άμεση ευθύνη έναντι των ημεδαπών ασφαλισμένων. Τα άρθρα 105 και επόμενα του VAG χρησιμοποιούν τον όρο επιχείρηση αποκλειστικώς για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις, οι δε διατάξεις τους απευθύνονται απευθείας σ' αυτές.

Πάντα κατά την άποψη της Επιτροπής, η σύσταση, από την ίδια της τη φύση, είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύσει τη στεγανοποίηση της εθνικής αγοράς καθόσον απευθυνόταν στο σύνολο των ασφαλιστών πυρός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Εξάλλου, η συνέπεια αυτή δεν αίρεται αναγκαστικά από την εξομοίωση των υποκαταστημάτων με εθνικές επιχειρήσεις, καθόσον το άρθρο 85 δεν απαιτεί από τις επιχειρήσεις που μετέχουν σε μια ενέργεια περιορισμού του ανταγωνισμού να έχουν την έδρα τους σε διαφορετικά κράτη μέλη.

Γ— Η εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η σύσταση συνέβαλε στη βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών. Ήταν εξ αντικειμένου απαραίτητη για την αποκατάσταση της ικανότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων να εκτελούν, μακροπροθέσμως, τις συμβάσεις τους. Ολόκληρος ο κλάδος της ασφαλίσεως πυρός ήταν ελλειμματικός, η δε υπηρεσία ελέγχου δεν διέθετε καμία αποτελεσματική εξουσία για παρέμβαση. Η σύσταση αντιπροσώπευε, συνεπώς, ένα πρώτο βήμα για την παροχή προστασίας στους ασφαλισμένους, μέσω ασφαλίστρων που λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους, και για την απαλλαγή των ασφαλισμένων άλλων ασφαλιστικών κλάδων από επιβαρύνσεις που δεν έπρεπε να τους επιβάλλονται.

Συντρέχουν, επίσης, οι υπόλοιπες προϋποθέσεις της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφος 3. Λόγω της καταστάσεως της αγοράς, μόνο η κατ' αποκοπή αύξηση του συνολικού επιπέδου των ασφαλίστρων ήταν δυνατή · την αύξηση αυτή ενέκρινε η ομοσπονδιακή υπηρεσία συμπράξεων και η ομοσπονδιακή υπηρεσία ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Εξάλλου, η σύσταση ήταν τόσο μετριοπαθής ως προς το ποσό, ώστε η εφαρμογή της δεν θα προκαλούσε δυσανάλογα εισοδήματα. Η συσταθείσα γραμμική αύξηση δεν μετέβαλε την ατομική κατάσταση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, σε ό,τι αφορά το κόστος, καθόσον αφορούσε μόνο τα πράγματι συμφωνηθέντα ασφάλιστρα. Συνεπώς, η σύσταση παρέμεινε ουδέτερη από απόψεως ανταγωνισμού. Από τα περιστατικά αυτά προκύπτει ότι η σύσταση δεν αποκλείει τον ανταγωνισμό και ότι οι ασφαλισμένοι επωφελούντο αναλογικώς από τα πραγματοποιούμενα κέρδη.

Η προσφεύγουσα αναφέρει σχετικώς ότι η σύσταση αφορούσε αποκλειστικώς αύξηση των πράγματι καταβαλλομένων ασφαλίστρων και όχι τα ακαθάριστα ασφάλιστρα. Συνεπώς, είναι αβάσιμα τα επιχειρήματα της Επιτροπής που αφορούν τα ακαθάριστα ασφάλιστρα. Ωστόσο, η προσφεύγουσα παρατηρεί, επικουρικώς, ότι οι συστάσεις ακαθαρίστων ασφαλίστρων είναι εξ αντικειμένου απαραίτητες και γίνονται σε όλο τον κόσμο. Επικαλείται σχετικώς την έκθεση του καθηγητή Farny «Οι οδηγίες οι σχετικές με τα ακαθάριστα και καθαρά ασφάλιστρα στον τομέα των ασφαλίσεων βιομηχανικών κινδύνων πυρός και διακοπής εκμεταλλεύσεως» (παράρτημα 8α της προσφυγής ).

Η Επιτροπή απαντά ότι δεν είναι δυνατή η εξαίρεση για την πριν από την κοινοποίηση της συστάσεως περίοδο. Κατά την άποψη της, η σύσταση δεν συνέβαλε στη βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών. Η ανάγκη εξυγιάνσεως του κλάδου των ασφαλίσεων πυρός, που προβάλλει η προσφεύγουσα, δεν αποτελεί ούτε επαρκή λόγο για να θεωρηθεί ότι τα συλλογικά μέτρα στον τομέα των τιμών συνιστούν βελτίωση των εν λόγω υπηρεσιών, ούτε δικαιολογία για περιορισμό του ανταγωνισμού εκ μέρους ιδιωτικών επιχειρήσεων. Στην υπηρεσία ελέγχου εναπόκειται η αντιμετώπιση της εν λόγω καταστάσεως. Η υπεροχή των αρνητικών για τον ανταγωνισμό συνεπειών προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι η σύσταση αφορούσε τα ακαθάριστα ασφάλιστρα, καθόσον αναφερόταν στην αύξηση των πράγματι εφαρμοζομένων ασφαλίστρων περιλαμβανομένων των εξόδων λειτουργίας και των προσθέτων εμπορικών κερδών. Η Επιτροπή θα μπορούσε να δεχθεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, όμιλοι ασφαλιστικών επιχειρήσεων επεξεργάζονται επακριβή στοιχεία υπολογισμού του ποσοστού του κινδύνου και των αναγκών καλύψεως και ότι, βάσει αυτών, συνιστούν στα μέλη τους καθαρά ασφάλιστρα ή ελάχιστες τιμές ασφαλίστρων. Ωστόσο, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν απολύτως να υπολογίσουν μόνες τους, κατά τρόπο ανεξάρτητο, το κόστος λειτουργίας τους και το εμπορικό τους περιθώριο και να καθορίσουν το μέρος αυτό των ασφαλίστρων βάσει των ειδικών για την επιχείρηση τους δεδομένων. Εξάλλου, η ανάγκη συστάσεως ακαθαρίστων ασφαλίστρων τίθεται εν αμφιβόλω από την απόφαση για τον κλάδο της ασφαλίσεως πυρός που έλαβε η γαλλική κυβέρνηση το 1979 (παράρτημα 1 της ανταπαντήσεως)' επίσης, δεν υπάρχουν ακαθάριστα ασφάλιστρα για το σύνολο του κλάδου στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Κάτω Χώρες.

Η παρεμβαίνουσα στηρίζει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Παρατηρεί ότι η γαλλική κυβέρνηση περιορίστηκε τότε να άρει το δεσμευτικό χαρακτήρα των συμφωνιών περί τιμών. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τη διαρκή πίεση των ασφαλισμένων, στην οποία οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πυρός υπόκεινται περισσότερο απ' ό,τι οι άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Ο καθορισμός του ποσοστού της κατ' αποκοπή αυξήσεως στον οποίο προβαίνει η σύσταση υπολείπεται σαφώς από το ποσοστό που θα ήταν πράγματι απαραίτητο για την απάλειψη του ελλείμματος των ασφαλίστρων.

Τ. Koopmans

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

( 1 ) Αρχές καθορισμού των ασφαλίστρων για βιομηχανικούς κινδύνους και για μεγάλους βιοτεχνικούς και εμπορικούς κινδύνους πυρός και διακοπής της εκμεταλλεύσεως ( όπως είχαν διαμορφωθεί στις 3 Φεβρουαρίου 1977).


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟ

της 27ης Ιανουαρίου 1987 ( *1 )

Στην υπόθεση 45/85,

Verband der Sacliversicherer e. V., με έδρα την Κολωνία, εκπροσωπούμενη από τον Christian Hootz, δικηγόρο Στουτγάρδης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 34 Β, rue Philippe-II, Luxembourg;

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από την

Gesamtverband der deutschen Versicherungswirtschaft e. V., με έδρα την Κολωνία, εκπροσωπούμενη από τον Hansjürgen Herrmann, δικηγόρο Κολωνίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Jacques Loesch, 2, rue Goethe, Luxembourg,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Norbert Koch, νομικό σύμβουλο της Επιτροπής, επικουρούμενο από την Barbara Rapp-Jung, δικηγόρο Φραγκφούρτης, εγκατεστημένη στις Βρυξέλλες, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο, τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως 85/75/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 1984, της σχετικής με διαδικασία κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ ( IV/30.307 - Ασφάλιση πυρός — ΕΕ 1985, L 35, σ. 20),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Κ. Κακούρη και Τ. F. O'Higgins, προέδρους τμήματος, Τ. Koopmans, U. Everling, Κ. Bahlmann και J. C. Moitinho de Almeida, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon

γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 5ης Ιουνίου 1986,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του στη συνεδρίαση της 20ής Νοεμβρίου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Φεβρουαρίου 1985, η ένωση Verband der Sachversicherer e. V., με έδρα την Κολωνία, άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 1984, της σχετικής με διαδικασία κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης ( IV/30.307 — Ασφάλιση πυρός ), που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 10 Δεκεμβρίου 1984 και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ( ΕΕ 1985, L 35, σ. 20 ).

2

Η προσφεύγουσα είναι ένωση σκοπός της οποίας είναι, κυρίως, η εκπροσώπηση, προώθηση και προστασία των επαγγελματικών συμφερόντων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων οι οποίες προβαίνουν σε ασφαλίσεις κατά των βιομηχανικών κινδύνων πυρός και διακοπής εκμεταλλεύσεως και οι οποίες έχουν άδεια ασκήσεως των δραστηριοτήτων τους στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

3

Η προσβαλλομένη απόφαση διαπιστώνει ότι η σύσταση της προσφεύγουσας, του Ιουνίου 1980, για τη σταθεροποίηση και την εξυγίανση των δραστηριοτήτων στον τομέα ασφάλισης των βιομηχανικών κινδύνων πυρός και διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης συνιστά παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Αρνείται να της χορηγήσει αρνητική πιστοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 17, ή απαλλαγή βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

4

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους έξι λόγους:

πρώτος λόγος: το άρθρο 85, παράγραφος 1, δεν εφαρμόζεται ακόμα πλήρως και χωρίς παρεκκλίσεις στον τομέα των ασφαλίσεων

δεύτερος λόγος: η Επιτροπή δεν έχει αρμοδιότητα να παρέμβει στην οικονομική πολιτική ενός κράτους μέλους·

τρίτος λόγος: η σύσταση της προσφεύγουσας, στην οποία αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αποτελεί απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1·

τέταρτος λόγος: η σύσταση της προσφεύγουσας δεν έχει ως·ιαντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού·

πέμπτος λόγος: η σύσταση δεν επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών·

έκτος λόγος: η Επιτροπή πεπλανημένως έκρινε ότι δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση εξαιρέσεως κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 3.

5

Η Gesamtverband der deutschen Versicherungswirtschaft e. V., που είναι η ομοσπονδία των επαγγελματικών ενώσεων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στη Γερμανία, παρενέβη στη διαφορά υπέρ των αιτημάτων της προσφεύγουσας. Υποστηρίζει όλους τους λόγους που προβάλλει η προσφεύγουσα, επιμένοντας ιδιαίτερα στο βάσιμο των δύο πρώτων λόγων και στους κινδύνους που ενέχει για ολόκληρο τον τομέα των ασφαλίσεων, η αυστηρή και απαρέγκλιτη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περί ασφαλίσεως στον εν λόγω τομέα.

6

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς οι διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας περί ασφαλίσεως, το ιστορικό της διαφοράς, καθώς και οι λόγοι και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

Πρώτος λόγος: εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1 στον τομέα των ασφαλίσεων

7

Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι, καταρχήν, οι κανόνες ανταγωνισμού που διατυπώνονται στα άρθρα 85 και επόμενα της Συνθήκης εφαρμόζονται στον τομέα των ασφαλίσεων. Υποστηρίζει όμως, αναφερόμενη σε έκθεση πραγματογνωμοσύνης που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, ότι η εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού στον εν λόγω τομέα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς περιορισμούς ή επιφυλάξεις εφόσον το Συμβούλιο δεν θέσπισε ειδικές διατάξεις εφαρμογής για τις ασφαλίσεις. Δεδομένου ότι το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ), της Συνθήκης προβλέπει ότι οι διατάξεις που πρέπει να θεσπίσει το Συμβούλιο για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 έχουν ως σκοπό να ορίσουν το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω άρθρων στους διαφόρους οικονομικούς κλάδους, επιβάλλει στο εν λόγω όργανο την υποχρέωση να μετριάσει την αυστηρότητα των απαγορεύσεων της Συνθήκης στο μέτρο που αυτό απαιτείται για τη διασφάλιση της επιβιώσεως ορισμένων κλάδων δραστηριοτήτων. Ο απεριόριστος ανταγωνισμός στον τομέα των ασφαλίσεων θα είχε, ακριβώς, ως συνέπεια την αύξηση του κινδύνου καταστροφής ορισμένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, δεδομένων των ιδιομορφιών του εν λόγω τομέα.

8

Η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα αναφέρουν σχετικώς ότι η σύμβαση ασφαλίσεως διακρίνεται από τις υπόλοιπες συμβάσεις καθόσον η παροχή του ενός των συμβαλλομένων εξαρτάται από έναν εντελώς αβέβαιο παράγοντα, δηλαδή την επέλευση του κινδύνου τον οποίο καλύπτει η ασφάλιση· οι διακυμάνσεις στην επέλευση καταστροφών σε ορισμένους τομείς, ιδίως στον τομέα του πυρός και των βιομηχανικών κινδύνων επιβάλλουν μάλλον συνεργασία των ασφαλιστικών εταιριών, παρά απεριόριστο μεταξύ τους ανταγωνισμό,προκειμένου να υπολογίσουν τα απαιτούμενα αποθεματικά και να τηρήσουν την ισορροπία μεταξύ εσόδων και δαπανών, προς αποφυγή κάθε κινδύνου αφερεγγυότητας. Από την άποψη αυτή, η προστασία του ασφαλισμένου ενέχει ιδιαίτερη σημασία, εφόσον αυτός εκπληρώνει τη συμβατική του παροχή, δηλαδή την καταβολή των ασφαλίστρων, χωρίς να έχει τη βεβαιότητα ότι, όταν χρειαστεί, η ασφαλιστική εταιρία θα είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη ζημία από το ζημιογόνο γεγονός το οποίο καλύπτει η σύμβαση.

9

Οι ιδιομορφίες αυτές στον τομέα των ασφαλίσεων ανάγκασαν τους εθνικούς νομοθέτες να προβλέψουν ειδικές διατάξεις για τον τομέα αυτό: προς τούτο η γερμανική νομοθεσία προέβλεψε γενικό σύστημα επιτηρήσεως των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, επέβαλε την υποχρέωση άδειας για την άσκηση ασφαλιστικών δραστηριοτήτων στη Γερμανία από αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις και θέσπισε ειδικές ρυθμίσεις που διέπουν τις επιπτώσεις του εν λόγω συστήματος επιτηρήσεως επί του δικαίου του ανταγωνισμού. Πράγματι, το άρθρο 102 του γερμανικού νόμου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού (Gesetz gegen Wettbewerbsbeschränkungen) προέβλεψε ότι η γενική απαγόρευση των συμφωνιών και αποφάσεων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό δεν εφαρμόζεται όταν οι εν λόγω συμφωνίες και αποφάσεις συνδέονται με ενέργειες που υπόκεινται στην επιτήρηση του ομοσπονδιακού φορέα στον οποίο έχει ανατεθεί ο έλεγχος των ασφαλίσεων. Ο αρμόδιος φορέας στον τομέα του ανταγωνισμού, το Bundeskartellamt, δεν μπορεί να παρέμβει παρά μόνο στις περιπτώσεις που οι εν λόγω συμφωνίες ή αποφάσεις συνιστούν κατάχρηση θέσεως που έχει αποκτηθεί στην αγορά.

10

Η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα ισχυρίζονται ότι μέχρι τη θέσπιση ειδικών διατάξεων για τον τομέα των ασφαλίσεων, εκ μέρους του Συμβουλίου, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ ). της Συνθήκης, η απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, δεν εφαρμόζεται στον τομέα των ασφαλίσεων, η δε Επιτροπή δεν μπορεί, μέσω της εφαρμογής της εν λόγω απαγορεύσεως, να συμβάλει στη δημιουργία της καταστάσεως την οποία ακριβώς αποσκοπεί να αποφύγει το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ ).

11

Η Επιτροπή, καίτοι αμφιβάλλει αν το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ), επιτρέπει στο Συμβούλιο να περιορίσει την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού που προβλέπει η Συνθήκη, περιορίζεται στο να τονίσει ότι το Συμβούλιο δεν θέσπισε καμία ειδική διάταξη, για τον τομέα των ασφαλίσεων, βάσει αυτής της διατάξεως και ότι οι κανόνες του ανταγωνισμού εφαρμόζονται, καταρχήν, σε όλους τους οικονομικούς τομείς και ότι, κατά συνέπεια, οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται, χωρίς περιορισμούς, στον τομέα των ασφαλίσεων.

12

Υπενθυμίζεται ότι, όπως ήδη τόνισε το Δικαστήριο στην απόφαση του της 30ής Απριλίου 1986 ( Asjes, 209-213/84, Συλλογή 1986, σ. 1425), όταν η Συνθήκη θέλει να εξαιρέσει ορισμένες δραστηριότητες από την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, προβλέπει ρητή εξαίρεση. Αυτό συμβαίνει με την παραγωγή και εμπορία γεωργικών προϊόντων, δυνάμει του άρθρου 42 της Συνθήκης. Σε ό,τι αφορά τις ασφαλίσεις δεν υπάρχει διάταξη η οποία, κατά το πρότυπο του εν λόγω άρθρου, θα απέκλειε τον εν λόγω τομέα από την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, ή θα την εξαρτούσε από απόφαση του Συμβουλίου.

13

Εξάλλου, παρατηρείται ότι ο κανονισμός 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25 ) καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης για το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων στις οποίες εφαρμόζονται οι εν λόγω διατάξεις, με μόνη εξαίρεση τις δραστηριότητες εκείνες για τις οποίες υπάρχουν ειδικοί κανόνες που έχουν θεσπιστεί βάσει του άρθρου 87 της Συνθήκης, όπως συμβαίνει με ορισμένους κλάδους μεταφορών όπως οι θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές. Καμία παρόμοια διάταξη δεν υπάρχει για τον τομέα των ασφαλίσεων.

14

Συνεπώς, συνάγεται ότι το κοινοτικό καθεστώς ανταγωνισμού, όπως ιδίως προκύπτει από τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης και τις διατάξεις του κανονισμού 17, εφαρμόζεται πλήρως στον τομέα των ασφαλίσεων.

15

Η διαπίστωση αυτή δεν σημαίνει καθόλου ότι βάσει του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιομορφίες ορισμένων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Πράγματι, στην Επιτροπή εναπόκειται, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας της, να χορηγήσει, σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 3, εξαιρέσεις από τις απαγορεύσεις που προβλέπει το άρθρο 85, να λάβει υπόψη την ιδιαίτερη φύση των διαφόρων οικονομικών κλάδων και τις ειδικές δυσκολίες των εν λόγω κλάδων.

16

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Δεύτερος λόγος: παρέμβαση στην εθνική οικονομική πολιτική

17

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το άρθρο 85, παράγραφος 1, απευθύνεται αποκλειστικώς στις επιχειρήσεις και δεν επιβάλλει απαγόρευση μέτρων εθνικής οικονομικής πολιτικής ή πολιτικής ανταγωνισμού. Η πλήρης εποπτεία των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η στεγανοποίηση της εθνικής αγοράς από την εφαρμοζόμενη νομοθεσία και ο περιορισμός των απαγορεύσεων των συμπράξεων αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο που εκφράζει μια ορισμένη επιλογή οικονομικής πολιτικής. Καμία διάταξη της Συνθήκης δεν επιτρέπει στα κοινοτικά όργανα να θέσουν υπό αμφισβήτηση μια τέτοια επιλογή και να παρακωλύσουν, με τον τρόπο αυτό, την άσκηση μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής.

18

Η παρεμβαίνουσα προσθέτει ότι ελλείψει ειδικής κοινοτικής ρυθμίσεως για τον τομέα του ανταγωνισμού στο χώρο των ασφαλίσεων, ο εν λόγω τομέας μπορεί να λειτουργήσει ανταποκρινόμενος στις απαιτήσεις αποδοτικής διαχειρίσεως των επιχειρήσεων και αποτελεσματικής προστασίας των ασφαλισμένων, μόνο εφόσον πραγματοποιηθεί εναρμόνιση των κανόνων του ανταγωνισμού και της νομοθεσίας περί εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η γερμανική ρύθμιση αποτελεί ένα καλό παράδειγμα τέτοιας εναρμονίσεως, καθόσον επιχειρεί να συμβιβάσει στόχους που επιδιώκονται και στους δύο αυτούς νομοθετικούς τομείς. Η λεπτή αυτή ισορροπία θα μπορούσε, ωστόσο, να ανατραπεί αν η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να παρέμβει κινούμενη αποκλειστικά από λόγους αναφερόμενους στο δίκαιο του ανταγωνισμού.

19

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι με την απόφαση της δεν απαγορεύει τη λήψη μέτρων εθνικής οικονομικής πολιτικής ή πολιτικής ανταγωνισμού, αλλά απλώς την ιδιωτική σύμπραξη την οποία αποφάσισαν, κατά τρόπο αυτόνομο, ορισμένες επιχειρήσεις. Είχε το δικαίωμα να ενεργήσει, κατά τον τρόπο αυτό, λόγω της απευθείας εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, στις επιχειρήσεις των κρατών μελών και, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ της εν λόγω διατάξεως και της εθνικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, λόγω της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου.

20

Η Επιτροπή παρατηρεί, επίσης, ότι κατά τη λήψη της αποφάσεως της γνώριζε ότι ο γερμανικός φορέας ελέγχου των συμπράξεων ( Bundeskartellamt ) είχε ήδη επιτρέψει την εν λόγω σύσταση, κατ' εφαρμογή του νόμου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού, όπως, επίσης, και η υπηρεσία ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι περιστάσεις αυτές δεν μπορούσαν να παρακωλύσουν την εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης· όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις του εν λόγω άρθρου, του άρθρου 3, στοιχείο στ ), και του άρθρου 5, εδάφιο 2, της Συνθήκης εθνικές νομοθετικές διατάξεις ή διοικητικές πρακτικές δεν μπορούν να επηρεάσουν την πλήρη εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού.

21

Πρέπει, καταρχάς, να παρατηρηθεί ότι δύσκολα γίνεται αντιληπτό πώς μπορεί να υπονομευθεί η οικονομική πολιτική της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας από την επίδικη απόφαση, η οποία στρέφεται μόνο κατά μιας συστάσεως ενώσεως επιχειρήσεων, σχετικής με τις τιμές των υπηρεσιών τους.

22

Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των εθνικών νομοθετικών διατάξεων περί επιτηρήσεως των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το αντικείμενο τους είναι διαφορετικό από εκείνο του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού και ότι μπορούν να εξακολουθήσουν να επιτελούν τη λειτουργία τους οποιαδήποτε και αν είναι η εφαρμογή του δικαίου περί ανταγωνισμού. Η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η εφαρμογή των απαγορεύσεων των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης θα μπορούσε να παρακωλύσει την ομαλή λειτουργία του εθνικού συστήματος επιτηρήσεως των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

23

Πρέπει να προστεθεί ότι, καίτοι αληθεύει ότι η νομοθεσία κράτους μέλους μπορεί να συνδέσει στενά την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού με τον έλεγχο του τομέα των ασφαλίσεων, το κοινοτικό δίκαιο δεν εξαρτά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης από τον τρόπο με τον οποίο ελέγχονται, βάσει μιας εθνικής νομοθεσίας, ορισμένοι τομείς δραστηριοτήτων.

24

Εξάλλου, ως προς τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η ιδιομορφία του τομέα των ασφαλίσεων επιβάλλει στις σχετικές επιχειρήσεις να συνεργάζονται στον τομέα των στατιστικών μελετών που είναι απαραίτητες για τον υπολογισμό του ποσοστού των ζημιογόνων γεγονότων, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται σε μια τέτοια μορφή συνεργασίας.

25

Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Τρίτος λόγος: μη δεσμευτικός χαρακτήρας της συστάσεως

26

Η επίδικη απόφαση θεωρεί ότι η Verband der Sachversicherer συνιστά ένωση επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και ότι η επίδικη σύσταση, του Ιουνίου 1980, για τη σταθεροποίηση και την εξυγίανση, ελήφθη από το αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με το καταστατικό της ενώσεως, με σκοπό να κοινοποιηθεί προς όλα τα μέλη από το γενικό της γραμματέα, ενεργούντα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, ως επίσημη έκφραση της βουλήσεως της ενώσεως. Καίτοι η ίδια η σύσταση αυτοχαρακτηρίζεται ως « μη δεσμευτική », ενέχει, ωστόσο, το χαρακτήρα μιας « αποφάσεως » ενώσεως επιχειρήσεων. Αρκεί ότι η σύσταση είναι σύμφωνη με το καταστατικό της ενώσεως και ότι γνωστοποιήθηκε στα μέλη της σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία, ως έκφραση της βουλήσεως της ενώσεως επιχειρήσεων.

27

Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η σύσταση δεν ενέχει κανένα δεσμευτικό χαρακτήρα, όπως εξάλλου προκύπτει από τον τίτλο της. Η τεχνική επιτροπή « βιομηχανικοί κίνδυνοι πυρός και διακοπής εκμεταλλεύσεως», είναι αρμόδια μόνο για τη μελέτη τεχνικών ζητημάτων και όχι για τη λήψη αποφάσεως που δεσμεύουν την ένωση ή τα μέλη της. Τα μόνα αρμόδια όργανα της Verband για τη λήψη αποφάσεων που να έχουν αυτό το δεσμευτικό χαρακτήρα είναι η συνέλευση των μελών και το συντονιστικό γραφείο. Κανένα, όμως, από τα δύο αυτά όργανα δεν έλαβε απόφαση σχετική με τη σύσταση.

28

Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι η Verband der Sachversicherer μπορεί, βάσει του καταστατικού της, να ρυθμίζει την εμπορική συμπεριφορά των μελών της και ότι η τεχνική επιτροπή, η οποία διατύπωσε τη σύσταση, είναι, βάσει των διατάξεων του εν λόγω καταστατικού, αρμόδια να εκδίδει αποφάσεις και συστάσεις που δεσμεύουν την ένωση. Εξάλλου, οι συστάσεις ενός ομίλου επιχειρήσεων, που καταρτίζονται από επιτροπές του εν λόγω ομίλου και κατόπιν κοινοποιούνται στα μέλη του, αποτελούν την έκφραση συμφωνίας μεταξύ των επιχειρήσεων που μετέχουν στον εν λόγω όμιλο που αποβλέπει να περιορίσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων.

29

Πρέπει, σχετικώς, να ληφθούν υπόψη διάφορα στοιχεία. Καταρχάς, δεν αμφισβητείται ότι οι ασφαλιστικές εταιρίες που αποτελούν μέλη της Verband der Sachversicherer είχαν κοινό συμφέρον να εξυγιάνουν την αγορά με αύξηση των ασφαλίστρων τα οποία είχαν μειωθεί σημαντικά μεταξύ 1973 και 1980, στον τομέα της ασφαλίσεως βιομηχανικών κινδύνων πυρός, ενώ το ποσοστό ζημιών και επιβαρύνσεων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Η επίδικη απόφαση, η οποία δεν αμφισβητήθηκε ως προς το σημείο αυτό, διαπιστώνει ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν αντέδρασαν μεμονωμένα στην πτωτική αυτή τάση αυξάνοντας τα ασφάλιστρα, διότι συνήθως ανέπτυσσαν δραστηριότητα σε πολλούς κλάδους ασφαλίσεως βιομηχανικών κινδύνων, ως εταιρίεςμέλη ενός ομίλου ή μέσω εταιριών συνδεδεμένων με τον ίδιο όμιλο· προσπαθούσαν, συνεπώς, να προσελκύσουν σημαντικές υποθέσεις στους άλλους κλάδους καταλογίζοντας στις βιομηχανίεςπελάτες τους ασφάλιστρα για την κάλυψη του κινδύνου πυρός, που ήταν ανεπαρκή για την κάλυψη των εξόδων τους.

30

Δεύτερον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ίδια η φύση της συστάσεως. Καίτοι χαρακτηρίζεται ως « μη δεσμευτική σύσταση » επιβάλλει επιτακτικώς συλλογική, κατ' αποκοπή και γραμμική αύξηση των ασφαλίστρων. Το ότι το αποτέλεσμα αυτό ήταν ηθελημένο προκύπτει, εξάλλου, από το γεγονός ότι λίγο μετά την κοινοποίηση της συστάσεως στα μέλη της Verband der Sachversicherer, οι γερμανικές επιχειρήσεις αντασφαλίσεως αποφάσισαν να περιλάβουν στις συμβάσεις αντασφαλίσεως που αφορούσαν τους ίδιους κινδύνους « ειδική ρήτρα για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων », σύμφωνα με την οποία τιμολόγια μη σύμφωνα με τη σύσταση θα θεωρούνται, σε περίπτωση επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος, ως υπασφάλιση.

31

Τρίτον, το καταστατικό της προσφεύγουσας ορίζει ότι η ένωση είναι εξουσιοδοτημένη να συντονίζει τη δραστηριότητα των μελών της, ιδίως στον τομέα του ανταγωνισμού, και ότι η ειδική τεχνική επιτροπή, στον κλάδο των βιομηχανικών κινδύνων, έχει ως αποστολή να συντονίζει την πολιτική τιμών των μελών, καθώς και ότι οι αποφάσεις ή συστάσεις της Επιτροπής θεωρούνται οριστικές εφόσον κανένα από τα όργανα που αναφέρονται ονομαστικώς δεν ζητήσει την έγκριση της από το συντονιστικό γραφείο της ενώσεως.

32

Ενόψει των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σύσταση, οποιαδήποτε και αν είναι η ακριβής νομική φύση της, συνιστά πιστή έκφραση της βουλήσεως της προσφεύγουσας να συντονίσει της ενέργειες των μελών της, στη γερμανική ασφαλιστική αγορά, σύμφωνα με το περιεχόμενο της συστάσεως. Επιβάλλεται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι συνιστά απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

33

Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Τέταρτος λόγος: περιορισμός του ανταγωνισμού

34

Η επίδικη απόφαση διαπιστώνει ότι σκοπός της συστάσεως είναι να περιορίσει τον ανταγωνισμό στον τομέα της βιομηχανικής ασφαλίσεως κατά των κινδύνων πυρός και διακοπής εκμεταλλεύσεως, στο εσωτερικό της κοινής αγοράς. Η αιτιολογία της αποφάσεως υπογραμμίζει, ιδίως, τον κατ' αποκοπή χαρακτήρα της αυξήσεως των ασφαλίστρων, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα περιλαμβάνει το σύνολο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασχολούνται με την αγορά αυτή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και την ενίσχυση των περιοριστικών συνεπειών της συστάσεως με την εισαγωγή της ρήτρας υπολογισμού των ασφαλίστρων από τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η θέση των οποίων στην εν λόγω αγορά είναι πολύ ισχυρή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

35

Προς στήριξη του λόγου που στρέφεται κατά των διαπιστώσεων αυτών, η προσφεύγουσα προβάλλει, ιδίως, τρία επιχειρήματα. Πρώτον, ότι με τη σύσταση δεν επιδιώκεται κανένας συγκεκριμένος σκοπός στον τομέα του ανταγωνισμού, καθόσον αυτή δεν αποτελεί παρά την έκφραση μιας τεχνικής συνεργασίας που είναι συνήθης και απαραίτητη στον τομέα των ασφαλίσεων, δεδομένων των ιδιομορφιών του εν λόγω τομέα σε ό,τι, ιδίως, αφορά τον υπολογισμό των κινδύνων. Δεύτερον, η νομολογία του Δικαστηρίου δέχεται ότι τα αντικειμενικά κριτήρια που εφαρμόζονται κατά την επιλογή του τρόπου διανομής και του δικτύου των διανομέων δεν συνιστούν, καταρχήν, περιορισμό του ανταγωνισμού· η προσφεύγουσα αναφέρεται, ιδίως, στην απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1977 (Metro, 26/76, Sig. σ. 1875). Τέλος, η Επιτροπή δεν εξακρίβωσε αν η σύσταση είχε ως αποτέλεσμα μεταβολή της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων κατά την προσφεύγουσα, η σύσταση δεν ακολουθήθηκε καθόλου στην πράξη.

36

Τα ίδια επιχειρήματα ανέπτυξε η παρεμβαίνουσα. Επέμεινε, ιδίως, στη διπλή υποχρέωση που είχε να αντιμετωπίσει ο τομέας των ασφαλίσεων: αφενός, ήταν αναγκασμένος να καθορίσει ασφάλιστρα σε επαρκές επίπεδο, μόνη μέθοδος που διασφαλίζει μακροπρόθεσμα ότι θα εκτελεστούν οι ασφαλιστήριες συμβάσεις' αφετέρου, για να καταλήξει σε ένα τέτοιο επίπεδο ασφαλίστρων έπρεπε να προβεί σε επισταμένες στατιστικές αναλύσεις όλων των στοιχείων της αγοράς, αναλύσεις που δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς τη συμμετοχή όλων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

37

Η Επιτροπή αναφέρει, καταρχάς, ότι για την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, αρκεί να προκύπτει από την απόφαση της ενώσεως επιχειρήσεων, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως, ότι σκοπός της είναι να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Αν ο λόγος αυτός συντρέχει, παρέλκει η έρευνα των συνεπειών. Αμφισβητεί, εξάλλου, τη διαβεβαίωση ότι η σύσταση δεν είχε αποτέλεσμα, στηριζόμενη στα στοιχεία που αφορούν το ποσοστό επελεύσεως των ζημιογόνων γεγονότων μεταξύ 1979 και 1983 και τα ασφάλιστρα που εισπράχθηκαν κατά την ίδια αυτή περίοδο.

38

Η Επιτροπή θεωρεί, εξάλλου, ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα δεν λαμβάνουν υπόψη το ρόλο της συστάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ως μέσου συντονισμού της εμπορικής πολιτικής των επιχειρήσεων αυτών. Εφόσον τα μέλη της ενώσεως συνέπραξαν στη διατύπωση της συστάσεως, είναι ταυτόχρονα οι συντάκτες και οι αποδέκτες της. Υπό την τελευταία αυτή ιδιότητα γνωρίζουν ποιες είναι οι ενέργειες που η καθεμία αναμένει από την άλλη.

39

Παρατηρείται ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου δεν χρειάζεται να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές συνέπειες μιας συμφωνίας όταν προκύπτει ότι σκοπός της είναι να περιορίσει, να παρεμποδίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Το ίδιο ισχύει και για μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων. Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή περιόρισε τον έλεγχο της στο σκοπό της συστάσεως χωρίς να διακριβώσει ποιες ήταν οι συνέπειες της.

40

Πρέπει να διαπιστωθεί, σχετικώς, ότι η σύσταση απέβλεπε στην εξυγίανση της οικονομικής καταστάσεως των επιχειρήσεων, η οποία είχε επηρεαστεί από τα ανεπαρκή σε σχέση με το προβλεπόμενο κόστος των ζημιών ασφάλιστρα. Για το λόγο αυτό η σύσταση στρέφεται προς την αιτία που προκάλεσε την ανατροπή της ισορροπίας, δηλαδή τον ανταγωνισμό διά της προσφοράς συνεχώς χαμηλότερων ασφαλίστρων, επιβάλλοντας μια κατ' αποκοπή αύξηση των ασφαλίστρων.

41

Με τον τρόπο αυτό η ένωση επιχείρησε, μέσω της συστάσεως, να επιτύχει γενική αύξηση, σταθερού ποσοστού, της τιμής των υπηρεσιών που προσφέρουν τα μέλη της. Πρέπει να αναφερθεί σχετικώς ότι το πρώτο παράδειγμα ενέργειας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό που δίνει το άρθρο 85, παράγραφος 1, στοιχείο α), είναι ακριβώς η συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική που έχει ως αντικείμενο « τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής ».

42

Χωρίς να απαιτείται, συνεπώς, να εξεταστεί αν οι στατιστικές αναλύσεις που είναι απαραίτητες για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων προϋποθέτουν τη συνεργασία όλων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναπτύσσουν τη δραστηριότητα τους σε μια ορισμένη ασφαλιστική αγορά, όπως υποστήριξε η Gesamtverband, αρκεί η διαπίστωση ότι το άρθρο 85, παράγραφος 1, δεν επιτρέπει στις εν λόγω ασφαλιστικές επιχειρήσεις να επεκτείνουν τη συνεννόηση τους στις τιμές των υπηρεσιών τους όπως αυτές διαμορφώνονται στην αγορά.

43

Συνεπώς, η σύσταση είχε ως σκοπό να περιορίσει τον ανταγωνισμό στην ασφαλιστική αγορά των βιομηχανικών κινδύνων πυρός και διακοπής εκμεταλλεύσεως και, κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Πέμπτος λόγος: επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών

44

Η προσβαλλομένη απόφαση διαπιστώνει ότι ο επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου προκύπτει, καταρχάς, από το γεγονός ότι η σύσταση απευθύνεται, επίσης, στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου πυρός, που έχουν την έδρα τους σε άλλα κράτη μέλη εκτός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ασκούν όμως τις δραστηριότητες τους στο γερμανικό έδαφος, είτε ως κύριες ή μοναδικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, είτε ως επιχειρήσεις συνασφαλίσεως. Καίτοι αληθεύει ότι η γερμανική νομοθεσία περί ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων επιβάλλει στις ασφαλιστικές αυτές επιχειρήσεις να διατηρούν υποκατάστημα στη Γερμανία, εκτός από την περίπτωση της συνασφαλίσεως την οποία ρυθμίζει οδηγία του Συμβουλίου, το υποκατάστημα αυτό πρέπει να θεωρηθεί, από απόψεως ανταγωνισμού, ως απλή επέκταση της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχειρήσεως.

45

Εξάλλου, η απόφαση θεωρεί ότι η σύσταση η σχετική με τα ασφάλιστρα μπορούσε να στεγανοποιήσει την εν λόγω αγορά μεταξύ κρατών μελών και να καταστήσει, με τον τρόπο αυτό, δυσκολότερη την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιθυμεί η Συνθήκη. Η στεγανοποίηση αυτή επιτείνεται από την εφαρμογή της ρήτρας υπολογισμού των ασφαλίστρων από τις επιχειρήσεις αντασφαλίσεως, εφαρμογή η οποία θα μπορούσε να ασκήσει πίεση που να επηρεάσει και ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου πυρός της Κοινότητας, οι οποίες δρουν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας χωρίς να έχουν εκεί την έδρα τους.

46

Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα σχετικά επιχειρήματα της Επιτροπής αναπτύσσοντας σειρά επιχειρημάτων που κατ' ουσίαν μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: δεν υφίσταται εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, καθόσον δεν υπάρχουν διασυνοριακές ασφαλιστικές παροχές επειδή η σύναψη παρομοίων συμβάσεων κατέστη αδύνατη από τη γερμανική νομοθεσία, η οποία προβλέπει την υποχρέωση εγκαταστάσεως για τις αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Τα υποκαταστήματα των αλλοδαπών επιχειρήσεων δεν μπορούν να θεωρηθούν, αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει η απόφαση, ως « επέκταση » της μητρικής εταιρίας. Αντιθέτως, τα υποκαταστήματα αποτελούν αυτοτελείς οικονομικές μονάδες και, συνεπώς, ανεξάρτητες επιχειρήσεις από απόψεως δικαίου του ανταγωνισμού. Συνεπώς, η σύσταση δεν αφορούσε παρά μόνο την εσωτερική αγορά. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, η ανταγωνιστική θέση των αλλοδαπών επιχειρήσεων δεν επηρεάζεται από τη σύσταση· αναφέρει ότι στις πράξεις συνασφαλίσεως — μοναδικό τομέα στον οποίο, σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, δεν εφαρμόζεται η υποχρέωση εγκαταστάσεως — δεν υπάρχει, ούτως ή άλλως, ελευθερία δράσεως καθόσον οι επιχειρήσεις συνασφαλίσεως ακολουθούν, σε ό,τι αφορά τα ασφάλιστρα, τον πρωτασφαλιστή της συνασφαλίσεως.

47

Τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή προς υπεράσπιση της έδωσαν αφορμή για μια διεξοδική συζήτηση ως προς την έννοια και τη νομική φύση του « υποκαταστήματος », δεν χρειάζεται, όμως, να εξεταστεί λεπτομερώς το θέμα αυτό. Πράγματι, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι δύο λόγοι που προβάλλει η επίδικη απόφαση είναι ακριβείς και ότι δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι η σύσταση μπορεί να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

48

Καταρχάς, η υποχρέωση μιας ασφαλιστικής επιχειρήσεως που έχει την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος, αλλά επιθυμεί να αναπτύξει δραστηριότητα στο γερμανικό έδαφος, να ιδρύσει υποκατάστημα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείσει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές στο χώρο των ασφαλίσεων. Το γεγονός ότι η σύσταση αφορά μόνο το υποκατάστημα δεν αποκλείει τον επηρεασμό των οικονομικών σχέσεων μεταξύ υποκαταστήματος και μητρικής εταιρίας· αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το βαθμό νομικής αυτονομίας του υποκαταστήματος.

49

Πρέπει να αναγνωριστεί, σχετικώς, ότι όταν η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση της, η γερμανική νομοθεσία ήταν πολύ περιοριστική ως προς την άσκηση ασφαλιστικών δραστηριοτήτων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκ μέρους ασφαλιστικών εταιριών που είχαν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος. Οι ασφαλιστικές αυτές εταιρίες μπορούσαν, βεβαίως, να μετάσχουν στην άσκηση ασφαλιστικών δραστηριοτήτων ιδρύοντας υποκατάστημα στο γερμανικό έδαφος ή μετέχοντας σε συνασφαλίσεις για την κάλυψη κινδύνου εντός του γερμανικού εδάφους. Το ότι, όμως, οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας επιτρέπουν την άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων που αφορούν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, δεν μπορεί να προβληθεί, για να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, σε περιορισμούς του ανταγωνισμού που αφορούν τις εν λόγω δραστηριότητες.

50

Εξάλλου, η γραμμική αύξηση των ασφαλίστρων, την οποία δεν δικαιολογεί η ατομική κατάσταση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, μπορεί να επηρεάσει την κατάσταση αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να προσφέρουν, μέσω των υποκαταστημάτων τους, περισσότερο ανταγωνιστικές υπηρεσίες. Συνεπώς, η σύσταση επιχειρεί να καταστήσει ακόμα δυσκολότερη τη διείσδυση στη γερμανική αγορά.

51

Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

Έκτος λόγος: προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3

52

Η σύσταση κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 23 Σεπτεμβρίου 1982. Η απόφαση διαπιστώνει ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να χορηγηθεί εξαίρεση για την περίοδο μεταξύ Ιουνίου 1980 και της ημερομηνίας κοινοποιήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 17. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τη διαπίστωση αυτή.

53

Για τη μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως περίοδο, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την απόφαση, ισχυριζόμενη ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση εξαιρέσεως. Η επίδικη σύσταση ήταν εξ αντικειμένου απαραίτητη για την αποκατάσταση της αποδοτικότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθεί σχετικώς ότι το Bundeskartellamt αποφάσισε, σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της γερμανικής νομοθεσίας, ότι η σύσταση δεν συνιστά κατάχρηση.

54

Η μεταξύ των διαδίκων συζήτηση αναφέρεται ιδίως στο αν η σύσταση μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών στον εν λόγω τομέα. Η προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίζει σχετικώς ότι ένα από τα κύρια επιχειρήματα της προσφεύγουσας, ότι δηλαδή τα στατιστικά στοιχεία που διαθέτουν οι διάφορες επιχειρήσεις τα σχετικά με τα ζημιογόνα γεγονότα είναι ανεπαρκή για να επιτρέψουν ορθό υπολογισμό, είναι καθεαυτό βάσιμο. Η Επιτροπή προσθέτει, ωστόσο, ότι αυτό δεν σημαίνει ότι η απόφαση ενώσεως που συνιστά αυξήσεις των ασφαλίσεων κατά 10 και 20 ο/ο, ή ακόμα 30 ο/ο, συνιστά μέτρο που συμβάλλει στη βελτίωση των παρεχομένων στον τομέα αυτό υπηρεσιών. Το γεγονός ότι στόχος των ασφαλίσεων κατά ζημιών και των σχετικών νομοθετικών διατάξεων είναι η πλήρης διασφάλιση της εκτελέσεως των ασφαλιστικών συμβάσεων, χωρίς να θίγεται η αρχή της διακρίσεως των κλάδων, δεν σημαίνει ότι η κατ' αποκοπή αύξηση του επιπέδου των ασφαλίστρων μπορεί να βελτιώσει τις παρεχόμενες στον τομέα αυτό υπηρεσίες.

55

Η προσβαλλόμενη απόφαση επισημαίνει, επίσης, ότι η σύσταση βαίνει πέραν των ορίων αυτού που θα μπορούσε να θεωρηθεί πρακτικώς χρήσιμη συνεργασία μεταξύ ασφαλιστικών επιχειρήσεων για την έρευνα των στατιστικών στοιχείων που αφορούν τα ζημιογόνα γεγονότα και τη συναγωγή πρακτικών συμπερασμάτων για την κατάρτιση των ασφαλιστικών συμβάσεων. Η κατάχρηση δεν προκύπτει μόνο από το γεγονός ότι αύξηση κατά 10, 20 ή 30 ο/ο δεν λαμβάνει υπόψη το κόστος και τα έσοδα της κάθε ασφαλιστικής εταιρίας. Επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή που τη διέπει, η αύξηση αυτή στηρίζεται στον καθορισμό ακαθαρίστων ασφαλίστρων τα οποία, αγνοώντας τις επιμέρους ιδιομορφίες, προβλέπουν για όλες τις επιχειρήσεις τα ίδια ποσοστά προσαυξήσεων για λειτουργικές δαπάνες και περιθώρια κέρδους, υπολογιζόμενα βάσει των στατιστικών των σχετικών με το κόστος των εκκαθαρισθεισών ζημιών.

56

Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο. Αναφέρει ότι η σύσταση αφορά αποκλειστικώς αύξηση των ασφαλίστρων που πράγματι καταβάλλονται και όχι τα ακαθάριστα ασφάλιστρα. Εξάλλου, συστάσεις σχετικές με τα ακαθάριστα ασφάλιστρα είναι εξ αντικειμένου απαραίτητες και υπάρχουν σε όλο τον κόσμο.

57

Η παρεμβαίνουσα στηρίζει το επιχείρημα αυτό. Υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη τις συνέπειες που είχε η σύσταση σε άλλους ασφαλιστικούς κλάδους, εκτός από τον κλάδο πυρός. Πράγματι, κατέστη δυνατή η βελτίωση των παροχών των άλλων αυτών κλάδων, λόγω της εξυγιάνσεως του κλάδου πυρός. Η αύξηση των ασφαλίστρων που συστήθηκε δεν απέβλεπε μόνο στη διασφάλιση της διαρκούς δυνατότητας εκτελέσεως των ασφαλιστικών συμβάσεων κατά βιομηχανικών κινδύνων πυρός' απέβλεπε, επίσης, στην απαλλαγή των υπολοίπων κλάδων από επιβαρύνσεις που δεν έπρεπε να τους καταλογίζονται.

58

Ενόψει των επιχειρημάτων αυτών πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αποστολή της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, ήταν να εκτιμήσει αν η επίδικη σύσταση συνέβαλε στη βελτίωση των παρεχομένων στον τομέα των ασφαλίσεων υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, ορθώς έκρινε ότι καθήκον της δεν ήταν να εξακριβώσει μόνο εάν η σύσταση απέβλεπε στην αντιμετώπιση πραγματικών προβλημάτων που υπήρχαν στην αγορά λόγω της συνεχούς πτώσεως των ασφαλίστρων για ασφαλίσεις κατά βιομηχανικών κινδύνων πυρός και διακοπής εκμεταλλεύσεως και να κρίνει αν η σύσταση αποτελούσε το κατάλληλο μέσο για την αντιμετώπιση της καταστάσεως αυτής, αλλά ότι ήταν επίσης καθήκον της να εκτιμήσει αν τα μέσα που χρησιμοποιεί η σύσταση υπερβαίνουν εκείνο που θα μπορούσε να θεωρηθεί αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

59

Δεν χρειάζεται να εξεταστούν, σχετικώς, όλα τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν και οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο σχετικά με την επίδραση της συστάσεως στα « ακαθάριστα » ασφάλιστρα καθώς και την ανάγκη μιας ενώσεως επιχειρήσεων που επιθυμεί να εξυγιάνει τον εν λόγω τομέα να χρησιμοποιήσει ως αφετηρία τα « ακαθάριστα » ασφάλιστρα. Πράγματι, το ζήτημα ήταν αν η γενική, κατ' αποκοπή και γραμμική αύξηση των ασφαλίστρων μπορούσε να δικαιολογηθεί από τον επιδιωκόμενο σκοπό.

60

Λόγω του γενικού και χωρίς διαφοροποιήσεις χαρακτήρα της η αύξηση αυτή συνεπαγόταν αύξηση των ασφαλίστρων που περιελάμβανε όχι μόνο την κάλυψη του κόστους των καλυπτομένων ζημιών, αλλά και των διαχειριστικών δαπανών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων όπως προκύπτει από τη δικογραφία το επίπεδο των διαχειριστικών δαπανών των διαφόρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων παρουσιάζει σημαντικές διαφορές. Συνεπώς, ο γενικός χαρακτήρας της αυξήσεως μπορούσε να επιφέρει περιορισμούς του ανταγωνισμού που υπερέβαιναν το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκομένου στόχου μέτρο.

61

Κρίνοντας ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, τα μειονεκτήματα της λύσεως που επελέγη ήταν, από απόψεως δικαίου του ανταγωνισμού, σημαντικότερα από τα πλεονεκτήματα και ότι, κατά συνέπεια, δεν υπήρχε βελτίωση των παρεχομένων στην ασφαλιστική αγορά υπηρεσιών, η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

62

Συνεπώς, οι αιτιάσεις σύμφωνα με τις οποίες συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, ώστε να είναι υποχρεωμένη η Επιτροπή να χορηγήσει εξαίρεση από την απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Ο έκτος λόγος πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

63

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της.

Επί των δικαστικών εξόδων

64

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθη, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Η Gesamtverband der deutschen Versicherungswirtschaft e. V., που παρενέβη υπέρ της προσφεύγουσας, πρέπει να φέρει τα έξοδα της παρεμβάσεως της.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Η Gesamtverband der deutschen Versicherungswirtschaft e. V. φέρει τα έξοδα τα σχετικά με την παρέμβαση της.

 

3)

Η προσφεύγουσα φέρει τα λοιπά δικαστικά έξοδα.

 

Mackenzie Stuart

Κακούρης

O'Higgins

Koopmans

Everling

Bahlmann

Moitinho de Almeida

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1987.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος

Α. J. Mackenzie Stuart


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.