61985C0314

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mancini της 19ης Μαΐου 1987. - FOTO-FROST ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT LUEBECK-OST. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ FINANZGERICHT ΤΟΥ ΑΜΒΟΥΡΓΟΥ. - ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ - ΚΥΡΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ" ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΑΣΜΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 314/85.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1987 σελίδα 04199
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00233
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00235


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1 . Η γερμανική εταιρία Foto-Frost και το Haupztollamt Loebeck-Ost ( Κεντρικό Τελωνείο της Ανατολικής Λυβέκης ) είναι αντίδικοι σε υπόθεση η οποία έχει ως αντικείμενο την εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών δασμών για εμπορεύματα που παρήχθησαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ( στο εξής : ΛΔΓ ) και τα οποία αγόρασε επιχείρηση η οποία έχει την έδρα της στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ( στο εξής : Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ) από εταιρίες εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη . Στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής, το Finanzgericht του Αμβούργου υπέβαλε στο Δικαστήριο τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα, από τα οποία τα δύο αφορούν πολύ λεπτά ζητήματα . Πράγματι, το Finanzgericht επιθυμεί να πληροφορηθεί αν τα κατώτερα δικαστήρια των κρατών μελών μπορούν να αποφαίνονται επί του κύρους των κοινοτικών πράξεων - στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για απόφαση που η Επιτροπή απηύθυνε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία -- και πώς πρέπει να ερμηνευτούν οι διατάξεις που διέπουν την είσπραξη δασμών υπό το φως του πρωτοκόλλου περί του εσωτερικού γερμανικού εμπορίου, που αποτελεί παράρτημα της Συνθήκης ΕΟΚ .

2 . Η Foto-Frost είναι επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία και επιδίδεται στην εισαγωγή, στην εξαγωγή και στο χονδρεμπόριο φωτογραφικών ειδών . Μεταξύ 23ης Σεπτεμβρίου 1980 και 9ης Ιουλίου 1981 αγόρασε διάφορες παρτίδες πρισματικών διοπτρών που είχαν κατασκευαστεί από την εταιρία Carl Zeiss της Ιένας ( ΛΔΓ ). Επειδή όμως μεταξύ της εταιρίας αυτής και της ομώνυμης επιχείρησης του Oberkochen ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ) υπάρχει συμφωνία η οποία ορίζει ότι, για να εισέλθουν στη Δυτική Γερμανία, τα προϊόντα της πρώτης πρέπει να διέλθουν από τρίτες χώρες, η Foto-Frost αγόρασε τις διόπτρες από εταιρίες εγκατεστημένες στη Δανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο οι οποίες διαθέτουν τελωνειακές αποθήκες στη Δανία και στις Κάτω Χώρες . 'Ενα μέρος των διοπτρών εξήχθη ( Ιταλία, Νότιο Αφρική ) και ένα άλλο μέρος μεταπωλήθηκε σε άλλες επιχειρήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους τις εξήγαγαν .

Το εμπόρευμα είχε πωληθεί, τιμολογηθεί και αποσταλεί στη Foto-Frost στο πλαίσιο του καθεστώτος της εξωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως ( άρθρο 12 και επόμενα του κανονισμού 222/77 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί της κοινοτικής διαμετακομίσεως, ΕΕ ειδ . έκδ . 02/003, σ . 3 ), που επιτρέπει τη μεταφορά στο εσωτερικό της Κοινότητας εμπορευμάτων καταγωγής τρίτων χωρών, τα οποία δεν τελούν σε ελεύθερη κυκλοφορία σε κράτος μέλος, χωρίς τα εμπορεύματα αυτά να υπόκεινται σε τελωνειακές διατυπώσεις κατά τη διέλευση από ένα κράτος μέλος σε άλλο . 'Οπως είχε πράξει για προγενέστερες και ανάλογες εισαγωγές, η Foto-Frost προέβη σε τελωνειακή διασάφηση προκειμένου να θέσει σε ελεύθερη κυκλοφορία τις διόπτρες, προσκόμισε τις απαιτούμενες άδειες και ζήτησε να απαλλαγεί από τους εισαγωγικούς δασμούς, σύμφωνα με το πρωτόκολλο που διέπει το εσωτερικό γερμανικό εμπόριο . Εφόσον τα εμπορεύματα είχαν παραχθεί στη ΛΔΓ, τα τελωνεία δέχτηκαν το αίτημα .

Η απόφαση όμως αυτή αμφισβητήθηκε το Σεπτέμβριο του 1981 από το Hauptzollamt Loebeck-Ost . Το τελωνείο παρατήρησε ότι, κατά το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου περί του εσωτερικού γερμανικού εμπορίου της 25ης Μαρτίου 1957, "οι συναλλαγές μεταξύ των γερμανικών εδαφών, στα οποία ισχύει ο θεμελιώδης νόμος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας ... και εκείνων στα οποία ο θεμελιώδης νόμος δεν ισχύει, αποτελούν μέρος του εσωτερικού γερμανικού εμπορίου (( και επομένως )) η εφαρμογή της Συνθήκης δεν απαιτεί καμία τροποποίηση του ισχύοντος καθεστώτος του εμπορίου αυτού στη Γερμανία ". Με άλλα λόγια, η κανονιστική ρύθμιση αφορά μόνο τις "άμεσες" συναλλαγές μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και της ΛΔΓ και επομένως δεν μπορούσε να έχει εφαρμογή στις εισαγωγές εμπορευμάτων που διήλθαν από άλλα κράτη .

Το τελωνείο πρόσθεσε ότι, παρά ταύτα, η Foto-Frost δεν έπρεπε να υποχρεωθεί στην καταβολή των δασμών . Πράγματι, η επιχείρηση συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 1979, περί της "εκ των υστέρων" εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από το φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφήθηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών ( ΕΕ ειδ . έκδ . 02/007, σ . 254 ). Ειδικότερα, η επιχείρηση είχε υποβάλει στο τελωνείο τελωνειακή διασάφηση προσηκόντως συμπληρωμένη και, εφόσον επανειλημμένως της είχε χορηγηθεί απαλλαγή στο παρελθόν, δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει την ορθότητα της απόφασης που είχαν λάβει τα αρμόδια τελωνεία .

Η υπόθεση τίθεται επομένως στο αρχείο; 'Οχι . Το ύψος των δασμών υπερέβαινε τα 2 000 ECU και συνεπώς το Hauptzollamt δεν είχε την εξουσία να αποφασίσει το ίδιο να παραιτηθεί από την είσπραξη (( άρθρο 4 του κανονισμού 1573/80 της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 1980 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 11/020, σ . 243 ) )). Το τελωνείο απευθύνθηκε τότε στον ομοσπονδιακό Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος, με τη σειρά του, ζήτησε από την Επιτροπή να αποφασίσει, βάσει του άρθρου 6 του ίδιου κανονιστικού κειμένου, αν η είσπραξη των δασμών μπορούσε να μην πραγματοποιηθεί εν προκειμένω . Η απόφαση της 6ης Μαΐου 1983 που απηύθυνε η Επιτροπή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ήταν αρνητική . Η Επιτροπή παρατηρούσε ότι ο εισαγωγέας είχε τη δυνατότητα να αντιπαραβάλει τη ρύθμιση, την εφαρμογή της οποίας ζητούσε, προς τις συνθήκες υπό τις οποίες είχαν διενεργηθεί οι εισαγωγές και επομένως ήταν σε θέση να διαπιστώσει τα σφάλματα στα οποία είχαν ενδεχομένως υποπέσει οι αρχές . Εξάλλου, δεν ήταν ακριβές ότι είχε τηρήσει όλες τις διατάξεις της ισχύουσας κανονιστικής ρυθμίσεως περί τελωνειακών διασαφήσεων . Επομένως, έπρεπε να πραγματοποιηθεί η εκ των υστέρων είσπραξη των δασμών, που ανέρχονταν σε 64 346,53 γερμανικά μάρκα .

Μετά την απόφαση αυτή, την οποία ούτε το κράτος-αποδέκτης ούτε η Foto-Frost προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου, το Hauptzollamt εξέδωσε στις 22 Ιουλίου 1983 διορθωτική πράξη απαιτώντας από την επιχείρηση να καταβάλει το αναφερόμενο από την Επιτροπή ποσό και, επιπλέον, 12 786,10 γερμανικά μάρκα ως φόρο κύκλου εργασιών επί των εισαγωγών . Τότε η Foto-Frost προσέφυγε ενώπιον του Finanzgericht του Αμβούργου προσβάλλοντας την προαναφερόμενη πράξη και ζητώντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να ανασταλεί η εκτέλεσή της . Με Διάταξη που εξέδωσε στις 22 Σεπτεμβρίου 1983, το Finanzgericht δέχτηκε αυτό το αίτημα . Πράγματι, έκρινε ότι, κατά το πρωτόκολλο περί του εσωτερικού γερμανικού εμπορίου, η εισαγωγή στην οποία προέβη η επιχείρηση έπρεπε να θεωρηθεί ως απαλλασσόμενη από δασμούς . Επομένως, έπρεπε να ανασταλεί η εκτέλεση της διορθωτικής πράξεως μέχρις ότου αποδειχθεί, ενδεχομένως κατόπιν παραπομπής στο Δικαστήριο, αν ήταν δικαιολογημένη η εκ των υστέρων είσπραξη .

Κατά την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης, το Finanzgericht αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα ( 29 Αυγούστου 1985 ).

"1 ) Μπορεί το εθνικό δικαστήριο να προβεί στον έλεγχο του κύρους αποφάσεως που εξέδωσε η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1573/80 της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 1980 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 11/020, σ . 243 ), σχετικής με τη μη 'εκ των υστέρων' είσπραξη εισαγωγικών δασμών σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 02/007, σ . 254 ), με την οποία απόφαση κρίνεται ότι δεν είναι δικαιολογημένο να μην πραγματοποιηθεί η 'εκ των υστέρων' είσπραξη εισαγωγικών δασμών, και ενδεχομένως να αποφασίσει, στα πλαίσια διαδικασίας κατά της σχετικής πράξεως ότι, παρά την προαναφερθείσα αντίθετη απόφαση της Επιτροπής, πρέπει να μην πραγματοποιηθεί η 'εκ των υστέρων' είσπραξη;

2 ) Στην περίπτωση που το εθνικό δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγξει το κύρος της απόφασης της Επιτροπής : είναι έγκυρη η απόφαση της Επιτροπής REC . 3/83 της 6ης Μαΐου 1983;

3 ) Σε περίπτωση που το εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει το κύρος της απόφασης της Επιτροπής : πρέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1697/79 να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι παρέχει διακριτική εξουσία λήψεως αποφάσεων, η οποία υπόκειται σε περιορισμένο έλεγχο του εθνικού δικαστηρίου μόνον όσον αφορά ελάττωμα περί την άσκησή της, που πρέπει ενδεχομένως να διασαφηθεί, χωρίς το δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα ελέγχου του περιεχομένου της αποφάσεως, ή πρόκειται για εξουσιοδότηση για τη λήψη μέτρου επιεικείας, η νομιμότητα της οποίας υπόκειται από όλες τις απόψεις σε δικαστικό έλεγχο;

4 ) Στην περίπτωση κατά την οποία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1697/79, δεν επιτρέπεται η μη είσπραξη των δασμών : τα εμπορεύματα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που μεταφέρονται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μέσω άλλου κράτους μέλους υπό καθεστώς ( εξωτερικής ) κοινοτικής διαμετακομίσεως, εμπίπτουν στο εσωτερικό γερμανικό εμπόριο κατά την έννοια του πρωτοκόλλου περί του εσωτερικού γερμανικού εμπορίου και των συναφών προβλημάτων, της 25ης Μαρτίου 1957, και, συνεπώς, κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων αυτών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, δεν πρέπει να καταβάλλονται ούτε δασμοί ούτε φόρος κύκλου εργασιών λόγω εισαγωγής, ή οι προαναφερόμενες επιβαρύνσεις πρέπει να εισπράττονται όπως και κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες και επομένως πρέπει να εισπράττονται, αφενός, οι κοινοτικοί δασμοί σύμφωνα με τις διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας και, αφετέρου, ο φόρος κύκλου εργασιών λόγω εισαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της έκτης κοινοτικής οδηγίας περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών;"

Κατά την παρούσα διαδικασία, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν το Hauptzollamt Loebeck-Ost, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η εταιρία Foto-Frost .

3 . Για την καλύτερη κατανόηση των περιστατικών που μόλις προηγουμένως εξέθεσα και των προβλημάτων επί των οποίων καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο, είναι χρήσιμο να υπομνηστεί η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση περί της εκ των υστέρων εισπράξεως των εισαγωγικών δασμών και το καθεστώς που διέπει το εσωτερικό γερμανικό εμπόριο .

Οι κοινοτικές διατάξεις περιλαμβάνονται στα προαναφερθέντα άρθρα 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου, και 4 και 6 του κανονισμού 1573/80 της Επιτροπής . Κατά την πρώτη διάταξη, οι αρμόδιες εθνικές αρχές "δύνανται να μην προβαίνουν σε ενέργειες εισπράξεως 'εκ των υστέρων' ποσού εισαγωγικών δασμών ... που δεν καταβλήθηκε συνεπεία λάθους ... που λογικά δεν ηδύνατο να ανακαλυφθεί από το φορολογούμενο ο οποίος ... ενήργησε καλοπίστως και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, όσον αφορά την κατάθεση της τελωνειακής διασαφήσεως ". Οι δύο άλλες διατάξεις εφαρμόζονται στην περίπτωση κατά την οποία το ποσό των δασμών είναι ίσο ή ανώτερο των 2 000 ΕCU . Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 4 ορίζει ότι η προαναφερθείσα αρχή "απευθύνεται στην Επιτροπή με αίτηση αποφάσεως που περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία εκτιμήσεως ...". Το δε άρθρο 6 προσθέτει ότι, μετά από διαβούλευση της ομάδας των εμπειρογνωμόνων που αποτελείται από εκπροσώπους όλων των κρατών μελών, που συνέρχονται στα πλαίσια της Επιτροπής Τελωνειακών Ατελειών, η Επιτροπή "λαμβάνει απόφαση που ορίζει είτε ότι η εξετασθείσα περίπτωση επιτρέπει να μη χωρήσει η είσπραξη των δασμών ..., είτε ότι δεν την επιτρέπει ". Εν συνεχεία, η απόφαση κοινοποιείται στο κράτος οι αρχές του οποίου ζήτησαν από το κοινοτικό όργανο να αποφανθεί .

Αξίζει επίσης να αναφερθούμε συνοπτικά και στην οδηγία 79/695/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί εναρμονίσεως των διαδικασιών θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων ( ΕΕ ειδ . έκδ . 02/007, σ . 262 ). Πράγματι, με το άρθρο 10, παράγραφος 2, εξουσιοδοτούνται οι εθνικές αρχές να ελέγχουν και, ενδεχομένως, να μεταβάλλουν το ύψος των δασμών που έχουν ήδη επιβληθεί .

Ας εξετάσουμε τώρα το καθεστώς του εσωτερικού γερμανικού εμπορίου . Ως γνωστό, στηρίζεται σε τρεις ομάδες διατάξεων : α ) τη σύμβαση που υπεγράφη στο Βερολίνο στις 20 Σεπτεμβρίου 1951 μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και της ΛΔΓ, που αφορά τόσο το εμπόριο μεταξύ των νομισματικών ζωνών του μάρκου όσο και τις σχέσεις μεταξύ των εκδοτικών τραπεζών των δύο κρατών β ) μια σειρά νόμων και κανονιστικών ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν κατά την περίοδο της κατοχής ( 1949-1950 ) από τις συμμαχικές κυβερνήσεις και τους στρατιωτικούς διοικητές σχετικά με τον έλεγχο συναλλάγματος και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων γ ) διάφορες εκτελεστικές κανονιστικές ρυθμίσεις που θέσπισε μεταγενέστερα ο ομοσπονδιακός νομοθέτης, μεταξύ των οποίων η τελευταία ρύθμιση της 1ης Μαρτίου 1979, περί των διαζωνικών συναλλαγών ( Bundesgesetzblatt, Ι, σ . 463 ).

Οι διατάξεις που θέσπισαν οι στρατιωτικοί διοικητές (( βλέπε ανωτέρω στοιχείο β ) )), οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν, απαγορεύουν καταρχήν την αγορά και την προμήθεια εμπορευμάτων μεταξύ των δύο γερμανικών κρατών . Πάντως, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μπορεί να παρεκκλίνει από την απαγόρευση αυτή και, στην περίπτωση αυτή, οι επιτρεπόμενες πράξεις διενεργούνται με συμψηφισμό : με άλλα λόγια, οι αντίστοιχες πληρωμές δεν διενεργούνται σε ελευθέρως μετατρέψιμο νόμισμα, αλλά εγγράφονται σε δύο λογαριασμούς που υπάρχουν στην Deutsche Bundesbank της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και στην Staatsbank της ΛΔΓ . Κάτι ακόμη . 'Οπως συνέβη εν προκειμένω, οι εν λόγω συναλλαγές μπορούν να διενεργούνται μέσω τρίτης χώρας και, κατά συνέπεια, να ενέχουν τον κίνδυνο η ΛΔΓ, παρακάμπτοντας το μηχανισμό του συμψηφισμού, να προμηθεύεται μετατρέψιμο νόμισμα . Προκειμένου να αποφεύγονται τέτοιες καταστρατηγήσεις, με τις ίδιες διατάξεις θεσπίζεται ένα σύστημα προηγουμένων εγκρίσεων και εκ των υστέρων ελέγχων, που η κυβέρνηση της Βόννης εφαρμόζει αυστηρότατα .

4 . Το πρόβλημα που τίθεται με το πρώτο ερώτημα του Finanzgericht είναι, κατά την άποψή μου, ένα από τα πλέον ακανθώδη που είχε να αντιμετωπίσει ποτέ το Δικαστήριο . Πράγματι, το Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν, υπό το φως του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα κατώτερα δικαστήρια των κρατών μελών είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί του κύρους των κοινοτικών πράξεων τόσον ευθέως όσο και κατ' αντανάκλαση, δηλαδή εκδίδοντας αποφάσεις και Διατάξεις επί του κύρους ή της εκτελέσεως εσωτερικών μέτρων με τα οποία εφαρμόζονται οι πράξεις αυτές . 'Ολοι οι διάδικοι που υπέβαλαν παρατηρήσεις κατά την παρούσα διαδικασία καλούν το Δικαστήριο να δώσει αρνητική απάντηση . Αναφέρω αμέσως ότι και εγώ θα κάνω προς το Δικαστήριο ανάλογη πρόταση, αλλά με μια εξαίρεση, με ορισμένες αμφιβολίες και, ιδίως, όχι χωρίς κάποιες ανησυχίες ως προς την υποδοχή της οποίας θα ετύγχανε μια απόφαση σύμφωνη με αυτή την πρόταση .

Οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες μου προκύπτουν από τη διαπίστωση μιας διττής πραγματικότητας : του σημαντικού αριθμού των δημοσιευθεισών αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων με τις οποίες γίνεται δεκτή ή εφαρμόζεται στην πράξη η αντίθετη λύση και της δύναμης των επιχειρημάτων στα οποία στηρίζεται η λύση αυτή . Οι αποφάσεις που μόλις προηγουμένως ανέφερα είναι τουλάχιστον δέκα, και σε επτά από τις αποφάσεις αυτές η αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων διακηρύσσεται χωρίς περιστροφές και χωρίς περιορισμούς, ως αρχή που μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 177 : αναφέρομαι στις αποφάσεις που εξέδωσε μεταξύ 1966 και 1968 το δεύτερο τμήμα του Verwaltungsgericht της Φραγκφούρτης επί του Μάιν ( της 12ης Δεκεμβρίου 1966, αριθ . ΑΖ ΙΙ/2 986/66 και ΙΙ/2 987/66 της 23ης Αυγούστου 1967, αριθ . ΑΖ ΙΙ/2 Ε 24/67 της 13ης Δεκεμβρίου 1967, ΑΖ ΙΙ/2 Ε 79/67 της 22ας Μαΐου 1968, αριθ . ΑΖ ΙΙ/2 Ε 20/68 της 27ης Νοεμβρίου 1968, αριθ . ΑΖ ΙΙ/2 Ε 33/68 ) και, πιο πρόσφατα, το Finanzgericht του Μονάχου . Πράγματι, στις 11 Σεπτεμβρίου 1985 το τελευταίο αυτό δικαστήριο κήρυξε "άνευ ετέρου" άκυρη απόφαση με την οποία η Επιτροπή είχε κρίνει ότι σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν έπρεπε να χορηγηθεί δασμολογική ατέλεια .

Οι τρεις άλλες αποφάσεις είναι λιγότερο σαφείς και, εν πάση περιπτώσει, δεν στηρίζονται απευθείας στο άρθρο 177 . Με Διάταξη που εξέδωσε στις 15 Ιουλίου 1970, το Finanzgericht του Ντύσελντορφ έκρινε ότι δεν έπρεπε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς την αρμοδιότητα, διότι, κατά το σκεπτικό του, επιτακτικοί λόγοι οικονομίας της δίκης επέβαλλαν να αποσαφηνιστεί προηγουμένως το συνολικό πλαίσιο των προβλημάτων που θα μπορούσαν να είναι αντικείμενο παραπομπής . Εξίσου πραγματιστική ήταν και η γραμμή που ακολούθησε το High Court της Αγγλίας . Στις 24 Οκτωβρίου 1985 έκρινε ότι στο Δικαστήριο του Λουξεμβούργου επιφυλάσσεται η αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί του κύρους των κοινοτικών πράξεων εντούτοις, αυτό δεν το εμπόδισε να κρίνει άκυρη μια κανονιστική διάταξη εφαρμόζοντας την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Man Sugar, σε σχέση με μια υπόθεση και μια διάταξη ανάλογου περιεχομένου ( απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1985 στην υπόθεση 181/84, Συλλογή 1985, σ . 2889 ).

Τέλος, αναφέρω την απόφαση που εξέδωσε στις 28 Μαρτίου 1985 το Oberlandesgericht της Φραγκφούρτης επί του Μάιν . Κατά την άποψη και αυτού του δικαστηρίου, ο έλεγχος του κύρους των πράξεων των κοινοτικών οργάνων ανήκει, κατά γενικό κανόνα, στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου . Εντούτοις, η αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή ( ή, εν πάση περιπτώσει, του γερμανού δικαστή ) είναι νοητή σε δύο εξαιρετικές περιπτώσεις : η πρώτη απορρέει από τη γνωστότατη νομολογία του Bundesverfassungsgericht ( βλέπε απόφαση της 29ης Μαΐου 1974 ) και συντρέχει όταν αντικείμενο της υποθέσεως είναι το συμβατό μιας κοινοτικής πράξεως προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που διασφαλίζονται από τον Grundgesetz . Η δεύτερη, όταν λόγω του χρόνου που διαρκεί η προδικαστική παραπομπή δεν μπορεί να διασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία των επιχειρηματιών . Στην περίπτωση αυτή, η οποία εμφανίζεται μόνο στις διαδικασίες λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, ο δικαστής μπορεί να μην εφαρμόσει τις πράξεις οι οποίες, κατά το κοινοτικό δίκαιο, είναι "προφανώς άκυρες ".

Ας εξετάσουμε τώρα τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη της πρώτης ομάδας αποφάσεων . Οι εκδότες των αποφάσεων αυτών και οι νομικοί που τις επικροτούν στηρίζονται ιδίως στο γράμμα του άρθρου 177 αντλώντας από αυτό ένα συλλογισμό αναμφισβήτητης ορθότητας . Πρώτον, υποστηρίζουν ότι στην πρώτη παράγραφο, στοιχείο β ), "κύρος" και "ερμηνεία" των πράξεων τίθενται στο ίδιο επίπεδο . Προσθέτουν ότι με τις δύο επόμενες παραγράφους ορίζεται ότι, όταν ανακύπτει "τέτοιο ζήτημα", μόνο τα δικαστήρια τελευταίου βαθμού οφείλουν να υποβάλουν στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα, ενώ τα δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις υπόκεινται σε ένδικα μέσα έχουν απλώς την ευχέρεια να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα . 'Αρα - συμπεραίνουν - η δεύτερη παράγραφος δεν μπορεί να μην ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι στα δικαστήρια αυτά παρέχεται η αρμοδιότητα να αποφαίνονται επί του κύρους των κοινοτικών διατάξεων . Κατά το Verwaltungsgericht της Φραγκφούρτης, τα προαναφερόμενα επιχειρήματα επιρρωννύονται εξάλλου από τη σύγκριση μεταξύ της διάταξης της Συνθήκης και του άρθρου 100 του Grundgesetz . Πράγματι, κατά το τελευταίο αυτό άρθρο, κάθε δικαστήριο υποχρεούται να υποβάλει στο Συνταγματικό Δικαστήριο τη δικογραφία, αν θεωρεί ότι η διάταξη, η εφαρμογή της οποίας αμφισβητείται, είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του θεμελιώδους νόμου η λιγότερο αυστηρή διατύπωση του άρθρου 177 συνιστά επομένως καθεαυτή απόδειξη της εξουσίας εκτιμήσεως που επιφυλάσσει η Συνθήκη στα δικαστήρια των κρατών μελών .

Αντιτάσσεται, συνεχίζουν οι θεωρητικοί του δικαίου, ότι η χορήγηση της εξουσίας αυτής είναι καρπός ουσιαστικού σφάλματος ή αβλεψίας στην οποία υπέπεσαν οι συντάκτες του άρθρου 177 κατά την εναρμόνιση των δύο πρώτων παραγράφων . Για να αποδειχθεί όμως ότι η υπόθεση αυτή δεν είναι εύλογη, αρκεί να υπομνηστεί ότι οι συντάκτες της Συνθήκης ΕΟΚ είχαν υπόψη τους ως πρότυπο το άρθρο 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το οποίο καθιερώνει την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου . Είχαν επομένως τη δυνατότητα να επιβεβαιώσουν την αρχή αυτή . Αντίθετα, δεν το έπραξαν, διότι ακριβώς εμπνέονταν από διαφορετικούς στόχους, δηλαδή ήθελαν να αναδείξουν τους εθνικούς δικαστές σε πραγματικούς κοινοτικούς δικαστές, αναθέτοντάς τους την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και, επομένως, και τη μη εφαρμογή των πράξεων που θα θεωρούσαν άκυρες ( βλέπε Couzinet, "Le renvoi en appreciation de validite devant la Cour de justice des Communautes europeennes", στο Revue trimestrielle de droit europeen, 1976, σ . 660, και Braguglia, "Effetti della dichiarazione d' invalidita degli atti comunitari nell' ambito dell' articolo 177 del Trattato CEE", στο Diritto comunitario e degli scambi internazionali, 1978, σ . 667 ).

Δεύτερον, συνεχίζουν οι υποστηρικτές της λύσης αυτής, ο αποκλεισμός του συστήματος ΕΚΑΧ και η αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να αποφαίνονται επί του κύρους των κοινοτικών πράξεων, η οποία απορρέει έμμεσα από την ευχέρεια που καθιερώνεται με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 177, εμφανίζουν το όχι ευκαταφρόνητο πλεονέκτημα να μην κατακλύζεται το Λουξεμβούργο από πλημμυρίδα προδικαστικών παραπομπών και, ως εκ τούτου, ο χρόνος εκδικάσεως της κύριας υποθέσεως να μην παρατείνεται πέραν του ανεκτού . Και δεν πρέπει να υπερτονίζεται ο κίνδυνος διαφορετικής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου που αυτή η ευχέρεια και αυτή η αρμοδιότητα αναμφισβήτητα συνεπάγονται . Η απόφαση του εθνικού δικαστή με την οποία διαπιστώνεται η ακυρότητα μιας διατάξεως που θέσπισαν τα κοινοτικά όργανα δεν έχει στην πραγματικότητα γενική ισχύ, δηλαδή δεν εξέρχεται από το πλαίσιο της διαφοράς . Υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα να ασκηθεί κατά της απόφασης αυτής ένδικο μέσο . Εν πάση δε περιπτώσει, η υποχρέωση που επιβάλλεται στα δικαστήρια τελευταίου βαθμού να απευθύνονται στο Δικαστήριο καλύπτει οποιοδήποτε ενδεχόμενο ρήγμα εξασφαλίζοντας, έστω και με καθυστέρηση, ότι οι κοινοτικές διατάξεις εφαρμόζονται με βάση ομοιόμορφα κριτήρια .

Η νομολογία του Δικαστηρίου προσφέρει επίσης επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της εν λόγω απόψεως . Με την απόφαση που εκδόθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1979 στην υπόθεση 101/78 ( Granaria BV κατά Hoofdproduktschap voor Akkerbouwprodukten, Racc . 1979, σ . 623 ) κρίθηκε πράγματι ότι "κάθε κανονισμός ... πρέπει να τεκμαίρεται έγκυρος εφόσον το αρμόδιο δικαστήριο δεν έχει αναγνωρίσει την ακυρότητά του ... το τεκμήριο αυτό μπορεί να συναχθεί, αφενός, από τα άρθρα 173, 174 και 184 ..., τα οποία επιφυλάσσουν αποκλειστικά στο Δικαστήριο την εξουσία να ελέγχει τη νομιμότητα των κανονισμών και, ... αφετέρου, από το άρθρο 177, το οποίο παρέχει στο ίδιο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό επί του κύρους των κανονισμών" ( σκέψη 4, υπογράμμιση δική μου ). Παρατηρήθηκε ότι η διάκριση που εισάγεται με τη σκέψη αυτή μεταξύ των δύο αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου δεν μπορούσε να είναι σαφέστερη . 'Οταν πρόκειται όχι για "ακύρωση" αλλά για "αναγνώριση ... ( της ) ακυρότητας" στο πλαίσιο διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου αποφαίνεται μόνο σε τελευταίο βαθμό : επομένως, το κατά κανόνα "αρμόδιο δικαστήριο" είναι κατ' ανάγκη το δικαστήριο του κράτους μέλους .

Ας μην αντιταχθεί ότι το συμπέρασμα αυτό βρίσκεται σε αντίφαση με ό,τι έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Firma Schwarze ( 1η Δεκεμβρίου 1965, υπόθεση 16/65, Racc . 1965, σ . 909 ). Εκ πρώτης όψεως, από το χωρίο που παρατίθεται συνήθως από την απόφαση αυτή και αφορούσε παρεμπίπτον ζήτημα - "οποιοδήποτε άλλο κριτήριο θα σήμαινε ότι επιτρέπεται στα εθνικά δικαστήρια να αποφαίνονται τα ίδια επί του κύρους των κοινοτικών πράξεων" ( σ . 922 ) - φαίνεται ότι το Δικαστήριο διεκδικεί αποκλειστική αρμοδιότητα . Τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά . Πράγματι, αρκεί το απόσπασμα αυτό να αναγνωστεί υπό το φως του αμέσως προηγουμένου χωρίου (" εφόσον προκύπτει ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο έχουν στην πραγματικότητα ως αντικείμενο το κύρος κοινοτικών πράξεων, το Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί "), για να γίνει αντιληπτό ότι το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου ήθελε να θέσει μια εντελώς διαφορετική αρχή : ότι δηλαδή έχει την εξουσία-καθήκον να απαντά όχι σε ό,τι το δικαστήριο της παραπομπής φαίνεται να ζητεί ( ερμηνεία ), αλλά σε αυτό που πραγματικά ζητεί υπό το ένδυμα αδόκιμων όρων ή ασαφών εννοιών ( έλεγχο του κύρους ) ( Couzinet, όπ.π .).

Εξάλλου, η αυθεντική άποψη του Δικατηρίου στο ζήτημα αυτό προκύπτει με ιδιαίτερη σαφήνεια από έγγραφο το οποίο συντάχθηκε εκτός του πλαισίου της δικαιοδοτικής λειτουργίας του Δικαστηρίου . Στις "Προτάσεις για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση" ( 1975 ) αναφέρεται ότι "σχετικά (( με την επέκταση της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικών αποφάσεων σε οποιοδήποτε νέο τομέα που μπορεί να προκύψει από τη μελλοντική Συνθήκη, όπως και από οποιαδήποτε άλλη σύμβαση μεταξύ των κρατών μελών )) θα έπρεπε να θεσπιστεί διάταξη που να ορίζει ότι κανένα εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρεί μια κοινοτική πράξη στερούμενη κύρους πριν την κρίνει άκυρη το Δικαστήριο, όπως συμβαίνει στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΧ" ( Supplement au Bulletin des Communautes europeennes 9/75, σ . 21 ). Το συμπέρασμα που συνάγεται από το απόσπασμα αυτό είναι προφανές : δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο δικαστής έχει σήμερα, από την άποψη του θετού δικαίου, την αρμοδιότητα να εκτιμά το κύρος των κοινοτικών πράξεων, εφόσον ακριβώς προτείνεται να του αφαιρεθεί η αρμοδιότητα αυτή .

5 . Μεταξύ των συνοψισθέντων επιχειρημάτων, τα τελευταία - δηλαδή αυτά που αντλούνται από τη νομολογία του Δικαστηρίου - μου φαίνονται τα λιγότερο σημαντικά . Γεγονός είναι ότι το ερώτημα που υπέβαλε το Finanzgericht του Αμβούργου προς το Δικαστήριο είναι τελείως νέο . Για πρώτη φορά σήμερα το Δικαστήριο αντιμετωπίζει το ζήτημα αυτό καθαυτό . Οι παρατηρήσεις στις οποίες προέβη το Δικαστήριο στο παρελθόν αποφαινόμενο επί εντελώς διαφορετικών προβλημάτων και, επομένως, αποφαινόμενο παρεμπιπτόντως επ' αυτού ( με εκφράσεις που, αν η εντύπωσή μου είναι σωστή, ήταν σκοπίμως διφορούμενες ) είναι ως εκ τούτου ελάχιστα διαφωτιστικές . Εν πάση περιπτώσει, είναι βέβαιο ότι οι παρατηρήσεις αυτές - και ακόμη περισσότερο οι προτάσεις νομοθετικής πολιτικής που διατύπωσε πριν από δώδεκα έτη - δεν δεσμεύουν καθόλου το Δικαστήριο .

Αντίθετα, όπως έχω ήδη αναφέρει, τα επιχειρήματα που στηρίζονται στο γράμμα του άρθρου 177 είναι αδιάσειστα : αδιάσειστα μεν, αλλά παράγουν αποτελέσματα τόσο επικίνδυνα και ανώμαλα ώστε να επισκιάζεται η αναμφισβήτητη αμηχανία που δημιουργεί η απόρριψή τους . Συμμερίζομαι δηλαδή την άποψη των συγγραφέων κατά τους οποίους η γραμματική ερμηνεία της διάταξης δημιουργεί συνέπειες "ανεπιθύμητες" ( undesirable ), "άδικες" ( improper ), ή ικανές να δημιουργήσουν "σοβαρά προβλήματα ". Και εφόσον οι συνέπειες αυτές δεν μπορεί να μην είχαν γίνει αντιληπτές από τους συντάκτες της Συνθήκης, θεωρώ και εγώ ότι η "ελλειπτική" διατύπωση της διάταξης αυτής πρέπει να αποδοθεί σε μια περίεργη, όχι όμως και απίθανη αβλεψία τους ( Tomuschat, Die gerichtliche Vorabentscheidung nach den Vertraegen oeber die Europaeischen Gemeinschaften, Koλωνία, 1964, σ . 57 και επ . Schumann, "Deutsche Richter und Gerichtshof der Europaeischen Gemeinschaften", στο Zeitschrift foer Zivilprozess, 1965, σ . 119 και επ . Bebr, "Examen en validite au titre de l' article 177 du traite CEE et cohesion juridique de la Communaute", στο Cahiers de droit europeen, 1975, σ . 384 Hartley, The Foundations of European Community Law, Οξφόρδη, 1981, σ . 265 Brown και Jacobs, The Court of Justice of the European Communities, Λονδίνο, 1983, σ . 154 και επ . Schermers, Judicial Protection in the European Communities, Deventer, 1983, σ . 232 Boulouis, Droit institutionnel des Communautes europeennes, Παρίσι, σ . 213 ).

Οι ανωμαλίες στις οποίες καταλήγει η άποψη την οποία προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει είναι τουλάχιστον τέσσερις . Η πρώτη, και ίσως η περισσότερο χτυπητή, είναι ένα παράδοξο : με άλλα λόγια, η άποψη αυτή απονέμει στα κατώτερα δικαστήρια μια εξουσία - τον έλεγχο του κύρους των πράξεων - η οποία, με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 177, αφαιρείται ρητά από τα δικαστήρια τελευταίου βαθμού ( Bebr, όπ.π ., Telchini, "Le pronunzie sulla validita degli atti comunitari secondo la giurisprudenza della Corte di giustizia", στο Diritto comunitario e degli scambi internazionali, 1978, σ . 257 ). Αποφασιστικό ωστόσο είναι το δεύτερο μειονέκτημα : η αντίφαση που η αναγνώριση της εν λόγω εξουσίας δημιουργεί στο σύστημα στο οποίο εντάσσεται ο έλεγχος της κοινοτικής νομιμότητας . Ως γνωστό, τα άρθρα 173 και 174 αναθέτουν το έργο αυτό αποκλειστικά στο Δικαστήριο . Δεν είναι κατανοητό για ποιο λόγο η καθιερούμενη έτσι αποκλειστικότητα θα έπρεπε να υποχωρεί όταν το εθνικό δικαστήριο, και όχι ο ενδιαφερόμενος, απευθύνεται στο Δικαστήριο του Λουξεμβούργου . Ασφαλώς, η παρέμβαση του πρώτου πολύ απέχει από το να περιορίζεται σε μια απλή διαβίβαση εγγράφων και επομένως μειώνει την έκταση του έργου που το Δικαστήριο καλείται να επιτελέσει . Στα περιθώρια όμως που του αφήνει, δεν μεταβάλλει τη φύση του έργου αυτού . Με άλλα λόγια, παρατηρεί ο Bebr, η προδικαστική εκτίμηση του κύρους των κοινοτικών πράξεων εξακολουθεί να είναι "έλεγχος της συνταγματικότητας", έστω και "συγκαλυμμένος ".

Υπάρχει όμως κάτι περισσότερο . Η αντίφαση, την οποία μόλις προηγουμένως ανέφερα, δεν είναι μόνο αδικαιολόγητη από λογική άποψη . 'Εχει και βαριές θεσμικές συνέπειες : θίγει δηλαδή την αρχή που θέτει το άρθρο 189 και δυνάμει της οποίας οι πράξεις που θεσπίζουν τα κοινοτικά όργανα πρέπει να εφαρμόζονται ομοιόμορφα στο σύνολο του κοινοτικού εδάφους . 'Ομως, η αρχή αυτή έχει διττό στόχο : να διαφυλάξει την ασφάλεια του δικαίου και να εξασφαλίσει - εξίσου αν όχι περισσότερο - τη νομική συνοχή της Κοινότητας . Επομένως, συνειδητά ή όχι, ο δικαστής του κράτους μέλους ο οποίος διευρύνει την παρέμβασή του μέχρι του σημείου να διαπιστώνει την ακυρότητα κοινοτικής διατάξεως εισάγει στο εσωτερικό του συστήματος έναν παράγοντα διαλύσεως . Σαφέστερα, η απόφασή του δημιουργεί ρήγμα στα θεμέλια στα οποία στηρίζεται ο οργανισμός που γεννήθηκε με τη Συνθήκη της Ρώμης .

Αντιτάσσεται ότι η παρατήρηση αυτή ισχύει επίσης για την απόφαση με την οποία η κοινοτική πράξη ερμηνεύεται κατά τρόπο παράλογο ή έστω μη σύμφωνο με την ερμηνεία που δόθηκε με άλλες αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, από αυτό δε συνάγεται ότι η ερμηνεία αυτή καταλήγει στο να θεωρηθεί ως μη γεγραμμένη όλη η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 177 . Η κριτική όμως αυτή δεν ευσταθεί . Πράγματι, η ερμηνεία μιας διατάξεως συνεπάγεται πάντοτε την πρόθεση εφαρμογής της . Ο δικαστής που την ερμηνεύει χωρίς τη συνεργασία του Δικαστηρίου και, όπως μπορεί ασφαλώς να συμβεί, καταλήγει σε εσφαλμένα ή εντελώς παράλογα συμπεράσματα, θα θίξει επομένως μια σειρά συμφερόντων, ακόμη και κοινοτικής φύσεως . Εντούτοις, είναι βέβαιο ότι δεν θα έλθει σε σύγκρουση με το άρθρο 189 ή τουλάχιστον δεν θα διακυβεύσει την ίδια την ουσία του κανόνα που περιέχει το άρθρο αυτό . Αντίθετα, η διαπίστωση της ακυρότητας δεν μπορεί να μην ακολουθείται από τη μη εφαρμογή της διάταξης στην περίπτωση αυτή δηλαδή, είναι βέβαιο ότι διακυβεύεται το ουσιαστικό περιεχόμενο του κανόνα .

Είναι βέβαιο ότι διακυβεύεται και, προσθέτω, σε πολλές περιπτώσεις ανεπανόρθωτα . Το Verwaltungsgericht της Φραγκφούρτης και μέρος της θεωρίας - όπως έχω αναφέρει - το αρνούνται, τονίζοντας ότι η διάταξη εφαρμόζεται όχι γενικά και αφηρημένα αλλά απλώς στο πλαίσιο μιας δίκης και ότι είναι πάντοτε δυνατό να ασκηθεί έφεση κατά της σχετικής αποφάσεως . Πάντως, το επιχείρημα αυτό δεν λαμβάνει υπόψη, αφενός, το γεγονός ότι πολλές κοινοτικές πράξεις ( στον τομέα του ανταγωνισμού, των κρατικών ενισχύσεων, της διαδικασίας αντιντάμπινγκ ή ακόμη σε καταστάσεις όπως η εξεταζόμενη εν προκειμένω ) έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο, δηλαδή αφορούν ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα υποκείμενα . Αφετέρου, δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι δεν είναι ποτέ βέβαιο ότι ο ενδιαφερόμενος εθνικός οργανισμός θα ασκήσει ένδικο μέσο . Πράγματι, όπως παρατηρεί ένας ισπανός νομικός, συνάγοντας από αυτό ενδιαφέροντα πορίσματα ως προς την αδυναμία του κοινοτικού συστήματος έμμεσης διοικήσεως, τίποτε δεν εγγυάται ότι ο οργανισμός αυτός ταυτίζει το συμφέρον του με το συμφέρον της Κοινότητας ( Pelaez Maron, "Ambito de la apreciacion prejudicial de validez de los actos comunitarios", στο Revista de las instituciones europeas, 1985, σ . 758 ).

'Εχω αναφέρει τέσσερα μειονεκτήματα . Τα δύο τελευταία έχουν πρακτικό χαρακτήρα, όχι όμως και μικρότερη σημασία . Θα ήθελα καταρχάς να πω ότι ο έλεγχος του κύρους των κοινοτικών πράξεων είναι λεπτό εγχείρημα που συνεπάγεται πλήρη γνώση των σχετικών διατάξεων, οι οποίες συχνά είναι διατυπωμένες σε μια δύσκολη αν όχι ακατανόητη γλώσσα, ή οικονομικών στοιχείων τα οποία δεν είναι εύκολο να γνωρίζει κανείς ( βλέπε το παράδειγμα που δίνεται στη θεωρία : "υπήρχε πλεόνασμα μήλων ή μανιταριών στην Κοινότητα σε συγκεκριμένη ημερομηνία ;") επομένως, ένα εγχείρημα για το οποίο ο εθνικός δικαστής είναι ελάχιστα ή, εν πάση περιπτώσει, πολύ λιγότερο εξοπλισμένος από το Δικαστήριο ( Koopmans, "The Technique of the Preliminary Question - A View from the Court of Justice", στο TMC Asser Instituut, Article 177 : Experiences and Problems, North-Holland, 1987, σ . 330 ). Δεύτερον, ο δικαστής αυτός δεν θα μπορούσε ποτέ να περιορίσει χρονικά τα αποτελέσματα της απόφασης με την οποία διαπιστώνει την ακυρότητα πράξεως, όπως αντιθέτως επιτρέπεται στο Δικαστήριο βάσει της γνωστότατης νομολογίας με την οποία επεκτάθηκε στις αποφάσεις επί προδικαστικών ερωτημάτων ο κανόνας του άρθρου 174 . Επομένως, ο έλεγχός του θα άφηνε ανεπίλυτα τα οικονομικά προβλήματα τα οποία η επέκταση αυτή επιδιώκει να προλάβει, με συνέπειες που θα μπορούσαν να είναι καταστρεπτικές για τη λειτουργία της κοινής αγοράς .

Αν όλες αυτές οι παρατηρήσεις είναι σωστές, το συμπέρασμα που ανήγγειλα ευθύς εξαρχής φαίνεται όχι ακαταμάχητο μεν, ασφαλώς όμως λογικό και, εν πάση περιπτώσει, περισσότερο ικανοποιητικό από το αντίθετο συμπέρασμα . Το συνοψίζω σε μια απλή πρόταση : το εθνικό δικαστήριο που τρέφει αμφιβολίες ως προς το κύρος της κοινοτικής διατάξεως οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία και να απευθυνθεί στο Δικαστήριο ( βλέπε εκτός από τη θεωρία που παρατέθηκε προηγουμένως, Ehle, "Inzidenter Rechtsschutz gegen Handlungen der Europaeischen Gemeinschaftsorgane", στο Monatsschrift foer Deutsches Recht, 1964, σ . 720 Constantinesco, Das Recht der Europaeischen Gemeinschaften, I, Baden-Baden, 1977, σ . 827 Daig, "Artikel 177", στο Kommentar zum EWG-Vertrag, τρίτη έκδοση, ΙΙ, 1983, σ . 395 Donner, "Les rapports entre la competence de la Cour de justice des Communautes europeennes et les tribunaux internes", στο Recueil des Cours de l' Academie de droit international de La Haye, 1965, σ . 39 Plouvier, Les decisions de la Cour de Justice des Communautes europeennes et leurs effets juridiques, Βρυξέλλες, 1975, σ . 252 Waelbroeck, "Commentaire a l' article 177", στο Le droit de la Communaute economique europeenne, X, Βρυξέλλες, 1983, σ . 209 ).

Αντίθετα, τίποτε δεν υποχρεώνει τον εθνικό δικαστή να απευθυνθεί στο Δικαστήριο αν ένας διάδικος του ζητεί να μην εφαρμόσει μια πράξη και εκείνος κρίνει ότι πρέπει να απορρίψει τους λόγους που προβάλλει ο εν λόγω διάδικος . Εν προκειμένω, ισχύει πλήρως η ευχέρεια που του αναγνωρίζεται με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 177 και το δεδομένο αυτό, το οποίο ακριβώς αποκλείει τον περιορισμό του ρόλου του στην απλή "διαβίβαση εγγράφων", μετριάζει το μειονέκτημα στο οποίο αναφέρθηκα στην αρχή του σημείου 4 των προτάσεών μου . Τελικά, η λύση που προτείνω στο Δικαστήριο δεν προσκρούει ευθέως στο γράμμα της διάταξης, αλλά συνεπάγεται απλώς ότι ο όρος "τέτοιο ζήτημα" πρέπει να νοηθεί στενά, δηλαδή ως πρόβλημα το οποίο ο δικαστής είναι διατεθειμένος να επιλύσει θεωρώντας ότι η πράξη είναι έγκυρη .

Μερικές λέξεις ακόμη για να υπερασπιστώ την προαναφερθείσα λύση από οποιαδήποτε προσπάθεια περιορισμού της έκτασης εφαρμογής της . 'Ετσι, σ' αυτόν που παρατηρεί ότι ο δικαστής μπορεί να μην έχει αρμοδιότητα να διαπιστώνει την ακυρότητα της κοινοτικής πράξεως, ασφαλώς όμως είναι αρμόδιος να ακυρώσει το εθνικό μέτρο εφαρμογής, είναι εύκολο να δοθεί η απάντηση ότι οι δύο κανονιστικές ρυθμίσεις είναι γενικά πολύ στενά συνδεδεμένες και συνεπώς δεν μπορούν να εκτιμώνται διαφορετικά . Η προκειμένη υπόθεση ακριβώς το αποδεικνύει . Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 5, παράγραφος 2, δεύτερη φράση, και 10 του κανονισμού 1697/79 προκύπτει ότι η απόφαση ως προς την εκ των υστέρων είσπραξη των δασμών εκδίδεται στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας σε κοινοτικό επίπεδο . Αν το Finazgericht είχε κρίνει οριστικά ότι δεν έπρεπε να εφαρμοστεί η σχετική απόφαση του Hauptzollamt Loebeck-Ost, η τριετής προθεσμία για την είσπραξη που καθορίζεται με το άρθρο 2 της ίδιας πηγής δικαίου θα κινδύνευε ενδεχομένως να λήξει κατά τη διάρκεια της κατ' έφεση διαδικασίας .

Ούτε και μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη που υποστηρίζεται στη θεωρία ότι ο δικαστής μπορεί να μην εφαρμόζει την κοινοτική πράξη, τουλάχιστον όταν είναι "σαφώς παράνομη" ( Couzinet, όπ.π ., σ . 662 ). Η άποψη αυτή απορρίφθηκε από τη νομολογία του Δικαστηρίου . Ειδικότερα, πρέπει να υπομνηστούν η προαναφερθείσα απόφαση Granaria BV, κατά την οποία κάθε πράξη πρέπει να θεωρείται έγκυρη εφόσον το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε την ακυρότητά της, και η απόφαση International Chemical Corporation ( που εκδόθηκε στις 13 Μαΐου 1981 στην υπόθεση 66/80, Συλλογή 1981, σ . 1191 ), από την οποία προκύπτει ότι το προφανώς ανίσχυρο μιας πράξεως προϋποθέτει ότι το Δικαστήριο έχει προηγουμένως εκδώσει ανάλογη απόφαση .

6 . Ανέφερα πιο πάνω ότι η αναρμοδιότητα του εθνικού δικαστή να αποφαίνεται επί του κύρους των κοινοτικών πράξεων επιδέχεται "μια εξαίρεση ". Παρατηρώ τώρα ότι η εξαίρεση αυτή αφορά μια σαφώς προσδιορισμένη περίπτωση : το πρόβλημα του κύρους πρέπει να τίθεται στο πλαίσιο συνοπτικής διαδικασίας, ανεξαρτήτως του αν η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον κατωτέρου δικαστηρίου ή ενώπιον δικαστηρίου τελευταίου βαθμού .

'Οπως ανέφερα, το Oberlandesgericht της Φραγκφούρτης επί του Μάιν διατύπωσε την ίδια άποψη . Ωστόσο, μεγάλο τμήμα της θεωρίας ( Astolfi, "La procedure suivant l' article 177 CEE", στο Sociaal-Economische Wetgeving, 1965, σ . 463 Ferrari-Bravo, "Commento all' articolo 177", στο Commentario CEE, Μιλάνο, 1965, ΙΙΙ, σ . 1325 Bertin, "Le juge des referes et le droit communautaire", στο Gazette du Palais, 1984, doctrine, σ . 48 Daig, όπ.π ., σ . 403 ) και, το σημαντικότερο, η νομολογία του Δικαστηρίου συμμερίζονται επίσης αυτή την άποψη . Πράγματι, με την απόφαση που εκδόθηκε στις 24 Μαΐου 1977 στην υπόθεση 107/76 ( Hoffmann-La Roche κατά Centrafarm, Racc . 1977, σ . 957 ), κρίθηκε ότι "το άρθρο 177, τρίτη παράγραφος, ... πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να παραπέμπει στο Δικαστήριο ερώτημα ερμηνείας ή κύρους ..., όταν το ερώτημα ανακύπτει σε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων ... , έστω και αν δεν χωρεί ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως (( που θα εκδοθεί )) ... , υπό την προϋπόθεση όμως ότι κάθε διάδικος δικαιούται να κινήσει ... διαδικασία επί της ουσίας, κατά την οποία το προσωρινώς κριθέν ... ζήτημα μπορεί να επανεξεταστεί και να καταστεί αντικείμενο παραπομπής στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 177 ".

Η ερμηνεία αυτή βασίζεται προφανώς στην ανάγκη που εξέθεσε το δικαστήριο της Φραγκφούρτης σαφέστατα, δηλαδή να μην καθίσταται αδύνατη η προσωρινή προστασία που επιδιώκει ο επιχειρηματίας με την κίνηση της συνοπτικής διαδικασίας λόγω του χρόνου που διαρκεί η προδικαστική παραπομπή . Στις προϋποθέσεις από τις οποίες το Oberlandesgericht και το Δικαστήριο εξαρτούν την παρέκκλιση αυτή θα πρόσθετα πάντως την αδυναμία προσφυγής σε άλλα μέσα θεραπείας, όπως η προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 173 στο πλαίσιο της οποίας, ως γνωστόν, μπορεί να ζητηθεί η λήψη ασφαλιστικών μέτρων .

7 . Με το δεύτερο ερώτημα το Finanzgericht ζητεί να κριθεί αν η απόφαση της 6ης Μαΐου 1983 που η Επιτροπή απηύθυνε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είναι έγκυρη . Η απάντηση της Foto-Frost είναι αρνητική και στηρίζεται σε δύο επιχειρήματα : α ) όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1697/79, η Επιτροπή υποχρεούται να αποφασίσει ότι δεν επιβάλλεται η είσπραξη των δασμών β ) εν προκειμένω οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν .

Ο πρώτος ισχυρισμός στηρίζεται στην ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 της ίδιας διατάξεως και με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της πράξης στην οποία περιλαμβάνεται . Πράγματι, η πρώτη παράγραφος ορίζει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις "καμία ενέργεια εισπράξεως δεν δύναται να αναλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές" και με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη προστίθεται ότι "η άσκηση ενεργείας για είσπραξη σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογείται, όταν η αρχική καταβολή των δασμών ... βασίστηκε ... σε στοιχεία φορολογήσεως που ... δηλωθέντα υπό του φορολογουμένου, έγιναν αποδεκτά από τις (( αρμόδιες )) αρχές" ( η υπογράμμιση δική μου ). Η Foto-Frost συνάγει το συμπέρασμα ότι η κανονιστική ρύθμιση ευνοεί την ασφάλεια των εννόμων καταστάσεων έναντι της πληρωμής όλου του ποσού των οφειλόμενων δασμών . Και είναι προφανές ότι ο σκοπός αυτός έχει επίδραση επί της ερμηνείας του άρθρου 5, παράγραφος 2 . Συνεπώς, αν το ποσό των δασμών υπερβαίνει τις 2 000 ΕCU και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται με τη διάταξη αυτή, η Επιτροπή δεν μπορεί παρά να δώσει στις εθνικές αρχές την εντολή να παραιτηθούν από την είσπραξη .

Η άποψη αυτή στερείται ερείσματος . Πράγματι, το άρθρο 5, παράγραφος 2, ορίζει σαφώς ότι οι εθνικές αρχές "δύνανται" να μην προβαίνουν στην είσπραξη των δασμών και το άρθρο 6 του κανονισμού 1573/80 ορίζει εξίσου σαφώς ότι η Επιτροπή "λαμβάνει απόφαση που ορίζει είτε ότι η εξετασθείσα περίπτωση επιτρέπει να μη χωρήσει η είσπραξη των εν λόγω δασμών ... είτε ότι δεν την επιτρέπει ". Εξάλλου, μολονότι αληθεύει ότι οι υπομνησθείσες από την προσφεύγουσα διατάξεις αποβλέπουν στο να εξασφαλίσουν στους υποχρέους τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια, μου φαίνεται τουλάχιστον υπερβολικό το να υποστηρίζει την υπεροχή της αξίας αυτής έναντι της σωστής εξοφλήσεως του χρέους . Το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 79/695, κατά το οποίο οι εθνικές αρχές εξουσιοδοτούνται να ελέγχουν και να διορθώνουν το ύψος των επιβληθέντων ήδη δασμών, αφήνει να νοηθεί ότι το συμφέρον για την εξασφάλιση των μεγαλύτερων δυνατών εσόδων για τα κοινοτικά ταμεία είναι αυτό που τίθεται σε ανώτερη μοίρα .

Το δεύτερο επιχείρημα της Foto-Frost εκκινεί από την πεποίθηση ότι εν προκειμένω συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2 . Είναι αλήθεια ότι το σφάλμα διεπράχθη από τις γερμανικές τελωνειακές αρχές, οι οποίες δεν εφάρμοσαν σωστά το πρωτόκολλο της 25ης Μαρτίου 1957, και ότι η επιχείρηση δεν μπορούσε να το γνωρίζει, εφόσον : α ) οι ίδιες αρχές την απάλλασσαν πάντοτε από δασμούς για τις εισαγωγές εμπορευμάτων που είχαν παραχθεί στη ΛΔΓ β ) η επιβολή δασμών επί των επίμαχων εμπορευμάτων ήταν αμφίβολη, όπως δέχτηκε το ίδιο το Finanzgericht με τη Διάταξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1983 γ ) εν πάση περιπτώσει, η Foto-Frost δεν διέθετε τα αναγκαία μέσα για να εξακριβώσει τη νομική της κατάσταση . Τέλος, η αιτίαση ότι η Foto-Frost δεν είχε τηρήσει όλες τις διατάξεις της ισχύουσας κανονιστικής ρυθμίσεως όσον αφορά τις τελωνειακές διασαφήσεις, αιτίαση που της προσάπτει η Επιτροπή με την απόφαση της 6ης Μαΐου 1983, προφανώς δεν είναι αιτιολογημένη .

Η τελευταία αυτή παρατήρηση είναι αναμφίβολα σωστή ( βλέπε τη γραπτή απάντηση που έδωσε η Επιτροπή σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου ). Αντίθετα, η υπόλοιπη επιχειρηματολογία είναι αστήριχτη . Μια επιχείρηση η οποία εισάγει συνήθως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία εμπορεύματα καταγωγής ΛΔΓ δεν μπορεί να μην είναι γνώστης της κανονιστικής ρυθμίσεως που έχει εφαρμογή στο ενδογερμανικό εμπόριο . Ειδικότερα, δεν μπορεί να μη γνωρίζει ότι τουλάχιστον όσον αφορά τις εισαγωγές "διά της τεθλασμένης", δηλαδή τις εισαγωγές που διενεργούνται μέσω τρίτης χώρας, η δασμολογική απαλλαγή αποκλείεται από την εθνική νομολογία που έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα ( βλέπε Bundesfinanzhof, απόφαση της 3ης Ιουλίου 1958, στο Zeitschrift foer Zoelle und Verbrauchssteuern, 1958, σ . 373 ). Επομένως, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η Επιτροπή υπερέβαλε προσάπτοντας στην αιτούσα ότι δεν ενήργησε καλοπίστως ή με την ελάχιστη επιμέλεια από την οποία το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 εξαρτά την παραίτηση από την είσπραξη των δασμών .

8 . Στο τρίτο ερώτημα μπορεί να μη δοθεί καμία απάντηση, εφόσον διατυπώθηκε για την περίπτωση κατά την οποία θα δινόταν καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα . Επομένως, απομένει να δοθεί απάντηση στο τέταρτο ερώτημα . Υπενθυμίζω ότι το Finanzgericht ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει αν τα εμπορεύματα καταγωγής ΛΔΓ τα οποία εισέρχονται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία μέσω άλλου κράτους μέλους βάσει της διαδικασίας της εξωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως εμπίπτουν στο εσωτερικό γερμανικό εμπόριο κατά την έννοια του πρωτοκόλλου του προσαρτημένου στη Συνθήκη ΕΟΚ και, κατά συνέπεια, απαλλάσσονται από δασμούς ή αν πρέπει να θεωρηθούν ως εισαγόμενα από τρίτη χώρα με τις συνέπειες που έχει η εισαγωγή αυτή όσον αφορά τους δασμούς και το φόρο κύκλου εργασιών .

Η Foto-Frost ζητεί από το Δικαστήριο να απαντήσει ότι οι εισαγωγές αυτές εμπίπτουν στο γερμανικό εμπόριο . Είναι αναμφισβήτητο, αναγνωρίζει η Foto-Frost, ότι οι εισαγωγές "διά της τεθλασμένης" ρυθμίστηκαν με διάταξη μεταγενέστερη του πρωτοκόλλου ( άρθρο 16 της ομοσπονδιακής κανονιστικής αποφάσεως, της 1ης Μαρτίου 1979 ). Αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι η κανονιστική ρύθμιση που ίσχυε κατά το χρόνο της υπογραφής της Συνθήκης της Ρώμης δεν απέκλειε τη δυνατότητα οι εισαγωγές αυτές να εμπίπτουν στο εσωτερικό γερμανικό εμπόριο ( βλέπε Bundesfinanzhof, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1980, και Bundesverwaltungsgericht, απόφαση της 26ης Ιουνίου 1981, στο Zeitschrift foer Zoelle und Verbrauchssteuern, 1980, σ . 247, και 1982, σ . 55, αντίστοιχα ). Η νομολογία του Δικαστηρίου είναι ακόμη σαφέστερη . Με την απόφαση που εκδόθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1979 στην υπόθεση 23/79 ( Gefloegelschlachterei Freystadt GmbH κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas, Racc . 1979, σ . 2789 ), κρίθηκε πράγματι ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν το πρωτόκολλο εφαρμόζεται σε συγκεκριμένη εισαγωγή, ο τρόπος της εισαγωγής αυτής και η πορεία που ακολούθησε το εμπόρευμα δεν έχουν σημασία .

'Οσον αφορά το φόρο κύκλου εργασιών, η εταιρία υπενθυμίζει τη δήλωση της γερμανικής κυβερνήσεως ως προς το άρθρο 3 της έκτης οδηγίας του Συμβουλίου περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που διέπουν τον τομέα αυτό . Κατά το εν λόγω κείμενο, το έδαφος της ΛΔΓ θεωρείται ως γερμανικό εθνικό έδαφος όσον αφορά τον προαναφερόμενο φόρο . Επομένως, όπως αναγνώρισε εν συνεχεία το ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών, ο φόρος αυτός δεν επιβάλλεται στα εμπορεύματα που τελούν σε ελεύθερη κυκλοφορία στη νομισματική ζώνη του μάρκου της ΛΔΓ και εισέρχονται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο του εσωτερικού γερμανικού εμπορίου .

Το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του . Για το ότι πρέπει να απορριφθεί αρκεί η παρατήρηση ότι το πρωτόκολλο της 25ης Μαρτίου 1957 αναφέρεται ρητά στο "ισχύον καθεστώς" του εσωτερικού γερμανικού εμπορίου ( η υπογράμμιση δική μου ). Επομένως - όπως δέχεται και το ίδιο το παραπέμπον δικαστήριο, μεταβάλλοντας έτσι την άποψη που είχε υποστηρίξει με τη Διάταξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1983 - δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στην κανονιστική ρύθμιση που ίσχυε κατά το χρόνο της υπογραφής της Συνθήκης . Ωστόσο, η γερμανική κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέφεραν, χωρίς να αντικρουστούν, ότι οι εισαγωγές "διά της τεθλασμένης" υπέκειντο τότε σε δασμούς . Επομένως, ακόμη και αν οι εισαγωγές αυτές θεωρηθούν ως καλυπτόμενες από το πρωτόκολλο, το τελευταίο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα οι εισαγωγές αυτές να απαλλάσσονται από δασμούς και, φυσικά, από το φόρο κύκλου εργασιών .

9 . Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Finanzgericht του Αμβούργου με Διάταξη της 29ης Αυγούστου 1985 που εξέδωσε στην εκκρεμούσα ενώπιόν του υπόθεση μεταξύ της εταιρίας Foto-Frost και του Hauptzollamt Loebeck-Ost :

1 ) Η αρχή της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού παραγώγου δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη, η οποία τίθεται με το άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΟΚ, συνεπάγεται ότι το άρθρο 177, δεύτερη παράγραφος, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, όταν έχει αμφιβολίες ως προς το κύρος κοινοτικής πράξεως, οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία και να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος .

Κατ' εξαίρεση, όταν οι πολίτες δεν διαθέτουν άλλο μέσο παροχής δικαστικής προστασίας και, ειδικότερα, δεν έχουν το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 173, ο δικαστής που δικάζει κατά συνοπτική διαδικασία δεν υποχρεούται να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος πράξεως, υπό τον όρο ότι οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να κινήσουν διαδικασία ως προς την ουσία της υπόθεσης, κατά την οποία το ζήτημα που επιλύθηκε προσωρινά κατά την προαναφερθείσα διαδικασία μπορεί να επανεξεταστεί και, επομένως, να είναι αντικείμενο προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 177 .

2 ) Δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος της απόφασης RΕC 3/83 που εξέδωσε στις 6 Μαΐου 1985 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων .

3 ) Το πρωτόκολλο περί του εσωτερικού γερμανικού εμπορίου, που είναι προσαρτημένο στη Συνθήκη ΕΟΚ, αφορά το καθεστώς στο οποίο υπέκειτο το εμπόριο αυτό κατά την υπογραφή της Συνθήκης . Επομένως, επιτρέπει την απαλλαγή από τους δασμούς μόνο των εισαγωγών εμπορευμάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας για τις οποίες ίσχυε τότε η απαλλαγή αυτή .

(*) Μετάφραση από τα ιταλικά .