Υπόθεση 222/84
Marguerite Johnston
κατά
Chief Constable of the Royal Ulster Constabulary
αίτηση του Industrial Tribunal της Βόρειας Ιρλανδίας, του Μπέλφαστ, για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως
«Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών — Ένοπλο όργανο εφεδρικής αστυνομίας»
Περίληψη
Κοινοτικό δίκαιο – Ερμηνεία – Λαμβάνεται υπόψη η ευρωπαϊκή σύμβαση περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου
Κοινωνική πολιτική – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Πρόοβαοη σε απασχόληση και συνθήκες εργασίας – Ίση μεταχείριση – Παρεκκλίσεις – Υπόκεινται σε πραγματικό δικαστικό έλεγχο – Αρθρο 6 της οδηγίας 76/207 – Αποτέλεσμα στις σχέσεις μεταξύ κράτους και ιδιωτών
(Οδηγία του Συμβουλίου 76/207, άρθρο 6)
Κοινωνική πολιτική – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Πρόσβαση σε απασχόληση και συνθήκες εργασίας – Ίση μεταχείριση – Απαιτήσεις δημόσιας ασφάλειας – Εκτίμηση στο πλαίσιο της οδηγίας 76/207
(Οδηγία του Συμβουλίου 76/207)
Κοινωνική πολιτική – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Πρόοβαοη σε απασχόληση και συνθήκες εργασίας – Ίση μεταχείριση – Παρεκκλίσεις – Επαγγέλματα για τα οποία το φύλο αποτελεί καθοριστική προϋπόθεση – Ένοπλοι αστυνομικοί – Λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις της δημόσιας ασφάλειας στο πλαίσιο εσωτερικής κατάστασης χαρακτηριζόμενης από συχνές επιθέσεις – Επιτρέπονται – Ελεγχος του εθνικού δικαστηρίου
(Οδηγία τον Συμβουλίου 76/207, άρθρο 2, παράγραφος 2)
Κοινωνική πολιτική – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Πρόσβαση σε απασχόληση και συνθήκες εργασίας – Ίση μεταχείριση – Παρεκκλίσεις – Προστασία των γυναικών – Κίνδυνοι συμφυείς με την εργασία του ένοπλου αστυνομικού – Αποκλεισμός
( Οδηγία του Συμβουλίου 76/207, άρθρο 2, παράγραφος 3)
Πράξεις των Οργάνων – Οδηγίες – Εκτέλεση από τα κράτη μέλη – Ανάγκη εξασφαλίσεως αποτελεσματικότητας των οδηγιών – Υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 5 και 189, τρίτη παράγραφος)
Κοινωνική πολιτική – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Πρόσβαση σε απασχόληση και συνθήκες εργασίες – Ίση μεταχείριση – Οδηγία 76/207, άρθρο 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4 – Αποτέλεσμα στις σχέσεις μεταξύ κράτους και ιδιωτών – Κράτος ενεργούν ως εργοδότης
(Οδηγία του Συμβουλίου 76/207, άρθρα 2, παράγραφο 1 και 2, 3, παράγραφος 1, και 4)
Όπως έχει αναγνωριστεί με την από 5 Απριλίου 1977 κοινή διακήρυξη της Συνελεύσεως, του Συμβουλίου και της Επιτροπής και με τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές από τις οποίες διαπνέεται η ευρωπαϊκή σύμβαση περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.
Η αρχή του επιβληθέντος από το άρθρο 6 της οδηγίας 76/207 αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, στην οποία στηρίζονται οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και η οποία έχει καθιερωθεί από τα άρθρα 6 και 13 της ευρωπαϊκής συμβάσεως περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, δεν επιτρέπει να θεωρηθεί αδιάσειστη απόδειξη, αποκλείουσα κάθε δυνατότητα δικαστικού ελέγχου, η βεβαίωση εθνικής αρχής με την οποία πιστοποιείται ότι συντρέχουν, χάριν της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, οι απαιτούμενες για την παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών προϋποθέσεις. Η διάταξη του άρθρου 6, σύμφωνα με την οποία κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών δικαιούται αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, μπορεί να προβληθεί από ιδιώτες κατά κράτους μέλους το οποίο δεν εξασφαλίζει την πλήρη εφαρμογή της διάταξης αυτής στην εσωτερική του έννομη τάξη.
Δεν είναι δυνατό, χωρίς να θίγεται ο δεσμευτικός χαρακτήρας και η ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, να γίνει δεκτό ότι η Συνθήκη, εκτός συγκεκριμένων περιπτώσεων στις οποίες αναφέρονται ορισμένες από τις διατάξεις της, περιέχει γενική επιφύλαξη όσον αφορά κάθε μέτρο που θεσπίζει κράτος μέλος προς διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας. Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι διακρίσεις που στηρίζονται στο φύλο και εφαρμόζονται για λόγους προστασίας της δημόσιας ασφάλειας πρέπει να εξετάζονται υπό το φως των παρεκκλίσεων από την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών.
Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 76/207, κατά το μέτρο που επιτρέπει παρέκκλιση από το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση και τις συνθήκες εργασίας, πρέπει να ερμηνευτεί στενώς και να εφαρμόζεται τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας. Προκειμένου να εκτιμηθεί αν, λόγω των συνθηκών ασκήσεως της δραστηριότητας του αστυνομικού οργάνου, το φύλο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την επαγγελματική αυτή δραστηριότητα, δεν αποκλείεται το κράτος μέλος να μπορεί, υπό τον έλεγχο του εθνικού δικαστηρίου, να λαμβάνει υπόψη του τις απαιτήσεις της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, προκειμένου να αναθέτει, στο πλαίσιο μιας εσωτερικής κατάστασης που χαρακτηρίζεται από συχνές επιθέσεις, τα γενικά αστυνομικά καθήκοντα μόνο σε ένοπλους άνδρες.
Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 76/207, κατά το μέτρο που επιτρέπει παρέκκλιση από το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση και τις συνθήκες εργασίας, πρέπει να ερμηνευτεί στενώς. Η προστασία των γυναικών που αφορά δεν περιλαμβάνει την προστασία έναντι κινδύνων οι οποίοι δεν αφορούν ειδικώς τις γυναίκες υπ' αυτήν τους την ιδιότητα, όπως αυτοί στους οποίους εκτίθεται κάθε ένοπλος αστυνομικός κατά την άσκηση των καθηκόντων του σε μια δεδομένη κατάσταση.
Σε όλες τις περιπτώσεις όπου μια οδηγία έχει τεθεί σωστά σε εφαρμογή, τα αποτελέσματά της επηρεάζουν τους ιδιώτες μέσω των μέτρων εφαρμογής της που λαμβάνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.
Η υποχρέωση των κρατών μελών να επιτύχουν το αποτέλεσμα που επιδιώκει μια οδηγία, καθώς και το καθήκον που έχουν δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής, επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο και ιδίως τις διατάξεις εθνικού νόμου που έχει θεσπιστεί ειδικά για την εκτέλεση μιας οδηγίας, οφείλει να ερμηνεύει το εθνικό του δίκαιο υπό το φως των διατάξεων και του στόχου της οδηγίας, προκειμένου να επιτευχθεί το αποτέλεσμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 189, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ.
Οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται κατά κρατικής αρχής, επιφορτισμένης με την τήρηση της τάξης και της δημόσιας ασφάλειας και ενεργούσας ως εργοδότης, την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 για τα αναφερόμενα στα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4 θέματα των όρων προσβάσεως σε απασχολήσεις και στην επαγγελματική εκπαίδευση και επιμόρφωση, προκειμένου να αποφεύγεται μια προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία παρέκκλιση από την αρχή αυτή, καθόσον η παρέκκλιση αυτή θα υπερέβαινε τα όρια των επιτρεπόμενων από το άρθρο 2, παράγραφος 2, εξαιρέσεων.