ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΤΡΊΤΟΥ ΤΜΉΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

ΤΗΣ 26ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 1984 ( 1 )

Suzanne Culmsee και λοιποί κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Υπόθεση 175/83

Περίληψη

Στην υπόθεση 175/83,

Suzanne Culmsee και λοιποί

κατά

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

και

Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

1.

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Αυγούστου 1983 οι προσφεύγοντες, υπάλληλοι της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, άσκησαν προσφυγή κατά του οργάνου αυτού και επικουρικώς κατά του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την οποία ζητούν:

α)

την ακύρωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών τους του Δεκεμβρίου 1982 που περιέχουν εκκαθάριση των αναδρομικών αποδοχών κατ' εφαρμογή του κανονισμού 3139/82 του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1982, κατά το ότι οι αναδρομικές αυτές αποδοχές δεν κατεβλήθησαν εντόκως'

β)

επικουρικώς την ακύρωση της απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων που είχαν ασκήσει σχετικώς οι προσφεύγοντες, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και

γ)

την αποζημίωση τους για την περιουσιακή ζημία που υπέστησαν, η οποία ισούται με τους τόκους του ποσού των καθυστερουμένων αποδοχών που οφείλονταν κατά τη λήξη κάθε σχετικής περιόδου μέχρις εξοφλήσεως, προς το σύνηθες επιτόκιο.

2.

Με παρεμπίπτουσα αίτηση της 19ης Οκτωβρίου 1983, το Συμβούλιο ήγειρε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας, ζητώντας από το Δικαστήριο να κρίνει επ' αυτής χωρίς να εισέλθει στην ουσία.

3.

Κατά το Συμβούλιο, το απαράδεκτο της εναντίον του προσφυγής στηρίζεται στο ότι οι προσφεύγοντες δεν προσβάλλουν πράξη αυτού του οργάνου, προς το οποίο δεν συνδέονται εξάλλου με δεσμό όπως ο δεσμός που συνδέει το όργανο της Κοινότητας, ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, με τους υπαλλήλους του.

4.

Με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου που ήγειρε το Συμβούλιο οι προσφεύγοντες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα προς αντίκρουση του βάσιμου της. Απλώς αναφέρουν ότι «επαφίονται στην κρίση του Δικαστηρίου ως προς την ένσταση απαραδέκτου».

5.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφυγή δεν στρέφεται κατά πράξεως του Συμβουλίου, αλλά αμφισβητεί τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών που εξέδωσε η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, καθώς και την απόρριψη, από την ίδια αυτή αρχή, των διοικητικών ενστάσεων που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Εξάλλου, το περί αποζημιώσεως αίτημα αφορά μόνο την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Επομένως, η προσφυγή που άσκησαν οι προσφεύγοντες είναι απαράδεκτη καθόσον στρέφεται κατά του Συμβουλίου.

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

συγκείμενο από τους Υ. Galmot, πρόεδρο τμήματος, U. Everling και Κ. Κακούρη, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. F. Mancini

γραμματέας: Ρ. Heim

έχοντας υπόψη το άρθρο 91, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού διαδικασίας

διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη καθόσον στρέφεται κατά του Συμβουλίου.

 

2)

Καταδικάζει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα. Λουξεμβούργο, 26 Σεπτεμβρίου 1984.

 

Ο γραμματέας

κ.α.α.

J. Α. Pompe

Βοη9ός γραμματέας

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

Υ. Galmot


( 1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.