Στην υπόθεση 114/83 R,

Société d'initiatives et de coopération agricole, Kerisnel, με έδρα το 29250 Saint-Pol-de-Lćon,

και

Société interprofessionnelle des producteurs et expéditeurs en fruits et légumes, με έδρα το 35350 Saint-Meloir-des-Ondes, place du Marché,

εκπροσωπούμενες από τον Dominique Schmidt, δικηγόρο Στρασβούργου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο G. Harles, 34-Β-4, rue Philippe-Il,

αιτούσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 200, rue de la Loi, B-1049 Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενη από τον F. Lamoureux, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Ο. Montako, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση με την οποία ζητείται να διαταχθεί η Επιτροπή να λάβει μέτρα για να τεθεί τέρμα σε ορισμένες πρακτικές της ελληνικής κυβερνήσεως και να διενεργήσει έρευνα ως προς ορισμένες συνθήκες λειτουργίας της αγοράς πρώιμων πατατών κατά την περίοδο εμπορίας 1983, κατ' εφαρμογή του άρθρου 155 της συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 2, παράγραφος 3 του κανονισμού 26/62, της 4ης Απριλίου 1962,

ο πρόεδρος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

εκδίδει την παρούσα

ΔΙΑΤΑΞΗ

Ι — Ιστορικό

Ορισμένοι αγροτικοί κύκλοι ανησυχούν, από πολλά έτη, γι' αυτό που θεωρούν ως διατάραξη της κοινοτικής αγοράς πρώιμων πατατών, η οποία προκαλείται από τις εισαγωγές ελληνικών πρώιμων πατατών, κυρίως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η Κοινότητα είναι συγχρόνως παραγωγός και εισαγωγέας (προελεύσεως, κυρίως, Maghreb, Κύπρου, Αιγύπτου και Ισπανίας) πρώιμων πατατών, προϊόντος που δεν καλύπτεται από κοινή οργάνωση αγοράς γεωργικών προϊόντων. Η περίοδος εμπορίας, της οποίας η έναρξη τοποθετείται, ανάλογα με την προέλευση, μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου, τερματίζεται περί το τέλος Ιουλίου. Φαίνεται ότι οι εξαγωγές πρώιμων ελληνικών πατατών διενεργούνται μεταξύ των αρχών Απριλίου και τέλους Ιουνίου και κατευθύνονται κατά κύριο λόγο, αν όχι αποκλειστικά, προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Με την από 10ης Μαΐου 1982 επιστολή τους προς την Επιτροπή, οι αιτούσες θεώρησαν ότι η ελληνική κυβέρνηση χορηγεί ενίσχυση στη μεταφορά και εξαγωγή πρώιμων πατατών κατά παράβαση των άρθρων 85, 92 και 93 της συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και των κανόνων που διέπουν την κοινή αγορά γεωργικών προϊόντων, και ότι η παράλειψη της Επιτροπής στον τομέα αυτόν αποτελεί την αιτία σημαντικής ζημίας για τις αιτούσες και τους λοιπούς γάλλους παραγωγούς.

Με τηλετύπημα, της 10ης Ιουνίου 1982, η Επιτροπή πληροφόρησε τις αιτούσες ότι επέστησε την προσοχή της ελληνικής κυβερνήσεως επί της νομικής της εκτιμήσεως των επιδίκων μέτρων.

Με επιστολές της 17ης Ιουλίου 1982 και 5ης Απριλίου 1983 οι αιτούσες, αναφερόμενες στην επιστολή τους της 10ης Μαΐου 1982, ζήτησαν από την Επιτροπή να λάβει μέτρα προκειμένου να τερματιστεί η πρακτική της ελληνικής κυβερνήσεως και των ελληνικών εξαγωγών, την οποία θεωρούσαν ότι εισάγει διακρίσεις.

Με τηλετύπημα της 30ής Μαΐου 1983, η Επιτροπή απάντησε στις αιτούσες ότι η ελληνική κυβέρνηση διαψεύδει ότι έχει χορηγήσει οποιαδήποτε ενίσχυση στις εξαγωγές πρώιμων πατατών προς τις άλλες κοινοτικές αγορές. Η Επιτροπή πληροφορεί τις αιτούσες ότι εξακολουθεί να παρακολουθεί από πολύ κοντά την υπόθεση αυτή κατά την περίοδο εμπορίας 1983.

Με τηλετύπημα της 2ας Ιουνίου 1983, η γαλλική κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή να λάβει, το συντομότερο δυνατό, τα τα αναγκαία μέτρα ώστε να αντιμετωπιστεί η πτώση των τιμών στην παραγωγή, στη Βρετάνη, η οποία έχει προκληθεί από τις εισαγωγές πρώιμων πατατών που προσφέρουν έλληνες εξαγωγείς σε τιμές πολύ κατώτερες από τις τιμές που ισχύουν στην ελληνική αγορά.

Με έγγραφο της 9ης Ιουνίου 1983, η γαλλική κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή την εφαρμογή των μέτρων διασφαλίσεως που προβλέπονται από το άρθρο 130, παράγραφος 2, εδάφιο 3, της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, και από το άρθρο 29, πρώτη παράγραφος, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1035/72.

Κατά το άρθρο 130, παράγραφος 1, της πράξεως προσχωρήσεως, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1985 ή την 31η Δεκεμβρίου 1987, αναλόγως της περιπτώσεως, μπορούν να θεσπιστούν μέτρα διασφαλίσεως είτε προς όφελος της Ελληνικής Δημοκρατίας κατόπιν αιτήσεως της, είτε εις βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, σε περίπτωση σοβαρών και ενδεχομένως παρατεινομένων δυσχερειών σε τομέα οικονομικής δραστηριότητος, καθώς και δυσχερειών που δύνανται να επιφέρουν σοβαρή επιδείνωση της οικονομικής καταστάσεως ορισμένης περιοχής.

Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου 130 ορίζει ότι:

«Στον τομέα της γεωργίας, όταν η αγορά κράτους μέλους υφίσταται ή απειλείται να υποστεί σοβαρές διαταραχές λόγω των συναλλαγών μεταξύ της Κοινότητας υπό την παρούσα της σύνθεση και της Ελλάδος, η Επιτροπή αποφασίζει κατόπιν αιτήσεως εφαρμογής καταλλήλων μέτρων από κράτος μέλος, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη λήψη της αιτήσεως. Τα κατ' αυτόν τον τρόπον αποφασιζόμενα μέτρα είναι αμέσως εφαρμοστέα και λαμβάνουν υπ' όψη τα συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων μερών και ιδίως τα προβλήματα μεταφοράς.»

Η Επιτροπή με την απόφαση C(83) 883 της 17ης Ιουνίου 1983, απέρριψε την από 9ης Ιουνίου 1983 αίτηση της γαλλικής κυβερνήσεως. Η Επιτροπή προβάλλει ότι στην πτώση των τιμών των πρώιμων πατατών συνέτειναν διάφοροι λόγοι, ότι οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Γερμανία είναι ασήμαντες και ότι οι εξαγωγές προς τις άλλες αγορές της Κοινότητας, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν υπερβαίνουν μερικές εκατοντάδες τόνους που προσφέρονται, εξάλλου, σε τιμές οι οποίες δεν είναι κατώτερες από τις τιμές των προϊόντων ιταλικής προελεύσεως, που εισάγονται σε ποσότητες σαφώς σημαντικότερες.

Στις 20 Ιουνίου 1983, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου απεύθυνε προς την Επιτροπή παρόμοια αίτηση με εκείνη της γαλλικής κυβερνήσεως της 9ης Ιουνίου 1983.

Με απόφαση της 1ης Ιουλίου 1983, η Επιτροπή απέρριψε την εν λόγω αίτηση.

Στις 20 Ιουνίου 1983, οι αιτούσες άσκησαν προσφυγή με την οποία ζητούν να αναγνωριστεί ότι, παραλείποντας να λάβει απόφαση επί της από 5ης Απριλίου 1983 αιτήσεως τους, την οποία επιβεβαίωσαν στις 2 Ιουνίου 1983, η Επιτροπή παρέβη τα άρθρα 85, 91, 155 και 169 της συνθήκης ΕΟΚ, το άρθρο 130 της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας και τις διατάξεις του κανονισμού 26/62 του Συμβουλίου, και υπέχει ευθύνη για τη ζημία που υπέστησαν οι προσφεύγουσες λόγω της παραλείψεως της, καθώς και τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως που τους οφείλεται για το λόγο αυτόν.

II — 'Εγγραφη διαδικασία

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Ιουλίου 1983, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν την ακόλουθη αίτηση:

«να υποχρεωθείη Επιτροπή να λάβει κάθε μέτρο της αρμοδιότητας της προκειμένου να τεθεί τέρμα στην πρακτική των ελληνικών αρχών και των ελλήνων εξαγωγέων, που έχει καταγγελθεί με την από 18ης Ιουνίου 1983 προσφυγή των αιτουσών (υπό αύξοντα αριθμό 114/83) και με το παρόν δικόγραφο ·

να υποχρεωθεί τουλάχιστον η Επιτροπή, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 155 της συνθήκης ΕΟΚ, και κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 26/62 της 4ης Απριλίου 1962, να διενεργήσει έρευνα ως προς τις συνθήκες λειτουργίας της αγοράς πρώιμων πατατών κατά την περίοδο εμπορίας 1983, προκειμένου να προσδιοριστούν, κυρίως, οι τιμές εξαγωγής των πρώιμων ελληνικών πατατών στις κοινοτικές αγορές και οι τιμές των ιδίων προϊόντων στις ελληνικές χονδρικές αγορές.»

Προς στήριξη της αιτήσεως τους, οι αιτούσες αναφέρονται στην προσφυγή τους επί της κύριας υποθέσεως. Προβάλλουν ουσιαστικά ότι οι εξαγωγές πρώιμων ελληνικών πατατών προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο σε τιμές κατώτερες από τις τιμές που ισχύουν στην ελληνική αγορά, προκαλούν σοβαρή κρίση στις αγορές γαλλικής παραγωγής που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνο με τη λήψη επειγόντων μέτρων διασφαλίσεως, τα οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει με την από 17 Ιουνίου 1983 απόφαση της βάσει εσφαλμένης παρουσιάσεως των περιστατικών και κατά παράβαση των διατάξεων που αναφέρονται στην προσφυγή τους.

Με τις παρατηρήσεις της που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Ιουλίου 1983, η κααής ζητεί να απορριφθεί η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων και να επιφυλαχθεί το Δικαστήριο για τα δικαστικά έξοδα.

Αφού περιέγραψε τη λειτουργία της αγοράς πρώιμων πατατών, η καθής θεωρεί την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων απαράδεκτη διότι η προσφυγή δεν είναι ούτε παραδεκτή ούτε βάσιμη.

Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η καθής προβάλλει κατ'ουσίαν, ότι οι προσφεύγουσες δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής που αναφέρονται στο άρ9ρο 175 της συνθήκης ΕΟΚ διότι ζήτησαν από την Επιτροπή να λάβει αποφάσεις, τις οποίες δεν νομιμοποιούνται να ζητήσουν ενόψει των διατάξεων των άρθρων 91 της συνθήκης ΕΟΚ, 130, παράγραφος 2, της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας και του κανονισμού του Συμβουλίου 26/62 και διότι δεν υπέβαλαν αίτηση βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού του Συμβουλίου 17/62. Προσθέτει δε ότι δεν παρέλειψε να αποφανθεί επί των αιτήσεων της γαλλικής κυβερνήσεως και της κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου για τη λήψη μέτρων διασφαλίσεως και ότι οι αποφάσεις της της 17ης Ιουνίου και 1ης Ιουλίου 1983 έχουν ληφθεί βάσει ορθής εκτιμήσεως των περιστατικών.

Η καθής θεωρεί επιπλέον ότι η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων είναι επίσης απαράδεκτη κατά το μέτρο που η προσφυγή στηρίζεται στο άρθρο 215 της συνθήκης ΕΟΚ διότι η δήθεν υπαίτια παράλειψη λήψεως αποφάσεως δεν συνιστά παράβαση υπέρτερου κανόνα δικαίου που προστατεύει τους πολίτες.

Τέλος, η καθής ισχυρίζεται ότι τα μέτρα που ζητούν οι αιτούσες με την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι πρόσφορα για να εμποδίσουν την προβαλλόμενη ζημία, η οποία εξάλλου αμφισβητείται από την καθής, λόγω του επικείμενου τέλους της περιόδου εμπορίας των πρώιμων πατατών και ότι, για τους ίδιους λόγους, τα αιτούμενα μέτρα δεν είναι επείγοντα. Και προσθέτει ότι τα αιτούμενα μέτρα προδικάζουν αναπόφευκτα την απόφαση που θα εκδοθεί στην κύρια δίκη.

III — Προφορική διαδικασία

Οι διάδικοι, αφού κλήθηκαν προσηκόντως, αγόρευσαν στη συνεδρίαση επί των ασφαλιστικών μέτρων της 11ης Ιουλίου 1983.

Σκεπτικό

1

Κατά το άρθρο 186 της συνθήκης ΕΟΚ, στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του, το Δικαστήριο δύναται να διατάσσει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

2

Από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τέτοια μέτρα δεν μπορούν να διαταχθούν παρά μόνο αν οι πραγματικοί και νομικοί ισχυρισμοί που προβάλλονται δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη των εν λόγω μέτρων. Πρέπει, εξάλλου, να είναι επείγοντα υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματα τους προ της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως επί της ουσίας, ώστε ο διάδικος που ζητεί τα μέτρα αυτά να μην υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία. Τέλος, πρέπει να είναι προσωρινά υπό την έννοια ότι δεν προδικάζουν την απόφαση επί της ουσίας.

3

Από την προφορική διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων προκύπτει ότι η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων εντάσσεται στο πλαίσιο της κύριας προσφυγής κατά το μέτρο που η τελευταία βασίζεται επί της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας και αποβλέπει στην αποκατάσταση της ζημίας που οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν, και την οποία αποδίδουν σε αντικείμενη στη συνθήκη, κατά την άποψη τους, παράλειψη της Επιτροπής να λάβει τα μέτρα διασφαλίσεως που προβλέπονται με το άρθρο 130 της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας.

4

Προς στήριξη της αιτήσεως αυτής, οι αιτούσες προβάλλουν ότι τα αιτούμενα μέτρα είναι επείγοντα και αναγκαία προκειμένου η ζημία που «ήδη» έχουν υποστεί να μην αυξηθεί σημαντικά λόγω «της παραλείψεως» της Επιτροπής.

Επί του πρώτου αιτήματος

5

Το αίτημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Η εξέταση, τόσο του αιτήματος αυτού, όσο και της προσφυγής, αφήνει να διαφανεί ότι η προσφυγή αυτή εγείρει prima facie σοβαρά προβλήματα τόσο ως προς το παραδεκτό, όσο και ως προς το βάσιμο της αγωγής αποζημιώσεως στον τομέα που ρυθμίζει το άρθρο 130 της πράξεως προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας. Εξάλλου, φαίνεται ότι, για το ουσιώδες μέρος της παραγωγής για την οποία πρόκειται, η περίοδος εμπορίας τελειώνει. Λαμβάνοντας υπόψη, κυρίως, τα δύο αυτά γεγονότα, θα ήταν δυσανάλογο, σε σχέση με την ανάγκη προστασίας του ενδεχόμενου δικαιώματος αποζημιώσεως που οι προσφεύγουσες προβάλλουν με την προσφυγή, να διαταχθούν προσωρινά μέτρα, τα οποία εμφανίζονται ότι προορίζονται να περιορίσουν τη ζημία της οποίας θα ζητηθεί αποκατάσταση βάσει του άρθρου 215 της συνθήκης, αλλά που αντιστοιχούν ουσιαστικά στα μέτρα που προβλέπονται με το άρθρο 130 της πράξεως προσχωρήσεως.

Επί του δευτέρου αιτήματος

6

Το αίτημα αυτό, βασιζόμενο επί του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 26 του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 1962 (ΕΕ, ειδ. έκδ. 03/001, σ. 35), περί εφαρμογής ορισμένων κανόνων ανταγωνισμού στην παραγωγή και στην εμπορία γεωργικών προϊόντων, αποβλέπει στο να υποχρεωθεί η Επιτροπή να διενεργήσει έρευνα ως προς τις συνθήκες λειτουργίας της αγοράς πρώιμων πατατών κατά την περίοδο εμπορίας 1983, ιδίως όσον αφορά τη σύγκριση των τιμών των πρώιμων ελληνικών πατατών στην αγορά του εν λόγω κράτους μέλους και των τιμών εξαγωγής του ίδιου αυτού προϊόντος.

7

Πρέπει, πρώτον, να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 26, στο οποίο οι προσφεύγουσες στηρίζουν το δεύτερο αίτημα τους, δεν αφορά παρά μόνο την εφαρμογή του άρθρου 85 της συνθήκης σε ορισμένα γεωργικά προϊόντα. Οι προσφεύγουσες δεν έχουν προσκομίσει κανένα στοιχείο που να επιτρέπει να διαπιστωθεί ποια σχέση μπορεί να υπάρχει μεταξύ της εφαρμογής του άρθρου 85 και του αντικειμένου του αιτήματος τους αυτού.

8

Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δεν έχουν προσκομίσει κανένα στοιχείο που να επιτρέπει να γίνει δεκτή η συνδρομή του επείγοντος και της ανάγκης να διαταχθεί, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η αιτούμενη έρευνα για να εξασφαλιστούν οι κατάλληλες αποδείξεις στην κύρια υπόθεση.

9

Πάντως, η απόρριψη του αιτήματος αυτού δεν προδικάζει καθόλου τα μέσα αποδείξεως που οι προσφεύγουσες μπορούν να προτείνουν ή που το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει κατά την κύρια δίκη.

10

Υπό τις συνθήκες αυτές, ενδείκνυται να επιφυλαχθεί το Δικαστήριο ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Διά ταύτα

ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ,

αποφαινόμενος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων,

διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση.

 

2)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Λουξεμβούργο, 12 Ιουλίου 1983.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος

J. Mertens de Wilmars