61983J0175

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 4ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1985. - SUZANNE CULMSEE ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. - ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ - ΤΟΚΟΙ ΕΠΙ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 175/83.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1985 σελίδα 02149


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αντικείμενο — Ακύρωση και/ή αποζημίωση

( Συνθήκη EOK , άρθρο 179· κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων , άρθρα 90 και 91 )

Περίληψη


H διαφορά μεταξύ του υπαλλήλου και του οργάνου στο οποίο ανήκει εξελίσσεται , όταν πηγάζει από τη σχέση εργασίας που συνδέει τον ενδιαφερόμενο με το όργανο , στο πλαίσιο του άρθρου 179 της Συνθήκης και των άρθρων 90 και 91 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως . Κατά συνέπεια μπορεί να προβληθεί συγχρόνως αίτημα ακυρώσεως και αποζημιώσεως , εφόσον βεβαίως τηρούνται εν πάση περιπτώσει οι προϋποθέσεις που θέτει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως και ιδίως η προϋπόθεση της προηγουμένης υποβολής διοικητικής ενστάσεως .

Διάδικοι


Στην υπόθεση 175/83 ,

Suzanne Culmsee και άλλοι , υπάλληλοι της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής , εκπροσωπούμενοι και επικουρούμενοι από τον Jean-Noel Louis , δικηγόρο Βρυξελλών , διεύθυνση γραφείου , rue Langeveld 51 , boite postale 16 , 1180 Βρυξέλλες , με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Nicolas Decker , δικηγόρο παρ’ εφέταις Λουξεμβούργου , 16 , avenue Marie-Therese , boite postale 335 ,

προσφεύγοντες ,

κατά

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής , στις Βρυξέλλες , εκπροσωπούμενης από τον Marius Simond , επικουρούμενο από την Yvette Hamilius , δικηγόρο Λουξεμβούργου , 11 , boulevard Royal , που είναι και αντίκλητός της στο Λουξεμβούργο ,

καθής ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται

— να κριθούν παράνομα και να ακυρωθούν :

— τα εκδοθέντα από την καθής εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών του Δεκεμβρίου 1982 καθόσον οι καταβαλλόμενες κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 3139/82 του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 22ας Νοεμβρίου 1982 αναδρομικές αποδοχές δεν υπολογίζονται εντόκως εις αποκατάσταση της χρηματικής ζημίας που υπέστησαν οι προσφεύγοντες·

—επικουρικώς η ρητή ή σιωπηρή απόρριψη των διοικητικών ενστάσεων που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες βάσει του άρθρου 90 , παράγραφος 2 , του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως·

—να υποχρεωθεί η καθής να αποζημιώσει τους προσφεύγοντες για την περιουσιακή ζημία που υπέστησαν , διά της καταβολής ποσού που το Δικαστήριο καλείται να καθορίσει στο ποσό των τόκων των καθυστερούμενων ποσών που οφείλονταν κατά τη λήψη κάθε σχετικής περιόδου μέχρις εξοφλήσεως , προς το σύνηθες επιτόκιο·

—να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 69 , παράγραφος 2 , του κανονισμού διαδικασίας καθώς και στα αναγκαία έξοδα στα οποία θα υποβληθούν οι διάδικοι ενόψει της διαδικασίας και , συγκεκριμένα , στα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και στην αμοιβή δικηγόρου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 73 β ) του ίδιου κανονισμού ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Αυγούστου 1983 , η Suzanne Culmsee και άλλοι υπάλληλοι της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής άσκησαν προσφυγή με την οποία ζητούν την ακύρωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών τους του Δεκεμβρίου 1982 που περιέχουν εκκαθάριση των αναδρομικών αποδοχών κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 3139/82 του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 22ας Νοεμβρίου 1982 ( EE L 331 της 26.11.1982 , σ . 1 ) και επικουρικώς την ακύρωση των ρητών ή σιωπηρών αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διοικητικές ενστάσεις που είχαν υποβάλει δυνάμει του άρθρου 90 , παράγραφος 2 , του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως . H ακύρωση ζητείται καθόσον επί των αναδρομικών αποδοχών για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1980 δεν κατεβλήθησαν τόκοι , παρά την απώλεια της αγοραστικής δύναμης που προέκυψε εν τω μεταξύ , προς το σύνηθες επιτόκιο , των οποίων ζητούν την καταβολή . Περαιτέρω , με την προσφυγή ζητείται να καταδικαστεί η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να τους καταβάλει τόκους προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας για την απώλεια της αγοραστικής δύναμης .

2 Στις 20 Ιανουαρίου 1981 το Συμβούλιο θέσπισε τον κανονισμό 187/81 ( EE L 21 της 24 . 1 . 1981 , σ . 18 ), περί προσαρμογής των αμοιβών και συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και των διορθωτικών συντελεστών βάσει των οποίων τροποποιούνται αυτές οι αμοιβές και συντάξεις , κατόπιν της από 9 Δεκεμβρίου 1980 σχετικής προτάσεως της Επιτροπής .

3 Μετά τον κανονισμό αυτό , το Συμβούλιο θέσπισε , στις 10 Φεβρουαρίου 1981 , τον κανονισμό 397/81 ( EE L 46 της 19 . 2 . 1981 , σ . 1 ) περί καθορισμού των μισθολογικών πινάκων καθώς και των άλλων στοιχείων των αποδοχών .

4 Στις 16 Μαρτίου 1981 η Επιτροπή άσκησε προσφυγή με την οποία ζήτησε την ακύρωση του κανονισμού 187/81 και των άρθρων 1 α ), 2 α ), 2 β ) και 11 , πρώτη παράγραφος , του κανονισμού 397/81 .

5 Με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982 ( Επιτροπή κατά Συμβουλίου , 59/81 , Συλλογή σ . 3329 ), το Δικαστήριο ακύρωσε τον κανονισμό 187/81 και τις προαναφερθείσες διατάξεις του κανονισμού 397/81 .

6 Προκειμένου να συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή , το Συμβούλιο θέσπισε τον κανονισμό 3139/82 της 22ας Νοεμβρίου 1982 , κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής της 29ης Οκτωβρίου 1982 .

7 Κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού , η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή , ως ΑΔΑ , προέβη στην εκκαθάριση και την καταβολή των αναδρομικών αποδοχών .

8 Καθένας από τους προσφεύγοντες υπέβαλε , επί ειδικού εντύπου , διοικητική ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90 , παράγραφος 2 , του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως με την οποία υποστήριξε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη η μείωση της αγοραστικής δύναμης κατά την περίοδο για την οποία κατεβλήθησαν αναδρομικώς καθυστερούμενες αποδοχές εις εκτέλεση του κανονισμού 3139/82 του Συμβουλίου και ζήτησε την καταβολή τόκων υπερημερίας που έπρεπε να καταβληθούν επί των αναδρομικών αποδοχών .

9 Οι ενστάσεις αυτές απορρίφθηκαν με ρητές ή σιωπηρές αποφάσεις , κατόπιν των οποίων οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή .

10 Με παρεμπίπτον υπόμνημα που πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Οκτωβρίου 1983 , το Συμβούλιο ήγειρε ένσταση απαραδέκτου κατά της προσφυγής καθόσον στρέφεται κατ’ αυτού και ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ενστάσεως χωρίς να εισέλθει στην ουσία .

11 Με Διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 1984 το Δικαστήριο ( τρίτο τμήμα ), έχοντας υπόψη το άρθρο 91 , παράγραφοι 3 και 4 , του κανονισμού διαδικασίας , έκανε δεκτή την ένσταση του Συμβουλίου και απέρριψε την προσφυγή καθόσον στρεφόταν κατά του εν λόγω οργάνου .

Επί του παραδεκτού

12 Ωστόσο , όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1975 ( Meyer-Burckhardt κατά Επιτροπής , 9/75 , Rec . σ . 1171 ), η διαφορά μεταξύ υπαλλήλου και του οργάνου στο οποίο ανήκει , ακόμη κι αν πρόκειται για αγωγή αποζημιώσεως , εξελίσσεται , όταν πηγάζει από τη σχέση εργασίας που συνδέει τον ενδιαφερόμενο με το όργανο , στο πλαίσιο του άρθρου 179 της Συνθήκης και των άρθρων 90 και 91 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως . Κατά συνέπεια οι προσφεύγοντες νομιμοποιούνται να προβάλλουν συγχρόνως αίτημα ακυρώσεως και αποζημιώσεως , οφείλουν όμως να τηρούν τους όρους που απαιτεί ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως οι οποίοι είναι οι ίδιοι και στις δύο περιπτώσεις .

13 Σχετικώς πρέπει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω , όπως προκύπτει από τη δικογραφία , οι προσφεύγοντες ζήτησαν με τις διοικητικές ενστάσεις τους μόνο τόκους υπερημερίας και όχι τόκους προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας , τους οποίους ζήτησαν το πρώτο με την προσφυγή τους ενώπιον του Δικαστηρίου . Άρα η προσφυγή τους είναι απαράδεκτη όσον αφορά το αίτημα περί καταβολής τόκων προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας .

Επί της ουσίας

14 Από πλευράς ουσίας , η υπόθεση θέτει ζητήματα τα οποία πρέπει να εξεταστούν από την ολομέλεια του Δικαστηρίου .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

15 Στο τρέχον στάδιο της διαδικασίας το Δικαστήριο πρέπει να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα .

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα ),

πριν αποφανθεί οριστικώς επί της ουσίας , αποφασίζει :

1 ) Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη όσον αφορά το αίτημα περί καταβολής τόκων προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας .

2 ) Παραπέμπει την υπόθεση στην ολομέλεια του Δικαστηρίου για κατ’ ουσία εξέταση όσον αφορά τα άλλα αιτήματα των προσφευγόντων .

3 ) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα .