Στην υπόθεση 92/83,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesfinanzhof προς το Δικαστήριο, κατ'εφαρμογή του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
3Μ Deutschland GmbH, Neuss,
και
Oberfinanzdirektion Frankfurt/Main,
η έκδοση προδικαστικής απόφασης ως προς την ερμηνεία των κλάσεων 58.02 και 59.03 του κοινού δασμολογίου,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)
συγκείμενο από τους Τ. Koopmans, πρόεδρο τμήματος, Mackenzie Stuart και G. Bosco, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: C Ο. Lenz
γραμματέας: Ρ. Heim
εκδίδει την ακόλουθη
ΑΠΟΦΑΣΗ
Περιστατικά
Η διάταξη παραπομπής, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν δυνάμει του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ συνοψίζονται ως εξής:
Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία
1. |
Στις 10 Μαρτίου 1982, η επιχείρηση 3Μ Deutschland GmbH, προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, ζήτησε από την Oberfinanzdirektion Frankfurt/Main να της χορηγήσει δεσμευτική γνωμάτευση περί δασμολογικής κατατάξεως («verbindliche Zolltarifauskunft») για ένα προϊόν που αναφέρεται ως «ποδόμακτρο που συγκρατεί τη σκόνη» (Schmutzfangmatte). Το προϊόν αυτό είναι ύφασμα που αποτελείται από μονές ίνες πολυβινυχλωριδίων πάχους 0,9 mm που εξέρχονται απευθείας από την άτρακτο του κλωστηρίου περιελιγμένες και προσδένονται μεταξύ τους κατά τρόπο διάσπαρτο με θερμική μέθοδο (μη υφασμένο ύφασμα). Το προϊόν εισάγεται από τις ΗΠΑ, χώρα καταγωγής, σε διαστάσεις πλάτους 90 και 120 εκατοστών και μήκους 610 εκατοστών και χρησιμοποιείται ως κάλυμμα δαπέδου. Η Oberfinanzdirektion στη δεσμευτική γνωμάτευση της περί δασμολογικής κατατάξεως, της 7ης Απριλίου 1982, υπήγαγε το προϊόν στη διάκριση 58.02 ΑII6 του κοινού δασμολογίου, ως τάπητα «διαφορετικό από τάπητα του οποίου η θυσανωτή επιφάνεια αποτελείται εκ νημάτων δεδεμένων διά κόμβων ή απλώς περιελιγμένων εις τα νήματα του στήμονος ή τάπητα εξ ινών κοκκοφοίνικα ή τάπητα θυσανωτό ή φλοκωτό ή κατσαρωτό ούτε επίσης τάπητα υφαντό από συνθετικές υφαντικές ίνες». Οι τάπητες των οποίων η θυσανωτή επιφάνεια αποτελείται εκ νημάτων δεδεμένων διά κόμβων ή απλώς περιελιγμένων στα νήματα του στήμονος υπάγονται στη δασμολογική κλάση 58.01η δασμολογική κλάση 58.02 περιλαμβάνει τα εξής προϊόντα: «58.02. Έτεροι τάπητες, έστω και έτοιμοι προς χρήσιν. Υφάσματα, ως τα λεγόμενα “κιλίμια”, “σουμάκ”, “καραμανίας” και τα παρόμοια, έστω και έτοιμα:
Η προσφεύγουσα άσκησε ένσταση κατά της εν λόγω υπαγωγής, ζητώντας την υπαγωγή του προϊόντος στη δασμολογική κλάση 59.03, η οποία περιλαμβάνει: «59.03 “Υφάσματα μη υφασμένα” και είδη εξ “υφασμάτων μη υφασμένων”, έστω και εμπεποτισμένα ή επικεχρισμένα...» Με απόφαση της 19ης Αυγούστου 1982, η Oberfinanzdirektion απέρριψε την ένσταση επικαλούμενη τις σημειώσεις 1 και 2 του κεφαλαίου 58 του κοινού δασμολογίου. Οι σημειώσεις αυτές προβλέπουν ότι
Σύμφωνα με την Oberfinanzdireluion, από την πρώτη σημείωση προκύπτει ότι ένα εμπόρευμα από ύφασμα μη υφασμένο αποκλείεται, καταρχήν, από το κεφάλαιο 58. Σύμφωνα, όμως, με την πρώτη φράση της δεύτερης σημείωσης, οι τάπητες δαπέδου και τα παρόμοια είδη εξακολουθούν, καταρχήν, να υπάγονται στο κεφάλαιο 58. Ως προς τους τάπητες δαπέδου, η σημείωση 2 είναι ειδικότερη και, επομένως, υπερισχύει της πρώτης σημειώσεως. Η Oberfinanzdirektion θεωρεί ότι το «ποδόμακτρο που συγκρατεί τη σκόνη» πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως «τάπητας» κατά την έννοια της σημείωσης 2 του κεφαλαίου 58 και της δασμολογικής κλάσεως 58.02. Σύμφωνα με τη συνήθη χρήση και αντίληψη, ως «τάπητας» νοείται το κάλυμμα δαπέδου ή τοίχου από υφαντές ίνες που κατασκευάζεται σύμφωνα με διάφορες μεθόδους. Όπως συνάγεται από τις επεξηγηματικές σημειώσεις της ονοματολογίας του Συμβουλίου τελωνειακής συνεργασίας που αναφέρονται στη δασμολογική κλάση 58.02, οι τάπητες που υπάγονται στην εν λόγω δασμολογική κλάση «είναι αρκετά παχείς, σκληροί και ανθεκτικοί ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καλύμματα δαπέδου». Έτσι, η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη πρόβαλε ότι το ποδόμακτρο που συγκρατεί τη σκόνη πρέπει να θεωρηθεί ως κάλυμμα δαπέδου για βιομηχανική και εξωτερική χρήση που προορίζεται να συγκρατεί τις σκόνες. Εξάλλου, το προϊόν αυτό φέρεται ως επαρκώς παχύ, σκληρό και ανθεκτικό, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κάλυμμα δαπέδου. |
2. |
Η προσφεύγουσα άσκησε, κατόπιν αυτού, Revision ενώπιον του Bundesfinanzhof, με την οποία ζητεί να υπαχθεί το εμπόρευμα στην κλάση 59.03 του κοινού δασμολογίου. Προς στήριξη του αιτήματος της, υποστηρίζει ότι σύμφωνα με την πρώτη σημείωση του κεφαλαίου 58 «δεν περιλαμβάνονται στο παρόν κεφάλαιο... τα λοιπά είδη, τα περιλαμβανόμενα εις το κεφάλαιο 59». Κατά συνέπεια, τα είδη από μη υφασμένο ύφασμα δεν μπορούν να υπαχθούν στο κεφάλαιο 58. Η σημείωση 2 του κεφαλαίου 58 δεν υπερισχύει της πρώτης σημειώσεως. Προβλέποντας ότι ένα προϊόν, όπως οι τάπητες από πίλημα οι οποίοι μπορούν, βέβαια, να χρησιμοποιηθούν ως κάλυμμα δαπέδου, δεν μπορούν να δασμολογηθούν ως τάπητες δαπέδου κατά την έννοια του κεφαλαίου 58, η σημείωση 2 αποδίδει περιορισμένη μόνο σημασία στον προορισμό του εμπορεύματος ως καλύμματος δαπέδου. Σημασία για την κατάταξη έχει μάλλον ο τρόπος κατασκευής, δηλαδή η παραγωγή από πίλημα, παρά ο προορισμός που έχει σημασία μόνο για τη δασμολόγηση. Ήδη, για το λόγο αυτό, το εν λόγω προϊόν υπάγεται στη δασμολογική κλάση 59.03. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις επεξηγηματικές σημειώσεις της ονοματολογίας του Συμβουλίου τελωνειακής συνεργασίας που αναφέρονται στο κεφάλαιο 58, καθώς και από τη συνήθη έννοια που δίνεται στον όρο, χαρακτηριστικό του «τάπητα» είναι η ιδιαίτερη μέθοδος κατασκευής· ο τάπης αποτελείται από μια αρχική βασική ύφανση και από μια επιφάνεια που αποτελείται από μονωμένες κρόκες που κατευθύνονται προς τα άνω. Για το «ποδόμακτρο που συγκρατεί τη σκόνη» δεν ακολουθείται αυτή η μέθοδος κατασκευής· δεν μπορεί, επομένως, να συγκριθεί με τους τάπητες δαπέδου. Εξάλλου, ούτε σύμφωνα με την καθημερινή γλώσσα ούτε σύμφωνα με την ορολογία του κοινού δασμολογίου το κάλυμμα δαπέδου ταυτίζεται με τον τάπητα δαπέδου. Για να δικαιολογήσει το αίτημα της να ζητηθεί η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως από το Δικαστήριο, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι τα «ποδόμακτρα που συγκρατούν τη σκόνη», στα οποία αναφέρεται η προσβαλλόμενη δεσμευτική γνωμάτευση περί δασμολογικής κατατάξεως και τα οποία πωλούν οι θυγατρικές της εταιρείες μέσα στην Κοινότητα, δασμολογούνται κατά τρόπο διαφορετικό από τις διάφορες εθνικές τελωνειακές αρχές. Στην Ιταλία, υπάγονται στο κεφάλαιο 59, ενώ οι αρχές των άλλων κρατών μελών τα υπάγουν στο κεφάλαιο 58. Στη διαδικασία ενώπιον του Bundesfinanzhof, η Oberfinanzdirektion αναφέρθηκε στις σκέψεις που ανέπτυξε στην απόφαση της, με την οποία απέρριψε την ένσταση. |
3. |
Σύμφωνα με το σκεπτικό της διατάξεως περί παραπομπής το εθνικό δικαστήριο διερωτάται, καταρχάς, αν η σημείωση 2 του κεφαλαίου 58 υπερισχύει, ως ειδική σημείωση, της πρώτης σημειώσεως του κεφαλαίου 58. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, τίθεται το ερώτημα αν τα είδη που είναι όμοια με τους τάπητες δαπέδου «προορίζονται, όμως, να τοποθετηθούν αλλού, εκτός από το δάπεδο» κατά την έννοια της σημειώσεως 2, αφορούν μόνο τα είδη που δεν χρησιμοποιούνται ως τάπητες δαπέδου, αλλά προορίζονται για άλλες χρήσεις, για παράδειγμα για επίστρωση. Στην περίπτωση αυτή, η σημείωση δεν πε-, ριλαμβάνει το επίδικο εμπόρευμα. Ωστόσο, η σημείωση 2 θα μπορούσε να εκληφθεί υπό την έννοια ότι αναφέρεται στα είδη που είναι όμοια με τάπητες δαπέδου «έστω και αν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν αλλού, εκτός από το δάπεδο». Αν συμβαίνει αυτό, πρέπει να ερευνηθεί η ερμηνεία του όρου «είδη όμοια με τάπητες δαπέδου». Το κοινό δασμολόγιο δεν παρέχει κανένα σχετικό στοιχείο. Ασφαλής δασμολόγηση του εν λόγω προϊόντος δεν μπορεί να γίνει ούτε βάσει των επεξηγηματικών σημειώσεων της ονοματολογίας του Συμβουλίου τελωνειακής συνεργασίας. Σύμφωνα με τις εν λόγω επεξηγηματικές σημειώσεις, οι τάπητες που υπάγονται στη δασμολογική κλάση 58.02 είναι «είδη επαρκώς παχέα, σκληρά και ανθεκτικά ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καλύμματα δαπέδου» (μέρος XI, 58.02, στοιχείο Α, πρώτο εδάφιο. Ωστόσο, το εθνικό δικαστήριο θεωρεί ότι η εν λόγω σημείωση δεν αποκλείει να λαμβάνονται επίσης υπόψη και άλλα χαρακτηριστικά κατά την ερμηνεία του όρου «παρόμοια είδη». Εξάλλου, οι επεξηγηματικές σημειώσεις που αναφέρονται στη δασμολογική κλάση 59.03 ορίζουν ότι οι τάπητες δαπέδου αποκλείονται από την εν λόγω δασμολογική κλάση (μέρος XI, 59.03, in fine, στοιχείο c). Τέλος, η επιτροπή ονοματολογίας του Συμβουλίου τελωνειακής συνεργασίας αποφάσισε με πλειοψηφία 20 ψήφων έναντι 5, να κατατάξει ένα είδος που αντιστοιχεί κατ' ουσία στο επίδικο προϊόν, στη δασμολογική κλάση 58.02, ενώ η μειοψηφία των 5 αντιπροσωπειών είχε εκφραστεί υπέρ της κατάταξης στη δασμολογική κλάση 59.03. |
4. |
Δεδομένου ότι η απόφαση σχετικά με το αίτημα εξαρτάται από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Bundesfinanzhof έκρινε ότι είναι υποχρεωμένο, δυνάμει του άρθρου 177, τρίτη παράγραφος της συνθήκης, να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Με διάταξη της 21ης Απριλίου 1983 αποφάσισε να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος: «Τα είδη από ύφασμα που αποτελείται από μονές ίνες πολυβινυχλωριδίων πάχους 0,9 χιλ., οι οποίες εξέρχονται απευθείας από την άτρακτο του κλωστηρίου περιελιγμένες και προσδένονται μεταξύ τους κατά τρόπο διάσπαρτο με θερμική μέθοδο, τα οποία εισάγονται σε διαστάσεις πλάτους 90 και 120 εκατοστών και μήκους 610 εκατοστών, χρησιμοποιούνται δε ως καλύμματα δαπέδου (“ποδόμακτρα που συγκρατούν τη σκόνη”), πρέπει να υπαχθούν στην κλάση 58.02 ή στην κλάση 59.03 του κοινού δασμολογίου;» Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Μαΐου 1983. Με Διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 1983, το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού διαδικασίας, αποφάσισε να αναδέσει την υπόθεση στο δεύτερο τμήμα. Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις η επιχείρηση 3Μ Deutschland, προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη από τους Κ. Wilhelm και J. Harmsen, δικηγόρους Μονάχου, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Christoph Bail, μέλος της νομικής της υπηρεσίας. Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Κάλεσε, ωστόσο, την Επιτροπή να απαντήσει στο ακόλουθο ερώτημα: «Μπορεί η Επιτροπή να επιβεβαιώσει την πληροφορία του εθνικού δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία τα “ποδόμακτρα που συγκρατούν τη σκόνη”, για τα οποία πρόκειται στην κύρια δίκη, υπάγονται από τις τελωνειακές αρχές των περισσοτέρων κρατών μελών στο κεφάλαιο 58 του κοινού δασμολογίου και μόνο οι υαλικές αρχές τα υπάγουν στο κεφάλαιο 59;» |
II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο
Η προοφενγονο οτ?/ν κύρια οίκη αναφέρεται στα επιχειρήματα που ήδη ανέπτυξε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου για να υποστηρίξει ότι στην περίπτωση του εν λόγω ποδόμακτρου που συγκρατεί τη σκόνη «Nomad», πρόκειται για ύφασμα, το οποίο, κατ' αντίθεση των κατά κυριολεξία ταπήτων, δεν αποτελείται από μια βασική ύφανση και από μια διαφορετικά κατασκευασμένη επιφάνεια που αποτελείται από μεμονωμένες κρόκες (βλ. ανωτέρω παράγραφος 1.2.).
Η Επιτροπή παρατηρεί, πρώτον, ότι το «ποδόμακτρο που συγκρατεί τη σκόνη», που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς είναι ύφασμα μη υφασμένο που κατασκευάζεται σύμφωνα με τη μέθοδο της εξαγωγής από «φιλιέρες», όπως περιγράφεται σε σημείωμα της EDANA («European disposables and non-wovens association»). Το εμπόρευμα χρησιμοποιείται ως κάλυμμα δαπέδου που συγκρατεί τη σκόνη και που χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, στα νοσοκομεία, στην είσοδο των χειρουργείων. Σύμφωνα με το γράμμα των δασμολογικών κλάσεων 58.02 και 59.03 τα εν λόγω ποδόμακτρα μπορούν να καταταγούν είτε ως «τάπητες» στην κλάση 58.02, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται, είτε ως «μη υφασμένα υφάσματα» στην κλάση 59.03 βάσει του χρησιμοποιούμενου υλικού.
Η Επιτροπή παρατηρεί σχετικά ότι σύμφωνα με την πρώτη σημείωση του κεφαλαίου 58, τα είδη που υπάγονται στο κεφάλαιο 59 δεν εμπίπτουν στο κεφάλαιο 58, με μόνη εξαίρεση τα κεντήματα. Αυτός ο κανόνας περί δυνατότητας εφαρμογής διαφόρων κλάσεων δεν επηρεάζεται από την πρώτη φράση της σημείωσης 2 του κεφαλαίου 58, η οποία δίνει τον ορισμό του όρου «τάπητας», κατά την έννοια των κλάσεων 58.01 και 58.02.
Κατά την Επιτροπή η σημείωση 2 δεν αποτελεί σε σχέση με την πρώτη σημείωση «lex specialis» έτσι ώστε εκτός από τους εκ πιλήματος τάπητες, όλα τα προϊόντα που έχουν τα χαρακτηριστικά ταπήτων δαπέδου να υπάγονται στο κεφάλαιο 58, έστω και αν ανταποκρίνονται στην περιγραφή των εμπορευμάτων του κεφαλαίου 59. Πράγματι, η πρώτη φράση της σημείωσης 2 δεν έχει διατυπωθεί ως κανόνας κατατάξεως που σκοπός του είναι να άρει το πρόβλημα της εφαρμογής μεταξύ διαφόρων δασμολογικών κλάσεων. Αντίθετα, περιέχει έναν κανόνα ερμηνείας, ο οποίος επεκτείνει την έννοια του «τάπητα» και στα εμπορεύματα, τα οποία, αν και έχουν τα χαρακτηριστικά του τάπητα δαπέδου, προορίζονται για άλλες χρήσεις, για παράδειγμα, για καλύμματα τραπεζιών, επίπλων ή τοίχων. Εξάλλου, η σημείωση 2 δεν ορίζει ότι οι τάπητες υπάγονται στο κεφάλαιο 58, ανεξάρτητα από τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τους. Αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν να περιορίσει την έκταση του κανόνα άρσεως συγκρούσεων της πρώτης σημείωσης, θα προέβλεπε σχετικά ρητή εξαίρεση.
Κατά τψ Επιτροπή, δεν μπορούν να συναχθούν a contrario διαφορετικά συμπεράσματα από τη δεύτερη φράση της σημείωσης 2, η οποία παραπέμπει στο κεφάλαιο 59 μόνο για τους τάπητες από πίλημα. Το ότι η φράση αυτή έχει διατυπωθεί ως κανόνας κατατάξεως εξηγείται από το ότι τα προϊόντα από πίλημα που έχουν χαρακτηριστικά ταπήτων δαπέδου χρησιμοποιούνται συχνά για άλλους σκοπούς, για παράδειγμα για να καλύπτουν τραπέζια, έπιπλα ή τοίχους. Κατά συνέπεια, η δεύτερη φράση της σημείωσης 2 επιβεβαιώνει τον κανόνα της πρώτης σημείωσης.
Η άποψη της Επιτροπής επιβεβαιώνεται από το ιστορικό της θεσπίσεως των εν λόγω διατάξεων. Στην αρχική διατύπωση της ονοματολογίας που περιλαμβανόταν στο παράρτημα της συμβάσεως των Βρυξελλών, της 15ης Δεκεμβρίου 1950, περί της ονοματολογίας για την κατάταξη των προϊόντων στα δασμολόγια, δεν υπήρχε καμία ένδειξη για τα μη υφασμένα υφάσματα. Κατά την εποχή εκείνη, δεν ήταν πολύ γνωστά και προφανώς συγχέονταν με τους τάπητες από πίλημα, για τους οποίους η σημείωση 2 του κεφαλαίου 58 παρέπεμπε ήδη στο κεφάλαιο 59.
Με το πρωτόκολλο της 1ης Ιουλίου 1955, περί τροποποιήσεως της συμβάσεως του 1950, δημιουργήθηκε μια καινούρια κλάση, η 59.03, για τα «υφάσματα μη υφασμένα» και η πρώτη φράση της σημείωσης 2 του κεφαλαίου 58 διευρύνθηκε ώστε να περιλάβει στην έννοια του «τάπητα» κατά την έννοια του κεφαλαίου 58 όλα τα εμπορεύματα που έχουν τα χαρακτηριστικά των ταπήτων δαπέδου.
Η Επιτροπή υποθέτει ότι η δεύτερη φράση της σημείωσης 2 δεν αναπροσαρμόστηκε ταυτόχρονα από παράλειψη που οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι κατά την εποχή εκείνη τα μη υφασμένα υφάσματα δεν μπορούσαν ακόμα να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή ταπήτων δαπέδου ή παρόμοιων προϊόντων. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να εφαρμοστεί στους τάπητες ή στα καλύμματα δαπέδου από ύφασμα μη υφασμένο, διαφορετικός κανόνας από εκείνον που εφαρμόζεται στους τάπητες από πίλημα. Εξάλλου, σύμφωνα με την πρώτη σημείωση του κεφαλαίου 58, οι δύο αυτοί τύποι ταπήτων υπάγονται στο κεφάλαιο 59.
Η Επιτροπή παραδέχεται ότι η επιτροπή ονοματολογίας του Συμβουλίου τελωνειακής συνεργασίας αποφάνθηκε κατά πλειοψηφία υπέρ της υπαγωγής στην κλάση 58.02 ενός εμπορεύματος με την ονομασία «Nomad Cushiom», κατ' ουσία αντίστοιχο με το επίδικο εμπόρευμα στην παρούσα υπόθεση.
Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της 40ής συνόδου, κατά το Μάιο 1978, η επιτροπή ονοματολογίας τροποποίησε τις επεξηγηματικές αυτές σημειώσεις που αναφέρονται στη δασμολογική κλάση 59.03, επιβεβαιώνοντας ότι οι τάπητες δαπέδου αποκλείονται από την κλάση αυτή.
Κατά συνέπεια, απαντώντας στην ερώτηση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι τα εν λόγω «ποδόμακτρα που συγκρατούν τη σκόνη» (Nomad Cushiom) υπάγονται στη δασμολογική κλάση 58.02 σε όλα τα κράτη μέλη, εκτός από την Ελλάδα. Οι ελληνικές αρχές έχουν εκδώσει προσωρινή γνωμάτευση, σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω προϊόντα πρέπει να υπαχθούν στην κλάση 59.03.
Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η τροποποιημένη επεξηγηματική σημείωση του Συμβουλίου τελωνειακής συνεργασίας που αναφέρεται στη δασμολογική κλάση 59.03 δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα και αντιβαίνει προς την πρώτη σημείωση του κεφαλαίου 58 του κοινού δασμολογίου, η οποία αντίθετα είναι δεσμευτική. Τέλος, θεωρεί ότι το γεγονός ότι το επίδικο εμπόρευμα έχει τα χαρακτηριστικά τάπητα δαπέδου δεν επηρεάζει την υπαγωγή του στην κλάση 59.03, σύμφωνα με την πρώτη σημείωση του κεφαλαίου 58.
III — Προφορική διαδικασία
Στη συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 1984, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Christoph Bail, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, ανέπτυξε προφορικά τις παρατηρήσεις της.
Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του στη συνεδρίαση της 9ης Φεβρουαρίου 1984.
Σκεπτικό
1 |
Με διάταξη της 21ης Απριλίου 1983 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Μαΐου 1983 το Bundesfinanzhof υπέοαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του κοινού δασμολογίου. |
2 |
Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς ως προς τη δασμολογική κατάταξη ενός εμπορεύματος που περιγράφεται ως ποδόμακτρο που συγκρατεί τη σκόνη («Schmutzfangmatte»), το οποίο, κατά την επιχείρηση που το εισάγει, είναι προϊόν από ύφασμα μη υφασμένο που εμπίπτει στη δασμολογική κλάση 59.03, ενώ η δεσμευτική γνωμάτευση δασμολογικής κατάταξης του αρμόδιου τελωνείου το υπήγαγε στη διάκριση 58.02 ΑII6. |
3 |
Η κλάση 59.03 του κοινού δασμολογίου περιλαμβάνει «υφάσματα μη υφασμένα» και είδη από «υφάσματα μη υφασμένα», έστω και εμπεποτισμένα ή επικεχρισμένα. Περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 59 του αναφέρεται στις στιβάδες και πιλήματα, σχοινιά και είδη σχοινοποιίας, υφάσματα ειδικά, υφάσματα διαπότιστα ή επικεχρισμένα και είδη τεχνικών χρήσεων εξ υφαντικών υλών. |
4 |
Το κεφάλαιο 58 του κοινού δασμολογίου περιλαμβάνει τάπητες και είδη επιστρώσεως, βελούδα, πλούσσες, υφάσματα φλοκωτά και υφάσματα εκ νημάτων σενίλλης, είδη κορδελλοποιίας, είδη ταινιοπλεκτικής, τούλια και υφάσματα βροχιδωτά διά κόμβων (δικτυωτά), τριχαπτά και κεντήματα. Η κλάση 58.01 περιλαμβάνει τάπητες, των οποίων η θυσανωτή επιφάνεια αποτελείται εκ νημάτων δεδεμένων διά κόμβων ή απλώς περιελιγμένων εις τα νήματα του στήμονος, η κλάση 58.02 έτερους τάπητες, έστω και έτοιμους προς χρήση· ως τα λεγόμενα «κιλίμια», «σουμάκ», «καραμανίας» και παρόμοια, έστω και έτοιμα. Η διάκριση 58.02 Α είναι διατυπωμένη ως εξής:
|
5 |
Το Bundesfinanzhof στο προδικαστικό του ερώτημα περιγράφει το επίδικο προϊόν ως εξής: «είδος από ύφασμα που αποτελείται από μονές ίνες πολυβινυχλωριδίων πάχους 0,9 mm οι οποίες εξέρχονται απευθείας από την άτρακτο του κλωστηρίου περιελιγμένες και προσδένονται μεταξύ τους, κατά τρόπο διάσπαρτο, με θερμική μέθοδο». Το είδος αυτό εισάγεται σε ταινίες πλάτους 90 και 120 εκατοστών και μήκους 610 εκατοστών και χρησιμοποιείται ως κάλυμμα δαπέδου (ποδόμακτρο που συγκρατεί τη σκόνη). |
6 |
Το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το προϊόν αυτό εμπίπτει στην κλάση 58.02 ή στην κλάση 59.03 του κοινού δασμολογίου. |
7 |
Η σημείωση 1 του κεφαλαίου 58 προβλέπει ότι δεν περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο αυτό τα επικεχρισμένα ή διαποτισμένα υφάσματα, τα ελαστικά διά καουτσούκ υφάσματα, τα ελαστικά διά καουτσούκ είδη ταινιοπλεκτικής, οι ιμάντες μεταφοράς ή μεταδόσεως κινήσεως και «τα λοιπά είδη τα περιλαμβανόμενα εις το κεφάλαιον 59». |
8 |
Κατά συνέπεια, εμπόρευμα που λόγω της συνθέσεως του μπορεί να υπαχθεί στο κεφάλαιο 59, δεν εμπίπτει στο κεφάλειο 59 από το γεγονός και μόνο ότι χρησιμοποιείται ως κάλυμμα δαπέδου. |
9 |
Βέβαια, σύμφωνα με τη σημείωση 2 του κεφαλαίου 58, θεωρούνται ως «τάπητες», κατά την έννοια των κλάσεων 58.01 και 58.02, εκτός των ταπήτων δαπέδου, τα παρόμοια είδη τα παρουσιάζοντα τα χαρακτηριστικά των ταπήτων δαπέδου, αλλά προοριζόμενα για άλλες χρήσεις. Η διάταξη αυτή όμως, όπως ορθά υπογράμμισε η Επιτροπή, αποβλέπει στο να διευκρινίσει την έννοια «τάπης» σε σχέση με την ερμηνεία των κλάσεων 58.01 και 58.02 και όχι να προβλέψει για τους τάπητες εξαίρεση από το σύστημα κατατάξεως που προκύπτει από τη σημείωση 1. |
10 |
Ένα πρόσθετο επιχείρημα, κατά την αυτή έννοια, συνάγεται από τη δεύτερη φράση της σημείωσης 2, σύμφωνα με την οποία οι εκ πιλήματος τάπητες υπάγονται στο κεφάλαιο 59. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, πράγματι, ότι για την υπαγωγή ενός καλύμματος δαπέδου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη περισσότερο το είδος και ο τρόπος κατασκευής του παρά η χρήση, για την οποία μπορεί να προορίζεται. |
11 |
Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι όλα τα εμπορεύματα, στα οποία αναφέρεται ρητά το κεφάλαιο 58, κατασκευάζονται με την τεχνική των δεμένων με κόμβους νημάτων, της υφάνσεως, της βροχιδωτής υφάνσεως με κόμβους ή του πλεξίματος, ενώ τα μη υφασμένα υφάσματα αποτελούνται από νήματα που έχουν προσδεθεί μεταξύ τους με χημική ή θερμική μέθοδο. |
12 |
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το κοινό δασμολόγιο έχει την έννοια ότι εμπόρευμα που αποτελείται από ύφασμα συγκείμενο από μονές ίνες πολυβινυχλωριδίων πάχους 0,9 mm οι οποίες εξέρχονται περιελιγμένες από την άτρακτο του κλωστηρίου και προσδένονται μεταξύ τους, κατά τρόπο διάσπαρτο, με θερμική μέθοδο, υπάγεται στην κλάση 59.03, ως ύφασμα μη υφασμένο, έστω και όταν προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως κάλυμμα εδάφους. |
Επί των δικαστικών εξόδων
13 |
Τα έξοδα, στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπέβαλε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. |
Για τους λόγους αυτούς ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα), κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Bundesfinanzhof με διάταξη της 21ης Απριλίου 1983, αποφαίνεται: |
Εμπόρευμα που αποτελείται από ύφασμα συγκείμενο από μονές ίνες πολυθινυχλωριδίων πάχους 0,9 οι οποίες εξέρχονται περιελιγμένες από την άτρακτο του κλωστηρίου και προσδένονται μεταξύ τους, κατά τρόπο διάσπαρτο, με θερμική μέθοδο, υπάγεται στην κλάση 59.03, ως ύφασμα μη υφασμένο, έστω και όταν προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως κάλυμμα δαπέδου. |
Koopmans Mackenzie Stuart Bosco Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Μαρτίου 1984. Κατ' εντολή του γραμματέα D. Louterman Υπάλληλος διοικήσεως Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος Τ. Koopmans |