61983C0152

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn της 1ης Ιουλίου 1987. - MARCEL DEMOUCHE ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ FONDS DE GARANTIE AUTOMOBILE ΚΑΙ BUREAU CENTRAL FRANCAIS. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ TRIBUNAL DE GRANDE INSTANCE ΤΟΥ COLMAR. - ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ - ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΕΝΩΣΕΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 152/83.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1987 σελίδα 03833


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Η υπό κρίση υπόθεση οφείλεται σε ατύχημα που συνέβη στις 22 Αυγούστου 1973 στη Γαλλία, όταν ο Marcel Demouche τραυματίστηκε από αυτοκίνητο ταξινομημένο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας . Το αυτοκίνητο αυτό ήταν ασφαλισμένο στη γερμανική εταιρία Allianz . Προφανώς ο οδηγός του δεν είχε άδεια οδηγήσεως .

Στις 25 Ιανουαρίου 1978, το Tribunal de grande instance του Colmar υποχρέωσε τον οδηγό του αυτοκινήτου να καταβάλει στον Demouche αποζημίωση . Η εν λόγω απόφαση κηρύχτηκε ως παράγουσα αποτελέσματα από κοινού και για το γαλλικό Fonds de garantie automobile, που βαρύνεται με την αποζημίωση θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων που λαμβάνουν χώρα στη Γαλλία, όταν ιδίως ο υπεύθυνος δεν είναι ασφαλισμένος ή δεν μπορεί να ανευρεθεί . Επειδή το Fonds de garantie αρνήθηκε να τον αποζημιώσει, ο Demouche άσκησε αγωγή για την καταβολή της αποζημιώσεως . Το Fonds de garantie προέβαλε ως μέσο άμυνας το άρθρο R 420-1 του γαλλικού Code des assurances, δυνάμει του οποίου το Fonds de garantie δεν βαρύνεται με την αποζημίωση των θυμάτων ατυχημάτων που προκαλούν αυτοκίνητα με συνήθη στάθμευση στο έδαφος κράτους μέλους της Κοινότητας, εκτός αν η σχετική αποζημίωση δεν βαρύνει το bureau central francais, οργανισμό ο οποίος συστάθηκε προς διευκόλυνση του διακανονισμού των αξιώσεων αλλοδαπών αυτοκινητιστών ασφαλισμένων σε άλλο κράτος μέλος αλλά κυκλοφορούντων στη Γαλλία ή γάλλων αυτοκινητιστών κυκλοφορούντων εκτός Γαλλίας αλλά ασφαλισμένων σε ένα από τα μέλη του γραφείου .

Κατόπιν αυτού, ο Demouche προσεπικάλεσε το bureau central francais . Το τελευταίο, εκτός του ότι αρνήθηκε να ικανοποιήσει την αξίωση του Demouche, προσεπικάλεσε με τη σειρά του ως δικονομικό εγγυητή την ασφαλιστική εταιρία Allianz, καθώς και το γερμανικό γραφείο HUK-Verband, το οποίο, αν αντιλαμβάνομαι ορθώς, είναι το γερμανικό κεντρικό γραφείο .

Στις 6 Ιουλίου 1983, το Tribunal de grande instance έθεσε εκτός δίκης το Fonds de garantie automobile και υποχρέωσε το bureau central francais να αποζημιώσει τον Demouche για τη ζημία που είχε υποστεί . Η φερόμενη διαφορά μεταξύ του bureau central francais, αφενός, και της εταιρίας Allianz και του HUK-Verband, αφετέρου, συνίσταται στο αν το bureau central francais όφειλε να αναλάβει τις ζημίες ή αν είχε δικαίωμα αναγωγής . Χρησιμοποιώ την έκφραση "φερόμενη διαφορά", επειδή το Δικαστήριο έλαβε γνώση σήμερα ότι η HUK-Verband εξόφλησε το bureau central το οποίο προηγουμένως είχε αποζημιώσει τον Demouche .

Κατά τη διάρκεια της δίκης, το γερμανικό HUK-Verband υποστήριξε ότι το γαλλικό δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο να εκδικάσει τη διαφορά, λόγω ρήτρας περί διαιτησίας που περιέχει το άρθρο 13 της συμβάσεως μεταξύ γραφείων της 17ης Δεκεμβρίου 1953 .

Η ρήτρα αυτή ορίζει ότι η διαφορά μεταξύ γραφείων ως προς την ερμηνεία και τα αποτελέσματα της συμβάσεως υποβάλλεται σε διαιτησία . Το bureau central francais απάντησε ότι η ρήτρα αυτή τροποποιήθηκε ριζικά με τη συμπληρωματική σύμβαση της 16ης Οκτωβρίου 1972, με την οποία η ρήτρα περί διαιτησίας περιορίστηκε μόνο στην περίπτωση διαφοράς μεταξύ των γραφείων ως προς την ερμηνεία της εννοίας "συνήθης στάθμευση" που υπάρχει στην εν λόγω σύμβαση .

Κατόπιν αυτού, το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το προδικαστικό ερώτημα αν η συμπληρωματική σύμβαση της 16ης Οκτωβρίου 1972 περιόρισε την εφαρμογή της ρήτρας περί διαιτησίας, η οποία είχε θεωρηθεί ως γενικής εφαρμογής με τη σύμβαση της 17ης Δεκεμβρίου 1953, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται διαφορά μεταξύ γραφείων ως προς την ερμηνεία της εννοίας "συνήθης στάθμευση ".

Το πρώτο ζήτημα που ανακύπτει συναφώς είναι το αν όντως το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος . Υποστηριζόμενο από τη βρετανική και δανική κυβέρνηση και την Επιτροπή, το bureau central francais υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο . Αντίθετα, το HUK-Verband υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο .

Ο λόγος που προβάλλεται προς στήριξη του ισχυρισμού ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο συνίσταται στο ότι εν προκειμένω δεν τίθεται θέμα κύρους ή ερμηνείας πράξεως κοινοτικού οργάνου, ούτε εμπλέκεται ζήτημα ερμηνείας του καταστατικού ενός οργανισμού που ιδρύθηκε με πράξη του Συμβουλίου, εφόσον το εν λόγω καταστατικό ορίζει ότι το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα . Το αντεπιχείρημα συνίσταται στο ότι η εν λόγω σύμβαση του 1972 πρέπει να θεωρηθεί ως πράξη οργάνου της Κοινότητας ή ως εξομοιούμενη προς αυτήν πράξη .

Το ιστορικό της υποθέσεως μπορεί να αναφερθεί συνοπτικά . Το 1953 υφίστατο πρότυπη σύμβαση, σκοπός της οποίας ήταν να διευκολύνει το διακανονισμό ζημιών από ατυχήματα προκαλούμενα από αυτοκίνητα οχήματα ταξινομημένα σε κράτος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο συνέβη το ατύχημα και στο οποίο ο ασφαλισμένος διέθετε πράσινη κάρτα . Οι αξιώσεις αποζημιώσεως διακανονίζονταν με βάση την αμοιβαιότητα στο πλαίσιο ενός συστήματος το οποίο κατέστη γνωστό ως "σύστημα της πράσινης κάρτας ". Η σύμβαση της 17ης Δεκεμβρίου 1953 μεταξύ του γαλλικού και γερμανικού γραφείου συνιστούσε παρόμοια σύμβαση . Είναι προφανές ότι επρόκειτο για σύμβαση ιδιωτικού δικαίου επειδή δε προηγήθηκε χρονικά της Συνθήκης της Ρώμης, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη οργάνου της Κοινότητας .

Το 1972 ακολούθησε οδηγία της Κοινότητας (( οδηγία 72/166 του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 1972 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 06/001, σ . 136 ) )), η οποία εκδόθηκε με σκοπό την επέκταση και ανάπτυξη του συστήματος αποζημιώσεως των προσώπων που τραυματίστηκαν σε ατύχημα που συνέβη σε κράτος μέλος εκτός από το δικό τους . Στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας αναφέρεται ότι "η κατάργηση του ελέγχου της πράσινης κάρτας για τα οχήματα με συνήθη στάθμευση σε ένα κράτος μέλος, τα οποία εισέρχονται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, δύναται να πραγματοποιηθεί με συμφωνία μεταξύ των έξι εθνικών γραφείων ασφαλίσεως, βάσει της οποίας κάθε εθνικό γραφείο εγγυάται, σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής του νομοθεσίας, την αποζημίωση οποιασδήποτε ζημίας από την οποία γεννάται δικαίωμα αποκαταστάσεως και που προεκλήθη στο έδαφός του εξ ενός των οχημάτων αυτών, ασφαλισμένου ή όχι ".

'Ετσι λοιπόν στο άρθρο 2 της οδηγίας ορίζεται ότι, όσον αφορά τα οχήματα με συνήθη στάθμευση στο έδαφος κράτους μέλους οι διατάξεις της οδηγίας επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ "μετά τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ των εθνικών γραφείων ασφαλίσεως, κατά την οποία κάθε εθνικό γραφείο εγγυάται την ικανοποίηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής του νομοθεσίας περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως, των αξιώσεων από ατυχήματα τα οποία έγιναν στο έδαφός του και τα οποία προεκλήθησαν από την κυκλοφορία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, είτε αυτά τα οχήματα είναι ασφαλισμένα είτε όχι ". Η οδηγία επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ από την ημερομηνία που θα καθόριζε η Επιτροπή, αφού προηγουμένως διαπίστωνε, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, ότι η συμφωνία είχε συναφθεί οι διατάξεις της οδηγίας θα ίσχυαν μόνο καθ' όσο χρόνο υφίστατο η σχετική σύμβαση .

Κατόπιν αυτού, ορισμένα εθνικά γραφεία ( συμπεριλαμβανομένων των γραφείων της Ελβετίας και του Λιχτενστάϊν ) συνήψαν στις 16 Οκτωβρίου 1972 συμπληρωματική σύμβαση, η οποία όριζε ότι θα ίσχυε μεταξύ των γραφείων από την αναφερόμενη με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας ημερομηνία . Μιμούμενη την οδηγία, η εν λόγω σύμβαση καθιέρωσε το κριτήριο της συνήθους σταθμεύσεως, στο άρθρο δε 2, στοιχείο δ ), προβλεπόταν ότι οι διαφορές μεταξύ γραφείων ως προς την ερμηνεία του όρου "συνήθης στάθμευση" θα υποβαλλόταν σε διαιτησία . 'Ετσι, η Επιτροπή συνέστησε στα ιδρυτικά κράτη μέλη να καταργήσουν τους ελέγχους περί ασφαλίσεως από 1ης Ιουλίου 1973 ( σύσταση 73/185/ΕΟΚ, ΟJ 1973, L 194, σ . 13 ).

Στη συνέχεια, η εν λόγω σύμβαση επεκτάθηκε ή αντικαταστάθηκε από νέα, συμπληρωματική σύμβαση μεταξύ των εθνικών γραφείων των κρατών μελών και ορισμένων τρίτων χωρών, υπογραφείσα στις 12 Δεκεμβρίου 1973 . Οι διατάξεις της εν λόγω συμβάσεως που ασκούν επιρροή εν προκειμένω ταυτίζονται με τις διατάξεις της συμβάσεως της 16ης Οκτωβρίου 1972 .

Εκτιμώντας ότι η σύμβαση αυτή συνάδει προς το άρθρο 2 της οδηγίας, η Επιτροπή όρισε με απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 1974 ότι από τις 15 Μαΐου 1974 τα κράτη μέλη δεν θα προέβαιναν στη διενέργεια ελέγχου της ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης εξ αυτοκινήτων, εφόσον θα είχαν τη συνήθη στάθμευσή τους στο ευρωπαϊκό έδαφος άλλου κράτους μέλους και αποτελούσαν αντικείμενο της συμβάσεως των εθνικών γραφείων ασφαλίσεως της 12ης Δεκεμβρίου 1973 . Μια δεύτερη απόφαση που εκδόθηκε την ίδια ημέρα αφορούσε τα τρίτα κράτη, τα εθνικά γραφεία των οποίων ήταν συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση ( αποφάσεις 74/166/ΕΟΚ και 74/167/ΕΟΚ αντίστοιχα, ΕΕ ειδ . έκδ . 06/001, σσ . 177 και 178 ). Η συμφωνία της 12ης Δεκεμβρίου 1973 αποτέλεσε παράρτημα των εν λόγω αποφάσεων .

Το HUK-Verband υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα λόγω του δεσμού μεταξύ οδηγίας και συμπληρωματικής συμβάσεως . Είναι σαφές ότι η οδηγία και η εν λόγω σύμβαση συνδέονται . Η εν λόγω σύμβαση είναι απόρροια της οδηγίας, ενώ η οδηγία δεν ισχύει παρά μόνο μετά τη σύναψη της συμβάσεως και μπορεί να συνεχίσει να ισχύει μόνο ενόσω εφαρμόζεται η σύμβαση . Επιπλέον νομίζω ότι είναι σαφές ότι όχι μόνο η σύμβαση του 1953 αλλά και οι συμπληρωματικές συμβάσεις αποτελούν συμφωνίες ιδιωτικού δικαίου μη δυνάμενες να θεωρηθούν ως πράξεις κοινοτικού οργάνου . Συμφωνώ με την άποψη της Επιτροπής ότι οι δεσμοί που υφίστανται μεταξύ της οδηγίας και των συμβάσεων δεν μεταβάλλουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά γνωρίσματα των συμβάσεων . Το γεγονός ότι το σύστημα εξαρτάται από τη σύναψη συμβάσεως μεταξύ εθνικών γραφείων και ότι με την απόφαση αναγνωρίζεται η νομική φύση της δεύτερης συμπληρωματικής συμβάσεως ( που συνήφθη μεταξύ γραφείων τόσο τρίτων χωρών όσο και κρατών μελών ) δεν είναι ικανό να μετατρέψει τη σύμβαση σε πράξη κοινοτικού οργάνου . Δεν αντιλαμβάνομαι πώς είναι δυνατό να εκληφθεί ως πράξη κοινοτικού οργάνου ή να αντιμετωπιστεί ως τέτοια, έστω και αν, πράττοντάς το, η σύμβαση εντασσόταν στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ . Κατ' εμέ, εξακολουθεί να παραμένει πράξη τρίτων . Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να απαντήσει στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα .

Στην υπόθεση 116/83, Bureau belge des assureurs automobiles κατά Fantozzi ( Συλλογή 1984, σ . 2481,ιδίως σ . 2490 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι "είναι αρμόδιο μόνο για την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 72/166, κατ' αποκλεισμό κάθε μεταγενέστερης συμβατικής διάταξης ...".

Αναφέρθηκε πάντως ότι, επ' ευκαιρία άλλης υποθέσεως που ήχθη ενώπιόν του, το Δικαστήριο, αν δεν επέλυσε το ζήτημα, τουλάχιστον έκλινε προς άλλη κατεύθυνση . Πρόκειται για την υπόθεση 90/76, Van Ameyde κατά UCΙ ( ΕCR 1977, σ . 1091 ). Επισημαίνω το γεγονός ότι το Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 13, ότι ο στόχος της οδηγίας ( που ενδιαφέρει εν προκειμένω το Δικαστήριο ), "ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των προσώπων, επιτεύχθηκε μέσω των εν λόγω συμβάσεων και της οικείας αποφάσεως ". Αναφέρθηκε συναφώς ένα χωρίο των προτάσεων που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας Reischl στην εν λόγω υπόθεση ( σ . 1135 ): "μπορεί συνεπώς να λεχθεί ότι ούτε η σύμβαση μεταξύ γραφείων, η οποία υπό ορισμένη άποψη αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής ρυθμίσεως, επιτρέπει οποιοδήποτε μέτρο που περιορίζει τον ανταγωνισμό ".

Δεν νομίζω ότι τα εν λόγω δύο χωρία έχουν αποφασιστική σημασία επί του θέματος . Ενώπιον του Δικαστηρίου είχε τεθεί το ερώτημα αν οι συμβάσεις συμβιβάζονταν προς τις διατάξεις των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ή προς τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, περί ελεύθερης εγκαταστάσεως και περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών . Το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι οι εν λόγω συμβάσεις έπρεπε να θεωρηθούν ως πράξεις των οργάνων, αλλ' ότι είχαν επιτύχει τους στόχους της οδηγίας . Ο γενικός εισαγγελέας Reischl ήταν διατεθειμένος να αντιμετωπίσει γενικότερα τις εν λόγω συμβάσεις ως συστατικό στοιχείο των κοινοτικών κανόνων, προκειμένου να εξετάσει αν εμπλεκόταν το άρθρο 85 . Αν εννοούσε ότι επρόκειτο για πράξεις των κοινοτικών οργάνων, μολονότι δεν πιστεύω ότι είχε την πρόθεση να φτάσει μέχρι αυτού του σημείου, θα διαφωνούσα προς την άποψή του με το δέοντα σεβασμό .

Σε περίπτωση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, επειδή δε το ζήτημα, αν η άποψή μου είναι ορθή, θα πρέπει να επιλυθεί αλλού, ενδεχομένως να μην ενδείκνυται να εκφέρω ολοκληρωμένη άποψη επί του θέματος . Πάντως, σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο ακολουθήσει διαφορετική γραμμή, ας μου επιτραπεί να προσθέσω επί του δευτέρου ερωτήματος ότι, κατά την άποψή μου, η ρήτρα των συμπληρωματικών συμβάσεων του 1972 και 1973 είναι απόλυτα σαφές ότι δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως αποστερούσα πλήρως τη ρήτρα περί διαιτησίας της συμβάσεως του 1953 από το αποτέλεσμά της . Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ήταν αναγκαίο να προβλεφθεί ρητά διαδικασία διαιτησίας σχετικά με τη σημασία της φράσεως "συνήθης στάθμευση", αλλά εκ πρώτης όψεως το άρθρο 2, στοιχείο δ ), σε καμία περίπτωση δεν περιορίζει το αποτέλεσμα της προγενέστερης ρήτρας περί διαιτησίας, πρέπει δε να σημειωθεί ότι με τις συμπληρωματικές συμβάσεις ορίζεται ρητά ότι τροποποιούνται "pro tanto οι ισχύουσες υπό μορφή πρότυπης συμβάσεως μεταξύ γραφείων συμβάσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, πλην όμως, με εξαίρεση τις εν λόγω τροποποιήσεις, οι ισχύουσες συμφωνίες παραμένουν σε ισχύ, οι δε λέξεις και όροι στους οποίους η στερεότυπη συμφωνία μεταξύ γραφείων έχει προσδώσει ειδική σημασία εξακολουθούν να έχουν την ίδια έννοια στο πλαίσιο της παρούσας συμβάσεως ".

Τέλος, το bureau central ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι εν πάση περιπτώσει η ρήτρα περί διαιτησίας δεν μπορεί να καλύπτει θέματα όπως είναι η ασφαλιστική κάλυψη και οι εξαιρέσεις της ή η ερμηνεία της ίδιας της οδηγίας και των λεπτομερειών εφαρμογής της .

Νομίζω ότι τα ζητήματα αυτά δεν αποτέλεσαν αντικείμενο του υποβληθέντος από το εθνικό δικαστήριο ερωτήματος, το οποίο περιορίζεται μόνο στο ερώτημα αν οι διαφορές που πρέπει να παραπεμφθούν σε διαιτησία περιορίζονται με τη συμπληρωματική σύμβαση μόνο σε εκείνες που αφορούν την ερμηνεία της φράσεως "συνήθης στάθμευση ". Παρ' όλα τα επιχειρήματα που ανέπτυξε ο εκπρόσωπος του bureau central, δεν νομίζω ότι στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως στα εν λόγω ερωτήματα, τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως δυσχερή και λεπτά, πρέπει να δοθεί απάντηση .

Τελειώνοντας, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι δεν έχει αρμοδιότητα να απαντήσει στο υποβληθέν ερώτημα . Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι οφείλει να απαντήσει, θα έπρεπε, κατά την άποψή μου, να αποφανθεί ότι η συμπληρωματική συμφωνία της 16ης Οκτωβρίου 1972 δεν περιόρισε τη ρήτρα περί διαιτησίας της συμβάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 1953 μόνο στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες αναφύεται διαφορά μεταξύ γραφείων ως προς την ερμηνεία του όρου "συνήθης στάθμευση ".

Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί επί των εξόδων των διαδίκων της κυρίας δίκης . Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή και οι κυβερνήσεις που κατέθεσαν παρατηρήσεις δεν αποδίδονται .

(*) Μετάφραση από τα αγγλικά .