ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΉΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ SIMONE ROZES

ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΫΧΘΗΚΑΝ ΤΗΝ 1Η ΦΕΒΡΟΥΑΡΊΟΥ 1984 ( 1 )

ΚΫΡΙΕ ΠΡΌΕΔΡΕ,

ΚΫΡΙΟΙ ΔΙΚΑΣΤΈΣ,

Με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1982 ( 2 ), η Επιτροπή διαπίστωσε μερικές παραβάσεις του άρθρου 85 της συνθήκης, που διέπραξαν πέντε επιχειρήσεις παραγωγής ελασματοποιημένων προϊόντων και κραμάτων ψευδαργύρου. Δύο μεταξύ αυτών, η Compagnie royale asturienne des mines (στο εξής CRAM) και η εταιρεία Rheinzink GmbH, που θεωρούνται μεταξύ των κυριότερων παραγωγών ψευδαργύρου στην Κοινότητα, άσκησαν κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγή με την οποία ζητούν τη μερική της ακύρωση. Ειδικότερα αναφέρονται σε δύο σειρές παραβάσεων που τους προσάπτει η Επιτροπή :

1. 

αφενός, τα μέτρα προστασίας της αγοράς που προκύπτουν·

α)

από εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων για την προστασία της γερμανικής αγοράς ( 3 ) για την οποία η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο σε καθέναν από τους συμβαλλομένους·

6)

από το ότι συμπεριέλαβαν στις συμβάσεις που συνήψε, αφενός, η CRAM και ένας βέγλος εισαγωγέας, η Gebr. Schütz NV, και, αφετέρου, η εταιρεία Rheinzink και αυτή η ίδια επιχείρηση, ρήτρα που περιείχε την υποχρέωση μεταπωλήσεως σε ορισμένη χώρα ( 4 )

2. 

αφετέρου, τη σύμβαση αμοιβαίας παροχής υπηρεσιών που συνήφθη μεταξύ CRAM, Rheinzink και Vieille Montagne άλλη εταιρεία παραγωγής ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου ( 5 ).

Πριν γίνει διαδοχικά η εξέταση της διπλής αυτής σειράς παραβάσεων, πρέπει να τονιστεί προκαταρκτικά ότι η προσφεύγουσα Rheinzink θεωρεί ότι δεν μπορούν να της καταλογιστούν ενέργειες της επιχείρησης «Rheinisches Zinkwalzwerk GmbH & Co.» της οποίας είναι δικαιοδόχος από την 1η Οκτωβρίου 1981. Πάντως κατά το μέτρο που η απόφαση της Επιτροπής δεν μπορεί να προσβάλει την προσφεύγουσα παρά μόνο αν οι παραβάσεις που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή αποδεικνύονται και το πρόστιμο επιβάλλεται μου φαίνεται πιο συνεπές να αναλύσω το λόγο αυτό μόνο σε περίπτωση που υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, δεδομένου μάλιστα ότι η CRAM πλήττεται εξίσου και προσφεύγει μερικώς κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

Ι — Τα μέτρα προστασίας της αγοράς

1.

Κρίνω απαραίτητο να εκθέσω με λεπτομέρεια την εξέλιξη των περιστατικών που έχουν αποφασιστική σημασία για τη νομική εκτίμηση της δραστηριότητας των εν λόγω επιχειρήσεων που υποτίθεται ότι αντίκεινται στον ανταγωνισμό.

Οι τιμές της CRAM και της Rheinzink στην αγορά των ελασματοποιημένων προϊόντων και κραμάτων ψευδαργύρου είναι ανάλογες σε μία και μόνο χώρα, αλλά είναι διαφορετικού επιπέδου ανάλογα με τα κράτη. Η κατάσταση αυτή μπορεί να ευνοήσει την κερδοσκοπία, που συνίσταται στη μεταπώληση, σε αγορά όπου οι τιμές είναι υψηλές (Γαλλία και Γερμανία κυρίως), ενώ ο ψευδάργυρος αγοράζεται σε κατώτερες τιμές σε άλλα κράτη μέλη (πχ. Βέλγιο).

Η εταιρεία Kestermann, επιχείρηση ειδικευμένη στην εμπορία και την επεξεργασία ελασματοποιημένων προϊόντων, προσπάθησε μέσω ενός τρίτου, δηλαδή της εταιρείας Gebr. Schiltz NV, να επωφεληθεί από αυτές τις διαφορές των τιμών.

Πράγματι η τελευταία αυτή εταιρεία, ύστερα από μια πρώτη άκαρπη προσπάθεια, προμηθεύτηκε επιτέλους από την Asturienne και τη Rheinzink ελασματοποιημένα προϊόντα προορισμένα κατ' αυτήν να επανεξαχθούν στη Μέση Ανατολή, κυρίως στην Αίγυπτο. Υπό την επιφύλαξη αυτή, οι δύο επιχειρήσεις ανέλαβαν την υποχρέωση να της παραδώσουν κατά τη διάρκεια του έτους 1976 αντίστοιχα 2000 και 1252 τόνους σε τιμές 15 έως 20 ο/ο χαμηλότερες από τις τιμές που ίσχυαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Αφού παρέδωσε το μισό του συνόλου που είχε παραγγελθεί, η CRAM δέχτηκε τρεις νέες παραγγελίες, την πρώτη με ημερομηνία 8 Σεπτεμβρίου 1976 που αφορούσε 240 τόνους παραδοτέους τον Οκτώβριο και τις δύο άλλες της 11ης Οκτωβρίου που αφορούσαν την παράδοση 631 και 44 τόνων ελασματοποιημένων προϊόντων για το τέλος του μηνός Νοεμβρίου.

2.

Στην απόφαση της η Επιτροπή δέχεται τα εξής:

Στις 21 Οκτωβρίου, η CRAM παύει τις παραδόσεις προϊόντων της, ενώ η τελευταία παράδοση είχει γίνει την παραμονή κατά την ημερομηνία αυτή είχαν παραδοθεί 220 από τους 240 τόνους.

Την 21η Οκτωβρίου, επίσης, η Rheinzink προσάπτει στη Schütz ότι παραβαίνει τη ρήτρα εξαγωγής.

Στις 26 Οκτωβρίου, η Rheinzink γνωστοποιεί με τηλετύπημα στην CRAM μείωση κατά 3 % περίπου των τιμών στη γερμανική αγορά.

Στις 29 Οκτωβρίου, αφού είχε επιβεβαιώσει την καταστρατήγηση που έκανε η Schiltz, η Rheinzink παύει τις παραδόσεις προϊόντων της, καθώς και την προώθηση όλων των παραγγελιών που ήταν ακόμη εκκρεμείς.

Στις 8 Νοεμβρίου, η Asturienne ζητεί από τη Schiltz την εξόφληση ορισμένων τιμολογίων που δεν είχαν εξοφληθεί.

Στις 12 Νοεμβρίου, με τηλετύπημα, οχλεί τη Schiltz να εξοφλήσει 11 ανεξόφλητα τιμολόγια και να της παραδώσει όλα τα δικαιολογητικά εξαγωγής προς την Αίγυπτο των 240 τόνων που είχαν παραδοθεί, δεδομένου ότι πληροφορίες ανέφεραν ότι η επανεξαγωγή του προϊόντος αυτού είχε γίνει προς τη Γερμανία.

3.

Από τη διαταραχή των σχέσεων μεταξύ CRAM, Rheinzink και Schiltz, η Επιτροπή συνάγει δύο συμπεράσματα:

α)

Μόνο εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ CRAM και Rheinzink μπορεί να εξηγήσει:

ότι την ίδια μέρα (21 Οκτωβρίου), η Asturienne παύει κάθε παράδοση προϊόντων προς τη Schiltz και η Rheinzink προσάπτει στην τελευταία καταστρατήγηση της συμφωνίας·

ότι η Rheinzink πληροφορεί έναν ανταγωνιστή για τη μείωση των τιμών κατά 3 ο/ο (τηλετύπημα της 26ης Οκτωβρίου)·

ότι τέλος η CRAM αναμένει τα αποτελέσματα της έρευνας που έκανε η Rheinzink σχετικά με τις δραστηριότητες της Schütz πριν της ζητήσει την εξόφληση των ποσών που έπρεπε να της καταβληθούν (8 Νοεμβρίου).

Όλα αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτουν παράλληλη συμπεριφορά έναντι της Schütz: η εναρμονισμένη πρακτική έχει ως αντικείμενο την προστασία των τιμών στη γερμανική αγορά εμποδίζοντας την επανεισαγωγή ελασματοποιημένων προϊόντων καταγωγής Γερμανίας.

6)

Η ρήτρα με την οποία η Schütz υποχρεωνόταν να εξαγάγει σε ορισμένη χώρα, που υπήρχε στις παραγγελίες και επαναλήφθηκε από την CRAM και τη Rheinzink αποτελεί επίσης περιορισμό του ανταγωνισμού δεδομένου ότι στερεί το μεταπωλητή από την ελευθερία να διαθέσει το προϊόν στον προορισμό της επιλογής του και επιτρέπει στους δύο προμηθευτές να διατηρήσουν τις αντίστοιχες τιμές που ισχύουν στη γαλλική και γερμανική αγορά περιορίζοντας τις παράλληλες εισαγωγές στην Κοινότητα.

Θα ερευνήσουμε πρώτα την ενδεχόμενη εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ των προσφευγουσών, ύστερα, δεύτερον, το πρόβλημα της ρήτρας μεταπωλήσεως προς ορισμένη τρίτη χώρα.

Α — Εναρμονισμένη πρακτική για την προστασία της γερμανικής αγοράς

Για να γίνει εκτίμηση της εναρμονισμένης πρακτικής με την οποία η CRAM και η Rheinzink προσπάθησαν να προστατεύσουν αμοιβαία τις αγορές τους, πρέπει να συγκεντρωθούν οι διάφορες ενδείξεις που έφερε στην επιφάνεια η Επιτροπή για να υποστηρίξει την εκτίμηση των περιστατικών σχετικά με τα δύο ζητήματα, το ένα που αφορά την παράλληλη δραστηριότητα των δύο επιχειρήσεων, το άλλο που αφορά τις σχέσεις που φαίνονται από το τηλετύπημα της 26ης Οκτωβρίου 1976.

α)

Η CRAM και η Rheinzink υιοθέτησαν παράλληλη συμπεριφορά σε σχέση με τη Schütz (εναρμονισμένη παύση εφοδιασμού);

Η απόφαση της Επιτροπής στηρίζεται πριν απ' όλα στη στάση της CRAM που ενήργησε με γνώμονα τη συμπεριφορά της Rheinzink έναντι της Schiltz.

Πρώτη ένδειξη: η Επιτροπή διαπιστώνει ότι την ίδια ακριβώς μέρα που η CRAM «ανέστειλε τις παραδόσεις της χωρίς κανέναν προφανή λόγο, η Rheinzink είχε προσάψει στη Schiltz ότι δεν τηρούσε τη ρήτρα εξαγωγής προς την Αίγυπτο» ( 6 )

Από αυτό συνάγει ότι η συμπεριφορά της Asturienne εξηγείται με εναρμονισμένη πρακτική με τη Rheinzink. Μαθαίνοντας από την τελευταία αυτή την απάτη που υποψιαζόταν ότι έκανε η Schütz, έπαυσε τότε όλες τις παραδόσεις προϊόντων στις 21 Οκτωβρίου 1976, πράγμα που εξηγεί ότι η παραγγελία των 240 τόνων δεν εκτελέστηκε πλήρως την ημερομηνία αυτή, δεδομένου ότι έμεναν ακόμα να παραδοθούν επί του συνόλου 20 τόνοι.

Η τελευταία αυτή διαπίστωση στηρίζεται σε πραγματική πλάνη: όπως πράγματι το αναγνωρίζει η Επιτροπή, κατόπιν των παρατηρήσεων της CRAM, η παραγγελία των 240 τόνων εκτελέστηκε πλήρως στις 20 Οκτωβρίου και δεν πρόκειται για πλάνη περί λεπτομέρειας, δεδομένου ότι κάθε λογική σχέση μεταξύ της συμπεριφοράς της Rheinzink και της παύσεως από την CRAM της παραδόσεως προϊόντων για την εκτέλεση της παραγγελίας των 240 τόνων εξαφανίζεται κατά τον τρόπο αυτό.

Η Επιτροπή πάντως θεωρεί ότι από την 21η Οκκοβρίου η CRAM έπαυσε να παραδίδει προϊόντα στη Schütz, δεδομένου ότι οι παραγγελίες των 631 και 44 τόνων με προορισμό αντίστοιχα την Αίγυπτο και το Ιράν, αν και είχαν επιβεβαιωθεί από την CRAM στις 11 Οκτωβρίου 1976, δεν εκτελέστηκαν ποτέ. Όμως, η επιβεβαίωση της πωλήσεως για τους 631 τόνους δείχνει ότι η παράδοση θα γίνει «ύστερα από την πώληση αριθ. 3446 και, εν πάση περιπτώσει, πριν από το τέλος Νοεμβρίου»: έτσι για την Επιτροπή μεταξύ της παραδόσεως των 240 τόνων (πώληση αριθ. 3446) και της παραδόσεως των 631 τόνων, δεν είχε προβλεφθεί καμιά διακοπή και η παύση της παραδόσεως προϊόντων συμπίπτει κατά συνέπεια ακριβώς με την ημερομηνία της 21ης Οκτωβρίου 1976.

Δεν εκτιμούμε κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με την Επιτροπή τη σημασία της ταυτίσεως ημερομηνιών που προτείνεται. Το συμπέρασμα της Επιτροπής που συνάγεται από τη μνεία της προθεσμίας παραδόσεως που αναφέρεται στην επιβεβαίωση πωλήσεως των 631 τόνων δεν στηρίζεται καθόλου από το ίδιο το κείμενο αυτής της επιβεβαιώσεως πωλήσεως που συνεπάγεται βέβαια ότι η παραγγελία έπρεπε να είχε εκτελεστεί μετά την παράδοση των 240 τόνων, αλλά προβλέπει τμηματικές παραδόσεις μεταξύ της 21ης και 30ής Νοεμβρίου το αργότερο. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η παύση των παραδόσεων από την CRAM οφείλεται στη συμπεριφορά της Rheinzink την 21η Οκτωβρίου.

Δεύτερη ένύειξη: η Asturienne ανέμεινε τα αποτελέσματα της έρευνας της Rheinzink στη Schütz στις 29 Οκτωβρίου 1976 πριν ζητήσει από την τελευταία την πληρωμή των ανεξόφλητων τιμολογίων στις 8 Νοεμβρίου.

Ο συσχετισμός που δημιουργείται κατά τον τρόπο αυτό δεν μου φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται επιπλέον από τα γεγονότα όπως και η ίδια η Επιτροπή αναγκάστηκε να το αναγνωρίσει. Πολύ πριν από την παραπάνω ημερομηνία δημιουργήθηκε ήδη διαφορά μεταξύ CRAM και Schütz σε σχέση με την εξόφληση ορισμένων τιμολογίων σχετικών με παραδόσεις προϊόντων που είχαν γίνει το Σεπτέμβριο. Με τηλετύπημα της 14ης Οκτωβρίου, ύστερα της 2ας Νοεμβρίου, η CRAM ζητούσε από τη Schütz την εξόφληση. Η εξόφληση των τιμολογίων που αφορούσαν τους 240 τόνους που ήταν παραδοτέοι τον Οκτώβριο προκάλεσε προβλήματα της ίδιας φύσεως όπως μαρτυρεί το τηλετύπημα της 12ης Νοεμβρίου.

Γενικά, η συμπεριφορά της Asturienne δεν μπορεί κατά συνέπεια να εξηγηθεί μόνο από τη γνωστοποίηση πληροφοριών στην οποία υποτίθεται ότι προέβη η Rheinzink σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας που είχε διεξαχθεί στη Schütz. Αντίθετα, χωρίς αμφιβολία συνάγεται από πολλά τηλετυπήματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ CRAM και του πελάτη της ότι η CRAM ενδιαφερόταν πριν απ' όλα να εξοφληθούν τα προϊόντα που είχε παραδώσει, μη ζητώντας τα δικαιολογητικά εξαγωγής παρά αργά Kat δευτερευόντως (τηλετύπημα της 12ης Νοεμβρίου 1976). Συνεπώς, δεν είναι ακριβές να προσάπτεται στην Asturienne ότι αποφάσισε να αναστείλει τις παραδόσεις αναμένοντας «χωρίς προφανή λόγο», όπως βεβαιώνει η Επιτροπή, εφόσον, όπως φαίνεται, ο πελάτης της Schütz καθυστερούσε την πληρωμή των ανεξόφλητων τιμολογίων λόγω δυσχερειών που επέτρεπαν να αμφισβητείται η φερεγγυότητα της.

Από τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, είναι δυνατό βέβαια να συναχθεί η εντύπωση μιας λογικής ακολουθίας αμοιβαίας συμπεριφοράς των προσφευγουσών, η οποία εντάσσεται εξάλλου σε μια περίοδο αρκετά βραχεία. Πάντως οι ενδείξεις που δέχτηκε η Επιτροπή δεν είναι επαρκείς για να αποδείξουν την ύπαρξη οποιασδήποτε αιτιώδους σχέσεως μεταξύ των αποφάσεων που έλαβαν η CRAM και η Rheinzink.

6)

Τι αποδεικτική δύναμη πρέπει να δοθεί τότε στο τηλετύπημα της 26 Οκτωβρίου 1976 που προσκόμισε η Επιτροπή για να στηρίξει την απόδειξη της; Το τηλετύπημα της 26ης Οκτωβρίου αποδεικνύει την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής;

Η ανακοίνωση σε ανταγωνιστή της μειώσεως των τιμών μπορεί βέβαια να αποτελέσει ένδειξη εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ των ενδιαφερομένων, δεδομένου ότι σε ολιγοπωλιακή αγορά, όπως η αγορά του ψευδαργύρου, οι παραγωγοί πληροφορούνται γρήγορα από την πελατεία τους την εξέλιξη των τιμών των ανταγωνιστών τους. Επιπλέον, η CRAM και η Rheinzink δέχτηκαν ότι οι σχέσεις του είδους αυτού ήταν μάλλον σπάνιες. Τέλος, η Επιτροπή βλέπει στη σύμβαση αμοιβαίας παροχής υπηρεσιών μια συμπληρωματική απόδειξη των επαφών που διατηρούσαν οι δύο επιχειρήσεις.

Πάντως, η ίδια η Επιτροπή είχε αναγνωρίσει τη δευτερεύουσα φύση της ενδείξεως που αποτελεί το τηλετύπημα. Ενίσχυε την εναρμονισμένη πρακτική που είχε εκδηλωθεί από την παράλληλη συμπεριφορά της CRAM και της Rheinzink. Αλλά δεν μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει απόδειξη, δεδομένου ότι δεν είχε σαφή σχέση με τις ενέργειες της Schütz. Η σημασία που είχε δοθεί σ' αυτό το τηλετύπημα της 26ης Οκτωβρίου θα ήταν εξάλλου πιο αποφασιστική, αν η Επιτροπή ήταν σε θέση να αποδείξει τις ενδεχόμενες συνέπειες που θα συνήγαγε η CRAM ως προς το επίπεδο των ίδιων των τιμών της. Οι άλλες ενδείξεις που αναφέρονται στις επαφές μεταξύ CRAM και Rheinzink έχουν την ίδια δευτερεύουσα φύση. Απλά σημειώνεται ότι, αν αυτές οι επαφές ήταν στο σύνολο τους τόσο στενές, όπως φαίνεται να θεωρεί η Επιτροπή, δύσκολα γίνεται αντιληπτό ότι η CRAM ανέμεινε τόσο πολύ χρόνο για να ζητήσει τα δικαιολογητικά εξαγωγής, ενώ από τις 21 Οκτωβρίου, η Rheinzink είχε πληροφορηθεί τις ενέργειες της Schütz και μέσα στο ίδιο πνεύμα πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι ένα σημείωμα αποκλειστικά εσωτερικής χρήσεως της Rheinzink, με ημερομηνία 5 Νοεμβρίου 1976, που αφορούσε τις δραστηριότητες της Schütz, δεν αναφέρει πουθενά ότι η Asturienne ήταν επίσης θύμα της ίδιας πρακτικής.

Βλέποντας το σύνολο των στοιχείων που έγιναν δεκτά, φαίνεται ότι οι ενδείξεις που συγκεντρώθηκαν από την Επιτροπή δεν είναι επαρκείς για να αποδείξουν ότι η CRAM και η Rheinzink υποκατέστησαν «εκ προθέσεως στην πράξη μια συνεργασία μεταξύ τους εις βάρος του ανταγωνισμού » ( 7 ). Η Επιτροπή δεν συγκέντρωσε «στοιχεία ακριβή και επαρκώς συμπίπτοντα τα οποία να δημιουργούν πεποίθηση ότι η παράλληλη συμπεριφορά υπήρξε αποτέλεσμα εναρμονισμένης πρακτικής, μιας συνδυασμένης πολιτικής » ( 8 ).

Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η αιτίαση των προσφευγουσών κατά του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως της Επιτροπής που δέχεται την εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ CRAM και Rheinzink έναντι της Schütz κατά συνέπεια οι αποφάσεις περί επιβολής προστίμου για αυτή μόνο την παράβαση πρέπει επίσης να ακυρωθούν ( 9 ).

Η λύση που προτείνεται κατά τον τρόπο αυτό αποδεσμεύει τη συζήτηση από το δικονομικό λόγο που πρότεινε η Rheinzink σχετικά με την προσβολή των δικαιωμάτων της υπερασπίσεως για την οποία η Επιτροπή 9α ήταν υπεύθυνη, επειδή της στέρησε τη δυνατότητα να λάβει γνώση ορισμένων εγγράφων. Εξάλλου συμφωνούμε σε όλα τα σημεία με την άποψη που ανέπτυξε η Επιτροπή ως προς το αβάσιμο μιας τέτοιας αιτίασης.

Β — Ρήτρα μεταπωλήσεως σε ορισμένη χώρα

Κατά την Επιτροπή, η υποχρέωση μεταπωλήσεως σε ορισμένη τρίτη χώρα, όπως προκύπτει τόσο από τις παραγγελίες που έκανε η Schütz προς την CRAM όσο Kat από τις παραγγελίες που έκανε η Schütz προς τη Rheinzink , στερεί τον πωλητή από την ελευθερία να διαθέσει το προϊόν εντός της Κοινότητας, προστατεύοντας έτσι το υψηλό επίπεδο των τιμών που επιβάλλουν οι δύο παραγωγοί αντίστοιχα στις αγορές τους. 'Εχει κατά συνέπεια ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα να περιορίσει τον ανταγωνισμό και εξάλλου να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Μόνο η επιχείρηση Rheinzink αμφισβητεί την εκτίμηση αυτή της οποίας πρέπει να θεωρήσουμε διαδοχικά τα διάφορα στοιχεία που τη συνιστούν.

α)

Κατά την Επιτροπή, το αντικείμενο αυτό καθαυτό της ρήτρας είναι να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Η συναίνεση των συμβαλλομένων που αφορά την εξαγωγή ελασματοποιημένων προϊόντων, συνδεδεμένη με την πρακτική των τιμών που διαφοροποιούνται ανάλογα με τη χώρα προορισμού, συνεπάγεται περιορισμό της ελευθερίας του αγοραστή να διαθέσει το εμπόρευμα.

Η ανάλυση αυτή δεν μου φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Το τηλετύπημα και τα δελτία παραγγελίας που σκιαγραφούν τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ Rheinzink και Schütz αφορούν τη ρητή μνεία τρίτης χώρας προορισμού των εμπορευμάτων. Η μνεία αυτή αποτελεί μάλιστα την προϋπόθεση της ευνοϊκής τιμής που παρέχει ο παραγωγός στον πελάτη του: ο προορισμός του παραδοθέντος εμπορεύματος καθορίζεται από τον ίδιο τον αγοραστή σε συνάρτηση με τα όικά τον οικονομικά συμφέροντα yta την επίτευξη σημαντικής εκπτώσεως. Ως προς τη διαφοροποίηση των τιμών που ισχύουν κατά την εξαγωγή σε σχέση με τις κοινοτικές τιμές μπορεί να δικαιολογηθεί τόσο από την επιθυμία του παραγωγού να προωθηθεί σε νέα αγορά όσο και από την πρόθεση να εκμεταλλευτεί καλύτερα την παραγωγική του ικανότητα.

Η αναφορά της χώρας προορισμού περιέχει κατά τη γνώμη μας διπλή σημασία: ως conditio sine qua non της χορηγούμενης εκπτώσεως πρέπει να αναφέρεται στα έγγραφα της συμβάσεως· από αυτό και μόνο το γεγονός συνιστά επίσης εγγύηση ότι το προϊόν θα εξαχθεί πράγματι, αφού η παράβασή της συνεπάγεται απώλεια του εμπορικού πλεονεκτήματος που έχει χορηγηθεί. Σε τελική ανάλυση δεν φαίνεται ότι η Επιτροπή απέδειξε ότι μια τέτοια ρήτρα έχει ως αντικείμενο την προστασία της γερμανικής αγοράς «περιορίζοντας την ελευθερία του αγοραστή να χρησιμοποιήσει το παραδοθέν εμπόρευμα σε συνάρτηση με τα ίδια του τα οικονομικά συμφέροντα» ( 10 ). Πάντως η ρήτρα αυτή είναι δυνατό να έχει τέτοιο αποτέλεσμα.

6)

Κατά την Επιτροπή το περιοριστικό αποτέλεσμα ρήτρας φαίνεται από τη συμπεριφορά του προμηθευτή που παύει κάθε παράδοση προϊόντων από το χρονικό σημείο που ανακαλύπτεται η απάτη της Schütz. Η αντίδραση αυτή τόσο της CRAM όσο και της Rheinzink εξηγείται από τη φροντίδα να προστατευτούν οι ισχύουσες τιμές που ζητούν στις αντίστοιχες αγορές τους και αποτελεί αναμφισβήτητη μαρτυρία της αδυναμίας του μεταπωλητή, ο οποίος δεσμεύεται από μια τέτοια ρήτρα, να διαθέσει ελεύθερα το εμπόρευμα του στην κοινή αγορά, πράγμα που επιδρά αναγκαστικά στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την επιχειρηματολογία της Επιτροπής.

Η απόφαση της στηρίζεται σε δήλωση βουλήσεως, που είναι και περιστασιακή και περιορισμένη και απομονωμένη, η οποία έγινε από δύο επιχειρήσεις των οποίων η στάση μπορεί να δικαιολογηθεί εξάλλου από την απάτη για την οποία η Schütz είναι υπεύθυνη παραβαίνοντας ουσιώδη προϋπόθεση των συμβάσεων, στη συγκεκριμένη περίπτωση τη χορήγηση εκπτώσεως κατά την εξαγωγή προς τρίτη χώρα, και για την CRAM επίσης, από τις καθυστερήσεις πληρωμής.

Η Επιτροπή δεν μας φαίνεται ότι έχει αποδείξει ότι μόνη της η αμφισβητούμενη ρήτρα μπορεί να έχει αποτέλεσμα περιοριστικό στον ανταγωνισμό: η επιχειρηματολογία της ενισχυόταν επ' αυτού στηριζόμενη στην απόδειξη σχετικής συστηματικής πρακτικής. Πάντως, ακόμη και στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει πράγματι παρά μία ένδειξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής επί των τιμών.

Πράγματι κατά την άποψη μας ο περιορισμός του ανταγωνισμού και κατά συνέπεια η παρεμπόδιση του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών που προκύπτει δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές έξω από τα πλαίσια μιας minimum εναρμονισμένης πρακτικής σχετικά με το ύψος των διαφοροποιημένων τιμών που ζητούν οι δύο αυτοί παραγωγοί, όπως αυτό προκύπτει σαφώς από το σύνολο της αποφάσεως της Επιτροπής, και κυρίως από την άρνηση της να εφαρμόσει το άρθρο 85, παράγραφος 3, στην αμφισβητούμενη ρήτρα. Η διατήρηση της διαφοράς τιμών που έχει αποδειχθεί αποτελεί πράγματι «το παρασκήνιο» της υποθέσεως αυτής, χωρίς την οποία ο ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών μπορούσε να μετατραπεί σε μείωση των τιμών των ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου που θα προέκυπτε από τη δυνατότητα των μεταπωλητών να διαθέσουν ελεύθερα το εμπόρευμα στην κοινή αγορά. Επ' αυτού τα δεδομένα δεν είναι καθόλου κρίσιμα: οι στατιστικές σχετικά με τις τιμές δεν καλύπτουν πράγματι παρά μόνο μια σύντομη περίοδο τριών μηνών (από τον Ιανουάριο μέχρι το Μάρτιο 1976), αφού παρατηρηθεί ότι δεν αναφέρονται σε όλες τις συμβάσεις που συνήφθησαν από τη Schütz με τη Rheinzink, αφενός, και με την CRAM, αφετέρου, μάλιστα δε ορισμένες από αυτές είχαν συναφθεί μετά το Μάρτιο του 1976.

Πρέπει τέλος να παρατηρηθεί ότι η ύπαρξη ρήτρας μεταπωλήσεως σε τρίτη χώρα, ακόμη και αν είχε ως έμμεσο αποτέλεσμα να παρεμποδίσει την επανεισαγωγή του εμπορεύματος στην κοινή αγορά, πρέπει να εκτιμηθεί με γνώμονα το στόχο χορηγήσεως σημαντικής εκπτώσεως επί της τιμής του εμπορεύματος, η οποία μπορεί να είναι απαραίτητη για την είσοδο στη νέα αγορά και να συνιστά έτσι εμπορική προϋπόθεση αναγκαία για τη σύναψη μιας τέτοιας συμβάσεως, όπως υποστήριξαν τόσο η Rheinzink όσο και η CRAM χωρίς να αμφισβητηθεί ο ισχυρισμός τους από την Επιτροπή.

Αν ληφθεί υπόψη το σύνολο των σκέψεων αυτών, δεν μας φαίνεται ότι η Επιτροπή απέδειξε με επαρκή βεβαιότητα ότι η αμφισβητούμενη ρήτρα συνιστά παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1 : στο σημείο αυτό πρέπει κατά συνέπεια να γίνουν δεκτές οι αιτιάσεις που προέβαλε η επιχείρηση Rheinzink.

II — Η σύμβαση αμοιβαίας παροχής διευκολύνσεων

1.

Η CRAM, η Rheinzink και η Vieille Montagne δεσμεύονται να εφοδιάζονται αμοιβαία σε περίπτωση «σοβαρών ή άλλων διαταραχών που συνεπάγονται σημαντική απώλεια της παραγωγής» (άρθρο Ιο), δηλαδή υπερβαίνει τους 20 τόνους ημερησίως ή τους 200 τόνους συνολικά κατά μήνα όταν μια επιχείρηση πλήττεται, και μάλιστα 2000 τόνους αν δύο μεταξύ αυτών πλήττονται (άρθρο 4, σημεία 2 και 3).

Η σύμβαση εφαρμόστηκε το 1977 λόγω απεργίας στη Vieille Montagne (παράδοση από την CRAM 2427 τόνων ελασματοποιημένων προϊόντων μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου και από τη Rheinzink 850 τόνων μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου) και κατόπιν τεχνικών προβλημάτων στην CRAM (παράδοση 550 τόνων από τη Rheinzink).

2.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μια τέτοια σύμβαση συνιστά παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1.

Όντας αόριστης διάρκειας αφού ανανεώνεται κάθε χρόνο με σιωπηρή συμφωνία (άρθρο 11, σημείο 1), η συμφωνία αμοιβαίας παροχής διευκολύνσεων καθορίζει ανώτατα όρια παραδόσεως σημαντικών ποσοτήτων που αντιστοιχούν πάνω από το 1/3 της κατά μήνα παραγωγής των ενδιαφερομένων. Συνεπώς δεν πρόκειται για σύμβαση παροχής ή ανταλλαγής συγκεκριμένων υπηρεσιών που αφορά προϊόν συγκεκριμένης ποιότητας, με ποσότητα και τιμή προκαθορισμένες. Κατά την Επιτροπή πρόκειται για σύμβαση-πλαίσιο με το οποίο οι συμβαλλόμενοι δεσμεύονται για το μέλλον να παραδίδουν στην επιχείρηση που βρίσκεται σε δυσχέρεια ψευδάργυρο επεξεργασμένο, σταθερής ποιότητας (άρθρο 3, σημείο 1), σε αόριστη ποσότητα και με κυμαινόμενη τιμή (άρθρο 6, σημείο 4).

Μια τέτοια συμφωνία υποχρεώνει τις τρεις επιχειρήσεις, προβλέποντας το ενδεχόμενο παροχής διευκολύνσεων, να αποθεματοποιήσει εκ των προτέρων ένα τμήμα της ποσότητας που παράγει για να ικανοποιήσει, ενδεχομένως, αίτημα παροχής συνδρομής. Κατά συνέπεια, η σύμβαση αυτή τις στερεί από τη δυνατότητα να επωφεληθούν ατομικά από τις δυσχέρειες που συναντά ένας ανταγωνιστής, αφού δέχονται μια συλλογική υποχρέωση αλληλοβοήθειας.

Τέλος, η συμφωνία που ενδιαφέρει τρεις από τους κυριότερους παραγωγούς ελασματοποιημένων προϊόντων ψευδαργύρου πλήττει το εμπόριο μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας όπου είναι εγκατεστημένες αμοιβαία η CRAM και η Vieille Montagne, αφενός, και η Rheinzink, αφετέρου.

3.

Κατά της εκτιμήσεως αυτής η Rheinzink υποστηρίζει ότι η εν λόγω συμφωνία δεν αλλοιώνει τον ανταγωνισμό, στηριζόμενη στα εξής επιχειρήματα:

Η σύμβαση έχει ως αντικείμενο να εγγυηθεί την εξασφάλιση εφοδιασμού της πελατείας, παρέχοντας την ασφάλεια οιασδήποτε διακοπής που οφείλεται σε περιστατικά επί των οποίων οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν εξουσία.

Εξάλλου η σύμβαση δεν εφαρμόστηκε παρά κατά τη διάρκεια τριών περιόδων κατά το 1977, κυρίως λόγω απεργίας, δεδομένου ότι η αλληλοβοήθεια στην περίπτωση αυτή είναι απόλυτα κατανοητή.

4.

Η επιχειρηματολογία της δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Αμελεί τη φύση της συναφθείσας συμφωνίας, η οποία φαίνεται τόσο από την αόριστη διάρκεια όσο και από τα περιστατικά που δύνανται να συνεπάγονται την εφαρμογή της. Τα τελευταία αυτά πράγματι δεν είναι καθορισμένα, δεδομένου ότι πρόκειται για «τεχνικές ή άλλες διαταραχές», για τις οποίες τίποτε δεν αναφέρεται στη σύμβαση ότι πρέπει να αφορούν αναγκαστικά περιστάσεις που είναι ανεξάρτητες από τη βούληση των επιχειρήσεων, αφού η αναφορά στην απεργία είναι ως προς το θέμα αυτό συζητήσιμη.

Η εκτίμηση της Επιτροπής ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας αμοιβαίας παροχής διευκολύνσεων πρέπει κατά συνέπεια να γίνει δεκτή. Βρισκόμαστε ενώπιον συμβάσεως-πλαισίου με την οποία οι συμβαλλόμενοι εγγυώνται αμοιβαία ο ένας προς τον άλλο το τμήμα της αγοράς που έχουν παρά τις οποιεσδήποτε δυσχέρειες που είναι δυνατόν να τους διαταράξουν. Ενεργώντας έτσι οι τρεις παραγωγοί αντικατέστησαν με συνεργασία που συνιστά απαγορευμένη συμφωνία από το άρθρο 85, παράγραφος 1, τον κίνδυνο που είναι σύμφυτος προς τον ανταγωνισμό.

Βέβαια, θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα ως προς την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3 : είναι αλήθεια ότι οι οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζει στο παρόν στάδιο η ευρωπαϊκή βιομηχανία ψευδαργύρου, όπως ανέφερε κατά τη συνεδρίαση ο εκπρόσωπος της Asturienne, μπορεί να εξηγήσει τη βούληση των παραγωγών να μειώσουν τις διαταραχές που προκύπτουν από τη λειτουργία εγκαταστάσεων με μεγαλύτερη αποδοτικότητα, είτε γενικότερα, από κάθε περίσταση που είναι δυνατό να εξασθενίσει τη βιομηχανία του ψευδαργύρου από τον ανταγωνισμό που προέρχεται εκτός της Κοινότητας. Συνεπώς πρέπει, στο ενδεχόμενο εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 85, παράγραφος 3, να ληφθεί υπόψη η ακριβής κατάσταση της σχετικής αγοράς για να ληφθεί σε τελική ανάλυση απόφαση αν μια σύμβαση αμοιβαίας παροχής διευκολύνσεων μεταξύ ανταγωνιστών συμβιβάζεται με το άρθρο 85. Αλλά, είναι δυνατό να υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοια συμφωνία, που έχει συναφθεί μεταξύ τριών εκ των κυριοτέρων ευρωπαίων παραγωγών ψευδαργύρου δεν επιφέρει συνέπειες για την ανταγωνιστική θέση των άλλων παραγωγών.

Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν κοινοποίησε την εν λόγω συμφωνία ούτε δήλωσε εκ των υστέρων την πρόθεση της να το κάνει, η εξαίρεση της παραγράφου 3 δεν μπορεί να ισχύσει.

Αν ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις αυτές, η απόφαση της Επιτροπής πρέπει να διατηρηθεί για τη σύμβαση αμοιβαίας παροχής διευκολύνσεων ως προς την παράβαση του άρθρου 85.

5.

Ερχόμαστε έτσι στο λόγο που προέβαλε η Rheinzink όσον αφορά το καταλογιστό της παραβάσεως που διαπράχθηκε από την επιχείρηση την οποία διαδέχθηκε από 1ης Οκτωβρίου 1981, την «Rheinisches Zinkwalzwerk GmbH & Co.».

Η Rheinzink υποστηρίζει πράγματι ότι μόνη η απόδειξη ενότητας δραστηριοτήτων που τιμωρείται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων που διαδέχτηκε η μία την άλλη μπορεί να επιτρέψει στην Επιτροπή να της απευθύνει την απόφαση της. Η προϋπόθεση αυτή ελλείπει στη συγκεκριμένη περίπτωση λόγω ακριβώς του ότι τα γεγονότα που προσάπτονται είναι προγενέστερα σε σχέση με την ίδρυση της νέας εταιρείας. Η Rheinzink στηρίζει την επιχειρηματολογία της στην ερμηνεία της αποφάσεως σας «Suiker Unie» όπου το Δικαστήριο τόνισε «προφανή ενότητα δραστηριοτήτων» που συνδέει τις εν λόγω επιχειρήσεις για να θεωρηθεί ότι η δικαιοδόχος επιχείρηση είναι υπεύθυνη για τις δραστηριότητες της λυθείσας επιχειρήσεως ( 11 ).

Η Επιτροπή κρίνει αντιθέτως ότι πρέπει να εκτιμηθεί η διαδοχή ενόψει της λειτουργικής ταυτότητας, εξ απόψεως οικονομικής, που υπάρχει μεταξύ των επιχειρήσεων. Σημασία έχει η ενότητα οικονομικής δραστηριότητας και όχι οι έννομες σχέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων που διαδέχονται η μία την άλλη. Η Επιτροπή αναφέρεται επίσης στην απόφαση σας «Suiker Unie» επί του θέματος αυτού.

Στην απόφαση αυτή, δεδομένου ότι επρόκειτο για ένωση συνεταιρισμών, που είχε διαδεχθεί προηγούμενη ένωση και συνεταιρισμούς που ήταν μέλη της, είχατε κρίνει ότι η συμπεριφορά των δύο ενώσεων «χαρακτηριζόταν από προφανή ενότητα δραστηριοτήτων η οποία καθιστά τη συμπεριφορά καταλογιστέα στην προσφεύγουσα» (σκέψη 87). Πάντως, το συμπέρασμα αυτό ήταν συνισταμένη τριών ενδείξεων που συγκλίνουν με τις οποίες είχατε διαπιστώσει:

ότι η προσφεύγουσα είχε αναδεχθεί όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συνεταιρισμών μελών της παλιάς ενώσεως (σκέψη 84),

ότι δεν είχε αμφισβητήσει ότι η επωνυμία «Suiker Unie» κάλυπτε «τις ίδιες επιχειρήσεις που διοικούνταν κατά μεγάλο μέρος από τα ίδια πρόσωπα και είχαν την έδρα τους στην ίδια διεύθυνση» (σκέψη 85),

ότι τέλος δεν είχε ισχυριστεί ότι η συμπεριφορά της ήταν διαφορετική στη σχετική αγορά από τη συμπεριφορά της παλιάς ενώσεως (σκέψη 86).

Από τους λόγους αυτούς προκύπτει ότι η ερμηνεία που έδωσε η Rheinzink είναι πολύ στενή' δίνει προτεραιότητα σε μία από τις προαναφερθείσες ενδείξεις (τη συνέχιση συμπεριφοράς) και φαίνεται να θέτει ως προϋπόθεση ότι η ενότητα δραστηριοτήτων αποδεικνύεται από τη συνέχιση της κατακριτέας συμπεριφοράς.

Η Επιτροπή αναπτύσσει μια επιχειρηματολογία που αμελεί τις νομικές πλευρές της διαδοχής, εμμένοντας στην οικονομική ενότητα που υπάρχει μεταξύ των εταιρειών που διαδέχονται η μία την άλλη: μια ερμηνεία τόσο διασταλτική περικλείει τον κίνδυνο να αποδειχθεί μόνο ένας αιτιώδης σύνδεσμος πολύ χαλαρός μεταξύ των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων.

Πριν αναπτύξουμε τις παρατηρήσεις μας, είναι αναγκαίο να υπενθυμίσουμε τις γενικές κατευθύνσεις που πρέπει να μας καθοδηγήσουν στο θέμα αυτό. Η λύση στο πρόβλημα που έχει τεθεί πρέπει να αναζητηθεί με γνώμονα αποκλειστικά τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου: δεν μπορεί, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η ενότητα εφαρμογής των κοινοτικών αρχών του ανταγωνισμού, να εξαρτηθεί η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τους κανόνες του εθνικού δικαίου.

Επ' αυτού, όπως αναφέρει πολύ σωστά ο γενικός εισαγγελέας Mayras με τις προτάσεις του στην απόφαση «Suiker Unie», πρέπει να μην τεθεί σε κίνδυνο η πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού 17/62 του Συμβουλίου ( 12 ). Ποιο είναι αλήθεια το πεδίο ελέγχου που ασκεί η Επιτροπή, αν είναι αρκετό στην επιχείρηση να μετατραπεί σύμφωνα με τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, για να αποτρέψει την τήρηση των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης; Ο γενικός εισαγγελέας Mayras ανέφερε ως παράδειγμα την περίπτωση επιχειρήσεως της οποίας η μετατροπή έγινε μετά από ενέργειες που αντέκειντο στον ανταγωνισμό, αλλά πριν η Επιτροπή διαπιστώσει παράβαση των κανόνων της συνθήκης. Πράγματι, σε τέτοια περίπτωση είναι ιδίως δυνατό να προκληθεί ο φόβος μήπως η διαδοχή επιχειρήσεων επιτρέψει στον δικαιοδόχο να αποφύγει τις κοινοτικές κυρώσεις, αφαιρώντας με τον τρόπο αυτό από την Επιτροπή τις εξουσίες της.

Τι συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση; Διαπιστώνεται ότι η παραπάνω περίπτωση αντιστοιχεί ακριβώς στην κατάσταση που περιγράφει η προσφεύγουσα, η οποία ιδρύθηκε μετά το 1976 αλλά πριν από την απόφαση της Επιτροπής.

Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να είναι επαρκής, αλλά μας παρακινεί να επαναλάβουμε την άποψη της Επιτροπής την οποία πάντως συμπληρώνουμε. Συμφωνούμε πράγματι με την εκτίμηση της Επιτροπής ως προς τη λειτουργική ενότητα μεταξύ των δύο επιχειρήσεων που διαδέχονται η μία την άλλη: ασκούν τις ίδιες οικονομικές δραστηριότητες, όπως εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα.

Δεχόμαστε εξάλλου ότι διαδέχθηκε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εταιρείας «Rheinisches Zinkwalzwerk», όπως προκύπτει χωρίς αμφιβολία από το εμπορικό μητρώο και όπως δέχεται η ίδια η Rheinzink αναφερόμενη στις διατάξεις του γερμανικού δικαίου.

Ούτε αμφισβήτησε ότι η έδρα και η διοίκηση της επιχείρησης παρέμειναν αμετάβλητες.

Βέβαια, οι δύο επιχειρήσεις που διαδέχθηκαν η μία την άλλη δεν ταυτίζονται: η εμπορική επωνυμία και η νομική μορφή είναι διαφορετικές. Μας φαίνεται όμως ότι οι ενδείξεις που έγιναν δεκτές δείχνουν με επαρκή σαφήνεια ότι τόσο οι οικονομικοί όσο και οι νομικοί δεσμοί που ενώνουν τις δύο επιχειρήσεις επιτρέπουν το χαρακτηρισμό της δραστηριότητας τους ως συνεχούς, ώστε να δικαιολογείται ο καταλογισμός των προσαπτόμενων παραβάσεων στη Rheinzink.

Συμπεραίνοντας προτείνουμε

1.

να γίνει δεκτή η προσφυγή της CRAM και της Rheinzink και να ακυρωθεί η απόφαση με την οποία η Επιτροπή

διαπίστωσε τις παραβάσεις του άρθρου 85 της συνθήκης που προκύπτουν

α)

από την εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ της CRAM και της Rheinzink έναντι της Schütz και

6)

των ρητρών μεταπωλήσεως σε ορισμένη χώρα που υπήρχαν στις συμβάσεις που συνήψαν αμοιβαία η CRAM και η Rheinzink με την επιχείρηση Schütz,

υπέβαλε πρόστιμα στις προσφεύγουσες για την πρώτη παράβαση που έχει αναφερθεί'

2.

να διατηρήσει την απόφαση της Επιτροπής ως προς τη σύμβαση αμοιβαίας παροχής διευκολύνσεων.


( 1 ) Μετάφραση από τα γαλλικά.

( 2 ) Απόφαση αριθ. 82/866/ΕΟΚ, ΕΕ L 362 της 23. 12. 1982, σ. 40.

( 3 ) Άρ9ρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως της Επιτροπής.

( 4 ) Άρ9ρο Ι, παράγραφος 2.

( 5 ) Άρ9ρο 3 της απόφασης 82/866 που αναφέρ9ηκε παραπάνω.

( 6 ) Απόφαση της Επιτροπής, που προαναφέρθηκε, σ. 46.

( 7 ) Απόφαση της 14. 7. 1972, υπό3εση 48/69, ICI, Recueil 1972, σ. 619, σκέψη 64.

( 8 ) Υπόθεση 48/69, που προαναφέρθηκε, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mavras, σ. 678.

( 9 ) 'Apopo 2 της αποφάσεως της Επιτροπής.

( 10 ) Απόφαση της 14. 12. 1983, Société de vente de ciments et bétons de l'Est, υπόθεση 319/82, σκέψη 6, Συλλογή 1983, σ. 4173.

( 11 ) Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 40 έως 48, 50, 54 έως 56, 111, 113 και 114/73, Suiker Unic και λοιποί, Recueil 1975, σ. 1663, σκέψη 87.

( 12 ) Suiker Unie, που προαναφέρ9ηκε, σ. 2081.