ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

PIETER VERLOREN VAN THEMAAT

ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΫΧΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ 29 ΦΕΒΡΟΥΑΡΊΟΥ 1984 ( 1 )

Κύριε πρόεόρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Εισαγωγή

Η προσφυγή που ασκήθηκε από την εταιρεία Eisen und Metall AG και την οποία πρέπει να εξετάσουμε σήμερα, στρέφεται κατά αποφάσεως της Επιτροπής της 9ης Δεκεμβρίου 1982 η οποία της επέβαλε πρόστιμο. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 15 της γενικής απόφασης 1836/81/ΕΚΑΧ. Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

την ακύρωση του προστίμου ύψους 133736 γερμανικών μάρκων (DM) που της επιβλήθηκε, επικουρικώς δε μείωση του ποσού του προστίμου αυτού,

2.

την ακύρωση των άρθρων 1 και 2 της απόφασης.

Η προσφεύγουσα στηρίζει την προσφυγή της στους εξής λόγους:

1.

παράβαση ουσιώδους τύπου, ανεπαρκής αιτιολόγηση της απόφασης,

2.

παραβίαση της συνθήκης ΕΚΑΧ και των σχετικών με την εφαρμογή της κανόνων δικαίου,

3.

κατάχρηση εξουσίας.

Πριν προχωρήσω σε περαιτέρω εξέταση των λόγων προσφυγής θεωρώ σκόπιμο να διατυπώσω ορισμένες γενικές παρατηρήσεις επί της υποθέσεως αυτής.

Όπως προκύπτει από το άρθρο 80 της συνθήκης ΕΚΑΧ, οι υποχρεώσεις που προβλέπει η εν λόγω συνθήκη, εκτός των εξαιρέσεων που αναφέρονται στο προαναφερόμενο άρθρο, οι οποίες, όμως, δεν συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση, εφαρμόζονται αποκλειστικά στους παραγωγούς άνθρακα και χάλυβα και, συνεπώς, δεν ισχύουν για τους εμπόρους. Επίσης, προκειμένου η Επιτροπή να επιτύχει ώστε οι κανόνες περί των τιμών και των όρων πωλήσεως, που ισχύουν στο εμπόριο του χάλυβα να ευθυγραμμιστούν με τους κανόνες που ισχύουν στις επιχειρήσεις παραγωγής, δυνάμει του άρθρου 60 της συνθήκης ΕΚΑΧ και των αποφάσεων εφαρμογής, αναγκάστηκε να προσφύγει στο άρθρο 95, πρώτη και δεύτερη παράγραφος, της συνθήκης ΕΚΑΧ.

Κατά την προφορική διαδικασία, η προσφεύγουσα ανέπτυξε τους λόγους για τους οποίους δεν θέλησε να αμφισβητήσει αυτή τη νομική βάση της γενικής απόφασης 1836/81/ΕΚΑΧ.

Οι αιτιολογικές σκέψεις της εν λόγω απόφασης φανερώνουν πρώτα απ' όλα ότι πρόκειται για μεταβατικό μέτρο που ελήφθη για να ισχύσει μέχρι να διανυθεί η περίοδος την οποία χρειάζονταν ορισμένα κράτη μέλη για να θέσουν σε εφαρμογή τη σύσταση 1835/81/ΕΚΑΧ, που είχε εκδοθεί την ίδια ημερομηνία.

Οι ακόλουθες σκέψεις της απόφασης δείχνουν καθαρά ότι στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για μέτρο παρέμβασης στις τιμές, το οποίο κρίθηκε επείγον και όχι για μέτρο που αποβλέπει στην προώθηση ενός θεμιτού και αποτελεσματικού ανταγωνισμού, που ήταν ο αρχικός σκοπός του άρθρου 60. Επί του σημείου αυτού, παραπέμπω στην τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη αιτιολογική σκέψη της απόφασης. Από αυτές τις αιτιολογικές σκέψεις προκύπτει ότι το μέτρο αυτό επινοήθηκε ευθύς εξαρχής ως είδος συστήματος ελαχίστων τιμών, το οποίο έπρεπε να τύχει άμεσης εφαρμογής (τρίτη αιτιολογική σκέψη) και αυτό προκειμένου «να ληφθούν πολύ βραχυπρόθεσμα μέτρα για την εξυγίανση της αγοράς χάλυβα, ώστε να επιτευχθεί η αύξηση των τιμών που είναι αναγκαία για την αποφυγή οικονομικών καταστροφών» (τέταρτη αιτιολογική σκέψη). Οι αιτιολογικές σκέψεις δεν λέγουν πλέον απολύτως τίποτα για τους σκοπούς του άρθρου 60, δηλαδή την παρεμπόδιση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης μιας μονοπωλιακής θέσης καθώς και των πρακτικών που συνεπάγονται διακρίσεις στον τομέα των τιμών εις βάρος των αγοραστών, ιδίως λόγω της ιθαγενείας τους.

Θα ήθελα να συμπεράνω αμέσως από τους σαφείς σκοπούς της απόφασης, που μόλις προανέφερα, ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν αναφύονται τα προβλήματα που συνδέονται με τη μεταβατική περίοδο και εκείνα, πιο ουσιώδη, τα οποία εμφανίζονται όταν γίνεται αιφνίδια μετάβαση από μια κανονιστική ρύθμιση που επιδιώκει την προώθηση ενός θεμιτού ανταγωνισμού σε μέτρα, όσον αφορά τις τιμές, περιοριστικά του ανταγωνισμού. Για να δώσω μια συνοπτική εικόνα των εν λόγω μεταβατικής φύσεως προβλημάτων κατά την εφαρμογή του άρθρου 60, παραπέμπω στις προτάσεις που ανέπτυξα, της 18ης Ιανουαρίου ενεστώτος έτους, στην υπόθεση Bertoli (υπόθεση 8/83).

Κατά τη γνώμη μου, οι διαφορές αυτές μεταξύ της απόφασης 30/53 (όπως τροποποιήθηκε στις 22. 12. 1972), η οποία είχε εφαρμογή στην υπόθεση Bertoli, και της απόφασης 1836/81, η οποία έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, έχουν ήδη σημαντικές συνέπειες όσον αφορά την εκτίμηση ορισμένων βασικών προβλημάτων στην υπό κρίση υπόθεση.

Πρώτον, η κανονιστική ρύθμιση περί τιμών (ανωτάτων ή κατωτάτων) και ορισμένα άλλα μέτρα οργάνωσης της αγοράς (παραδείγματος χάριν στο γεωργικό τομέα) λαμβάνουν υπόψη τους τις τρέχουσες συμβάσεις μακράς διάρκειας σε μικρότερο 6αθμό απ'ό,τι κρίθηκε αναγκαίο, παραδείγματος χάριν όταν το άρθρο 65 της συνθήκης ΕΚΑΧ ή το άρθρο 85 της συνθήκης ΕΟΚ εφαρμόστηκαν στις ήδη υφιστάμενες συμβάσεις. Ο σκοπός που επιδιώκει, βραχυπρόθεσμα, μια ρύθμιση επί των ανωτάτων ή κατωτάτων τιμών, στο πλαίσιο της πολιτικής της συγκυρίας, θα ετίθετο ασφαλώς σε κίνδυνο αν χάριν εκτελέσεως συμβά-σεων-πλαισίου μακράς διαρκείας, που είχαν συναφθεί προηγουμένως, ορισμένες επιχειρήσεις μπορούσαν να προβαίνουν σε συναλλαγές ασυμβίβαστες προς μια τέτοια ρύθμιση τιμών. Επιπλέον, η εφαρμογή της πιο πάνω ρύθμισης στον τομέα του ανταγωνισμού δεν εξαρτάται, επίσης, από την αστικού δικαίου φύση των συμφωνιών περιορισμού του ανταγωνισμού, τις οποίες αφορά η εν λόγω ρύθμιση, και αυτό παρά το ειδικό μεταβατικό καθεστώς που προβλέπει αυτή για τις «παλαιές συμφωνίες». Εν συνεχεία, το εν λόγω μεταβατικό καθεστώς δεν αποκλείει καθόλου το να ισχύουν τα προαναφερθέντα άρθρα καταρχήν και για τις «παλαιές συμφωνίες». Αυτή η πρώτη συνέπεια της διαφοράς με την υπόθεση Bertoli, την οποία επισήμανα, έχει ως αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη μου, να αποβαίνει μάταιη κάθε συζήτηση για τον αστικό χαρακτήρα και το περιεχόμενο των συμβάσεων-πλαισίου, τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα; Τα σχόλια μου επίσης, κατά την εξέταση των επικαλούμενων από την προσφεύγουσα λόγων, θα είναι σχετικώς σύντομα.

Δεύτερον, η εν λόγω διαφορά με την υπόθεση Bertoli είχε σαν αποτέλεσμα ότι, όσον αφορά την απόφαση 1836/81/ΕΚΑΧ, αρχικά, η Επιτροπή δεν έκρινε, προφανώς, αναγκαίο να εκδώσει, σχετικά με το πρόστιμο, οδηγία για εσωτερική χρήση ανάλογη με εκείνη που εφαρμοζόταν κατά τα διαστήματα των διαδοχικών παραβάσεων της απόφασης 30/53. Ενθυμείσθε ότι αυτές οι οδηγίες για εσωτερική χρήση, οι σχετικές με την επιβολή προστίμου, πρόβλεπαν την προοδευτική αύξηση του προηγούμενου επιπέδου προστίμων, η οποία στην απόφαση Bumi (υπόθεση 149/78, Recueil 1979, σ. 2523) είχε κριθεί από το Δικαστήριο κατάλληλη για την περίπτωση παράβασης του άρθρου 60. Στις προτάσεις που ανέπτυξα σ' αυτή την υπόθεση, θεώρησα ότι η εν λόγω προοδευτική αύξηση του ύψους των προστίμων για την περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 60 ήταν λογική συνέπεια και, σύμφωνα με τις γενικές αρχές της χρηστής διοίκησης, αναγκαία επίσης συνέπεια της μετατροπής μιας σχετικά περιθωριακής πολιτικής στον τομέα του ανταγωνισμού σε αποφασιστική πολιτική παρεμβατισμού. Τέτοιες σκέψεις δεν ισχύουν για τη συγκεκριμένη περίπτωση, δεδομένου ότι όφειλε καθένας να γνωρίζει, ευθύς εξαρχής, ότι οι στόχοι της απόφασης 1836/81 ανάγονται αποκλειστικά στο επίπεδο της παρέμβασης. Στη συνέχεια, θα επανέλθω στο ερώτημα αν ο συμπληρωματικός χαρακτήρας της προαναφερθείσας απόφασης σε σχέση με το άρθρο 60 ή καθαρά πρακτικά προβλήματα, μεταβατικής φύσης, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν, στην προκειμένη περίπτωση, τη μείωση του επιβληθέντος προστίμου. Θα περιοριστώ εδώ στη διαπίστωση ότι, μολονότι η απόφαση δεν της το επιτρέπει και, όπως προκύπτει από τις κοινοποιήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η Επιτροπή παραχώρησε ουσιαστικά στους ενδιαφερόμενους εμπόρους συμπληρωματική προθεσμία για τη δημοσίευση των τιμοκαταλόγων τους, που ήσαν τυπικά υποχρεωμένοι να κάνουν αμέσως. Ενόψει των περίπλοκων διοικητικών προβλημάτων που αυτή η υποχρέωση δημοσίευσης συνεπαγόταν για τους εμπόρους χάλυβα θεωρώ ότι, μια τέτοια «προθεσμία χάριτος» βρίσκεται εντός των ορίων της χρηστής διοίκησης. Στην πραγματικότητα για την προσφεύγουσα, αυτή η προθεσμία χάριτος υπερέβη τους 3 μήνες και οι παραβάσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια αυτής της προθεσμίας χάριτος δεν βαρύνουν την προσφεύγουσα. Από άποψη της ασφάλειας του δικαίου και της ισότητας ενώπιον του νόμου, θα ήταν ασφαλώς ορθότερο το άρθρο 16 της προαναφερθείσας απόφασης να προβλέπει, εξίσου για όλους του εμπόρους, ότι η απόφαση θα εφαρμόζεται μετά την παρέλευση ορισμένης προθεσμίας. Παρ' όλα αυτά νομίζω ότι, σχετικά με την υπόθεση αυτή, δεν μπορεί να απαγγελθεί κατά της Επιτροπής καμία νομικά βάσιμη αιτίαση λόγω του ότι στη διοικητική της πρακτική έλαβε υπόψη προβλήματα που αφορούσαν αναμφισβήτητα πραγματικά περιστατικά και συνδέονταν μόνο με τη μεταβατική περίοδο.

Τώρα, πριν προβώ στη διαδοχική εξέταση των διάφορων λόγων που επικαλείται η προσφεύγουσα, θα ήθελα απλώς να σημειώσω ακόμη ότι εκτός από την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει, προφανώς, να ληφθούν τώρα επίσης υπόψη:

1.

τα έγγραφα που η προσφεύγουσα κατέθεσε στις 5 Ιανουαρίου 1984 ως απάντηση σε ερώτημα του Δικαστηρίου·

2.

τα έγγραφα που με την έγκριση της Επιτροπής κατέθεσε, επιπλέον, στην επ' ακροατηρίου συζήτηση και

3.

τα μέσα άμυνας που δεν μπόρεσε, προφανώς, να επικαλεστεί παρά μόνο στην επ' ακροατηρίου συζήτηση και τα οποία αφορούν τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή με την ανταπάντηση της στο θέμα της αιτιολόγησης της απόφασης της.

Όσον αφορά τη συνοπτική περιγραφή του νομικού πλαισίου της προκειμένης διαδικασίας, των πραγματικών περιστατικών που βαρύνουν την προσφεύγουσα και των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της γραπτής διαδικασίας, θα περιοριστώ εδώ στο να παραπέμψω στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

2. Επί του πρώτου λόγου που προβάλλει η προσφεύγουσα (παράβαση ουσιώδους τύπου)

2.1.

Όπως έχει σημειωθεί, η προσφεύγουσα ειδικότερα με τον πρώτο της λόγο ισχυρίζεται ότι η απόφαση που αμφισβητείται στερείται αιτιολόγησης. Επικαλείται, όμως, επιπλέον, ως δεύτερη αιτίαση, παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρέωσης ακροάσεως. Εκτός από την τυπική πλευρά, ειδικότερα η πρώτη αιτίαση παρουσιάζει, επίσης, και μια ουσιαστική πλευρά. Και αυτή η δεύτερη πλευρά συμπίπτει εν μέρει με την εξήγηση του δεύτερου λόγου. Επομένως, προς αποφυγή επαναλήψεων, θα ασχοληθώ με αυτή την ουσιαστική πλευρά κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου.

2.2.

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, θα παρατηρήσω καταρχάς ότι η αιτιολόγηση της απόφασης φαίνεται, πραγματικά, αρκετά συνοπτική. Αυτό ισχύει, ειδικότερα, για ορισμένα μέρη των επιχειρημάτων, τα οποία η προσφεύγουσα προέβαλε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας κατά των παραβάσεων για τις οποίες κατηγορείται. Κατά τη γνώμη μου, πάντως, οι εν λόγω παραβάσεις διατυπώθηκαν στην απόφαση με αρκετή σαφήνεια ώστε να επιτρέψουν στην προσφεύγουσα να ετοιμάσει την υπεράσπιση της, κατά των παραβάσεων για τις οποίες κατηγορείται, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία. Αυτό είναι ασφαλώς αληθές, αν εξεταστεί η απόφαση σε συνδυασμό με την επιστολή που απεύθυνε η Επιτροπή, στις 16 Φεβρουαρίου, στην προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (πρβλ. παράρτημα 1 του υπομνήματος αντίκρουσης της Επιτροπής). Το γεγονός ότι τα επιχειρήματα που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, ενώπιον του Δικαστηρίου, περιέχονταν ήδη, ουσιαστικώς, στην απάντηση της προς την Επιτροπή της 20ής Σεπτεμβρίου 1982 (παράρτημα 2 του υπομνήματος αντίκρουσης) επιβεβαίωνε επίσης ότι, από την άποψη αυτή, η απόφαση δεν έθιξε τα δικαιώματα υπεράσπισης της προσφεύγουσας. Δεν πρέπει επίσης να αγνοηθεί σχετικά το γεγονός, ότι, αντίθετα από την υπόθεση Bertoli, η φύση των προσαπτομένων παραβάσεων καθώς και ο νομικός τους χαρακτηρισμός είναι στην προκείμενη περίπτωση πολύ απλοί. Μολονότι αυτό δεν αναφέρεται ρητά στην απόφαση, η προσφεύγουσα φαίνεται νε έχει κατανοήσει απόλυτα ότι της προσάπτεται, στην πραγματικότητα, ότι υποτιμολογώντας τους δικούς της τιμοκαταλόγους, στις ονομαστικά αναφερθείσες περιπτώσεις, παρέβη το άρθρο 8 της βασικής απόφασης, το οποίο απαγορεύει την εφαρμογή άνισων όρων σε συγκρίσιμες συναλλαγές. Συνεπώς, νομίζω, ότι στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή δεν παρέβη, από τυπική άποψη, την υποχρέωση αιτιολόγησης της απόφασης της. Όπως προανέφερα, 5α επανέλθω στην ουσιαστική υπεράσπιση της προσφεύγουσας κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου που έχει προβάλλει.

2.3.

Η δεύτερη παραβίαση ουσιώδους τύπου την οποία η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή είναι η παράβαση της υποχρεώσεως σύμφωνα με την οποία «πριν επιβάλει μια από τις χρηματικές κυρώσεις ή καθορίσει μια από τις χρηματικές ποινές που προβλέπονται στην παρούσα συνθήκη, οφείλει να παράσχει στον ενδιαφερόμενο την ευκαιρία να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του», όπως ορίζει το άρθρο 36 της συνθήκης ΕΚΑΧ. Όσον αφορά την αιτίαση αυτή, παρατηρώ, καταρχάς, ότι το άρθρο 36 δεν αναφέρει ότι ο ενδιαφερόμενος δικαιούται ακροάσεως μετά την κατάθεση των γραπτών του παρατηρήσεων επί των παραβάσεων για τις οποίες κατηγορείται. Επίσης, το άρθρο 36 δεν επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να προβάλει τα αντεπιχειρήματά της στα μέσα άμυνας του ενδιαφερόμενου κατά τη διοικητική διαδικασία που προηγείται της λήψεως της απόφασης. Τέλος, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η προσφεύγουσα αρνήθηκε, με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, να αναπτύξει προφορικά τις γραπτές της παρατηρήσεις, πράγμα που επιτρέπει η Επιτροπή στη διοικητική της πρακτική (βλ. παράρτημα 3 του υπομνήματος αντίκρουσης της Επιτροπής). Συνεπώς, η εξεταζόμενη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

3. Επί του δευτέρου λόγου που προβάλλει η προσφεύγουσα

3.1.

Με το δεύτερο λόγο της, η προσφεύγουσα αιτιάται την επιτροπή ότι παρέβη τα άρ9ρα 15, 47 και 36 της συνθήκης ΕΚΑΧ, καθώς και τα άρθρα 11, 14 και 15 της απόφασης 1836/81.

Έχω ήδη ασχοληθεί με τις τυπικές πλευρές της επικαλούμενης παραβίασης των άρθρων 15 και 36 της συνθήκης ΕΚΑΧ κατά την εξέταση του πρώτου ισχυρισμού. Κατά την προσφεύγουσα, η παράβαση των άρθρων 47 της συνθήκης ΕΚΑΧ και 14 της απόφασης συνίσταται στο γεγονός ότι, ναι μεν η Επιτροπή εξέτασε κατά την ερευνά της τα δυσμενή για την προσφεύγουσα περιστατικά δεν εξέτασε όμως και εκείνα που ήσαν ευνοϊκά γι' αυτήν. Η σύγκριση όμως της συνοπτικής εξέτασης των μέσων άμυνας της προσφεύγουσας κατά της περί επιβολής του προστίμου απόφασης με τους λόγους προσφυγής που επικαλέστηκε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία δείχνει ότι, όσον αφορά τα στοιχεία τα οποία πρέπει να θεωρηθούν ως αποφασιστικής σημασίας, η αιτίαση αυτή δεν είναι στην πραγματικότητα θεμελιωμένη. Από την άποψη αυτή, αδίκως, επίσης, η προσφεύγουσα αιτιάται την Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 11 της απόφασης 1836/81. Κατά την εκτίμηση του πρώτου λόγου, εξήτασα, ήδη, την επικαλούμενη παράβαση του άρθρου 15 αυτής της απόφασης, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι τα άρθρα τα οποία κατηγορείται ότι παρέβη, δεν αναφέρονται ρητώς. Θα εξετάσω, τώρα λεπτομερέστερα, την ουσιαστική πλευρά, τόσο του πρώτου λόγου όσο και του δεύτερου. Οι ουσιαστικές αιτιάσεις που η προσφεύγουσα διατύπωσε εμμέσως κατά της Επιτροπής κατά την εξήγηση του πρώτου και δεύτερου λόγου της προσφυγής της και που εξέθεσε, πιο διεξοδικά και συγκεκριμένα, στην απάντηση της και κατά την προφορική διαδικασία αφορούν τρία σημεία που θα εξετάσω τώρα διαδοχικά, κατά σειρά σπουδαιότητας.

3.2.

Ως προς τις συμβάσεις-πλαίσια. Όσον αφορά τις τέσσερις ομάδες παραβάσεων, η προσφεύγουσα επικαλείται το γεγονός ότι προβαίνοντας στις συναλλαγές για τις οποίες κατηγορείται, εφάρμοσε συμβάσεις-πλαίσια, που είχαν ήδη καταρτιστεί πριν από τις 15 Οκτωβρίου 1981 με τους τέσσερις αγοραστές της για τους οποίους πρόκειται. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα που κατατέθηκαν ως απάντηση σε ερωτήματα του Δικαστηρίου, πρόκειται, όσον αφορά την περίπτωση των Markmann και Claas, για δυο συμβάσεις-πλαίσια που καταρτίστηκαν στις 7 Σεπτεμβρίου 1981. Στις 24 Ιουνίου 1981, καταρτίστηκε σύμ-βαση-πλαίσιο με τη Schlafhorst η οποία παρατάθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1981. Η σύμβαση-πλαίσιο με την Bergbau είχε ήδη συναφθεί στις 3 Απριλίου 1981.

Μολονότι υπήρξαν μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας διαφορές απόψεων όσαν αφορά τη νομική φύση και το περιεχόμενο αυτών των συμβάσεων, η Επιτροπή δεν αρνήθηκε την ύπαρξη τους. Έχω, ήδη, εκθέσει, στις προκαταρκτικές μου παρατηρήσεις, τους λόγους για τους οποίους ο χαρακτηρισμός και η από απόψεως αστικού δικαίου φύση των εν λόγω συμβάσεων δεν έχουν, κατά τη γνώμη μου, σημασία για το Δικαστήριο. Επίσης, έχω, ήδη, εξηγήσει με την ευκαιρία αυτή, γιατί, κατά την άποψη μου, ένα μέτρο δημόσιου δικαίου για αντιμετώπιση μιας κρίσης, δηλαδή ένα μέτρο περί τιμών όπως αυτό της προκείμενης περίπτωσης και το οποίο αφορά συναλλαγές που έχουν συναφθεί προς εκτέλεση τέτοιων συμβάσεων, υπερισχύει επίσης ενδεχομένων συμβατικών υποχρεώσεων που προκύπτουν απ' αυτές τις συμβάσεις. Το δημοσίου δικαίου μέτρο αντιμετώπισης κρίσεως μπορεί να αδρανοποιήσει αυτές τις συμβατικές υποχρεώσεις όσον αφορά τις εν λόγω συναλλαγές ακόμα και για τις συμβάσεις-πλαίσιο που είχαν συναφθεί πριν από τις 4 Ιουλίου 1981. Δεν είναι δυνατό, επίσης, να γίνεται λόγος για αναδρομικό αποτέλεσμα της απόφασης, πράγμα το οποίο επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για λόγους γενικού συμφέροντος, δεδομένου ότι το άρθρο 8 της απόφασης (στην παράβαση του οποίου αναφέρεται η κατηγορία) εφαρμόζεται σ' όλες τις συναλλαγές που έγιναν μετά τις 4 Ιουλίου 1981, δηλαδή ασφαλώς στις συναλλαγές που έγιναν και μετά τις 15 Οκτωβρίου 1981. Το άρθρο 8 δεν προβλέπει καμιά εξαίρεση για τις συναλλαγές που προκύπτουν από συμβάσεις-πλαίσια που έχουν συναφθεί προηγουμένως και οι σκοποί της απόφασης που προανέφερα δεν επιτρέπουν επίσης να συναχθεί μια άλλη έννοια αυτού του άρθρου. Αντίθετα, οι εν λόγω σκοποί επιβεβαιώνουν την ορθότητα μιας τέτοιας ερμηνείας του άρθρου 8. Όσον αφορά τα αναδρομικό αποτέλεσμα της απόφασης, πράγμα το οποίο επισημαίνει η προσφεύγουσα, μπορώ προς ενίσχυση της άποψης που υποστηρίζω εδώ και που είχα υποστηρίξει στις προκαταρκτικές μου παρατηρήσεις, να παραπέμψω στα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων Westzucker (υπόθ. 1/73, Jurispr. 1973, σ. 723, σκέψη 5) και Sopad (υπόθ. 143/73, Jurispr. 1973, σ. 1433, σκέψη 8) που είναι συγκρίσιμα από την άποψη αυτή. Επομένως, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας, ως προς αυτό το ζήτημα, πρέπει να απορριφθούν. Δεδομένου ότι, όσον αφορά τις συναλλαγές με τις εταιρείες Schlafhorst και Claas, δεν προβλήθηκε κανένα άλο μέσο άμυνας, θα πρέπει, συνεπώς, τα επιβαρυντικά πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτούς τους αγοραστές να θεωρηθούν ως αποδεδειγμένα.

3.3.

Ως προς το μη συγκρίσιμο, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, χαρακτήρα των συναλλαγών που έγιναν με τη Markmann. Όσον αφορά, όμως, τις επιβαρυντικές συναλλαγές επί υλικού κατηγορίας Ια, που έγιναν με τη Markmann, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε, επιπλέον, ήδη κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ότι οι συναλλαγές αυτές δεν είναι όμοιες με τις υπόλοιπες συναλλαγές στις οποίες είχε η ίδια προβεί, διότι η Markmann, αντίθετα με τους άλλους αγοραστές, αγόραζε από αυτή κυρίως υλικό κτηγορίας IIa. Κατά τη γνώμη μου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, διότι η υποχρέωση δημοσίευσης των τιμών και των άλλων προδιαγραφών που περιλαμβάνει η απόφαση 1836/81, αφορά αποκλειστικά συναλλαγές επί υλικού της κατηγορίας Ια. Συνεπώς, κατά τη σύγκριση των συναλλαγών, δεν είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη υποχρεώσεις παράδοσης που είχαν αναληφθεί ταυτόχρονα καθόσον αφορά το υλικό κατηγορίας ΙΙα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα είχε το δικαίωμα, δυνάμει της αποφάσεως, να χορηγεί για τέτοιου είδους συναλλαγές που συνδέονται μεταξύ τους, έκπτωση επί του υλικού της κτηγορίας IIa, το οποίο είχε αγοράσει η Markmann. Συνεπώς, σχετικά με το δέμα αυτό, δεν υπήρχε λόγος, από εμπορική άποψη, να γίνει εξαίρεση από τον τιμοκατάλογο της προσφεύγουσας για το υλικό κατηγορίας Ια που είχε παραδοθεί στη Markmann.

3.4.

Ως προς τις υποτιθέμενες ιδιαιτερότητες των oυvαλλαγώv με την Bergbau. Όσον αφορά τις συναλλαγές που έγιναν με την Bergbau, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε, στη συνέχεια, ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο, απλοκλειστικά, για συναλλαγές υλικού της κατηγορίας IIα, τουλάχιστο για συναλλαγές χάλυβα προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, για τον οποίο η Επιτροπή επιτρέπει να χορηγείται έκπτωση 6 ο/ο κατά την εισαγωγή. Κατά τη γνώμη μου, η επιχειρηματολογία αυτή δημιούργησε βάσιμες αμφιβολίες ως προς την απόδειξη των επίδικων ενεργειών, αμφιβολίες τις οποίες η Επιτροπή δεν μπόρεσε να διαλύσει σε ικανοποιητικό βαθμό. Οι αμφιβολίες αυτές στηρίζονται, καταρχάς, στο γεγονός ότι το επίδικο υλικό προορίζεται για εξόρυξη μεταλλεύματος, για την οποία έχει σημασία να είναι στερεό και να μπορεί να συγκολλάται, και όχι να έχει συγκεκριμένο μήκος και πλάτος και να μην οξειδούται. Στη συνέχεια, η ορ9ότητα αυτής της επιχειρηματολογίας έγινε ευλογοφανής από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είναι, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ένας από τους κυριότερους αγοραστές χάλυβα προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, γεγονός που δεν αμφισβήτησε η Επιτροπή. Όμως συνάγεται από τη δικογραφία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποχρεούται να αγοράζει από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ορισμένη ποσότητα χάλυβα και αυτό ως μερικό συμψηφισμό για τη μεγαλύτερη ποσότητα χάλυβα που η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας αγοράζει από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ανάγκη να εξεταστεί το ζήτημα αν το γεγονός ότι ο περί ου ο λόγος χάλυβας προέρχεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας αποτελεί αρκετό λόγο για να θεωρηθεί ότι ανήκει στην κτηγορία IIa. Κάτι τέτοιο μου φαίνεται αμφίβολο για διάφορους λόγους, τους οποίους προέβαλαν οι διάδικοι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Δεδομένου ότι, όπως παραδέχεται η Επιτροπή, ο ανωτέρω χάλυβας μπορεί να αγοραστεί σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή χάλυβα άλλης προέλευσης, οι συναλλαγές επί αυτού του προϊόντος δεν συνιστούν καθόλου, κατά τη γνώμη μου, συγκρίσιμες συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 8 της απόφασης, και αυτό δυνάμει του άρ3ρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο 6), της ίδιας απόφασης. Νομίζω, επίσης, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει αποδειχθεί ότι έγινε παράβαση του άρθρου 7 της απόφασης, και αυτό λόγω προβλημάτων χαρακτηρισμού σχετικά με το χάλυβα αυτό. Πράγματι, φαίνεται υπερβολικό να θεωρείται ο χάλυβας προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας ως υλικό κατηγορίας ΙΙα, αποκλειστικά και μόνο λόγω της προέλευσης και της χαμηλότερης τιμής αγοράς του. Επομένως, θεωρώ ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι συναλλαγές με την Bergbau συνιστούσαν παράβαση των άρθρων 8 και 7 της απόφασης. Αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου.

4. Επί του τρίτου λόγου (υποτιθέμενη κατάχρηση εξουσίας κατά τον προσδιορισμό του ύψους του ποσού του προστίμου)

Το άρθρο 15 της γενικής απόφασης 1836/81 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να επιβάλλει στους εμπόρους χάλυβα που παραβαίνουν τις διατάξεις των άρθρων 2 έως 13, συμπεριαμβανομένου, πρόστιμα ύψους ίσου με το διπλάσιο της αξίας των αντικανονικών πωλήσεων. Πράγματι, όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της απόφασης της, η Επιτροπή επέβαλε στην προκείμενη περίπτωση πρόστιμο ίσο προς 110 % του ολικού ποσού των επίδικων υποτιμολογήσεων. Όπως προκύπτει από τα παραρτήματα 3 και 4 της απάντησης της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 1983 στα ερωτήματα του Δικαστηρίου στην υπόθεση 8/83 (Bettoli), η Επιτροπή, από τις 9 Δεκεμβρίου 1982, έχει ορίσει στο ίδιο ύψος τους συντελεστές που εφαρμόζει κατά την επιβολή προστίμου για τις παραβάσεις των γενικών της αποφάσεων 30/53 και 1836/81.

Η προσφεύγουσα διατείνεται τώρα ότι η Επιτροπή διέπραξε στην προκείμενη περίπτωση κατάχρηση εξουσίας. Καταρχάς, δεν απέδειξε τις υποτιθέμενες παραβάσεις. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί βάσει των προηγούμενων αναλύσεων μου, εκτός όσον αφορά τις συναλλαγές με την Bergbau. Αυτό ισχύει, επίσης και για τον ισχυρισμό που επαναλαμβάνεται στον τρίτο λόγο, δηλαδή την ανεπαρκή αιτιολόγηση της απόφασης. Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το ύψος του ποσού του προστίμου ορίστηκε με βάση λόγους γενικής πρόληψης και την ανάγκη να δοθεί ένα παράδειγμα σε όλους τους εμπόρους χάλυβα ώστε να υποχρεωθούν να τηρούν πιο σχολαστικά την απόφαση. Ο ισχυρισμός αυτός όχι μόνο αμφισβητήθηκε από την Επιτροπή κατά τη διαδικασία, αλλά και ούτε βρίσκει έρεισμα στην απόφαση που επέβαλε το πρόστιμο. Αντίθετα, με τη δεύτερη περίοδο της τέταρτης αιτιολογικής σκέψης αυτής της απόφασης αναγράφεται ότι το ποσό του προστίμου πρέπει να είναι τέτοιου ύψους ώστε να είναι αρκετό για να αποτρέψει την επιχείρηση (η υπογράμμιση είναι δική μου) από του να διαπράξει νέες υποτιμολογήσεις. Επιπλέον, ασφαλώς ένα τέτοιο πρόστιμο, από τη φύση του, θα έχει επίσης και αποτέλεσμα γενικής πρόληψης και, ακόμη αν αυτή ήταν επίσης η πρόθεση της Επιτροπής (όπως το βεβαιώνει η προσφεύγουσα, μόνο που το στηρίζει σε αόριστους και αθεμελίωτους ισχυρισμούς περί ορισμένων δηλώσεων της Επιτροπής), δεν βλέπω γιατί ένα τέτοιο αποτέλεσμα έρχεται σε αντίθεση με τις γενικές αρχές του δικαίου των κυρώσεων.

Εν τω μεταξύ, με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα ζήτησε επίσης, επικουρικώς, τη μείωση του ποσού του προστίμου. Βάσει της εξουσίας πλήρους δικαιοδοσίας, που η δεύτερη φράση του άρθρου 36 της συνθήκης ΕΚΑΧ απονέμει στο Δικαστήριο, επιθυμώ να περατώσω την έκθεση μου, διατυπώνοντας, επίσης, και την άποψη μου όσον αφορά το ύψος του προστίμου.

Στο σημείο αυτό, από τα προηγούμενα προκύπτει καταρχάς ότι κατά την επιβολή του προστίμου, δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ληφθούν υπόψη οι συναλλαγές με την Bergbau. Κατά συνέπεια, το ποσό των υπο-τιμολογήσεων που διαπιστώθηκαν μειώνεται σε 5436,68 DM (για τις συναλλαγές με τη Markmann) + 66683,18 DM (για τις συναλλαγές με τη Schlafhorst) + 9126,46 DM (για τις συναλλαγές με την Claas), δηλαδή, συνολικά σε 81246,31 DM.

Όσον αφορά τη βαρύτητα των παραβάσεων, ένα επιχείρημα υπέρ του συντελεστού που εφήρμοσε η Επιτροπή αποτελεί ασφαλώς το γεγονός ότι, αντίθετα με ό,τι οι έμποροι χάλυβα μπόρεσαν να υποθέσουν, βάσει του ιστορικού της υπόθεσης, της πρακτικής που ακολουθήθηκε για πολλά χρόνια και της νομολογίας σας σχετικά με την απόφαση 30/53, η απόφαση 1836/81 είχε εμφανώς, ευθύς εξυπαρχής, ληφθεί ως σημαντικό μέτρο αντιμετώπισης κρίσεως επί των τιμών. Όπως προκύπτει από τη σχετική αιτιολογική της σκέψη, δεν είχε πλέον καμιά ή σχεδόν καμιά σχέση με τους στόχους στον τομέα της πολιτικής του ανταγωνισμού στους οποίους είχε βασιστεί αρχικά το άρθρο 60 της συνθήκης ΕΚΑΧ. Οι οδηγίες για εσωτερική χρήση, που είναι σχετικές με τα πρόστιμα και των οποίων γίνεται μνεία στην υπόθεση Bettoli για τις παραβάσεις που έγιναν κατά τη σχετική περίοδο, δεν εφαρμόζονταν επίσης στις παραβάσεις της απόφασης 1836/81. Όπως έχω εκθέσει στις προτάσεις μου στην υπόθέση Bertoli της 18ης παρελθόντος Ιανουαρίου, μια αύξηση των προστίμων, που δεν εφαρμόζεται παρά προοδευτικά, κυμαινόμενη από 7,5 ο/ο, αρχικά, έως 25 ο/ο της υπο-τιμολόγησης για τις παραβάσεις που διαπράχθηκαν μετά τις 31 Αυγούστου 1981 (και, το αργότερο, στις 9 Δεκεμβρίου 1982, ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή καθόρισε το ύψος των προστίμων και στην περίπτωση αυτή, επίσης, αντίστοιχα σε 100 και 110% επί των διαπιστούμενων υποτι-μολογήσεων) πρέπει, ως γενικός κανόνας, να θεωρείται επίσης δίκαιος, και μάλιστα, καταρχήν, αναγκαίος σε περίπτωση προφανούς ουσιαστικής παράβασης του άρθρου 60 και των κανόνων εφαρμογής του, και αυτό λόγω του ιστορικού αυτών των διατάξεων. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει όμοιο ιστορικό σκοπού εντελώς διαφορετικού από τις σχετικές διατάξεις, των οποίων οι κανόνες εφαρμογής να είναι, επίσης, εντελώς διαφορετικές. Είναι δυνατή η σκέψη ότι αυτό αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή όμοιων συντελεστών προστίμων, με εκείνους που εφαρμόζονται επίσης από τις 9 Δεκεμβρίου 1982 για τις παραβάσεις της απόφασης 30/53 και με εκείνους που ορίστηκαν επίσης, ύστερα από την εξουσιοδότηση της Επιτροπής της 19ης Ιανουαρίου 1983 (παράρτημα 4 της απάντησης της Επιτροπής στα ερωτήματα του Δικαστηρίου στην υπόθεση Bertoli της 7. 10. 1983), ως γενικοί συντελεστές για τις παραβάσεις των αποφάσεων 30/53 και 1836/81.

Θα ευχόμουν, πάντως, να υποστήριζα μια άλλη πρόταση, και αυτό για δυο λόγους. Πρώτον, η απόφαση 1836/81, όπως προκύπτει απ' τις αιτιολογικές της σκέψεις έχει ληφθεί ως συμπλήρωμα του άρθρου 60 (στην τροποποιημένη του ερμηνεία). Γι' αυτό, ήδη, το λόγο δεν θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, λογικό να επιβληθεί στους εμπόρους χάλυβα πρόστιμο βαρύτερο από εκείνο που προβλεπόταν αρχικά για τους παραγωγούς, για τις διαπραττόμενες κατά το τέταρτο τρίμηνο του 1981 παραβάσεις.Σύμφωνα με τις οδηγίες εσωτερικής χρήσεως, όσον αφορά τα πρόστιμα, οι οποίες ίσχυαν τότε για τους παραγωγούς και είχαν εκδοθεί από την Επιτροπή, εφαρμοζόταν τότε ένας συντελεστής καταρχήν ίσος προς το 25 °/ο των διαπιστουμένων υποτιμολογήσεων με δυνατότητα μείωσης ή αύξησης κατά 40 ο/ο επί του ποσού που είχε έτσι καθοριστεί.

Δεύτερον, φρονώ ότι σκέψεις που έχουν σχέση με τη μεταβατική πολιτική πρέπει, επίσης, να ισχύουν και για τους εμπόρους χάλυβα, έστω και για λόγους εντελώς διαφορετικούς από εκείνους που μπορούσαν να προβληθούν για τους παραγωγούς χάλυβα. Καταρχάς, στην παρούσα διαδικασία απεδείχθη επαρκώς ότι οι έμποροι χάλυβα αντιμετώπιζαν σημαντικά προβλήματα λόγω της εφαρμογής ενός συστήματος που είχε αρχικά σχεδιαστεί για τους παραγωγούς χάλυβα. Ενώ οι παραγωγοί χάλυβα παραδίδουν καταρχήν τα διάφορα είδη χάλυβα σε μια και την αυτή ποιότητα, οι έμποροι χάλυβα πωλούν ουσιαστικά προϊόντα διαφόρων προελεύσεων και ποιοτήτων. Οι εμπορικές συνήθειες είναι επίσης διαφορετικές για τους εμπόρους και διαφορετικές για τους παραγωγούς χάλυβα όπως προέκυψε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, μεταξύ άλλων από συζητήσεις και στοιχεία που κατατέθηκαν όσον αφορά το ζήτημα σε τι βαθμό εφαρμόζονται στο εμπόριο σταθερές τιμές και σε τι βαθμό ρήτρες τιμών οι οποίες εξαρτούν τις τιμές από την ημερομηνία παράδοσης. Από τις σχετικές συζητήσεις αποκόμισα την εντύπωση ότι η Επιτροπή, κατά την έκδοση της γενικής της απόφασης, είχε αντιληφθεί αυτές τις εμπορικές συνήθειες κατά τρόπο ατελή και επιπλέον, μερικώς, ανακριβή. Στη συνέχεια, με την προσαρμοστικότητα που επέδειξε, όσον αφορά την εισαγωγή του νέου συστήματος, η Επιτροπή απέδειξε, ήδη, ότι αντιλήφθηκε, κατά ένας μέρος, προαναφερθείσες δυσχέρειες. Για τους λόγους αυτούς, δεν μου φαίνεται, συνεπώς, λογικό να τιμωρηθούν οι ατέλειες που παρουσιάστηκαν κατά την εφαρμογή του νέου συστήματος εξυπαρχής με μια αυστηρότητα που δεν φαίνεται να δικαιολογείται παρά μόνο ύστερα από την παρέλευση λογικής προθεσμίας προσαρμογής. Τέλος, αν και, όπως εγώ πιστεύω, η Επιτροπή δικαιολογημένα υποστηρίζει ότι η απόφαση πρέπει να ισχύσει επίσης και για τις συναλλαγές που αφορούν την εκτέλεση συμβάσεων-πλαίσιο, αυτό δεν σημαίνει, ότι εφόσον το Δικαστήριο δεν είχε ακόμη αποφανθεί υπέρ της απόψεως της Επιτροπής, καλόπιστα οι έμποροι δεν μπόρεσαν να πιστέψουν ότι η απόφαση δεν αφορούσε αυτές τις συναλλαγές.

Τέλος, για αυτούς τους διαφορετικούς λόγους, μου φαίνεται λογικό, όσον αφορά τις παραβάσεις που πρέπει να θεωρηθούν ως αποδεδειγμένες στην προκειμένη περίπτωση και οι οποίες διαπράχθηκαν κατά το τέταρτο τρίμηνο του 1981, να επιβληθεί συντελεστής 25 ο/ο επί του ποσού των διαπιστωθεισών υποτιμολογήσεων, επαυξημένες κατά 10 ο/ο επί του ποσού που έτσι καθορίζεται. Από τα προηγούμενα έπεται ότι το ποσό του προστίμου πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να μειωθεί σε (0,25x81246,13 DM) = 20211,58 DM + 10 ο/ο, δηλαδή, σε στρογγυλό αριθμό, 22233 DM.

5. Τελικές παρατηρήσεις και πρόταση

5.1.

Πριν περατώσω τις προτάσεις μου, θεωρώ σκόπιμο να κάνω ορισμένες ακόμα παρατηρήσεις γενικού χαρακτήρα.

Βάσει του κειμένου και του αντικειμένου της απόφασης 1836/81/ΕΚΑΧ, καθώς επίσης και βάσει των γενικών αρχών που έχει επίσης υιοθετήσει η νομολογία σας και οι οποίες αφορούν τη σχέση μεταξύ του οικονομικού διοικητικού δικαίου και των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, συμφώνησα με την άποψη της Επιτροπής, κατά την οποία και η απόφαση αυτή και οι απορρέουσες απ'αυτήν υποχρεώσεις της προσφεύγουσας πρέπει να υπερισχύσουν των συμβάσεων-πλαισίου που έχουν συναφθεί ή παραταθεί από την προσφεύγουσα μετά την έναρξη ισχύος της απόφασης και για τις τρεις ομάδες συναλλαγών που κρίθηκαν κατάλληλες. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι το συμπέρασμα αυτό δεν είναι όλως διόλου ικανοποιητικό, από απόψεως αστικού δικαίου, δεδομένου ότι έχει ως αποτέλεσμα ότι η προσφεύγουσα όφειλε να τροποποιήσει μονομερώς, μέσω των τιμοκαταλόγων της, τους συνομολογηθέντες συμβατικώς το Σεπτέμβριο όρους πώλησης αναφορικά με συναλλαγές που έγιναν μετά τη δημοσίευση του τιμοκαταλόγου της (εκτός αν κατά παράβαση του ρητώς διατυπωμένου σκοπού της απόφασης είχε ορίσει τις τιμές που δημοσίευσε σε επίπεδο χαμηλότερο από το επίπεδο των τιμών που ίσχυαν στην αγορά την εποχή εκείνη). Κατά τη γνώμη μου, στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει, παρ' όλα αυτά, να βασιστούμε στις σκέψεις που μου φαίνονται ωσαύτως επιτακτικές και οι οποίες συνηγορούν υπέρ της υπεροχής της απόφασης έναντι των προαναφερθεισών συμβάσεων-πλαισίου. Επιπλέον, η προσφεύγουσα θα ήταν δυνατό να είχε αποφύγει αυτές τις συνέπειες ενσωματώνοντας τους πιο συμφέροντες όρους των συμβάσεων-πλαισίου υπό τη μορφή εκπτώσεων τακτικού πελάτη (δυνατότητα που ανέφερε η Επιτροπή στην υπόθεση Markmann) ή περιοδικών εκπτώσεων σε περίπτωση αγοράς ορισμένων ποσοτήτων. Επομένως, η δυνατότητα χορήγησης τέτοιων εκπτώσεων και το ποσό τους θα έπρεπε, τότε, να αναφέρονται και στον τιμοκατάλογο, βάσει του άρθρου 3, στοιχείο στ) της απόφασης 1836/81.

Δεύτερον, έχω να παρατηρήσω ότι, εν προκειμένω, πρόκειται για μοναδική περίπτωση, δεδομένου ότι η ερμηνεία της απόφασης της Επιτροπής που θα δώσει το Δικαστήριο θα αποτελέσει σημαντικό νομολογιακό προηγούμενο όχι τόσο για τυχόν άλλες προσφυγές ενώπιον σας όσο για τις διοικητικές και δικαστικές αρχές των κρατών μελών. Πράγματι από την 1η Ιανουαρίου 1983, η ουσιαστική εφαρμογή της κανονιστικής ρύ9μισης, έχει ανατεθεί στα κράτη μέλη με τις εθνικές προδιαγραφές εκτέλεσης της σύστασης 1835/81/ΕΚΑΧ (ΕΕ L 184, σ. 9). Ένα τέτοιας αξίας νομολογιακό προηγούμενο θα ισχύει σε μικρότερο βαθμό όσον αφορά τις σκέψεις που 9α διατυπώσει το Δικαστήριο αναφορικά με το συντελεστή του προστίμου. Από τη δικογραφία προέκυψε ότι το Συμβούλιο δεν μπόρεσε να προσχωρήσει στην αρχική πρόταση της Επιτροπής, δηλαδή να ορίσει στη σύσταση και το μέγιστο ύψος του προστίμου, όπως συνέβη στην απόφαση 1836/81/ΕΚΑΧ. Αυτό γίνεται αντιληπτό στο μέτρο που η κύρωση θα πρέπει να προέλθει τουλάχιστον όσον αφορά ορισμένα κράτη μέλη, είτε μέσω ποινικής διώξεως είτε βάσει άλλων κανόνων δικαίου που αφορούν την κύρωση ομοίων παραβάσεων στις εθνικές διατάξεις του οικονομικού διοικητικού δικαίου. Αν ληφθεί, επίσης, υπόψη η νομολογία σας επί παρομοίων προβλημάτων που συνδέονται με την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής, θα προκύψουν αναπόφευκτα διαφορές στις εθνικές πολιτικές περί κυρώσεων. Εντούτοις, οι απόψεις σας, αναφορικά με τη σπουδαιότητα που προσδίδει το δικαστήριο στη βαρύτητα των εν λόγω παραβάσεων, μπορούν επίσης να συντελέσουν στην εναρμόνιση της πολιτικής των κρατών μελών όσον αφορά τις κυρώσεις. Για το λόγο αυτό θα ήθελα να σας συστήσω να διατυπώσετε ρητώς στην απόφαση σας ότι οι συντελεστές προστίμου, που η Επιτροπή εφάρμοσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τις παραβάσεις που διαπράχθηκαν μετά τις 9 Δεκεμβρίου 1982, είναι λογικοί εφόσον καμία ιδιαίτερη περίσταση δεν θα δικαιολογούσε μείωση του προστίμου σε συγκεκριμένη περίπτωση.

5.2.

Περαίνοντας και βάσει των προηγουμένων, προτείνω:

1.

Την ακύρωση του Ιου άρ9ρου της απόφασης της Επιτροπής της 9ης Δεκεμβρίου 1982, με την οποία επιβλή9ηκε στην Eisen und Metall Aktiengesellschaft του Gelsenkirchen πρόστιμο δυνάμει του άρ9ρου 15 της απόφασης 1836/81/ΕΚΑΧ, καθόσον το εν λόγω άρ9ρο αφορά το ποσό των 40332,28 DM, το οποίο αντιπροσωπεύει τις υποτιμολογήσεις σχετικά με τον τιμοκατάλογό της στις συναλλαγές της με την εταιρεία Bergbau AG.

2.

Τη μείωση του ποσού που επιβλήθηκε με το άρ9ρο 2 της προαναφερ9είσας απόφασης από 133736 DM στα 22233 DM.

3.

Την απόρριψη της προσφυγής κατά τα λοιπά.

4.

Κάθε διάδικος να φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα, βάσει του άρ9ρου 69, παράγραφος 3, του κανονισμού διαδικασίας.


( 1 ) Μετάφραση από ra ολλανδικά.