Στηνυπόθεση 159/82,

Angélique Verli-Wallace, αναπληρωτής βοηθός διοικήσεως στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος 1040 Βρυξελλών, Square Ambiorix 30, εκπροσωπούμενη από τον Jean-Noël Louis, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Nicolas Decker, 16, avenue Marie-Thérèse,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον John Forman, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Daniel Jacob, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Oreste Montako, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού COM/B/328 περί ακυρώσεως της αποφάσεως της περί αποδοχής της συμμετοχής της προσφεύγουσας στο διαγωνισμό και, εφόσον είναι αναγκαίο, την ακύρωση της εκ μέρους της Επιτροπής σιωπηρής απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως κατά της παραπάνω αποφάσεως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

συγκείμενο από τους U. Everling, πρόεδρο τμήματος, Υ. Galmot και Κ. Κακούρη, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn

γραμματέας: Η. Α. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Περιστατικά

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας, τα αιτήματα, οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων έχουν συνοπτικώς ως εξής:

Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

1.

Η προσφεύγουσα, Verli-Wallace, αναπληρωτής βοηθός διοικήσεως με βαθμό Β 4 στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τις 25 Φεβρουαρίου 1981, υπέβαλε αίτηση συμμετοχής στο γενικό διαγωνισμό βάσει τίτλων και εξετάσεων για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις βοηθών διοικήσεως (στο βαθμό Β 3 και Β 2) ελληνικής ιθαγένειας (COM/B/328) που προκήρυξε η Επιτροπή το 1981. Στην προκήρυξη του εν λόγω διαγωνισμού αναφερόταν μεταξύ άλλων:

«Αποκλείεται η συμμετοχή στο διαγωνισμό:

α)

των υποψηφίων που έλαβαν δίπλωμα μετά από μακρό κύκλο (3 ετών ή περισσότερο) σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου,

6)

των υποψηφίων που φοιτούν στο τελευταίο έτος μακρού κύκλου (3 ετών ή περισσότερο) σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου.»

Με διαδοχικές αποφάσεις της εξεταστικής επιτροπής, που κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα με επιστολές της 15ης Απριλίου 1981 και 24ης Ιουνίου 1981, αντιστοίχως, έγινε δεκτή η συμμετοχή της τόσο στις γραπτές όσο και στις προφορικές εξετάσεις του διαγωνισμού. Κατά τις προφορικές εξετάσεις, στις 13 Ιουλίου 1981, δήλωσε, απαντώντας σε ερώτηση του προέδρου της εξεταστικής επιτροπής, ότι θα μπορούσε να λάβει πανεπιστημιακό πτυχίο στην Ελλάδα στο τέλος του 1981, εφόσον οι επαγγελματικές της δραστηριότητες της επιτρέψουν να προετοιμαστεί για τις σχετικές εξετάσεις.

Ύστερα από τη συνέντευξη αυτή, ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής πληροφόρησε την προσφεύγουσα, στις 28 Αυγούστου 1981, ότι, όπως διαπίστωσε η εξεταστική επιτροπή, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό και ότι, επομένως, έπρεπε να ακυρωθεί η αποδοχή της συμμετοχής της. Το περιεχόμενο της εν λόγω συνεντεύξεως επι6ε6αιώ9ηκε με επιστολή της 7ης Σεπτεμβρίου 1981, του προϊσταμένου του τμήματος προσλήψεων της Επιτροπής, η οποία επιστολή περιελάμβανε το ακόλουθο χωρίο:

«Όταν η εξεταστική επιτροπή, κατά τη διάρκεια των προφορικών εξετάσεων του διαγωνισμού στις οποίες κληθήκατε να λάβετε μέρος, έμαθε ότι υπάρχει πιθανότητα να τελειώσετε τις σπουδές σας τον Οκτώβριο του 1981 και να λάβετε έτσι πανεπιστημιακό πτυχίο, έκρινε ότι δεν μπορούσατε να μετάσχετε στον εν λόγω διαγωνισμό. Συγκεκριμένα, η προκήρυξη του διαγωνισμού που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα C 24 της 4ης Φεβρουαρίου 1981 ανέφερε υπό στοιχείο III, 2.6 ότι οι υποψήφιοι που φοιτούν στο τελευταίο έτος ενός μακρού κύκλου σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου δεν μπορούν να μετάσχουν στο διαγωνισμό. Κατά συνέπεια, η εξεταστική επιτροπή ακύρωσε τη συμμετοχή σας στον εν λόγω διαγωνισμό.»

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η προσφεύγουσα παρακολούθησε με επιτυχία τα τρία πρώτα έτη σπουδών στη Νομική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αθήνας και γράφτηκε στο τέταρτο και τελευταίο έτος, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1974-1975. Από τότε έλαβε μέρος σε εξετάσεις διαφόρων εξεταστικών περιόδων μεταξύ 1975 και 1981, χωρίς πάντως να λάβει το πτυχίο, για το οποίο πρέπει να επιτύχει ακόμα σε ορισμένες συμπληρωματικές εξετάσεις.

Οι νομικές σπουδές στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας έχουν διαρθρωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, στο τέλος του τετάρτου έτους — αντίθετα με το πρώτο, δεύτερο και τρίτο έτος — οι φοιτητές δεν υποβάλλονται σε γραπτές εξετάσεις στα μαθήματα που διδάχτηκαν κατά τη διάρκεια του έτους αυτού, αλλά μπορούν, αυτομάτως και χωρίς να χρειάζεται να ανανεώσουν την εγγραφή τους, να λάβουν μέρος στις προφορικές εξετάσεις, σε όσες εξεταστικές περιόδους επιθυμούν, οι οποίες εξετάσεις καλύπτουν όλα τα μαθήματα που διδάσκονται κατά τα τέσσερα έτη των σπουδών.

2.

Στις 27 Οκτωβρίου 1981, η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής, με την οποία ακυρώθηκε η συμμετοχή της στο διαγωνισμό. Αφού δεν έλαβε απάντηση εντός της τασσομένης προθεσμίας, άσκησε την παρούσα προσφυγή η οποία πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Μαΐου 1982.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

κυρίως

να κρίνει άκυρη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού COM/B/328 περί ακυρώσεως της ίδιας της της αποφάσεως περί αποδοχής της συμμετοχής της προσφεύγουσας στον εν λόγω διαγωνισμό, αφού η τελευταία έλαβε μέρος στις γραπτές και τις προφορικές εξετάσεις·

να κρίνει ότι η προσφεύγουσα πρέπει να εγγραφεί στον πίνακα επιτυχόντων που κατάρτισε η εξεταστική επιτροπή, διότι πέτυχε και στη γραπτή και στην προφορική εξέταση του διαγωνισμού·

2.

επικουρικώς

να κρίνει άκυρη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα την εκ μέρους της Επιτροπής ρητή απόρριψη της διοικητικής της ενστάσεως·

3.

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

1. Ως προς το παραδεκτό

Η Επιτροπή δέχεται ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή, εφόσον στρέφεται κατά της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής περί ακυρώσεως της συμμετοχής της προσφεύγουσας στο διαγωνισμό. Αμφισβητεί όμως το παραδεκτό της καθόσον στρέφεται κατά της σιωπηρής αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή απέρριψε τη διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η απορριπτική απόφαση, που έχει απλώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα, δεν υπόκειται σε προσφυγή.

Η προσφεύγουσα, αντιθέτως, δέχεται μεν ότι η σιωπηρή απόρριψη της διοικητικής της ενστάσεως απλώς επιβεβαιώνει την επίδικη απόφαση της εξεταστικής επιτροπής ισχυρίζεται όμως ότι στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση τόσο της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής όσο και της πράξεως της Επιτροπής η οποία επιβεβαιώνει την απόφαση αυτή. Το τελευταίο αυτό αίτημα είνα παραδεκτό ως παρεπόμενο του κυρίου αιτήματος.

2. Επί της ουσίας

α) Προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, των κεκτημένων δικαιωμάτων και των αρχών του διοικητικού δικαίου

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ex tunc ανάκληση της αρχικής αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής περί αποδοχής της συμμετοχής της στο διαγωνισμό προσβάλλει τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και των κεκτημένων δικαιωμάτων. Σχετικώς, λαμβάνει ως αφετηρία την άποψη ότι η απόφαση περί αποδοχής της συμμετοχής της ήταν νόμιμη, αλλά θεωρεί ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η εν λόγω απόφαση ήταν παράνομη, η ανάκληση της αντιβαίνει στις γενικές αρχές του δικαίου.

Ειδικότερα, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι η απόφαση της εξεταστικής επιτροπής περί αποδοχής της συμμετοχής της στο διαγωνισμό ελήφθη σύμφωνα με τους όρους που έθεσε η προκήρυξη του διαγωνισμού. Εν προκειμένω είναι σχετική η απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1961 (SNUPAT, 42 και 49/59, Recueil σ. 101), σύμφωνα με την οποία «η αναδρομική ανάκληση νόμιμης πράξης που παρέσχε υποκειμενικά δικαιώματα ή παρόμοια πλεονεκτήματα (είναι) αντίθετη προς τις γενικές αρχές του δικαίου». Η ανάκληση θα ήταν επίσης παράνομη, ακόμα και αν — quod non — η αρχική απόφαση της εξεταστικής επιτροπής ήταν αντικανονική. Σχετικώς, το Δικαστήριο έχει δεχτεί (απόφαση της 12. 7. 1957, Algera, 7/56 και 3 ώς 7/57, Recueil σ. 81), αναγνωρίζοντας μεν το καταρχήν ανακλητό των παρανόμων πράξεων, ότι η αδικαιολόγητα καθυστερημένη ανάκληση μπορεί να συνιστά κατάχρηση εξουσίας.

Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα συμπλήρωσε καλόπιστα την αίτηση συμμετοχής στο διαγωνισμό, πλήρως και σαφώς, έτσι ώστε η εξεταστική επιτροπή μπορούσε, με την ανάγνωση της αιτήσεως αυτής, να γνωρίζει την πανεπιστημιακή κατάρτιση της προσφεύγουσας και να αποφασίσει αμέσως για το αν μπορούσε ή όχι να μετάσχει στο διαγωνισμό. Εν πάση περιπτώσει, η συμμετοχή της δεν μπορούσε πλέον να ακυρωθεί, αφού η προσφεύγουσα είχε προετοιμαστεί και είχε λάβει μέρος και μάλιστα επιτυχώς, σ' όλες τις εξετάσεις του διαγωνισμού και γραπτές και προφορικές. Επιπλέον, η εξεταστική επιτροπή δεν έχει δικαίωμα να «ακυρώσει» την ίδια της την πράξη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, την ακύρωση απαγγέλλει διαφορετική αρχή και όχι εκείνη που εξέδωσε την πράξη.

Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι κακώς έγινε δεκτή η συμμετοχή της προσφεύγουσας στο διαγωνισμό, αντίθετα προς τους όρους της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Επομένως, η αρχική απόφαση της εξεταστικής επιτροπής ήταν αντικανονική και, επομένως, δεν γεννά ούτε κεκτημένα δικαιώματα ούτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, ικανή να εμποδίσει την ανάκληση της. Η Επιτροπή προσθέτει επικουρικά ότι, και αν ακόμη υποτεθεί ότι η αρχική απόφαση περί αποδοχής της συμμετοχής της προσφεύγουσας παρέσχε στην ενδιαφερόμενη υποκειμενικά δικαιώματα, η ανάκληση της ήταν νόμιμη, δεδομένου ότι έγινε εντός ευλόγου προθεσμίας κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας, ότι δηλαδή η αρχή δεν μπορεί να ανακαλέσει μια αντικανονική πράξη που εξέδωσε, η Επιτροπή προβάλλει ότι, σύμφωνα με την αρχή της ανεξαρτησίας της εξεταστικής επιτροπής, η τελευταία έχει το δικαίωμα να τροποποιήσει την απόφαση της. Το γεγονός ότι στην επιστολή της διοικήσεως της 7ης Σεπτεμβρίου 1981 χρησιμοποιείται ο όρος «ακύρωση» και όχι «ανάκληση» δεν ασκεί επιρροή, ενόψει της νομολογίας του Δικαστηρίου, το οποίο θεωρεί πάντα ότι δεν δεσμεύεται από την ονομασία της πράξεως ή από την εξωτερική της μορφή.

β) Εσφαλμένη εκτίμηση της από πλευράς πανεπιστημιακών σπουδών καταστάσεως της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουοα υποστηρίζει σχετικώς ότι δεν ήταν πλέον εγγεγραμμένη σε πανεπιστημιακή σχολή από το 1975 και επομένως δεν φοιτούσε στο τελευταίο έτος μακρού κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως της συμμετοχής στο διαγωνισμό. Ναι μεν έλαβε μέρος στις εξετάσεις σε διάφορες εξεταστικές περιόδους μεταξύ 1975 και 1981, οι δε πανεπιστημιακές αρχές της αναγνωρίζουν πάντα το δικαίωμα να συνεχίσει τις εξετάσεις προς απόκτηση σχετικού πτυχίου, εντούτοις όμως της είναι ουσιαστικά αδύνατο, μετά την ανάληψη των καθηκόντων της στην Επιτροπή το Φεβρουάριο του 1981, να λάβει μέρος στις εν λόγω εξετάσεις. Η προκήρυξη του διαγωνισμού δεν είχε σκοπό να εξαιρέσει τους φοιτητές που δεν είχαν πρόθεση να λάβουν μέρος στις εξετάσεις ή που δεν μπορούσαν να τις υποστούν επιτυχώς.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η ερμηνεία που δίνει η προσφεύγουσα απηχεί κακή εκτίμηση του γράμματος και του πνεύματος της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα διατηρεί το δικαίωμα να συμπληρώσει τις σπουδές της, χωρίς να χρειάζεται να ανανεώσει την εγγραφή της και ότι πράγματι έχει παρουσιαστεί στις εξετάσεις σε πολλές εξεταστικές περιόδους, αποδεικνύει επαρκώς ότι βρίσκεται πάντα στο τελευταίο έτος σπουδών. Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το ζήτημα δεν είναι ποιες πιθανότητες έχει να αποκτήσει κάποιο δίπλωμα. Εξάλλου, η προσφεύγουσα γράφτηκε και πάλι για συμμετοχή στις εξετάσεις μετά την προφορική δοκιμασία του επίδικου διαγωνισμού.

Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή εκθέτει την πολιτική που ακολουθεί όσον αφορά τις προσλήψεις η οποία συνίσταται στην πρόσληψη κατηγορίας Β υπαλλήλων, που δεν έχουν αποκτήσει πανεπιστημιακό δίπλωμα, αλλ'ούτε και μπορούν να το αποκτήσουν σε μικρό χρονικό διάστημα. Η πολιτική αυτή έχει ως σκοπό, αφενός, να εμποδίσει τη μείωση των πιθανοτήτων επιτυχίας των υποψηφίων οι οποίοι έχουν αποκτήσει μόνο δίπλωμα σπουδών μέσης εκπαιδεύσεως και, αφετέρου, να αποφευχθούν τα προβλήματα όσον αφορά τις προοπτικές σταδιοδρομήσεως των υπαλλήλων «που έχουν περισσότερα προσόντα από όσα χρειάζεται».

γ) Εσφαλμένη εκτίμηση των αντικειμενικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό

Η προσφεύγουσα παρατηρεί σχετικώς ότι είχε εγγραφεί παλαιότερα στον πίνακα επιτυχόντων ενός άλλου διαγωνισμού, η προκήρυξη του οποίου περιείχε τους ίδιους όρους συμμετοχής όπως και ο επίδικος διαγωνισμός, όσον αφορά την πανεπιστημιακή εκπαίδευση των υποψηφίων. Το Δικαστήριο, με την απόφαση της 5ης Απριλίου 1979 (Kobor, 112/78, Recueil σ. 1573), δέχτηκε ότι «οι αντικειμενικές προϋποθέσεις συμμετοχής στις εξετάσεις, που διατυπώνονται κατά τρόπο πανομοιότυπο δεν επιτρέπεται να ερμηνεύονται διαφορετικά από τον ένα διαγωνισμό στον άλλο ... εκτός αν η αιτιολόγηση της αποφάσεως δικαιολογεί σαφώς αυτή τη διαφορετική εκτίμηση». Εν προκειμένω, από την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως της Επιτροπής δεν προκύπτει ο λόγος για τον οποίο η περίπτωση της προσφεύγουσας εκτιμήθηκε διαφορετικά από ό,τι στο πλαίσιο του προηγούμενου διαγωνισμού.

Η φιλελεύθερη ερμηνεία των αντικειμενικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό επιβάλλεται ακόμα περισσότερο, καθόσον η πολιτική της Επιτροπής ως προς τις προσλήψεις είναι ασυνεπής. Συγκεκριμένα, η προκήρυξη ενός μεταγενέστερου διαγωνισμού που διοργάνωσε η Επιτροπή για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα μελλοντικών προσλήψεων αναπληρωτών βοηθών διοικήσεως δεν απέκλεισε τους υποψήφιους που είναι κάτοχοι πανεπιστημιακού διπλώματος ή βρίσκονται στο τελευταίο έτος ενός μακρού κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών.

Η Επιτροπή αμφισβητεί πρώτον ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι είχε γίνει δεκτή η συμμετοχή της σε προηγούμενο διαγωνισμό αποτελεί λόγο ακυρώσεως, διότι δεν θεμελιώνεται στην παράβαση κανονιστικής διατάξεως ή γενικής αρχής του δικαίου. Σχετικώς αναφέρει ότι οι εξεταστικές επιτροπές αποφαίνονται τελείως ανεξάρτητα και δεν δεσμεύονται ούτε από εντολή της ΑΔΑ ούτε από τη γνώμη άλλης εξεταστικής επιτροπής.

Εξάλλου, το επιχείρημα που συνίσταται στο ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι ανεπαρκής πρέπει να αποκλειστεί της συζητήσεως, δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, δεδομένου ότι προβλήθηκε για πρώτη φορά με την απάντηση. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό στερείται ερείσματος, διότι ο λόγος για τον οποίο αποκλείστηκε η προσφεύγουσα από το διαγωνισμό προκύπτει σαφώς από την επιστολή της διοικήσεως της 7ης Σεπτεμβρίου 1981, η οποία επίσης δικαιολογεί τη διαφορά εκτιμήσεως σε σχέση με την εκτίμηση της εξεταστικής επιτροπής του προηγούμενου διαγωνισμού.

3. Όσον αφορά τα αιτήματα της προσφυγής

Η Επιτροπή προβάλλει σχετικώς ότι το αίτημα «να κριθεί ότι η προσφεύγουσα πρέπει να εγγραφεί στον πίνακα επιτυχόντων που κατάρτισε η εξεταστική επιτροπή, διότι πέτυχε και στη γραπτή και στην προφορική εξέταση του διαγωνισμού» πρέπει να απορριφθεί, ακόμη και αν η προσφυγή θεωρηθεί βάσιμη. Δυνάμει του άρθρου 176 της συνθήκης, το Δικαστήριο δεν μπορεί να δίνει εντολές στις κοινοτικές αρχές, αλλά το ενδιαφερόμενο όργανο οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Εν προκειμένω, σε περίπτωση ακυρώσεως της επίδικης απόφασης, η εξεταστική επιτροπή οφείλει να εξετάσει εκ νέου την περίπτωση, να υπολογίσει τους βαθμούς της προσφεύγουσας και να αποφασίσει, ανάλογα με τα σχετικά αποτελέσματα, αν πρέπει να εγγραφεί η προσφεύγουσα στον πίνακα επιτυχόντων.

Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι περιορίστηκε να ζητήσει από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ορισμένα πραγματικά περιστατικά. Πράγματι, στην Επιτροπή εναπόκειται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται ενδεχομένως η εκτέλεση της αποφάσεως.

IV — Προφορική διαδικασία

Η προσφεύγουσα, εκπροσωπούμενη από τον Jean-Nöel Louis, δικηγόρο Βρυξελλών και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Daniel Jacob, δικηγόρο Βρυξελλών, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 1983.

Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά την ίδια συνεδρίαση.

Σκεπτικό

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Μαΐου 1982, η Verli-Wallace, αναπληρωτής βοηθός διοικήσεως με βαθμό Β 4 στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από το Φεβρουάριο του 1981, άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού COM/B/328 με την οποία η εν λόγω επιτροπή ανακάλεσε την απόφαση της περί αποδοχής της συμμετοχής της προσφεύγουσας στο διαγωνισμό και, αφετέρου, την εγγραφή στον πίνακα επιτυχόντων του εν λόγω διαγωνισμού.

2

Η προκήρυξη του διαγωνισμού αυτού, τον οποίο διοργάνωσε η Επιτροπή για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις βοηθών διοικήσεως (Β 3/Β 2) ελληνικής ιθαγένειας ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι αποκλειόταν η συμμετοχή των υποψηφίων οι οποίοι, είτε είναι κάτοχοι διπλώματος που απέκτησαν μετά από μακρύ κύκλο (τριών ετών ή περισσότερο) πανεπιστημιακών σπουδών είτε βρίσκονται στο τελευταίο έτος ενός τέτοιου κύκλου σπουδών.

3

Η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού αρχικά δέχτηκε τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στο διαγωνισμό και η τελευταία έλαβε πράγματι μέρος σε όλες τις εξετάσεις του διαγωνισμού. Στη συνέχεια όμως, η απόφαση που την έκανε δεκτή στις εξετάσεις ανακλήθηκε, διότι κατά τη διάρκεια των προφορικών εξετάσεων, στις 13 Ιουλίου 1981, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι μπορούσε, τουλάχιστον θεωρητικά, να αποκτήσει πανεπιστημιακό δίπλωμα κατά το τέλος του έτους και διότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η εξεταστική επιτροπή έκρινε ότι βρισκόταν στο τελευταίο έτος ενός μακρού κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών κατά την έννοια της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

4

Στις 27 Οκτωβρίου 1981, η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως κατά της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής με την οποία ακυρώθηκε η συμμετοχή της στο διαγωνισμό. Δεδομένου ότι δεν έλαβε απάντηση εντός της τασσόμενης προθεσμίας, άσκησε την παρούσα προσφυγή.

5

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η προσφεύγουσα παρακολούθησε με επιτυχία, από το 1968, τα τρία πρώτα έτη νομικών σπουδών στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και είχε εγγραφεί στο τέταρτο και τελευταίο έτος, το 1974/75. Από τότε έλαβε μέρος σε εξετάσεις πολλών εξεταστικών περιόδων, χωρίς, ωστόσο, να είναι εγγεγραμμένη στη σχολή. Πάντως, για να λάβει το σχετικό δίπλωμα, πρέπει ακόμα να επιτύχει στις εξετάσεις σε τρία κύρια μαθήματα.

6

Για να στηρίξει την προσφυγή της η προσφεύγουσα προβάλλει ότι δεν βρισκόταν στο τελευταίο έτος ενός κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών κατά την έννοια της προκηρύξεως του διαγωνισμού, δεδομένου ότι της ήταν πρακτικά αδύνατο, μετά την ανάληψη των καθηκόντων της στην Επιτροπή, το Φεβρουάριο 1981, να παρουσιαστεί στις τελικές εξετάσεις. Επομένως, η αρχική απόφαση της εξεταστικής επιτροπής που τη δέχτηκε στο διαγωνισμό υπήρξε νόμιμη και επομένως δεν μπορούσε να ανακληθεί.

7

Η Επιτροπή υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι κακώς έγινε δεκτή η προσφεύγουσα στο διαγωνισμό, αντίθετα προς τους όρους της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Η πλημμελής απόφαση δεν γεννά κεκτημένα δικαιώματα ούτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, που να κωλύει την ανάκληση της.

8

Όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 22ας Μαρτίου 1961 (SNUPAT, 42 και 49/59, Recueil σ. 101), η αναδρομική ανάκληση νόμιμης πράξης, που παρέσχε δικαιώματα ή παρόμοια πλεονεκτήματα, αντιβαίνει στις γενικές αρχές του δικαίου.

9

Εν προκειμένω, η αρχική αποδοχή της συμμετοχής της προσφεύγουσας στον επίδικο διαγωνισμό της παρέσχε το δικαίωμα να μετάσχει στις εξετάσεις του διαγωνισμού αυτού, να βαθμολογηθεί αναλόγως των αποτελεσμάτων και να εγγραφεί, σε περίπτωση επιτυχίας, στον πίνακα επιτυχόντων.

10

Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης αυτής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αποδοχή της συμμετοχής στο διαγωνισμό υπήρξε νόμιμη. Η εξεταστική επιτροπή καλώς θεώρησε ότι η προσφεύγουσα δεν βρισκόταν στο τελευταίο έτος ενός μακρού κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών, κατά την έννοια της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Πράγματι, μολονότι οι πανεπιστημιακές αρχές της αναγνωρίζουν πάντα το δικαίωμα να παρουσιαστεί στις τελικές εξετάσεις χωρίς να χρειάζεται να ανανεώσει την εγγραφή της στη σχολή, εντούτοις η δυνατότητα αυτή είναι καθαρά θεωρητική, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως της προσφεύγουσας, η οποία, όπως γνώριζε η εξεταστική επιτροπή, είχε αναλάβει, λίγο χρόνο πριν, υπηρεσία στην Επιτροπή και λόγω της εργασίας αυτής δεν είχε στην πραγματικότητα την ευχέρεια να τελειώσει τις σπουδές της και να αποκτήσει πανεπιστημιακό δίπλωμα σε μικρό χρονικό διάστημα.

11

Επομένως, η αρχική αποδοχή της συμμετοχής της προσφεύγουσας στο διαγωνισμό δεν μπορούσε να ανακληθεί, η δε προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

12

Δεδομένου ότι η Επιτροπή οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του αιτήματος περί εγγραφής της προσφεύγουσας στον πίνακα επιτυχόντων.

Επί των δικαστικών εξόδων

13

Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττώμενος διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθη, καθόσον αφορά τους ουσιωδέστερους ισχυρισμούς της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Διά ταύτα

TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

κρίνει και αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού COM/B/328 περί ανακλήσεως της αποδοχής της συμμετοχής της προσφεύγουσας στις εξετάσεις του εν λόγω διαγωνισμού.

 

2)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

 

3)

Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 

Everling

Galmot

Κακοόρης

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Σεπτεμβρίου 1983.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

U. Everling