Στην υπόθεση 107/82,

Allgemeine Elektricitäts-Gesellschapt AEG-Telepunken AG, Φραγκφούρτη επί του Μάιν, εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Martin Hirsch και Fritz Oesterle του δικηγορικού γραφείου Gleiss, Lutz, Hootz, Hirsch και συνεργάτες, Στουτγάρδη, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 34 Β, rue Philippe-II,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους Christoph Bail και Götz zur Hausen, μέλη της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Oreste Montako, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της απόφασης 82/267/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιανουαρίου 1982, που αναφέρεται σε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ (IV/28.748 — AEG-Telefunken EE L 117, σ 15)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους J. Menens de Wilmars, πρόεδρο, Τ. Koopmans, Κ. Bahlmann, και Y. Galmot, προέδρους τμήματος, P. Pescatore, Mackenzie Stuart, Α. Ο' Keeffe, G. Bosco και O. Due, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Reischl

γραμματέας: Ρ. Heim

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Περιστατικά

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Ο όμιλος εηιχειρήοεων AEG- Telefunken

Η Allgemeine Elektricitäts-Gesellschaft AEG-Telefunken (στο εξής: AEG), ανώνυμη εταιρία του γερμανικού δικαίου με έδρα τη Φραγκφούρτη επί του Μάιν, ασχολείται μεταξύ άλλων με την ανάπτυξη, κατασκευή και διανομή ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας (δεκτών τηλεοράσεως, ραδιοφώνων, μαγνητοφώνων, ηλεκτροφώνων και οπτικοακουστικών συσκευών).

Από την 1η Ιανουαρίου 1970 τον τομέα αυτό έχει αναλάβει η Telefunken Fernseh-und Rundfunk GmbH (στο εξής: TFR), θυγατρική εταιρία της AEG, η οποία αποτελεί από την 1η Ιουνίου 1979 ανεξάρτητο επιχειρηματικό κλάδο της AEG. Η TFR κατασκευάζει και διανέμει τα ανωτέρω προϊόντα. Για τη διανομή χρησιμοποιεί το σύστημα διανομής της AEG, δηλαδή στη Γερμανία τα γραφεία πωλήσεων AEG ή τα υποκαταστήματα της, στα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας τις θυγατρικές εταιρίες της AEG που είναι επιφορτισμένες με τη διανομή των προϊόντων, δηλαδή στη Γαλλία την AEG-Telefunken France SA, με έδρα το Clichy (στο εξής: ATF) και στο Βέλγιο την AEG-Telefunken SA Belge, με έδρα τις Βρυξέλλες (στο εξής: ATBG).

Τα εν λόγω γραφεία πωλήσεων υπάγονται στην TFR και λαμβάνουν απ' αυτή οδηγίες. Προμηθεύουν εμπόρους χονδρικής πωλήσεως και μερικές φορές και εμπόρους λιανικής πωλήσεως, εφόσον πρόκειται για σημαντικούς εμπόρους λιανικής πωλήσεως, των οποίων ο κύκλος των εργασιών είναι παρεμφερής προς τον κύκλο εργασιών των εμπόρων χονδρικής πωλήσεως.

2. Το ούατημα επιλεκτικής όιανομής ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας της AEG-Telefimken

Για τη διανομή στην κοινή αγορά του «προγράμματος 5 αστέρων», το οποίο περιλαμβάνει ένα μέρος των προϊόντων που έχει αναλάβει η TFR, η AEG κοινοποίησε στις 6 Νοεμβρίου 1973 στην Επιτροπή το «σύστημα επιλεκτικής διανομής για τα προϊόντα μάρκας Telefunken» (Vertriebsbindung für Telefunken-Markenwaren, «EG-Vcrpflichtungsschein». Το σύστημα διανομής αυτό έχει ως νομική βάση πρότυπα συμβάσεων με μεταπωλητές οι οποίοι επιλέγονται κατά τις διάφορες φάσεις της διανομής. Μέχρι το τέλος του 1978, τη σύναψη των συμβάσεων επιλεκτικής διανομής με τους μεταπωλητές είχε αναλάβει η AEG , η οποία ενεργούσε ταυτόχρονα και για λογαριασμό της TFR. Στα νέα πρότυπα συμβάσεων που ισχύουν πλέον, αντισυμβαλλόμενη είναι η AEG-Telefunken Konsumgüter Aktiengesellschaft Frankfurt am Main, η οποία ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό της AEG και συγχρόνως και της TFR.

Το 1981η AEG εισήγαγε στη Γερμανία νέο σύστημα διανομής, το οποίο βασίζεται στις «συμβάσεις συνεργασίας»· στα λοιπά κράτη μέλη εξακολουθούν πάντως να υφίστανται οι προηγούμενες συμβάσεις επιλεκτικής διανομής.

Σύμφωνα με τη σύμβαση επιλεκτικής διανομής ως έμποροι χονδρικής πωλήσεως επιλέγονται οι έμποροι που αγοράζουν τακτικά για λογαριασμό τους τα καλυπτόμενα από τη σύμβαση προϊόντα και τα μεταπωλούν σε εμπόρους λιανικής πωλήσεως οι οποίοι υποχρεούνται να ασκούν αυστηρό έλεγχο επί των αριθμών των προϊόντων και να μην παραβαίνουν τις διατάξεις περί ανταγωνισμού. Ως έμποροι λιανικής πωλήσεως επιλέγονται οι έμποροι που ανταποκρίνονται στις αντικειμενικές προϋποθέσεις σχετικά με τα επαγγελματικά τους προσόντα, διαθέτουν εξειδικευμένο προσωπικό και τις κατάλληλες τεχνικές εγκαταστάσεις για την πώληση ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας και αναλαμβάνουν επίσης την υποχρέωση να ασκούν αυστηρό έλεγχο των αριθμών των προϊόντων και να μη διαθέτουν τα καλυπτόμενα από τη σύμβαση προϊόντα σε εμπόρους οι οποίοι δεν υπάγονται στο σύστημα επιλεκτικής διανομής. Κατά την κοινοποίηση του συστήματος επιλεκτικής διανομής στην Επιτροπή, η ÁEG επισήμανε ότι το σύστημα αυτό ήταν ανοικτό σε κάθε ειδικευμένο έμπορο που πληρούσε τους όρους του προτύπου της συμβάσεως.

Με έγγραφο της 17ης Μαΐου 1976 ο γενικός διευθυντής ανταγωνισμού γνωστοποίησε στην AEG ότι δεν είχε αντιρρήσεις, βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ, για το κοινοποιηθέν την 16η Μαρτίου 1976 κείμενο της σύμβασης επιλεκτικής διανομής για τα προϊόντα μάρκας Telefunken.

3. Η οιαοικαοία 6άοει του άρθρου 9, παράγραφος 3, τον κανονισμού 17

Με την πάροδο των ετών, δημιουργήθηκε στην Επιτροπή η πεποίθηση ότι η εφαρμογή στην πράξη του συστήματος επιλεκτικής διανομής από την AEG δεν ανταποκρινόταν στο κοινοποιηθέν πρότυπο.

Με απόφαση της 29ης Μαΐου 1980 κίνησε συνεπώς τη διαδικασία του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 17.

Μετά από ακρόαση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού 17 σε συνδυασμό με τον κανονισμό 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, και αφού η συμβουλευτική επιτροπή επί συμπράξεων Kat δεσποζουσών θέσεων εξέφερε τη γνώμη της στις 28 Οκτωβρίου 1981 σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού 17, η Επιτροπή εξέδωσε στις 6 Ιανουαρίου 1982 την απόφαση 82/267/ΕΟΚ, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

4. Η απόφαση της Επιτροπής της 6ης Ιανουαρίου 1982

Η απόφαση 82/267/ΕΟΚ βασίζεται στο συλλογισμό ότι η AEG ευθύς εξαρχής είχε την πρόθεση να εφαρμόσει το σύστημα επιλεκτικής διανομής για να πραγματοποιήσει σκοπούς ασυμβίβαστους με τους κοινοτικούς κανόνες περί ανταγωνισμού, όπως ο καταρχήν αποκλεισμός ορισμένων μορφών εμπορίας και η διατήρηση ορισμένων τιμών.

Σύμφωνα με την απόφαση, οι σκοποί αυτοί πραγματοποιήθηκαν με την εφαρμογή στην πράξη του συστήματος επιλεκτικής διανομής, και μάλιστα τόσο μέσω των διακρίσεων σε βάρος ορισμένων εμπόρων, όσο και μέσω του άμεσου ή έμμεσου επηρεασμού των τιμών πωλήσεως των εμπόρων.

Στην απόφαση αναφέρεται ότι η καταχρηστική αυτή εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής έγινε στη Γερμανία, στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Για κάθε μία από αυτές τις χώρες έχουν προσκομιστεί αφενός μεν έγγραφα από τα οποία συνάγεται, σύμφωνα με την Επιτροπή, η ύπαρξη μιας γενικής πολιτικής διανομής και τιμών, αφετέρου δε έγγραφα σχετικά με συγκεκριμένες περιπτώσεις, στις οποίες η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε στην πράξη.

Με την απόφαση της η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η AEG, εφαρμόζοντας στην πράξη το σύστημα επιλεκτικής διανομής, παρέβη το άρθρο 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ, καλεί την AEG να θέσει τέρμα αμέσως στη διαπιστωθείσα παράβαση και της επιβάλλει πρόστιμο ενός εκατομμυρίου ECU.

5. Η έγγραφη διαδικασία ενώπιον νου Δικαστηρίου

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Μαρτίου 1982, η AEG άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της Επιτροπής.

Με δικόγραφο που κατέθεσε την ίδια μέρα, η AEG ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 192, παράγραφος 3, της συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 89 σε συνδυασμό με τα άρθρα 83 και επ. επί του κανονισμού διαδικασίας, την αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως χωρίς να συστήσει ασφάλεια.

Στις 6 Μαΐου 1982 ο πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε την αναστολή της εκτελέσεως του άρθρου 3 της αποφάσεως της Επιτροπής, της 6ης Ιανουαρίου 1982 (που αφορά την πληρωμή του προστίμου) υπό τον όρο ότι θα διατηρούνταν εγγύηση που είχε συσταθεί από την AEG στις 17 Μαρτίου 1982 υπέρ της Επιτροπής.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Ζήτησε όμως από τους διαδίκους να παράσχουν ορισμένες διευκρινίσεις και κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα που είχε στην κατοχή της.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Η προοφεύγουοαζητεί από το Δικαστήριο:

1)

να κηρύξει άκυρη την απόφαση της Επιτροπής, της 6ης Ιανουαρίου 1982 (IV /28.748 — AEG-Telefunken),

2)

να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

Η κααήςζψεί:

1)

την απόρριψη της προσφυγής,

2)

να καταδικαστεί η προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων.

III — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

Α — Αντιρρήσεις νης επιχειρήσεως AEG κατά του τρόπου διεξαγωγής εκ μέρους της Επιτροπής του εΑεγχου που προολέπεται από τον κανονισμό 17

Η AEG προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν αποσαφήνισε επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά, ότι δεν ερμήνευσε ούτε αντικειμενικά ούτε όλα τα δεδομένα της αγοράς, ότι επέλεξε και χρησιμοποίησε βάσει αυθαίρετων κριτηρίων τα έγγραφα που είχε στη διάθεση της, ότι δεν ανέφερε στην απόφαση της τα αποτελέσματα άλλων ελέγχων που διεξήχθησαν στο παρελθόν σχετικά με το σύστημα επιλεκτικής διανομής της προσφεύγουσας και ότι παραβίασε την αρχή του δικαιώματος ακροάσεως.

Η Επιτροπή αντικρούει όλες αυτές τις κατηγορίες.

1. Ανεπαρκής αποσαφήνιση των πραγματικών περιστατικών

Η AEG ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε κανένα από τα πραγματικά περιστατικά που είναι δυνατό να δώσουν μια εικόνα της εφαρμογής στην πράξη του συστήματος επιλεκτικής διανομής σε κοινοτικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή περιορίστηκε, κατά τους ελέγχους της 26ης και 27ης Ιουνίου 1979 που διεξήγαγε στην TFR, στην ATBG, καθώς και στην ATF, να προβεί σε κατάσχεση περίπου 500 εγγράφων τα οποία είχαν κατά κάποιο τρόπο σχέση με προβληματικές περιπτώσεις του συστήματος επιλεκτικής διανομής. Η Επιτροπή νομίζει ότι μπορεί να αποδείξει τις κατηγορίες της στηριζόμενη σε μεμονωμένα, αποχωρισμένα από το κείμενο στο οποίο ανήκουν, αποσπάσματα από 40 έγγραφα που και αυτά δεν έχουν μεταξύ τους καμία λογική σχέση.

Η Επιτροπή αντικρούει την κατηγορία αυτή ως τελείως αβάσιμη. Η εκτεταμένη έρευνα που διεξήχθη από τον Ιούνιο του 1979 σχετικά με τα εφαρμοζόμενα από πέντε μεγάλες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, συστήματα επιλεκτικής διανομής στον τομέα των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας, αποδεικνύει ότι τα προβλήματα που αφορούν την εφαρμογή των συστημάτων αυτών στην κοινή αγορά εξετάστηκαν με μεγάλη προσοχή. Όσον αφορά ιδίως τους ελέγχους που διεξήχθησαν στην προσφεύγουσα και στις βελγικές ή γαλλικές θυγατρικές εταιρίες της, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν έχει καμία υποχρέωση να κατάσχει ή να πάρει αντίγραφα όλων των εγγράφων που έχουν σχέση με την εφαρμογή ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής. Για να εκτιμηθεί αν ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής εφαρμόζεται νόμιμα, σημασία έχουν ακριβώς οι «προβληματικές περιπτώσεις». Οι περιπτώσεις αυτές φυσικά δεν είναι πολυάριθμες, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των εξειδικευμένων εμπόρων συνήθως αποφεύγουν να «διαταράξουν την αγορά» και να ακολουθήσουν «επιθετική πολιτική τιμών».

2. Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων της αγοράς

Η AEG ισχυρίζεται ότι μια άλλη παράλειψη της Επιτροπής συνίσταται ιδίως στο ότι δεν χρησιμοποίησε πλήρως και αντικειμενικά τα πραγματικά περιστατικά που γνώριζε. Παραδείγματος χάρη, η Επιτροπή δεν εξέτασε την αγορά των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας καθαυτή ούτε ασχολήθηκε με τα πραγματικά περιστατικά τα οποία απαλλάσσουν την TFR, την ATF και την ATBG.

Συνεπώς η AEG θεωρεί αναγκαίο να προσκομιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου:

όλα τα δεδομένα από τα οποία προκύπτει ότι σε όλες τις χώρες της Κοινότητας υπάρχει, στον τομέα των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας, πολύ σκληρός ανταγωνισμός σε επίπεδο παραγωγών και εμπόρων απ'αυτό συνάγεται ότι είναι αδύνατο στους μεμονωμένους παραγωγούς να διατηρήσουν για τα προϊόντα τους υψηλές τιμές λιανικής πώλησης και μεγάλα περιθώρια κέρδους και ότι ένας παραγωγός δεν έχει κανένα συμφέρον να περιορίσει το δίκτυο των μεταπωλητών του·

συγκριτική μελέτη των τιμών και των περιθωρίων κέρδους της TFR αφενός και των ανταγωνιστών της αφετέρου, από την οποία συνάγεται ότι η TFR δεν είχε υψηλές τιμές λιανικής πωλήσεως ούτε μεγάλα περιθώρια εμπορικού κέρδους.

Η AEG προσθέτει ότι, ενόψει του σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών, μία πολιτική με την οποία θα περιοριζόταν η αποδοχή εμπόρων στο σύστημα επιλεκτικής διανομής, όπως της προσάπτει η Επιτροπή, θα σήμαινε οικονομική αυτοκτονία.

Ως προς το σημείο αυτό, η AEG παρέχει καταρχάς μερικά γενικά στοιχεία της κατάστασης του ανταγωνισμού στην αγορά των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας για το χρονικό διάστημα μέχρι το 1979/80, στο οποίο αναφέρονται οι αιτιάσεις της Επιτροπής.

Σε γενικές γραμμές η κατάσταση του ανταγωνισμού στον τομέα των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας χαρακτηρίζεται από τα μέσα του 60 αφενός από την όλο και περισσότερο δυναμική παρουσία των παραγωγών της Άπω Ανατολής στην ευρωπαϊκή αγορά και αφετέρου, από τη συσπείρωση των εμπόρων σε ισχυρούς εθνικούς και διεθνείς αγοραστικούς ομίλους.

Αυτά τα δύο φαινόμενα, συνοδευόμενα από τον προοδευτικό κορεσμό της αγοράς στο επίπεδο του τελικού καταναλωτή, όξυναν τον ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών και είχαν ως συνέπεια ότι οι γερμανοί παραγωγοί, καθώς και οι ευρωπαίοι ανταγωνιστές τους, βρίσκονταν σε αδιέξοδο και αγωνίζονταν να επιζήσουν.

Η ένταση και η συνέχιση του ανταγωνισμού που επικρατεί στην αγορά των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας επηρέασαν έντονα την εξέλιξη των τιμών.

Ως προς το σημείο αυτό η AEG παραθέτει ορισμένα στοιχεία, από τα οποία, όπως υποστηρίζει, συνάγεται ότι τα τελευταία χρόνια, ιδίως μεταξύ 1975 και 1979, μειώθηκαν οι τιμές των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας σε όλες τις χώρες της Κοινότητας.

Άλλες ενδείξεις της έντασης του ανταγωνισμού που υπάρχει στην αγορά των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας είναι ότι τα μερίδια των παραγωγών στην αγορά υπέστησαν βραχυπρόθεσμες αυξομειώσεις (για τις οποίες η AEG υποβάλλει τους αριθμούς στους οποίους κατέληξε μια έρευνα της Gesellschaft für Konsummarkt und Absatzforschung της Νυρεμβέργης).

Η αύξηση του μέσου όρου της χρονικής διάρκειας αποθήκευσης που διαπιστώθηκε μεταξύ 1973 και 1979 αποτελεί έναν άλλο παράγοντα που εντείνει την ανταγωνιστική πίεση. Λόγω των σχετικά υψηλών τιμών τους οι δέκτες έγχρωμης τηλεόρασης ακινητοποιούσαν μεγάλο μέρος του κεφαλαίου των επιχειρήσεων στις αποθήκες ετοιμοπαράδοτων εμπορευμάτων. Συνεπώς, τα μεγάλα αποθέματα είναι κυρίως ο λόγος του ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών, οι οποίοι προσπαθούσαν να διατηρήσουν όσο το δυνατόν μικρότερα αποθέματα.

Η ίδια η Επιτροπή προηγουμένως αναγνώρισε με την απόφαση της της 15ης Δεκεμβρίου 1975 στην υπόθεση SABA τον έντονο ανταγωνισμό στην αγορά των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας. Για να κάνει πιστευτή κάπως την αιτίαση της σχετικά με την καταχρηστική άρνηση αποδοχής στο σύστημα διανομής και τον αθέμιτο επηρεασμό των τιμών, η Επιτροπή έπρεπε συνεπώς να εξηγήσει καταρχάς με ποιο τρόπο και γιατί συγκεκριμένα η TFR παρά τον έντονο ανταγωνισμό που επικρατούσε γενικά, διέθετε τα αναγκαία περιθώρια για μια τέτοια συμπεριφορά. Αν η Επιτροπή είχε προσπαθήσει να ερευνήσει το πρόβλημα — πράγμα που δεν έκανε — θα έπρεπε και η ίδια να αναγνωρίσει ότι η TFR δεν διέθετε τα αναγκαία περιθώριο για την συμπεριφορά που της προσάπτει r Επιτροπή.

Μετά από αυτές τις παρατηρήσεις σχετικό με τις συνθήκες του ανταγωνισμού που επικρατούσαν στην αγορά, η AEG αναφέρει ότι η TFR εν πάση περιπτώσει δεν ήταν σ£ θέση να επιδείξει ακόμη λόγο, δηλαδή επειδή ποτέ δεν είχε δεσπόζουσα θέση ούτε καν ισχυρή θέση στην αγορά. Αυτό ισχύει τόσο για τις εθνικές αγορές, όσο και για την αγορά της Κοινότητας. Βάσει στατιστικών στοιχείων, η AEG προσπαθεί να αποδείξει ότι η TFR είχε πάντα μικρό μερίδιο στην αγορά των χωρών της Κοινότητας σε σχέση με όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές ψυχαγωγίας και ότι τόσο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όσο και στα άλλα κράτη μέλη είχε να αντιμετωπίσει ανταγωνιστές με σαφώς μεγαλύτερα μερίδια στην αγορά.

Λόγω της δευτερεύουσας θέσης που κατέχει στην αγορά η TFR βρίσκεται σε ιδιάζουσα θέση και σε σχέση με τις νέες μορφές διανομής, δηλαδή τους εξειδικευμένους εμπόρους λιανικής και χονδρικής πωλήσεως, οι οποίοι διαθέτουν, στο στάδιο εμπορίας στο οποίο δρουν, μεγαλύτερα μερίδια της αγοράς απ' ό,τι η TFR στο στάδιο της παραγωγής.

Η Επιτροπή πρέπει να γνωρίζει αυτή τη θέση της TFR στην αγορά. Παρ' όλα αυτά δεν εξήγησε πώς η TFR θα μπορούσε να είναι σε θέση, παρά τη δευτερεύουσα θέση που κατέχει στην αγορά, να ασκήσει πίεση σχετικά με τη διαμόρφωση των τιμών στο εμπόριο.

Από τα στοιχεία αυτά συνάγεται, κατά την AEG, ότι η TFR δεν ήταν ποτέ σε θέση να αντιμετωπίσει την πίεση ως προς τις τιμές των ανταγωνιστών και των μεταπωλητών που είχαν ισχυρή θέση στην αγορά πράγματι, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί υψηλό επίπεδο τιμών στην αγορά για τα προϊόντα TFR.

Βασιζόμενη σε μια συνοπτική παρουσίαση των συγκριτικών ερευνών που είχε πραγματοποιήσει το Institut für angewandte Verbrauclierforschung της Κολωνίας ως προς τις τιμές, η AEG υποστηρίζει ότι κατά τα έτη 1977 μέχρι 1979 οι τιμές των συσκευών TFR δεν ήταν ποτέ υψηλότερες από τις τιμές των παρόμοιων συσκευών που πωλούνταν στη Γερμανία. Τα μεγάλα περιθώρια αυξομειώσεων των τιμών για τις συσκευές TFR διαψεύδουν την άποψη της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία η TFR μέσω του συστήματος επιλεκτικής διανομής είχε εξασφαλίσει ενιαίο επίπεδο τιμών για τα προϊόντα της.

Διάφορες έρευνες του Stiftung Warentest αποδεικνύουν περαιτέρω ότι αυτή η κατάσταση των τιμών δεν ήταν χαρακτηριστική μόνο των ετών 1977 μέχρι 1979, αλλά επικρατούσε καθ' όλο το διάστημα που εφαρμοζόταν το σύστημα επιλεκτικής διανομής.

Οι συνεταιρισμοί αγοραστών και οι αλυσίδες καταστημάτων των εξειδικευμένων εμπόρων λιανικής πωλήσεως επέτρεπαν στον τελικό καταναλωτή να ωφεληθεί σχεδόν πλήρως από τις ευνοϊκές τιμές που είχαν καταφέρει να αποσπάσουν από την TFR λόγω της ισχυρής θέσης τους στην αγορά. Η TFR καθώς και οι εταιρίες που συμμετείχαν στο σύστημα επιλεκτικής διανομής δεν είχαν ποτέ προσπαθήσει να εμποδίσουν ή να απαγορεύσουν τις πωλήσεις σε χαμηλές τιμές, οι οποίες εξάλλου ήταν απολύτως νόμιμες από την άποψη του δικαίου περί ανταγωνισμού. Ναι μεν ο ισχυρισμός αυτός προφανώς δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί άμεσα, συνάγεται όμως αναγκαία από το γεγονός ότι σε όλους τους εμπόρους που πρόσφεραν προϊόντα «σε χαμηλές τιμές» παραδίδονταν και παραδίδονται συσκευές TFR που καλύπτονται από το σύστημα επιλεκτικής διανομής.

Στη συνέχεια η AEG εξηγεί την οργάνωση του συστήματος διανομής της TFR. Για το σκοπό αυτό παρουσιάζει έναν πίνακα που περιέχει κατά προσέγγιση τον αριθμό των εμπόρων χονδρικής και λιανικής πωλήσεως ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας στα διάφορα κράτη μέλη, καθώς και τον αριθμό των εμπόρων χονδρικής και λιανικής πωλήσεως που υπάγονται στο δίκτυο διανομής της TFR.

Από τους αριθμούς που περιέχονται στον πίνακα αυτό συνάγονται τα εξής:

Ενόψει του μεγάλου αριθμού των εξειδικευμένων εμπόρων που έχουν προσχωρήσει στο σύστημα επιλεκτικής διανομής της TFR και (περίπου 12000) σε όλη την Κοινότητα, είναι πρακτικά αδύνατο στην TFR, στα υποκαταστήματά της και στις εταιρίες διανομής να έχουν οποιαδήποτε επιρροή στη διαμόρφωση των τιμών στο εμπόριο — και συνεπώς να επηρεάζουν αισθητά το επίπεδο των τιμών στην κοινοτική αγορά.

Περισσότερο από το ένα τέταρτο των εξειδικευμένων εμπόρων ραδιοφώνων και συσκευών τηλεοράσεως στη Γερμανία και περίπου τα τρία τέταρτα των εμπόρων αυτών στα άλλα κράτη μέλη δεν προστρέχουν στην εταιρία Telefunken υπ' αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να ασκηθεί πίεση σε έναν έμπορο προϊόντων Telefunken ώστε να αναγκαστεί να διατηρεί ορισμένες τιμές.

Αν η εταιρία «Telefunken» θέλει να βελτιώσει την όχι και τόσο ισχυρή θέση της στην αγορά, πρέπει προφανώς να επεκτείνει το δίκτυο διανομής της' θα ήταν παράλογο να ακολουθεί περιοριστική πολιτική αποδοχής στο δίκτυο διανομής και να αρνείται την αποδοχή εμπόρων στο σύστημα αυτό. Αντίθετα, η TFR μπορεί να επιζήσει μόνο με όσο το δυνατόν περισσότερους μεταπωλητές. Αρνήθηκε την αποδοχή στο σύστημα μόνο σε πολύ λίγες περιπτώσεις, στις οποίες οι έμποροι δεν ανταποκρίνονταν στα κριτήρια του εξειδικευμένου εμπορίου.

Οι συμβατικές υποχρεώσεις που ανέλαβε η TFR έναντι των ειδικευμένων εμπόρων που είχαν προσχωρήσει στο σύστημα είχαν ως συνέπεια ότι η TFR έπρεπε να επιβλέπει αυστηρά την τήρηση όλων των κριτηρίων του εξειδικευμένου εμπορίου. Μόνο η συμβατική αυτή υποχρέωση υπερίσχυε της επιτακτικής ανάγκης της σταθερής επέκτασης του δικτύου εξειδικευμένων μεταπωλητών της TFR.

Η Επιτροπή αντικρούει τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι λόγω της κατάστασης του ανταγωνισμού στον τομέα των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας και λόγω της θέσεώς της στην αγορά ήταν αδύνατο να διατηρήσει για τα προϊόντα της υψηλές λιανικές τιμές και μεγάλα περιθώρια κέρδους για τους εμπόρους και να ακολουθήσει περιοριστική πολιτική αποδοχής στο σύστημα, που θα ήταν παράλογη για οικονομικούς λόγους.

Η Επιτροπή καταρχάς διευκρινίζει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσάπτεται στην προσφεύγουσα ότι τηρούσε υψηλές λιανικές τιμές και μεγάλα περιθώρια κέρδους που ήταν καθαυτά παράνομα ή ότι γενικά ακολουθούσε περιοριστική πολιτική αποδοχής στο σύστημα, αλλά ότι προσπάθησε να εξασφαλίσει στους εμπόρους ένα «ελάχιστο περιθώριο κέρδους» και να διατηρήσει όσο το δυνατόν υψηλότερες τιμές, παρά την ύπαρξη ορισμένων εμπόρων που «προκαλούσαν ή ήταν δυνατόν να προκαλέσουν διατάραξη της αγοράς». Επίσης προσπάθησε να αποκλείσει ορισμένες μορφές εμπορίας και ορισμένους εμπόρους που πουλούσαν σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Αυτό δεν είναι αντίθετο με την πολιτική που συνίσταται στην προσέλκυση όσο το δυνατόν περισσότερων εμπόρων που να διατηρούν το επίπεδο τιμών που τους συνιστά η εταιρία.

Βασικά η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ούτε τα στοιχεία της προσφεύγουσας σχετικά με την αγορά ούτε τον ισχυρισμό της ότι στον τομέα των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας επικρατεί έντονος ανταγωνισμός τόσο μεταξύ των παραγωγών, όσο και μεταξύ των εμπόρων, αλλά περιορίζεται σε ορισμένες παρατηρήσεις όσον αφορά μερικά συγκεκριμένα σημεία.

Ετσι, θεωρεί αναγκαίο να αμφισβητήσει τον ισχυρισμό της AEG ότι σχεδόν όλα τα προϊόντα, για τα οποία το μερίδιο της αγοράς των ιαπώνων παραγωγών είναι ιδιαίτερα μεγάλο και ο ανταγωνισμός είναι πολύ σκληρός (παραδείγματος χάρη ραδιόφωνα, πικάπ και συσκευές τηλεόρασης) ανήκαν στο «πρόγραμμα πέντε αστέρων» της Telefunken συγκεκριμένα το πρόγραμμα αυτό δεν περιλαμβάνει τα ραδιόφωνα για αυτοκίνητα και τα ραδιόφωνα-ξυπνητήρια και περιλαμβάνει μόνο ένα μοντέλο της κατηγορίας των ενσωματωμένων (Compact) στερεοφωνικών συγκροτημάτων υψηλής πιστότητας.

Βέβαια η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η εικόνα της κατάστασης της αγοράς που έδωσε η AEG είναι βασικά ορθή· αυτό όμως δεν σημαίνει κατά κανένα τρόπο ότι από την κατάσταση αυτή συνάγει τα ίδια συμπεράσματα που συνάγει και η προσφεύγουσα, δηλαδή ότι από οικονομική άποψη δεν είχε καμία δυνατότητα να επηρεάσει τις τιμές που τηρούσαν οι μεταπωλητές.

Ακόμη και αν το μερίδιο της αγοράς της προσφεύγουσας δεν είναι πολύ μεγάλο, το μερίδιο αυτό και η ζήτηση των προϊόντων μάρκας Telefunken είναι αρκετά σημαντικά ώστε να προκαλέσουν στους εμπόρους έντονο ενδιαφέρον να περιλάβουν στα εμπορεύματα τους προϊόντα Telefunken και να εξαρτώνται, μέχρις ενός σημείου, από τις παραδόσεις της προσφεύγουσας. Εξάλλου, το συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας των εξειδικευμένων εμπόρων να προστατεύονται από την επιθετική πολιτική τιμών ορισμένων εμπόρων και ορισμένων μορφών εμπορίας, συμπίπτει φυσικά με το συμφέρον του παραγωγού να διατηρήσει το επίπεδο των τιμών των προϊόντων του και να καταστήσει την πώληση των προϊόντων αυτών ενδιαφέρουσα για ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό εμπόρων χάρις στο δελεαστικό περιθώριο κέρδους.

Όσον αφορά την ανταγωνιστική πίεση, των επιχειρηματιών της Άπω Ανατολής, ιδίως των Ιαπώνων, τα στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα αναφέρονταν τις περισσότερες φορές σε κατηγορίες προϊόντων που δεν καλύπτονται από το σύστημα επιλεκτικής διανομής της προσφεύγουσας. Εξάλλου, και για ορισμένα προϊόντα του προγράμματος «πέντε αστέρων» η θέση των επιχειρηματιών αυτών δεν ήταν τόσο ισχυρή (παραδείγματος χάρη στον τομέα των δεκτών έγχρωμης τηλεόρασης οι ιάπωνες παραγωγοί δρίσκονταν το 1977 και 1980 στην τελευταία θέση στη Γερμανία και στη Γαλλία και δεν αναφέρονταν καθόλου στο Βέλγιο). Εξάλλου, η στασιμότητα, και μάλιστα η κατά καιρούς πτώση των τιμών ορισμένων ειδών, δεν οφείλεται μόνο στο σκληρό ανταγωνισμό· η κύρια αιτία είναι η τεχνολογική πρόοδος και ιδίως η χρησιμοποίηση νέων, περισσότερο οικονομικών μεθόδων παραγωγής ηλεκτρονικών συσκευών.

Δεν είναι επίσης εύστοχη, κατά την Επιτροπή, η σύγκριση των περιθωρίων κέρδους για τα προϊόντα AEG με τα περιθώρια κέρδους για τα ανταγωνιστικά προϊόντα. Με την απόφαση της η Επιτροπή δεν ισχυρίζεται ότι τα περιθώρια κέρδους για τα προϊόντα της προσφεύγουσας είναι μεγαλύτερα σε σχέση με προϊόντα άλλων παραγωγών, αλλά μόνο ότι η προσφεύγουσα χρησιμοποίησε παράνομα το σύστημα επιλεκτικής διανομής για να διατηρήσει το επίπεδο τιμών και τα περιθώρια κέρδους των εμπόρων.

Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσφεύγουσα, η οποία διαθέτει μεγάλη και πολύ ορθολογιστική οργάνωση διανομής, είναι σε θέση, αν χρειαστεί, να επέμβει έγκαιρα και αποτελεσματικά και να ρυθμίσει τις τιμές και δεν εμποδίζεται σε μια τέτοια ενέργεια από το μεγάλο αριθμό των εξειδικευμένων εμπόρων.

Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε καθόλου ότι, λόγω της δομής του ανταγωνισμού, ήταν θεωρητικά αδύνατη η παράνομη εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής.

3. Αυθαίρετη επιλογή και χρησιμοποίηση των εγγράφων

Η AEG ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, από τα έγγραφα που κατέσχε κατά τους ελέγχους της 26ης και 27ης Ιουνίου 1979, δεν έλαβε υπόψη εκείνα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την απαλλαγή της προσφεύγουσας. Ακόμα και μερικά άλλα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια του ελέγχου της είτε δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου είτε χρησιμοποιήθηκαν τελείως αυθαίρετα· το γεγονός αυτό αποδεικνύει την προκατάληψη της Επιτροπής έναντι της προσφεύγουσας.

Έτσι, όσον αφορά την αιτίαση περί συμφωνιών σχετικά με τις τιμές (σημείο 28 της απόφασης), η Επιτροπή βασίστηκε σε πληροφορίες του Iffli, ιδιοκτήτη μιας αλυσίδας μεγάλων καταστημάτων, ο οποίος είναι γενικά εναντίον οποιουδήποτε συστήματος επιλεκτικής διανομής, και δεν έλαβε υπόψη ότι ο Iffli ποτέ δεν κλήθηκε να παράσχει τις πληροφορίες του σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 17 και συνεπώς δεν διέτρεχε τον κίνδυνο να του επιβληθεί πρόστιμο σε περίπτωση ανακριβών δηλώσεων. Ακόμη η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο Iffli, παρότι κλήθηκε ως μάρτυρας στην ακρόαση της 19ης Αυγούστου 1980 στις Βρυξέλλες, δεν παρουσιάστηκε.

Όσον αφορά την περίπτωση «Ratio-Markt» στο Kassel, που αναφέρεται στο σημείο 14 της απόφασης σαν παράδειγμα συμπεριφοράς της TFR που δημιουργεί διακρίσεις, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι η ίδια η επιχείρηση Terfloth και Snoek, η οποία διαχειρίζεται την αλυσίδα καταστημάτων Ratio, είχε αναγνωρίσει ότι το κατάστημα της στο Kassel δεν συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις του εξειδικευμένου εμπορίου για την αποδοχή στο σύστημα διανομής.

Ομοίως, από τα έγγραφα που υπάρχουν στο φάκελο της δικογραφίας δεν συνάγεται, αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι ο βέλγος έμπορος Verbinnen δήλωσε ότι υπέστη πιέσεις από την ATBG, ώστε να αναγκαστεί να τηρεί υψηλότερες τιμές πωλήσεως. Ακόμη, αφού η Επιτροπή απηύθηνε σε βέλγους εμπόρους επτά αιτήσεις παροχής πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 17 για τη συμπεριφορά της ATBG σχετικά με τις παράλληλες εισαγωγές και τις συστάσεις για τη διαμόρφωση τιμών, θεώρησε ότι βάσει μιας μόνο απάντησης, δηλαδή της απάντησης του Verbinnen, την οποία εξάλλου παραποίησε ώστε να τη χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς της, μπορεί να ισχυριστεί ότι η ATBG εφάρμοζε καταχρηστικά το σύστημα επιλεκτικής διανομής για να επηρεάζει τις τιμές.

Με την απόφαση της η Επιτροπή έλαβε υπόψη μόνο ένα από τα πολλά έγγραφα και καμία από τις αποδείξεις τις οποίες η προσφεύγουσα προσκόμισε ή προσφέρθηκε να προσκομίσει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για να αποδείξει την πραγματική πρακτική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής. Το μόνο έγγραφο που έλαβε υπόψη (TFR — σύντομο ενημερωτικό δελτίο αριθ. 44) δεν χρησιμοποιήθηκε στο σύνολο του· αντίθετα, η Επιτροπή παρέθεσε απ' αυτό αποσπάσματα φράσεων για να αποδείξει την άποψη που είχε ήδη σχηματίσει.

Στην περίπτωση της επιχείρησης «Suma», στο Μόναχο, που αναφέρεται στα σημεία 40,48 και 49 της απόφασης, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις εξηγήσεις του αρμόδιου συνεργάτη της επιχείρησης αυτής, ο οποίος διευκρίνισε ότι η Suma ήταν πλήρως ελεύθερη να διαμορφώνει τις τιμές της και δεν λάμβανε κανένα ιδιαίτερο δώρο για την τήρηση πειθαρχίας σχετικά με τις τιμές.

Τέλος η Επιτροπή δεν ανέφερε στην απόφαση της τα έγγραφα τα οποία στη γνωστοποίηση αιτιάσεων αναφέρει ότι είναι δυνατόν να στηρίξουν τους ισχυρισμούς της σχετικά με την παράνομη εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής από την TFR.

Όλα αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν, κατά την προσφεύγουσα, την υποκειμενική και αυθαίρετη επιλογή και ερμηνεία των πραγματικών γεγονότων που καταλογίζονται στην προσφεύγουσα ή στις θυγατρικές της εταιρίες.

Η Επιτροπή θεωρεί καταρχάς αναγκαίο να διευκρινίσει ότι, αντίθετα απ' ό,τι πιστεύει η προσφεύγουσα, αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι η διαπίστωση και η επιβολή κυρώσεων για μεμονωμένες παραβάσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ, αλλά η διαπίστωση ότι, όπως εφαρμόζεται στην πράξη, το σύστημα επιλεκτικής διανομής για τα προϊόντα μάρκας Telefunken που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 6 Νοεμβρίου 1973 αντιβαίνει στις κοινοτικές διατάξεις περί ανταγωνισμού.

Η Επιτροπή απορρίπτει όλες τις κατηγορίες της AEG. Όσον αφορά τις επικρίσεις σχετικά με τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών που παρέσχε ο Iffli, η Επιτροπή παρατηρεί ότι αφενός τα σημεία της απόφασης που αφορούν τη σχέση της ATF με τον Iffli βασίζονται ουσιαστικά σε σημειώματα της ίδιας της ATF και αφετέρου ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει μόνο τις πληροφορίες που της δίδονται κατόπιν επίσημης αίτησης παροχής πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 17. Το γεγονός ότι ορισμένες αιτιάσεις που αναφέρονται στη γνωστοποίηση αιτιάσεων δεν επαναλήφθηκαν στην απόφαση, αποδεικνύει ακριβώς ότι αυτοί που προέβησαν στην έρευνα δεν ήταν προκατειλημμένοι.

4. Έλλειψη μνείας των συμπερασμάτων προηγούμενων ελέγχων

Η AEG ισχυρίζεται ότι, σε πολλές περιπτώσεις στις οποίες έμποροι απηύθηναν στην Επιτροπή καταγγελίες σχετικά με τη συμπεριφορά της ΑEG και των θυγατρικών εταιριών της μετά την εισαγωγή του συστήματος επιλεκτικής διανομής για τα προϊόντα Telefunken το 1973, η Επιτροπή διεξήγαγε έρευνες τις οποίες όμως αργότερα εγκατέλειψε' αυτό έρχεται σε αντίφαση με ό,τι ισχυρίζεται τώρα. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή τότε πίστευε ότι το σύστημα επιλεκτικής διανομής εφαρμοζόταν απολύτως σύμφωνα με το πρότυπο συμβάσεως. Το γεγονός ότι στην απόφαση δεν αναφέρονται τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών αποτελεί μία ακόμη απόδειξη για την προκατάληψη της Επιτροπής στην υπόθεση αυτή.

Επ' αυτού η Επιτροπή απαντάει ότι, ναι μεν δεν έδωσε συνέχεια στις ανωτέρω καταγγελίες, αλλά ποτέ δεν δήλωσε επίσημα ότι οι περιπτώσεις για τις οποίες είχαν γίνει καταγγελίες αποτελούσαν θεμιτή εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής Telefunken. Δεδομένου ότι δεν θεωρούσε ότι οφείλει να διεξάγει έρευνα για όλες τις καταγγελίες που είναι δυνατό να της απευθύνονται στον τομέα του ανταγωνισμού, αποφάσισε, μετά από μια πρώτη εξέταση, να μην ενεργήσει στις παραπάνω περιπτώσεις. Η συμπεριφορά αυτή δεν δικαιολογεί τα συμπεράσματα της AEG, αλλά σημαίνει ότι η Επιτροπή στις εν λόγω περιπτώσεις δεν είχε αποσαφηνίσει όλα τα πραγματικά περιστατικά και δεν είχε λάβει οριστική απόφαση.

Όσον αφορά την κατηγορία που η προσφεύγουσα εξέφρασε γενικά και επανειλημμένα, ότι δηλαδή η Επιτροπή δεν έλαβε γνώση των στοιχείων που απαλλάσσουν την επιχείρηση από τις κατηγορίες, παρατηρεί ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να απαντήσει με την απόφαση της σε όλους τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της ακρόασης και να δικαιολογήσει λεπτομερώς τη μη χρησιμοποίηση ορισμένων εγγράφων των οποίων είχε λάβει γνώση. Βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου δεν είναι «αναγκαίο να εξετάσει η Επιτροπή όλους τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που ανέπτυξε καθένας από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας». Η Επιτροπή εξέθεσε με την απόφαση της τα πραγματικά και νομικά στοιχεία βάσει των οποίων, κατ' αυτήν, μπορούσε να εκτιμηθεί η νομιμότητα του συστήματος επιλεκτικής διανομής της προσφεύγουσας κατά την εφαρμογή του στην πράξη και εξέθεσε τους συλλογισμούς που την οδήγησαν στην έκδοση της απόφασής της' συνεπώς, η Επιτροπή εκπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις που είχε ως προς το σημείο αυτό.

5. Παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως

Η AEG θεωρεί ότι η Επιτροπή παραβίασε το δικαίωμα ακροάσεως που είχε επειδή

α)

δεν της διαβίβασε το πλήρες κείμενο μιας επιστολής του Iffli της 12ης Αυγούστου 1980, με την οποία ο Iffli κατηγορεί την προσφεύγουσα για δήθεν καταχρηστική συμπεριφορά,

β)

χρησιμοποίησε στην απόφαση έγγραφα που δεν αναφέρονται στη γνωστοποίηση αιτιάσεων, παρότι κατ' αυτό το χρονικό σημείο είχε ήδη στη διάθεση της τα έγγραφα αυτά,

γ)

στήριξε την απόφαση της μεταξύ άλλων σε μια σειρά «περιπτώσεων» οι οποίες δεν είχαν αναφερθεί στη γνωστοποίηση αιτιάσεων (ιδίως στην περίπτωση Mammouth που αναφέρεται στο σημείο 25 της απόφασης, στην περίπτωση Verbinnen που αναφέρεται στο σημείο 39 της απόφασης και στις περιπτώσεις Gruoner και Südschall που αναφέρονται στο σημείο 52 της απόφασης).

Η παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως προκύπτει προφανώς από το γεγονός ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει στον εαυτό της το δικαίωμα να αποφασίζει, όπως στην περίπτωση Iffli, ποια αποσπάσματα ενός εγγράφου που θα χρησιμοποιηθεί ως βάση για την έκδοση απόφασης κατά μιας επιχειρήσεως είναι αναγκαία ή ενδείκνυνται για την υπεράσπιση της. Η δυνατότητα που δόθηκε στην προσφεύγουσα να δει το σύνολο των εγγράφων μετά την έκδοση της απόφασης δεν αλλάζει το γεγονός ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να προβάλει τα μέσα υπερασπίσεώς της πριν από την έκδοση της απόφασης.

Όσον αφορά τα σημεία β) και γ) η AEG παρατηρεί ότι, ναι μεν η Επιτροπή με την απόφαση της δεν διατύπωσε νέες αιτιάσεις που δεν περιλαμβάνονταν στη γνωστοποίηση αιτιάσεων, όλες οι αιτιάσεις όμως που πρόβαλε η Επιτροπή βασίζονται σε ατομικές περιπτώσεις, ώστε η μνεία στην απόφαση ιδιαίτερων περιπτώσεων, που δεν περιέχονται στη γνωστοποίηση αιτιάσεων, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως.

Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι οι νέες περιπτώσεις βασίζονται σε εσωτερικά έγγραφα της προσφεύγουσας. Πράγματι η προσφεύγουσα δεν είναι δυνατό να γνωρίζει ποια συμπεράσματα θεωρεί η Επιτροπή ότι πρέπει να συναγάγει από μεμονωμένα αποσπάσματα των εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή της.

Στις παραπάνω κατηγορίες η Επιτροπή απαντά τα ακόλουθα:

Το τμήμα της επιστολής του Iffli που δεν κοινοποιήθηκε δεν είχε καμία σχέση με την παρούσα διαδικασία' εξάλλου οι δικηγόροι της προσφεύγουσας είχαν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του τμήματος αυτού της επιστολής και να λάβουν αντίγραφα.

Τα έγγραφα που αναφέρονται στην απόφαση και δεν αναφέρονται ρητά στη γνωστοποίηση αιτιάσεων (επιστολή του γραφείου πωλήσεων του Münster, της 29ης Ιουνίου 1976, σημείωμα της ATF της 7ης Ιουλίου 1977 και σημείωμα της ATF της 20ής Οκτωβρίου 1978), δεν χρησιμοποιήθηκαν για να στηρίξουν νέες αιτιάσεις, αλλά απλώς για να αποδείξουν αιτιάσεις που ήδη είχαν διατυπωθεί. Εξάλλου, πρόκειται για έγγραφα που προέρχονται από το γραφείο πωλήσεων της προσφεύγουσας ή της θυγατρικής της εταιρίας στη Γαλλία και συνεπώς έπρεπε να είναι γνωστά στην προσφεύγουσα.

Όσον αφορά τις τρεις περιπτώσεις (Verbinnen, Gruoner, Südschall) που δήθεν δεν περιέχονται στη γνωστοποίηση αιτιάσεων, δεν πρόκειται για νέες αιτιάσεις, αλλά για αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν αιτιάσεις που ήδη είχαν διατυπωθεί' μερικά απ' αυτά εξάλλου είχαν αναφερθεί σε άλλα σημεία της γνωστοποίησης αιτιάσεων.

Εξάλλου, σχετικά με την επιστολή του Iffli, η Επιτροπή επικαλείται την υποχρέωση της προς διαφύλαξη του επαγγελματικού απορρήτου και διαβεβαιώνει ότι τα τμήματα της επιστολής αυτής που δεν κοινοποίησε στην προσφεύγουσα δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο του ελέγχου και συνεπώς δεν επηρέασαν την απόφαση.

Όσον αφορά τα έγγραφα που αναφέρονται στην απόφαση για πρώτη φορά, δεν πρόκειται για «νέα πραγματικά περιστατικά» και ακόμη λιγότερο για «νέες αιτιάσεις». Στην πραγματικότητα η Επιτροπή απλώς χρησιμοποίησε σε πολύ μικρό βαθμό τη δυνατότητα να διευκρινίσει από άποψη πραγματικών περιστατικών και να συμπληρώσει ορισμένα στοιχεία των αιτιάσεων που είχαν διατυπωθεί κατά τη διοικητική διαδικασία.

Β — Οι αιτιάσεις της Επιτροπής

1. Απαρίθμηση των αιτιάσεων

Το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης της Επιτροπής έχει ως εξής:

«Το σύστημα επιλεκτικής διανομής προϊόντων μάρκας Telefunken, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1973 στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα από την Allgemeine Elektricitäts-Gesellschaft AEG-Telefunken και συνεπεία των λεπτομερειών εφαρμογής του οποίου:

α)

δεν γίνονταν δεκτοί ορισμένοι έμποροι, μολονότι πληρούσαν τους όρους αποδοχής' και

6)

οι τιμές πωλήσεως των συμβεβλημένων εμπόρων καθορίζονταν άμεσα ή έμμεσα από την AEG,

συνιστά παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.»

2. Σχέση μεταξύ της γενικής πολιτικής της AEG και των ατομικών περιπτώσεων

Στο σκεπτικό της απόφασης η Επιτροπή παραπέμπει σε πολλά έγγραφα, μερικά από τα οποία αποδεικνύουν, κατ' αυτήν, την ύπαρξη μιας γενικής πολιτικής της AEG και των θυγατρικών εταιριών της στον τομέα της διανομής και του καθορισμού των τιμών, ενώ άλλα αναφέρονται σε πολλές «ατομικές περιπτώσεις», στις οποίες η AEG αρνήθηκε καταχρηστικά την αποδοχή εμπόρων στο σύστημα επιλεκτικής διανομής ή άσκησε πίεση σ' αυτούς να τηρήσουν ορισμένες τιμές.

Αντίθετα η AEG υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν κατάφερε με κανένα τρόπο να αποδείξει ότι η αποδοχή στο σύστημα επιλεκτικής διανομής έγινε με τρόπο που δημιουργούσε διακρίσεις ή ότι χρησιμοποίησε το σύστημα επιλεκτικής διανομής για να επηρεάσει τις τιμές.

Η αιτίαση σχετικά με την παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, δεν είναι συνεπώς δυνατό να γίνει δεκτή ούτε γενικότερα ούτε στο περιορισμένο πλαίσιο των ατομικών περιπτώσεων.

Οι ατομικές περιπτώσεις ήταν αποφασιστικές για το περιεχόμενο της απόφασης, δεδομένου ότι σ' αυτές στηρίζεται η κατηγορία για την καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής στην πράξη.

Η AEG θεωρεί ότι από τις ατομικές περιπτώσεις που αναφέρει η Επιτροπή, ακόμη και αν είχαν αποδειχθεί, δεν είναι δυνατό σε καμία περίπτωση να συναχθεί συστηματική καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής.

Όσον αφορά την αιτίαση της διάκρισης σε βάρος ορισμένων εμπόρων, η AEG διαβεβαιώνει ότι μόνο σε μία από τις εννέα περιπτώσεις που αναφέρονται στην απόφαση, και συγκεκριμένα στην περίπτωση Ratio-Markt, η Επιτροπή υποστηρίζει — κακώς εξάλλου — ότι ο εν λόγω έμπορος συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις αποδοχής στο σύστημα επιλεκτικής διανομής. Στις άλλες περιπτώσεις η Επιτροπή ούτε καν προσπάθησε να αποδείξει ότι οι ενδιαφερόμενοι συγκέντρωναν τις προϋποθέσεις αυτές' συνεπώς, δεν έχει κανένα λόγο να αμφισβητεί τη νομιμότητα μιας άρνησης που βασίζεται στην έλλειψη των προϋποθέσεων σχετικά με το εξειδικευμένο εμπόριο.

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι πρόκειται για αδικαιολότητη άρνηση και ακόμη και αν δεν ληφθεί υπόψη ότι η συμπεριφορά αυτή παρατηρήθηκε μόνο σε τρία από τα οκτώ κράτη μέλη στα οποία κυκλοφορούν τα προϊόντα Telefunken, υπενθυμίζεται ότι πρόκειται για εννέα περιπτώσεις που διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου έξι ετών σε κοινοτικό επίπεδο και σε σύνολο περίπου 12000 συμβεβλημένων εξειδικευμένων εμπόρων, πράγμα που αντιστοιχεί στο 0,08 ο/ο του συνόλου των αιτήσεων αποδοχής στο σύστημα επιλεκτικής διανομής.

Κατά την AEG, ένας τόσο πολύ μικρός αριθμός θα μπορούσε, στη χειρότερη περίπτωση, να αποτελεί ένδειξη για το πώς εφαρμόστηκε στην πράξη το σύστημα επιλεκτικής διανομής, αν αποδεικνυόταν συγχρόνως ότι είναι συνέπεια ενός αθέμιτου σκοπού που επιδίωκε η TFR. Πράγματι, η Επιτροπή προσπάθησε να αποδώσει στην TFR μια τέτοια πρόθεση, αλλά οι ισχυρισμοί αυτοί δεν βασίζονται σε κανένα έγγραφο. Αντίθετα, πρόκειται για απαράδεκτες γενικεύσεις που συνάγονται από μερικές, δήθεν αποδειγμένες, ατομικές περιπτώσεις.

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής, σχετικά με τον επηρεασμό των τιμών, η ÁEG παρατηρεί ότι η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ούτε μία περίπτωση, κατά την οποία η TFR ή ένα από τα κέντρα πωλήσεως της να προσπάθησε να επιβάλει τις απόψεις της σχετικά με τις τιμές απειλώντας τους εμπόρους ότι δεν θα τους παραδώσει προϊόντα.

Με την απόφαση της η Επιτροπή αναφέρεται σε 16 περιπτώσεις, από τις οποίες τρεις δεν περιέχονταν καθόλου στη γνωστοποίηση αιτιάσεων. Δεδομένου ότι οι αναφερθείσες 16 περιπτώσεις κατανέμονται σε διάστημα έξι ετών και ο αριθμός των συμβεβλημένων εμπόρων με την TFR ανέρχεται περίπου σε 12000, συνάγεται το συμπέρασμα ότι κατά μέσο όρο διαπιστώθηκαν 2,6 δήθεν παραβάσεις κατ' έτος, ή με άλλα λόγια ότι η TFR προσπάθησε μία μόνο φορά (1) να επηρεάσει τις τιμές του 0,01 % περίπου των μεταπωλητών που ανήκαν στο σύστημα επιλεκτικής διανομής. Υπ' αυτές τις συνθήκες, οι 16 περιπτώσεις που αναφέρθηκαν, ακόμη και αν είχαν αποδειχθεί, δεν αποτελούν κατά κανένα τρόπο ένδειξη για παράνομη εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής στο σύνολο του. Αυτό γίνεται ακόμη σαφέστερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο επηρεασμός των τιμών συνιστά συμπεριφορά που θα έπρεπε να είχε επιδειχθεί έναντι όλων των συμβεβλημένων μεταπωλητών όχι μόνο μια φορά, αλλά συνεχώς.

3. Η αιτίαση σχετικά με τις διακρίσεις

α) Η εν γένει πολιτική της AEG σχετικά με την αποδοχή οτο σύστημα διανομής

Στο σημείο 61 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι από ένα εσωτερικό έγγραφο της 7ης Σεπτεμβρίου 1973 και από τις οδηγίες που αφορούν τη σύμβαση επιλεκτικής διανομής, της 8ης Οκτωβρίου 1973, συνάγεται ότι «η AEG δεν είχε ποτέ την πρόθεση να εξαρτήσει την αποδοχή των εμπόρων στο σύστημα διανομής αποκλειστικά από αντικειμενικά επαγγελματικά κριτήρια».

Το αντίστοιχο απόσπασμα του εσωτερικού εγγράφου της 7ης Σεπτεμβρίου 1973 έχει ως εξής:

«Για την επίτευξη του στόχου αυτού υπάρχουν δύο δυνατότητες: η βιομηχανία είτε προμηθεύει τα προϊόντα της σε τιμές που να εξασφαλίζουν στον έμπορο το περιθώριο κέρδους που του ανήκει είτε φροντίζει να μην εισέρχονται τα προϊόντα της σε κυκλώματα εμπορίας τα οποία δεν έχουν ανάγκη του μεγάλου αυτού περιθωρίου κέρδους. Εννοούμε εν προκειμένω τα καταστήματα cash-and carry τα οποία “σπάνε τις τιμές”...»

Στα αποσπάσματα των οδηγιών της 8ης Οκτωβρίου 1973 που αναφέρονται στην απόφαση, αναφέρεται ότι, στην περίπτωση των αλυσίδων καταστημάτων, ορισμένα υποκαταστήματα είναι δυνατό να επιτελούν όλες τις λειτουργίες που απαιτεί το εξειδικευμένο εμπόριο, χωρίς αυτό να συμβαίνει με το σύνολο της επιχείρησης' στις περιπτώσεις αυτές δεν πρέπει καταρχήν να εφοδιάζονται ούτε και αυτά ακόμη τα υποκαταστήματα κατ εφόσον κάποιο γραφείο πωλήσεων της TFR θεωρεί σκόπιμη την παράδοση προϊόντων που καλύπτονται από τη σύμβαση σε εξειδικευμένα τμήματα των εν λόγω επιχειρήσεων, οι σχετικές διαπραγματεύσεις μπορούν να διεξαχθούν μόνο κατόπιν προηγούμενης συμφωνίας με την TFR.

Η AEG θεωρεί ότι τα έγγραφα αυτά, που δεν συνδέονται με συγκεκριμένες περιπτώσεις εφαρμογής του συστήματος επιλεκτικής διανομής, δεν έχουν σημασία για το ζήτημα αν η ΑEG παρέβη το άρθρο 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ. Θα τα εξετάσει όμως για να δείξει ότι τα συμπεράσματα της Επιτροπής ακόμη και ως προς το σημείο αυτό της απόφασης είναι εσφαλμένα.

Ως προς το σημείο αυτό, καταρχάς παρατηρεί ότι δεν είναι δυνατό, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η συμπεριφορά της AEG να χαρακτηριστεί από τη συμπεριφορά της TFR. Περαιτέρω, στα έγγραφα που παρέπεμψε η Επιτροπή δεν αναφέρεται κανένα στοιχείο για τη συμπεριφορά της TFR το πολύ να περιέχονται στοιχεία για τις προθέσεις της, και αυτό μόνο αν οι συντάκτες των εγγράφων αυτών είναι στελέχη της TFR. Ως προς τα σημεία αυτά όμως η Επιτροπή δεν αναφέρει κανένα στοιχείο.

Στο έγγραφο της 7ης Σεπτεμβρίου 1973 ορθά γίνεται διάκριση μεταξύ του εξειδικευμένου εμπορίου και άλλων μορφών εμπορίας, όπως τα καταστήματα cash-andcarry, οι υπεραγορές, τα καταστήματα αυτοεξυπηρέτησης και τα καταστήμτα διαρκών εκπτώσεων. Καμία από αυτές τις μορφές εμπορίας δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί για το εξειδικευμένο εμπόριο λιανικής πωλήσεως.

Συνεπώς με το έγγραφο αυτό γίνεται μια καταρχήν ορθή διαφοροποίηση. Σε κανένα σημείο της εγκυκλίου δεν αναφέρεται ότι δεν θα γίνονται δεκτές στο σύστημα διανομής αυτές οι μορφές μεγαλεμπορίας, ακόμη και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση ανταποκρίνονται στα κριτήρια του εξειδικευμένου εμπορίου.

Ομοίως, το απόσπασμα του σύντομου ενημερωτικού δελτίου αριθ. 44 της 8ης Οκτωβρίου 1973 της TFR, που η Επιτροπή παραθέτει στο σημείο 11 της απόφασης της, δεν είναι πλήρες. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν παρέθεσε το σημείο, όπου αναφέρεται: «Ως προς το σημείο αυτό παρακαλείστε να εξετάσετε λεπτομερώς αν πληρούνται όλα τα κριτήρια του συστήματος επιλεκτικής διανομής (για το λιανικό εμπόριο).» Το αποκομμένο απόσπασμα που παρέθεσε η Επιτροπή αποκτά την πραγματική του σημασία μόνο σε σχέση με το σύνολο των στοιχείων. Πράγματι, παραδόσεις εμπορευμάτων σε υποκαταστήματα που ανταποκρίνονται στα κριτήρια του εξειδικευμένου εμπορίου, αλλά ανήκουν σε επιχείρηση που στο σύνολό της δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά, μπορούν να γίνονται, μόνο αν υπάρχει η εγγύηση ότι τα προϊόντα που παραδίδονται στο συμβεβλημένο υποκατάστημα δεν θα διοχετεύονται περαιτέρω σε υποκαταστήματα που δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια. Επ'αυτού μπορεί να αποφασίσει σωστά μόνο το κεντρικό διαπεριφερειακό γραφείο της TFR, πράγμα που δικαιολογεί την «προηγούμενη συμφωνία» που επικρίνεται από την Επιτροπή.

Τέλος, η αναφερόμενη στο σημείο 9 της απόφασης επιστολή του γραφείου πωλήσεων του Münster, της 22ας Σεπτεμβρίου 1975, στην οποία αναφέρεται ότι το σύστημα επιλεκτικής διανομής έχει στόχο τον αποκλεισμό των μεγάλων καταστημάτων παρά το γεγονός ότι «ακόμη και στις υπεραγορές παρατηρείται κάποια τάση προς δημιουργία εξειδικευμένων τμημάτων», δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο για αθέμιτη συμπεριφορά της TFR από μόνο το γεγονός ότι ο συντάκτης της είναι υπάλληλος της TFR, ενώ από τα έγραφα που προέρχονται από την ίδια τη διεύθυνση της TFR και τα οποία η AEG επισύναψε στο δικόγραφο της προσφυγής της προκύπτει ότι η διεύθυνση της TFR ερμήνευε ορθά τις προϋποθέσεις που τίθενται από το κοινοτικό δίκαιο.

Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή απαντάει ότι από το έγγραφο της 7ης Σεπτεμβρίου 1973, στην οποία αναφέρεται ότι υπάρχουν δύο δυνατότητες για να εξασφαλιστεί ένα ελάχιστο περιθώριο κέρδους κατά την εμπορία, δηλαδή: «η βιομηχανία είτε προμηθεύει τα προϊόντα της σε τιμές που να εξασφαλίζουν στον έμπορο το περιθώριο κέρδους που του ανήκει είτε φροντίζει να μην εισέρχονται τα προϊόντα της σε κυκλώματα εμπορίας τα οποία δεν έχουν ανάγκη του μεγάλου αυτού περιθωρίου κέρδους ...», φαίνεται καθαρά ότι το θέμα είναι να εμποδιστούν οι παραδόσεις εμπορευμάτων σε επιχειρήσεις που «σπάνε τις τιμές». Στην εγκύκλιο αναφέρονται ρητά σαν παράδειγμα τα καταστήματα cash-andcarry. Ο αποκλεισμός όμως ορισμένων επιχειρήσεων για το μόνο λόγο ότι ανήκουν σε ορισμένη μορφή εμπορίας δεν δικαιολογείται. Η αποδοχή στο σύστημα επιλεκτικής διανομής πρέπει να γίνεται μόνο βάσει των ειδικών κριτηρίων αποδοχής. Το γεγονός ότι λαμβάνεται υπόψη μόνο η μορφή εμπορίας, το είδος ή η ονομασία μιας επιχείρησης πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ως αθέμιτη δυσμενής διάκριση.

Το σύντομο ενημερωτικό δελτίο αριθ. 44 επιβεβαιώνει απλώς την πολιτική περιορισμού της αποδοχής στο σύστημα διανομής των καταστημάτων με πολλά υποκαταστήματα. Οι οδηγίες που περιέχονται σ' αυτό δεν αναφέρουν την αρχή, που στηρίζεται στη νομολογία του Bundesgerichtshof, της μη παράδοσης εμπορευμάτων σε καταστήματα με πολλά υποκαταστήματα, όταν όλα τα εν λόγω υποκαταστήματα δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το εξειδικευμένο εμπόριο.

Όσον αφορά το έγγραφο του γραφείου πωλήσεων του Münster, η Επιτροπή θεωρεί ότι κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύει ότι η διεύθυνση της επιχείρησης αντιτάχθηκε στην πολιτική που εκφράζεται στο έγγραφο αυτό ή ότι ακολούθησε διαφορετική πολιτική. Αντικείμενο των εγγράφων της διεύθυνσης της TFŔ, στα οποία αναφέρεται η AEG, ήταν να γνωστοποιήσουν σε ορισμένα μεγάλα καταστήματα ότι δεν ήταν δυνατό να τους παραδοθούν εμπορεύματα, δεδομένου ότι δεν συγκέντρωναν τις προϋποθέσεις του εξειδικευμένου εμπορίου. Είναι λογικό υπ' αυτές τις συνθήκες η προσφεύγουσα να προσπαθήσει να ερμηνεύσει ορθά το σύστημα επιλεκτικής διανομής που είχε εισαγάγει, ώστε να μην αχθεί ενώπιον δικαστηρίων αυτό όμως έχει πολύ μικρή σημασία για την πολιτική διανομής που ακολουθούσε στο σύνολο της.

Ως τελευταίο επιχείρημα η AEG προτείνει ότι, ακόμη και αν είχε αποδειχθεί ότι μέσω της εμπορικής της πολιτικής προσπάθησε να διατηρήσει ορισμένο επίπεδο τιμών, οι ενέργειες της αυτές δικαιολογούνται από την ανάγκη να εξασφαλίσει την επιβίωση του εξειδικευμένου εμπορίου, το οποίο, αντίθετα από τις νέες μορφές εμπορίας, συνεπάγεται μεγάλα έξοδα και συνεπώς δεν είναι δυνατό να υπάρξει χωρίς εύλογα περιθώρια κέρδους. Το Δικαστήριο, με την απόφαση του της 25ης Οκτωβρίου 1977 στην υπόθεση Metro, αναγνώρισε ρητά ότι η συνέχιση της ύπαρξης του εξειδικευμένου εμπορίου εξυπηρετεί τα συμφέροντα των καταναλωτών, πράγμα που καθιστά παραδεκτές, σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 1, τις ενέργειες που αποσκοπούν στη διατήρηση αυτού του τρόπου εμπορίας.

Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή απαντά ότι το Δικαστήριο με την απόφαση στην υπόθεση Metro καθόρισε με ακρίβεια τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εφαρμογή ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής είναι σύμφωνη με το άρθρο 85, παράγραφος 1, και ότι οι προϋποθέσεις αυτές αποκλείουν οποιαδήποτε επιλογή που γίνεται κατά τρόπο που δημιουργεί διακρίσεις και δεν βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια ποιοτικού χαρακτήρα σχετικά με την επαγγελματική εξειδίκευση του μεταπωλητή.

6) Η πολιτική αποδοχής οτο ούοτημα η οποία ακολονθείται οτην Ομοοπον-διακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Στο σημείο 13 της απόφασης αναφέρεται ότι στψ Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραχωρήθηκε «δικαίωμα διαβούλευσης» στους ειδικευμένους εμπορικούς ομίλους σχετικά με την αποδοχή των «μεγάλων καταστημάτων», ακόμη και στην περίπτωση που τα καταστήματα αυτά πληρούσαν τα κριτήρια του εξειδικευμένου εμπορίου.

Κατά την AEG, από το έγγραφο που προσκομίστηκε για να αποδειχθεί ο ισχυρισμός αυτός (πρακτικά της TFR της 25ης Μαΐου 1976) δεν συνάγεται κανένα «δικαίωμα διαβούλευσης», αλλά απλώς η πρόθεση να πληροφορούνται οι ειδικευμένοι εμπορικοί όμιλοι τις ενέργειες που προγραμματίζονται σχετικά με τα «μεγάλα καταστήματα». Δεν είναι ορθό να επικρίνεται το γεγονός ότι ένας παραγωγός πληροφορεί ορισμένους πελάτες του για αποφάσεις που είναι δυνατόν να θίγουν τα συμφέροντα του.

Η φράση «σε περίπτωση που οι προς διεξαγωγή συζητήσεις προσκρούσουν στην αδιαλλαξία των ομίλων, θα πρέπει, κατά συνέπεια, να ασκηθεί προσφυγή στη öta-καιοσύνη για τη διαφύλαξη του συστήματος επιλεκτικής διανομής» αναφέρεται σε ενέργειες, οι οποίες ακόμη και αν είχαν γίνει — πράγμα που δεν συνέβη — θα ήταν τελείως νόμιμες.

Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι στη συγκέντρωση, στην οποία αναφέρονται τα πρακτικά της 25ης Μαΐου 1976, οι προϊστάμενοι των τμημάτων πωλήσεων της TFR συμφώνησαν (και όχι μόνο πρότειναν) να ενημερώνουν εκ των προτέρων τους κυριότερους ειδικευμένους εμπορικούς ομίλους σε περίπτωση ύπαρξης σχεδίων αποδοχής «μεγάλων καταστημάτων» και αναγνώρισαν ότι, αν τα σχέδια αυτά προσέκρουαν στην άρνηση των ομίλων, θα έπρεπε να αναλάβουν τον κίνδυνο μιας δίκης, αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο πάρα μόνο ότι η TFR είχε παραχωρήσει στους ομίλους αυτούς «δικαίωμα διαβούλευσης» και είχε αναλάβει την υποχρέωση, σε περίπτωση αρνητικής γνώμης, να αρνηθεί την αποδοχή (συνεπώς να αναλάβει τον κίνδυνο δίκης).

Οι «ατομικές περιπτώσεις» που έχουν σχέση με την πολιτική αποδοχής η οποία ακολουθείται στη Γερμανία

— «Ratio-Markt» στο Kassel

Σχετικά με την περίπτωση αυτή, που αναφέρεται στα σημεία 14 μέχρι 16 της προσβαλλόμενης απόφασης, η AEG εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι το τμήμα ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας του καταστήματος Ratio-Markt στο Kassel ναι μεν καταλάμβανε ιδιαίτερο χώρο, δεν υπήρχαν όμως χωρίσματα μεταξύ αυτού και των άλλων τμημάτων.

Σύμφωνα με το σημείο II 1, στοιχείο c της σύμβασης επιλεκτικής διανομής ΕΟΚ (που εγκρίθηκε από την Επιτροπή), εξειδικευμένος έμπορος είναι μόνο εκείνος ο οποίος καθιστά δυνατή «μια σωστή παρουσίαση του εμπορεύματος που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης ... σε ένα χώρο πωλήσεως ανοικτό στο κοινό Kat αντιπροσωπευτικό».

Η σωστή όμως παρουσίαση των στερεοφωνικών συσκευών υψηλής πιστότητας είναι δυνατή μόνο σε χώρο που να είναι μονωμένος ακουστικά από τους ενδεχόμενα υπάρχοντες άλλους χώρους πώλησης ή τους χώρους στους οποίους κυκλοφορούν πελάτες.

Σε επισκέψεις που έγιναν από υπαλλήλους της Telefunken διαπιστώθηκε περαιτέρω ότι οι συσκευές είχαν εκτεθεί μέσα στη συσκευασία τους και ότι δεν υπήρχε εξειδικευμένο και επαρκές προσωπικό πωλήσεων.

Σύμφωνα με το σημείο 11 1 της σύμβασης επιλεκτικής διανομής ΕΟΚ, αποδεκτοί στο σύστημα αυτό μπορούν να γίνουν μόνο οι έμποροι οι οποίοι συγκεντρώνουν όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπει η σύμβαση αυτή, όχι όμως οι έμποροι που συγκεντρώνουν μονό τις «ουσιώδεις» προϋποθέσεις ή ακόμη που αναλαμβάνουν να συμμορφωθούν στο μέλλον. Η AEG προσθέτει ακόμη ότι βάσει του σημείου ΙΙ 1, στοιχείο F της σύμβασης επιλεκτικής διανομής δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως εξειδικευμένος μεταπωλητής παρά μόνο το πρόσωπο που τηρεί τους κανόνες περί ανταγωνισμού, πράγμα που δεν συμβαίνει στην περίπτωση της εταιρίας Terflotli & Snoek, η οποία διαχειρίζεται την αλυσίδα καταστημάτων Ratio, όπως αποδεικνύουν πολλές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στη Γερμανία κατά της επιχείρησης αυτής. Η άρνηση αποδοχής του καταστήματος Ratio στο Kassel αποτελεί ορθή εφαρμογή των κριτηρίων της επιλεκτικής διανομής.

Εξάλλου, το γεγονός ότι η Terfloth & Snoek δεν επιχείρησε ποτέ να αναγκάσει την TFR μέσω της δικαστικής οδού να της παραδώσει συσκευές TFR, όπως προβλέπεται από το νόμο, αποδεικνύει ότι και η ίδια η επιχείρηση αυτή ήταν πεπεισμένη ότι τα καταστήματα της δεν συγκέντρωναν τις προϋποθέσεις του εξειδικευμένου εμπορίου.

Κατά την Επιτροπή, η περίπτωση Ratio-Markt στο Kassel αποδεικνύει ότι η πολιτική αποδοχής στο σύστημα που ακολουθεί η προσφεύγουσα είναι βασικά αντίθετη στην αποδοχή υπεραγορών, ακόμη και αν οι υπεραγορές αυτές συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις αποδοχής ή αναλαμβάνουν τη δέσμευση να συμμορφωθούν στο μέλλον. Από τη δικογραφία συνάγεται ότι η προσφεύγουσα και η διεύθυνση της Ratio, πριν ανοίξει το κατάστημα στο Kassel, δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν για τις τιμές στις οποίες η Ratio θα έπρεπε να πωλεί τα προϊόντα Telefunken. Αφού άνοιξε το κατάστημα, έγινε επιθεώρηση εκ μέρους της προσφεύγουσας, η οποία όμως, στην επιστολή της 29ης Ιουνίου 1976 που απηύθυνε στην επιχείρηση Ratio και με την οποία της ανακοίνωνε την άρνηση της να της παραδώσει εμπορεύματα, δεν της ανέφερε την έλλειψη συγκεκριμένων προϋποθέσεων του εξειδικευμένου εμπορίου, ώστε ήταν αδύνατο στη Ratio να καλύψει ενδεχόμενες ελλείψεις. Από όλα αυτά προκύπτει ότι η επιχείρηση Ratio αποκλείστηκε από τις παραδόσεις εμπορευμάτων λόγω της πολιτικής τιμών που η προσφεύγουσα φοβόταν ότι θα ακολουθήσει.

Το γεγονός ότι η Ratio δεν επιχείρησε να απαιτήσει την παράδοση εμπορευμάτων μέσω της διακαστικής οδού, δεν αποδεικνύει κατά κανένα τρόπο ότι η άρνηση της αποδοχής της στο σύστημα δικαιολογείται αντικειμενικά, γιατί η παραίτηση από την άσκηση αγωγής είναι πολύ πιθανό να οφείλεται στα δικαστικά έξοδα ή στο συλλογισμό ότι η Ratio, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, θα είχε απαίτηση να της παραδοθούν εμπορεύματα, μόνο αν εξαρτιόταν πλήρως από την AEG, τουλάχιστον όσον αφορά τις παραδόσεις δεκτών έγχρωμης τηλεόρασης.

— Harder στο Villingen

Στο σημείο 17 της απόφασης αναφέρεται ότι ο «έμπορος χονδρικής πωλήσεως Harder (Villingen), ο οποίος είχε αποκλειστεί από το δίκτυο διανομής λόγω μη τηρήσεως των όρων της συμβάσεως, και τον οποίο, εντούτοις, το γραφείο πωλήσεων AEG του Freiburg εξακολουθούσε να επιθυμεί σαν πελάτη, υποχρεώθηκε από το εν λόγω γραφείο να δεχθεί σαν συμπληρωματικό όρο, για την εκ νέου αποδοχή του στο δίκτυο διανομής, να προβεί στη ρητή δήλωση “να μην προμηθεύει προϊόντα AEG σε υπεραγορές ή σε παρεμφερείς επιχειρήσεις και να μη διενεργεί εξαγωγές προς άλλες χώρες μέλη της ΕΟΚ”».

Η AEG υποστηρίζει ότι ποτέ δεν επέβαλε στον Harder απόλυτη απαγόρευση να παραδίδει εμπορεύματα σε υπεραγορές. Στην πραγματικότητα, ο Harder αποκλείστηκε από τις παραδόσεις, επειδή είχε επανειλημμένα παραδώσει μεγάλες ποσότητες συσκευών που καλύπτονταν από το σύστημα επιλεκτικής διανομής σε μεταπωλητές που δεν ανήκαν στο σύστημα αυτό. Στις συζητήσεις που διεξήχθησαν κατόπιν μεταξύ της επιχείρησης Harder και της TFR, η TFR δήλωσε ότι θα ανέστελλε τις παραδόσεις εμπορευμάτων μέχρις ότου διαλευκανθεί πλήρως το θέμα των παραβάσεων του συστήματος επιλεκτικής διανομής. Από μια επιστολή της TFR, της 28ης Απριλίου 1977, προς την επιχείρηση Harder συνάγεται σαφώς ότι η TFR θα έπαυε τον αποκλεισμό από τις παραδόσεις χωρίς άλλο όρο, αμέσως μόλις ο Harder εξέθετε με ειλικρίνεια τις παραβάσεις του συστήματος επιλεκτικής διανομής που είχε διαπράξει και έκανε ανάλογη δήλωση περί μη επαναλήψεως των παραβάσεων αυτών.

Η αναστολή των παραδόσεων σε περίπτωση παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων αποτελεί κύρωση που προβλέπεται ρητά στο σημείο VI, στοιχείο α), της σύμβασης επιλεκτικής διανομής ΕΟΚ.

Κατά την Επιτροπή, η παρατήρηση της TFR που υπάρχει στην έκθεση της 15ης Δεκεμβρίου 1976 δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η επανάληψη των παραδόσεων εξαρτήθηκε από πρόσθετες προϋποθέσεις, οι οποίες βαίνουν πέραν των υποχρεώσεων που περιέχονται στις συμβάσεις επιλεκτικής διανομής.

γ) Η πολιτική αποοοχής oro ονστημα η οποία ακολονθείται οτη Γαλλία

Στο σημείο 63 της απόφασης αναφέρεται ότι και στη Γαλλία εμφανίζεται η ίδια εμπορική πολιτική (όπως και στη Γερμανία) κατά την εφαρμογή του συστήματος διανομής, από το οποίο αποκλείονταν οι νέες μορφές εμπορίας.

Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται στα πρακτικά της ATF της 5ης Ιανουαρίου 1978, σε ένα σημείωμα της TFR της 1ης Σεπτεμβρίου 1978 και σε επιστολή της ATF της 12ης Ιανουαρίου 1979, των οποίων αποσπάσματα παρατίθενται στα σημεία 20, 21 και 22 της απόφασης.

Η AEG επικρίνει τόσο τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα έγγραφα αυτά, όσο και τα συμπεράσματα τα οποία συνήγαγε από τα εν λόγω έγγραφα. Έτσι, στα πρακτικά της 5ης Ιανουαρίου 1978 τονίζεται στην πραγματικότητα η ανάγκη της διατήρησης της «καλής εικόνας της επιχείρησης στο ειδικευμένο εμπόριο» και όχι, όπως αναφέρεται στην απόφαση, της διατήρησης των «περιθωρίων κέρδους του ειδικευμένου εμπορίου». Επίσης, ο ισχυρισμός που περιέχεται στο ίδιο έγγραφο, ότι «από μια γενική εικόνα συνάγεται ότι το ποσοστό των καταστημάτων διαρκών εκπτώσεων (υπεραγορές) στη διάρθρωση της ATF είναι ιδιαίτερα ισχνό», αποτελεί απλή διαπίστωση, iļ οποία δεν επιτρέπει κατά κανένα τρόπο να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η πολιτική της ATF συνίσταται στη γενική άρνηση αποδοχής των καταστημάτων διαρκών εκπτώσεων.

Εξάλλου η πολιτική της ATF είναι τελείως διαφορετική, όπως προκύπτει από το έγγραφο της της 26ης Οκτωβρίου 1978. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ότι «η νομική κατάσταση μας αναγκάζει να συνάψουμε συμβάσεις με όλους τους εμπόρους που ανταποκρίνονται στα αντικειμενικά κριτήρια ...». Η πολιτική αυτή ακολουθήθηκε και στην πράξη, όπως προκύπτει και από την αποδοχή στο σύστημα καταστημάτων διαρκών εκπτώσεων, όπως το Auchan και το Iffli.

Από το σημείωμα της TFR της 1ης Σεπτεμβρίου 1978, στο οποίο αναφέρεται ότι «δεν επιδιώχθηκε δραστήρια η συμμετοχή των καταστημάτων διαρκών εκπτώσεων στο σύστημα επιλεκτικής διανομής για λόγους διατήρησης του επιπέδου τιμών», δεν προκύπτει καμία διάκριση σε βάρος αυτών των μορφών εμπορίας.

Ομοίως, το απόσπασμα της επιστολής της ATF, της 12ης Ιανουαρίου 1979, που παρατίθεται στο σημείο 22 της απόφασης, όπου αναφέρεται ακριβώς: «... να επιταχυνθεί το προοδευτικό άνοιγμα της πολιτικής μας σχετικά με τους τρόπους διανομής», και όχι όπως το ερμήνευσε η Επιτροπή « ... να γίνει προοδευτικό άνοιγμα προς τα σύγχρονα κυκλώματα διανομής», αποδεικνύει ότι η ATF, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει δυσμενώς τα καταστήματα διαρκών εκπτώσεων, αλλά προτίθεται στο μέλλον να απευθυνθεί η ίδια στα καταστήματα εκείνα που πληρούν τους όρους του εξειδικευμένου εμπορίου.

Η Επιτροπή αντιτάσσει στους ισχυρισμούς αυτούς ένα εσωτερικό έγγραφο της ATF, της 7ης Ιουλίου 1977, από το οποίο συνάγεται ότι η ATF απαίτησε από τον έμπορο χονδρικής πωλήσεως Sedif να μην προμηθεύει προϊόντα Telefunken στις υπεραγορές Hyper, Carrefour και Conforama. Η εγκύκλιος αυτή αποδεικνύει την ύπαρξη μιας πολιτικής διανομής, η οποία συνίσταται γενικά στο να μη γίνονται παραδόσεις σε υπεραγορές.

Η Επιτροπή εμμένει στην άποψη της ότι η ATF πράγματι είχε την πρόθεση να εξασφαλίσει στους εμπόρους της μεγάλα περιθώρια κέρδους' αυτό συνάγεται από τη διαβεβαίωση που υπάρχει σε ένα έγγραφο της ATF, της 30ής Ιουνίου 1978, όπου γίνεται λόγος για «την εμπορική πολιτική της Telefunken, χάρη στην οποία παραμένουν σταθερές οι τιμές πωλήσεως και εξασφαλίζονται στους μεταπωλητές εύλογα περιθώρια κέρδους».

Όσον αφορά το σημείο 20 της απόφασης, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ναι μεν στα πρακτικά της 5ης Ιανουαρίου 1978 δεν μνημονεύονται ρητά οι «θετικές επιπτώσεις» της πολιτικής που ακολουθείται στον τομέα της διανομής, με την οποία επιδιώκεται ο αποκλεισμός των υπεραγορών, αυτό όμως συνάγεται λογικά από το απόσπασμα στο οποίο αναφέρεται ότι το ποσοστό των καταστημάτων διαρκών εκπτώσεων στη διάρθρωση της ATF είναι εξαιρετικά χαμηλό και ότι αυτό είναι το στοιχείο που επέτρεψε να τηρείται ενιαίο και υψηλό επίπεδο τιμών, γεγονός το οποίο αντιμετωπίζεται ευνοϊκά από τους ειδικευμένους εμπόρους.

Όσον αφορά το σημείο 21, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η φράση που περιέχεται στο εσωτερικό έγγραφο της TFR, της 1ης Σεπτεμβρίου 1978, «τα πραγματικά καταστήματα διαρκών εκπτώσεων ... είχαν σκοπίμως αποκλειστεί από τον εφοδιασμό» δεν είναι κατά κανένα τρόπο δυνατό να σημαίνει, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, ότι δεν επιδιώχθηκε ενεργά η συμμετοχή των καταστημάτων διαρκών εκπτώσεων στο σύστημα επιλεκτικής διανομής.

Τέλος η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι στην επιστολή της ATF, της 12ης Ιανουαρίου 1979 — αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα — δεν γίνεται λόγος για ενεργητική προσέγγιση. Το αποφασιστικό στοιχείο στην επιστολή αυτή είναι η σύνδεση του ζητήματος της αποδοχής στο σύστημα διανομής και άλλων μεγάλων καταστημάτων με τα προβλήματα σχετικά με τη διατήρηση της «πολιτικής υψηλών τιμών» που ανακύπτουν από την αποδοχή αυτή.

Οι ατομικές περιπτώσεις που έχουν σχέση με την πολιτική αποδοχής η οποία ακολουθείται στη Γαλλία

— Auchan, Γαλλία

Η AEG αμφισβητεί ότι η ATF δέχθηκε το Auchan στο δίκτυο διανομής προϊόντων Telefunken μόνο αφού η εταιρία αυτή ανέλαβε την υποχρέωση να τηρεί τις τιμές που θα της υποδείκνυε η ATF και να παύσει οποιαδήποτε διαφήμιση μέσω του τύπου σχετική με τα εμπορεύματα Telefunken. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι καταρχάς το Auchan δεν συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις που προβλέπει η σύμβαση επιλεκτικής διανομής ΕΟΚ και ότι μόνο το 1978η ATF διαπίστωσε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

Δεν είναι αλήθεια ότι η ATF ζήτησε από το Auchan να αναλάβει την υποχρέωση ότι θα συμμορφωθεί στις υποδείξεις της σχετικά με τις τιμές. Το Auchan ήταν γνωστό σαν ένα από τα πιο σκληρά καταστήματα διαρκών εκπτώσεων και οι προσφορές του μόλις και δεν ξεπερνούσαν τα όρια αυτού που επιτρέπει το γαλλικό δίκαιο περί ανταγωνισμού. Για το λόγο αυτό υπήρχαν ακόμη αμφιβολίες σχετικά με τη δυνατότητα να γίνει δεκτό στο σύστημα διανομής, και αυτό βάσει του σημείου II 1, στοιχείο F της σύμβασης επιλεκτικής διανομής ΕΟΚ, σύμφωνα με το οποίο δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως ειδικευμένος έμπορος παρά μόνο αυτός που τηρεί τους (εθνικούς) κανόνες του δικαίου περί ανταγωνισμού. Το Auchan έβγαλε από το δίλημμα αυτό την ATF δεσμευόμενο να πωλεί, το πολό-πολύ, στην πιο χαμηλή από τις τιμές στις οποίες τα άλλα καταστήματα στην ίδια πόλη θα πωλούσαν το ίδιο προϊόν TFR.

Αφού η επιχείρηση Auchan δεσμεύτηκε να μην πωλεί σε τιμές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, έγινε αμέσως δεκτή στο σύστημα διανομής, χωρίς να της ζητηθεί να τηρεί ορισμένες τιμές. Κατά την προσφεύγουσα, είναι αμφίβολο αν, πριν η επιχείρηση Auchan αναλάβει την υποχρέωση αυτή, πληρούσε αναμφισβήτητα τις αντικειμενικές προϋποθέσεις αποδοχής.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η ATF είχε αποκλείσει από τις παραδόσεις την επιχείρηση Auchan για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μπόρεσε και ότι τη δέχτηκε στο σύστημα επιλεκτικής διανομής μόνο μετά από απειλή δικαστικών ενεργειών και αφού το Auchan ανέλαβε την υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις της προσφεύγουσας σχετικά με τις τιμές και να διατηρεί το υπάρχον επίπεδο τιμών.

Κατά την Επιτροπή, σε καμία από τις εσωτερικές εγκυκλίους της ATF δεν αμφισβητείται ότι το Auchan πληρούσε τις προϋποθέσεις σχετικά με την παράδοση εμπορευμάτων (στην εγκύκλιο μάλιστα της 20ής Οκτωβρίου 1978 αυτό βεβαιώνεται σαφώς). Επίσης, δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ότι η επιχείρηση Auchan είχε παραβεί τις εθνικές διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού. Εξάλλου, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι είναι δυνατόν μια αναμφισβήτητα διαπιστωμένη παράβαση των διατάξεων περί ανταγωνισμού να αποτελεί λόγο διακοπής μιας συμβατικής σχέσης, η υπόνοια για μια τέτοια παράβαση, την οποία διατυπώνει ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη και η οποία δεν επιβεβαιώνεται ούτε από δικαστική απόφαση ούτε από σαφείς αποδείξεις, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να δικαιολογήσει την άρνηση παραδόσεως εμπορευμάτων και πολύ περισσότερο τον αποκλεισμό από το σύστημα επιλεκτικής διανομής. Τέλος, η υπόσχεση του Auchan ότι 9α τηρεί «τις τιμές που τηρούνται γενικά στην πόλη» δεν είναι δυνατόν κατά κανένα τρόπο να ερμηνευτεί ως υπόσχεση ότι δεν θα πωλεί σε παράνομες τιμές.

— Mammouth, Τουλούζη

Για την περίπτωση αυτή, όπως και για την προηγούμενη, η AEG ισχυρίζεται ότι η υποχρέωση του Mammouth να μην πωλεί σε τιμές χαμηλότερες από τις πιο χαμηλές τιμές πωλήσεως των ανταγωνιστών του στην ίδια πόλη, εντάσσεται στο πλαίσιο μιας πολιτικής τιμών που είναι σύμφωνη με τους κανόνες περί ανταγωνισμού' αντίθετα, κατά την Επιτροπή, πρόκειται για υποχρέωση, που προστίθεται στις υποχρεώσεις που προβλέπει η σύμβαση επιλεκτικής διανομής ΕΟΚ.

— Iffli, Μετς

Η AEG υποστηρίζει ότι η φράση «ο Iffli ανέλαβε την υποχρέωση να τηρεί τις τιμές μας και μας βεβαιώνει ότι δεν επέλεξε την Telefiinken για να βλάψει την εμπορική της φήμη» έχει κάποια éννοια μόνο αν με τη φράση «τιμές μας» εννοούνται οι τιμές πωλήσεως της ATF προς τους εμπόρους και όχι οι τελικές τιμές πωλήσεως στον καταναλωτή.

Η επιχείρηση Iffli, η οποία ήταν γνωστή στην αγορά για τις δελεαστικές προσφορές της προς προσέλκυση πελατών, δηλαδή πωλούσε συσκευές σε τιμές που, κατά την ATF, ήταν χαμηλότερες από την τιμή κόστους, ανέλαβε τη δέσμευση να μην πουλάει συσκευές Telefunken σε τιμές κατώτερες από την τιμή που τις είχε αγοράσει, δηλαδή να μη βλάψει τη φήμη της Telefunken με δελεαστικές προσφορές εμπορευμάτων που θα ήταν αντίθετες προς το δίκαιο του ανταγωνισμού.

Η AEG αμφισβητεί ακόμη το σημείο 27 της απόφασης, όπου, αναφέρεται ότι η ATF επιδίωκε να επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με τις λιανικές τιμές μεταξύ των λιανοπωλητών Iffli, Darty και Le Roi de la Télé-επίσης η ATF είχε διαβεβαιώσει τον Iffli ότι στην περίπτωση αυτή θα του εξασφάλιζε τη συναίνεση του Darty και του Le Roi de la Télé για την αποδοχή του στο σύστημα διανομής. Στην πραγματικότητα, το έγγραφο της 30ής Ιουνίου 1978, το οποίο κατά τα λοιπά δεν είχε συνέπειες, αποδεικνύει ότι η ATF επιθυμούσε να μη μειώσουν υπερβολικά τις τιμές οι μεταπωλητές της.

Στον ισχυρισμό αυτό η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια των λέξεων, η έκφραση «respecter nos pris» («να τηρεί τις τιμές μας») μπορεί να σημαίνει μόνο την τήρηση των υποδεικνυόμενων τιμών λιανικής πωλήσεως.

Η δήλωση του Iffli ότι επέλεξε την Telefunken όχι με σκοπό να βλάψει τη φήμη της επιχείρησης («casser la marque») και η έκφραση της ATF «qu'il vaut mieux trouver un arrangement de politique de prix maintenus sur la ville de Metz» (πιστεύουμε ότι είναι προτιμότερο να εξευρεθεί κάποια ρύθμιση στο θέμα της πολιτικής της διατηρήσεως των τιμών στην πόλη του Μετς») καταδεικνύουν σαφώς την πρόθεση επιτεύξεως συμφωνίας επί των τιμών μεταξύ των εκεί επιχειρήσεων.

Τέλος η AEG αναφέρει ότι η επιχείρηση Iffli, καθώς και οι επιχειρήσεις Auchan και Mammouth, μετά την αποδοχή της στο σύστημα ακολούθησε μια πολιτική τιμών που κατά κανένα τρόπο δεν μπορεί να δικαιολογήσει την υποψία ότι η επιχείρηση αυτή «ακολουθούσε τις υποδείξεις της προσφεύγουσας σχετικά με τις τιμές και τηρούσε τις ήδη υπάρχουσες τιμές». Η Επιτροπή απαντάει ότι σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις αυτό που έχει σημασία δεν είναι η πολιτική τιμών που πράγματι ακολούθησαν οι επιχειρήσεις μετά την αποδοχή τους στο σύστημα, αλλά μόνο οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτήθηκε η αποδοχή αυτή.

Προστασία των περιοχών πωλήσεων που παρασχέθηκε στη Γαλλία σε ορισμένους εμπόρους λιανικής πωλήσεως

Στο σημείο 29 της απόφασης αναφέρεται ότι «η ATF παραχωρούσε στους εμπόρους που είχε επιλέξει μια ορισμένη περιοχή πωλήσεων για την οποία τους εξασφάλιζε την παντελή απουσία ανταγωνισμού σχετικά με τα προϊόντα Telefunken. Η ATF απέρριπτε όλες τις αιτήσεις αποδοχής στο σύστημα διανομής που προέρχονταν από άλλους εγκατεστημένους στην ίδια περιοχή εμπόρους».

Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού αναφέρονται στην απόφαση πολλές περιπτώσεις, στις οποίες παρασχέθηκε προστασία των περιοχών πωλήσεων στους μεγαλέμπορους Le Roi de la Télé, Radio du Centre, Lama και Schadroff.

— Le Roi de la Télé

H AEG υποστηρίζει ότι στην επιχείρηση Le Roi de la Télé δεν είχε παρασχεθεί καμία προστασία, υπό νομική έννοια, των περιοχών πωλήσεως στο Μετς για τα προϊόντα Telefunken.

Στην πραγματικότητα, η ATF περιορίστηκε να μη ζητήσει με πρωτοβουλία της την προσχώρηση νέων εξειδικευμένων λιανέμπορων στην περιοχή του Μετς, δεχόταν όμως στο σύστημα όλους τους εμπόρους που συγκέντρωναν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις και εξέφραζαν την επιθυμία να γίνουν δεκτοί στο σύστημα διανομής, όπως συνέβη με τις επιχειρήσεις Darty, FNAC, Atlas και Iffli. Μόνο το γεγονός ότι δεν επιδίωξε την προσχώρηση νέων μεταπωλητών σε μια συγκεκριμένη περιοχή δεν είναι δυνατόν να συνιστά παράβαση του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ.

Αντίθετα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα θεώρησε ότι ήταν υποχρεωμένη «να μη συνάψει νέες συμφωνίες στο Μετς με άλλους ειδικευμένους εμπόρους» ως ανταμοιβή για την ιδιαίτερη και μακρόχρονη πίστη του Le Roi de la Télé γεγονός που εξηγεί τη συμπεριφορά της έναντι του Iffli.

Ομοίως, το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις Darty, FNAC και Atlas ήδη είχαν γίνει δεκτές στο σύστημα διανομής πριν από τον Iffli, δεν αποδεικνύει το αντίθετο, επειδή δεν πρόκειται για τοπικούς λιανέμπορους αλλά για αλυσίδες καταστημάτων εγκατεστημένων σε πολλές περιοχές, των οποίων η αποδοχή στο σύστημα διανομής είχε πιθανώς ως συνέπεια την αποδοχή στο σύστημα όλων των υποκαταστημάτων τους.

Η AEG απαντάει ότι αυτές οι αλυσίδες καταστημάτων δεν έγιναν δεκτές σαν σύνολο στο σύστημα επιλεκτικής διανομής, αλλά μόνον όταν και τα υποκαταστήματα τους αυτοτελώς ανταποκρίνονταν στα κριτήρια του εξειδικευμένου εμπορίου.

— Radio du Centre, Lama και Schadroff

Όσον αφορά τις περιπτώσεις αυτές, η AEG ισχυρίζεται ότι, όπως και στην περίπτωση της επιχείρησης Le Roi de la Télé, δεν γεννήθηκε ποτέ θέμα εμπόρων που επιθυμούσαν να γίνουν δεκτοί στο σύστημα διανομής σε μια περιοχή που υπήρχε «εν τοις πράγμασι προστασία των περιοχών πωλήσεως» ελλείψει οποιασδήποτε συγκεκριμένης συμπεριφοράς, είναι πλήρως εσφαλμένα τα συμπεράσματα που συνάγει η Επιτροπή από ορισμένες επιστολές της ATF προς τις αναφερθείσες εταιρίες. Η περίπτωση Chapel που αναφέρει η Επιτροπή δεν έχει καμία σχέση με την προστασία της αποκλειστικότητας που δήθεν παρασχέθηκε.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η πολιτική της ATF υλοποιήθηκε με συγκεκριμένη συμπεριφορά. Έτσι, η πρώτη άρνηση της ATF να δεχθεί στο σύστημα την εταιρία Chapel περιείχε ως αιτιολογία το ότι υπήρχε συμφωνία αποκλειστικότητας με την επιχείρηση Schadroff και η ATF έπαυσε να έχει την αρνητική αυτή στάση μόνο μετά από απειλή δικαστικών ενεργειών.

Εν πάση περιπτώσει τα έγγραφα που υπάρχουν στο φάκελο της δικογραφίας αποδεικνύουν μια πολιτική προστασίας των περιοχών πωλήσεως και την ύπαρξη ανάλογων συμφωνιών με ορισμένους εμπόρους' οι συμφωνίες αυτές αντιβαίνουν στο άρ9ρο 85 ακόμη και αν συνήφθησαν με μορφή που δεν δεσμεύει από νομική άποψη. Υπ' αυτές τις συνθήκες είναι περιττό να απαιτείται ακόμη να αποδειχθεί ότι η άρνηση αποδοχής στο σύστημα διανομής ορισμένων εξειδικευμένων εμπόρων είχε ως αιτιολογία την προστασία των περιοχών πωλήσεως.

ό) Η πολιτική αποδοχής oro σύστημα η οποία ακολουθείται oro Βέλγιο

Όσον αφορά το Βέλγιο, η Επιτροπή βασίζεται σε μία μόνο περίπτωση: στην άρνηση της ATBG να δεχθεί στο δίκτυο διανομής τον έμπορο χονδρικής πωλήσεως Diedericlis.

Στο σημείο 64 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται: «Στο Βέλγιο, η περίπτωση Diedericlis αποδεικνύει ότι για την ATBG αυτό που ήταν σημαντικό για την αναγνώριση των εμπόρων δεν ήταν τα αντικειμενικά κριτήρια, αλλά αποκλειστικά και μόνο η πολιτική τους επί των τιμών και η στάση τους έναντι των παραλλήλων εισαγωγών...».

Η AEG θεωρεί ότι η Επιτροπή έκανε κακή επιλογή της μοναδικής περίπτωσης με την οποία πρέπει να αποδείξει την πολιτική αποδοχής στο σύστημα διανομής που ακολουθούσε η ATBG. Στην περίπτωση του Diedericlis, πρόκειται για έμπορο χονδρικής πωλήσεως που προφανώς δεν συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις του εξειδικευμένου εμπορίου που προέβλεπε η σύμβαση επιλεκτικής διανομής ΕΟΚ. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, εξειδικευμένος έμπορος χονδρικής πωλήσεως είναι εκείνος ο οποίος ασκεί «βοηθητικές λειτουργίες τόσο έναντι του παραγωγού όσο και έναντι του λιανικού εμπορίου με την τακτική εξεύρεση νέων εξειδικευμένων λιανέμπορων και τον ανάλογο εφοδιασμό τους». Ούτε όμως ο εξοπλισμός ούτε το προσωπικό της επιχείρησης Diedericlis της επέτρεπαν την υπό κανονικές συν9ήκες εναποθήκευση και την τακτική προμήθεια ανταλλακτικών. Δεν ήταν επίσης σε 9έση να διατηρεί για λογαριασμό της TFR και της ATBG υπηρεσία εξυπηρετήσεως πελατών και να παρέχει τις υπηρεσίες που απορρέουν από την εγγύηση. Δεν είχε τμήμα δημοσίων σχέσεων, γεγονός που την εμπόδιζε να βρίσκει σε τακτά χρονικά διαστήματα, όπως επιβαλλόταν από τα πράγματα, νέους εμπόρους λιανικής πωλήσεως, κα9ώς και να αναλάβει άλλες 6οη9ητικές λειτουργίες. Ακόμη, δεν ήταν σε 9έση να συμβουλεύει τους μεταπωλητές για την παρουσίαση του προϊόντος, τις παραδόσεις και τις διαφημίσεις, ούτε να ασκεί αυστηρό έλεγχο των αρι9μών όπως απαιτούσε η σύμβαση. Τέλος παραβίαζε συνεχώς το βελγικό δίκαιο περί ανταγωνισμού. Υπ' αυτές τις συν9ήκες, η μόνη δυνατή διαπίστωση ήταν ότι ο Diedericlis δεν συγκέντρωνε καμία από τις βασικές προϋποθέσεις που απαιτούνταν για έναν εξειδικευμένο έμπορο χονδρικής πωλήσεως. Επιπλέον η ATB είχε λάβει κακές πληροφορίες σχετικά με τη φερεγγυότητα του.

Δεδομένου ότι η επιχείρηση Diedericlis δεν είχε γίνει ποτέ δεκτή στο σύστημα επιλεκτικής διανομής, είναι ακατανόητος ο ισχυρισμός της Επιτροπής (σημείο 66 της απόφασης) σύμφωνα με τον οποίο η ATBG είχε ακολουθήσει πολιτική καθορισμού των τιμών της επιχείρησης αυτής.

Αντί9ετα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι από τα έγγραφα που υπάρχουν στο φάκελο της δικογραφίας φαίνεται κα9αρά ότι η πολιτική που ακολουθούσε ο Diedericlis ως προς τις τιμές και η τάση του να προβαίνει σε παράλληλες εισαγωγές έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον αποκλεισμό του από το δίκτυο διανομής της προσφεύγουσας. Ενόψει του γεγονότος ότι η ATBG αρνήθηκε να δεχθεί στο σύστημα διανομής τον Diederichs, επειδή αυτός δεν ήθελε να δεχθεί διαβουλεύσεις ως προς τις τιμές, είναι περιττή μια εκ των υστέρων εξέταση των αντικειμενικών προϋποθέσεων αποδοχής στο σύστημα, η οποία δεν διενεργήθηκε από την ATBG, όταν αυτή όφειλε να τη διενεργήσει για να δικαιολογήσει την άρνησή της.

Κατά την Επιτροπή πάντως, ο Diederichs συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις του εξειδικευμένου εμπορίου. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν παραδείγματος χάρη να υποστηριχθεί ότι δεν διέθετε υπηρεσία εξυπηρετήσεως πελατών και παροχής των υπηρεσιών που απορρέουν από την εγγύηση, δεδομένου ότι σύμφωνα με το σημείο II, στοιχείο 6) της σύμβασης επιλεκτικής διανομής ΕΟΚ τα καθήκοντα ενός εξειδικευμένου εμπόρου χονδρικής πωλήσεως συνίστανται μόνο «στην τακτική εξεύρεση νέων εξειδικευμένων λιανέμπορων και στον ανάλογο εφοδιασμό τους». Επίσης, στην παραπάνω σύμβαση επιλεκτικής διανομής ΕΟΚ δεν υπάρχει διάταξη, με την οποία οι εξειδικευμένοι έμποροι χονδρικής πωλήσεως να υποχρεούνται να διαθέτουν τμήμα δημοσίων σχέσεων. Ακόμη, δεν είναι κατανοητό γιατί ο Diederichs, που διέθετε 32 συνεργάτες, δεν θα ήταν σε θέση να διεξάγει αυστηρό έλεγχο των αριθμών, ο οποίος στην ουσία συνίσταται απλώς στην εγγραφή σε ένα βιβλίο των συσκευών που πωλούνται σε κάθε πελάτη.

Ως προς τις δήθεν παραβάσεις του δικαίου περί ανταγωνισμού, η Επιτροπή παρατηρεί ότι μόνο αυτό το γεγονός δεν δικαιολογεί την άρνηση αποδοχής στο σύστημα διανομής εκ μέρους του παραγωγού.

4. Η αιτίαση σχετικά με τον αθέμιτο επηρεασμό των τιμών

α) Άμεσος επηρεασμός των τιμών

i. Επηρεασμός των τιμών στη Γερμανία

— Suma στο Μόναχο

Στο σημείο 40 της απόφασης αναφέρεται ότι η επιχείρηση Suma στο Μόναχο υποσχέθηκε στο γραφείο πωλήσεων της AEG στο Μόναχο το 1977 «να μην επηρεάσει την κατεύθυνση των τιμών αλλά, το πολύ, να ακολουθεί τη χαμηλότερη τιμή στην αγορά, και, κατά το δυνατόν, να εφαρμόζει τιμές που να βρίσκονται μεταξύ των μέσων τιμών των καταστημάτων και των χαμηλότερων τιμών...».

Η AEG αμφισβητεί την ορθότητα του ισχυρισμού αυτού. Η συζήτηση με την επιχείρηση Suma, στην οποία βασίζεται το παραπάνω απόσπασμα της απόφασης, ήταν μια απλή συζήτηση σχετικά με τις τιμές, απ' αυτές που διεξάγονται καθημερινά σε πολυάριθμες περιπτώσεις μεταξύ των παραγωγών και των εμπόρων και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν ο έμπορος υπάγεται ή όχι στο σύστημα επιλεκτικής διανομής. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, το γραφείο πωλήσεων του Μονάχου δεν επιδίωξε κατά κανένα τρόπο να προτρέψει την επιχείρηση Suma να υιοθετήσει ορισμένη συμπεριφορά σχετικά με τις τιμές.

Η ίδια η επιχείρηση Suma επιβεβαίωσε ρητά στη συνέχεια, μέσω του διαχειριστή της Waltenberger, ότι ήταν πλήρως ελεύθερη ως προς τη διαμόρφωση των τιμών. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τη διευκρίνιση του Waltenberger επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά την προκατάληψη της.

Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι από το σημείωμα του γραφείου πωλήσεων του Μονάχου, της 20ής Απριλίου 1977, σχετικά με τη συνομιλία, φαίνεται καθαρά ότι συνήφθη συμφωνία ως προς τις τιμές με την επιχείρηση Suma. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα θεωρεί τη συμφωνία αυτή ως το αποτέλεσμα μιας απολύτως συνήθους συνομιλίας σχετικά με τις τιμές, αποδεικνύει απλώς ότι δεν μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ επηρεασμού των τιμών ή συμφωνίας ως προς τις τιμές, που περιορίζουν και οι δύο τον ανταγωνισμό, και υποδείξεων που δεν δεσμεύουν σχετικά με τις τιμές. Την ύπαρξη της συμφωνίας αυτής επιβεβαίωσε ο διαχειριστής της επιχείρησης Suma, Waltenberger σε αντιπρόσωπο της Επιτροπής κατά τη διάρκεια συνομιλίας το Σεπτέμβριο του 1980 από τη διευκρίνιση που απέστειλε στη συνέχεια ο Waltenberger στο δικαστικό πληρεξούσιο της προσφεύγουσας δεν φαίνεται να αλλάζει ουσιαστικά η άποψη που εξέφρασε για πρώτη φορά, ιδίως αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο Waltenberger δεν ανακάλεσε ποτέ τη δήλωση του ενώπιον της Επιτροπής.

— Holder στο Günzburg

Στο σημείο 41 της απόφασης αναφέρεται ότι υπήρξε επηρεασμός των τιμών του λιανέμπόρου Holder στο Günzburg, αφού, όπως συνάγεται από το σημείωμα της 30ής Νοεμβρίου 1976 του γραφείου πωλήσεων του Μονάχου, το εν λόγω γραφείο του εξήγησε εκτενώς με ποιο τρόπο έπρεπε να καθορίζει τις τιμές του.

Ως προς το σημείο αυτό η AEG ισχυρίζεται ότι από το παραπάνω σημείωμα δεν συνάγεται κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει ότι η AEG επηρέασε τις τιμές και ακόμη λιγότερο ότι χρησιμοποίησε το σύστημα επιλεκτικής διανομής ως μέσο πιέσεως.

Αντίθετα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι το γραφείο πωλήσεων του Μονάχου «εξήγησε εκτενώς» στον Holder «με ποιο τρόπο έπρεπε να καθορίζει τις τιμές του» επιτρέπεται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ασκήθηκε αθέμιτος επηρεασμός της διαμόρφωσης των τιμών του εν λόγω εμπόρου λιανικής πωλήσεως.

ii. Καθορισμός και ισχύς ορισμένης τιμής στη βελγική αγορά

Στο σημείο 66 της απόφασης αναφέρεται: «Στο Βέλγιο, ένα από τα μέσα για την επιρροή επί των εμπόρων κατά τον καθορισμό των τιμών πωλήσεων τους, συνίστατο στον εκ μέρους της ATBG καθορισμό τιμής αγοράς με την οποία έπρεπε να ευθυγραμμίζονται οι συμβεβλημένοι έμποροι και από την οποία ηδύναντο να αφίστανται μόνο εντός ορισμένου ανωτάτου και κατωτάτου ορίου.»

Η AEG ισχυρίζεται ότι οι βέλγοι έμποροι ήταν και είναι τελείως ελεύθεροι κατά τον καθορισμό των τιμών πωλήσεως. Εξάλλου, καμία νομική διάταξη δεν εμποδίζει την ATBG να υποδείξει στους ειδικευμένους μεταπωλητές της την τιμή αγοράς που θεωρεί ως πιθανή. Η μεγάλη πλειοψηφία των εμπόρων είναι ικανοποιημένη όταν μπορεί να βασίζεται σε μια υποδεικνυόμενη (και όχι αναγκαστική) μέση τιμή για να υπολογίσει τις τιμές πιολήσεως.

Η Επιτροπή απαντά ότι η ύπαρξη πολιτικής επηρεασμού των τιμών στο Βέλγιο προκύπτει από τα πρακτικά της ATBG της 19ης Δεκεμβρίου 1978, τα οποία αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα ανεχόταν διακυμάνσεις των τιμών μόνο εντός καθορισμένων ορίων, καθώς και από την περίπτωση του εμπόρου Verbinnen.

— Η περίπτωση Verbinnen στο Lubbeek

Κατά την AEG τα γεγονότα που αναφέρθηκαν από την Επιτροπή δεν επιτρέπουν κατά κανένα τρόπο το συμπέρασμα ότι η ATBG άσκησε πίεση στον Verbinnen.

Ούτε από την απάντηση του Verbinnen της 3ης Νοεμβρίου 1980 σε μια πρώτη αίτηση πληροφοριών της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 1980, ούτε από την απάντηση της 27ης Νοεμβρίου 1980 σε νέες ερωτήσεις της Επιτροπής συνάγεται ότι ασκήθηκε πίεση στον Verbinnen για να εφαρμόσει τις τιμές που είχε καθορίσει η ATBG. Στην πραγματικότητα ο Verbinnen εξακολουθούσε να συμμετέχει στο σύστημα επιλεκτικής διανομής AEG-Telefunken, παρότι είχε αρνηθεί να ακολουθήσει τις υποδείξεις της ATBG ως προς τις τιμές. Συνεπώς δεν είναι ακριβές ότι η ATBG επέβαλε στον Verbinnen μια καθορισμένη τιμή αγοράς.

Αντίθετα, κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι οι υπάλληλοι της ATBG επισκέφθηκαν προσωπικά τον Verbinnen για να τον υποχρεώσουν να τηρήσει τις υποδεικνυόμενες τιμές αποτελεί άσκηση πίεσης.

iii. Επηρεασμός των τιμών στη Γαλλία

Στα σημεία 42-47 και 67 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι και η γαλλική θυγατρική εταιρία της AEG, η επιχείρηση ATF, επενέβη στην ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών των εξειδικευμένων εμπόρων που ανήκαν στο σύστημα επιλεκτικής διανομής (Darty, Camif, FNAC, Cart και Capoferm) ζητώντας τους να συνάψουν συμφωνίες σχετικά με τις τιμές και να αποφύγουν ανταγωνισμό ως προς τις τιμές.

Πριν εξετάσει τις ατομικές περιπτώσεις, η AEG παρατηρεί γενικά ότι είναι αυτονόητο ότι έγιναν συνομιλίες μεταξύ της ATF και των διαφόρων εμπόρων σχετικά με τις τιμές αγοράς και πωλήσεως. Οι συνομιλίες αυτές όμως είναι απαραίτητες για να μπορέσουν οι έμποροι να διαμορφώσουν γνώμη για την τιμή πωλήσεως που είναι δυνατόν να επιτευχθεί στην αγορά, αφού ληφθεί υπόψη ο μέσος όρων όλων των τιμών πωλήσεως μιας συγκεκριμένης συσκευής, και δεν είναι απαράδεκτες από νομική άποψη ούτε μέσα στο πλαίσιο ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής ούτε εκτός του συστήματος αυτού.

— Darty και FNAC

Η AEG αναφέρει ότι η αλυσίδα καταστημάτων λιανικής πωλήσεως Darty οργάνωσε το Μάιο 1978 περίοδο εκπτώσεων με σκοπό την προώθηση των πωλήσεων, που η ίδια είχε ορίσει ότι θα διαρκούσε μέχρι την 31η Μαΐου 1978, ημερομηνία μετά την οποία είχε αποφασιστεί η επάνοδος στις προηγούμενες τιμές.

Η επιστολή της ATF της 26ης Μαΐου 1978, που περιέχεται στο σημείο 42 της απόφασης, αναφέρεται απλώς στην κατάσταση αυτή στο πλαίσιο αυτό, η έκφραση «remonter les prix» («να αυξήσει τις τιμές») σημαίνει μόνο ότι η επιχείρηση Darty είχε την πρόθεση, μετά το πέρας της εκστρατείας προωθήσεως των πωλήσεων, να επαναφέρει τις προηγούμενες τιμές και όχι ότι είχε αναλάβει την υποχρέωση να «ευθυγραμμίσει τις τιμές λιανικής πωλήσεως προϊόντων Telefunken με το επίπεδο τιμών που καθορίστηκε κατόπιν κοινής συμφωνίας με την ATF».

Το ίδιο ισχύει και για τη FNAC, μια άλλη αλυσίδα καταστημάτων, η οποία κατά τη διάρκεια της εκστρατείας αυτής είχε προσαρμόσει τις τιμές της στις τιμές του Darty.

Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι το Darty ανέλαβε την υποχρέωση «να αυξήσει τις τιμές του» («à remonter les prix») αποδεικνύει την ύπαρξη συμφωνίας.

— Camif και Cart

Όσον αφορά τις επιχειρήσεις Camif και Cart (επιχειρήσεις πωλήσεων δι' αλληλογραφίας, οι οποίες εκδίδουν καταλόγους για τα μέλη τους), η AEG ισχυρίζεται ότι η ATF περιορίστηκε να τις πληροφορήσει το καλοκαίρι του 1978 ότι οι τιμές αγοράς θα αυξάνονταν από την 1η Σεπτεμβρίου 1978, για να είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη κατά τη σύνταξη των χειμερινών καταλόγων.

Με αυτή τη σκέψη η επιχείρηση ATF ζήτησε στις δύο επιχειρήσεις να ανεβάσουν τις τιμές που θα περιλαμβάνονται στους παραπάνω καταλόγους, αφού παρατήρησε ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν είχαν λάβει υπόψη την προβλεπόμενη αύξηση των τιμών.

Ως προς το σημείο αυτό η Επιτροπή τονίζει ότι στις εσωτερικές εγκυκλίους της ATF σχετικά με τις περιπτώσεις αυτές δεν γίνεται καθόλου λόγος για αύξηση των τιμών εκ μέρους του παραγωγού ούτε για πλάνη του πελάτη κατά τον καθορισμό των τιμών.

6) Έμμεσος επηρεασμός των τιμών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Στο σημείο 49 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι «κατά τις συζητήσεις του με την εταιρία Suma... το γραφείο πωλήσεων AEG του Μονάχου υποσχέθηκε στην τελευταία πριμ καλής συμπεριφοράς ίσο προς 2 % του κύκλου εργασιών της» και ότι «πριν ακόμη το πριμ αυτό χορηγηθεί στη Suma της επεστήθη η προσοχή επί της σημασίας που έχει η εφαρμογή της τιμής της αγοράς στα καταστήματά της.»

Η AEG υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ του «πριμ καλής συμπεριφοράς» που χορηγήθηκε στην επιχείρηση Suma και της τήρησης εκ μέρους της Suma των τιμών που υπέδειξε η TFR δεν έχει κανένα έρεισμα. Στο σημείωμα της TFR του Μονάχου, της 20ής Απριλίου 1977, στο οποίο η Επιτροπή στηρίζει τον ισχυρισμό της, δεν γίνεται πουθενά λόγος για καλή συμπεριφορά σχετικά με τις τιμές· εξάλλου, το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της συνομιλίας σχετικά με τις τιμές και του πριμ αποδεικνύεται από το ότι η συνομιλία αναφέρεται στο σημείο 2 στη σελίδα 1, ενώ αντίθετα το πριμ αναφέρεται στο σημείο 12 στη σελίδα 3 του σημειώματος. Στην πραγματικότητα το πριμ καλής συμπεριφοράς δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια συμπληρωματική έκπτωση που δεν προβλέπεται από τους όρους της συμβάσεως επιλεκτικής διανομής και ονομάστηκε έτσι από το γραφείο πωλήσεων του Μονάχου μόνο για να είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο της εσωτερικής διαχείρισης έναντι της TFR.

Όσον αφορά την πρόταση του γραφείου πωλήσεων του Μονάχου, της 22ας Δεκεμβρίου 1976, που σύμφωνα με την Επιτροπή αποτελεί συγκεκριμένη έκφραση της πολιτικής που ακολουθήθηκε ιδιαίτερα στην περίπτωση Suma, πρόκειται μόνο για πρόταση ενός συνεργάτη της TFR, του John. Η TFR δεν δέχθηκε την πρόταση αυτή. Συνεπώς η εν λόγω πρόταση δεν παίζει κανένα ρόλο στην υπό κρίση υπόδεση.

y) Άλλες ατομικές περιπτώοεις

Στο σημείο 67 της απόφασης αναιρέρεται μεταξύ άλλων ότι «... τα μέτρα που ελάμβανε η TFR έναντι των εμπόρων οι οποίοι δεν τηρούσαν το επίπεδο τιμών που όριζε η TFR και προκαλούσαν ως εκ τούτου “διαταράξεις στον τομέα των τιμών” ... αποδεικνύουν μέχρι ποίου σημείου η TFR ενδιαφερόταν για την εφαρμογή των τιμών λιανικής πωλήσεως που επι9υμούσε.» Ως προς το σημείο αυτό, η απόφαση παραπέμπει στις περιπτώσεις Wilhelm, Schlembach, Gruoner, Südschall, Massa-Markte, Kaufhof και Herde.

Κατά την AEG, το εσφαλμένο του ισχυρισμού αυτού συνάγεται ήδη από τα έγγραφα που αναφέρονται στην απόφαση, σε κανένα από τα οποία δεν γίνεται λόγος για «μέτρα που ελάμβανε η TFR έναντι των εμπόρων». Αντί9ετα στα έγγραφα αυτά εκφράζονται σκέψεις των υπευ9ύνων της επιχείρησης για την οργάνωση των πωλήσεων σχετικά με διάφορες εξελίξεις της αγοράς και συνεπώς δεν είναι επιλήψιμα από την άποψη της νομοθεσίας περί συμφωνιών επιχειρήσεων. Εξάλλου, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση οποιασδήποτε εύλογης πολιτικής πωλήσεων να ενημερώνεται διαρκώς ο παραγωγός για τις τιμές που το δίκτυο διανομής του διαπιστώνει στην αγορά για τα ίδια του τα προϊόντα. Η επιμελής παρακολούθηση των τιμών της αγοράς είναι ιδιαίτερα αναγκαία για τον παραγωγό που, όπως η TFR, βασίζεται στο εξειδικευμένο εμπόριο- στην περίπτωση αυτή, οι ασυνήθιστα χαμηλές τιμές μπορεί να σημαίνουν ότι αυτός που πουλάει φθηνά δεν προσφέρει πλέον στους πελάτες τις πολυέξοδες παροχές μετά την πώληση ή τις αναγκαίες συμβουλές, πράγματα που χαρακτηρίζουν το εξειδικευμένο εμπόριο. Προβαίνοντας σε μια τέτοια εξέταση, η TFR εκπλήρωσε απλώς την υποχρέωση της να μη δημιουργεί διακρίσεις εις βάρος των εξειδικευμένων εμπόρων που συμμοφώνονται με τη σύμβαση επιλεκτικής διανομής.

Κατά την Επιτροπή, οι αναφερθείσες περιπτώσεις αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα προσπάθησε και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να διατηρήσει το επίπεδο τιμών λιανικής πωλήσεως που επιθυμούσε και ότι, όταν έκρινε σκόπιμο, χρησιμοποίησε ή επιχείρησε να χρησιμοποιήσει διάφορα μέσα για να υποχρεώσει σε πειθαρχία τους μεταπωλητές που εφάρμοζαν επιθετική πολιτική τιμών.

Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας επιβεβαιώνει, κατά την Επιτροπή, ότι είχε πιστέψει ότι όφειλε, προς το συμφέρον του συστήματος επιλεκτικής διανομής, να επιβλέπει τη συμπεριφορά των μεταπωλητών της ως προς τις τιμές και τα περιθώρια κέρδους τους. Δεν είναι όμως καθήκον του παραγωγού να επεμβαίνει στην ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών από τους εμπόρους και στους υπολογισμούς των εξόδων τους. Σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο περί αθέμιτου ανταγωνισμού, δεν θεωρείται αθέμιτη η μεταπώληση χωρίς κέρδος, ακόμη και σε τιμή κατώτερη της τιμής αγοράς. Η ύπαρξη τέτοιων πωλήσεων δεν επιτρέπει τη συναγωγή του γενικότερου συμπεράσματος ότι ο μεταπωλητής δεν συμμορφώνεται όπως πρέπει στις υποχρεώσεις που υπέχει από τη σύμβαση επιλεκτικής διανομής. Η πρακτική της προσφεύγουσας να εξακριβώνει αν πληρούνται τα κριτήρια του εξειδικευμένου εμπορίου όταν — και σχεδόν μόνο όταν — διαπιστώνει ότι οι τιμές ενός εμπόρου διαταράσσουν την αγορά, ώστε με τον τρόπο αυτό να μπορεί να ασκήσει πίεση στον έμπορο να αυξήσει τις τιμές του, κατά κανόνα είναι η αιτία της παράβασης των κανόνων περί ανταγωνισμού που ισχύουν για το σύστημα επιλεκτικής διανομής.

Επί των παρατηρήσεων της Επιτροπής σχετικά με τη γερμανική νομοθεσία, η AEG παρατηρεί ότι η εν λόγω νομοθεσία θεωρεί ως θεμιτές τις απλώς προσωρινές ή επ' ευκαιρία πωλήσεις σε τιμή κατώτερη της τιμής κόστους ή της τιμής αγοράς, αλλά όχι τις συνεχείς ή επαναλαμβανόμενες πωλήσεις σε τιμή κατώτερη από τις εν λόγω τιμές.

— Wilhelm

Κατά την AEG, η επιχείρηση Wilhelm, που από το 1976 προέβαινε σε προσφορές εμπορευμάτων σε χαμηλές τιμές, την εποχή αυτή ήταν ως γνωστόν σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση. Συνεπώς ήταν πολύ λογική η ενέργεια της TFR να βεβαιωθεί ότι οι τιμές του Wilhelm ήταν απλώς συνέπεια ενός συνήθους ανταγωνισμού και ότι δεν επρόκειτο για «ξεπούλημα».

Η Επιτροπή αναφέρει ότι με την επιστολή της TFR της 22ας Ιουλίου 1976, που αναφέρεται στο σημείο 50 της απόφασης, επικρίνονται οι τιμές του Wilhelm που δημιουργούν διαταραχές στην αγορά και ζητείται έμμεσα να ληφθούν μέτρα κατά της καταστάσεως αυτής. Από την επιστολή αυτή δεν συνάγεται ότι υπάρχουν ανησυχίες ως προς τη φερεγγυότητα του Wilhelm.

— Schlembach

Όσον αφορά την επιχείρηση αυτή, η AEG διευκρινίζει ότι στην «ενίοτε ζωηρή» συζήτηση μεταξύ του Schlembach και της TFR το θέμα δεν ήταν οι τιμές, αλλά η νομιμότητα μιας εκστρατείας προωθήσεως των πωλήσεων, η οποία κατά την TFR δεν ήταν σύμφωνη με το γερμανικό δίκαιο περί ανταγωνισμού.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε καμία απόδειξη ότι οι διαφημίσεις του Schlembach μέσω του τόπου συνιστούσαν, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο περί ανταγωνισμού, απαγορευμένη πρωτοβουλία. Από τη δικογραφία συνάγεται ακόμη ότι η TFR είχε ασκήσει άμεση πίεση στον Schlembach και του απηύθηνε απειλές σχετικά με την περαιτέρω συνεργασία.

Το σημείωμα του γραφείου πωλήσεων του Dortmund, της 30ής Σεπτεμβρίου 1977 (σημείο 51 της απόφασης), αποδεικνύει τουλάχιστον ότι ορισμένοι συνεργάτες της προσφεύγουσας ζήτησαν από το γραφείο πωλήσεων της Κολωνίας να επέμβει κατά των τιμών του Schlembach και «να χαλιναγωγήσει» τον εν λόγω έμπορο.

— Groner και Südschall, Massa-Märkte, Kaufhof (Kassel) και Hertie (Φραγκφούρτη)

Η AEG παρατηρεί καταρχάς ότι τα ονόματα των Gruoner και Südschall παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην απόφαση και δεν ανεφέρθηκαν στη γνωστοποίηση αιτιάσεων. Εξάλλου, όσον αφορά τις περιπτώσεις αυτές, αξίζει να σημειωθεί ότι οι τύποι των συσκευών που πωλούνταν από τους Gruoner και Südschall δεν καλύπτονταν από το σύστημα της επιλεκτικής διανομής. Εξάλλου, αναφέροντας ότι οι τιμές των δύο αυτών εμπόρων χονδρικής πωλήσεων επέφεραν διαταραχή στην αγορά, το γραφείο πωλήσεων απλώς διαπίστωσε ένα πραγματικό γεγονός.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η έκθεση του γραφείου πωλήσεων του Mannheim, της 31ης Οκτωβρίου 1978, που αναφέρεται στο σημείο 52 της απόφασης, χαρακτηρίζει ρητά ως διατάραξη των συνθηκών της αγοράς τις τιμές των προαναφερθέντων εμπόρων χονδρικής πωλήσεως, διευκρινίζοντας, εν πάση περιπτώσει, ότι όσον αφορά τις επιχειρήσεις Massa-Märkte, Kaufhoff (Kassel) και Henie (Φραγκφούρτη) η τάξη αποκαταστάθηκε μόνο κατόπιν επίμονων προσπαθειών.

Γ — Οι παρατηρήσεις της AEG σχετικά με τη συνδρομή των προΰποθέσεων εφαρμογής τον άρθρον 85 της συνθήκης ΕΟΚ και η αντίκρουση της Επιτροπής

1. Μονομερής χαρακτήρας των ενεργειών της AEG

Η AEG παρατηρεί καταρχάς ότι, ακόμη και αν η Επιτροπή είχε κάνει σωστή περιγραφή των «περιπτώσεων» που αναφέρονται στην απόφαση — πράγμα που δεν συνέβη — στην προκειμένη περίπτωση δεν 9α πληρούνταν η αντικειμενική υπόσταση των συμφωνιών, αποφάσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ.

Πράγματι, αυτές οι ατομικές περιπτώσεις οφείλονται, το πολύ, σε μονομερείς ενέργειες της προσφεύγουσας ή των θυγατρικών εταιριών της. Αυτές οι μονομερείς ενέργειες δεν εμπίπτουν στο άρθρο 85, παράγραφος 1. Το ίδιο ισχύει και για τις συστάσεις σχετικά με τις τιμές, που αποτελούν επίσης μονομερείς ενέργειες.

Εφόσον όμως οι μονομερείς ενέργειες επιτρέπονται σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 1, δεν είναι δυνατόν να αποτελούν απόδειξη αθέμιτης εφαρμογής του συστήματος επιλεκτικής διανομής. Δεδομένου ότι οι «ατομικές περιπτώσεις» που κατασκεύασε η Επιτροπή δεν συνιστούν παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, δεν έχουν, στο σύνολό τους, καμία σημασία για τη νομική εκτίμηση του συστήματος επιλεκτικής διανομής.

Ελλείψει διμερών ή πολυμερών συμβάσεων, αποφάσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών, είναι δυνατόν να υπάρξει κατάχρηση της χορηγηθείσας απαλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, η οποία μπορεί να απαγορεύεται, αλλά δεν μπορεί γι' αυτή να επιβληθεί πρόστιμο.

Σχετικά με τα ανωτέρω, η Επιτροπή απαντάει ότι ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι οι ατομικές περιπτώσεις αποτελούν παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1. Στην πραγματικότητα η αιτίαση της συνίσταται στο ότι όλα αυτά τα διάφορα μονομερή μέτρα αποτελούν το στοιχείο που καθιστά το σύστημα επιλεκτικής διανομής αντίθετο προς το κοινοτικό δίκαιο. Η παράβαση του άρθρου 85 συνεπώς συνίσταται όχι στις ατομικές περιπτώσεις, αλλά στην παράνομη εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής στο σύνολό του.

Αν ήταν ορθή η άποψη της προσφεύγουσας, σύμφωνα με την οποία δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, επειδή ή καθόσον τουλάχιστον πρόκειται για μονομερείς πράξεις, αυτό θα σήμαινε ότι η πολιτική αποδοχής στο σύστημα επιλεκτικής διανομής που δημιουργεί διακρίσεις είναι σύμφωνη με το άρθρο 85 και ότι δεν έχει καμία νομική αξία η αρχή της επιλογής των μεταπωλητών βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ποιοτικής φύσεως και της χωρίς διακρίσεις εφαρμογής των προϋποθέσεων αποδοχής στο σύστημα διανομής, αρχή που αναγνώρισε το Δικαστήριο με την απόφαση του Metro, της 25ης Οκτωβρίου 1977.

Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί σκόπιμο να υπενθυμίσει ότι, τουλάχιστον ως προς τον καθορισμό των τιμών, η πολιτική της προσφεύγουσας συχνά συνίστατο σε συμφωνίες που συνήπτε με τους εμπόρους ή σε εναρμονισμένες πρακτικές που πιθανώς εμπίπτουν απευθείας στο άρθρο 85.

2. Η προσακτόμενη συμπεριφορά δεν είναι ομοιόμορφη

Ένα άλλο επιχείρημα που προβάλλει η AEG συνίσταται στο ότι, ακόμη και αν η AEG ή μια από τις θυγατρικές της εταιρίες παρέβη το άρθρο 85, παράγραφος 1, πρόκειται για μεμονωμένη και σπάνια παρουσιαζόμενη εσφαλμένη απόφαση. Οι αντικειμενικά εσφαλμένες αποφάσεις, αυτές που λαμβάνονται μερικές φορές, είναι αναπόφευκτες και δεν είναι δυνατόν να θέτουν υπό αμφισβήτηση την ορθή εφαρμογή του συστήματος. Η επιβολή προστίμων για μερικές, πολύ λίγες μεμονωμένες παραβάσεις, που συνεπώς δεν υπάγονται σε ενιαία κατηγορία, σημαίνει ότι απαιτείται από την προσφεύγουσα να καταβάλλει υπερβολική επιμέλεια.

Η Επιτροπή απαντάει ότι οι ατομικές περιπτώσεις που αναφέρονται στην απόφαση, σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν μεμονωμένες εσφαλμένες αποφάσεις που είναι σχεδόν αναπόφευκτες σε κάθε σύστημα επιλεκτικής διανομής με μεγάλο αριθμό εμπόρων, αλλά στην πραγματικότητα είναι συνέπεια της πολιτικής της προσφεύγουσας σχετικά με τη διανομή. Ο σχετικά μικρός αριθμός των περιπτώσεων αυτών δεν δικαιολογεί κανένα άλλο συμπέρασμα, αφού ένας παραγωγός μπορεί να μετατρέψει ένα καθαυτό νόμιμο σύστημα διανομής σε απαγορευμένο σύστημα που θίγει τον ανταγωνισμό, όταν λαμβάνει ειδικά μέτρα κατά σημαντικών εμπόρων, τους οποίους θεωρεί «ότι διαταράσσουν την αγορά». Αυτό ακριβώς συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.

3. Η προσαπτόμενη συμπεριφορά δεν μπορεί να καταλογιστεί στην AEG

Η AEG θεωρεί ότι είναι απαράδεκτο να καταλογίζεται οποιαδήποτε παράβαση που ενδεχόμενα διεπράχθη στην AEG-Telefunken, η οποία ποτέ δεν αναμείχθηκε σαν ανεξάρτητη επιχείρηση στην εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής από την TFR, την ATF ή την ATBG. Οι συμβάσεις επιλεκτικής διανομής συνήφθησαν μεταξύ της προσφεύγουσας και των μεταπωλητών για το λόγο και μόνο ότι η Telefunken πουλάει τα προϊόντα της χρησιμοποιώντας την οργάνωση πωλήσεων της προσφεύγουσας. Η συμπεριφορά και η πολιτική που ακολουθείται στον τομέα της διανομής των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας από τον όμιλο AEG-Telefunken είναι υπόθεση μόνο της Telefunken.

Η Επιτροπή αντικρούει τον ισχυρισμό αυτό. Αναφέρει ότι η προσφεύγουσα και οι θυγατρικές της εταιρίες πρέπει να θεωρηθούν ως οικονομική ενότητα. Η προσφεύγουσα, ως μητρική εταιρία, οφείλει να δεχθεί να της καταλογιστεί η συμπεριφορά των θυγατρικών της εταιριών, παρά το γεγονός ότι έχουν χωριστή νομική προσωπικότητα. Ένας ακόμη λόγος που συνηγορεί υπέρ του καταλογισμού είναι ότι η TFR, παραδείγματος χάρη, είναι θυγατρική εταιρία της AEG-Telefunken κατά 100 %.

4. Μη δημιουργία εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο

Η AEG ισχυρίζεται ακόμη ότι είναι αδικαιολόγητη η κατηγορία ότι επηρέασε το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Συγκεκριμένα, το σύστημα επιλεκτικής διανομής δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και άλλωστε η Επιτροπή δεν κατάφερε να αποδείξει ότι οι έμποροι που δήθεν υπέστησαν τις διακρίσεις συμμετείχαν στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ή ήταν σε θέση να συμμετέχουν. Ακόμη, όσον αφορά τον τομέα των έγχρωμων τηλεοράσεων, μπορεί ήδη εκ των προτέρων να αποκλειστεί σε μεγάλο βαθμό η παρεμπόδιση του ενδοκοινοτικού εμπορίου και ιδίως των παράλληλων εισαγωγών, επειδή η χρησιμοποίηση διαφορετικών συστημάτων στις ενδιαφερόμενες χώρες (σύστημα SECAM στη Γαλλία και σύστημα PAL στη Γερμανία) αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για το εμπόριο μεταξύ των χωρών αυτών.

Η Επιτροπή αντικρούει τον ισχυρισμό αυτό της προσφεύγουσας ισχυριζόμενη ότι δεν είναι το σύστημα επιλεκτικής διανομής που επηρεάζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο, αλλά η παράνομη εφαρμογή του στην πράξη, λόγω της οποίας αποκλείονται από το σύστημα οι έμποροι που ήδη είχαν πραγματοποιήσει ενδοκοινοτικές συναλλαγές ή ήταν πλήρως σε θέση να το κάνουν. Ναι μεν οι διαφορές τεχνικής φύσεως είναι δυνατό να δυσχεράνουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο, δεν το καθιστούν όμως αδύνατο. Εξάλλου, δεν υπάρχει κανένα σημαντικό τεχνικό πρόβλημα για τα άλλα προϊόντα του προγράμματος πέντε αστέρων, εκτός από τις έγχρωμες τηλεοράσεις.

Α — Το ύψος του προστίμου και οι τόκοι

Τέλος, η AEG ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν είναι δυνατό να αποδειχτεί η ευθύνη της προσφεύγουσας για ορισμένες μεμονωμένες ατομικές περιπτώσεις, το πρόστιμο είναι υπερβολικά υψηλό σε σχέση με τις μικρο-παραβάσεις για τις οποίες θα μπορούσε να πρόκειται στην παρούσα υπόθεση.

Εν πάση περιπτώσει, το πρόστιμο δεν πρέπει να προσαυξάνεται με τόκους, εφόσον στο κοινοτικό δίκαιο δεν υπάρχει νομική δάση για μια τέτοια υποχρέωση καταβολής τόκων.

Η Επιτροπή απαντάει ότι δεν είναι δυσανάλογο το ποσό του προστίμου, επειδή, αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν αποτελεί κύρωση για μια σειρά ατομικών περιπτώσεων, αλλά για την αντίθετη προς το δίκαιο του ανταγωνισμού μακρόχρονη εφαρμογή ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής σε ένα σημαντικό τομέα και σε πολλά κράτη μέλη της Κοινότητας. Το ποσό του προστίμου επίσης δεν είναι δυσανάλογο προς τον κύκλο εργασιών της AEG-Telefunken είναι χαμηλότερο από το 0,5 % του ετήσιου κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα εντός της Κοινότητας επί των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της σύμβασης.

Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσαύξηση του προστίμου με τόκους δικαιολογείται από την ανάγκη να μη δημιουργείται διάκριση σε βάρος των επιχειρήσεων που καταβάλλουν το πρόστιμο αυτό μόλις γίνει απαιτητό, σε σχέση με τις επιχειρήσεις που επιτυγχάνουν την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης και έτσι να αποφευχθεί οποιαδήποτε ενθάρρυνση για περιττές δικαστικές διαδικασίες.

ΙV — Προφορική διαδικασία

Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους στη συνεδρίαση της 22ας Φεβρουαρίου 1983.

Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του στη συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου 1983.

Σκεπτικό

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Μαρτίου 1982, η επιχείρηση Allgemeine Elektricitäts-Gesellschaft AEG-Telefunken AG (στο εξής: AEG), με έδρα τη Φραγκφούρτη επί του Μάιν, άσκησε, δυνάμει του άρ9ρου 173, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της απόφασης 82/267 της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 6ης Ιανουαρίου 1982, που αναφέρεται σε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ (IV/28.748 — AEG-Telefunken).

2

Η προσφεύγουσα, ανώνυμη εταιρία διεπόμενη από το γερμανικό δίκαιο, ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την ανάπτυξη, κατασκευή και διανομή ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας (δεκτών τηλεοράσεως, ραδιοφώνων, μαγνητοφώνων, ηλεκτροφώνων και οπτικοακουστικών συσκευών). Τα προϊόντα αυτά κατασκευάζονται και διανέμονται από το 1970 από τη θυγατρική εταιρία της AEG, την Telefunken Fernseh- und Rundfunk GmbH (στο εξής: TFR), η οποία αποτελεί, από την 1η Ιουνίου 1979, ανεξάρτητο επιχειρηματικό κλάδο της AEG. Η διανομή των προϊόντων Telefunken γίνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μέσω των γραφείων πωλήσεων ή των υποκαταστημάτων της AEG και στα άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας από τις θυγατρικές εταιρίες της AEG που είναι επιφορτισμένες σε κάθε χώρα με τη διανομή των προϊόντων, συγκεκριμένα, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, στη Γαλλία από την AEG-Telefunken France (στο εξής: ATF) και στο Βέλγιο από την AEG-Telefunken Belge (στο εξής: ATBG).

3

Για τη διανομή στην κοινή αγορά εκείνων από τα αναφερθέντα ηλεκτρονικά προϊόντα ψυχαγωγίας Telefunken, τα οποία ανήκουν στο λεγόμενο «πρόγραμμα πέντε αστέρων», η AEG κοινοποίησε στην Επιτροπή, στις 6 Νοεμβρίου 1973, ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής για τα προϊόντα μάρκας Telefunken (Vertriebsbindung für Telefunken-Markenwaren), το οποίο έχει ως νομική 6άση πρότυπα συμβάσεων (EG-Verpflichtungsscheine) που συνάπτονται με ειδικευμένους μεταπωλητές κατά τις διάφορες φάσεις της διανομής. Όταν της το ζήτησε η Επιτροπή, η AEG επέφερε στη συνέχεια ορισμένες τροποποιήσεις στο εν λόγω σύστημα επιλεκτικής διανομής. Με επιστολή της 17ης Μαΐου 1976, ο γενικός διευθυντής ανταγωνισμού γνωστοποίησε στην AEG ότι δεν είχε λόγο να προβάλει αντίρρηση, βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ, κατά του κοινοποιηθέντος στις 16 Μαρτίου 1976 κειμένου του προτύπου συμβάσεως επιλεκτικής διανομής.

4

Με την πάροδο των ετών η Επιτροπή, στην οποία είχαν απευθύνει πολλές καταγγελίες κατά της AEG έμποροι που δρούσαν στον τομέα των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας, πείστηκε ότι η εφαρμογή στην πράξη του συστήματος επιλεκτικής διανομής από την AEG και από τις θυγατρικές της εταιρίες δεν ανταποκρινόταν στο κοινοποιηθέν πρότυπο. Για το λόγο αυτό, στις 26 και τις 27 Ιουνίου 1979, προέβη σε ελέγχους στις επιχειρήσεις TFR, ATBG και ATF. Αφού έκρινε ότι τα έγγραφα των οποίων έλαβε γνώση με την ευκαιρία αυτή μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τις υποψίες της, με απόφαση της 29ης Μαΐου 1980 κίνησε κατά της AEG τη διαδικασία του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 17/62.

5

Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 6 Ιανουαρίου 1982, την προσβαλόμενη απόφαση, με την οποία διαπιστώνει ότι η AEG εφάρμοσε καταχρηστικά το σύστημα επιλεκτικής διανομής δημιουργώντας διακρίσεις σε 6άρος ορισμένων εμπόρων και επηρεάζοντας άμεσα ή έμμεσα τις τιμές πωλήσεως των συμβεβλημένων εμπόρων, με το σκοπό να αποκλείσει καταρχήν ορισμένες μορφές διανομής και να διατηρήσει τις τιμές σε ορισμένο επίπεδο. Με την απόφαση της η Επιτροπή διαπιστώνει ότι εφαρμόζοντας στην πράξη το σύστημα επιλεκτικής διανομής η AEG παρέβη το άρθρο 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ, καλεί την AEG να παύσει αμέσως τη διαπιστωθείσα παράβαση και της επιβάλλει πρόστιμο ενός εκατομμυρίου ECU, δηλαδή 2445780 γερμανικών μάρκων (DM).

6

Με τους λόγους στους οποίους βασίζει την προσφυγή της, η προσφεύγουσα αμφισβητεί

Ι.

το νομότυπο της διαδικασίας, η οποία οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης: η διαδικασία αυτί] χαρακτηρίζεται από

Α)

ανεπαρκή αποσαφήνιση των πραγματικών περιστατικών,

Β)

αυθαίρετη επιλογή και χρησιμοποίηση των εγγράφων,

Γ)

εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων της αγοράς,

Δ)

έλλειψη μνείας των συμπερασμάτων προηγουμένων ελέγχων,

Ε)

παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως·

II.

τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ, επικαλούμενη το γεγονός ότι

Α)

η προσαπτόμενη στην AEG και στις θυγατρικές της εταιρίες συμπεριφορά είναι μονομερής

Β)

η συμπεριφορά που αποσκοπεί στη διατήρηση ενός ελάχιστου περιθωρίου κέρδους στο πλαίσιο ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής είναι θεμιτή,

Γ)

η προσαπτόμενη συμπεριφορά δεν ήταν ομοιόμορφη,

Δ)

η προσαπτόμενη συμπεριφορά δεν μπορεί να καταλογιστεί στην AEG,

Ε)

δεν δημιουργούνται εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

III.

Το βάσιμο των αιτιάσεων, στις οποίες βασίζεται η επίδικη απόφαση, ιδίως

την ύπαρξη πολιτικής σχετικά με τη διανομή που ήταν αντίθετη με το σύστημα επιλεκτικής διανομής, καθώς και τις ατομικές περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόστηκε η πολιτική αυτή,

την ύπαρξη πολιτικής επηρεασμού των τιμών πωλήσεως, αντίθετης προς το σύστημα επιλεκτικής διανομής, καθώς και τις ατομικές περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόστηκε η πολιτική αυτή.

7

Μεταξύ των διαδίκων ανέκυψε διαφορά ως προς τους τόκους υπερημερίας τους οποίους, κατά την Επιτροπή, οφείλει να καταβάλει η ΑΕG για την περίπτωση που μετά το πέρας της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας επικυρωθεί η καταδίκη της σε πρόστιμο. Πράγματι, η Επιτροπή είχε ήδη δηλώσει ότι ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί από την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης, υπό τον όρο ότι η προσφεύγουσα θα ανελάμβανε την υποχρέωση να καταβάλει τους τόκους αυτούς σε περίπτωση που θα την καταδίκαζε το Δικαστήριο, και η ΑΕG ανέλαβε την υποχρέωση αυτή, υπό την επιφύλαξη ότι θα έκρινε το Δικαστήριο αν ήταν δυνατόν να απαιτηθούν οι τόκοι αυτοί.

8

Με διάταξη της 6ης Μαΐου 1982, που εκδόθηκε μετά από αίτηση την οποία υπέβαλε η ΑΕG κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ταυτόχρονα με την προσφυγή της, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε την αναστολή της εκτελέσεως, υπό τον όρο ότι θα διατηρούνταν η εγγύηση που είχε συσταθεί υπέρ της Επιτροπής στις 17 Μαρτίου 1982. Στην ίδια διάταξη αναφέρεται επίσης ότι η επιφύλαξη που είχε διατυπώσει η ΑΕG ήταν θεμιτή και έπρεπε να γίνει δεκτή, επειδή το ζήτημα αν οφείλονται τόκοι εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης.

Ι — Ως προς τους λόγους με τους οποίους αμφισβητείται το νομότυπο της διαδικασίας η οποία οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως

Α — Ανεπαρκής αποσαφήνιοη των πραγματικών περιοτανικών

9

Η ΑΕG ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία μπορούσαν να αποσαφηνίσουν τις λεπτομέρειες της πρακτικής εφαρμογής του συστήματος επιλεκτικής διανομής σε κοινοτική κλίμακα, αφού περιορίστηκε να κατάσχει περίπου 500 έγγραφα και να χρησιμοποιήσει αποσπάσματα μόνο από 40 περίπου από τα έγγραφα αυτά.

10

Ως προς το σημείο αυτό, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, όπως ορθά και η ίδια τονίζει, όταν διενεργεί έλεγχο δεν είναι κατά κανένα τρόπο υποχρεωμένη να κατάσχει ή να πάρει αντίγραφα απ' όλα τα έγγραφα που έχουν σχέση με ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής. Πρέπει να ληφθούν υπόψη μόνο εκείνα τα έγγραφα, τα οποία έχουν σχέση με την καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής.

Β — Αυθαίρετ η επιλογή και χρησιμοποίηση των εγγράφων

11

Η AEG ισχυρίζεται ότι από τα έγγραφα που κατέσχε κατά τους ελέγχους της 26ης και 27ης Ιουνίου 1979 η Επιτροπή δεν έλα6ε υπόψη εκείνα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την απαλλαγή της προσφεύγουσας. Επίσης ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ορισμένα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε κατά τη διεξαγωγή του ελέγχου της και τα οποία ήταν ευνοϊκά για την AEG και ότι χρησιμοποίησε άλλα συμπεράσματα βάσει τελείως αυθαίρετων κριτηρίων.

12

Η AEG στηρίζει το λόγο αυτό ακυρώσεως στους ακόλουθους ισχυρισμούς:

1.

Για να στηρίξει την αιτίαση σχετικά με τη συμφωνία επί των τιμών (σημείο 28 της απόφασης), η Επιτροπή βασίστηκε σε πληροφορίες που τις παρέσχε ο Iffli κατόπιν μιας απλής αίτησης πληροφοριών και δεν έλαβε υπόψη ότι ο Iffli ήταν γενικά εναντίον οποιουδήποτε συστήματος επιλεκτικής διανομής.

2.

Στην περίπτωση Ratio-Markt η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι ot ίδιοι οι διαχειριστές της επιχείρησης Ratio παραδέχτηκαν ότι το κατάστημα τους στο Kassel δεν συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις του εξειδικευμένου εμπορίου.

3.

Ο έμπορος Verbinnen δεν είχε ποτέ δηλώσει ότι η ATBG του είχε ασκήσει πίεση.

4.

Η Επιτροπή έλαβε αρνητικές απαντήσεις στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που είχε απευθύνει σε βέλγους εμπόρους σχετικά με το αν η ATBG έκανε καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής, στην απόφαση όμως δεν αναφέρονται ούτε οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών ούτε οι απαντήσεις.

5.

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη μόνο ένα από τα πολυάριθμα έγγραφα που προσκόμισε η AEG, το οποίο εξάλλου χρησιμοποίησε αυθαίρετα' ακόμη δεν έλαβε υπόψη καμία από τις αποδείξεις που προσκόμισε ή προσφέρθηκε να προσκομίσει η προσφεύγουσα κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

13

Ως προς το σημείο αυτό, τονίζεται ότι οι περιπτώσεις για τις οποίες δεν διατυπώθηκε καμία αιτίαση δεν αποτελούν αναγκαστικά απόδειξη της ορδής εφαρμογής του συστήματος, διότι, για να αποδειχθεί η καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής, αρκούσαν εκ μέρους της AEG παραβάσεις και σε λίγες μόνο περιπτώσεις, όπου διαπίστωνε τον κίνδυνο παράλληλων εισαγωγών ή έντονο ανταγωνισμό ως προς τις τιμές. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή δεν ήταν συνεπώς υποχρεωμένη να ερευνήσει τις περιπτώσεις όπου δεν υπήρχε θέμα παράβασης.

14

Αντίθετα, πρέπει να εξεταστούν λεπτομερώς οι ισχυρισμοί της AEG που αφορούν τις περιπτώσεις Iffli, Ratio και Verbinnen, γιατί στις εν λόγω περιπτώσεις οι ισχυρισμοί αυτοί σημαίνουν ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι έχει αποδειχθεί η ύπαρξη παράβασης, μη λαμβάνοντας υπόψη, αυθαίρετα, πραγματικά περιστατικά που αναγκαία έπρεπε να οδηγήσουν σε άλλο συμπέρασμα.

15

Υπ' αυτή την έννοια οι ισχυρισμοί αυτοί στην ουσία σημαίνουν ότι η Επιτροπή, κατά τους ελέγχους που διεξήγαγε για να εξακριβώσει αν ορισμένες περιπτώσεις αποτελούσαν καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής, έκανε κακή εκτίμηση των αποδείξεων που αφορούσαν τις περιπτώσεις αυτές. Συνεπώς, στην πραγματικότητα το ζήτημα είναι αν είναι βάσιμες οι αιτιάσεις σχετικά με τις ατομικές αυτές περιπτώσεις — ζήτημα που θα εξεταστεί χωριστά κατά την εξέταση των θεμάτων ουσίας — και όχι αν είναι νομότυπη η διαδικασία που ακολούθησε η Επιτροπή.

Γ — Εοφαλμενη εκτίμηοη των πραγματικών δεδομένων της αγοράς

16

Η AEG ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την κατάσταση της αγοράς των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας στο σύνολο της και έκανε εσφαλμένη εκτίμηση ορισμένων στοιχείων, όπως παραδείγματος χάρη του σκληρού ανταγωνισμού στον τομέα αυτό, που καθιστά παράλογη μια πολιτική διανομής που αποσκοπεί στον περιορισμό του αριθμού των συμβεβλημένων μεταπωλητών και στη διατήρηση υψηλών τιμών πωλήσεως.

17

Όσον αφορά τον ισχυρισμό αυτό, τονίζεται εκ των προτέρων ότι η διαπίστωση μιας κατάστασης, η οποία θα έπρεπε να αποθαρρύνει μια επιχείρηση να τηρεί ορισμένη συμπεριφορά, δεν είναι δυνατόν, αυτή καθαυτή, να αποκλείσει μια τέτοια συμπεριφορά, διότι είναι παρά πολύ πιθανό η επιχείρηση να βασίστηκε σε πεπλανημένη εκτίμηση της πραγματικής κατάστασης της αγοράς ή να υπολόγιζε, αν και γνώριζε την κατάσταση αυτή, ότι τα πλεονεκτήματα που θα προέκυπταν από μια πολιτική διατηρήσεως των τιμών θα υπερκάλυπταν τα μειονεκτήματα από την απώλεια της θέσης της στο πλαίσιο του ανταγωνισμού.

18

Είναι συνεπώς δυνατόν, όπως ορθά παρατήρησε η Επιτροπή, να υποστηριχθεί η άποψη ότι με μια πολιτική υψηλών τιμών η AEG, ακόμη και σε περίπτωση που επικρατούσε έντονος ανταγωνισμός, δεν διέτρεχε ιδιαίτερο κίνδυνο, δεδομένου ότι οι έμποροι επιθυμούσαν οπωσδήποτε να συμπληρώσουν το εμπόρευμα τους με προϊόντα Telefunken και γενικά ενδιαφέρονταν να διαθέτουν μεγάλα περιθώρια εμπορικού κέρδους.

Δ — Έλλειψη μνείας νων συμπερασμάτων προηγουμένων ελέγχων

19

Η AEG ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, στην οποία μετά από την εισαγωγή του συστήματος επιλεκτικής διανομής το 1973 περιήλθαν πολλές καταγγελίες σχετικά με τη συμπεριφορά της AEG και των θυγατρικών της εταιριών, κίνησε διάφορες διαδικασίες, στις οποίες όμως αργότερα δεν έδωσε συνέχεια. Αυτό δείχνει ότι κατά τη διάρκεια των ελέγχων της η Επιτροπή δεν διαπίστωσε καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής. Το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκαν οι προηγούμενες αυτές διαδικασίες, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με την προσθαλόμενη απόφαση, αποτελεί απόδειξη για την προκατάληψη της Επιτροπής στην υπό κρίση υπόθεση.

20

Ορθά η Επιτροπή αμφισβητεί ότι το γεγονός ότι δεν έδωσε συνέχεια στις διαδικασίες σχετικά με τις εν λόγω καταγγελίες είναι δυνατόν να ερμηνευθεί ως θετική απόφαση σχετικά με την εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής εκ μέρους της επιχείρησης AEG. Πράγματι, ακόμη και αν η Επιτροπή θεωρεί ότι σε μια ατομική περίπτωση το σύστημα επιλεκτικής διανομής δεν εφαρμόστηκε νόμιμα, δεν είναι υποχρεωμένη να διεξαγάγει εκτεταμένους ελέγχους, όπως προβλέπει το άρθρο 9 του κανονισμού 17, όταν δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν την υπόνοια ότι η περίπτωση αυτή είναι αποτέλεσμα ορισμένης πολιτικής που ακολουθεί η επιχείρηση. Είναι συνεπώς φυσικό το ότι η Επιτροπή αποφάσισε να διενεργήσει έλεγχο κατά την έννοια του κανονισμού 17, μόνο αφού πείστηκε από πολλές καταγγελίες και πληροφορίες ότι πράγματι το σύστημα επιλεκτικής διανομής εφαρμοζόταν παράνομα.

Ε — Παραοίαοη τον δικαιώματος ακροάσεως

21

Η AEG υποστηρίζει ότι η Επιτροπή της στέρησε το δικαίωμα ακροάσεως, επειδή

α)

δεν της διαβίβασε το πλήρες κείμενο μιας επιστολής του If Iffli, της 12ης Αυγούστου 1980, με την οποία ο Iffli κατηγορεί την προσφεύγουσα για δήθεν καταχρηστική συμπεριφορά, και συνεπώς η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να λάβει θέση επί του θέματος αυτού,

6)

στην προσβαλλόμενη απόφαση χρησιμοποίησε έγγραφα που δεν αναφέρονταν στη γνωστοποίηση αιτιάσεων της 2ας Ιουνίου 1980, παρότι κατ' αυτό το χρονικό σημείο είχε ήδη στη διάθεση της τα έγγραφα αυτά,

γ)

στήριξε την απόφαση της, μεταξύ άλλων, σε ατομικές περιπτώσεις που δεν αναφέρονταν στη γνωστοποίηση αιτιάσεων (Mammouth, Verbinnen).

22

Σχετικά με την επιστολή του Iffli, η AEG αναφέρει ότι από το γεγονός ότι μπόρεσε να λάβει γνώση του πλήρους κειμένου της μόνο μετά την έκδοση της απόφασης καταδεικνύεται ότι η επιστολή αυτή δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί από την προσφεύγουσα για να απαντήσει στη γνωστοποίηση αιτιάσεων.

23

Η Επιτροπή απαντάει ότι το πλήρες κείμενο της επιστολής του Iffli δεν ήταν δυνατόν καταρχάς να περιέλθει στην προσφεύγουσα, λόγω του εμπιστευτικού του χαρακτήρα και της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου.

24

Ως προς το σημείο αυτό, υπενθυμίζεται ότι η επιτακτική αυτή ανάγκη έπρεπε να οδηγήσει την Επιτροπή να παραιτηθεί από τη χρησιμοποίηση του εγγράφου αυτού ως αποδεικτικού μέσου. Πράγματι, η AEG δικαιολογημένα θεωρεί ότι ήταν αθέμιτο να βασίζεται κατηγορία εναντίον της βάσει εγγράφου του οποίου γνώριζε μόνο ένα μέρος, και ότι δεν εναπέκειτο στην καθής να αποφασίσει αν ένα έγγραφο ή μέρος ενός εγγράφου ήταν ή όχι χρήσιμο για την υπεράσπιση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης.

25

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η επιστολή του Iffli, της 12ης Αυγούστου 1980, δεν είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

26

Όσον αφορά τα έγγραφα που αναφέρονται μόνο στην απόφαση (επιστολή του γραφείου πωλήσεων TFR του Münster, της 29ης Ιουνίου 1976, εγκύκλιος της ATF, της 7ης Ιουλίου 1977, και εγκύκλιος της ATF, της 20ής Οκτωβρίου 1978), η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι πρόκειται για έγγραφα τα οποία ήδη γνώριζε η προσφεύγουσα, εφόσον προέρχονταν από τα γραφεία της και ότι τα έγγραφα αυτά απλώς χρησιμοποιήθηκαν για να αποδείξουν τις αιτιάσεις που της είχαν ήδη κοινοποιηθεί.

27

Ως προς το σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι αποφασιστικά δεν είναι αυτά καθαυτά τα έγγραφα, αλλά τα συμπεράσματα που συνήγαγε η Επιτροπή από τα έγγραφα αυτά. Εφόσον τα εν λόγω έγγραφα δεν αναφέρθηκαν στη γνωστοποίηση αιτιάσεων, η AEG μπορούσε δικαιολογημένα να θεωρήσει ότι δεν είχαν σημασία για τη διαδικασία. Μη γνωστοποιώντας στην AEG ότι τα έγγραφα αυτά θα χρησιμοποιηθούν στην απόφαση, η Επιτροπή την εμπόδισε να εκφράσει έγκαιρα την άποψη της σχετικά με την αποδεικτική ισχύ των εν λόγω εγγράφων. Για το λόγο αυτό τα αναφερθέντα έγγραφα δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως έγκυρα αποδεικτικά μέσα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

28

Για τους ίδιους λόγους, δεν είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η περίπτωση Mammouth, επειδή δεν αναφερόταν στη γνωστοποίηση αιτιάσεων.

29

Αντίθετα, όσον αφορά την περίπτωση Verbinnen, ναι μεν δεν αναφερόταν στη γνωστοποίηση αιτιάσεων, κοινοποιήθηκε όμως έγκαιρα στην AEG, ώστε αυτή μπόρεσε να λάβει θέση πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

30

Συμπερασματικά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι λόγοι που προέβαλε η AEG και με τους οποίους αμφισβητεί τη νομότυπη διεξαγωγή της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ευσταθούν, εκτός από το λόγο που βασίζεται στην παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως. Ο τελευταίος όμως αυτός λόγος έχει περιορισμένη σημασία, εφόσον με αυτόν αμφισβητούνται παραβιάσεις που έγιναν σε ατομικές περιπτώσεις συνεπώς δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται το παράνομο όλης της διαδικασίας. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο αποκλεισμός ορισμένων εγγράφων, που χρησιμοποίησε η Επιτροπή παραβιάζοντας το δικαίωμα ακροάσεως, θα είχε σημασία μόνο αν ot κατηγορίες της Επιτροπής, μπορούσαν να αποδειχθούν μόνο με τα έγγραφα αυτά.

II — Ως προς τους λόγους με τους οποίους αμφισβητείται η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ

Α — Μονομερής χαρακτήρας της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην AEG και στις θυγατρικές της εταιρίες

31

Η AEG ισχυρίζεται ότι η συμπεριφορά που της προσάπτεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή η μη αποδοχή ορισμένων εμπόρων και οι πρωτοβουλίες που αποσκοπούν να επηρεάσουν τις τιμές, συνίσταται σε μονομερείς ενέργειες και συνεπώς δεν εμπίπτει στο άρθρο 85, παράγραφος 1, που αφορά μόνο συμφωνίες και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική.

32

Για να εκτιμηθεί ο λόγος αυτός, πρέπει να εξεταστεί η νομική σημασία των συστημάτων επιλεκτικής διανομής.

33

Οι συμφωνίες στις οποίες βασίζεται ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής επηρεάζουν αναγκαία τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς. Οπως όμως δέχτηκε το Δικαστήριο με τη νομολογία του, υπάρχουν θεμιτές ανάγκες — όπως παραδείγματος χάρη η διατήρηση ενός εξειδικευμένου εμπορίου που να είναι σε θέση να παρέχει ορισμένες υπηρεσίες για προϊόντα υψηλής ποιότητας και τεχνικής — οι οποίες δικαιολογούν τον περιορισμό του ανταγωνισμού μέσω των τιμών υπέρ του ανταγωνισμού ως προς άλλους παράγοντες, εκτός από τις τιμές. Δεδομένου ότι τα συστήματα επιλεκτικής διανομής επιδιώκουν νόμιμο αποτέλεσμα, το οποίο συμβάλλει στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού που δεν έχει ως αντικείμενο μόνο τις τιμές, τα συστήματα αυτά αποτελούν παράγοντα του ανταγωνισμού που είναι σύμφωνος με το άρθρο 85, παράγραφος 1.

34

Οι περιορισμοί όμως που είναι συμφυείς με τα συστήματα επιλεκτικής διανομής είναι θεμιτοί μόνο υπό τον όρο ότι πράγματι αποσκοπούν στη βελτίωση του ανταγωνισμού υπό την έννοια που αναφέρθηκε· αλλιώς δεν θα δικαιολογούνταν η ύπαρξη τους, εφόσον στην περίπτωση εκείνη το μόνο τους αποτέλεσμα θα ήταν να περιορίζουν τον ανταγωνισμό επί των τιμών.

35

Για να εξασφαλιστεί ότι τα συστήματα επιλεκτικής διανομής επιδιώκουν μόνο το σκοπό αυτό και ότι δεν μπορούν να δημιουργηθούν ή να χρησιμοποιηθούν προς επίτευξη σκοπών που είναι αντίθετοι προς το κοινοτικό δίκαιο, το Δικαστήριο, με την απόφαση του της 25ης Οκτωβρίου 1977 (Metro κατά Επιτροπής, Sig- 1977, σ. 1875), έκρινε ότι τα συστήματα αυτά είναι θεμιτά «εφόσον η επιλογή των μεταπωλητών γίνεται δάσει αντικειμενικών κριτηρίων ποιοτικού χαρακτήρα, που αφορούν την επαγγελματική εξειδίκευση του μεταπωλητή, του προσωπικού του και των εγκαταστάσεων του και εφόσον οι προϋποθέσεις αυτές καθορίζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο έναντι όλων των ενδεχόμενων μεταπωλητών και εφαρμόζονται κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις».

36

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η εφαρμογή ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής που βασίζεται σε κριτήρια άλλα εκτός από τα κριτήρια που αναφέρθηκαν συνιστά παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση που ένα σύστημα, το οποίο καταρχήν είναι σύμφωνο με το κοινοτικό δίκαιο, εφαρμόζεται στην πράξη κατά τρόπο που αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο.

37

Η εφαρμογή αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως αθέμιτη, όταν ο παραγωγός, για να διατηρήσει υψηλό επίπεδο τιμών ή για να αποκλείσει ορισμένους σύγχρονους τρόπους διανομής, αρνείται να αποδεχθεί στο σύστημα διανομής εμπόρους οι οποίοι ανταποκρίνονται στα ποιοτικά κριτήρια που θέτει το σύστημα επιλεκτικής διανομής.

38

Μια παρόμοια συμπεριφορά του παραγωγού δεν συνιστά μονομερή πράξη της επιχείρησης, η οποία, όπως υποστηρίζει η AEG, δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ. Αντίθετα, εντάσσεται στις συμβατικές σχέσεις της επιχείρησης με τους μεταπωλητές της. Πράγματι, στην περίπτωση της αποδοχής ενός εμπόρου στο σύστημα επιλεκτικής διανομής, η έγκριση βασίζεται στην αποδοχή, ρητή ή σιωπηρή εκ μέρους των συμβαλλομένων της πολιτικής που ακολουθεί η AEG, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων, αποκλείονται από το δίκτυο διανομής οι έμποροι που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις αποδοχής στο σύστημα, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να συμφωνήσουν με την πολιτική αυτή.

39

Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι ακόμη και οι αποφάσεις με τις οποίες δεν γίνεται δεκτός στο σύστημα ένας έμπορος είναι ενέργειες που εντάσσονται στις συμβατικές σχέσεις με τους συμβεβλημένους εμπόρους, επειδή αποσκοπούν στην τήρηση των συμφωνιών σχετικά με τον περιορισμό του ανταγωνισμού, στις οποίες βασίζονται οι συμβάσεις μεταξύ παραγωγών και συμβεβλημένων πωλητών. Οι περιπτώσεις της μη αποδοχής στο σύστημα εμπόρων οι οποίοι ανταποκρίνονται στα παραπάνω ποιοτικά κριτήρια παρέχουν συνεπώς την απόδειξη της ύπαρξης αθέμιτης εφαρμογής του συστήματος αυτού, εφόσον ο αριθμός τους αρκεί για να αποκλειστεί η υπόθεση ότι πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις που δεν εκφράζουν προγραμματισμένη συμπεριφορά.

Β — Θεμιτός χαρακτήρας της συμπεριφοράς που αποσκοπεί στη οιατήρηση ενός ελάχιστου περιθωρίου κέροους στο πλαίσιο ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής

40

Η AEG υποστηρίζει ότι οι ενέργειες που της προσάπτονται αποσκοπούν στη διατήρηση ενός επιπέδου τιμών που είναι απόλυτα αναγκαίο για την επιβίωση του εξειδικευμένου εμπορίου· εφόσον τα συστήματα επιλεκτικής διανομής δικαιολογούνται από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η ύπαρξη αυτού του εξειδικευμένου εμπορίου, του οποίου τα έξοδα είναι πολύ μεγαλύτερα από τα έξοδα που συνεπάγεται το μη εξειδικευμένο εμπόριο, δεν πρέπει τα συστήματα αυτά να θεωρούνται ως αντίθετα προς το κοινοτικό δίκαιο, αν η δομή τους και η εφαρμογή τους είναι τέτοια ώστε να εξασφαλίζουν στους συμβεβλημένους εμπόρους ένα ελάχιστο περιθώριο κέρδους. Ως προς το σημείο αυτό, η AEG παραπέμπει στη σκέψη 21 του σκεπτικού της απόφασης που ήδη αναφέρθηκε στην υπόθεση Metro, σύμφωνα με την οποία «η επιδίωξη των εξειδικευμένων εμπόρων χονδρικής και λιανικής πωλήσεως να διατηρήσουν ορισμένο επίπεδο τιμών, η οποία συντρέχει με την επιδίωξη της διατήρησης, προς το συμφέρον του καταναλωτή, της δυνατότητας να εξακολουθήσει να υπάρχει αυτή η μορφή διανομής μαζί με νέες μορφές διανομής που βασίζονται σε διαφορετική πολιτική ανταγωνισμού, ... [εντάσσεται] στους σκοπούς που επιτρέπεται να επιδιώκονται, χωρίς αναγκαστικά να εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, και ..., αν αυτό συμβαίνει εν μέρει ή καθ'ολοκληρία, [η επιδίωξη αυτή είναι δυνατόν να] συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3».

41

Ως προς τον ισχυρισμό αυτό πρέπει όμως να τονιστεί ότι στην υπόθεση Metro δεν επρόκειτο για συμπεριφορά που αποσκοπούσε στο να μη γίνουν δεκτοί στο δίκτυο διανομής οι έμποροι που δεν ήταν διατεθειμένοι να τηρήσουν ορισμένες τιμές. Η προσφεύγουσα επιχείρηση Metro δεν επέκρινε τα κριτήρια επιλογής για την αποδοχή των εμπόρων στο σύστημα επιλεκτικής διανομής της επιχείρησης SABA, στην οποία η Επιτροπή είχε χορηγήσει αρνητική πιστοποίηση υπό την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 17/62, αλλά απλώς ισχυριζόταν ότι το σύστημα αυτό οδηγούσε σε ακαμψία ως προς τη διαμόρφωση των τιμών στη φάση του λιανικού εμπορίου και συνεπώς στην εξουδετέρωση του ανταγωνισμού επί των τιμών.

42

Ο περιορισμός του ανταγωνισμού επί των τιμών χαρακτηρίζει βέβαια όλα τα συστήματα επιλεκτικής διανομής, επειδή οι τιμές που απαιτούν οι εξειδικευμένοι έμποροι κινούνται αναγκαστικά μέσα σε ορισμένα πλαίσια, τα οποία είναι πολύ στενότερα απ' αυτά που θα υπήρχαν σε περίπτωση ανταγωνισμού μεταξύ εξειδικευμένων και μη εξειδικευμένων εμπόρων. Ο περιορισμός αυτός αντισταθμίζεται από τον ανταγωνισμό ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στους πελάτες, η οποία κανονικά δεν θα ήταν δυνατόν να εξακολουθήσει να παρέχεται χωρίς ένα εύλογο περιθώριο εμπορικού κέρδους, το οποίο καθιστά δυνατή την κάλυψη αυτών των μεγαλύτερων εξόδων που συνδέονται με τις εν λόγω παροχές. Συνεπώς η διατήρηση ορισμένου επιπέδου τιμών είναι θεμιτή, αλλά μόνο εφόσον δικαιολογείται απόλυτα από τις ανάγκες του συστήματος, στο εσωτερικό του οποίου ο ανταγωνισμός πρέπει να εξακολουθεί να ασκεί τη λειτουργία που ορίζει η συνθήκη, επειδή σκοπός ενός τέτοιου συστήματος είναι απλώς «η βελτίωση του ανταγωνισμού, όταν αυτός έχει ως αντικείμενο άλλους παράγοντες εκτός από τις τιμές» και όχι να εξασφαλίσει στους εγκεκριμένους μεταπωλητές μεγάλα περιθώρια κέρδους.

43

Συνεπώς η AEG δεν έπρεπε να θεωρήσει ότι η ανάληψη της υποχρεώσεως τηρήσεως τιμών που επέτρεπαν σχετικά μεγάλα περιθώρια κέρδους αποτελούσε νόμιμη προϋπόθεση για την αποδοχή σε ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής. Ακριβώς επειδή η προσφεύγουσα είχε το δικαίωμα να μη δεχθεί ή να αποπέμψει από το δίκτυο διανομής τους εμπόρους οι οποίοι δεν ήταν ή δεν ήταν πλέον σε θέση να παρέχουν τις υπηρεσίες που χαρακτηρίζουν το εξειδικευμένο εμπόριο, διέθετε όλα τα αναγκαία μέσα για να εξασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η απαίτηση αναλήψεως υποχρεώσεως σχετικά με τις τιμές συνιστά προϋπόθεση που προφανώς δεν έχει καμία σχέση με τις ανάγκες ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής και συνεπώς επηρεάζει δυσμενώς τον ελεύθερο ανταγωνισμό.

Γ — Έλλειψη ουοτηματικότητας οτην προσαπτόμενη συμπεριφορά

44

Με το λόγο αυτό η AEG αρνείται ότι συστηματικά και σκόπιμα έκανε καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής. Αν ληφθούν υπόψη οι χιλιάδες έμποροι που ζητούν να γίνουν δεκτοί στο σύστημα αυτό ή που ήδη έχουν γίνει δεκτοί, είναι ευνόητο ότι τα λάθη είναι αναπόφευκτα. Εν πάση περιπτώσει, ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις παραβάσεων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι έγιναν σκόπιμα, δεν είναι δυνατόν να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς την κανονική εφαρμογή του συστήματος.

45

Πριν εξεταστεί ο λόγος αυτός, υπενθυμίζεται ότι, όπως ορθά παρατήρησε η Επιτροπή, αυτός καθαυτός ο μικρός αριθμός των προσαπτόμενων στην AEG παραβάσεων σε σχέση με το σύνολο των περιπτώσεων εφαρμογής του συστήματος δεν αποδεικνύει ότι οι παραβάσεις αυτές δεν έγιναν κατά σύστημα: πράγματι, η μεγάλη πλειοψηφία των εμπόρων είναι κατά παράδοση εναντίον της πολιτικής χαμηλών τιμών και συνήθως δέχεται ευχαρίστως οποιαδήποτε πρωτοβουλία που αποσκοπεί στη διατήρηση μεγάλων περιθωρίων κέρδους, ώστε ο παραγωγός που επιθυμεί να κάνει καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος υποχρεώνεται να αρνηθεί την αποδοχή στο σύστημα ή να απειλήσει την επιβολή κυρώσεων μόνο στις περιπτώσεις των εμπόρων που εφαρμόζουν πολύ επιθετική πολιτική τιμών.

46

Συνεπώς από το σχετικό μικρό αριθμό των παραβάσεων δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι οι παραβάσεις αυτές δεν έγιναν κατά σύστημα, η συστηματική δε και αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο εφαρμογή των προϋποθέσεων αποδοχής στο σύστημα είναι δυνατόν να αποκλειστεί μόνον αν διαπιστωθεί ότι δεν υπήρχε καμία γενικότερη πολιτική της AEG ή των θυγατρικών της εταιριών που να αποσκοπεί στον αποκλεισμό των μεταπωλητών που εφάρμοζαν επιθετικές τιμές ή στον επηρεασμό των τιμών.

Δ — Έλλειψη καταλογισμού της προοαπτόμενηςουμπεριφοράς ονην AEG

47

Η AEG υποστηρίζει ότι είναι απαράδεκτο να της καταλογίζεται οποιαδήποτε παράβαση που ενδεχομένως διαπιστώθηκε, δεδομένου ότι αυτή η ίδια ποτέ δεν συμμετέσχε στην εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής από την TFR, την ATF ή την ATBG. Δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί στην AEG μια «γενική πολιτική διανομής» βάσει εγγράφων της δικογραφίας που έχουν συνταχθεί μόνο από τις θυγατρικές της εταιρίες χωρίς τη συμμετοχή της. Πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις μεμονωμένες παραβάσεις που, κατά την Επιτροπή, διέπραξαν οι θυγατρικές της εταιρίες.

48

Η Επιτροπή απαντάει ότι το σύστημα που εισήγαγε η AEG εφαρμόστηκε στα διάφορα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη από τις θυγατρικές της εταιρίες TFR, ATF και ATBG. Οι εταιρίες αυτές υπόκεινται στον έλεγχο της προσφεύγουσας, η οποία τους έχει αναθέσει την εφαρμογή του συστήματος, και εξαρτώνται από τις οδηγίες της. Συνεπώς, η TFR, η ATF και η ATBG ανήκουν στον όμιλο AEG-Telefunken, η δε TFR είναι παραδείγματος χάρη θυγατρική εταιρία της AEG-Telefunken κατά 100 %.

49

Με την απόφαση του στην υπόθεση 48/69 (Imperial Chemical Industries, Sig. 1972, σ. 619) το Δικαστήριο ήδη δέχτηκε τα εξής: «Το γεγονός ότι η θυγατρική εταιρία διαθέτει χωριστή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για να αποκλείσει τη δυνατότητα καταλογισμού της συμπεριφοράς στη μητρική εταιρία», ιδίως «όταν η θυγατρική εταιρία, παρά τη χωριστή νομική της προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά ουσιαστικά ακολουθεί τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας».

50

Εφόσον η AEG δεν αμφισβήτησε ότι ήταν σε θέση να επηρεάζει αποφασιστικά την πολιτική διανομής και την πολιτική τιμών των θυγατρικών της εταιριών, παραμένει να εξεταστεί αν πράγματι έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής. Η εξέταση όμως αυτή δεν είναι αναγκαία στην περίπτωση της TFR- ως θυγατρική εταιρία της AEG κατά 100 ο/ο, ακολουθεί αναγκαστικά την πολιτική που χαράζουν τα ίδια, προβλεπόμενα από το καταστατικό, όργανα που καθορίζουν την πολιτική της AEG.

51

Η επιρροή της AEG στην ATF συνάγεται έμμεσα από ένα εσωτερικό έγγραφο της ATF, της 30ής Ιουνίου 1978, όπου αναφέρεται, σχετικά με έναν έμπορο με τον οποίο η AEG βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις για την αποδοχή του στο σύστημα, ότι αυτός γνώριζε «την εμπορική πολιτική τη Telefunken, χάρη στην οποία παραμένουν σταθερές οι τιμές πωλήσεως και εξασφαλίζονται στους μεταπωλητές εύλογα περιθώρια κέρδους». Η λέξη «Telefunken» δείχνει ότι η ATF αναφερόταν σε μια εμπορική πολιτική η οποία, κατά τη γνώμη της, ήταν απόρροια πρωτοβουλίας της AEG, που ήταν η μόνη αρμόδια να καθορίζει ενιαία πολιτική την οποία έπρεπε να ακολουθούν οι διάφορες θυγατρικές της εταιρίες που ήταν επιφορτισμένες με τη διανομή των προϊόντων Telefunken.

52

Όσον αφορά την ATBG, από τα έγγραφα σχετικά με την περίπτωση του βέλγου εμπόρου χονδρικής πωλήσεως Diederichs, συνάγεται ότι η ATBG ενημέρωνε μόνιμα την TFR σχετικά με τις διαπραγματεύσεις της με τον Diederichs (πρβλ. τις επιστολές της ATBG, της 19ης Οκτωβρίου 1977 και της 24ης Οκτωβρίου 1977). Εξάλλου, όπως συνάγεται από τα έγγραφα αυτά, η TFR ήλθε σε άμεση επαφή με τον Diederichs για να εξετάσει τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί μ' αυτόν την «ομαλοποίηση» των δραστηριοτήτων του, παρά το ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν επηρέαζαν τη γερμανική αγορά (πρβλ. το σημείωμα της TFR, της 29ης Σεπτεμβρίου 1977), τα σχετικά δε με την αίτηση αποδοχής του Diederichs προβλήματα συζητήθηκαν στις υπηρεσίες της (πρβλ. το τηλετύπημα της TFR, της 11ης Οκτωβρίου 1977) και τέλος η ίδια διαπίστωσε ότι «προς το παρόν δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχιστούν οι συνομιλίες που άρχισαν με τον Diederichs» (πρβλ. το σημείωμα της TFR, της 28ης Οκτωβρίου 1977). Τα στοιχεία αυτά δείχνουν σαφώς ότι δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για αυτονομία της ATBG έναντι της AEG και της TFR κατά τη λήψη αποφάσεων.

53

Από όλα τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι η αντίθετη προς το δίκαιο του ανταγωνισμού συμπεριφορά των θυγατρικών εταιριών TFR, ATF και ATBG είναι καταλογιστέα στην προσφεύγουσα.

Ε — Μη δημιουργία εμποδίων avo ενδοκοινοτικό εμπόριο

54

Ως προς το σημείο αυτό, η AEG υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής δεν είναι δυνατόν, αυτή καθαυτή, να επηρεάσει δυσμενώς το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να εμπίπτει στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ. Αυτό θα ίσχυε, ακόμη και αν αποδεικνυόταν ότι έγινε καταχρηστική εφαρμογή του εν λόγω συστήματος.

55

Η Επιτροπή παραδέχεται ότι αυτό καθαυτό το σύστημα επιλεκτικής διανομής που εισήγαγε η AEG δεν περιέχει διατάξεις που να εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπορευμάτων μεταξύ των συμβεβλημένων εμπόρων που είναι εγκατεστημένοι στα διάφορα κράτη μέλη και συνεπώς ότι υπό αυτή την ιδιότητα δεν μπορεί να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Αυτό που προσάπτει στην AEG είναι η καταχρηστική εφαρμογή του εν λόγω συστήματος, που κατέστησε δυνατό τον αποκλεισμό, κατά τρόπο που δημιουργεί δυσμενή διάκριση, ορισμένων σημαντικών εμπόρων από το δίκτυο διανομής και έτσι εμπόδισε σε μεγάλο βαθμό την ανταλλαγή προϊόντων μεταξύ των κρατών μελών, στην οποία θα μπορούσαν να προβούν οι έμποροι αυτοί.

56

Κατά την AEG, το ότι δεν υπάρχει πραγματικός ή δυνητικός, επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών φαίνεται πρώτον από το γεγονός ότι τα μερίδια που διαθέτουν στην αγορά η TFR, η ATF και η ATBG είναι πολύ μικρά, δεύτερον, από το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι έμποροι δεν πραγματοποίησαν εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών ή δεν ήταν σε θέση να το κάνουν και, τρίτον, από το γεγονός ότι στην περίπτωση των δεκτών έγχρωμης τηλεοράσεως, οποιοδήποτε ενδοκοινοτικό εμπόριο θα προσέκρουε, σε σημαντικό βαθμό, σε μεγάλες τεχνικές δυσκολίες.

57

Ως προς το σημείο αυτό, παρατηρείται ότι τα δύο πρώτα επιχειρήματα αφορούν όλα τα προϊόντα που υπάγονται στο πρόγραμμα «πέντε αστέρων», το οποίο περιλαμβάνει προϊόντα όπως οι δέκτες τηλεοράσεως, τα ραδιόφωνα, τα μαγνητόφωνα, τα ηλεκτρόφωνα και οι οπτικοακουστικές συσκευές, ενώ το τρίτο επιχείρημα αφορά μόνο τους δέκτες έγχρωμης τηλεοράσεως.

58

Ο ισχυρισμός της AEG ότι τα μερίδια που διαθέτουν στην αγορά η TFR, η ATF και η ATBG είναι πολύ μικρά δεν ευσταθεί, επειδή καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές διέθετε στη χώρα της από το 1973 μέχρι το 1980 μερίδιο ίσο με το 5 ο/ο τουλάχιστον της αγοράς των ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας. Όπως όμως ήδη έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση του της 1ης Φεβρουαρίου 1978 στην υπόθεση Miller (Sig. 1978, σ. 131), μια επιχείρηση που καλύπτει περίπου το 5o/ο της αγοράς έχει «σημαντικό μέγεθος ..., ώστε η συμπεριφορά της κατά κανόνα να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο».

59

Ως προς το δεύτερο επιχείρημα της AEG, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι ο κίνδυνος παρεμπόδισης των ενδεχόμενων εμπορικών ανταλλαγών δεν αποκλείεται βάσει του απλού ισχυρισμού ότι οι ενδιαφερόμενοι έμποροι δεν πραγματοποίησαν εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών ή ότι δεν ήταν σε θέση να το κάνουν. Πολλές από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην απόφαση (παραδείγματος χάρη ó Diederichs στο Βέλγιο, οι επιχειρήσεις Auchan, Darty, FNAC και Conforama στη Γαλλία) πραγματοποίησαν πράγματι ή σκόπευαν να πραγματοποιήσουν παράλληλες εισαγωγές. Η αλυσίδα καταστημάτων Ratio στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επανεισήγαγε πολλές φορές προϊόντα Telefunken από την Αυστρία και ασφαλώς θα είχε πραγματοποιήσει επανεισαγωγές από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ, αν οι επανεισαγωγές αυτές επρόκειτο να της αποφέρουν τα ίδια πλεονεκτήματα.

60

Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Miller που ήδη αναφέρθηκε, μόνο το γεγονός ότι σε δεδομένη στιγμή οι έμποροι που ζητούν να γίνουν δεκτοί σε κάποιο δίκτυο διανομής ή που ήδη έχουν γίνει δεκτοί δεν συμμετέχουν στο ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν αρκεί για να αποκλειστεί η πιθανότητα να μπορούν ot περιορισμοί της ελευθερίας δράσεως των εμπόρων να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο, επειδή η κατάσταση είναι δυνατόν να αλλάξει από έτος σε έτος, ανάλογα με τις τροποποιήσεις που επέρχονται στους όρους και στη δομή τόσο της κοινής αγοράς στο σύνολο της όσο και των διαφόρων εθνικών αγορών.

61

Όσον αφορά τους δέκτες έγχρωμης τηλεόρασης, η AEG ισχυρίστηκε ότι η εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής δεν ήταν δυνατόν σε καμία περίπτωση να εμποδίσει τις παράλληλες εισαγωγές στη Γαλλία, επειδή οι εισαγωγές αυτές δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν λόγω των διαφορετικών συστημάτων που χρησιμοποιούνται στη Γερoμανία και στη Γαλλία (σύστημα PAL στη Γερμανία και σύστημα SECAM στη Γαλλία) και των μεγάλων εξόδων προσαρμογής των συσκευών.

62

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, παρά το ότι οι τεχνικές διαφορές ήταν δυνατόν να δυσχεράνουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, δεν καθιστούσαν όμως αδύνατο το εμπόριο αυτό μεταξύ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και Γαλλίας.

63

Απαντώντας σε ερώτημα που της έθεσε το Δικαστήριο, η AEG διευκρινίζει με έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 1983 ότι οι προδιαγραφές SECAM ήταν υποχρεωτικές για τις τηλεοράσεις στη Γαλλία μέχρι το Σεπτέμβριο του 1981 και προσθέτει: «συνεπώς, πρακτικά δεν υπήρχε δυνατότητα να υπερπηδηθούν τα εμπόδια σχετικά με το εμπόριο, τα οποία ήταν συνέπεια των διαφορετικών προδιαγραφών στη Γαλλία και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.» Ανυπέρβλητες δυσκολίες υπήρχαν επίσης σε σχέση με τις εισαγωγές από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προς το Βέλγιο, επειδή οι συσκευές που προορίζονταν για το Βέλγιο έπρεπε να έχουν εξοπλισμό κατάλληλο για το σύστημα καλωδιακής τηλεοράσεως που είναι πολύ διαδεδομένο εκεί και το οποίο δεν υπάρχει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

64

Κατά την προφορική διαδικασία η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι το γεγονός ήδη ότι ο έμπορος Verbinnen είχε πωλήσει στο Βέλγιο συσκευές έγχρωμης τηλεόρασης προερχόμενες από τη Γερμανία δείχνει ότι δεν υπάρχει κανένα ανυπέρβλητο τεχνικό πρόβλημα για να διατεθούν οι συσκευές αυτές στο Βέλγιο. Εξάλλου, από τη δικογραφία συνάγεται ότι και ο έμπορος Diederichs εισήγαγε στο Βέλγιο συσκευές έγχρωμης τηλεόρασης από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

65

Όσον αφορά τις εισαγωγές συσκευών έγχρωμης τηλεόρασης στη Γαλλία, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ήταν περιορισμένες λόγω της διαφοράς των συστημάτων μεταδόσεως (SECAM στη Γαλλία και PAL στη Γερμανία), υπενθυμίζεται όμως ότι, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή κατά την προφορική διαδικασία χωρίς να διαψευσθεί από την προσφεύγουσα, η TFR κατασκεύασε επίσης, κατά τη διάρκεια της κρίσιμης χρονικής περιόδου, συσκευές που μπορούσαν να λειτουργούν και με τα δύο συστήματα και για τις οποίες υπάρχει μεγάλη ζήτηση στις παραμεθόριες περιοχές της Γερμανίας και της Γαλλίας. Ήδη, και μόνο από το γεγονός αυτό, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η πολιτική της AEG μπορούσε επίσης να επηρεάσει τις εξαγωγές συσκευών έγχρωμης τηλεόρασης από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προς τη Γαλλία.

66

Για τους λόγους αυτούς πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός ότι οι προσαπτό-μενες ενέργειες δεν ήταν δυνατόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

ΙΙΙ — Ως προς τους λόγους με τους οποίους αμφισβητείται το βάσιμο των αιτιάσεων που προσάπτει η Επιτροπή στην AEG

67

Η Επιτροπή προσάπτει στην AEG ότι, κάνοντας καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής για τα εμπορεύματα σήματος Telefunken, αρνήθηκε την αποδοχή στο δίκτυο διανομής της ορισμένων εμπόρων, παρότι οι έμποροι αυτοί συγκέντρωναν τις προϋποθέσεις αποδοχής, και ότι καθόριζε άμεσα ή έμμεσα τις τιμές πωλήσεως που έπρεπε να εφαρμόσουν οι συμβεβλημένοι έμποροι, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ.

68

Κατά την Επιτροπή, η διάκριση αυτή και ο καθορισμός των τιμών πωλήσεως δεν ήταν μεμονωμένα λάθη των συνεργατών των εξωτερικών υπηρεσιών που είχαν υπερβολικό ζήλο, αλλά παραβάσεις που διαπράχθηκαν σκοπίμως και κατά σύστημα. Το γεγονός ότι υπήρχε πολιτική με την οποία επιδιωκόταν η χρησιμοποίηση του συστήματος επιλεκτικής διανομής για σκοπούς αντίθετους προς το κοινοτικό δίκαιο συνάγεται σαφώς από τα έγγραφα των διευθύνσεων πωλήσεων της TFR, της ATF και της ATBG.

69

Η AEG αμφισβητεί τόσο την ύπαρξη γενικής πολιτικής που απέβλεπε στην καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής, όσο και τις παραβάσεις στις ατομικές περιπτώσεις που αναφέρει η Επιτροπή.

70

Αν και η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά αποκλειστικά την πρακτική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής, καταρχάς πρέπει να εξεταστούν η φύση και οι ιδιομορφίες της γενικής πολιτικής διανομής που ακολουθούσε η AEG.

71

Η Επιτροπή στηρίζει την αιτίαση σχετικά με την πολιτική διανομής σε μεγάλο αριθμό εγγράφων, που κατέσχον οι επιθεωρητές της κατά τους ελέγχους που διενεργήθηκαν στην TFR, στην ATF και στην ATBG. Όπως προκύπτει αρκετά καθαρά από το σύνολο των εγγράφων αυτών, η AEG θεωρούσε ότι η διατήρηση μεγάλων περιθωρίων κέρδους υπέρ των εμπόρων ήταν απόλυτα απαραίτητη για την επιβίωση του εξειδικευμένου εμπορίου και ότι οι επιχειρήσεις που παραιτούνταν από τα μεγάλα περιθώρια κέρδους έπρεπε να θεωρηθούν εκ των προτέρων ότι δεν ήταν ικανές να παράσχουν τις πολυέξοδες υπηρεσίες που χαρακτηρίζουν το εξειδικευμένο εμπόριο.

72

Η άποψη αυτή δεν συμβιβάζεται με νόμιμη εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής, επειδή η διατήρηση ενός ελάχιστου περιθωρίου κέρδους για τους εμπόρους δεν συμπεριλαμβάνεται καθαυτή με κανένα τρόπο στους σκοπούς που επιτρέπεται να επιδιώκονται με το σύστημα αυτό.

73

Με την αναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση Metro, στην οποία βασίζει την άποψη της η AEG, στην πραγματικότητα διαπιστώνεται ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της διατήρησης ορισμένου επιπέδου τιμών και των δυνατοτήτων επιβίωσης του εξειδικευμένου εμπορίου, καθώς και των δυνατοτήτων βελτίωσης των όρων του ανταγωνισμού με την απόφαση αυτή ο περιορισμός του ανταγωνισμού επί των τιμών θεωρείται θεμιτός, μόνο εφόσον είναι αναγκαίος για να εξασφαλιστεί ο ανταγωνισμός κατά την παροχή υπηρεσιών στο επίπεδο του εξειδικευμένου εμπορίου. Στην περίπτωση όμως που οι υπηρεσίες αυτές είναι δυνατόν να παρασχεθούν και από τα εξειδικευμένα τμήματα των υπεραγορών ή από άλλες νέες μορφές διανομής, που χάρη στον τρόπο της οργανώσεώς τους είναι σε θέση να παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές σε χαμηλότερες τιμές, τότε δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τη διατήρηση ενός ελάχιστου περιθωρίου κέρδους, επειδή στην περίπτωση αυτή το εν λόγω περιθώριο δεν εξασφαλίζει πλέον την ύπαρξη ανταγωνισμού σε τομείς άλλους εκτός από τον τομέα των τιμών.

74

Η συμπεριφορά που συνάγεται από τα έγγραφα που μνημονεύονται στην απόφαση δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτή και για το λόγο ότι — εκτός από το πρόβλημα της διατήρησης υψηλού επιπέδου τιμών — προϋποθέτει ότι οι νέες μορφές διανομής δεν είναι δυνατόν να συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του εξειδικευμένου εμπορίου λόγω της φύσης τους και του τρόπου της οργανώσεως τους.

75

Μια τέτοια γενικευμένη κρίση δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί, δεδομένου ότι τίποτα δεν εμποδίζει μια υπεραγορά να οργανώσει με τέτοιο τρόπο το εξειδικευμένο σε ηλεκτρονικές συσκευές ψυχαγωγίας τμήμα της, ώστε να ανταποκρίνεται στις ποιοτικές προδιαγραφές του εξειδικευμένου εμπορίου. Ο παραγωγός που έχει εισαγάγει σύστημα επιλεκτικής διανομής δεν είναι δυνατόν, βασιζόμενος σε μια εκ των προτέρων εκτίμηση των ιδιομορφιών των διαφόρων μορφών εμπορίου, να απαλλαγεί από την υποχρέωση να εξετάζει σε κάθε περίπτωση αν ένας έμπορος που επιθυμεί να γίνει δεκτός στο σύστημα συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του εξειδικευμένου εμπορίου. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η AEG αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ακόμη και στις υπεραγορές υπήρχε τάση δημιουργίας τμημάτων εξειδικευμένου εμπορίου και ότι σε ορισμένες περιπτώσεις πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την αποδοχή στο σύστημα επιλεκτικής διανομής.

76

Συνεπώς, τα έγγραφα που ανέφερε η Επιτροπή παρέχουν πράγματι την απόδειξη για την ύπαρξη πολιτικής διανομής που εκφράζει την προσπάθεια εξασφαλίσεως μεγάλων περιθωρίων κέρδους στους συμβεβλημένους μεταπωλητές και ταυτόχρονα, κατά το μέτρο του δυνατού, την προσπάθεια αποκλεισμού των νέων μορφών εμπορίου, οι οποίες εκ των προτέρων θεωρήθηκαν ότι δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του εξειδικευμένου εμπορίου. Συνεπώς η πολιτική αυτή παρουσιάζει χαρακτηριστικά που είναι ασυμβίβαστα με την ορθή εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής.

77

Η καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής εκ μέρους της AEG επιβεβαιώνεται ακόμη από πολλές ατομικές περιπτώσεις, τις οποίες ανέφερε η Επιτροπή.

78

Οι ατομικές περιπτώσεις, στις οποίες η AEG, σύμφωνα με την Επιτροπή, εφάρμοσε το σύστημα επιλεκτικής διανομής καταχρηστικά, διαιρέθηκαν από την Επιτροπή σε τρεις ομάδες, ανάλογα με τη μορφή της συμπεριφοράς με την οποία διαπράχθηκε η παράβαση:

η AEG εξάρτησε την αποδοχή στο σύστημα από την ανάληψη υποχρεώσεως εφαρμογής ορισμένων τιμών, αποκλείοντας εκ των προτέρων όλους εκείνους οι οποίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να αναλάβουν την υποχρέωση αυτή,

η AEG εφάρμοσε το σύστημα βάσει κριτηρίου που είχε σχέση με τις περιοχές πωλήσεως και όχι βάσει της έρευνας των απαιτούμενων πορϋποθέσεων,

η AEG επεδίωξε να επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα στους μεταπωλητές της τη διατήρηση ορισμένων τιμών.

Α — Οι περιπτώσεις καναχρηοτικον αποκλειομού από το ονοτημα

1. Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

α) Ratio-Markt

79

Στο σημείο 16 της απόφασης της Επιτροπής, της 6ης Ιανουαρίου 1982, αναφέρεται ότι «η άρνηση αποδοχής της Ratio δεν οφειλόταν στην έλλειψη ειδικού τμήματος, αλλά βασίστηκε, αντίθετα, στο γεγονός ότι η Ratio είναι μεγάλο κατάστημα». Η AEG ισχυρίζεται ότι η μη αποδοχή της Ratio στο σύστημα στηρίζεται μόνο στο γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή, και ιδίως το κατάστημά της στο Kassel, ποτέ δεν συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις του εξειδικευμένου εμπορίου.

80

Από τις επιστολές που αντάλλαξαν η TFR και η Ratio συνάγεται ότι η άρνηση παραδόσεως στη Ratio εμπορευμάτων σήματος Telefunken που περιλαμβάνονταν στο «πρόγραμμα πέντε αστέρων» ποτέ δεν είχε ως αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχαν ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις του συστήματος επιλεκτικής διανομής. Η αρνητική επιστολή της 29ης Ιουνίου 1976 απλώς αναφέρει αόριστα ότι η TFR πήρε την απόφαση της «αφού στάθμισε όλα τα σχετικά θέματα» (δηλαδή τα σχετικά με το άρθρο 85 της συνθήκης ΕΟΚ). Με την αιτιολογία αυτή δεν διευκρινίζεται με κανένα τρόπο ως προς ποιο σημείο η Ratio δεν συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις του εξειδικευμένου εμπορίου.

81

Η TFR δεν απάντησε στην επιστολή της Ratio της 22ας Δεκεμβρίου 1976, με την οποία η Ratio αμφισβητούσε ορισμένες προφορικές παρατηρήσεις που εξέφρασαν οι υπάλληλοι της TFR σε μια επίσκεψη στο κατάστημα Ratio-Markt στο Kassel στις 20 Μαΐου 1976 εξάλλου, η TFR δεν διευκρίνισε ποτέ αν και σε ποιο βαθμό αυτές οι προφορικές παρατηρήσεις χρησιμοποιήθηκαν σαν βάση για την αρνητική της απόφαση.

82

Συνεπώς, επιβάλλεται η διπίστωση ότι η TFR όχι μόνο δεν αιτιολόγησε ποτέ την άρνηση της να παραδώσει εμπορεύματα — εκτός αν θεωρηθεί ως αιτιολογία η τελείως γενική και αόριστη μνεία των κανόνων του ανταγωνισμού που αναφέρονται στη συνθήκη — αλλά ούτε και συζήτησε σχετικά με τις παρατηρήσεις τις οποίες ανέφερε και αμφισβητούσε η Ratio και που ενδεχόμενα η TFR θεωρούσε ως λόγους που δικαιολογούν την άρνηση παραδόσεως εμπορευμάτων.

83

Βάσει των ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η περίπτωση Ratio δεν αποτελεί παράδειγμα καταχρηστικής εφαρμογής του συστήματος επιλεκτικής διανομής. Το γεγονός ότι η Ratio δεν προσπάθησε να επιτύχει δικαστικά τις παραδόσεις εμπορευμάτων Telefunken, δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναγνώρισε ως δικαιολογημένη την άρνηση της TFR. Στην πραγματικότητα, η Ratio πιθανόν να μην είχε συμφέρον να προσφύγει στη δικαιοσύνη, και μάλιστα τόσο λόγω των μεγάλων εξόδων της σχετικής διαδικασίας, όσο και επειδή, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, απαίτηση για παράδοση εμπορευμάτων υπάρχει μόνο όταν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να προμηθευτεί το επίδικο προϊόν από άλλους παραγωγούς.

6) Harder

84

Στο σημείο 17 της απόφασης η Επιτροπή αναφέρει ότι στο χονδρέμπορο Harder, που είχε αποκλειστεί από το δίκτυο διανομής, για να γίνει πάλι δεκτός τέθηκε ο όρος να αναλάβει τη δέσμευση να μην παραδώσει προϊόντα AEG σε υπεραγορές ή παρεμφερείς επιχειρήσεις και να μην πραγματοποιήσει εξαγωγές σε άλλες χώρες της ΕΟΚ.

85

Η AEG ισχυρίζεται ότι οι όροι αυτοί υπάρχουν μόνο στην επιστολή του γραφείου πωλήσεων του Freiburg, της 15ης Δεκεμβρίου 1976, η οποία συντάχθηκε με πρωτοβουλία μόνο του προϊσταμένου του γραφείου αυτού και η οποία, εξάλλου, αποδεικνύει ότι αρμόδια να αποφασίσουν σχετικά με την εκ νέου αποδοχή του Harder στο σύστημα διανομής ήταν τα κεντρικά γραφεία της TFR. Αντίθετα, από δύο επιστολές των δικηγόρων της TFR, της 29ης Αυγούστου και της 7ης Σεπτεμβρίου 1977, συνάγεται ότι η αναστολή των παραδόσεων, που αποφασίστηκε από την TFR έναντι του Harder, λόγω των πολλών παραβάσεων του συστήματος διανομής που είχε διαπράξει ο τελευταίος, μπορούσε να παύσει, μόνο αν ο Harder συνεργαζόταν για τη διευκρίνιση των όρων υπό τους οποίους διαπράχθηκαν οι παραβάσεις, όπως προβλέπει το πρότυπο συμβάσεως σχετικά με το σύστημα επιλεκτικής διανομής. Οι παραδόσεις δεν επαναλήφθηκαν, επειδή ο Harder δεν συμμορφώθηκε ποτέ με τους όρους αυτούς. Συνεπώς, υπ' αυτές τις συνθήκες, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ληφθεί υπόψη η πρόταση του γραφείου πωλήσεων του Freiburg, την οποία δεν ακολούθησε η TFR.

86

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι ο Harder δεν έγινε πάλι αποδεκτός στο σύστημα διανομής οφείλεται, όπως συνάγεται σαφώς από το περιεχόμενο της δικογραφίας, μόνο στο ότι ο Harder δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που προβλέπει το πρότυπο συμβάσεως του συστήματος επιλεκτικής διανομής για να παύσουν οι συνέπειες των παραβάσεων της σύμβασης αυτής. Ακόμη, επειδή τα αρμόδια όργανα της TFR δεν έλαβαν θέση ως προς το θέμα αυτό, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να επιτρέπει να υποτεθεί ότι, ακόμη και αν ο Harder εκπλήρωνε τους προαναφερθέντες όρους, θα του επέβαλλαν επιπλέον να δηλώσει ότι αναλαμβάνει πρόσθετες υποχρεώσεις, πέρα από αυτές που απορρέουν από το σύστημα επιλεκτικής διανομής. Συνεπώς, η περίπτωση Harder δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αποδείχθηκε επαρκώς.

2. Στη Γαλλία

a) Anchan

87

Όπως αναφέρει η Επιτροπή (σημείο 23 της απόφασης) η ATF, γαλλική θυγατρική εταιρία της AEG, δεν είχε καμία διάθεση να δεχθεί το Auchan στο δίκτυο διανομής. Η αποδοχή του Auchan έγινε μόνο όταν η επιχείρηση αυτή ανέλαβε την υποχρέωση να τηρεί τις τιμές που θα συνιστούσε η ATF και να παύσει τη διαφήμιση των εμπορευμάτων Telefunken μέσω του τύπου.

88

Η AEG ισχυρίζεται ότι δεν μπορούσε να δεχτεί στο σύστημα το Auchan, πριν αναλάβει την υποχρέωση να μην παραβαίνει τις διατάξεις περί ανταγωνισμού.

89

Ο ισχυρισμός της AEG δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στα έγγραφα της δικογραφίας· στα έγγραφα αυτά, και ιδίως στο σημείωμα της ATF της 21ης Μαρτίου 1978, αναφέρεται απλώς ότι το Auchan συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των περισσότερο δραστήριων καταστημάτων διαρκών εκπτώσεων, που πωλούσε σε άκρως χαμηλές τιμές, αλλά τα εν λόγω έγγραφα δεν αναφέρουν πραγματικά περιστατικά που να είναι πρόσφορα να αποδείξουν τον ισχυρισμό ότι οι τιμές αυτές ήταν αντίθετες προς την εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού.

90

Αντίθετα, από ένα σημείωμα της ATF, της 20ής Οκτωβρίου 1978, συνάγεται ότι μεταξύ της ATF και του Auchan ήταν δυνατή συμφωνία υπό τους εξής όρους: «σε αντάλλαγμα για τον εφοδιασμό του, τον οποίο έχει άμεση ανάγκη, δεδομένου ότι δεν θέλει πλέον να συνεργάζεται με τη Grundig, [το Auchan] θα απέσυρε όλες τις μέσω του τύπου διαφημίσεις που αφορούν τους δικούς μας δέκτες τηλεοράσεως και θα εφάρμοζε τις τιμές που θα του υποδεικνύαμε, υπό τον όρο ότι σε κανένα απολύτως κατάστημα δεν ισχύουν χαμηλότερες τιμές στην πόλη στην οποία θα πωλούνται τα προϊόντα αυτά, γιατί τότε το Auchan θα βρισκόταν στην ανάγκη να προσαρμόσει τις τιμές του στις χαμηλότερες αυτές τιμές». Στις 3 Νοεμβρίου 1978 το Auchan έγινε δεκτό στο σύστημα διανομής AEG.

91

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, για να του παραδοθούν προϊόντα Telefunken που καλύπτονταν από τη σύμβαση, το Auchan ήταν διατεθειμένο να αυτοπεριο-ρίσει την ελευθερία του ως προς τη διαμόρφωση των τιμών, παραιτούμενο από τη δυνατότητα να προσφέρει τα προϊόντα αυτά σε τιμές χαμηλότερες από την πιο χαμηλή τιμή πωλήσεως των άλλων εμπόρων της πόλης στην οποία θα πωλούνταν τα προϊόντα. Η ανάληψη της υποχρεώσεως αυτής όμως αντιβαίνει προφανώς στους όρους του προτύπου συμβάσεως.

6) Iffli

92

Στο σημείωμα της ATF, της 30ής Ιουνίου 1978, που αναφέρεται στο σημείο 26 της απόφασης, αναφέρεται κατά λέξη: «Ο κ. Iffli ανέλαβε την υποχρέωση να τηρεί τις τιμές μας και μας διαβεβαιώνει ότι δεν επέλεξε την Telefunken για να βλάψει την εμπορική της φήμη.»

93

Οι ισχυρισμοί της AEG ότι η έκφραση «τις τιμές μας» αφορά τις τιμές πωλήσεως της ATF προς τον Iffli και ότι η υπόσχεση «να μη βλάψει την εμπορική φήμη» σημαίνει ότι ο Iffli ανέλαβε την υποχρέωση να μην πωλεί σε τιμές που αντιβαίνουν στις διατάξεις περί ανταγωνισμού δεν είναι πειστικοί. Πράγματι, η έκφραση «τις τιμές μας», που επέλεξε η ATF, δεν είναι αμέσως κατανοητή, αν αναφέρεται σε κάτι άλλο εκτός από τις τιμές λιανικής πωλήσεως, και η έκφραση «βλάπτω την εμπορική φήμη» γενικότερα δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά την πώληση σε τιμές που ο παραγωγός θεωρεί ότι βλάπτουν την καλή εμπορική του φήμη. Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή, που υποστηρίζει η Επιτροπή, βρίσκει σοβαρό έρεισμα στο ίδιο σημείωμα της 30ής Ιουνίου, στο οποίο αναφέρεται ότι ο Iffli ζήτησε από την ATF να του γνωστοποιήσει τους όρους πωλήσεως και ότι η ATF του εξήγησε την πολιτική της επί των τιμών, ιδίως τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να υπολογίζεται «η τιμή λιανικής πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των φόρων, με περιθώριο κέρδους 25 ο/ο».

94

Η προσπάθεια της ATF να αποφύγει τον ανταγωνισμό επί των τιμών συνάγεται, μεταξύ άλλων, από ένα άλλο σημείο του ίδιου σημειώματος, όπου αναφέρεται ότι: «Πιστεύουμε ότι είναι προτιμότερο να εξευρεθεί κάποια ρύθμιση στο θέμα της πολιτικής της διατηρήσεως των τιμών στην πόλη του Metz μεταξύ των καταστημάτων Le Roi de la Télé, Iffli και Darty, παρά να αφεθούν τα καταστήματα Iffli στο περιθώριο ... Πράγματι, τα εν λόγω καταστήματα θα ήταν ούτως ή άλλως σε θέση να προμηθευτούν συσκευές Telefunken, Kat στην περίπτωση αυτή δεν θα είχαμε πλέον τη δυνατότητα να επιβάλουμε την τήρηση της πολιτικής μας επί των τιμών.»

3. Στο Βέλγιο

α) Diederichs

95

Η AEG ισχυρίζεται ότι η άρνηση αποδοχής του εμπόρου χονδρικής πωλήσεως Diederichs (σημεία 36 ώς 39 της προσβαλλόμενης απόφασης) στηρίζεται στο γεγονός ότι, κατά την AEG, ο Diederichs δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του ειδικευμένου εμπορίου.

96

Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Στην πραγματικότητα, ούτε στις επιστολές που ανταλλάχθηκαν μεταξύ ATBG και Diederichs ούτε στα εσωτερικά έγγραφα της TFR και της ATBG υπάρχει οποιαδήποτε μνεία σχετικά με τις προϋποθέσεις που δήθεν δεν συγκέντρωνε ο Diederichs, εκτός από μια παρατήρηση, ότι δηλαδή ο Diederichs είχε παραβεί τις διατάξεις περί ανταγωνισμού, επειδή είχε εισαγάγει προϊόντα σήματος Telefunken από τη Γερμανία, και ότι, για να γίνει δεκτός ως συμβεβλημένος έμπορος, έπρεπε να αναλάβει την υποχρέωση να μην επιδείξει τη συμπεριφορά αυτή στο μέλλον. Οι παράλληλες εισαγωγές όμως δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού· αντίθετα, η υπόσχεση να μην πραγματοποιηθούν πια τέτοιες εισαγωγές προφανώς συνιστά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, επειδή έτσι δίδεται η δυνατότητα σε έναν παραγωγό να στεγανοποιήσει τις εθνικές αγορές και με τον τρόπο αυτό να αποφύγει την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

97

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο αποκλεισμός του Diederichs από το σύστημα είχε ως μόνη αιτία τη διατήρηση ορισμένης δομής της διανομής στις διάφορες εθνικές αγορές, όπως εξάλλου συνάγεται πολύ καθαρά από την παρατήρηση που αναφέρεται στο σημείωμα της TFR της 28ης Οκτωβρίου 1977, σύμφωνα με την οποία η AEG των Βρυξελλών θα επιθυμούσε, «για λόγους που ανάγονται στην πολιτική της διανομής, να μη γίνει δεκτός ο Diederichs στο σύστημα».

Β — Οι περιπτώσεις προστασίας των περιοχών πωλήσεων

98

Στο σημείο 29 της απόφασης αναφέρεται ότι η ATF παρείχε στους εμπόρους που είχε επιλέξει ορισμένη περιοχή πωλήσεων για την οποία τους εξασφάλιζε την απουσία ανταγωνισμού σχετικά με τα προϊόντα Telefunken. Η ATF απέρριπτε τις αιτήσεις αποδοχής στο σύστημα διανομής που προέχονταν από άλλους εγκατεστημένους στην ίδια περιοχή εμπόρους.

99

Η AEG αναφέρει ότι η ορθή εφαρμογή του συστήματος διανομής απαιτεί εκ μέρους της ATF μόνο μια αρνητικού περιεχομένου υποχρέωση, δηλαδή να μην αρνείται την αποδοχή στο σύστημα των υποψηφίων που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του εξειδικευμένου εμπορίου, και όχι μια θετικού περιεχομένου υποχρέωση, δηλαδή να έρχεται σε επαφή με όλους τους εμπόρους που συγκεντρώνουν τις εν λόγω προϋποθέσεις για να τους πείσει να προσχωρήσουν στο σύστημα επιλεκτικής διανομής AEG-Telefunken. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος για καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος, παρά μόνο αν αποδειχτεί ότι οι υποψήφιοι που συγκέντρωναν τις προϋποθέσεις αποδοχής στο σύστημα αποκλείστηκαν για λόγους που είχαν σχέση με την προστασία των περιοχών πωλήσεων.

100

Το ερώτημα αν υπήρχε προστασία των περιοχών πωλήσεων πρέπει να εξεταστεί τόσο από την άποψη της εξασφάλισης κατά των πρωτοβουλιών των συμβεβλημένων μεταπωλητών από άλλες περιοχές, όσο και από την άποψη της εξασφάλισης κατά της αποδοχής στο σύστημα νέων εμπόρων σε ορισμένη περιοχή.

1. Η περίπτωση «Le Roi de la Télé»

101

Όπως συνάγεται από επιστολή της ATF, της 9ης Νοεμβρίου 1972, η ATF έκρινε ότι δεν μπορούσε να κάνει δεκτή αίτηση εφοδιασμού του Iffli, λόγω των συμφωνιών διανομής που υπήρχαν για το Metz με την επιχείρηση «Le Roi de la Télé». Σε ένα εσωτερικό σημείωμα της ATF, της 30ής Ιουνίου 1978, σχετικά με την αίτηση του Iffli, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Γνωρίζουμε το πρόβλημα που τίθεται με την αίτηση αυτή για την πόλη του Metz, στην οποία μέχρι σήμερα το αποκλειστικό δικαίωμα διανομής είχε η επιχείρηση “Le Roi de la Télé”, αλλά πρέπει να ληφθεί απόφαση». Αυτό δείχνει ότι, ήδη πριν από την εισαγωγή του συστήματος επιλεκτικής διανομής και μέχρι το 1978, παρεχόταν στην επιχείρηση «Le Roi de la Télé» προστασία της περιοχής πωλήσεων και ότι η προστασία αυτή δεν έπαυσε παρά μόνο όταν η ATF, κατόπιν νέας αιτήσεως της επιχειρήσεως Iffli, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από λόγους οικονομικής και νομικής φύσεως αντενδείκνυτο σαφώς η απόρριψη της αιτήσεως αυτής.

2. Lama

102

Στο σημείο 34 της απόφασης αναφέρεται μια επιστολή της 23ης Οκτωβρίου 1978, με την οποία η ATF γνωστοποιεί στον έμπορο χονδρικής πωλήσεως Lama, στο Παρίσι, τα εξής: «όταν, αντίθετα, πρόκειται για εμπόρους χονδρικής πωλήσεως, εξυπακούεται ότι θα πρέπει να τους παραχωρούμε στην πράξη την αποκλειστικότητα επί της δεδομένης περιοχής πωλήσεων, μολονότι, σύμφωνα με την εγκύκλιο Scrivener, κάτι τέτοιο θα ήταν παράνομο».

103

Κατά την AEG, η επιστολή αυτή δεν αποδεικνύει συγκεκριμένη συμπεριφορά της ATF που αποσκοπούσε στη μη αποδοχή ενός εμπόρου στο δίκτυο διανομής της, για να εξασφαλίσει την προστασία μιας περιοχής πωλήσεως υπέρ ενός συμβεβλημένου μεταπωλητή σκοπός της φράσης που αναφέρει η Επιτροπή ήταν να υπογραμμιστούν, με ορισμένες υπερβολές που είναι συνήθεις στο εμπόριο, οι καλές προθέσεις της ATF έναντι ενός εμπορικού εταίρου της.

104

Σημειώνεται όμως ότι, στην πράξη, η αποκλειστικότητα είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί μόνον με τον αποκλεισμό των άλλων μεταπωλητών που ασκούν εμπορία στην ίδια περιοχή με το συμβεβλημένο μεταπωλητή. Συνεπώς, η ίδια η AEG βεβαίωσε την ύπαρξη καταχρηστικής συμπεριφοράς, αναγνωρίζοντας ότι η παραχώρηση de facto αποκλειστικότητας ανταποκρινόταν στη συνήθη πρακτική της και επιβεβαιώνοντας την υπόσχεση της να συνεχίσει την πρακτική αυτή στην περίπτωση της επιχείρησης Lama.

3. Radio du Centre

105

Με επιστολή της 2ας Μαρτίου 1978 η ATF γνωστοποίησε στην επιχείρηση Radio du Centre ότι οι εμπορικοί της στόχοι στον τομέα των δεκτών έγχρωμης τηλεόρασης και ραδιοηλεκτρικών ακουστικών συσκευών, για το έτος 1978, την υποχρέωναν να προβεί «σε επανεξέταση των συμφωνιών μας του 1977 όσον αφορά την προστασία της ζώνης δραστηριότητας σας για τα προϊόντα μας». Αν, για να δεχθεί μια από κοινού δραστηριότητα των επιχειρήσεων Radio du Centre και SNER στην περιοχή Puy-de-Dôme, η ATF υποχρεώθηκε να τροποποιήσει τις συμφωνίες που είχε συνάψει με την επιχείρηση Radio du Centre, είναι αναπόφευκτο το συμπέρασμα ότι με τις συμφωνίες αυτές είχε εξασφαλιστεί η προστασία της περιοχής πωλήσεων του αναφερθέντος μεταπωλητή, η οποία εμπόδιζε την ATF να λάβει υπόψη τις αιτήσεις για αποδοχή στο σύστημα διανομής που υπέβαλλαν άλλοι έμποροι στην ίδια περιοχή.

4. Schadroff

106

Όταν η επιχείρηση Schadroff στο Bourg-Saint-Andéol διαμαρτυρήθηκε ότι ένας έμπορος χονδρικής πωλήσεως της Μασσαλίας είχε προβεί σε προσφορές στη ζώνη δραστηριότητάς του, η ATF με επιστολή της 13ης Απριλίου 1979 της γνωστοποίησε ότι ένας από τους υπεύθυνους συνεργάτες της «συνέστησε στον έμπορο χονδρικής πωλήσεως στη Μασσαλία να μην εξακολουθήσει να προβαίνει σε παρόμοιες προσφορές στην περιοχή πωλήσεων σας» και υπενθύμισε ότι η επιχείρηση Schadroff διέθετε «την αποκλειστικότητα επί ορισμένης περιοχής πωλήσεων, δικαίωμα το οποίο υπερασπίζουμε πάντοτε, όπως σε πολλές περιπτώσεις το αποδείξαμε». Από την επιστολή αυτή συνάγεται ότι η ATF επενέβη δραστήρια για να εμποδίσει άλλους συμβεβλημένους εμπόρους να επέμβουν στην περιοχή της οποίας η αποκλειστικότητα είχε παραχωρηθεί στην επιχείρηση Schadroff.

Γ — Οι περιπτώσεις επηρεασμού των τιμών

1. Άμεσος επηρεασμός

α) Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

i. Suma

107

Το σημείωμα του γραφείου πωλήσεων της AEG στο Μόναχο, της 20ής Απριλίου 1977, όπου αναφέρεται κατά λέξη ότι η Suma είχε υποσχεθεί «να μην επηρεάσει την κατεύθυνση των τιμών αλλά, το πολύ, να ακολουθήσει τη χαμηλότερη τιμή στην αγορά και, κατά το δυνατόν, να εφαρμόζει τιμές που να βρίσκονται μεταξύ των μέσων τιμών των καταστημάτων και των χαμηλότερων τιμών» δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η επιχείρηση Suma αναγκάστηκε να περιορίσει την ελευθερία της ως προς τον ανταγωνισμό σχετικά με τις τιμές πωλήσεως.

ii. Holder

108

Από το σημείωμα της TFR της 30ής Νοεμβρίου 1976, που αναφέρεται το σημείο 41 της απόφασης, συνάγεται ότι η TFR «εξήγησε λεπτομερώς στην επιχείρηση Holder την πολιτική διανομής και τη διαμόρφωση των τιμών».

109

Ως προς το σημείο αυτό, η AEG ισχυρίστηκε ότι στην περίπτωση αυτή επρόκειτο για συζήτηση σχετικά με τη διάθεση για πρώτη φορά στην αγορά μιας τελείως νέας συσκευής TFR, της TRX 2000, που όμως ήταν πολύ ακριβή. Η ανάγκη η διάθεση αυτή να γίνει πολύ προσεκτικά επέβαλλε να δοθούν λεπτομερείς εξηγήσεις στους μεταπωλητές σχετικά με τον τρόπο διανομής της συσκευής αυτής και με τις τιμές που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν όσον το δυνατόν καλύτερα την εμπορική επιτυχία της συσκευής αυτής.

110

Ακόμη και αν η TFR δεν περιορίστηκε, όπως είναι προφανές, να δώσει στον Holder πληροφορίες σχετικά με τις τιμές, οι οποίες ενόψει της καταστάσεως της αγοράς θα ήταν οι πλέον ενδεδειγμένες για την προώθηση της νέας συσκευής, αλλά πράγματι θέλησε να καθορίσει τιμή πωλήσεως για τη συσκευή, η παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού, αντίθετα από ό,τι στην περίπτωση της επιχείρησης Suma, όπου η δέσμευση ως προς τις τιμές καλύπτει όλα τα προϊόντα Telefunken που εμπίπτουν στη σύμβαση επιλεκτικής διανομής, αφορά στην προκειμένη περίπτωση έναν και μοναδικό τύπο, στο πλαίσιο μιας μόνο κατηγορίας εμπορευμάτων που καλύπτονται από τη σύμβαση και έναντι ενός μικρής σημασίας εμπόρου λιανικής πωλήσεως συνεπώς η παράβαση χάνει κατά μεγάλο μέρος τη σημασία της.

6) 2τη ΓαΜία

i. Darty

111

Σε μια επιστολή της ATF, της 26ης Μαίου 1978, η οποία αναφέρεται στο σημείο 42 της απόφασης, γίνεται λόγος για την «υποχρέωση που ανέλαβε η επιχείρηση Darty να αυξήσει τις τιμές πωλήσεως της».

112

Το γεγονός ότι η δέσμευση που ανέλαβε το Darty συνίστατο στο να παύσει μια εκστρατεία προώθησης των πωλήσεων στην περιοχή του Παρισιού και να επαναφέρει τις προηγούμενες τιμές του δεν αναιρεί καθόλου το γεγονός ότι οι ενέργειες στις οποίες προέβη η ATF για να επιτύχει το σκοπό αυτό πρέπει να θεωρηθούν ως άσκηση αθέμιτου επηρεασμού των τιμών. Ο ισχυρισμός της AEG, σύμφωνα με τον οποίο κακώς γίνεται λόγος για «δέσμευση», ενώ επρόκειτο για απόφαση που ελήφθη μονομερώς από το Darty, δεν φαίνεται πειστικός και για τον πρόσθετο λόγο ότι η επίσκεψη ενός από τους διευθύνοντες την ATF στο Darty, όπως ρητά συνάγεται από σημείωμα της 5ης Ιουνίου 1978, αφορούσε τις «τιμές για τους δέκτες έγχρωμης τηλεόρασης που ισχύουν στο Παρίσι».

ii. Οι έμποροι στο Παρίσι

113

Στο σημείωμα αυτό αναφέρεται ακόμη, σχετικά με την περιοχή του Παρισιού, ότι στις 2 Ιουνίου 1978«όλοι» ήταν προφανώς σύμφωνοι να αυξήσουν τις τιμές τους, ότι μόνο η FNAC δεν είχε προβεί στην ενέργεια αυτή και ότι για το λόγο αυτό έπρεπε να έρθει σε επαφή μαζί της ο κ. Hondre της ATF.

114

Η AEG αμφισβητεί ότι η λέξη «όλοι» («tout le monde») αφορά, όπως αναφέρεται στο σημείο 43 της απόφασης, «τους εμπόρους λιανικής πωλήσεως στο Παρίσι οι οποίοι εφοδιάζονται από την ATF» ο τίτλος όμως της τρίτης παραγράφου του σημειώματος (τιμές που ισχύουν στο Παρίσι), καθώς και η έκφραση «όλοι» δεν συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι το σημείωμα αυτό αφορούσε μόνο την επιχείρηση Darty και την επιχείρηση FNAC.

115

Υπ' αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη συμφωνίας ως προς τις τιμές μεταξύ της AEG και των εμπόρων λιανικής πωλήσεως της περιοχής του Παρισιού.

iii. Camif

116

Στο σημείο 44 της απόφασης, η περίπτωση Camif στηρίζεται στην ακόλουθη περικοπή σημειώματος της ATF, της 5ης Ιουνίου 1978: «Επειδή ορισμένοι μεταπωλητές, μεταξύ των οποίων η επιχείρηση Darty, θεωρούν την επιχείρηση Camif ως κανονικό πελάτη, και επομένως ως ανταγωνιστή, και κατά συνέπεια θέλουν να ευθυγραμμίσουν τις τιμές τους με τις τιμές των καταλόγων Camif, στις 2 του τρέχοντος μηνός ήρθαμε σε επαφή με τον κ. Dechambre και του ζητήσαμε να αυξήσει τις τιμές λιανικής πωλήσεως των εμπορευμάτων στο^ χειμερινό κατάλογο 1978». Ενόψει της περικοπής αυτής, που παρατίθεται κατά λέξη, φαίνεται πολύ λίγο πειστική η απλή διαβεβαίωση της AEG ότι η ATF ζήτησε από την επιχείρηση Camif να αυξήσει τις τιμές της, ώστε να ληφθεί υπόψη η αύξηση των τιμών πωλήσεως της AEG, που επρόκειτο να γίνει το Σεπτέμβριο του 1978.

ιν. Cart

117

Με επιστολή της 4ης Νοεμβρίου 1977, που αναφέρεται στο σημείο 46 της απόφασης, η ATF υπενθυμίζει στην επιχείρηση Cart τη συμφωνία σχετικά με τις τιμές που είχαν συνάψει οι δύο επιχειρήσεις και αναφέρει ότι η μη τήρηση εκ μέρους της επιχείρησης Cart των υποχρεώσεων της δεν μπορεί παρά «να επισκιάσει τις εμπορικές μας σχέσεις». Και προσθέτει: «δεν άργησε να εμφανιστεί η αντίδραση ορισμένων από τους αντιπροσώπους μας, επειδή θεωρούν ότι η επιχείρηση Cart, αντί να προτρέπει σε διατήρηση των τιμών, πωλεί τα προϊόντα σε χαμηλές τιμές». Τέλος η ATF ρωτάει την Cart αν είναι δυνατό να σταματήσει τη διανομή του καταλόγου Cart που περιέχει τις ανεπιθύμητες τιμές ή και ενδεχομένως να τον αποσύρει από την κυκλοφορία.

118

Το αίτημα σχετικά με τη διατήρηση των τιμών, που περιέχεται στην επιστολή αυτή της 4ης Νοεμβρίου 1977, δεν είναι δυνατόν κατά κανένα τρόπο να δικαιολογηθεί από την ανάγκη να ληφθεί υπόψη η αύξηση των τιμών πωλήσεως στο εμπόριο χονδρικής πωλήσεως, η οποία επήλθε μόνο το Σεπτέμβριο του 1978 Εξάλλου η ATF, με την επιστολή της της 21ης Ιουλίου 1978, με την οποία πληροφορεί την επιχείρηση Cart για την αύξηση αυτή, δεν περιορίζεται απλώς να αναφέρει τις τιμές λιανικής πωλήσεως που θα ήταν δυνατό να εφαρμοστούν ώστε να ληφθεί υπόψη η αύξηση αυτή, αλλά προσθέτει επί λέξει: «βάσει της συμφωνίας μας, σας παρακαλούμε να λάβετε υπόψη για την έκδοση του καταλόγου σας τις τιμές λιανικής πωλήσεως που αναφέρονται παραπάνω, που πρέπει να θεωρηθούν ως κατώτατες τιμές».

ν. FNAC, Darty και Grands Magasins

119

Σε μια επιστολή της ATF, της 13ης Οκτωβρίου 1978 (σημείο 45 της απόφασης), που έχει τον τίτλο «τιμές λιανικής πωλήσεως που προβλέπονται από 18. 9. 1978» περιλαμβάνεται το ακόλουθο απόσπασμα: «συμφωνούμε με τους πελάτες του κεντρικού καταστήματος, δηλαδή τις επιχειρήσεις Darty, FNAC και Grands Magasins, να ισχύσουν όλες αυτές οι τιμές από τις 2 Νοεμβρίου 1978». Ακόμη και αν, όπως ισχυρίζεται η AEG, στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται απλώς για το θέμα της αύξησης των τιμών λιανικής πωλήσεως που θα ήταν συνέπεια της αύξησης των τιμών χονδρικής πωλήσεως, η ATF αναμφισβήτητα άσκησε πίεση σε ορισμένους από τους εμπόρους της να προβούν στην αύξηση αυτή όσο το δυνατό συντομότερα και μάλιστα συνήψε μ' αυτούς σχετική συμφωνία.

νι. Capoferm

120

Από ένα εσωτερικό σημείωμα της ATF, της 3ης Απριλίου 1979, συνάγεται ότι οι αλυσίδες καταστημάτων λιανικής πωλήσεως Capoferm/Darty δεσμεύτηκαν έναντι της ATF να μη χρησιμοποιήσουν για να μειώσουν τις τιμές λιανικής πωλήσεως ένα ειδικό δώρο που τους είχε χορηγηθεί για να χρηματοδοτηθεί η επιστροφή παλαιών συσκευών τηλεόρασης ως μέσο για την προώθηση της πωλήσεως νέων συσκευών.

121

Δεδομένου ότι το δώρο αυτό είχε αφαιρεθεί από την τιμή που χρέωνε η ATF, τελικά ο έμπορος ήταν υποχρεωμένος, τόσο στην περίπτωση της επιστροφής μιας παλιάς συσκευής, δηλαδή όταν το δώρο πληρωνόταν στον πελάτη, όσο και στην περίπτωση της πωλήσεως της τηλεοράσεως χωρίς επιστροφή της παλιάς συσκευής, να διατηρήσει το ίδιο περιθώριο κέρδους. Η υποχρέωση αυτή να τηρήσει ελάχιστη τιμή ακόμη και στην περίπτωση που, ελλείψει επιστροφής, το δώρο ισοδυναμεί απλώς με προνόμιο που χορηγείται στον έμπορο, συνιστά συμφωνία ως προς τις τιμές, η οποία είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού.

γ) 2το Βέλγιο

i. Verbinnen

122

Στο σημείο 39 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε ο βέλγος έμπορος λιανικής πωλήσεως Verbinnen, η ATBG του ζήτησε τον Ιανουάριο/Φεβρουάριο 1980 να αυξήσει κατά 3000 βελγικά φράγκα την τιμή μιας συσκευής τηλεόρασης Telefunken, ώστε να προσαρμοστεί στο επίπεδο των τιμών λιανικής πωλήσεως του Βελγίου.

123

Από τις πληροφορίες τις οποίες παρέσχε στην Επιτροπή ο Verbinnen με δύο επιστολές, της 3ης και 27ης Νοεμβρίου 1980, δεν συνάγεται ότι η ATBG άσκησε πίεση για να αναγκάσει την επιχείρηση αυτή να διατηρήσει ορισμένες τιμές λιανικής πωλήσεως. Ούτε από την επιστολή της 27ης Νοεμβρίου συνάγεται ότι η ATBG προσπάθησε να επιβάλει στον Verbinnen να πωλεί με τις τιμές που είχε καθορίσει η Telefunken. Ο ίδιος ο Verbinnen στην επιστολή του χρησιμοποιεί την ολλανδική λέξη «voorstellen», που σημαίνει «προτάσεις», και βέβαια θα ήταν υπερβολικό να θεωρηθεί χωρίς άλλο ως αθέμιτος επηρεασμός των τιμών το γεγονός ότι η ATBG σε ανεπίσημη συζήτηση είχε αναφέρει μια τιμή την οποία θεωρούσε ότι έπρεπε να ισχύσει για ορισμένο τύπο συσκευών.

2. Έμμεσος επηρεασμός

a) Suma

124

Στο σημείο 49 της απόφασης βεβαιώνεται, με 6άση ένα σημείωμα της TFR της 20ής Απριλίου 1977, ότι η AEG είχε υποσχεθεί στην επιχείρηση Suma «δώρο καλής συμπεριφοράς» ίσο προς 2 % του κύκλου εργασιών της ως αντιπαροχή για την επιφυλακτικότητα που ανέμενε απ' αυτή σχετικά με τις τιμές.

125

Όσον αφορά τη φύση του δώρου αυτού, η AEG έδωσε διάφορες εξηγήσεις: ενώ κατά τη διάρκεια της ακρόασης της 19ης Αυγούστου 1980 βεβαίωσε ότι αποτελούσε την αντιπαροχή για τη διάθεση, για διαφημιστικούς σκοπούς, ορισμένων χώρων στις προθήκες και μέσα στα καταστήματα, αργότερα ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο μόνο για ένα πρόσθετο δώρο, που χορηγήθηκε στη Suma λόγω της μεγάλης σημασίας που είχε ως πελάτης.

126

Ο Waltenberger, διαχειριστής της επιχείρησης Suma, δήλωσε σε έναν υπάλληλο της Επιτροπής στις 2 Σεπτεμβρίου 1980 ότι «το δώρο καλής συμπεριφοράς, ίσο προς 2 %, που προσφέρθηκε από την AEG κατά τις συνομιλίες που έγιναν με την επιχείρηση Suma στις 20 Απριλίου 1977 (πρβλ. σημείωμα της AEG, της ίδιας ημέρας), θα χορηγούνταν με το σκοπό να πληροφορείται καταρχήν η επιχείρηση AEG για το διαφημιζόμενο εμπόρευμα πριν οι διαφημίσεις εμφανιστούν στον τύπο. Επιπλέον, στην επιχείρηση AEG-Telefunken δόθηκε η υπόσχεση ότι θα ανακοινώνονται στην Telefunken οι ιδιαίτερα επιθετικές τιμές των ανταγωνιστών και ότι οι τιμές αυτές δεν θα εφαρμόζονται αμέσως από την επιχείρηση Suma, εκτός αν είναι προφανές ότι πρόκειται για ενέργειες στις οποίες προβαίνουν οι ανταγωνιστές για αόριστο χρόνο».

127

Σε επιστολή της 15ης Οκτωβρίου 1980, που απηύθυναν οι δικηγόροι της AEG στην Επιτροπή και στην οποία εκθέτονταν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ο Waltenberger με τηλετύπημα της 29ης Οκτωβρίου 1980 βεβαίωσε ότι ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα, διαψεύδεται οποιοσδήποτε επηρεασμός των τιμών, γίνεται όμως δεκτό ότι το «δώρο» παρουσιάστηκε εκ μέρους της AEG επίσημα ως αντιπαροχή για τις πληροφορίες που η επιχείρηση Suma θα παρείχε στην επιχείρηση Telefunken σχετικά με την εξέλιξη της αγοράς.

128

Ακόμη και αν όλες αυτές οι δηλώσεις ερμηνευτούν με τον πιο ευνοϊκό τρόπο για την AEG, δηλαδή ότι το δώρο του 2 ο/ο είχε σχέση μόνο με τη δέσμευση της επιχείρησης Suma να πληροφορεί την TFR σχετικά με τις τιμές που θα τηρούσαν η ίδια η επιχείρηση Suma καθώς και οι άλλοι έμποροι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δέσμευση αυτή μπορούσε να επιτρέψει στην TFR να ελέγχει τις τιμές που τηρούσε η επιχείρηση Suma, η οποία είχε ρητά δεχτεί όπως συνάγεται από το σημείωμα του γραφείου πωλήσεων της AEG στο Μόναχο, της 20ής Απριλίου 1977, να τηρεί επιφυλακτική στάση στα πλαίσια του ανταγωνισμού και να διευκολύνει την επέμβαση της TFR στις περιπτώσεις που άλλοι συμβεβλημένοι μεταπωλητές ακολουθούσαν υπερβολικά επιθετική πολιτική τιμών. Εφόσον, συνεπώς, η υποχρέωση που συνδεόταν με το δώρο διευκόλυνε τον έλεγχο της TFR ως προς τις τιμές, το δώρο αυτό πράγματι πρέπει να θεωρηθεί ως μέσο άσκησης έμμεσου επηρεασμού των τιμών.

3. Άλλες ατομικές περιπτώσεις επεμβάσεως ως προς τις τιμές

α) Wilhelm

129

Με επιστολή της 22ας Ιουλίου 1976 προς το γραφείο πωλήσεων του Saarbrücken, η TFR ζητάει πληροφορίες σχετικά με τις «ιδιαίτερα ανησυχητικές τιμές» της επιχείρησης Wilhelm και ρωτάει: «πού οφείλεται η νέα αυτή επίθεση;» Αντίθετα όμως απ' ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, από την επιστολή αυτή δεν είναι δυνατό να συναχθεί έμμεση πρόσκληση για επέμβαση κατά μιας επιχείρησης που πωλεί με μειωμένες τιμές: η επιστολή αυτή κάλλιστα μπορεί να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι παρακαλείται ο παραλήπτης να εξετάσει αν η συμπεριφορά της επιχείρησης Wilhelm ήταν σωστή. Πράγματι, το γραφείο πωλήσεων του Saarbrücken εξέλαβε την επιστολή υπ' αυτή την έννοια και στις 22 Ιουλίου 1976 απάντησε ότι οι προσφορές της επιχείρησης Wilhelm εντάσσονταν στο πλαίσιο ενός κανονικού ανταγωνισμού ως προς τις τιμές.

6) Scblembach

130

Σε σημείωμα της 9ης Σεπτεμβρίου 1977, που αναφέρεται στο σημείο 51 της απόφασης, ο προϊστάμενος του γραφείου πωλήσεων της TFR στην Κολωνία υπενθυμίζει ότι στις 8 Σεπτεμβρίου 1977 είχε διεξαγάγει «ειλικρινή και ενίοτε ζωηρή συνομιλία» με τον έμπορο λιανικής πωλήσεως Schlembach σχετικά με τις διαφημίσεις προϊόντων Telefunken τις οποίες δημοσίευε ο Schlembach μέσω του τύπου καί ότι κατέστησε σαφές στον Schlembach ότι «τυχόν επανάληψη των διαφημίσεων θα οδηγούσε σε σοβαρή διατάραξη της συνεργασίας». Επειδή η AEG δεν απέδειξε τον ισχυρισμό της ότι οι εν λόγω διαφημίσεις συνιστούσαν παράβαση του γερμανικού δικαίου περί ανταγωνισμού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απειλή διακοπής των εμπορικών σχέσεων ήταν τελείως αδικαιολόγητη και αποσκοπούσε μόνο σε καταχρηστικής (ρύσεως επηρεασμό του εν λόγω εμπόρου ως προς τις τιμές.

γ) Grnoner, Südschall και Massa

131

Οι περιπτώσεις Gruoner, Südschall και Massa κακώς μνημονεύονται στην απόφαση, επειδή, όπως συνάγεται από έκθεση του γραφείου πωλήσεων του Mannheim, της 31ης Οκτωβρίου 1978, οι επιχειρήσεις αυτές διέθεταν στο εμπόριο συσκευές τηλεόρασης τύπου «Imperial», οι οποίες δεν καλύπτονταν από το σύστημα επιλεκτικής διανομής Telefunken, σε πολύ χαμηλές τιμές, τις οποίες η TFR χαρακτήριζε ως ανησυχητικές. Συνεπώς στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι δυνατό να γίνει λόγος για καταχρηστική εφαρμογή του εν λόγω συστήματος επιλεκτικής διανομής.

δ) Kauflwf (Kassel) και Herik (Φραγκφούρτη)

132

Στην παραπάνω έκθεση της 31ης Οκτωβρίου 1978 αναφέρεται ότι οι προσφορές σε χαμηλές τιμές που έγιναν μεταξύ άλλων από την επιχείρηση Kaufhof (Kassel) και Herde (Φραγκφούρτη) δημιούργησαν περαιτέρω διαταράξεις της αγοράς. Ακόμη αναφέρεται ότι «η τάξη αποκαταστάθηκε μόνο κατόπιν επίμονων προσπαθειών».

133

Ως προς το σημείο αυτό, η AEG ισχυρίζεται ότι η έκφραση αυτή αφορούσε την προσπάθεια που χρειάστηκε να καταβάλει για να εξηγήσει στους άλλους εμπόρους, που είχαν ανησυχήσει από τις χαμηλές τιμές των δύο αυτών εμπόρων λιανικής πωλήσεως, ότι οι ειδικές προσφορές των επιχειρήσεων Kaufhof και Herde δεν βασίζονταν στους ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους παράδοσης της TFR.

134

Επειδή η Επιτροπή δεν προσπάθησε να αποσαφηνίσει το σημείο αυτό, η αρκετά δυσνόητη φράση που περιέχεται στο παραπάνω έγγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής απόδειξη για την ύπαρξη παράβασης.

Δ — Συμπεράσματα σχετικά με τις ατομικές περιπτώσεις

135

Η εξέταση των ατομικών περιπτώσεων που αναφέρονται από την Επιτροπή οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα:

α)

Πρέπει να θεωρηθεί ότι από νομική άποψη αποδείχθηκε επαρκώς η ύπαρξη καταχρηστικής εφαρμογής του συστήματος επιλεκτικής διανομής στις ακόλουθες περιπτώσεις: Ratio, Auchan, Iffli, Diederichs (αποδοχή που εξαρτήθηκε από παράνομες προϋποθέσεις)· Le Roi de la Télé, Lama, Radio du Centre, Schadroff (προστασία των περιοχών πωλήσεως)· Suma, Darty, Camif, Cart, FNAC (άμεσος επηρεασμός των τιμών)· Darty, FNAC, έμποροι στο Παρίσι και Grands Magasins (συμφωνία ως προς τις τιμές)· Suma (έμμεσος επηρεασμός των τιμών)· Schlembach (απόπειρα επηρεασμού των τιμών).

6)

Αντίθετα, οι αποδείξεις που προσκόμισε η Επιτροπή δεν αρκούν για να στηρίξουν την ύπαρξη παράβασης κατά των διατάξεων περί ανταγωνισμού στις περιπτώσεις Harder, Holder, Wilhelm, Gruoner, Südschall, Massa, Kaufhof (Kassel), Hertie (Φραγκφούρτη) και Verbinnen· η περίπτωση Mammouth δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη, επειδή δεν αναφέρθηκε στη γνωστοποίηση των αιτιάσεων και δεν κοινοποιήθηκε στην AEG πριν από την έκδοση της απόφασης.

136

Από να ανωτέρω συνάγεται ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι αποδείχθηκε επαρκώς από νομική άποψη μία κατά σύστημα συμπεριφορά της AEG κατά την καταχρηστική εφαρμογή του συστήματος επιλεκτικής διανομής. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε αποδείξεις για ορισμένες ατομικές περιπτώσεις, δεν αναιρεί το συστηματικό χαρακτήρα της καταχρηστικής συμπεριφοράς της AEG και δεν μειώνει τη βαρύτητα της παράβασης που διαπιστώθηκε με την απόφαση της Επιτροπής της 6ης Ιανουαρίου 1982.

137

Το Δικαστήριο κρίνει ότι η παράβαση είναι ακόμα σοβαρότερη για το λόγο ότι το σύστημα επιλεκτικής διανομής, αφού εγκρίθηκε από την Επιτροπή, εφαρμόστηκε κατά παράβαση των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση και οι οποίες αποτελούσαν την προϋπόθεση για να είναι σύμφωνο το εν λόγω σύστημα με το άρθρο 85 της συνθήκης ΕΟΚ.

138

Υπ' αυτές τις συνθήκες, δεν συντρέχει λόγος να τροποποιηθεί το ποσό του προστίμου που έχει επιβάλει η Επιτροπή. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η προσφυγή που άσκησε η AEG κατά της απόφασης της Επιτροπής, της 6ης Ιανουαρίου 1982.

IV — Ως προς τους τόκους

139

Παραμένει να εξεταστεί αν η AEG υποχρεούται να καταβάλει τόκους επί του ποσού του προστίμου, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η πληρωμή.

140

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας η AEG ισχυρίστηκε ότι η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο κοινοτικό δίκαιο.

141

Είναι αναμφισβήτητο ότι, σε εποχές ιδίως που τα επιτόκια είναι πολύ υψηλά, η όσο το δυνατό μεγαλύτερη καθυστέρηση της πληρωμής ενός προστίμου συνεπάγεται μεγάλα πλεονεκτήματα για μια επιχείρηση. Αν γίνει δεκτή η άποψη ότι τα μετρα που αποσκοπούν να αντισταθμίσουν τα πλεονεκτήματα αυτά δεν είναι θεμιτά βάσει του κοινοτικού δικαίου, αυτό θα αποτελούσε κίνητρο για την άσκηση προφανώς αβάσιμων προσφυγών, των οποίων ο αποκλειστικός σκοπός θα συνίστατο στην καθυστέρηση της πληρωμής του προστίμου. Το αποτέλεσμα όμως αυτό δεν είναι δυνατό να είναι σύμφωνο με τις διατάξεις της συνθήκης σχετικά με την έννομη προστασία κατά των πράξεων των οργάνων.

142

Εξάλλου, η ίδια αρχή εκφράζεται στο άρθρο 86, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο σε περιπτώσεις που το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της εκτέλεσης ή άλλα προσωρινά μέτρα «η εκτέλεση της διατάξεως μπορεί να εξαρτηθεί από εγγυοδοσία του αιτούντος, το ποσό και οι όροι της οποίας καθορίζονται ανάλογα με τις περιστάσεις».

143

Συνεπώς, η AEG υποχρεούται να καταβάλει στην Επιτροπή τόκους υπερημερίας επί του ποσού του προστίμου. Όσον αφορά το ύψος του καταβλητέου ποσού δεν χρειάζεται ν' αποφανθεί το Δικαστήριο, δεδομένου ότι η AEG δεν αμφισβήτησε ούτε το επιτόκιο ούτε το χρονικό σημείο από το οποίο οφείλονται οι εν λόγω τόκοι.

Επί των δικαστικών εξόδων

144

Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνει και αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την προσφεύγουσα να καταθάλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τους τόκους υπερημερίας επί του επιβληθέντος προστίμου.

 

3)

Καταδικάζει την προσφεύγουσα να καταθάλει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

 

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος

J. Mertens de Wilmars

Mertens de Wilmars

Koopmans

Bahlmann

Galmot

Pescatore

Mackenzie Stuart

O'Keeffe

Bosco

Due

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Οκτωβρίου 1983.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Περιοτατικά

 

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

 

1. Ο όμιλος επιχειρήσεων AEG-Telefunken

 

2. Το σύστημα επιλεκτικής διανομής ηλεκτρονικών συσκευών ψυχαγωγίας της AEG-Telefunken

 

3. Η διαδικασία δάσει του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 17

 

4. Η απόφαση της Επιτροπής της 6ης Ιανουαρίου 1982

 

5. Η έγγραφη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

 

II — Αιτήματα των διαδίκων

 

III — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

 

Α — Αντιρρήσεις της επιχειρήσεως AEG κατά του τρόπου διεξαγωγής εκ μέρους της Επιτροπής του ελέγχου που προβλέπεται από τον κανονισμό 17

 

Ι. Ανεπαρκής αποσαφήνιση των πραγματικών περιστατικών

 

2. Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων της αγοράς

 

3. Αυθαίρετη επιλογή και χρησιμοποίηση των εγγράφων

 

4. Ελλειψη μνείας των συμπερασμάτων προηγούμενων ελέγχων

 

5. Παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως

 

Β — Οι αιτιάσεις της Επιτροπής

 

1. Απαρίθμηση των αιτιάσεων

 

2. Σχέση μεταξύ της γενικής πολιτικής της AEG και των ατομικών περιπτώσεων

 

3. Η αιτίαση σχετικά με τις διακρίσεις

 

α) Η εν γένει πολιτική της AEG σχετικά με την αποδοχή στο σύστημα διανομής

 

6) Η πολιτική αποδοχής στο σύστημα η οποία ακολουθείται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

 

Οι ατομικές περιπτώσεις που έχουν σχέση με την πολιτική αποδοχής η οποία ακολουθείται στη Γερμανία

 

— Ratio-Markt στο Kassel

 

— Harder στο Villingen

 

γ) Η πολιτική αποδοχής στο σύστημα η οποία ακολουθείται στη Γαλλία

 

Οι ατομικές περιπτώσεις που έχουν σχέση με την πολιτική αποδοχής η οποία ακολουθείται στη Γαλλία

 

— Auchan, Γαλλία

 

— Mammouth, Τουλούζη

 

— Iffli, Μετς

 

Προστασία των περιοχών πωλήσεων που παρασχέθηκε στη Γαλλία σε ορισμένους εμπόρους λιανικής πωλήσεως

 

— Le Roi de la Télé

 

— Radio du Centre, Lama και Schadroff

 

δ) H πολιτική αποδοχής στο σύστημα η οποία ακολουθείται στο Βέλγιο

 

4. Η αιτίαση σχετικά με τον αθέμιτο επηρεασμό των τιμών

 

α) Άμεσος επηρεασμός των τιμών

 

ί. Επηρεασμός των τιμών στη Γερμανία

 

— Suma στο Μόναχο

 

— Holder στο Günzburg

 

ii. Καθορισμός και ισχύς ορισμένης τιμής στη βελγική αγορά

 

— Η περίπτωση Verbinnen στο Lubbeek

 

iii. Επηρεασμός των τιμών στη Γαλλία

 

— Darty και FNAC

 

— Camif και Cart

 

6) Έμμεσος επηρεασμός των τιμών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

 

γ) Άλλες ατομικές περιπτώσεις

 

— Wilhelm

 

— Schlembach

 

— Gruoner και Südschall, Massa-Märkte, Kaufhof (Kassel) και Herde (Φραγκφούρτη)

 

Γ — Οι παρατηρήσεις της AEG σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ και η αντίκρουση της Επιτροπής

 

1. Μονομερής χαρακτήρας των ενεργειών της AEG

 

2. Η προσαπτόμενη συμπεριφορά δεν είναι ομοιόμορφη

 

3. Η προσαπτόμενη συμπεριφορά δεν μπορεί να καταλογιστεί στην ΑΕG

 

4. Μη δημιουργία εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο

 

Δ — Το ύψος του προστίμου και οι τόκοι

 

ΙV — Προφορική διαδικασία

Σκεπτικό

 

1 — Ως προς τους λόγους με τους οποίους αμφισβητείται το νομότυπο της διαδικασίας η οποία οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως

 

Α — Ανεπαρκής αποσαφήνιση των πραγματικών περιστατικών

 

Β — Αυθαίρετη επιλογή και χρησιμοποίηση των εγγράφων

 

Γ — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων της αγοράς

 

Δ — Έλλειψη μνείας των συμπερασμάτων προηγούμενων ελέγχων

 

Ε — Παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως

 

ΙΙ — Ως προς τους λόγους με τους οποίους αμφισβητείται η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ

 

Α — Μονομερής χαρακτήρας της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην ΑΕG και στις θυγατρικές της εταιρίες

 

Β — Θεμιτός χαρακτήρας της συμπεριφοράς που αποσκοπεί στη διατήρηση ενός ελάχιστου περιθωρίου κέρδους στο πλαίσιο ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής

 

Γ — Έλλειψη συστηματικότητας στην προσαπτόμενη συμπεριφορά

 

Δ — Ελλειψη καταλογισμού της προσαπτόμενης συμπεριφοράς στην AEG

 

Ε — Μη δημιουργία εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο

 

III — Ως προς τους λόγους με τους οποίους αμφισβητείται το δάσιμο των αιτιάσεων που προσάπτει η Επιτροπή στην AEG

 

Λ — Οι περιπτώσεις καταχρηστικού αποκλεισμού από το σύστημα

 

1. Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

 

α) Ratio-Markt

 

6) Harder

 

2. Στη Γαλλία

 

α) Auchan

 

6) Iffli

 

3. Στο Βέλγιο

 

α) Diederichs

 

Β — Οι περιπτώσεις προστασίας των περιοχών πωλήσεων

 

1. Η περίπτωση «Le Roi de la Télé»

 

2. Lama

 

3. Radio du Centre

 

4. Schadroff

 

Γ — Οι περιπτώσεις επηρεασμού των τιμών

 

1. Άμεσος επηρεασμός

 

α) Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

 

i. Suma

 

ii. Holder

 

6) Στη Γαλλία

 

i. Dartty

 

ii. Οι έμποροι στο Παρίσι

 

iii. Camif

 

iv. Cart

 

v. FNAC, Darty και Grands Magasins

 

vi. Capoferm

 

γ) Στο Βέλγιο

 

i. Verbinnen

 

2. Έμμεσος επηρεασμός

 

α) Suma

 

3. Άλλες ατομικές περιπτώσεις επεμβάσεως ως προς τις τιμές

 

α) Wilhelm

 

6) Schlcmbacli

 

γ) Gruoner, Südschall και Massa

 

δ) Kaufhof (Kassel) και Hertic (Φραγκφούρτη)

 

Δ — Συμπεράσματα σχετικά με τις ατομικές περιπτώσεις

 

IV — Ως προς τους τόκους

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος

J. Mertens de Wilmars