ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

ΤΗΣ 8ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 1983 ( 1 )

NV IAZ International Belgium και άλλοι

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Δίκαιο του ανταγωνισμού — Σήμα καταλληλότητας ANSEAU-NAVEWA»

   

   

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 96 έως 102,104,105,108 και 110/82

Περίληψη

  1. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Αντικείμενο – Παροχή στις οικείες επιχειρήσεις της δυνατότητας να προσαρμόζουν την επικρινόμενη πρακτική στους κανόνες της συνθήκης

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

  2. Πράξεις των οργάνων – Απόφαση – Απόφαση που δίνεται στη δημοσιότητα προτού γνωστοποιηθεί στους αποδέκτες – Γεγονός πον δεν θίγει την ισχύ της αποφάσεως

  3. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγόρευση – Πεδίο εφαρμογής – Σύσταση ενώσεως επιχειρήσεων – Συμπεριλαμβάνεται – Προϋποθέσεις

    (Συνθήκη EOĶ άρθρο 85, παράγραφος 1)

  4. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Κοινοποίηση – Απαλλαγή – Προϋποθέσεις – Συμφωνίες πον δεν αφορούν ούτε τις εισαγωγές ούτε τις εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών – Έννοια

    (Συνθήκη EOĶ άρθρο 85, παράγραφος 3' κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 4, παράγραφος 2)

  5. Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – υποχρέωση – Αντικείμενο – Περιεχόμενο

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 190)

  6. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Πρόστιμα – Παράβαση που διαπράχθηκε «εκ προθέσεως» – Κριτήρια

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 85, παράγραφος 1 κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15, παράγραφος 2)

  7. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Πρόστιμα – Προσδιορισμός – Κριτήρια

    (Κανονισμός 17 τον Συμβουλίου, άρθρο 15, παράγραφος 2)

  8. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραοάσεις – Πρόστιμα – Ατομικός προσ-ώοοισμός της κυρώσεως – Κριτήρια – Παράδαση που διαπράχθηκε από περισσότερες της μιας επιχειρήσεις – Προηγούμενος καθορισμός του συνολικού ποσού των επιΟλη-τέων προστίμων – Παραδεκτό

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15, παράγραφος 2)

  9. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Πρόστιμα – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως – Αήψη υπόψη – Υποχρέωση – Έλλειψη

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15, παράγραφος 2)

  1.  Ο σκοπός της προκαταρκτικής διοικητικής διαδικασίας είναι η προπαρασκευή της αποφάσεως της Επιτροπής που αφορά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η διαδικασία δε αυτή αποτελεί επίσης την ευκαιρία, για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, να προσαρμόσουν την επικρινόμενη πρακτική στους κανόνες της συνθήκης.

  2.  Το γεγονός ότι η Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα απόφαση προτού τη γνωστοποιήσει στους αποδέκτες, όσο λυπηρό και αν είναι, δεν επηρεάζει την ισχύ της αποφάσεως. Πράγματι, αφότου ληφθεί μια απόφαση, πράξεις μεταγενέστερες της εκδόσεως της δεν μπορούν να θίξουν την ισχύ της.

  3.  Το άρθρο 85, παράγραφος 1, της συνθήκης έχει επίσης εφαρμογή επί ενώσεων επιχειρήσεων, κατά το μέτρο που η δική τους δραστηριότητα ή η δραστηριότητα των επιχειρήσεων οι οποίες είναι μέλη τους τείνει στην παραγωγή των αποτελεσμάτων που η διάταξη αυτή επιδιώκει να απαλείψει. Η σύσταση μιας ενώσεως επιχειρήσεων, μολονότι στερείται δεσμευτικού αποτελέσματος, δεν εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της παραπάνω διατάξεως, όταν η αποδοχή της συστάσεως από τις αποδέκτριες επιχειρήσεις ασκεί αισθητή επίδραση επί του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά.

  4.  Η προϋπόθεση ότι η συμφωνία δεν αφορά ούτε τις εισαγωγές ούτε τις εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών, από την οποία το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 εξαρτά την απαλλαγή από την κοινοποίηση της συμφωνίας αυτής, πρέπει να ερμηνευτεί σε συνάρτηση με την οικονομία του άρθρου 4 και τους σκοπούς της διοικητικής απλουστεύσεως που επιδιώκει, με το να μην υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να κοινοποιούν συμβάσεις οι οποίες, μολονότι θα μπορούσαν να εμπέσουν στο άρθρο 85, παράγραφος 1, παρουσιάζονται, γενικώς, λόγω των ιδιομορφιών τους, ως λιγότερο βλαπτικές ενόψει των σκοπών της διατάξεως αυτής.

    Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση συμφωνίας που αποβλέπει να περιορίσει αισθητά τις παράλληλες εισαγωγές σ' ένα κράτος μέλος και τείνει κατ' αυτόν τον τρόπο να απομονώσει την εγχώρια αγορά κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τις θεμελιώδεις αρχές της κοινής αγοράς.

  5.  Η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών αποφάσεων, που επιτάσσει το άρθρο 190 της συνθήκης, έχει ως σκοπό να επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχο του επί της νομιμότητας της αποφάσεως και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο επαρκή ένδειξη ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή αν περιέχει ελάττωμα που καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση της νομιμότητας. Κατά συνέπεια, η εν λόγω υποχρέωση αιτιολογίας εκπληρούται όταν η απόφαση αναφέρει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η νόμιμη αιτιολόγηση του μέτρου, καθώς και οι σκέψεις που οδήγησαν στη λήψη της αποφάσεως.

  6.  Εφόσον τα μέρη που μετέσχαν στην επεξεργασία της συμφωνίας τελούσαν εν γνώσει ότι η συμφωνία αυτή, όπως εμφανίζεται ενόψει του περιεχομένου της, του νομικού και οικονομικού της πλαισίου και της συμπεριφοράς των μερών, είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό των παράλληλων εισαγωγών και μπορούσε να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, καθόσον ήταν δυνατό να καταστήσει δυσχερέστερες, αν όχι αδύνατες, τις παράλληλες εισαγωγές, ενήργησαν εκ προθέσεως προσυπογράφοντας τη συμφωνία, ασχέτως του αν είχαν ή όχι συνείδηση ότι, πράττοντας αυτό, παραβίαζαν την απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης.

  7.  Για την εκτίμηση της βαρύτητας μιας παραβάσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μεγάλος αριθμός στοιχείων των οποίων ο χαρακτήρας και η σπουδαιότητα ποικίλλουν ανάλογα με το είδος και τις ειδικές περιστάσεις της οικείας παραβάσεως. Μεταξύ των στοιχείων αυτών μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να συγκαταλέγεται ο όγκος και η αξία των εμπορευμάτων που αποτελούν το αντικείμενο της. παραβάσεως, καθώς και το μέγεθος και η οικονομική ισχύς της επιχειρήσεως και, εντεύθεν, η επίδραση που αυτή μπορεί να ασκήσει στην αγορά.

  8.  Σε περίπτωση παραβάσεως που διέπραξαν περισσότερες της μιας επιχειρήσεις, συμβιβάζεται με τον ατομικό προσδιορισμό της κυρώσεως ο καθορισμός, προηγουμένως, συνολικού ανωτάτου ορίου για το πρόστιμο, που προσδιορίζεται σε σχέση με τη σοβαρότητα του κινδύνου που ενέχει η σύμπραξη για τον ανταγωνισμό και το εμπόριο μέσα στην κοινή αγορά.

  9.  Η Επιτροπή, κατά τον προσδιορισμό του προστίμου, δεν υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως. Η αναγνώριση παρόμοιας υποχρεώσεως θα οδηγούσε στην παροχή αδικαιολόγητου από απόψεως ανταγωνισμού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις που έχουν προσαρμοστεί λιγότερο στους όρους της αγοράς.


( 1 ) Γλώσσες διαδικασίας: η γαλλική και η ολλανδική.