Στην υπόθεση 71/82,
πού 'έχει ως ἀντικείμενο αίτηση τοῦ Bundesverwaltungsgericht πρός τό Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, μέ τήν ὁποία τό ἐν λόγω δικαστήριο ζητεῖ, στό πλαίσιο τῆς διαφορᾶς πού εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ
Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung (Ομοσπονδιακοῦ 'Ιδρύματος 'Οργανώσεως Γεωργικῶν Ἀγορῶν), Φραγκφούρτη επί του Μάιν, καθ' οὗ καί ἀσκοῦν τήν Revision,
καί
Firma Η. und J. Bruggen, Lübeck, προσφευγούσης καί καθ' ἧς ἡ Revision,
τήν έκδοση, προδικαστικῆς ἀποφάσεως ὡς πρός την ερμηνεία τοῦ ἄρθρου 9, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοί) 473/67/ΕΟΚ τῆς Ἐπιτροπής, τῆς 21ης Αυγούστου 1967 (ABl. 204 τῆς 24ης Αυγούστου 1967, σ. 16), περί άδειων εισαγωγής καί εξαγωγής δημητριακών,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμῆμα)
συγκείμενο ἀπό τους Ρ. Pescatore, πρόεδρο τμήματος, Ο. Due καί Κ. Bahlmann, δικαστές,
γενικός εἰσαγγελεύς: G. Reischl
γραμματεύς: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματεύς
εκδίδει την ἀκόλουθη :
ΑΠΟΦΑΣΗ
Περιστατικά
Τα πραγματικά περιστατικά, ἡ εξέλιξη της διαδικασίας καί οἱ έγγραφες παρατηρήσεις πού κατετέθησαν στό Δικαστήριο τῆς ΕΟΚ σύμφωνα μέ τό άρθρο 20 τοῦ Πρωτοκόλλου περί τοῦ Ὀργανισμοῦ τοῦ Δικαστηρίου τῆς ΕΟΚ συνοψίζονται ὡς έξης:
Ι — Πραγματικά περιστατικά καί διαδικασία
Ἡ επιχείρηση Η. und J. Bruggen ἐζήτησε ἀπό τό καθ' οὗ, βάσει τοῦ κανονισμού 473/67/ΕΟΚ, άδεια γιά τήν εξαγωγή στό Περού 595920 κιλῶν σπόρων βρώμης μερικῶς ἀποφλοιωμένων καί τεμαχισμένων. Ή άδεια αυτή τῆς ἐχορηγήθη στίς 27 Νοεμβρίου 1969, 'ίσχυε δέ μέχρι τίς 31 Μαΐου 1970. Οἰ ἐν λόγω σπόροι βρώμης θά προήρχοντο ἀπό ἐπεξεργασία βρώμης πού θά εἰσήγετο ἀπό τήν Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Τό ποσό τῆς επιστροφής είχε καθορισθεί ἐκ τῶν προτέρων, σύμφωνα μέ τόν κανονισμό 120/67/ΕΟΚ τοῦ Συμβουλίου, τῆς 13ης Ἰουνίου 1967, περί κοινής ὀργανώσεως τῶν ἀγορών στόν τομέα τῶν δημητριακῶν (JO 117, σ. 2269, σ. 67).
Κατόπιν ὅμως διακοπής τῆς ναυσιπλοΐας στην Ὁμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας λόγω παγετοῦ, ὁ ὁποῖος προεκάλεσε συμφόρηση στίς μεταφορές των δημητριακῶν, ἡ επιχείρηση Brüggen δέν ἠδυνήθη νά παραλάβει ὅλη την ποσότητα βρώμης προελεύσεως Λαϊκής Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας πού προωρίζετο γιά την επεξεργασία τῶν σπόρων πού ἐπρόκειτο νά ἐξαχθούν, γιά τόν λόγο δέ αυτό δέν ἠδυνήθη νά εξαγάγει μέχρι την 31η Μαΐου 1970, ἡμερομηνία λήξεως τῆς ἀδείας ἐξαγωγῆς, παρά μόνο 298039 κιλά τοῦ ἐν λόγω προϊόντος.
Ή αἴτησή τῆς τῆς 13ης Μαΐου 1970 περί παρατάσεως τῆς Ισχύος τῆς ἀδείας ἀπερρίφθη ἀπό τό καθ' οὗ μέ την αἰτιολογία ὅτι δέν συνέτρεχε περίπτωση ἀνωτέρας βίας πού νά δικαιολογεί την παράταση.
Ἡ προσφεύγουσα ἠναγκάσθη, συνεπῶς, τόν 'Ιούνιο τοῦ 1970, νά ζητήσει νέα άδεια, ή ὁποία τῆς ἐχορηγήθη γιά τήν υπόλοιπη ποσότητα. Τό εφαρμοστέο τόν 'Ιούνιο τοῦ 1970 ποσοστό ἐπιστροφῆς, τό όποιο ἀνήρχετο σέ 288,96 γερμανικά μάρκα (DM) ἀνά τόνο, ήταν κατώτερο τοῦ προκαθορισμένου ποσοστού πού ἀνήρχετο σέ 307,05 DM ἀνά τόνο, πράγμα πού προεκάλεσε στην προσφεύγουσα ζημία 5388,67 DM.
Ή επιχείρηση Bruggen προσέφυγε ὅμως περαιτέρω ἐνώπιον τοῦ ἁρμοδίου γερμανικού διοικητικού δικαστηρίου, ζητώντας τήν παράταση τῆς πρώτης ἀδείας. Τό πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο έκανε δεκτή την αἴτησή τῆς αυτή. Τό Verwaltungsgerichtshof έκανε επίσης δεκτά τά τροποποιημένα αιτήματα τῆς ἐπιχειρήσεως Bruggen βάσει τῶν ὁποίων δέν ζητούσε πλέον τήν παράταση τῆς ισχύος τῆς ἀδείας εξαγωγῆς, άλλα μόνο τήν έκδοση ἀποφάσεως μέ τήν ὁποία, ὅσον άφορᾶ τά θέματα τῆς εγγυήσεως καί τῆς επιστροφῆς κατά τήν εξαγωγή, θά ἐξομοιώνετο ἡ κατάσταση της μέ τήν κατάσταση στην ὁποία θά εὑρίσκετο, ἄν ἡ ἐξαχθεῖσα μετά τήν 31η Μαΐου 1970 ποσότης σπόρων εἶχε εξαχθεί βάσει τῆς πρώτης άδειας. 'Ενώπιον τοῦ Bundesverwaltungsgericht πάντως, ἡ προσφεύγουσα ἐπανέλαβε ἐπικουρικώς τό αίτημα πού είχε υποβάλει ενώπιον τοῦ πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
Τό Bundesverwaltungsgericht ἀναγνωρίζει τό δικαίωμα τῆς ἐπιχειρήσεως Bruggen πρός παράταση τῆς ἰσχύος τῆς ἀδείας λόγω ἀνωτέρας βίας, άλλά ἀμφιβάλλει ἄν εἶναι δυνατόν νά υποχρεώσει τήν ἁρμοδία ἀρχή νά παρατείνει ἀναδρομικώς τήν ἰσχύ τῆς ἀδείας ἐξαγωγῆς μετά την λήξη της. Τό παραπέμπον δικαστήριο, πράγματι, θεωρεί ὅτι μία τέτοια ἀπόφαση θά έθετε σέ κίνδυνο τήν καλή λειτουργία τοῦ συστήματος. Θεωρεί ὅτι στην περίπτωση αυτή θά ἐμειώνετο ἡ σημασία τοῦ ἀριθμού τῶν χορηγηθεισῶν ἀδειῶν ὡς δείκτου τῆς εξελίξεως της ἀγοράς.
Δεδομένου ὅμως τοῦ συμφέροντος τῆς ἐπιχειρήσεως Bruggen πρός ἀναγνώριση τοῦ δικαιώματός τῆς νά πραγματοποιήσει τήν εξαγωγή βάσει τοῦ ποσοστοῦ επιστροφής πού εἶχε καθορισθεί μέ τήν πρώτη άδεια καί τῆς μή υπάρξεως δυνατότητος νά γίνει δεκτή ἡ ἀγωγή ἀποζημιώσεως κατά τῆς εθνικής διοικήσεως, ελλείψει προφανούς πταίσματος της, τό Bundesverwaltungsgericht ἀπεφάσισε, μέ διάταξη τῆς 17ης Δεκεμβρίου 1981, νά υποβάλει στό Δικαστήριο, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, τό ἀκόλουθο ερώτημα:
«Εἶναι δυνατή, βάσει τοῦ ἄρθρου 9, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμού 473/67/ΕΟΚ τῆς Ἐπιτροπής, τῆς 21ης Αυγούστου 1967 (ABl. 204/16 τῆς 24. 8. 1967) ἡ παράταση της ἰσχύος ἀδείας εξαγωγῆς μέ προκαθορισμένο ποσό επιστροφῆς, γιά χρονικό διάστημα πού ἀνάγεται στό παρελθόν καί, επομένως, ἀναδρομικώς, ὥστε νά εξασφαλίζεται μέ τόν τρόπο αυτό στόν εξαγωγέα, τοῦ ὁποίου ἡ ισχύς τῆς ἀδείας δέν παρετάθη εγκαίρως καί ὁ ὁποῖος, ἐν συνεχεία, ἐπραγματοποίησε τήν εξαγωγή βάσει νέας ἀδείας, ἡ εφαρμογή τοῦ προκαθορισμένου ποσοστού ἐπιστροφῆς ἐπί τῆς ἐν λόγω εξαγωγῆς;»Ή διάταξη περί παραπομπῆς ἐπρωτοκολλήθη στην γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου στίς 18 Φεβρουαρίου 1982.
Σύμφωνα μέ τό άρθρο 20 τοῦ Πρωτοκόλλου περί τοῦ 'Οργανισμού τοῦ Δικαστηρίου τῆς ΕΟΚ, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ἡ 'Επιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη ἀπό τόν J. Sack, καί ἡ ἐπιχείρηση Η. und J. Brüggen εκπροσωπούμενη ἀπό τήν δικηγόρο Festge.
Κατόπιν εκθέσεως τοῦ εἰσηγητοῦ δικαστοῦ καί μετ' ἀκρόαση τοῦ γενικοῦ εισαγγελέως, τό Δικαστήριο ἀπεφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγουμένη διεξαγωγή ἀποδείξεων.
ΙΙ — Γραπτές παρατηρήσεις πού κατετέθησαν δυνάμει τοῦ άρθρου 20 τοῦ Πρωτοκόλλου περί τοῦ 'Οργανισμοῦ τοῦ Δικαστηρίου
Ή Ἐπιτροπή παρατηρεί κατ' ἀρχάς ὅτι θά ήταν σκόπιμο νά υποβάλει τό Bundesverwaltungsgericht τό ερώτημα ἄν στην ὑπό κρίση υπόθεση συντρέχει ενδεχομένως περίπτωση ἀνωτέρας βίας κατά την έννοια τοῦ κανονισμοί) 473/67. Διότι τότε, πράγματι, τό προδικαστικό ερώτημα δέν θά ἀνέκυπτε μέ τέτοια ὀξύτητα καί ἡ διαφορά θά ἐπελύετο ευκόλως βάσει τοῦ γερμανικοί) δικαίου.
Ὅσον άφορα τήν ἀναδρομική παράταση μιᾶς ἀδείας εξαγωγής ὅταν συντρέχουν περιπτώσεις ἀνωτέρας βίας, ἡ Ἐπιτροπή υποστηρίζει ὅτι ἡ παράταση αυτή εἶναι δυνατή, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 9 τοῦ κανονισμοῦ 473/67, ὅταν ἡ αἴτηση περί παρατάσεως μέ βάση τόν λόγο αυτό κακῶς ἀπερρίφθη καί ἐξ αυτής τῆς αἰτιας ἡ εξαγωγή τοῦ εμπορεύματος έγινε βάσει άλλης ἀδείας εξαγωγής.
Προς υποστήριξη τῶν ἀνωτέρω προβάλλει τά έξης επιχειρήματα:
Σέ διαφορά πού έχει ως ἀντικείμενο τήν ύπαρξη περιπτώσεως ἀνωτέρας βίας, εἶναι τελείως ἀδύνατο, εντός τοῦ διαθεσίμου συντόμου χρονικοῦ διαστήματος, νά κριθεί ὁριστικῶς ἄν υφίσταται δικαίωμα παρατάσεως τῆς διαρκείας τῆς ισχύος τῆς άδειας εξαγωγής.
"Αν ἐγίνετο δεκτό, συνεχίζει ἡ Ἐπιτροπή, ὅτι ἀποκλείεται ἡ παράταση τῆς άδειας μετά τήν λήξη τῆς διαρκείας τῆς ἰσχύος της, ἄν καί ὁ ενδιαφερόμενος έχει τό δικαίωμα παρατάσεως δυνάμει τοῦ κοινοτικοί) δικαίου, δέν θά ήταν στην πράξη δυνατόν, σέ ὁρισμένες δέ περιπτώσεις θά ήταν τελείως ἀδύνατο, νά τοῦ επιτραπεί ή άσκηση τῶν δικαιωμάτων του μέ άλλο τρόπο. Ή 'Επιτροπή επισημαίνει ὅτι τό
εθνικό δίκαιο κατά κανόνα δέν επιτρέπει τήν άσκηση ἀγωγών ἀποζημιώσεως κατά εθνικών ἀρχων, παρά μόνο στην περίπτωση πού ἡ παράνομη ἀπόφαση εἶναι δυνατόν νά καταλογισθεί στην ἐθνική ἀρχή. Συχνά ὅμως αυτό δέν εἶναι δυνατόν γιά τίς περιπτώσεις ἀνωτέρας βίας, πού εἶναι δύσκολο νά εκτιμηθούν βάσει τοῦ κοινοτικού δικαίου. Ή Ἐπιτροπή θεωρεί ἐξ άλλου, ὅτι ἐν πάση περιπτώσει δέν εἶναι ικανοποιητική ἡ λύση πού συνίσταται στό νά ζητηθεί ἀπό τόν ενδιαφερόμενο νά περιορισθεί στην δυνατότητα τῆς ἀγωγής ἀποζημιώσεως πού τοῦ προσφέρει τό εθνικό δίκαιο.
Κατά τήν 'Επιτροπή, ἄν τό Δικαστήριο ἀρνηθεί τήν δυνατότητα ἀναδρομικής παρατάσεως τῆς διαρκείας τῆς ἰσχύος τῆς ἀδείας εξαγωγής καί περιορισθεί νά εκδώσει ἀπόφαση μέ τήν ὁποία νά κρίνει ὅτι ἡ ἁρμοδία ἀρχή ὤφειλε νά παρατείνει τήν ἰσχύ τῆς ἀδείας κατά τήν ημερομηνία πού τῆς υπεβλήθη ἡ αἴτηση, ἡ λύση αυτή θά ήταν δυνατόν νά ικανοποιήσει τόν ενδιαφερόμενο τό πολύ ἐν σχέσει πρός τήν εγγύηση, ἡ ὁποία τότε θά έπρεπε νά ἀποδοθεί στον ενδιαφερόμενο. 'Αντιθέτως, θά ήταν ἀδύνατον νά τοῦ ἀναγνωρίσει δικαίωμα καί ἐπί τῆς προκαθορισμένης επιστροφής, λόγω τῆς προφανοῦς ελλείψεως νομικής βάσεως, ἐφ' ὅσον τό εμπόρευμα δέν εξήχθη βάσει τῆς ἀμφισβητούμενης ἀδείας. Κατά τήν 'Επιτροπή εἶναι, ὅμως, επίσης σημαντικό, νά δυνηθεί ὁ ενδιαφερόμενος νά ἀσκήσει καί τό δικαίωμά του αυτό, πράγμα πού δέν εἶναι δυνατόν, παρά μόνο μέσω τῆς ἀναδρομικής παρατάσεως της ἰσχύος τῆς ἀδείας.
Ή 'Επιτροπή συνεπώς θεωρεί ὅτι μόνο πολύ σοβαροί λόγοι, πού ἀναφέρονται στό γενικό συμφέρον, εἶναι δυνατόν, παρ' ὅλα αυτά, νά δικαιολογήσουν τήν παρεμπόδιση τοῦ ενδιαφερομένου νά ἀσκήσει ἀποτελεσματικῶς τά δικαιώματα πού τοῦ χορηγεί μία νομική διάταξη. Κατά τήν 'Επιτροπή, πάντως, στην προκειμένη περίπτωση δέν φαίνεται νά ὑπάρχουν τέτοιοι σοβαροί λόγοι.
Ὡς πρός τό σημείο αυτό ἡ 'Επιτροπή εφιστά κατ' ἀρχάς τήν προσοχή ἐπί της διαφοράς μεταξύ τῆς ὑπό κρίση υποθέσεως καί τῆς υποθέσεως 85/78, στην ὁποία κυρίως ἀναφέρεται τό Bundesverwaltungsgericht. Υποστηρίζει ὅτι στην δεύτερη αύτη υπόθεση, τό Δικαστήριο εκλήθη νά ἀποφανθεί ἐπί τοῦ ερωτήματος μέχρι ποίου σημείου οἱ δηλώσεις βουλήσεως πού έγιναν σύμφωνα μέ τό κοινοτικό δίκαιο (αίτηση χορηγήσεως ἀδείας εισαγωγής) ήταν δυνατόν νά ανακληθοῦν κατ' εφαρμογή κανόνων τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση ὅμως δέν πρόκειται γιά τήν εφαρμογή κανόνων ἐθνικοῦ δικαίου πού νά συμπληρώνει τους κανόνες τοῦ κοινοτικοί) δικαίου, άλλά γιά τήν πλήρη άσκηση δικαιωμάτων πού ἀναγνωρίζονται ἀπό τό 'ίδιο τό κοινοτικό δίκαιο. Στην παρούσα υπόθεση πρέπει νά ληφθεί ὑπ' ὄψη ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ισχύσουν άλλοι περιορισμοί, ἐκτός ἀπό αυτούς πού προβλέπονται ρητώς ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο, παρά μόνο σέ εξαιρετικές περιπτώσεις.
Ή 'Επιτροπή προσθέτει ὅτι ἡ ἀναδρομική παράταση μιᾶς ἀδείας εξαγωγής συνοδεύεται ἀναγκαίως ἀπό τήν ἀκύρωση τῆς δεύτερης ἀδείας, δέν εἶναι δέ δυνατό νά ἀμφισβητηθεί ὅτι οἱ τροποποιήσεις πού πρέπει νά επέλθουν σέ δύο άδειες καταλήγουν στην μείωση τῆς ἀξιοπιστίας τοῦ συστήματος τῶν ἀδειών εισαγωγής καί εξαγωγῆς, πού εφαρμόζεται στά ἀγροτικά προϊόντα εντός τοῦ πλαισίου τῆς κοινής ὀργανώσεως τῆς ἀγοράς. Αυτό ισχύει ἀκόμη περισσότερο, κατά τήν Επιτροπή ὅταν οἱ τροποποιήσεις επέρχονται — ὅπως στην προκειμένη περίπτωση — περισσότερο ἀπό δώδεκα μήνες μετά τήν διενέργεια τῶν ἀμφισβητουμένων εμπορικών πράξεων.
Ή Ἐπιτροπή θεωρεί πάντως ὅτι ἡ εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση τοῦ άρθρου 9 τοῦ κανονισμοί) 473/67 δέν παρουσιάζει τέτοιο κίνδυνο, επειδή οἱ περιπτώσεις ἀνωτέρας βίας εἶναι σχετικώς σπάνιες καί βασίζονται σέ ἀντικειμενικές συνθήκες, τῶν ὁποίων ἡ ύπαρξη είναι δυνατόν νά καταδειχθεί μέ σαφήνεια καί στίς όποιες οἱ ενδιαφερόμενοι δέν έχουν καμμία επιρροή. Στίς περιπτώσεις ἀνωτέρας βίας πού ἀποδεικνύονται ἀντικειμενικώς ὁ κίνδυνος εἶναι συνεπώς πολύ μικρότερος.
Ή 'Επιτροπή παρατηρεί, πράγματι, ὅτι γιά νά παραμείνουν σπάνιες οἱ περιπτώσεις ἀνωτέρας βίας καί συνεπώς νά είναι ἀμελητέα ἡ επίδραση τους στην ὁμαλή λειτουργία τοῦ συστήματος τῶν ἀδειῶν εἰσαγωγῆς καί εξαγωγής, ἀκόμη καί σέ περίπτωση ἀναδρομικών τροποποιήσεων ὁρισμένων ἀδειῶν, επιβάλλεται οἱ εθνικές ἀρχές καί τά δικαστήρια νά εφαρμόζουν σχετικώς αυστηρά κριτήρια, ὅταν τίθεται τό ερώτημα ἄν πράγματι ευρίσκονται ενώπιον μιας περιπτώσεως ἀνωτέρας βίας κατά τήν έννοια τῶν εφαρμοστέων διατάξεων τοῦ κοινοτικοί) δικαίου.
Κατά τήν Ἐπιτροπή, ἄν γίνει δεκτό ὅτι οἱ σύμφωνες μέ τόν νόμο αιτήσεις ἀκυρώσεως ή παρατάσεως τῆς διαρκείας τῆς ισχύος τῶν ἀδειών δέν εἶναι πολύ συχνές καί ὅτι συνεπῶς οἱ ἀρνητικές τους συνέπειες στην λειτουργία τοῦ συστήματος τῶν ἀδειῶν δέν γίνονται αισθητές παρά μόνο σέ περιορισμένη ἔκταση, τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὑπ' αυτές τίς συνθήκες δέν φαίνεται δικαιολογημένος ὁ περιορισμός τῆς πλήρους ἀσκήσεως ἀπό τήν ενδιαφερόμενη επιχείρηση τῶν δικαιωμάτων πού ἀντλεί ἀπό τήν κοινοτική νομοθεσία.
Ή 'Επιτροπή τονίζει ὅτι ἀνακύπτει ἀντιθέτως ένα άλλο πρόβλημα ἀπό τῆς ἀπόψεως αυτής, πολύ πιό δύσκολο νά ἐπιλυθεί, δηλαδή τό πρόβλημα τῆς νομικής βάσεως γιά τήν ἀκύρωση τῆς δεύτερης ἀδείας, δυνάμει τῆς οποίας εξήχθη τό εμπόρευμα. Ό κανονισμός 473/67 δέν προβλέπει ἀκύρωση γιά ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Δέν είναι δυνατόν ιδίως νά εφαρμοσθεί τό άρθρο του 9, ἀφοῦ ἡ δεύτερη άδεια παρέμεινε μέν ἀχρησιμοποίητη, ὄχι ὅμως λόγω ἀνωτέρας βίας. Κατά τήν 'Επιτροπή υπάρχει κενό κοινοτικοί) δικαίου ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ.
Ή 'Επιτροπή θεωρεί ὅτι, ἀντιθέτως, δέν θά υπήρχε κενό, ἄν ἡ υπόθεση επρόκειτο νά κριθεί μόνο βάσει τοῦ γερμανικοῦ διοικητικοί) δικαίου. Ή ἀξίωση πρός άρση τῶν συνεπειών μιᾶς παρανόμου πράξεως (Folgenbeseitigungsanspruch), πού έχει ἀναπτυχθεί ἀπό τήν γερμανική νομολογία, συνεπάγεται τήν υποχρέωση τῆς ἀρχής νά ακυρώσει τήν δεύτερη άδεια. Στην προκειμένη περίπτωση ὅμως, πρόκειται γιά ένα θέμα πού εἶναι δυνατόν νά ρυθμισθεί μόνο βάσει τοῦ κοινοτικοί) δικαίου.
Ἐλλείψει ρητής ρυθμίσεως τοῦ ζητήματος αὐτοῦ ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο καί δεδομένου τοῦ γεγονότος ὅτι εἶναι ἀναγκαία ή επίλυση τοῦ προβλήματος γιά νά εξασφαλισθεί ἡ ἀποτελεσματική προστασία των πολιτών, ἡ Ἐπιτροπή θεωρεί ὅτι τίποτα δέν ἐμποδίζει τό Δικαστήριο νά εισαγάγει, δια-πλάσσοντας περαιτέρω νομολογικῶς τό κοινοτικό δίκαιο, τήν υποχρέωση τῆς ἁρμοδίας ἀρχής νά ἀκυρώσει τήν άδεια εξαγωγής πού υπεβλήθη καί ἐχορηγήθη γιά τόν λόγο καί μόνο ὅτι ἡ εθνική ἀρχή κακῶς ἠρνήθη τήν παράταση τῆς διαρκείας τῆς ισχύος μιᾶς προηγουμένης ἀδείας παρά τό γεγονός ὅτι συνέτρεχε περίπτωση ἀνωτέρας βίας. 'Ενῶ δέχεται τήν ἀρχή ὅτι οἱ διατάξεις περί ἀνωτέρας βίας δέν επιδέχονται κατ' ἀναλογία εφαρμογή, ἡ 'Επιτροπή θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἐν τούτοις δυνατόν, λαμβανομένων ὑπ᾽ ὄψη τῶν συνθηκών ὑπό τίς όποιες ἐξειλίχθη ἡ ὑπό κρίση υπόθεση, νά γεννᾶται στην προκειμένη περίπτωση υποχρέωση τῆς εθνικής ἀρχής νά ἀκυρώσει τήν δεύτερη ἄδεια κατ' ἀνάλογη εφαρμογή τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο α καί παράγραφος 3 τοῦ κανονισμοί) 473/67.
Ἐν συμπεράσματι, ἡ 'Επιτροπή προτείνει στό Δικαστήριο νά δώσει τήν ἀκόλουθη ἀπάντηση στό ερώτημα τοῦ Bundesverwaltungsgericht:
«Ή διάρκεια τῆς ισχύος μιᾶς ἀδείας εξαγωγής, πού ἐχορηγήθη σύμφωνα μέ τό άρθρο 12 τοῦ κανονισμοῦ 120/67/ΕΟΚ τοῦ Συμβουλίου, τῆς 13ης 'Ιουνίου 1967, περί κοινής ὀργανώσεως τῶν ἀγορών στον τομέα τῶν δημητριακών, καί για τό όποιο εἶχε προκαθορισθεί ἡ επιστροφή σύμφωνα μέ τό άρθρο 16, παράγραφος 4, τοῦ ιδίου κανονισμοί), εἶναι δυνατόν, κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 9 τοῦ κανονισμοῦ 473/67/ΕΟΚ τῆς 'Επιτροπής, νά παραταθεί ἀκόμη καί μετά τήν λήξη της, ἐφ᾽ ὅσον ἡ ἁρμοδία ἀρχή κακώς ἠρνήθη νά χορηγήσει τήν παράταση εγκαίρως, υποχρεώνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τόν επιχειρηματία νά πραγματοποιήσει τήν ἐξαγωγή βάσει νέας ἀδείας. Στην περίπτωση αυτή ἡ άδεια πού ἐχορηγήθη μεταγενεστέρως πρέπει νά ἀκυρωθεί.»
'Εξ άλλου, καί ἡ ἐπιχείρηση Bruggen θεωρεί κατ' ἀρχάς ὅτι, δυνάμει τῆς ισχυούσης νομοθεσίας, εἶναι δυνατή ἡ ἀναδρομική παράταση γιά χρονικό διάστημα πού ἀνάγεται στό παρελθόν. Σχετικώς ἀναφέρει τό άρθρο 36, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμού 3183/80 τῆς 'Επιτροπής, βάσει τοῦ ὁποίου ή αίτηση παρατάσεως τῆς διαρκείας τῆς ισχύος τῆς ἀδείας εἶναι δυνατόν νά κατατεθεί εντός 30 ήμερων ἀπό τῆς λήξεως τῆς περιόδου ισχύος του, δηλαδή ὅτι ἡ αἰτου-μένη διοικητική ἀπόφαση ἐκδίδεται μετά καί ἀπό αυτό τό χρονικό σημείο. 'Αλλά κατά τήν ἐπιχείρηση Bruggen ἀκόμη καί πρίν τήν έναρξη τῆς διατάξεως αυτής, 'ίσχυε ή γενική ἀρχή τοῦ δικαίου, πού τό Δικαστήριο ἐπεβεβαίωσε μέ τήν ἀπόφαση του τῆς 30ής 'Ιανουαρίου 1974, σύμφωνα μέ τήν οποία σέ περίπτωση σιωπής τοῦ νόμου επιτρέπεται ἡ κατάθεση αιτήσεως παρατάσεως καί μετά τήν λήξη τῆς περιόδου ισχύος τῆς ἀδείας (υπόθεση 158/73, Ε. Kampffmeyer — Slg. 1974, σ. 101 καί ἑπ.).
Ή προσφεύγουσα δέχεται επίσης ὅτι τό προκαθορισμένο υψηλότερο ποσοστό τῆς επιστροφής πρέπει νά χορηγηθεί καί ὅταν ή εξαγωγή πραγματοποιείται μετά τήν λήξη τῆς ἰσχύος τῆς ἀδείας μετά ἀπό παράνομη άρνηση τῆς παρατάσεως του καί, κατά συνέπεια, ἀναγκαίως βάσει νέας ἀδείας.
Ὡς πρός τό σημείο αυτό ἡ προσφεύγουσα παραπέμπει στην ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου ἐπί τῆς ὑποθέσεως 64/74 (Reich, ἀπόφαση τῆς 20ής Φεβρουαρίου 1975, Slg. σ. 221), μέ τήν ὁποία τό Δικαστήριο έκρινε ὅτι τό προκαθορισμένο ποσοστό τῆς εισφοράς εφαρμόζεται ἀκόμη καί στην περίπτωση καθυστερημένης εισαγωγής, ὅταν ἡ καθυστέρηση ὀφείλεται σέ ἀνωτέρα βία. Ὑποστηρίζει δέ ὅτι, ὅ,τι ισχύει γιά τήν προκαθορισμένη εισφορά πρέπει νά εφαρμοσθεί καί γιά τήν προκαθορισμένη επιστροφή.
Ή επιχείρηση Bruggen τονίζει ὅτι ἡ ὑπό κρίση υπόθεση διαφέρει ἀπό τήν υπόθεση 64/74, καθ' ὅσον στην υπόθεση εκείνη ή εισαγωγή ἐπραγματοποιήθη βάσει τῆς ἰδίας ἀδείας, άλλα μετά τήν λήξη τῆς περιόδου γιά τήν οποία εἶχε προκαθορισθεί ἡ ἐν λόγω εισφορά ἐνῶ στην ὑπό κρίση υπόθεση ἐχρειάσθη νά ζητηθεί νέα άδεια. Κατά την επιχείρηση Brüggen, λόγω τῆς ιδιομορφίας αυτής τό παραπέμπον δικαστήριο ἐδίστασε, ἑπομένως, νά δεχθεί την ἀναδρομική παράταση, διότι, τό Bundesverwaltungsgericht ἐθεώρησε ὅτι μία τέτοια διαδικασία ήταν δυνατόν νά μειώσει αἰσθητῶς τήν ἀξιοπιστία τοῦ συστήματος τῶν άδειων.
Ή ἐπιχείρηση Brüggen ἀμφισβητεί τό βάσιμο τῆς ἀντιρρήσεως αυτής καί υποστηρίζει ὅτι σκοπός τοῦ συστήματος των άδειων εἶναι νά δώσει στίς ἀρχές πού είναι ἁρμόδιες γιά τήν ὀργάνωση τῶν ἀγορών μία συνολική εἰκόνα τῆς ἀγοράς καί τουλάχιστον ὅτι ἡ συνολική αύτη εικόνα τῆς ἀγοράς δέν ἀλλοιώνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ εξαγωγεύς ὁ όποιος κατέθεσε αἴτηση παρατάσεως τῆς ἀδείας εξαγωγής ζητεῖ νέα άδεια, ἐπειδή ἀφ' ἑνός μέν οἱ ἀρχές δέν ἀποφασίζουν ἀρκετά σύντομα (ή ἀποφασίζουν εσφαλμένως ἀπό νομικής ἀπόψεως) ἐπί τῆς αἰτήσεώς του, ἀφ' έτερου δέ ἡ υποχρέωση παραδόσεως 'έχει επείγοντα χαρακτήρα. Τονίζει δέ καί πάλι ὅτι ἡ νέα άδεια πρέπει πράγματι νά ἀντικαταστήσει τήν παλαιά άδεια, γεγονός πού επιτρέπει στην ἁρμοδία ἀρχή νά έχει σαφή γνώση τοῦ ὅτι ή σχετική ποσότης εξήχθη μία μόνο φορά. Ἐξ άλλου, υπογραμμίζει, ἡ προηγούμενη άδεια εἶχε ήδη λήξει, πρίν εκδοθεί ἀπόφαση ἐπί τῆς αἰτήσεως παρατάσεως καί πρίν ζητηθεί ἡ νέα άδεια, κατά τό χρονικό δέ αυτό σημείο οἱ ἀρχές ήταν ἑπομένως ἐν γνώσει τοῦ γεγονότος ὅτι γιά μία ὁρισμένη ποσότητα ἡ άδεια δέν εἶχε χρησιμοποιηθεί. Ή συνολική εἰκόνα τῆς ἀγοράς, επομένως, ήταν δυνατόν νά ἀποκατασταθεί.
'Εξ άλλου, ἡ επιχείρηση Brüggen επιμένει στό ὅτι ἡ αἴτηση πού 'έχει ὡς ἀντικείμενο τήν χορήγηση τοῦ προκαθορισμένου υψηλότερου ποσοστού τῆς ἐπιστροφής γιά τό ἐμπόρευμα πού εξήχθη ἐν προκειμένω βάσει νέας ἀδείας βασίζεται στήν ἀρχή της ἀναλογικότητος, ὑπό τήν έννοια ὅτι τό κοινοτικό δίκαιο δέν πρέπει νά επιβάλλει καμμία επιβάρυνση πού δέν εἶναι ἀναγκαία γιά τήν επίτευξη τῶν σκοπῶν της συνθήκης. Ειδικότερα, υπογραμμίζει, ὅπως ἀνέφερε ὁ γενικός εἰσαγγελεύς Warner
στήν υπόθεση 64/74 (Reich, Slg. 1975, σ. 270), ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητος ἀπαιτεί «νά ἀποζημιώνονται οἱ έμποροι γιά τίς συνέπειες τῶν γεγονότων πού εξομοιώνονται μέ περιπτώσεις ἀνωτέρας βίας». Αυτό ὅμως, κατά τήν επιχείρηση Brüggen συνεπάγεται καί στην προκειμένη περίπτωση ὅτι, ἐφ' ὅσον ὁ εξαγωγεύς δέν ἠδυνήθη νά χρησιμοποιήσει εγκαίρως, λόγω ἀνωτέρας βίας, μία άδεια μέ προκαθορισμένη επιστροφή καί ὁ ὀργανισμός παρεμβάσεως παρανόμως δέν ἀπεφάσισε εγκαίρως τήν προβλεπομένη παράταση της ἀδείας, ἡ κατάσταση του πρέπει νά εξομοιωθεί μέ τήν κατάσταση στήν ὁποία θά εὑρίσκετο, ἄν ἡ άδεια εξαγωγῆς εἶχε παραταθεί εγκαίρως.
Τέλος, κατά τήν επιχείρηση Brüggen ή άρνηση χορηγήσεως τοῦ υψηλοτερου προκαθορισμένου ποσοστού παραβιάζει επίσης τήν ἀρχή τῆς 'ίσης μεταχειρίσεως, ὑπό τήν έννοια ὅτι 'ίδιες περιπτώσεις ἀντιμετωπίζονται μέ διαφορετικό τρόπο, ἀνάλογα μέ τήν επιμέλεια πού επιδεικνύουν οἱ ἀρχές των διαφόρων κρατών μελών καί τήν ἀσφάλεια τοῦ δικαίου εντός τῶν κρατών μελών, ή ὁποία ἀπορρέει ἀπό τίς ενέργειες τῶν ἀρχων αυτών, πράγμα πού εἶναι ἀσυμβίβαστο μέ τίς ἀρχές τῆς ἰσότητος καί της ἐπιεικείας (ἀπόφαση τῆς 12ης Νοεμβρίου 1981 ἐπί τῶν υποθέσεων 212-217/80).
Γιά τους ἀνωτέρω λόγους, ἡ επιχείρηση Brüggen προτείνει νά δοθεί στό ερώτημα τοῦ Bundesverwaltungsgericht ἡ ἀπάντηση πού έχει υποδείξει ἡ 'Επιτροπή.
ΙΙΙ — Προφορική διαδικασία
Κατά τήν συνεδρίαση τῆς 7ης 'Οκτωβρίου 1982, ἀγόρευσαν, ἡ επιχείρηση Η. und J. Brüggen, εκπροσωπούμενη ἀπό τήν Barbara Festge, δικηγόρο 'Αμβούργου, τό Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung, εκπροσωπούμενο ἀπό τόν Albrecht Stockburger, δικηγόρο 'Αμβούργου, ἡ 'Επιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκπροσωπούμενη ἀπό τόν Jörn Sack.
Ὁ γενικός εἰσαγγελεύς ἀνέπτυξε τίς προτάσεις του κατά την συνεδρίαση τῆς 11ης Νοεμβρίου 1982.
Κατά την συνεδρίαση τῆς 7ης 'Οκτωβρίου 1982, τό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) ἀπαρτίζεται ἀπό τους Α. Χλωρό, πρόεδρο τμήματος, Ο. Due καί Κ. Bahlmann, δικαστές.
Κατά τό άρθρο 27, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμοῦ διαδικασίας, στην διάσκεψη λαμβάνουν μέρος μόνον οἱ δικαστές πού μετείχαν στην προφορική διαδικασία. Λόγω τοῦ θανάτου τοῦ προέδρου τοῦ τμήματος Α. Χλωρού, τό δεύτερο τμήμα μέ διάταξη τῆς 17ης Νοεμβρίου 1982, ἀποφάσισε τήν επανάληψη τῆς προφορικής διαδικασίας ενώπιον τοῦ τμήματος μέ τήν νέα του σύνθεση.
Οἱ διάδικοι πληροφόρησαν τό δεύτερο τμήμα ὅτι δέν θα συμμετείχαν στην συνεδρίαση τῆς 2ας Δεκεμβρίου 1982, παραπέμπουν δέ στους λόγους καί ισχυρισμούς πού ἀνέπτυξαν προφορικῶς κατά τήν συνεδρίαση τῆς 7ης 'Οκτωβρίου 1982.
Ὁ γενικός εἰσαγγελεύς, στην ἴδια συνεδρίαση, ἐπιβεβαίωσε τίς προτάσεις πού ἀνέπτυξε κατά τήν συνεδρίαση τῆς 11ης Νοεμβρίου 1982.
Σκεπτικό
1 |
Μέ διάταξη τῆς 17ης Δεκεμβρίου 1981, πού περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 18 Φεβρουαρίου 1982, τό Bundesverwaltungsgericht υπέβαλε βάσει τοῦ ἄρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα περί τῆς ερμηνείας τοῦ ἄρθρου 9, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ 473/67 τῆς 'Επιτροπής, τῆς 21ης Αυγούστου 1967, περί ἀδειών εισαγωγής καί εξαγωγής δημητριακῶν (ABl. 204, τῆς 24ης Αυγούστου 1967, σ. 16). |
2 |
Στά πλαίσια τῆς διαφοράς μεταξύ τῆς επιχειρήσεως Η. und J. Bruggen, Lübeck, προσφευγούσης στην κυρία δίκη καί τοῦ Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung, Φραγκφούρτη ἐπί τοῦ Μάιν, ἀνέκυψε τό ζήτημα ἄν εἶναι δυνατόν νά παραταθεῖ ἀναδρομικά ἡ ἰσχύς ἀδείας εξαγωγής μέ επιστροφή πού εἶχε καθορισθεί, ἐκ τῶν προτέρων. |
3 |
Όπως συνάγεται ἀπό τη διάταξη περί παραπομπής, ἡ επιχείρηση Η. und J. Bruggen έλαβε στίς 27 Νοεμβρίου 1969 άδεια γιά τήν εξαγωγή στό Περού 595920 κιλών σπόρων βρώμης μερικώς ἀποφλοιωμένων καί τεμαχισμένων, ή ἰσχύς τῆς ὁποίας έληγε στίς 31 Μαΐου 1970. Στίς 13 Μαΐου 1970, ἡ επιχείρηση ζήτησε τήν παράταση τῆς ἀδείας επικαλούμενη τό γεγονός ὅτι δέν είχε παραλάβει ἀπό τήν Λαϊκή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας ὅλη τήν ποσότητα τῆς βρώμης πού ήταν ἀπαραίτητη γιά τήν επεξεργασία τῶν πρός εξαγωγή σπόρων, λόγω τοῦ ὅτι οἱ πλωτές ὁδοί μεταξύ Φραγκφούρτης ἐπί τοῦ Ὄντερ καί Lübeck, εἶχαν παγώσει γιά ἕνα διάστημα ἀσυνήθιστα μακρύ ἀπό τόν Δεκέμβριο τοῦ 1969 έως τόν 'Απρίλιο 1970. Πράγματι, στίς 31 Μαΐου 1970, ἡ επιχείρηση Bruggen δέν εἶχε εξαγάγει παρά 298039 χιλιόγραμμα σπόρων βρώμης, σύμφωνα μέ την άδεια πού της είχε χορηγηθεί. |
4 |
Ή αίτηση παρατάσεως ἀπερρίφθη ἀπό τόν ὀργανισμό, τόν όποιο διεδέχθη τό Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung, μέ την αιτιολογία ὅτι παρ' ὅλο πού τό άρθρο 9, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμοί) 473/67 ἀναφέρει, πράγματι, μεταξύ τῶν περιπτώσεων ἀνωτέρας βίας την διακοπή τῆς ποταμοπλοΐας λόγω σχηματισμοῦ πάγου, ἡ ενδιαφερόμενη επιχείρηση δέν δύναται νά στηριχθεί σέ αύτη τη διάταξη, δοθέντος ὅτι ἀπό την κατάσταση πού συνιστά περίπτωση ἀνωτέρας βίας παρεμποδίσθη μόνον ἡ εισαγωγή τῆς πρώτης ύλης πού προορίζεται για τήν παρασκευή τοῦ εμπορεύματος, καί ὄχι ἡ ἐξαγωγή τοῦ εμπορεύματος πού ἀποτελεί ἀκριβῶς τό ἀντικείμενο τῆς αδείας. |
5 |
Ή προσφεύγουσα ευρέθη στην ἀνάγκη νά ζητήσει νέα ἄδεια. Ἀφοῦ τῆς ἐχορηγήθη αυτή ἡ άδεια, ἠδυνήθη νά εξαγάγει τήν εναπομείνασα ποσότητα τῶν 297881 χιλιόγράμμων σπόρων βρώμης μετά τήν 31η Μαΐου 1970. Πάντως, ἡ επιστροφή πού τῆς κατεβλήθη βάσει τῆς νέας ἀδείας ἀνήρχετο σέ 288,96 DM κατά τόνο έναντι 307,05 DM κατά τόνο τῆς επιστροφής πού κατεβλήθη βάσει της πρώτης ἀδείας, πράγμα πού εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά προξενηθεῖ ζημία στην επιχείρηση Bruggen ὕψους 5388,67 DM. |
6 |
Τό πρωτοβάθμιο καθώς καί τό δευτεροβάθμιο εθνικό δικαστήριο, ἐδέχθησαν κατ' οὐσίαν ὅτι έπρεπε νά χορηγηθεί στην προσφεύγουσα παράταση τῆς διαρκείας ισχύος τῆς πρώτης ἀδείας εξαγωγής καί ὅτι, συνεπώς, έπρεπε νά ἀποκατασταθεί στή θέση πού θα εὑρίσκετο ἐάν εἶχε εγκριθεί ἡ ἀρχική τῆς αίτηση. |
7 |
Τό Bundesverwaltungsgericht πού επελήφθη τῆς υποθέσεως δέχεται, ὅπως καί τά προηγούμενα δικαστήρια, ὅτι τό καθ' οὗ έπρεπε νά χορηγήσει παράταση τῆς διαρκείας ισχύος τῆς ἐν λόγω ἀδείας στην επιχείρηση Bruggen. Διατυπώνει ὅμως επιφυλάξεις ὡς πρός τή δυνατότητα ἀναδρομικής παρατάσεως τῆς ισχύος τῆς ἀδείας, ἡ ὁποία εξέπνευσε καί μέ τήν ὁποία μόνο θά ἠδύνατο ἡ ενδιαφερόμενη επιχείρηση νά ευρεθεί στην κατάσταση πού θά ὑφίστατο ἄν ἡ εξαγωγή εἶχε γίνει βάσει τῆς πρώτης ἀδείας, πράγμα ὅμως πού θά ήταν ἀσυμβίβαστο μέ τό εθνικό δίκαιο, επειδή αυτό δέν επιτρέπει στην προσφεύγουσα νά ζητήσει ἀποκατάσταση τῶν επιβλαβών συνεπειῶν πού προξενήθηκαν ἀπό τήν εσφαλμένη ἀπόφαση τῆς διοικήσεως. |
8 |
Ἐξ άλλου, κατά τό παραπέμπον δικαστήριο, ἡ ἀναδρομική αυτή παράταση θά ἠδύνατο νά επηρεάσει δυσμενώς τήν ὁμαλή λειτουργία τοῦ συστήματος των άδειων εξαγωγής, λόγω τοῦ ὅτι ἡ δεύτερη άδεια θά εἶχε προσωρινή λειτουργία ἀντικαταστάσεως, πράγμα πού θά εἶχε ως συνέπεια νά θιγεί ἡ ἀξιοπιστία τοῦ ἐν λόγω συστήματος, ὡς δείκτου τῆς εξελίξεως τῆς ἀγορᾶς, ἀφενός, ἀφετέρου δέ, λόγω τοῦ γεγονότος ὅτι μέ τή δυνατότητα αύτη ὁ λήπτης τῆς ἀδείας θά ἠδύνατο νά παρατείνει, κατά κάποιο τρόπο, αυτός ὁ 'ίδιος τη διάρκεια τῆς ἰσχύος της ἀδείας του. |
9 |
'Αντιθέτως, ἡ ἀδυναμία ἀναδρομικής παρατάσεως τῆς διαρκείας ἰσχύος της ἀδείας εξαγωγῆς, σέ περίπτωση ἐπελεύσεως ἀνωτέρας βίας, δέν ικανοποιεί επαρκῶς ἀπό ἀπόψεως νομικῆς προστασίας τῶν επιχειρηματιῶν τῆς Κοινότητος. |
10 |
Ὑπό αυτές τίς συνθῆκες, τό Bundesverwaltungsgericht υπέβαλε στό Δικαστήριο τό ἀκόλουθο ερώτημα: «Εἶναι δυνατή, βάσει τοῦ ἄρθρου 9, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ 473/67/ΕΟΚ τῆς Ἐπιτροπῆς, τῆς 21ης Αυγούστου 1967 (ABl. 204/16 τῆς 24ης Αυγούστου 1967), ἡ παράταση τῆς ἰσχύος ἀδείας εξαγωγής μέ προκαθορισμένο ποσό επιστροφής, γιά χρονικό διάστημα πού ἀνάγεται στό παρελθόν καί, επομένως, ἀναδρομικώς ώστε νά ἐξασφαλίζεται μέ τόν τρόπο αυτό στόν εξαγωγέα, τοῦ ὁποίου ἡ ἰσχύς τῆς ἀδείας δέν παρετάθη εγκαίρως και ὁ όποιος, ἐν συνεχεία, ἐπραγματοποίησε την εξαγωγή βάσει νέας ἀδείας, ἡ εφαρμογή τοῦ προκαθορισμένου ποσοστοῦ επιστροφής ἐπί τῆς ἐν λόγω εξαγωγῆς;» |
11 |
Μέ τό ερώτημα αυτό, τό παραπέμπον δικαστήριο, επιζητεί κατ' ουσία νά πληροφορηθεί ἄν τό άρθρο 9, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ 473/67 επιτρέπει τήν ἀναδρομική παράταση τῆς ἰσχύος μιας τέτοιας ἀδείας εξαγωγής, ὅταν ἡ ἁρμοδία ἀρχή ἀρνήθηκε κακώς νά χορηγήσει εγκαίρως παράταση, λόγω υπάρξεως ἀνωτέρας βίας, ἡ δέ εξαγωγή έπρεπε νά διενεργηθεί βάσει νέας ἀδείας εξαγωγῆς γιά τό 'ίδιο ἀντικείμενο. Μέ το ερώτημα αυτό, τίθεται επίσης τό πρόβλημα της ἰσχύος αὐτῆς τῆς δεύτερης ἀδείας. |
12 |
Πρέπει κατ' ἀρχάς νά σημειωθεί ὅτι ἀπό τίς διατάξεις καί τήν οικονομία τῶν παραγράφων 1 καί 2 τοῦ ἄρθρου 9 τοῦ κανονισμοῦ 473/67 συνάγεται ὅτι ή ύπαρξη ἀνωτέρας βίας συνιστά τήν ἀπαραίτητη καί συγχρόνως επαρκή προϋπόθεση γιά τήν παράταση τῆς ἰσχύος τῆς ἀδείας εισαγωγῆς ἡ ἐξαγωγῆς. |
13 |
Κατά συνέπεια, εφόσον ἡ ύπαρξη μιᾶς καταστάσεως πού συνιστᾶ ἀνωτέρα βία δέν ἀμφισβητείται ἤ δέν ἀμφισβητείται πλέον ἀπό τίς εθνικές ἀρχές πού δροῦν ὑπό τόν έλεγχο τῶν ἁρμοδίων δικαστηρίων, ἡ παράταση τῆς ἰσχύος τῶν ἐν λόγω ἀδειων εἶναι νόμιμη ὅσον άφορᾶ τους ενδιαφερομένους εισαγωγείς καί εξαγωγείς, ἐφ' ὅσον υποβάλουν σχετική αίτηση. |
14 |
Όσον άφορᾶ τό ζήτημα τῆς αναδρομικῆς παρατάσεως τῆς ισχύος τῆς ἀδείας ἐξαγωγῆς, πρέπει νά γίνει δεκτό ὅτι τό δικαίωμα τῆς προσφευγούσης νά ζητήσει την παράταση τῆς ισχύος τῆς ἀδείας τῆς εξαγωγής, έγκειται στή δυνατότητα διενεργείας τῆς εξαγωγής βάσει συντελεστοῦ επιστροφής πού προκαθορίζεται σ' αυτήν τήν άδεια ἀνεξαρτήτως τῶν εμποδίων πού προκαλοῦνται ἀπό τά γεγονότα πού συνιστοῦν ἀνωτέρα βία. Τό δικαίωμα αυτό, συνεπῶς, πρέπει νά παράγει ὅλα τά ἀποτελέσματα πού ἀπαιτούνται γιά τόν σκοπό αυτό. |
15 |
Κατά τό μέτρο πού οἱ στενῶς καί περιοριστικῶς καθοριζόμενες εξαιρέσεις στίς περιπτώσεις ἀνωτέρας βίας δέν θίγουν κατ' ἀρχήν τήν ἀξιοπιστία τοῦ συστήματος τῶν άδειων, τά ἀποτελέσματα τῆς ἀποφάσεως περί παρατάσεως τῆς ισχύος ἀδείας εξαγωγῆς, λόγω επελεύσεως ἀνωτέρας βίας, πρέπει νά εἶναι τά 'ίδια ἀνεξαρτήτως ἀπό τό ἄν ἡ παράταση αὐτη εδόθη πρίν ἡ μετά τή λήξη τῆς ισχύος τῆς ἀδείας. |
16 |
Ή λύση αὐτή επιβάλλεται επίσης γιά λόγους πού συνδέονται μέ τήν νομική προστασία τοῦ κατόχου άδειων ὑπό τήν έννοια ὅτι σέ περίπτωση ελλείψεως δυνα-τότητος ἐκ τῶν υστέρων παρατάσεως, ὁ κάτοχος αυτός δέν θά δύναται νά ἀσκήσει τά δικαιώματα πού τοῦ παρέχονται ἀπό τό άρθρο 9 τοῦ κανονισμοί) 473/67. |
17 |
Πρέπει, ἐπί πλέον, νά ἀναφερθεί ὅτι σέ περίπτωση ἀπωλείας τῆς ἀδείας, ἡ ὁποία συνιστᾶ περίπτωση ἀνωτέρας βίας, τό Δικαστήριο 'έχει δεχθεί ὅτι νομίμως υποβάλλεται αίτηση μετά τή λήξη τῆς ισχύος τῆς ἀδείας βάσει τοῦ ἄρθρου 18, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ 1373/70 τῆς Ἐπιτροπής, τῆς 10ης 'Ιουλίου 1970 (ABl. L 158, σ. 1) (ἀπόφαση τῆς 30ής 'Ιανουαρίου 1974, Kampffmeyer, ὑπόθ. 158/73, Slg. σ. 101) Ἐξ άλλου, ἡ ἐγκυρότης τῆς ἐκ τῶν υστέρων παρατάσεως δύναται νά συναχθεί από μία διάταξη, ἡ ὁποία έπεται τῶν περιστατικών τῆς παρούσης υποθέσεως, ήτοι τό άρθρο 36, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμοῦ 3183/80 τῆς 'Επιτροπής, τῆς 3ης Δεκεμβρίου 1980, περί κοινών τρόπων εφαρμογής τοῦ καθεστῶτος πιστοποιητικών (ἀδειῶν) εισαγωγής, εξαγωγής καί προκαθορισμοῦ γιά τά γεωργικά προϊόντα (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 11/022 σ. 66), τό όποιο ὁρίζει ὅτι σέ περίπτωση ἀνωτέρας βίας, αἴτηση περί παρατάσεως τῆς ισχύος τῆς ἀδείας δύναται νά υποβληθεί εντός 30 ήμερων ἀπό τήν λήξη τῆς διαρκείας ισχύος τῆς ἀδείας. Ὑπό αυτές τίς συνθήκες, εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀπόφαση ἐπί τῆς αιτήσεως δύναται επίσης νά εκδοθεί ἐκ τῶν ύστερων, πράγμα πού συνεπάγεται τήν ἀναδρομική εφαρμογή τῆς παρατάσεως ὡς πρός τήν περίοδο πού περιλαμβάνεται μεταξύ τῆς λήξεως τῆς διαρκείας ισχύος τῆς ἀδείας καί τῆς ἀποφάσεως ἐπί τῆς αιτήσεως παρατάσεως. |
18 |
Ἀπό τά ἀνωτέρω συνάγεται ὅτι γιά λόγους πού ἀφοροῦν τη νομική προστασία τοῦ κατόχου τῆς ἀδείας, ἡ ἐκ τῶν υστέρων παράταση πού δέν θίγει αισθητά την ὁμαλή λειτουργία τοῦ συστήματος άδειων πρέπει νά θεωρείται ὡς έγκυρη κατά τό άρθρο 9, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοί) 473/67. |
19 |
Πρέπει ἀκόμη νά γίνει δεκτό ὅτι ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητος τῆς ἐκ των υστέρων παρατάσεως δημιουργεί πρόβλημα κύρους τῆς δευτέρας αδείας, ή ὁποία, στην προκειμένη περίπτωση, ἐχορηγήθη στην προσφεύγουσα. |
20 |
'Από τά ἀνωτέρω συνάγεται, ὅτι κατά τό μέτρο πού ἡ πρώτη ἄδεια, ἡ ἰσχύς της ὁποίας παρετάθη, παράγει ὅλα τῆς τά ἀποτελέσματα, ἡ δεύτερη, πού άφορᾶ τίς 'ίδιες εξαγωγές, παύει αυτομάτως νά παράγει ἀποτελέσματα καί πρέπει νά ἀκυρωθεί καί τυπικῶς. |
21 |
Συνεπώς, στό υποβληθέν ερώτημα, προσήκει ἡ ἀπάντηση ὅτι τό άρθρο 9, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ 473/67 πρέπει νά ερμηνευθεῖ ὑπό τήν έννοια ὅτι επιτρέπει τήν παράταση γιά ἕνα παρωχημένο χρονικό διάστημα, δηλαδή ἀναδρομικῶς, τῆς διαρκείας ισχύος ἀδείας εξαγωγής μέ επιστροφή πού έχει καθορισθεί ἐκ τῶν προτέρων ἐφ' ὅσον ἡ ἁρμοδία διοικητική ἀρχή κακῶς δέν ἐχορήγησε εγκαίρως παράταση λόγω ἀνωτέρας βίας, έτσι ώστε ἡ εξαγωγή έγινε βάσει νέας ἀδείας, ἡ ὁποία ἀφοροῦσε τήν αυτή εξαγωγή. Στην περίπτωση αυτή, ἡ νέα άδεια δέν δύναται νά παραγάγει ἀποτελέσματα καί πρέπει νά ἀκυρωθεί ρητώς. |
'Επί τῶν δικαστικών εξόδων
22 |
Τά έξοδα, στά όποια υπεβλήθη ἡ 'Επιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ή ὁποία κατέθεσε παρατηρήσεις στό Δικαστήριο, δέν ἀποδίδονται. |
23 |
Δεδομένου ὅτι ἡ παρούσα διαδικασία ἔχει ὡς πρός τους διαδίκους τῆς κυρίας δίκης τό χαρακτήρα παρεμπίπτοντος πού ἀνέκυψε ενώπιον τοῦ Bundesverwaltungsgericht, σ' αυτό εναπόκειται νά ἀποφανθεί ἐπί τῶν δικαστικών εξόδων. |
Διά ταῦτα ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα) κρίνοντας ἐπί τοῦ ερωτήματος πού υπεβλήθη ἀπό τό Bundesverwaltungsgericht, μέ διάταξη τῆς 17ης Δεκεμβρίου 1981, ἀποφαίνεται: |
Τό άρθρο 9, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμού 473/67 τῆς Ἐπιτροπῆς πρέπει νά ερμηνευθεί ὑπό τήν ἔννοια ὅτι επιτρέπει τήν παράταση γιά παρωχημένο χρονικό διάστημα, δηλαδή ἀναδρομικώς, τῆς διαρκείας ισχύος άδειας ἐξαγωγής μέ επιστροφή πού 'έχει καθορισθεί ἐκ τῶν προτέρων ἐφ' ὅσον ἡ αρμοδία διοικητική ἀρχή κακῶς δέν ἐχορήγησε εγκαίρως παράταση λόγω ἀνωτέρας βίας, έτσι ώστε ἡ εξαγωγή έγινε βάσει νέας ἀδείας, ἡ όποια ἀφορούσε τήν αυτή εξαγωγή. Στην περίπτωση αυτή, ἡ νέα άδεια δέν δύναται νά παραγάγει αποτελέσματα καί πρέπει νά ἀκυρωθεί ρητώς. |
Pescatore Due Bahlmann Ἐδημοσιεύθη σέ δημόσια συνεδρίαση στό Λουξεμβοῦργο στίς 16 Δεκεμβρίου 1982. Κατ' εντολή τοῦ γραμματέως Η. Α. Rühl Κύριος ὑπάλληλος διοικήσεως Ό πρόεδρος τοῦ δευτέρου τμήματος Ρ. Pescatore |