ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

SIR GORDON SLYNN

ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΫΧΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ 24 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 1983 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Στις 19 Ιουλίου 1979 ένα όχημα που ανήκε στην ανώνυμη εταιρεία Gambetta Auto υπέστη ζημίες, στο Παρίσι, από άλλο όχημα με αυστριακό αριθμό κυκλοφορίας. Η άδεια κυκλοφορίας του τελευταίου είχε ανακληθεί στις 9 Μαρτίου 1979 διότι από τις 7 Μαρτίου 1979 το (όχημα) δεν ήταν πλέον ασφαλισμένο. Δεδομένου ότι δεν βρέθηκε ούτε ο οδηγός ούτε ο κύριος του οχήματος, η εταιρεία Gambetta απευθύνθηκε στο Bureau central français (γαλλικό κεντρικό γραφείο) που εκπροσωπεί τις εταιρείες ασφαλίσεως αυτοκινήτων στη Γαλλία και στο Fonds de garantie automobile (ταμείο ασφαλίσεως αυτοκινήτων) που ιδρύθηκε για να καλύπτει τις ζημιές που προκαλούνται από μη ασφαλισμένα οχήματα και οι δύο αυτοί φορείς αντέδρασαν αρνητικά.

Αφού ηττήθηκε στο Tribunal d'instance, η εταιρεία Gambetta άσκησε έφεση.

Ένα από τα ουσιώδη ερωτήματα, αν όχι το κατ' εξοχή ουσιώδες που ανακύπτει εν προκειμένω είναι το αν η εταιρεία Gambetta μπορούσε να επικαλεστεί την οδηγία 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 136), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 72/430/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 143).

Πριν από τη θέση σε ισχύ της οδηγίας γινόταν έλεγχος στα σύνορα των κρατών μελών για το αν ο κύριος αυτοκινήτου οχήματος που κυκλοφορούσε από ένα κράτος σε άλλο κατείχε τη λεγόμενη «πράσινη κάρτα» που απεδείκνυε ότι έχει ασφαλίσει την αστική του ευθύνη για την περίπτωση προκλήσεως ζημιών από το όχημά του. Ο πρώτος στόχος της οδηγίας ήταν η κατάργηση αυτών των ελέγχων προκειμένου να διευκολυνθεί η ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας των οχημάτων που είναι εγγεγραμμένα σε άλλα κράτη μέλη. Αναγκαία προϋπόθεση για την κατάργηση αυτών των ελέγχων ήταν η εγγύηση εκ μέρους των εθνικών γραφείων ασφαλίσεως των κρατών μελών της αποζημιώσεως οποιασδήποτε ζημίας από την οποία γεννάται δικαίωμα αποκαταστάσεως και η οποία προκαλείται στο κράτος μέλος εκάστου του εθνικών γραφείων ασφαλίσεως και η υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη της αστικής ευθύνης σε ολόκληρο το κοινοτικό έδαφος των οχημάτων που είναι εγγεγραμμένα Kat κυκλοφορούν στην Κοινότητα.

Το άρθρο 3 της οδηγίας επέβαλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα μέτρα ώστε να ασφαλίζεται η αστική ευθύνη που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων «με συνήθη στάθμευση στο έδαφός τους». Δυνάμει του άρθρου 2, αφού η Επιτροπή βεβαιωθεί για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ των γραφείων ασφαλίσεως των κρατών μελών κατά την οποία κάθε εθνικό γραφείο εγγυάται σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής του νομοθεσίας περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως, την αποκατάσταση των ζημιών που προκαλούνται στο έδαφός του από οχήματα «με συνήθη στάθμευση στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, είτε αυτά τα οχήματα είναι ασφαλισμένα είτε όχι», και αφού το εν λόγω όργανο καθορίσει ημερομηνία για τη θέση σε ισχύ της οδηγίας (εξαιρουμένων των άρθρων 3 και 4) τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καταργήσουν τους ελέγχους της ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης για τα οχήματα με συνήθη στάθμευση στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

Το άρθρο 7 της οδηγίας προβλέπει περαιτέρω ότι τα οχήματα «με συνήθη στάθμευση» σε τρίτη χώρα θεωρούνταν ως οχήματα «που έχουν τη συνήθη στάθμευση τους» στην Κοινότητα εφόσον τα εθνικά γραφεία όλων των κρατών μελών εγγυώνται χωριστά την αποκατάσταση των ζημιών που προκαλούνται στο έδαφός τους από την κυκλοφορία αυτών των οχημάτων. Δυνάμει του άρθρου αυτού η Επιτροπή είχε την υποχρέωση, αφού εξακριβώσει την πλήρωση των προβλεπομένων προϋποθέσεων, να καθορίσει την ημερομηνία από της οποίας δεν θα απαιτείται πλέον η επίδειξη των ασφαλιστικών εγγράφων για οχήματα που προέρχονται από τρίτη χώρα.

Έτσι, το αποφασιστικό στοιχείο είναι το έδαφος στο οποίο το όχημα έχει τη «συνήθη στάθμευση» του. Το έδαφος αυτό ορίζεται, στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της οδηγίας ως το έδαφος «του κράτους όπου το όχημα είναι εγγεγραμμένο ή σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει εγγραφή για έναν τύπο οχήματος αλλά το όχημα φέρει ασφαλιστική πινακίδα ή άλλο διακριτικό σήμα ανάλογο με τις πινακίδες κυκλοφορίας, το έδαφος του κράτους το οποίο εξέδωσε την ασφαλιστική πινακίδα ή το διακριτικό σήμα ή σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν ούτε πινακίδα κυκλοφορίας ούτε ασφαλιστική πινακίδα ούτε διακριτικό σήμα για ορισμένους τύπους οχημάτων, το έδαφος του κράτους εντός του οποίου ο κάτοχος του οχήματος έχει την κατοικία του».

Στις 12 Δεκεμβρίου 1973 τα εθνικά γραφεία συνήψαν συμφωνία εις εκτέλεση του άρθρου 2 της οδηγίας αφενός και αφετέρου του άρθρου 7 όσον αφορά την Αυστρία και ορισμένες άλλες τρίτες χώρες. Εξάλλου, με δύο αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 1974 (74/166/ΕΟΚ και 74/167/ΕΟΚ, ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 177, 178), η Επιτροπή καθόρισε τη 15η Μαΐου 1974 ως την ημερομηνία από της οποίας θα καταργούνταν οι έλεγχοι των οχημάτων που έχουν «τη συνήθη στάθμευση τους» στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών και στην Αυστρία μεταξύ άλλων. Οι συμβαλλόμενοι έλαβαν ως βάση την οδηγία, συμφώνησαν δε, όσον αφορά το σημείο που ενδιαφέρει εν προκειμένω, ότι «θα θεωρούνταν ότι έχουν συνήθη στάθμευση» σε κάποιο έδαφος «τα οχήματα που είναι εγγεγραμμένα εκεί». Αν ένα από αυτά τα οχήματα εισερχόταν στο έδαφος άλλου συμβαλλομένου μέρους, τελούσε δε υπό καθεστώς υποχρεωτικής ασφάλισης, ο οδηγός λογιζόταν ασφαλισμένος και κάτοχος εγκύρου ασφαλιστηρίου τίτλου ασχέτως πραγματικότητας.

Βάσει των ανωτέρω, η εταιρεία Gambetta οφείλει λοιπόν να αποδείξει ότι το όχημα που προκάλεσε τη ζημία είχε τη συνήθη στάθμευση στην Αυστρία το οποίο και επιχείρησε ισχυριζόμενη ότι ήταν εγγεγραμμένο στην Αυστρία.

Ενόψει των ανωτέρω το Cour d'appel του Παρισιού υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, το ερώτημα αν μπορεί και πρέπει να θεωρηθεί ότι ένα όχημα είναι εγγεγραμμένο στο κράτος μέλος του οποίου φέρει την πινακίδα σε χρόνο κατά τον οποίο οι αρχές του κράτους αυτού δηλώνουν ότι η άδεια κυκλοφορίας του οχήματος είχε ανακληθεί.

Φαίνεται ότι το ερώτημα αυτό συζητήθηκε ευρέως και προκάλεσε τη διατύπωση διαφορετικών απόψεων στα διάφορα κράτη μέλη από τα διάφορα γραφεία, είναι δε γενικού ενδιαφέροντος. Παρά το γεγονός ότι οι διάδικοι συμφώνησαν τελικά να δεχτούν την αξίωση της Gambetta έναντι του εθνικού γραφείου, το ζήτημα αρμόζει να επιλυθεί.

Ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων το εθνικό γραφείο, ενεργώντας για λογαριασμό των αυστριακών ασφαλιστών ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εγκύρως και νομίμως εγγεγραμμένο στην Αυστρία το όχημα, η άδεια κυκλοφορίας του οποίου ανακλήθηκε 6άσει του νόμου διότι δεν ήταν πλέον ασφαλισμένο.

Ενώπιον του Δικαστηρίου, εντούτοις, το γραφείο θεώρησε ότι ήταν ελεύθερο να υποβάλει παρατηρήσεις ως προς την, κατά την άποψη του, ορθή απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα. 'Ετσι υποστήριξε τον ισχυρισμό της εταιρείας Gambetta ότι δηλαδή το όχημα είχε «τη συνήθη στάθμευση του» στην Αυστρία σύμφωνα με την οδηγία. Η ιταλική κυβέρνηση και η Επιτροπή άσκησαν παρέμβαση και υποστήριξαν την ίδια άποψη.

Κατά τη συζήτηση, όλοι οι διάδικοι υπογράμμισαν, ορθώς κατά τη γνώμη μου, ότι σκοπός της οδηγίας είναι η διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας και η αποφυγή, προς τούτο, των λεπτομερών ελέγχων στα σύνορα όσον αφορά στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται ρητά στον ορισμό του οχήματος που «έχει τη συνήθη στάθμευση του» σε κάποιο κράτος. Είναι επομένως προφανές ότι όταν ένα όχημα εξακολουθεί πράγματι να «είναι εγγεγραμμένο» σε κάποιο κράτος δεν χρειάζεται να ερευνάται αν είναι ασφαλισμένο στο κράτος αυτό ή αν μπορεί νόμιμα να κυκλοφορεί σε περίπτωση που δεν είναι ασφαλισμένο ή μάλιστα αν η συγκεκριμένη εγγραφή είναι έγκυρη.

Αν, όπως ίσως συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, εν προκειμένω, το όχημα εξακολουθεί να περιλαμβάνεται στα αυστριακά μητρώα, η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα θα πρέπει να είναι καταφατική έστω κι αν το όχημα δεν μπορούσε να κυκλοφορεί νόμιμα σε δημόσιους χώρους. Στην αντίθετη περίπτωση ο έλεγχος για το αν είναι έγκυρη η εγγραφή θα συνεπαγόταν λεπτομερείς και μακροχρόνιες έρευνες πράγμα που αντιβαίνει στο σαφώς διατυπούμενο σκοπό της οδηγίας.

Αν όμως η ανάκληση της άδειας κυκλοφορίας έχει ως αποτέλεσμα την εξάλειψη ή την κατάργηση της ίδιας της εγγραφής τότε ανακύπτει πλέον πολύπλοκο ερώτημα. Όλα τα μέρη υποστήριξαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η πινακίδα κυκλοφορίας του οχήματος προσδιορίζει το κράτος στο οποίο το όχημα έχει τη συνήθη του στάθμευση είτε εξακολουθεί να είναι εγγεγραμμένο είτε όχι. Υποστηρίχτηκε ότι αν η πινακίδα κυκλοφορίας δεν επαρκεί να προσδιορίσει το κράτος στο οποίο το όχημα έχει τη συνήθη του στάθμευση θα πρέπει να καθιερωθούν έλεγχοι στα σύνορα ως προς το αν είναι έγκυρη η εγγραφή και το αν υπάρχει ασφάλιση.

Αυτή η ερμηνεία δεν θα ήταν ορθή κατά τη γνώμη μου αν η φράση «το έδαφος του κράτους όπου το όχημα είναι εγγεγραμμένο» ήταν απομονωμένη. 'Ενα όχημα μπορεί να είναι εγγεγραμμένο έστω και αν δε φέρει πινακίδα κυκλοφορίας- μπορεί να μην είναι εγγεγραμμένο έστω και αν φέρει πινακίδα. Μπορούμε να δεχτούμε το τεκμήριο ότι το όχημα είναι εγγεγραμμένο εφόσον φέρει πινακίδα κυκλοφορίας' πρόκειται πάντως για μαχητό τεκμήριο που καταρρίπτεται αν αποδειχτεί ότι στην πραγματικότητα το όχημα δεν είναι εγγεγραμμένο.

Πάντως η προαναφερθείσα φράση δεν είναι απομονωμένη. Το δεύτερο εδάφιο του ορισμού αναφέρει ότι για τα εν λόγω οχήματα η ασφαλιστική πινακίδα ή άλλο διακριτικό σημείο ανάλογο με την πινακίδα κυκλοφορίας προσδιορίζει το κράτος όπου το όχημα έχει τη συνήθη του στάθμευση. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι σε ποιο κράτος εκδόθηκε η πινακίδα ή το διακριτικό σήμα. Δεν είναι ούτε σκόπιμο ούτε αναγκαίο να ερευνάται περαιτέρω αν έχει ανακληθεί η άδεια χρησιμοποιήσεως της πινακίδας ή του σήματος. Για να χρησιμοποιήσω μια γνωστότατη φράση «The plate's the thing» ( 2 ) αν δε η εκδώσασα αρχή ανακαλέσει την άδεια κυκλοφορίας οφείλει να ανακτήσει την πινακίδα ή το σήμα εφόσον επιθυμεί να μη θεωρείται ότι το όχημα έχει τη συνήθη του στάθμευση στο έδαφος του κράτους όπου εκδόθηκε η πινακίδα κατά την έννοια της οδηγίας.

Στο τρίτο εδάφιο του ορισμού αναφέρεται η έσχατη κατηγορία των οχημάτων για τα οποία δεν απαιτείται ούτε πινακίδα κυκλοφορίας ούτε ασφαλιστική πινακίδα ούτε διακριτικό σήμα. Κατά τη γνώμη μου η ύπαρξη της πινακίδας νοείται εδώ υπό το φως του δευτέρου εδαφίου. Έτσι η πινακίδα κυκλοφορίας εξομοιώνεται με τα άλλα σήματα. Κατά συνέπεια, καίτοι η διατύπωση δεν είναι πολύ επιτυχής, νομίζω ότι το ερώτημα που χρήζει απαντήσεως είναι αν το όχημα φέρει ή όχι πινακίδα κυκλοφορίας ή άλλο διακριτικό σήμα. Αν φέρει κάποιο σήμα, αυτό προσδιορίζει το έδαφος στο οποίο έχει τη συνήθη στάθμευση του, η δε φράση «το έδαφος του κράτους όπου το όχημα είναι εγγεγραμμένο» σημαίνει, κατά την έννοια της οδηγίας, το έδαφος του κράτους στο οποίο εκδόθηκε η πινακίδα κυκλοφορίας που φέρει το όχημα.

Το συμπέρασμα αυτό ισχύει μόνο για την περίπτωση όπου η πινακίδα έχει εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το συγκεκριμένο όχημα στο οποίο έχει τεθεί. Οι άλλες περιπτώσεις που ανέφεραν οι διάδικοι με τα υπομνήματα και κατά τη συζήτηση — όπου λόγου χάριν η φερόμενη πινακίδα αποτελεί παραποίηση ή όπου κάποιος κλέπτης ή άλλο πρόσωπο έχει μεταφέρει τη γνήσια πινακίδα από ένα όχημα σε άλλο για το οποίο δεν ισχύει — εγείρουν προβλήματα διαφορετικά, η επίλυση των οποίων παρέλκει εν προκειμένω.

Για τους λόγους αυτούς φρονώ ότι στο υποβληθέν ερώτημα αρμόζει η ακόλουθη απάντηση :

«Ένα όχημα που φέρει πινακίδα κυκλοφορίας, η οποία έχει χορηγηθεί στο έδαφος του κράτους στο οποίο είναι νομίμως εγγεγραμμένο, έχει συνήθη στάθμευση κατά την έννοια της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ στο έδαφος αυτού του κράτους έστω και αν κατά τον κρίσιμο χρόνο είχε ανακληθεί η άδεια κυκλοφορίας του, ανεξαρτήτως του ότι η ανάκληση της άδειας καθιστά μη έγκυρη την εγγραφή ή προϋποθέτει την ανάκληση της.»


( 1 ) Μετάφραση από τα αγγλικά.

( 2 ) «Hamlet», Πράξη ΙΙ, Σκηνή 2.