ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

PIETER VERLOREN VAN THEMAAT

που αναπτύχθηκαν στις 16 Νοεμβρίου 1983 ( 1 )

Κύριε πρόεορε,

Κύριοι οικαανές,

1. Εισαγωγή

1.1.

Με διάταξη της 1ης Δεκεμβρίου 1982, το Oberlandesgericht του Saarbrücken ζήτησε την έκδοση προδικαστικής απόφασης από το Δικαστήριο επί των εξής ερωτημάτων που αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ:

«1.

Πρέπει το άρθρο 85 της συνθήκης ΕΟΚ να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι πρέπει να θεωρηθεί ως άκυρη συμφωνία περί ετησίας παραδόσεως 40000 τόνων, η οποία εκτείνεται σε 5 χρόνια και κατά την οποία μια επιχείρηση, που έχει την έδρα της στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι μιας επιχειρήσεως, η οποία εδρεύει στη Γαλλία και η οποία ασχολείται με την πώληση τσιμέντου, να μη διαθέτει στα Saarland το τσιμέντο που αγοράζει, σε περίπτωση δε παραδόσεως στην περιοχή της Καρλσρούης να λαμβάνει υπόψη το εργοστάσιο στο οποίο συμμετέχει η γαλλική επιχείρηση στο Wössingen της Γερμανίας, καθώς και να μην αναζητεί νέους πελάτες στην περιοχή αυτή παρά μόνο αφού προηγουμένως συνεννοηθεί με τη γαλλική επιχείρηση;

2.

Σε περίπτωση που η ανωτέρω συμφωνία πρέπει να χαρακτηριστεί ως συμφωνία πλαίσιο και είναι άκυρη κατά το άρθρο 85, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να θεωρηθούν ως άκυρες και οι βάσει της συμβάσεως-πλαισίου επί μέρους συμβάσεις πωλήσεως;

3.

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα πρέπει να ερμηνευτεί το άρθρο 85, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΟΚ υπό την έννοια ότι η ακυρότητα που επιβάλλει είναι τέτοιας φύσεως ώστε να πλήττει και την υλική πράξη μεταβιβάσεως προς εκτέλεση της δεσμευτικής συμβάσεως πωλήσεως υπό την έννοια ότι η προμηθεύτρια, εφόσον προέβη σε παραδόσεις, δεν δύναται να ζητήσει, σύμφωνα με τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού που ισχύουν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως;»

1.2.

Όπως προκύπτει από το συνοδευτικό έγγραφο του προέδρου του πρώτου πολιτικού τμήματος του Oberlandesgericht, αφορμή για την υποβολή των ερωτημάτων υπήρξε ο ισχυρισμός που πρόβαλε κατ' έφεση, προς άμυνα του, ο γερμανός αγοραστής μιας παρτίδας τσιμέντου, 6000 τόνων περίπου, κατά του αιτήματος περί πληρωμής του γάλλου προμηθευτή του τσιμέντου. Η εν λόγω σύμβαση πωλήσεως αποτελούσε μερική εκτέλεση μιας συμβά-σεως-πλαισίου η οποία είχε συναφθεί στις 30 Μαρτίου 1978 για περίοδο πέντε ετών (την οποία τα μέρη ήταν διατεθειμένα να παρατείνουν ενδεχομένως) και κατά την οποία ο γάλλος προμηθευτής αναλάμβανε, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση να παραδώσει, το 1978, στον γερμανό αγοραστή 40000 τόνους τσιμέντου. Αυτή η σύμβαση-πλαίσιο, η οποία στη συνέχεια καταγγέλθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1978, περιείχε διάφορους περιορισμούς πωλήσεως για τον αγοραστή, ιδίως απαγόρευση διαθέσεως του τσιμένου στο Saarland και περιορισμούς των δυνατοτήτων πωλήσεως στην περιοχή της Καρλσρούης. Περιείχε επιπλέον και μια άλλη ρήτρα με την οποία ο αγοραστής χαρακτηριζόταν ως αποκλειστικός εισαγωγέας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, πράγμα που προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι η συμφωνία περιελάμβανε τέλος ρήτρα, σύμφωνα με την οποία οι ποσότητες που θα παραδίνονταν το 1978 προορίζονταν κυρίως για κάλυψη των αναγκών αυτού του ίδιου του αγοραστή.

1.3.

Κατά την προφορική διαδικασία προέκυψε ότι η σύμβαση-πλαίσιο δεν είχε γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή, ούτως ώστε η απάντηση σας στα υποβληδέντα ερωτήματα μπορεί να βασιστεί στο γεγονός της μη γνωστοποιήσεως της εν λόγω συμβάσεως. Δεδομένου ότι η σύμβαση συνήφθη μεταξύ επιχειρήσεων που εδρεύουν σε διαφορετικά κράτη μέλη, δεν ήταν δυνατό, κατ' εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, να εφαρμοστεί υπέρ της επίμαχης σύμβασης το άρθρο 85, παράγραφος 3. Λόγω των επιβληθέντων περιορισμών στις πωλήσεις, η σύμβαση δεν συγκεντρώνει επίσης τις προϋποθέσεις υπαγωγής της στην κατά κατηγορίες εξαίρεση που προβλέπεται για ορισμένες συμφωνίες αποκλειστικής πωλήσεως. Πρέπει επομένως να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα, αποκλειστικά και μόνο υπό το φως του άρθρου 85, παράγραφοι 1 και 2. Τέλος, κατά την προφορική διαδικασία καταφάνηκε ακόμα ότι η σύμβαση δεν καλύπτεται από την ανακοίνωση της Επιτροπής για τις συμφωνίες, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο άρθρο 85, παράγραφος 1, λόγω της μικρής τους σημασίας (PB C 313, 1977). Ο κύκλος εργασιών του πωλητή και, επομένως, κατά μείζονα λόγο ο συνολικός κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων που μετέχουν στη σύμβαση υπερβαίνει, στην πραγματικότητα, σαφώς το ανώτατο όριο που καθορίζεται στην εν λόγω ανακοίνωση. Επιπλέον, σύμφωνα με τα παρασχεθέντα στοιχεία κατά τη συνεδρίαση, οι συνομολογηθείσες πωλήσεις αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ΙΟΟ/ο των συνολικών εξαγωγών τσιμέντου από τη Γαλλία προς τη Γερμανία. Αν και η Επιτροπή κατά την προφορική διαδικασία, ορθώς παρατήρησε ότι η ανακοίνωση αυτή δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για το Δικαστήριο ή τον εθνικό δικαστή, από το περιεχόμενο της σύμβασης σε συνδυασμό με τη θέση του πωλητή στην αγορά μπορεί να συναχθεί ότι η επίμαχη σύμβαση ήταν δυνατό να επηρεάσει αισθητά, το 1978, τις πωλήσεις γαλλικού τσιμέντου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας γενικά, ειδικώτερα δε στο Saarland και την περιοχή της Καρλσρούης. Το πρώτο ερώτημα του παραπέμποντος δικαστηρίου αφορά μόνο τους περιορισμούς του ανταγωνισμού, που αναφέρονται στο τέλος, ως προς το τσιμέντο που προέρχεται από τον γάλλο πωλητή, διάδικο στην κύρια δίκη. Εφόσον, για τους λόγους που ανέφερα, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία για το ότι οι περιορισμοί αυτοί του ανταγωνισμού ενδέχεται να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, δεν είναι απαραίτητο να περιλάβει το Δικαστήριο στην απάντηση του πλήρη κατάλογο των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον έλεγχο του κριτηρίου ως προς τον επηρεασμό, όπως το δέχεται η νομολογία σας. Εντούτοις, για να αποφευχθεί οποιαδήποτε παρανόηση ως προς το θέμα αυτό, θα εξετάσω με συντομία τα κριτήρια, τα οποία ανέφερε σχετικά η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της.

1.4.

Παρατηρώ, τέλος, ότι με όλα τα ερωτήματα του παραπέμποντος δικαστηρίου σαφώς ερωτάται, κατά κύριο λόγο, αν οι απαγορευμένοι περιορισμοί του ανταγωνισμού που περιέχονται αναμφίβολα στη σύμβαση πλαίσιο, καθιστούν άκυρη και την σύμβαση πωλήσεως που αφορά η κύρια δίκη.

2. Πρώτο ερώτημα

Το πρώτο ερώτημα του παραπέμποντος δικαστηρίου περιλαμβάνει πράγματι δύο σαφώς διακεκριμένα μέρη. Αφενός, ο παρα-πέμπων δικαστής ερωτά αν οι περιορισμοί πωλήσεως για τον αγοραστή, όπως αυτοί που περιγράφονται στο ερώτημα, απαγορεύονται από το άρθρο 85. Αφετέρου ερωτά αν ο απαγορευμένος χαρακτήρας των περιορισμών αυτών στις πωλήσεις συνεπάγεται την ακυρότητα ολόκληρης της συμβάσεως ή μόνο των μερών εκείνων που απαγορεύονται από το άρθρο 85, παράγραφος 1. Όπως ήδη ανέφερα, από το αντικείμενο της διαφοράς στην κύρια δίκη προκύπτει ότι δίνεται έμφαση στο δεύτερο ερώτημα.

Καταρχάς παρατηρώ ότι, όσον αφορά το πρώτο μέρος του ερωτήματος, δεν πρέπει να εξεταστεί εδώ το αν μια σύμβαση παραδόσεως εμπορευμάτων που συνάπτεται για ορισμένο αριθμό ετών μπορεί ήδη για το λόγο αυτό να εμπίπτει στο άρθρο 85. Η Επιτροπή, όπως φαίνεται από την απάντηση που έδωσε σε σχετική ερώτηση που τέθηκε κατά την προφορική διαδικασία, έχει την ίδια γνώμη. Αφενός το ερώτημα του παραπέμποντος δικαστηρίου εστιάζεται στους περιορισμούς πωλήσεως που περιέχονται στη σύμβαση πλαίσιο. Αφετέρου η σύμβαση πλαίσιο δεν αποτελεί μόνο σύμβαση παραδόσεως εμπορευμάτων αλλά είναι επίσης σύμβαση αποκλειστικής εισαγωγής.

Δεύτερο, θεωρώ ευκτέο να περιλάβει το Δικαστήριο στην απάντηση του και την υποθετική περίπτωση ότι, σύμφωνα με τις εισαγωγικές παρατηρήσεις μου, δεν χρειάζεται να ληφθεί υπόψη, στην παρούσα υπόθεση, το άρθρο 85, παράγραφος 3.

Κατά τα λοιπά, μπορώ να συμφωνήσω κατ' ουσία με την απάντηση που προτείνει η Επιτροπή, βάσει της νομολογίας που αναφέρει στις γραπτές παρατηρήσεις της.

Θεωρώ επίσης ότι οι ρήτρες των συμβάσεων παραδόσεως εμπορευμάτων, οι οποίες περιορίζουν κατά τον τρόπο που περιέγραψα τις δυνατότητες πωλήσεως για τον αγοραστή, απαγορεύονται, βάσει της νομολογίας αυτής, από το άρθρο 85 στο μέτρο που η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού δεν εφαρμόστηκε και δεν μπορεί πλέον να εφαρμοστεί, λόγω ελλείψεως γνωστοποιήσεως των συμβάσεων που όφειλαν να γνωστοποιηθούν, ενώ οι ρήτρες αυτές είναι, επιπλέον, ικανές να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

Όσον αφορά το αν είναι αισθητό το ενδεχόμενο επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, νομίζω ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η θέση που κατέχει καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη στην αγορά πιθανό να αποτελεί ήδη, αυτή καθεαυτή, αποφασιστικό κριτήριο. Ως προς το θέμα αυτό, η θέση που κατέχει ο αγοραστής στην αγορά καθορίζεται ιδίως από την συμφωνημένη ιδιότητα του ως αποκλειστικού εισαγωγέα και από τις ποσότητες τσιμέντου τις οποίες, κατά τη συμφωνία, μπορεί να αγοράσει. Το άλλο κριτήριο που ανέφερε η Επιτροπή, δηλαδή η ύπαρξη παρόμοιων συμβάσεων με άλλους αγοραστές, έχει πιθανώς σημασία στην παρούσα υπόθεση, σε σχέση με την ιδιότητα του εν λόγω αγοραστή ως αποκλειστικού εισαγωγέα, μόνο στο μέτρο που άλλοι γάλλοι εξαγωγείς εφαρμόζουν παρόμοιους γεωγραφικούς περιορισμούς πωλήσεων, πράγμα που δύσκολα μπορεί να αποδειχθεί κατά την κύρια δίκη. Θα μπορούσε επίσης να ληφθεί υπόψη, ως πρόσθετο κριτήριο, η ενδεχόμενη ύπαρξη οριζοντίων συμβάσεων κατανομής των αγορών, όσον αφορά τις γαλλικές εξαγωγές τσιμέντου προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Όπως έχω ήδη παρατηρήσει, το παρα-πέμπον δικαστήριο, αφού θα έχει αναλύσει τη θέση των συμβαλλομένων μερών στην αγορά, δεν θα χρειάζεται, πιθανώς, πλέον να προβεί στη δύσκολη εξέταση του ζητήματος ως προς το αν συντρέχουν οι όροι των εναλλακτικών αυτών κριτηρίων. Εντούτοις, όπως θα καταστεί φανερό στη συνέχεια, τα εναλλακτικά αυτά κριτήρια έχουν κάποια σημασία για την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα που σας έχει υποβληθεί.

Τέλος, σε σχέση με τη διατύπωση του πρώτου υποβληθέντος ερωτήματος, νομίζω ότι είναι ευκτέο να αποφανθεί ρητώς το Δικαστήριο, με την απάντηση του, επί του δευτέρου μέρους του πρώτου ερωτήματος που ανέφερα προηγουμένως. Για τους λόγους που 9α εκθέσω αμέσως 9εωρώ ότι είναι σωστότερο να μην ασχοληθεί το Δικαστήριο, στην απάντηση του στο δεύτερο ερώτημα, αποκλειστικά με το μέρος αυτό, όπως προτείνει η Επιτροπή. Αντιθέτως, όσον αφορά το περιεχόμενο της απάντησης που πρέπει να δοθεί στο μέρος αυτό του πρώτου ερωτήματος, μπορώ να συμφωνήσω με την άποψη που εξέφρασε η Επιτροπή στο θέμα αυτό. Παραπέμπω σχετικά, και εγώ, στη νομολογία, την οποία ανέφερε σχετικώς η Επιτροπή. Ως προς τη σχετική εθνική νομολογία που υπάρχει ιδίως στη Γερμανία, παραπέμπω στον Mestmäcker, Europäisches Wettbewerbsrecht (1974, σ. 572 μέχρι 574). Όπως και η Επιτροπή, θεωρώ ευκτέο να γίνει ρητή παραπομπή στο εθνικό δίκαιο προς αποφυγή παρανοήσεως.

Βάσει των προσθέτων αυτών παρατηρήσεων ως προς την απάντηση που διατυπώνει η Επιτροπή, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο πρώτο ερώτημα:

«Οι ρήτρες συμβάσεως παραδόσεως εμπορευμάτων που έχει συναφθεί μεταξύ πωλητή με έδρα στη Γαλλία και αγοραστή με έδρα στη Γερμανία, με τις οποίες

υποχρεώνεται ο αγοραστής να χρησιμοποιήσει τα προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης κυρίως για τις δικές του ανάγκες,

απαγορεύεται ο αγοραστής να πωλήσει τα προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης στο Saarland,

υποχρεώνεται ο αγοραστής, σε περίπτωση μεταπώλησης στην περιοχή της Καρλσρούης, να προστατεύει τα συμφέροντα της θυγατρικής εταιρείας της γαλλικής επιχείρησης στο Wössingen και να αναζητεί νέους πελάτες στην περιοχή αυτή μόνο κατόπιν συνεννοήσεως με τη γαλλική επιχείρηση.

απαγορεύονται από το άρθρο 85 και είναι άκυρες στο μέτρο που δεν έχουν γνωστοποιηθεί ούτε έχει εφαρμοστεί σ'αυτές το άρθρο 85, παράγραφος 3, με τη χορήγηση εξαίρεσης κατά κατηγορία και στο μέτρο που, ιδίως λόγω της θέσεως των συμβαλλομένων μερών στην αγορά, είναι ικανές να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Δεδομένου ότι η απαγόρευση δεν καλύπτει τις περιεχόμενες σε τέτοιες συμβάσεις υποχρεώσεις παραδόσεως και αγοράς, οι οποίες δεν έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Κοινής Αγοράς, η ενδεχόμενη ακυρότητα των υποχρεώσεων αυτών πρέπει να κριθεί βάσει του εθνικού δικαίου.»

3. Δεύτερο ερώτημα

Με το δεύτερο ερώτημα, το παραπέμπον δικαστήριο ερωτά αν, σε περίπτωση ακυρότητας της συμβάσεως-πλαισίου, πρέπει να θεωρηθούν επίσης άκυρες και οι επιμέρους συμβάσεις πωλήσεως που συνάπτονται σε εκτέλεση αυτής της συμβάσεως-πλαισίου.

Και το ερώτημα αυτό περιλαμβάνει δύο μέρη. Το πρώτο αφορά το γενικό ερώτημα περί του μέχρι ποίου σημείου η κατά το άρθρο 85, παράγραφος 2, ακυρότητα συμβάσεως, μπορεί να επιφέρει και την ακυρότητα των συμβάσεων που συνάπτονται σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής. Επί του ερωτήματος αυτού δεν υπάρχει ακόμα, από όσο γνωρίζω, σαφής νομολογία. Για το λόγο αυτό ακριβώς, θεωρώ ευκτέο να ασχοληθεί το Δικαστήριο χωριστά με το δεύτερο ερώτημα. Πιστεύω εντούτοις ότι είναι δύσκολο να δοθεί στο εν λόγω ερώτημα γενική απάντηση. Το ερώτημα αυτό μπορεί, παραδείγματος χάρη, να έχει μεγάλη σημασία για την εκτίμηση των επιμέρους καθέτων συμβάσεων που καθορίζουν τιμές μεταπωλήσεως κατ' εφαρμογή σχετικής συλλογικής δεσμεύσεως ή για την εκτίμηση συγκεκριμένων συμβάσεων που συνάπτονται σε εκτέλεση συμφωνίας κατανομής της αγοράς που περιέχει ποσοτικούς περιορισμούς για τις πωλήσεις σε ορισμένες περιοχές. Όσον αφορά, επομένως, την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο γενικό αυτό ερώτημα, πρέπει να περιοριστώ στη διαπίστωση ότι η απάντηση εξαρτάται από την εκάστοτε υπό κρίση περίπτωση και το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται. Έστω και για αυτό και μόνο το λόγο, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την απάντηση που προτείνει η Επιτροπή, με την οποία επιδιώκεται κατά γενικό τρόπο να γίνει δεκτό ότι η ακυρότητα των συμβάσεων που συνάπτονται σε εκτέλεση συμβάσεως-πλαισίου, όπως η προκειμένη, πρέπει να κρίνονται κατά το εθνικό δίκαιο. Δεύτερο, η απάντηση που προτείνει η Επιτροπή δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι οι περιορισμοί στη μεταπώληση που περιέχονται στη σύμβαση-πλαίσιο ισχύουν επίσης και για τις επιμέρους συμβάσεις πωλήσεως. Εντούτοις, έχω τη γνώμη ότι, κατ' αναλογία της νομολογίας του Δικαστηρίου που προσφέρεται για την εκτίμηση της σύμβασης-πλαισίου και που ανέφερε η Επιτροπή, και εδώ επίσης το κύρος αυτής καθεαυτής της συγκεκριμένης συμβάσεως πωλήσεως πρέπει να εκτιμηθεί βάσει του εθνικού δικαίου, στο μέτρο που αφορά αποκλειστικά την εκτέλεση ορισμένων μερών της σύμβασης-πλαισίου, τα οποία δεν θίγονται από το άρθρο 85, παράγραφος 2.

Βάσει των σκέψεων αυτών προτείνω να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο δεύτερο ερώτημα:

«Επιμέρους συμβάσεις πωλήσεως που αφορούν εκτέλεση συμβάσεως-πλαισίου, όπως η προκειμένη, δεν θίγονται από το άρθρο 85, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΟΚ, στο μέτρο που αφορούν την εκτέλεση διατάξεων της συμβάσεως-πλαισίου, οι οποίες δεν θεωρούνται άκυρες βάσει της διατάξεως αυτής. Το ενδεχόμενο ακυρότητας των συμβάσεων αυτών βάσει της σχέσης τους, κατά το αστικό δίκαιο, με τις απαγορευμένες ρήτρες της συμβάσεως-πλαισίου πρέπει να κρίνεται κατά το εθνικό δίκαιο.»

4. Τρίτο ερώτημα

Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, μπορώ κατ' ουσία να συμφωνήσω με την πρόταση της Επιτροπής.

5. Συμπέρασμα

Ανακεφαλαιώνοντας προτείνω να δώσετε τις ακόλουθες απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα:

«1.

Οι ρήτρες συμβάσεως παραδόσεως εμπορευμάτων που έχει συναφθεί μεταξύ πωλητή με έδρα στη Γαλλία και αγοραστή με έδρα στη Γερμανία, με τις οποίες

υποχρεώνεται ο αγοραστής να χρησιμοποιήσει τα προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης κυρίως για τις δικές του ανάγκες,

απαγορεύεται ο αγοραστής να πωλήσει τα προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης στο Saarland,

υποχρεώνεται ο αγοραστής, σε περίπτωση μεταπώλησης στην περιοχή της Καρλσρούης, να προστατεύει τα συμφέροντα της θυγατρικής εταιρείας της γαλλικής επιχείρησης στο Wössingen και να αναζητεί νέους πελάτες στην περιοχή αυτή μόνο κατόπιν συνεννοήσεως με τη γαλλική επιχείρηση,

απαγορεύονται από το άρθρο 85 και είναι άκυρες στο μέτρο που δεν έχουν γνωστοποιηθεί ούτε έχει εφαρμοστεί σ' αυτές το άρθρο 85, παράγραφος 3, με τη χορήγηση εξαίρεσης κατά κατηγορία και στο μέτρο που, ιδίως λόγω της θέσεως των συμβαλλομένων μερών στην αγορά, είναι ικανές να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Δεδομένου ότι η απαγόρευση δεν καλύπτει τις περιεχόμενες σε τέτοιες συμβάσεις υποχρεώσεις παραδόσεως και αγοράς, οι οποίες δεν έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Κοινής Αγοράς, η ενδεχόμενη ακυρότητα των υποχρεώσεων αυτών πρέπει να κριθεί βάσει του εθνικού δικαίου.

2.

Συμβάσεις πωλήσεως που αφορούν εκτέλεση συμβάσεως-πλαισίου όπως η προκειμένη δεν θίγονται από το άρθρο 85, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΟΚ, στο μέτρο που αφορούν την εκτέλεση διατάξεων της συμβάσεως-πλαισίου οι οποίες δεν θεωρούνται άκυρες βάσει της διατάξεως αυτής. Το ενδεχόμενο ακυρότητας των συμβάσεων αυτών βάσει της σχέσης τους, κατά το αστικό δίκαιο, με τους απαγορευμένους όρους της συμβάσεως-πλαισίου πρέκει να κρίνεται κατά το εθνικό δίκαιο.

3.

Οι συνέπειες της ακυρότητας ορισμένων όρων συμβάσεως-πλαισίου σε άλλους τομείς της έννομης σχέσης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, όσον αφορά τις παραδόσεις εμπορευμάτων που πραγματοποιούνται σ' εκτέλεση των διαφόρων μερών της εν λόγω συμβάσεως-πλαισίου που δεν θίγονται από την απαγόρευση που υπάρχει στο άρθρο 85, υπό την έννοια του τρίτου ερωτήματος, πρέπει επίσης να κρίνονται κατά το εθνικό δίκαιο».


( 1 ) Μετάφραση από τα ολλανδικά.