ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

MARCO DARMON

της 5ης Δεκεμβρίου 1984 ( *1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι οικαοτές,

1. 

Με την παρούσα προσφυγή, που στηρίζεται στο άρθρο 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης, η εταιρία Timex Corporation, στο εξής timex, προσβάλλει το άρθρο 1 του κανονισμού 1882/82 της 12ης Ιουλίου 1982, με το οποίο το Συμβούλιο επέβαλε

« οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στα μηχανικά ρολόγια χεριού καταγωγής Σοβιετικής Ένωσης » ( 1 ).

Η προσφεύγουσα είναι ο κυριότερος κοινοτικός κατασκευαστής ρολογιών και μηχανικών ωρολογιακών μηχανισμών, και ο μόνος κατασκευαστής των προϊόντων αυτών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με την προσφυγή της αμφισβητεί τη νομιμότητα της εφαρμογής από το Συμβούλιο του κανονισμού 3017/79 της 20ής Δεκεμβρίου 1979

« περί της άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας » ( 2 ).

Για να κατανοηθούν τα κρίσιμα στοιχεία της διαφοράς, πρέπει να περιγραφεί με συντομία το ιστορικό της.

2. 

Η Timex, θεωρώντας ότι η θέση της στην αγορά και οι πωλήσεις της είχαν υποστεί σημαντική μείωση από την πρακτική ντάμπινγκ που προέκυπτε από τις τεχνητά χαμηλές τιμές των εισαγομένων από τη Σοβιετική Ένωση ρολογιών και μηχανικών ωρολογιακών μηχανισμών, υπέβαλε, τον Απρίλιο 1979, καταγγελία στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: η καταγγελία αυτή απορρίφτηκε γιατί προερχόταν από ένα μόνο κατασκευαστή του Ηνωμένου Βασιλείου. Επανυποβλήθηκε τότε, τον Ιούνιο 1980, από την ενδιαφερόμενη επαγγελματική ένωση ( την British Clock and Watch Manufacturers Association Ltd ), εξ ονόματος βρετανών και γάλλων κατασκευαστών που αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο μέρος της κοινοτικής παραγωγής μηχανικών ρολογιών.

Η διαδικασία αντιντάμπινγκ που κινήθηκε με αφορμή την καταγγελία αυτή οδήγησε την Επιτροπή να θεσπίσει, με τον κανονισμό 84/82 ( 3 ), προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ που επιβάρυνε αποκλειστικά τα μηχανικά ρολόγια χεριού καταγωγής Σοβιετικής Ένωσης. Πράγματι, στους μηχανισμούς ρολογιών δεν επέβαλε κανένα δασμό, θεωρώντας ότι παρά την ύπαρξη

« σημαντικών περιθωρίων ντάμπινγκ, το χαμηλό επίπεδο διεισδύσεως στην αγορά και το αποτέλεσμα των ποσοτικών περιορισμών που ισχύουν στη Γαλλία είναι τέτοια ώστε ούτε προκαλείται σημαντική ζημία ούτε υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί » ( 4 ).

Ο προσωρινός αυτός δασμός παρατάθηκε με τον κανονισμό του Συμβουλίου 1072/82 της 4ης Μαίου 1982 ( 5 ). Ο κανονισμός 1882/82 του Συμβουλίου θέσπισε, στη συνέχεια, οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ, του οποίου το ποσό, που αντιστοιχεί στο διαπιστωθέν περιθώριο ντάμπινγκ, ανέρχεται σε

12,6 % για μη επιχρυσωμένα ρολόγια ή με επένδυση πάχους που δεν υπερβαίνει τα πέντε microns

26,4% για επιχρυσωμένα ρολόγια με πάχος που υπερβαίνει τα πέντε microns ( 6 ).

3. 

Υπενθυμίζεται ότι η θέσπιση μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία της κοινοτικής παραγωγής από τις πρακτικές ντάμπινγκ διέπεται από τον κανονισμό 3017/79, που καθορίζει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ.

Ο κανονισμός αυτός ορίζει κυρίως ότι

« δύναται να υπαχθεί σε δασμό αντιντάμπινγκ κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η διάθεση του στην κατανάλωση εντός της Κοινότητας προξενεί ζημία »

και ότι υπάρχει ντάμπινγκ σε προϊόν όταν

« η τιμή του κατά την εξαγωγή προς την Κοινότητα είναι κατώτερη της κανονικής αξίας ενός ομοειδούς προϊόντος » ( 7 ).

Ακριβώς ο καθορισμός της κανονικής αξίας αποτελεί το υπόβαθρο της προκειμένης διαφοράς « στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία αγοράς». Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, του παραπάνω κανονισμού, η αξία πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να εκτιμάται

« με τρόπο κατάλληλο και μη στερούμενο λογικής βάσει ενός των ακολούθων κριτηρίων:

α)

βάσει της τιμής στην οποία πωλείται πραγματικά ένα ομοειδές προϊόν μιας τρίτης χώρας με οικονομία αγοράς:

i)

για την κατανάλωση στην εσωτερική αγορά αυτής της χώρας,

ή

ii)

σε άλλες χώρες περιλαμβανομένης της Κοινότητας ή

β)

βάσει της κατασκευασμένης [κοστολογηθείσης] αξίας του ομοειδούς προϊόντος σε μια τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς ή

γ)

όταν ούτε οι τιμές ούτε η κατασκευασμένη [ κοστολογηθείσα ] αξία όπως αυτές διαμορφώθηκαν σύμφωνα προς τα σημεία α) ή β) δεν αποτελούν επαρκή βάση, βάσει της πράγματι πληρωθείσης ή και πληρωτέας τιμής εντός της Κοινότητος για το ομοειδές προϊόν που στην ανάγκη θα προσαρμοσθεί δεόντως ώστε να συμπεριλάβει ένα εύλογο περιθώριο κέρδους ».

4. 

Η Timex υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 1882/82 του Συμβουλίου δεν τηρεί ορισμένους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς κανόνες που ορίζει ο κανονισμός 3017/79. Άσκησε, συνεπώς, την προκειμένη προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση του άρθρου 1 του κανονισμού 1882/82 καθόσον

αφενός, το ύψος του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στα ρολόγια είναι ανεπαρκές και

αφετέρου, δεν επιβάλλεται κανένας δασμός αντιντάμπινγκ στους μηχανικούς μηχανισμούς καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως.

Προτού εξεταστούν οι λόγοι που προβάλλει η Timex προς στήριξη της προσφυγής αυτής, πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν ορθώς προβάλλεται η ένσταση απαραδέκτου από τους καθών.

Επί του παραδεκτού

5.

Για το ζήτημα αυτό, το οποίο είχε αρχικά αποτελέσει αντικείμενο διεξοδικής συζήτησης, δόθηκαν έκτοτε νέα διαφωτιστικά στοιχεία, όπως αναφέρεται εξάλλου από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, στις αποφάσεις του Δικαστηρίου FEDIOL ( 8 ) και Allied Corporation ( 9 ), οι οποίες εκδόθηκαν ενώ εκκρεμούσε η παρούσα διαδικασία. Εντούτοις, οι καθών ενέμειναν τυπικά στην προβληθείσα ένσταση: πρέπει, επομένως, να εκθέσω καταρχάς την ουσιαστική συμβολή της νομολογίας αυτής πριν συναγάγω τις επιβαλλόμενες συνέπειες ως προς το παραδεκτό της προσφυγής που μας απασχολεί.

6.

Με τις αρχές που διατυπώνονται στην απόφαση FEDIOL επιβεβαιώνεται ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 3017/79, οι καταγγέλλοντες μπορούν να ζητήσουν από το Δικαστήριο να προβεί σε δικαστικό έλεγχο τόσον ως προς τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό αυτό, όσο και, κατ' ουσία, ως προς το αν υπάρχει ή μη προφανής πλάνη κατά την εκτίμηση ή κατάχρηση εξουσίας ( 10 ). Η λύση αυτή αποτελεί λύση που καθιερώνει αρχή, η οποία συνάγεται από το σύστημα που θεσπίζει ο κανονισμός 3017/79 και από τις γενικές αρχές της Συνθήκης. Ως λύση που καθιερώνει αρχή, ισχύει για όλες τις πράξεις που εκδίδουν τα όργανα στο πλαίσιο των διαδικασιών αντιντάμπινγκ και των διαδικασιών κατά των επιδοτήσεων, και, ιδίως, για τους κανονισμούς που θεσπίζουν δικαιώματα.

Συνεπώς το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως, που άσκησε η προσφεύγουσα κατά του κανονισμού του Συμβουλίου, εξαρτάται μόνο από την τήρηση των όρων που τάσσουν η δεύτερη και η τρίτη παράγραφος του άρθρου 173 της Συνθήκης.

7.

Δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται εδώ η τήρηση της προθεσμίας, απομένει να καθοριστεί αν ο κανονισμός 1882/82 του Συμβουλίου συνιστά απόφαση που έχει εκδοθεί με τη μορφή κανονισμού, και η οποία αφορά την προσφεύγουσα άμεσα και ατομικά.

Το Δικαστήριο υποχρεώθηκε να λάβει απόφαση στο ζήτημα αυτό στο πλαίσιο προσφυγής που είχε ασκηθεί από επιχειρήσεις που είχαν υπαχθεί σε δασμό αντιντάμπινγκ. Θεωρώντας ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ « επιβάλλονται μόνο βάσει διαπιστώσεων που προκύπτουν από έρευνες επί των τιμών παραγωγής και των τιμών εξαγωγής εξατομικευμένων επιχειρήσεων », το Δικαστήριο συνήγαγε ότι για να είναι παραδεκτή η προσφυγή των επιχειρήσεων στα προϊόντα των οποίων έχει επιβληθεί δασμός, αρκεί να « αποδεικνύουν ότι αναφέρονται ειδικώς στις πράξεις της Επιτροπής και του Συμβουλίου ή ότι τις αφορούν οι προπαρασκευαστικές έρευνες » ( 11 ).

8.

Μπορεί η λύση αυτή να εφαρμοστεί στο πρόβλημα που τίθεται όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής της Timex ;

Πρέπει να παρατηρηθεί σχετικά ότι η θέση του καταγγέλλοντος δεν είναι ίδια με τη θέση της επιχείρησης στα προϊόντα της οποίας έχει επιβληθεί δασμός. Πράγματι, ενώ ο κανονισμός που θεσπίζει δασμό αντιντάμπινγκ στρέφεται κατά της πρακτικής των επιχειρήσεων η οποία είναι δυνατό να προσδιοριστεί βάσει του κανονισμού, δεδομένου ότι ο ίδιος αυτός κανονισμός έχει ως αντικείμενο να προστατεύσει, αορίστως, την κοινοτική παραγωγή εν ονόματι των συμφερόντων της Κοινότητας ( 12 ). Υπό την έννοια αυτή, προορίζεται, στη συγκεκριμένη κοινοτική αγορά, να εφαρμοστεί « επί αντικειμενικώς διαμορφωμένων καταστάσεων » και να παραγάγει τα αποτελέσματα του έναντι « κατηγοριών προσώπων που καθορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο » ( 13 ).

Η διαπίστωση όμως αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ένας τέτοιος κανονισμός να αποτελεί, στην πραγματικότητα, απόφαση που να αφορά τον καταγγέλλοντα άμεσα και ατομικά. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει αναμφισβήτητα από τις αιτιολογικές σκέψεις των κανονισμών 84/82 και 1882/82, ο οποίος παραπέμπει στον πρώτο, σύμφωνα με τις οποίες ο δασμός αντιντάμπινγκ επιβλήθηκε βάσει των συνεπειών που είχε το ντάμπινγκ για την προοφείγονοα.

Στον κανονισμό 84/82, η Επιτροπή διευκρινίζει πράγματι ότι αποφάσισε να συγκεντρώσει την προσοχή της στην κατάσταση της επιχείρησης αυτής επειδή

« αντιπροσωπεύει μόνη της σημαντικό τμήμα της συνολικής κοινοτικής παραγωγής μηχανικών ρολογιών, και επειδή οι εξαγωγές προς την Κοινότητα του υπό έρευνα προϊόντος συγκεντρώνονται κυρίως στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί πωλούν πολύ μικρό μόνο τμήμα της παραγωγής τους... » ( 14 ).

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Συμβούλιο, λαμβανομένης υπόψη « της έκτασης της ζημίας που προκαλείται στην Timex από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ » ( 15 ), καθόρισε το ύψος του οριστικού δασμού στο επίπεδο του διαπιστωθέντος περιθωρίου ντάμπινγκ.

Στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι η απειλούμενη κοινοτική παραγωγή συμπίπτει ουσιαστικά με την παραγωγή της Timex, η εξέλιξη της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και η κατάληξη της καθορίστηκαν από την κατάσταση της προσφεύγουσας. Η τελευταία εμφανίζεται ως άμεσα επωφελούμενη από τον κανονισμό που επιδιώκει να θέσει τέλος στην πρακτική, η οποία έπληττε μόνο την προσφεύγουσα. Εξάλλου, ο κανονισμός την αφορά όχι γιατί ανήκει στην αόριστη κατηγορία των παραγωγών του εν λόγω προϊόντος, αλλά

« λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων [ της ] ή μιας κατάστασης που [τη] χαρακτηρίζει έναντι όλων των άλλων προσώπων, και ως εκ τούτου [την] εξατομικεύει κατ' ανάλογο τρόπο με του αποδέκτη » ( 16 ).

Ο κανονισμός 1882/82 πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί όχι ως μέτρο γενικής ισχύος, αλλά ως απόφαση που αφορά άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα. Συνεπώς η προσφυγή της πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

Επί της ουσίας

9.

Υπενθυμίζεται ότι η Timex ζητεί από το Δικαστήριο την ακύρωση του άρθρου 1 του κανονισμού 1882/82 του Συμβουλίου με την αιτιολογία ότι καθορίζει ανεπαρκή οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές ρολογιών σοβιετικής καταγωγής και ότι δεν επιβάλλει δασμό στους ωρολογιακούς μηχανισμούς.

Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί σχετικά ότι το περιθώριο της διακριτικής εξουσίας εκτίμησης που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 3017/79, αφορά κυρίως τον καθορισμό, λαμβανομένων υπόψη των κοινοτικών συμφερόντων, του ύψους των αντισταθμιστικών δασμών ή των δασμών κατά των ενισχύσεων, το οποίο είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση της ζημίας που υφίσταται η κοινοτική παραγωγή. Το Δικαστήριο δεν είναι συνεπώς αρμόδιο να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα της επιβολής των δασμών αντιντάμπινγκ ή των δασμών κατά των ενισχύσεων, a fortiori δε το ύψος των δασμών αυτών. Αντιθέτως, και δεδομένου ότι διακριτική εξουσία δεν σημαίνει αυθαίρετη εξουσία, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να διαπιστώσει, ενδεχομένως, είτε ότι τα όργανα δεν τήρησαν τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει ο κανονισμός, είτε ότι υπέπεσαν σε προφανή πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που τα οδήγησαν στην επιβολή δασμών, είτε ότι δεν άσκησαν την εξουσία τους σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον της Κοινότητας ( 17 ).

Η προκαταρκτική αυτή παρατήρηση με ωθεί να δώσω νέο χαρακτηρισμό στο αίτημα της Timex. Η προσφυγή της, με την οποία δεν επικαλείται κατάχρηση εξουσίας, περιλαμβάνει δύο κατηγορίες λόγων ακύρωσης, από τις οποίες η μία αφορά την τήρηση ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων, η δε άλλη την εκτίμηση ορισμένων πραγματικών στοιχείων. Για να είμαι, εντούτοις, σαφής, θα διακρίνω την περίπτωση των ρολογιών από το ζήτημα των μηχανισμών.

Α — Όσον αφορά τα ρολόγια

10.

Η Timex υποστηρίζει, αφενός, ότι η Επιτροπή παρέβη το δικαίωμα πληροφόρησης που θεσπίζεται με το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α), του κανονισμού 3017/79, και, αφετέρου, αμφισβητεί την εκτίμηση που οδήγησε τα όργανα να επιλέξουν το ΧονγκΚονγκ ως χώρα με οικονομία αγοράς ανάλογης με της Σοβιετικής Ένωσης για τον καθορισμό της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος ( άρθρο 2, παράγραφος 5 ).

1. Το δικαίωμα ελεύθερης πληροφόρησης ( παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο α) )

11.

Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να της ανακοινώσει ορισμένες πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει από επιχειρήσεις του ΧονγκΚονγκ τις οποίες είχε επιλέξει ως επιχειρήσεις αναφοράς. Η Επιτροπή προσέβαλε έτσι το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, το οποίο εξασφαλίζεται με το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α), που προβλέπει ότι

« ο καταγγέλλων... [ μπορεί να λάβει ] γνώση όλων των πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί στην Κοινότητα από τα εμπλεκόμενα στην έρευνα μέρη... »

Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, όταν το ζήτησε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή, από τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει στο ΧονγκΚονγκ από τις επιχειρήσεις αναφοράς για τον καθορισμό της κοστολογηθείσης αξίας του ομοειδούς προϊόντος, δεν διαβίβασε παρά τον κατάλογο των μηχανισμών που είχαν επιλεγεί στη Γαλλία και είχαν θεωρηθεί συγκρίσιμοι με τους σοβιετικούς μηχανισμούς. Εξάλλου, έστειλε στην Timex « έναν κατάλογο, ο οποίος ( χωρίς να αποκαλύπτει κανένα εμπιστευτικό στοιχείο σχετικά με τις τιμές και το κόστος) ανέφερε τις λεπτομέρειες του τρόπου υπολογισμού της κανονικής τιμής ».

α) Επιχειρηματολογία των διαδίκων

12.

Η Timex υποστηρίζει ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να της ανακοινώσει δύο είδη πληροφοριών, αφενός, ως προς τις θήκες μηχανισμού και τους δίσκους των ρολογιών που κατασκευάζονται στο ΧονγκΚονγκ και θεωρούνται ομοειδή με τα σοβιετικά ρολόγια, και, αφετέρου, ως προς τα στοιχεία υπολογισμού της κοστολογηθείσης αξίας, ειδικότερα ως προς την τιμή των αντικειμένων που συναρμολογούνται στο ΧονγκΚονγκ.

Όσον αφορά τις θήκες μηχανισμού και τους δίσκους, η Timex κατηγορεί, στην πραγματικότητα, την Επιτροπή ότι δεν της έστειλε δείγματα, ενώ από την εξωτερική εμφάνιση των ρολογιών του ΧονγκΚονγκ καθορίζεται αν είναι ομοειδή με τα σοβιετικά ρολόγια. Η παράλειψη παροχής οποιασδήποτε σχετικής πληροφορίας κατέστησε αδύνατο για την προσφεύγουσα να προμηθευτεί η ίδια τα κατάλληλα δείγματα.

Τα κοινοτικά όργανα αναφέρουν ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α), το οποίο δεν αφορά παρά μόνο τα « ενδιαφερόμενα πρόσωπα », εξαιρεί, ακριβώς με τον τρόπο αυτό, τις επιχειρήσεις της ανάλογης χώρας· εξάλλου, η διάταξη αυτή υποχρεώνει την Επιτροπή να παράσχει μόνο πληροφορίες και όχι δείγματα· τέλος, για τη θεμελίωση του ομοειδούς χαρακτήρα του προϊόντος, η ανωτέρω διάταξη συσχετίζει τη σημασία των εξαρτημάτων αυτών για το συνολικό κόστος του ρολογιού με τη σημασία της εξωτερικής εμφάνισης.

Όσον αφορά την τιμή των προϊόντων που κατασκευάζονται και συναρμολογούνται στο ΧονγκΚονγκ, η Timex κατηγορεί την Επιτροπή ότι περιορίστηκε να της στείλει κατάλογο χωρίς τιμές. Θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να της αντιτάξει τις διατάξεις του άρθρου 8, που διέπουν την τήρηση εχεμύθειας, διότι η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως απαραίτητο. Η Timex προσθέτει ότι υπήρξαν εξάλλου διάφοροι τρόποι, που επέτρεπαν την ανακοίνωση των πληροφοριών που είχαν συλλέγει από τις επιχειρήσεις του ΧονγκΚονγκ χωρίς να θιγεί ο ενδεχομένως εμπιστευτικός χαρακτήρας τους.

Τα όργανα παρατηρούν ότι, για να μη στερέψουν διαδοχικά οι πηγές πληροφοριών, απαιτείται, κατά τη συνεργασία με επιχειρήσεις τρίτης χώρας, τήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου. Το άρθρο 8 του κανονισμού 3017/79, στο οποίο ρητώς παραπέμπει το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α), εγγυάται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που συλλέγει η Επιτροπή. Αν και συμβιβάζει την πληροφόρηση και το επιχειρηματικό απόρρητο, επιβάλλει εντούτοις αυστηρά την τήρηση της εχεμύθειας αυτής. Όσον αφορά τους εναλλακτικούς τρόπους που επικαλείται η Timex, πρέπει να αναφερθεί ότι η επιχείρηση αυτή δεν υπέβαλε καμία σχετική αίτηση κατά τη διάρκεια της έρευνας· επιπλέον, οι τρόποι που προτείνονται είναι ανεφάρμοστοι, ιδίως λόγω της συμπτώσεως των τιμών των επιχειρήσεων αναφοράς.

β) Ανάλυση

13.

Από τα επιχειρήματα που αντάλλαξαν οι διάδικοι, προκύπτει ότι κανείς δεν αμφισβητεί ότι οι πληροφορίες « που χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή στην έρευνα » είναι « συναφείς προς την υπεράσπιση των συμφερόντων » της καταγγέλλουσας ( 18 ).

Πρέπει να θεωρήσουμε, όπως τα κοινοτικά όργανα, ότι το δικαίωμα ακροάσεως που καθιερώνει το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α), δεν μπορεί να ισχύσει για τις πληροφορίες που παρέχουν οι επιχειρήσεις αναφοράς;

Η υπερβολικά στενή αυτή ερμηνεία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

Πρώτον, αντιβαίνει στον ίδιο το σκοπό του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο α). Πράγματι, οι διατάξεις του άρθρου 7, που πραγματεύεται την έναρξη και διεξαγωγή της έρευνας, παρέχουν το δικαίωμα στην Επιτροπή να διενεργεί απευθείας, ή μέσω των κρατών μελών, έρευνες σε επιχειρήσεις τρίτης χώρας, υπό την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης τους ( 19 ). Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή κατά την έρευνα και να αποτελέσουν το έρεισμα για την απόφαση της σχετικά με τους δασμούς αντιντάμπινγκ. Συνεπώς, δεν είναι νοητό να μην μπορούν, υπό την επιφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους, να ανακοινωθούν τόσο στον καταγγέλλοντα όσο και στις επιχειρήσεις στα προϊόντα των οποίων ενδέχεται να επιβληθεί δασμός ώστε να συζητηθούν, διότι, σε παρόμοια περίπτωση, οι ανωτέρω δεν θα είχαν τη δυνατότητα να υπερασπίσουν κανονικά τα συμφέροντα τους ( 18 ).

Δεύτερον, δύσκολα συμβιβάζεται με το ίδιο το κείμενο του άρθρου 7. Πράγματι, είναι δυνατό να παρατηρηθεί ότι ο κύκλος των ενδιαφερομένων μερών δεν περιορίζεται ρητά με το άρθρο αυτό παρά μόνο για τις μεταγενέστερες φάσεις της έρευνας: έτσι μόνο τα μέρη που « ενδιαφέρονται από το αποτελέσματα διαδικασίας... » μπορούν να εκθέσουν τις απόψεις τους και, επίσης μόνο τα « άμεσα ενδιαφερόμενα » μέρη μπορούν να συναντηθούν για να αντιπαραθέσουν τις θέσεις τους ( 20 ). Ας σημειωθεί, επιπλέον, ότι στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην υπό κρίση περίπτωση συμμετείχε, εκτός από τους αντιπροσώπους της Timex και του κυριοτέρου εισαγωγέα του επίμαχου προϊόντος, και πράκτορας μιας από τις επιχειρήσεις του ΧονγκΚονγκ.

Επομένως, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι, όπως υποστηρίζει η Timex, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση πληροφόρησης που υπέχει δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο α), και, συνεπώς, παρανόμως εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό;

Πρέπει να υπογραμμιστεί σχετικά ότι στην καταγγέλλουσα δεν παρασχέθηκε καμία πληροφορία όσον αφορά τόσο τις θήκες μηχανισμού και τους δίσκους, όσο και την τιμή των διαφόρων εξαρτημάτων των ρολογιών χειρός που συναρμολογούνται στο ΧονγκΚονγκ, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από κανέναν.

Όσον αφορά τις θήκες μηχανισμού και τους δίσκους, αρκεί να σημειωθεί ότι τα κοινοτικά όργανα αναγνωρίζουν ότι η επιλογή του ομοειδούς προϊόντος είχε γίνει βάσει της εξωτερικής εμφάνισης των διαφόρων τύπων ρολογιών που λήφθηκαν υπόψη, χωρίς να δοθεί η δυνατότητα, όχι μόνο στην Timex, αλλά και σε κανέναν ενδιαφερόμενο, να εκθέσει συγκεκριμένα τις απόψεις του ως προς την επιλογή.

Όσον αφορά την τιμή των εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ρολογιών στο ΧονγκΚονγκ, το επιχείρημα που αντλείται από την τήρηση εχεμύθειας, βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του συστήματος που θεσπίζεται με τα άρθρα 7. και 8 του κανονισμού 3017/79. Η τήρηση εχεμύθειας, όσον αφορά τις πληροφορίες που συλλέγει η Επιτροπή, της επιβάλλει την υποχρέωση να ακολουθεί τη μέση οδό μεταξύ των επιταγών που απορρέουν από το δικαίωμα πληροφόρησης και των επιταγών που συνδέονται με το επιχειρηματικό απόρρητο. Αυτό προκύπτει σαφώς από την ίδια τη δομή του άρθρου 8, του οποίου, ναι μεν η παράγραφος 2, στοιχείο α) επιβάλλει στα όργανα και τους υπαλλήλους τους την υποχρέωση να τηρούν επιφυλακτική στάση, αλλά οι παράγραφοι 2, στοιχείο β), 3 και 4 καθιστούν σαφές ότι η Επιτροπή πρέπει να προσπαθεί, κατά τη διάρκεια της έρευνας, να περιορίσει το τμήμα των πληροφοριών που παραμένει απόρρητο στο απολύτως αναγκαίο. Έτσι, το πεδίο εφαρμογής της τήρησης εχεμύθειας δεν καλύπτει παρά την πληροφορία της οποίας « η κοινολόγηση... είναι δυνατό να επιφέρει σημαντικές δυσμενείς συνέπειες γι' αυτόν που την έχει παράσχει ή που ευρίσκεται στην πηγή της πληροφορίας αυτής » ( 21 ). Όσο για την τήρηση εχεμύθειας αυτή καθαυτή, πρέπει να ζηνηΰεί, να αιτιολογηθεί και να αννοδεύεναι« από μια μη εμπιστευτική περίληψη της πληροφορίας ή μια έκθεση των λόγων, για τους οποίους η πληροφορία δεν μπορεί να δοθεί περιληπτικά » ( 22 ). Επιπλέον δε, αν η Επιτροπή θεωρεί ότι το αίτημα για εχεμύθεια όσον αφορά την πληροφορία δεν είναι δικαιολογημένο, είναι δυνατό «η εν λόγω πληροφορία να μη ληφθεί υπόψη » ( 23 ).

Κανένας δεν αμφισβητεί ότι η οικειοθελής συνεργασία των επιχειρήσεων τρίτων χωρών είναι απαραίτητη για τη διεξαγωγή της έρευνας, δεδομένου ότι για να ληφθούν οι αιτούμενες πληροφορίες απαιτείται η σύμφωνη γνώμη τους. Εντούτοις, η συνεργασία αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται στα πλαίσια των κανόνων που διέπουν το δικαίωμα ακρόασης, που αναγνωρίζεται σε όλους τους ενδιαφερόμενους, αλλιώς ο κανονισμός δεν θα απαιτούσε προηγούμενη αίτηση εκ μέρους των επιχειρήσεων αυτών για τήρηση εχεμύθειας. Ας σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, ότι ο κανονισμός 2176/84 του Συμβουλίου, που αντικατέστησε από 1ης Αυγούστου 1984 τον κανονισμό 3017/79, διόρθωσε στο σημείο αυτό τη διατύπωση της παραγράφου 2, στοιχείο α), του άρθρου 8, αναφέροντας « expressis verbis » ότι είναι απαραίτητο να υποβληθεί σχετική αίτηση ( 24 ).

Επομένως, η Επιτροπή, στην υπό κρίση περίπτωση, είχε την υποχρέωση να επιτρέψει στην Timex να λάβει γνώση των πληροφοριών που είχε συλλέξει κατά την έρευνα, ιδίως από τις επιχειρήσεις του ΧονγκΚονγκ, δεδομένου ότι οι τελευταίες δεν είχαν υποβάλει νομίμως καμία αίτηση για τήρηση εχεμύθειας. Δεν μπορούσε να περιοριστεί να αποφασίσει αυτεπαγγέλτως ποιες πληροφορίες ήταν εμπιστευτικές. Η λύση αυτή ήταν ακόμα περισσότερο επιβεβλημένη, καθόσον επρόκειτο για τον καθορισμό της κανονικής τιμής όχι βάσει της τιμής της αγοράς τρίτης χώρας, αλλά βάσει της κοστολογηθείσης αξίας. Στην περίπτωση αυτή, για να μη χάσουν το νόημα τους οι διατάξείί των άρθρων 7 και 8 που αναφέρθηκαν πάν· Επιτροπή είχε ακόμα μεγαλύτερτ υποχρέωση να συμβιβάσει την αρχή της διαφάνειας με το επιχειρηματικό απόρρητο.

Η Timex δεν ήταν έτσι σε θέση να υπερασπίσει ^ κανονικά τα συμφέροντα της, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν της είχε παράσχει τα μέσα για να υποστηρίξει αποτελεσματικά την άποψη της, τόσο ως προς το ομοειδές του προϊόντος, όσο και ως προς τη συναχθείσα κοστολογηθείσα αξία, στοιχεία τα οποία, μαζί με την επιλογή της ανάλογης χώρας, αποτελούν τα θεμελιώδη στοιχεία για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Όμως η αυστηρή τήρηση αυτής της διαδικαστικής εγγύησης εμφανίζεται ως το αντιστάθμισμα του περιθωρίου διακριτικής εκτίμησης που αναγνωρίζεται στα όργανα στο πλαίσιο του κανονισμού 3017/79. Συνεπώς, η παράβαση αυτή αποτελεί, υπό την έννοια του άρθρου 173, πρώτη παράγραφος, παράβαση «ουσιώδους τύπου», η οποία καθιστά άκυρο το άρθρο 1 του κανονισμού του Συμβουλίου που εκδόθηκε βάσει των διατάξεων που είχε θεσπίσει η Επιτροπή με τον κανονισμό 84/82.

2. Η επιλογή του ΧονγκΚονγκ

14.

Με το δεύτερο λόγο ακύρωσης, η προσφεύγουσα θέλει να αποδείξει ότι τα όργανα υπέπεσαν σε προφανή πΑάνη κατά την εκτίμηση της κανονικής αξίας του εν λόγω προϊόντος. Για να εκτιμηθεί το βάσιμο του λόγου ακύρωσης, πρέπει προηγουμένως να υπενθυμίσω συνοπτικά τις εφαρμοστέες διατάξεις και μετά τα ουσιώδη στοιχεία της διαφοράς.

α) Οι εφαρμοστέοι κανόνες

15.

Το περιθώριο ντάμπινγκ, πέρα από το οποίο επιβάλλονται οι δασμοί αντιντάμπινγκ, αντιστοιχεί σε γενικές γραμμές στη διαφορά μεταξύ της τιμής κατά την εξαγωγή του προϊόντος στο οποίο εφαρμόζεται ντάμπινγκ και της τιμής του ομοειδούς προϊόντος που θα ροέκυπτε αν στη χώρα εξαγωγής εφαρμοζόταν κανονικά ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης.

Όταν όμως η χώρα εξαγωγής είναι.χώρα κρατικού εμπορίου, δεν μπορεί να γίνει αναφορά στην τιμή που εφαρμόζεται για το προϊόν στην εσωτερική αγορά, στο μέτρο που η τιμή αυτή δεν προκύπτει από « συνήθεις εμπορικές πράξεις » ( 25 ) αλλά από κρατική απόφαση, η οποία λαμβάνεται όχι μόνο βάσει οικονομικών επιταγών. Επιπλέον, η τιμή εκφράζεται σε μη μετατρέψιμο νόμισμα.

Το άρθρο 2, παράγραφος 5, που προαναφέρθηκε, προέβλεψε λοιπόν, στην περίπτωση αυτή, ότι η Επιτροπή καθορίζει την κανονική αξία « με τρόπο κατάλληλο και μη στερούμενο λογικής» βάσει της τιμής του ομοειδούς προϊόντος που ισχύει σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς. Από την ανάλυση της παραγράφου 5 φαίνεται ότι η Επιτροπή έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη είτε την τιμή στην οποία « πωλείται πραγματικά » το προϊόν στη χώρα αυτή, είτε, ελλείψει αυτής, την « κατασκευασμένη » τιμή ( 26 ), είτε τέλος την πράγματι πληρωθείσα ή και πληρωτέα τιμή εντός της Κοινότητος ».

Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια πρέπει να τοποθετηθεί η επιλογή της Επιτροπής, η οποία αμφισβητείται από την Timex.

β) Επιχειρηματολογία της Timex

16.

Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 84/82 ( 27 ), η Επιτροπή επέλεξε ως βάση για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας την κοστολογηθείσα αξία των ρολογιών χειρός που κατασκευάζονται στο ΧονγκΚονγκ, τα οποία θεωρούνται ομοειδή για τα ρολόγια καταγωγής Σοβιετικής Ένωσης. O υπολογισμός αυτός πραγματοποιήθηκε βάσει της τιμής αγοράς, στο ΧονγκΚονγκ, μηχανισμών που επιλεγμένοι ενδεικτικά εισάγονται από τη Γαλλία, και του κόστους της συναρμολόγησης των ρολογιών στο ΧονγκΚονγκ, στο οποίο προστέθηκε ιδίως το κόστος όσον αφορά τις θήκες μηχανισμού, τους δίσκους και τις ακίδες, επιπλέον δε τα γενικά έξοδα και το κέρδος.

Η διαφωνία των μερών αφορά την επιλογή του ΧονγκΚονγκ ως χώρας αναφοράς, δεδομένου ότι, πράγματι, η Επιτροπή απέκλεισε το άλλο κράτος αναφοράς που πρότεινε η Timex — την Ελβετία — λόγω του ότι ήταν αδύνατο να διεξαχθεί έρευνα επί τόπου.

Η Timex αναφέρει ότι, κατά πάγια πρακτική των οργάνων, αποφασιστική σημασία για τον καθορισμό της χώρας που είναι ανάλογη με τη χώρα κρατικού εμπορίου έχει η ομοιότητα των μεθόδων και των τεχνικών παραγωγής. Η επιλογή του ΧονγκΚονγκ αντιβαίνει στην πρακτική αυτή. Αντίθετα με τη σοβιετική βιομηχανία ρολογιών, η βιομηχανία του ΧονγκΚονγκ δεν διαθέτει πλήρη κύκλο παραγωγής. Οι μηχανισμοί των ρολογιών που συναρμολογούνται στο ΧονγκΚονγκ εισάγονται από τη Γαλλία. Καμιά όμως χώρα δεν συγκεντρώνει τα πλεονεκτήματα προηγμένης τεχνολογίας, όπως της Γαλλίας, και φτηνού εργατικού προσωπικού, όπως του ΧονγκΚονγκ. Πράγματι, αν επρόκειτο για την ίδια χώρα, η αμοιβή του ειδικευμένου εργατικού προσωπικού, που είναι απαραίτητο για την κατασκευή των μηχανισμών, θα επιδρούσε αναγκαστικά στο επίπεδο των μισθών του ανειδίκευτου εργατικού προσωπικού που απαιτείται για τη συναρμολόγηση. Έτσι, η Επιτροπή επινόησε ένα τεχνητό κύκλωμα παραγωγής που δεν μπορεί να υπάρξει σε μία και την αυτή χώρα με οικονομία αγοράς. Τελικά, η βάση υπολογισμού που επέλεξε η Επιτροπή οδηγεί όχι στην κανονική αξία αλλά στη « βέλτιστη » αξία, στο μέτρο που το επίπεδο της καθορίζεται από κόστος αφύσικα χαμηλό. Υπολογίζοντας την κανονική αξία βάσει του κόστους που διαπιστώθηκε σε δύο διαφορετικές χώρες, η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 5, που απαιτούν να γίνεται ο υπολογισμός σε μία μόνο χώρα.

γ) Ανάλυση

17.

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την επιχειρηματολογία αυτή. Νομίζω ότι η επιλογή του ΧονγκΚονγκ εντάσσεται, πράγματι, στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας εκτίμησης που απονέμει στα όργανα ο κανονισμός 3017/79. Υπενθυμίζεται σχετικά ότι όταν η προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας μιας πράξης αμφισβητεί μια τέτοια εξουσία εκτίμησης, το Δικαστήριο δεν ασκεί παρά περιορισμένο δικαστικό έλεγχο. Επομένως, το μόνο ερώτημα που τίθεται είναι αν τα όργανα, επιλέγοντας το ΧονγκΚονγκ ως χώρα αναφοράς, υπέπεσαν σε προφανή πλάνη κατά την εκτίμηση.

Όμως, στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 5, τα όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτίμησης ως προς τα χαρακτηριστικά που μπορούν να λάβουν υπόψη τους για τον καθορισμό της ανάλογης χώρας. Για τον καθορισμό αυτό, τα όργανα στηρίζονται σε κριτήρια που αντλούνται όχι μόνο από τον ομοειόή χαρακτήρα του προϊόντος, ο οποίος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά ακόμα και από το επίπεοο ανάπτυξης, την ανταγωνιστικότητα της αγοράς και τη όομή τι/ς ώαώκασίας παραγωγής της εν λόγω χώρας. Η πρακτική αυτή, που επιτρέπει την εξεύρεση ακριβέστερης αναλογίας, ανταποκρίνεται στην προσπάθεια για « κατάλληλο και μη στερούμενο λογικής » καθορισμό της κανονικής αξίας.

Η Επιτροπή μπορεί επομένως να λάβει υπόψη της πολλαπλά χαρακτηριστικά για να καταλήξει στην επιλογή της ανάλογης χώρας. Επιπλέον, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει η Timex, το κριτήριο που στηρίζεται στη δυνατότητα σύγκρισης των δομών παραγωγής δεν έχει αναγκαστικά αποφασιστική σημασία. Συνεπώς, η επιλογή, στην υπό κρίση περίπτωση, μιας χώρας όπου το κύκλωμα παραγωγής συνδυάζει την εισαγωγή ορισμένων εξαρτημάτων με την επί τόπου συναρμολόγηση τους, δεν συνιστά αυτή καθαυτή προφανή πλάνη κατά την εκτίμηση.

Προς στήριξη της άποψης αυτής μπορεί να προστεθεί ότι η οικονομική πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των εθνικών αγορών και την αναζήτηση χαμηλότερου κόστους, ιδίως όσον αφορά τα εργατικά, και ότι η συνύπαρξη μιας κάποιας προηγμένης τεχνολογίας και φτηνών εργατικών σε μία και την αυτή χώρα με οικονομία αγοράς δεν είναι άγνωστη, όπως μαρτυρεί το παράδειγμα της Ιαπωνίας.

Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή, επιλέγοντας το ΧονγκΚονγκ βάσει του επιπέδου ανάπτυξης του και της ανταγωνιστικότητας της αγοράς του, υπέπεσε σε προφανή πλάνη κατά την εκτίμηση.

Β — Όσον αφορά νους μηχανισμούς ρολογιών

18.

Ο τελευταίος λόγος ακύρωσης που προβάλλει η προσφεύγουσα έχει σχέση με την απουσία, από τον κανονισμό 1882/82 του Συμβουλίου, οποιουδήποτε καθορισμού δασμών αντιντάμπινγκ επί της εισαγωγής μηχανισμών ρολογιών καταγωγής Σοβιετικής Ένωσης.

Αρκεί να σημειωθεί, ως προς το θέμα αυτό, ότι κακώς προβάλλεται ο λόγος αυτός, που αντλείται από έλλειψη αιτιολόγησης. Πράγματι, αφού η Επιτροπή είχε αποκλείσει την επιβολή δασμού στους μηχανισμούς, η σχετική έρευνα έπρεπε να θεωρηθεί λήξασα. Η προσφεύγουσα δεν μπορεί νομίμως να προβάλει κατά του κανονισμού του Συμβουλίου τις επικρίσεις, τις οποίες έπρεπε να είχε προβάλει σε ευθετότερο χρόνο κατά του προσωρινού κανονισμού της Επιτροπής. Ο λόγος αυτός, όπως και ο προηγούμενος, δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

Έκταση της ακύρωσης

19.

Κατά συνέπεια, έστω και αν δεν συντρέχει προφανής πλάνη, το Δικαστήριο πρέπει να ακυρώσει το άρθρο 1 του κανονισμού 1882/82 του Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 173, πρώτη παράγραφος, της Συνθήκης, για παράβαση ουσιώδους τύπου.

Στην περίπτωση αυτή, πάντως, η απλή και ανεπιφύλακτη ακύρωση της αμφισβητούμενης πράξης δεν είναι ικανοποιητική. Από την άποψη της ασφάλειας του δικαίου, μια τέτοια λύση θα στρεφόταν, στην πραγματικότητα, κατά του συμφέροντος τόσο της Κοινότητας, όσο και της προσφεύγουσας. Θα δημιουργούσε μια λύση διαρκείας, η οποία δεν θα μπορούσε να διορθωθεί με νέο κανονισμό, αφού ο τελευταίος αυτός δεν θα μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ.

Οι διατάξεις του άρθρου 174, παράγραφος 2, της Συνθήκης σας παρέχουν το μέσο για να παρακάμψει το Δικαστήριο το μειονέκτημα αυτό υποδεικνύοντας « εκείνα τα αποτελέσματα του ακυρωθέντος κανονισμού που θεωρούνται ότι διατηρούν την ισχύ τους ». Καταφεύγοντας στη διάταξη αυτή επιτρέπεται η διατήρηση του δασμού αντιντάμπινγκ που προβλέπεται από την ακυρωθείσα πράξη, μέχρις ότου το όργανο από το οποίο προέρχεται η πράξη λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 176, πρώτη παράγραφος, « τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου ».

20.

Προτείνω κατά συνέπεια:

1)

Να αναγνωριστεί ως άκυρο το άρθρο 1 του κανονισμού 1882/82 του Συμβουλίου της 12ης Ιουλίου 1982.

2)

Να διατηρηθούν τα αποτελέσματα του μέχρις ότου το αρμόδιο όργανο λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου.

3)

Να επιβαρυνθούν τα κοινοτικά όργανα με τα έξοδα της προκειμένης διαδικασίας.


( *1 ) Μετάφραση απο τα γαλλικά.

( 1 ) EE L 207 της 15.7. 1982, σ. 1.

( 2 ) ΕΕ ειδ. έκδ. 11/017, σ. 67.

( 3 ) EE L 11 τΐ]ς 16. 1. 1982, σ. 14.

( 4 ) Κανονισμός 84/82, αιτιολογική σκέψη 31.

( 5 ) EE L 125 της 7. 5. 1982, σ. 1.

( 6 ) Παραπάνω κανονισμός 1882/82, άρθρο 1, παράγραφος 2.

( 7 ) 'Αρθρο 2, Α, παράγραφοι 1 και 2.

( 8 ) Υπόθεση 191/82, FEDIOL, της 4ης Οκτωβρίου 1983.

( 9 ) Υποθέσεις 239 και 275/82, Allied Corporation, της 21ης Φεβρουαρίου 1984.

( 10 ) Υπόθεση 191/82 rail προαναφέρθηκε, σκέψεις 28 μέχρι 30.

( 11 ) Υπόθεσης 239 Krti 275 82 που προαναφέρθηκαν, σκέψεις 11 και 12.

( 12 ) 'Αρθρο 4, παράγραφος 1. και άρθρο II. παράγραφος 1, του κανονισμου 301779.

( 13 ) Υπόθεση 307/81, Alusuisse Συλλογή 1982. σ. 3463, σκέψη 9.

( 14 ) Κανονισμός 84/82, αιτιολογική σκέψη 22, και κανονισμός 1882/82, αιτιολογική σκέψη 12.

( 15 ) Κανονισμός 1882/82, τελευταία αιτιολογική σκέψη.

( 16 ) Υπόθεση 25/62, Plaumann, Rec. 1963, σ. 223).

( 17 ) Προαναφερθείσα απόφαση FEDIOL, σκέψεις 26, 29 και 30.

( 18 ) 'Αρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α).

( 19 ) 'Αρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο β) και παράγραφος 3, στοιχείο α).

( 20 ) Άρθρο 7, παράγραφοι 5 και 6. Η υπογράμμιση γίνεται από μένα.

( 21 ) Άρθρο 8, παράγραφος 3.

( 22 ) Άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο ρ.

( 23 ) Άρθρο 8, παράγραφος 4.

( 24 ) Κανονισμός ( ΕΟΚ) της 23ης Ιουλίου 1984 ( ΕΕ L 201 της 30.7.1984, σ. 1 ).

( 25 ) 'Αρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο α) tou κανονισμού 3017/79.

( 26 ) Κόστος των υλικών και της κατασκευής, επί συνήθων εμπορικών πράξεων, και, επιπλέον, κέρδη και γενικά έξοδα ( βλ. άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β) ιι) του κανονισμού 3017/79).

( 27 ) Αιτιολογική σκέψη 12.