ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΎ ΕΊΣΑΓΓΕΛΈΩΣ
SIR GORDON SLYNN
ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤΊΣ 11 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 1982 ( 1 )
Κύριε πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
Ἡ παροῦσα υπόθεση άφορα προσφυγή γιά την καταβολή ενός μισθοῦ, τήν ὁποία ἤσκησε ὁ Evens κατά τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου. Ό προσφεύγων ζητεί τόν μισθό αυτόν ὡς μέρος τῆς ἀποζημιώσεως ἐπανεγκαταστάσεως πού δικαιοῦται, ὁπως ισχυρίζεται, καί πού δέν έχει ἀκόμη εἰσπράξει.
Τό ἀπό πλευρᾶς νομικῶν καί πραγματικών περιστατικῶν πλαίσιο στό όποιο ἀνέκυψε ή ἀπαίτηση αυτή δύναται νά ἀναφερθεί ἐν συντομία.
Τό άρθρο 71 τοῦ Ισχύοντος κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως τῶν υπαλλήλων ὁρίζει ὅτι ὁ υπάλληλος δικαιούται, ὅπως προβλέπεται στό παράρτημα VΙΙ, ἐπιστροφής τῶν εξόδων στά όποια ὑπεβλήθη, inter alia, λόγω τῆς ἀναλήψεως τῶν καθηκόντων του καί τῆς εξόδου του ἀπό τήν υπηρεσία. Τό παράρτημα VΙΙ έχει τίτλο «Κανόνες σχετικοί μέ τίς ἀποδοχές καί μέ τίς επιστροφές εξόδων» καί τό τμήμα 3 ἀναφέρεται στήν επιστροφή τῶν εξόδων. Στό τμῆμα αὐτό, προβλέπεται, πρῶτον, ἀποζημίωση εγκαταστάσεως, στό άρθρο 5, τό ὁποῖο παρέχει στον υπάλληλο δικαίωμα ἀποζημιώσεως ἴσης πρός τόν βασικό μισθό δύο μηνῶν, ἄν πρόκειται περί υπαλλήλου πού δικαιοῦται οικογενειακοί) επιδόματος ἀρχηγοί) οἰκογενείας ἡ πρός τόν βασικό μισθό ενός μηνός στίς άλλες περιπτώσεις. Ή ἀποζημίωση αύτη καταβάλλεται στόν μόνιμο υπάλληλο πού πληροί τους ὅρους γιά τήν χορήγηση τοῦ ἐπιδόματος εκπατρισμοί) ἡ ἀποδεικνύει ὅτι ὑπεχρεώθη νά ἀλλάξει τόπο διαμονής γιά νά ἀνταποκριθεί στίς υποχρεώσεις τοῦ ἄρθρου 20 τοῦ κανονισμοί) ὑπηρεσιακής καταστάσεως.
Κατά τήν παράγραφο 3 τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, ή ἀποζημίωση εγκαταστάσεως καταβάλλεται κατόπιν υποβολῆς έγγραφων πού ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ υπάλληλος, μαζί μέ τήν οικογένεια του, ἄν δικαιούται οἰκογενειακοῦ επιδόματος, έχει εγκατασταθεῖ στον τόπο υπηρεσίας του. Ή παράγραφος 4 τοῦ ἄρθρου 5 ὁρίζει ὅτι ὁ υπάλληλος πού δικαιούται οἰκογενειακοῦ ἐπιδόματος, ἀλλα δέν έχει εγκατασταθεί μέ την οἰκογένειά του στόν τόπο υπηρεσίας του, λαμβάνει μόνο τό ήμισυ τῆς ἀποζημιώσεως πού άλλως θά ἐδικαιοῦτο. Ἐν συνεχεία, ἡ διάταξη ὁρίζει ὅτι ἄν ἡ οἰκογένειά του εγκατασταθεί στόν τόπο υπηρεσίας τοῦ υπαλλήλου τοῦ καταβάλλεται τό υπόλοιπο ήμισυ τῆς ἀποζημιώσεως εγκαταστάσεως.
Τό Β μέρος τοῦ τμήματος 3 έχει τίτλο «Ἀποζημίωση ἐγκαταστάσεως» καί ὁρίζει στό άρθρο 6, παράγραφος 1, ὅτι ὁ μόνιμος υπάλληλος πού πληροί τίς προϋποθέσεις τοῦ άρθρου 5, παράγραφος 1, δικαιοῦται, κατά τήν ἔξοδό του ἀπό τήν υπηρεσία, ἀποζημιώσεως ἐπανεγκαταστάσεως ἴσης πρός τόν βασικό μισθό του δύο μηνῶν, ἄν πρόκειται περί υπαλλήλου ἀρχηγοῦ οἰκογενείας, ἡ ἴσης πρός τόν βασικό μισθό ἑνός μηνός, στίς άλλες περιπτώσεις, ὑπό τόν ὅρο νά έχει συμπληρώσει τέσσερα έτη υπηρεσίας.
Μέ τήν παράγραφο 4 τοῦ ἄρθρου 6 ὁρίζεται ὅτι ἡ ἀποζημίωση ἐπανεγκαταστάσεως καταβάλλεται έναντι ἀποδείξεως ὅτι ὁ υπάλληλος καί ἡ οἰκογένειά του ή, σέ περίπτωση θανάτου τοῦ υπαλλήλου, μόνη ή οἰκογένειά του, έχει ἐπανεγκατασταθεῖ σέ τόπο ὁ ὁποῖος ἀπέχει τουλάχιστον 70 χλμ. ἀπό τόν τόπο ὅπού ὑπηρετοῦσε ὁ υπάλληλος.
Στην παροῦσα υπόθεση ὁ προσφεύγων άρχισε νά εργάζεται ως υπάλληλος τῆς ΕΚΑΧ στό Λουξεμβοῦργο τό 1953 καί εἰσέπραξε ἀποζημίωση εγκαταστάσεως δυνάμει τοῦ κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων πού ίσχυε τότε. Τό 1967 μετετέθη στίς Βρυξέλλες καί, μαζί μέ τήν οἰκογένειά του, ἐγκατεστάθη στην Λιέγη. Μέ τήν ευκαιρία αυτή εἰσέπραξε ἀποζημίωση εγκαταστάσεως, σύμφωνα μέ τό άρθρο 5 τοῦ παραρτήματος VΙΙ τοῦ κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Τό 1978 μετετάγη στό Ἐλεγκτικό Συνέδριο στό Λουξεμβοῦργο. Ό ίδιος ἐγκατεστάθη στό Λουξεμβούργο, ἀλλά ἡ οἰκογένειά του παρέμεινε στην Λιέγη καί, μέ τήν ευκαιρία αυτή, σύμφωνα μέ τό άρθρο 5, παράγραφος 4, τοῦ κατεβλήθη μόνο τό ήμισυ τῆς ἀποζημιώσεως, ήτοι μισθός ενός μηνός. Καθ' ὅλο τό διάστημα ἀπό τοῦ 1978, έζησε στό Λουξεμβοῦργο, ἐνῶ ἡ οἰκογένειά του παρέμεινε στην Λιέγη.
Τήν 1η Ίουνίου 1981 ἐσυνταξιοδοτήθη καί επέστρεψε στην Λιέγη γιά νά ζήσει μέ τήν οἰκογένειά του. Μέ επιστολή τῆς 3ης Ίουνίου ἐζήτησε νά τοῦ χορηγηθεί ἀποζημίωση ἐπανεγκαταστάσεως, ἴση πρός τό ποσό πού ὠφείλετο δυνάμει «τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως τῶν υπαλλήλων τῆς ΕΚΑΧ, ΕΟΚ καί ΕΚΑΕ». Μέ τήν ἀπάντηση του τό Ἐλεγκτικό Συνέδριο τόν ἐπληροφόρησε ὅτι ἡ ἀπαίτηση αυτή βάσει τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως τῆς ΕΚΑΧ θά τοῦ ἀπέφερε λιγότερα χρήματα ἀπ' ὅ,τι ἡ ἀπαίτηση δυνάμει τοῦ Ισχύοντος κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως καί, επομένως, θά τοῦ κατεβάλλετο ὡς ἀποζημίωση ἐπανεγκαταστάσεως βασικός μισθός ενός μηνός. Μέ τήν ἀπό 18ης Αυγούστου ἐπιστολή του υπέβαλε ένσταση κατά τῆς ἀποφάσεως αυτής, ἰσχυρισθείς ὅτι ἐδικαιοῦτο ως ἀποζημίωση ἐπανεγκαταστάσεως μισθό δύο μηνών. Ή ένσταση αυτή ἀπερρίφθη ἀπό τό Ἐλεγκτικό Συνέδριο στίς 3 Δεκεμβρίου καί ὁ Evens ἤσκησε προσφυγή ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου στίς 25 Φεβρουαρίου.
Σέ μιά φάση, ὅπως έχω ήδη ἀναφέρει, ὁ προσφεύγων ἰσχυρίζετο ὅτι έπρεπε νά τοῦ καταβληθεῖ ἀποζημίωση δυνάμει τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως τῆς ΕΚΑΧ. Ἔχει ήδη κριθεί μέ τήν υπόθεση 10/74, Becker κατά Ἐπιτροπῆς (1974) ECR σ. 867, ὅπως, νομίζω, ὀρθά Ισχυρίζεται ὁ πληρεξούσιος τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου, ὅτι οἱ διατάξεις τοῦ ἄρθρου 99, ὅπως ίσχυε τό 1962, τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως τῶν υπαλλήλων ΕΚΑΧ δέν ὥριζε τίποτε περισσότερο ἀπό τό νά διατηρήσει γιά τόν υπάλληλο τό δικαίωμα νά ἀπαιτήσει ἀποζημίωση δυνάμει τοῦ προηγουμένου κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως ὔν, βάσει τῶν νέων διατάξεων, εισέπραττε λιγότερα. Στην παροῦσα περίπτωση εἶναι ἐντελώς σαφές ὅτι ὁ προσφεύγων θά ελάμβανε περισσότερα βάσει τοῦ Ισχύοντος κανονισμοί) καί, ὡς ἐκ τούτου, δέν φαίνεται ὅτι ὁ κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως τῆς ΕΚΑΧ ἀσκεί οιαδήποτε επιρροή στην προσφυγή, έκτος κατά τό μέτρο πού λαμβάνεται ὑπ' ὄψη γιά τήν ερμηνεία τοῦ ισχύοντος κανονισμοῦ.
Ό προσφεύγων ἐτόνισε ὅτι ἀπό τό άρθρο 6 τοῦ παραρτήματος VII λείπει κάτι ἀντίστοιχο πρός τήν παράγραφο 4 τοῦ άρθρου 5. Ἐξ άλλου, ὑπεστηρίχθη ὅτι εἶναι τόσο προφανές ὅτι, ἄν βάσει τοῦ ἄρθρου 5, παράγραφος 4, καταβάλλεται μόνο τό ήμισυ της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως σέ υπάλληλο, τοῦ ὁποίου ἡ οἰκογένεια δέν ἔχει εγκατασταθεί μαζί του, πρέπει καί ή ἀποζημίωση ἐπανεγκαταστάσεως νά εἶναι ημίσεια γιά τόν ὑπάλληλο πού ἡ οικογένεια του δέν επιστρέφει γιά νά ἐπανεγκατα-σταθεῖ μαζί του μετά τήν έξοδο του ἀπό τήν υπηρεσία καί, επομένως, υποστηρίζεται ὅτι ὁ συντάκτης τοῦ κανονισμοί) δέν ἐθεώρησε ἀναγκαίο νά περιλάβει οιαδήποτε σχετική διάταξη στό άρθρο 6. Ἐλπίζω ὅτι αυτό δέν ἀποτελοῦσε τήν πραγματική σκέψη τοῦ συντάκτου. Δέν εἶναι σαφῶς βάσιμος ὁ Ισχυρισμός ὅτι τό ζήτημα είναι τόσο προφανές, ώστε δέν ήταν αναγκαία σχετική διάταξη στό άρθρο 6. Ἀντιθέτως, είναι βάσιμο τό ἀντίθετο επιχείρημα ὅτι, ἄν ἡ μείωση τῆς ἀποζημιώσεως παραλείπεται στό άρθρο 6, ἐνῶ περιλαμβάνεται στό άρθρο 5, ἡ παράλειψη αυτή τοῦ ἄρθρου 6 είναι ηθελημένη.
Τέλος, πάντως, τό ζήτημα εἶναι κατά πόσον ὁ προσφεύγων δύναται νά ἀποδείξει ὅτι πληροί τίς προϋποθέσεις τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 6. Κατά τό άρθρο 6, παράγραφος 1, ὁ προσφεύγων δικαιοῦται ἀποζημιώσεως ἴσης πρός δύο μισθούς ἄν πληροί τίς προϋποθέσεις τοῦ ἄρθρου 5, παράγραφος 1, καί τίς πληροῖ ἄν δικαιοῦται οἰκογενειακοῦ επιδόματος, πού σαφώς δικαιοῦται καί ἄν έχει συμπληρώσει τέσσερα έτη υπηρεσίας, πού πράγματι έχει συμπληρώσει. Βάσει τῆς παραγράφου 1, φαίνεται ὅτι ἔχει ἀπόλυτο δικαίωμα γιά ἀποζημίωση δύο μισθών. Πάντως, ἡ παράγραφος 1 τοῦ ἄρθρου 6 πρέπει νά συνδυασθεί μέ τήν παράγραφο 4 τοῦ ίδιου άρθρου. Ἀπό τήν τελευταία παράγραφο καθίσταται σαφές ὅτι ὁ υπάλληλος δύναται νά επικαλεσθεί τό δικαίωμα πού τοῦ παρέχει τό άρθρο 6, παράγραφος 1, μόνον ἄν παράσχει ἀπόδειξη ὅτι ὁ ίδιος καί ή οικογένειά του ἔχουν ἐπανεγκατασταθεῖ σέ τόπο, ὁ όποιος ἀπέχει τουλάχιστον 70 χιλιόμετρα ἀπό τόν τόπο ὅπου υπηρετούσε. Ή διατύπωση εἶναι σαφής, δηλαδή ὅτι ὁ ὑπάλληλος «καί ἡ οικογένεια ... έχουν ἐπανεγκατασταθεῖ». Ή διατύπωση αυτή δέν σημαίνει, ὅπως φαίνεται νά ισχυρίζεται ὁ προσφεύγων, ὅτι ἀρκεῖ ὅτι ὁ ὑπάλληλος ἐπανεγκαθίσταται μέ τήν οικογένειά του, ὑπό τήν έννοια ὅτι επανέρχεται στόν τόπο ὅπου εἶναι εγκατεστημένη ἡ οικογένειά του. Κατά τήν άποψη μου, γιά νά πληρούνται οἱ προϋποθέσεις τοῦ ἄρθρου 6, παράγραφος 4, πρέπει νά ἐπανεγκαθί-στανται καί οἱ δύο.
Ό προσφεύγων στην παροῦσα υπόθεση δέν δύναται νά ἀποδείξει ὅτι καί οἱ δύο έχουν ἐπανεγκατασταθεῖ, καθ' ὅσον εἶναι σαφές ὅτι ἡ οἰκογένειά του παρέμενε στην Λιέγη καθ' ὅλο τό διάστημα τῆς υπηρεσίας του.
Ό πληρεξούσιος τοῦ προσφεύγοντος ἐπεδίωξε νά στηρίξει στίς διατάξεις τοῦ κανο-νισμοῦ υπηρεσιακῆς καταστάσεως τῶν υπαλλήλων τῆς ΕΚΑΧ, ὄχι τόσο μία ξεχωριστή ἀπαίτηση, άλλά νά ἀποδείξει ὅτι ουδέποτε ὑπῆρξε διάταξη πού νά μειώνει στό ήμισυ τήν ἀποζημίωση ἐπανεγκαταστάσεως ὅταν ὁ υπάλληλος, μολονότι δικαιοῦται οἰκογενειακοῦ επιδόματος, πρέπει νά ἐπανεγκατασταθεῖ άλλά σέ διαφορετικό μέρος, ἀπ' ὅπου εὑρίσκεται ήδη ἡ οἰκογένειά του. Ἀναφέρεται επίσης στό γεγονός ὅτι στό άρθρο 12 τοῦ κανονισμού ὑπηρεσιακῆς καταστάσεως τῆς ΕΚΑΧ, ὅπως ἴσχυε τό 1956, ἡ χορήγηση τῆς ἀποζημιώσεως ἐπανεγκαταστάσεως συνεδέετο μέ τήν χορήγηση ἀποζημιώσεως εγκαταστάσεως καί, ὅπως τό ἀντιλαμβάνομαι, τό ἐπιχείρημα συνίσταται στό ὅτι, άπαξ καί ὁ υπάλληλος δικαιοῦται ἀποζημιώσεως ἐγκαταστάσεως, πρέπει νά δικαιοῦται πλήρους ἀποζημιώσεως ἴσης πρός δύο μισθούς πού προβλέπεται γιά τήν ἐπανεγκατάσταση.
Δέν νομίζω ὅτι οἱ ἐν λόγω ἀναφορές στην προηγουμένη νομοθεσία συμβάλλουν στην ἑρμηνεία αὐτοῦ πού θεωρῶ ὅτι εἶναι σαφώς διατυπωμένο.
Δέν εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαίο στην παρούσα περίπτωση νά κριθεί κατά πόσον ὁ προσφεύγων δικαιοῦται ἀποζημιώσεως ἴσης πρός τόν βασικό μισθό ἑνός μηνός, ἡ ὁποία τοῦ ἔχει ήδη καταβληθεί. Ἐπ' αὐτοῦ δέν τίθεται ζήτημα, μολονότι ὁ πληρεξούσιος τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου ἰσχυρίσθη ὅτι τό λογικό συμπέρασμα ἑνός ἀπό τά επιχειρήματα πού προέβαλε ὁ προσφεύγων είναι ὅτι δέν δικαιοῦται καμιάς ἀποζημιώσεως. Ἀν εἶχαν έτσι τά πράγματα, θά ἠδύ-νατο νά δημιουργηθεί ἀμφιβολία ὡς πρός τό επικουρικό αίτημα πού προβάλλει τό Ἐλεγκτικό Συνέδριο.
Συνεπῶς, ἐν συντομία, θά παρατηρήσω τά έξης: Καμιά διάταξη τοῦ παραρτήματος VΙΙ δέν παρέχει ρητώς στον προσφεύγοντα τό δικαίωμα οἱασδήποτε ἀποζημιώσεως, έκτός ἄν ὁ ίδιος καί ἡ οἰκογένειά του ἐπανεγκα-τασταθοῦν. Είναι ἀπόλυτα σαφές ὅτι, βάσει μόνο τοῦ ἄρθρου 71, ὁ προσφεύγων δέν δικαιοῦται καμιάς επιστροφῆς ἐξόδων, ἐφ' ὅσον τό δικαίωμα αυτό παρέχεται ὑπό τήν επιφύλαξη τῶν «προϋποθέσεων πού καθορίζονται στό παράρτημα VΙΙ». Τό έσχατο επιχείρημα πού δύναται νά προβληθεί εἶναι ὅτι τό άρθρο 71 τοῦ παρέχει τό δικαίωμα επιστροφής τῶν εξόδων, στά ὁποία έχει πράγματι υποβληθεί, ἀλλα αυτό θά ήταν ἀντίθετο πρός εκείνο πού κατά τήν γνώμη μου συνομολογείται μεταξύ τῶν διαδίκων, ἐφ' ὅσον γίνεται δεκτό ὅτι σκοπίμως καταβάλλεται ένα ἐφ' ἅπαξ ποσό, γιά νά καλύψει τά έξοδα πού κατ' ἀνάγκη δημιουργοῦνται, τά όποια ὅμως εἶναι δύσκολο νά ὑπολογισθοῦν, εἶναι δέ δαπανηρό καί δυσχερές γιά τήν διοίκηση νά τά εξακριβώσει, ὁπότε δέν έχει καμιά πρόβλεψη γιά τή διερεύνηση τῶν πραγματικών εξόδων.
Προβάλλεται τό επιχείρημα ὅτι ὁ έγγαμος υπάλληλος πού ζει μόνος στον τόπο υπηρεσίας του καί ἐπιστρέφει στον τόπο κατοικίας τῆς οἰκογενείας του δέν υπόκειται σέ έξοδα τοῦ είδους πού πρόκειται νά καλυφθούν καί στά ὁποῖα έχω μόλις ἀναφερθεί. Τά μόνα έξοδα του εἶναι τά τῆς μεταφορᾶς τῶν προσωπικών του εἰδῶν ἀπό τό ἕνα σπίτι στό άλλο καί ὄχι ἡ εγκατάσταση μιας νέας κατοικίας. Ἄν αυτό εἶναι ὀρθό, ὁ Evens δέν δικαιοῦται καμιάς ἀποζημιώσεως, καθ' ὅσον δέν πληροί τίς προϋποθέσεις τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 6, παράγραφος 4.
Δέν νομίζω ὅτι αυτός ήταν ὁ επιδιωκόμενος σκοπός. Θεωρώ ὅτι υφίσταται κενό στην σύνταξη τοῦ κανονισμοῦ, ὅπως υφίσταται καί στην περίπτωση υπαλλήλου πού εγκαθίσταται μέ τήν οἰκογένειά του στον τόπο τῆς νέας υπηρεσίας του, άλλά, κατά τήν ἀποχώρηση του ἀπό τήν υπηρεσία, χωρίζει ἀπό τήν οἰκογένειά του, ἡ ὁποία παραμένει ἐκεῖ πού είναι, ἐνῶ αυτός μετακομίζει ὁπουδήποτε άλλοῦ. Θεωρώ ὅτι στην παροῦσα υπόθεση, γιά νά λειτουργήσει τό σύστημα ἀποζημιώσεως ἐπα-νεγκαταστάσεως καί γιά νά λειτουργήσει δίκαια, θά πρέπει κατ' ἀνάγκη στό άρθρο 6, παράγραφος 4, νά εννοηθεί μιά διάταξη, ὅτι υπάλληλος τοῦ ὁποίου ἡ οἰκογένειά δέν έχει εγκατασταθεί μαζί του (καί ὁ όποιος, πάντως, λαμβάνει ἀποζημίωση ίση πρός ένα μόνο μισθό βάσει τοῦ ἄρθρου 5, παράγραφος 4, ὅταν τό πρώτον εγκαθίσταται στόν τόπο τῆς νέας του υπηρεσίας), δικαιοῦται τό ήμισυ τῆς ἀποζημιώσεως, δηλαδή μισθό ἑνός μηνός, κατά τήν ἐπανεγκατάστασή του, ὑπό τήν επιφύλαξη ὅτι προσκομίζει τήν ἀναγκαία ἀπόδειξη.
Ἑπομένως, μολονότι δέν εἶναι ἀναγκαίο νά κριθεί τό σημείο αυτό, θεωρῶ ὅτι τό Ἐλεγκτικό Συνέδριο κατέληξε στό σωστό συμπέρασμα καί ὅτι, ἐν πάση περιπτώσει, πρέπει: α) ἡ προσφυγή νά ἀπορριφθεί, δεδομένου ὅτι ὁ προσφεύγων δέν πληροί τίς προϋποθέσεις τοῦ ἄρθρου 6, παράγραφος 4, καί 6) κάθε διάδικος, σύμφωνα μέ τό άρθρο 70 τοῦ κανονισμοῦ διαδικασίας, νά φέρει τά δικά του δικαστικά έξοδα.
( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ἀγγλικά.