ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟῦ ΕἰΣΑΓΓΕΛέΩΣ

SIR GORDON SLYNN

ΠΟΫ ἀΝΕΠΤύΧΘΗΣΑΝ ΣΤίΣ 6 'ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 1982 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Στό πλαίσιο δύο υποθέσεων πού εκκρεμούν ενώπιον του, τό 'Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών υπέβαλε στό Δικαστήριο, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, τά ακόλουθα ερωτήματα:

«1.

Ὅταν στό πλαίσιο διαδικασίας προσωρινών μέτρων ἀνακύπτει, κατά τό στάδιο τῆς ἀναιρέσεως, ζήτημα ερμηνείας κατά τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 177, πρώτη παράγραφος τῆς συνθήκης περί ιδρύσεως τῆς Εὐρωπαϊκῆς Οικονομικῆς Κοινότητος, υποχρεούται τό Hoge Raad, δυνάμει τῆς τρίτης παραγράφου τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, νά ζητήσει ἀπό τό Δικαστήριο τήν έκδοση προδικαστικῆς ἀποφάσεως, ἄν ληφθεί ὑπ᾽ ὄψη τό γεγονός ὅτι ἡ κατά τήν διαδικασία προσωρινῶν μέτρων εκδιδομένη ἀπόφαση τοῦ Hoge Raad δέν δεσμεύει τό δικαστήριο πού επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως τῆς υποθέσεως ἐπί τῆς ουσίας; Στην περίπτωση κατά τήν ὁποία δέν εἶναι δυνατό νά δοθεί κατά γενικό τρόπο καταφατική ἤ ἀρνητική ἀπάντηση στό ἐρώτημα αυτό, ὑπό ποίες συνθήκες πρέπει νά θεωρηθεί ὅτι ὑπάρχει τέτοια υποχρέωση;

2.

Τό άρθρο 10 τοῦ κανονισμοῦ 1612/68 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 15ης 'Οκτωβρίου 1968 (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 05/001, σ. 33), σἐ συνδυασμό ενδεχομένως μέ άλλες διατάξεις τοῦ κοινού δικαίου, ἀπαγορεύει σέ κράτος μέλος νά μή επιτρέψει σέ ένα ἀπό τά ἀναφερόμενα στό άρθρο 10, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμού αὐτοῦ, μέλη τῆς οικογενείας εργαζομένου, απασχολουμένου στό έδαφός του, νά κατοικήσει μέ τόν εργαζόμενο αὐτό, ἄν ὁ τελευταίος έχει τήν Ιθαγένεια τοῦ κράτους στό όποιο ἀπασχολείται, τό δέ μέλος τῆς οικογενείας του άλλη ιθαγένεια;»

Τά ερωτήματα αυτά ἀνέκυψαν ὡς έξῆς: οἱ ἀναιρεσείουσες στίς κύριες δίκες, ή Morson, στην υπόθεση 35/82, καί ή Jhanjan, στην υπόθεση 36/82, εἶναι υπήκοοι τοῦ Σουρινάμ. 'Επειδή ζούσαν στην χώρα αυτή στίς 25 Νοεμβρίου 1975, έχασαν τήν ὀλλανδική τους ιθαγένεια δυνάμει μιας συμφωνίας μεταξύ τῶν Κάτω Χωρών καί τοῦ Σουρινάμ, ἡ ουσιαστική ισχύς τῆς ὁποίας άρχισε κατά τήν ημερομηνία αὐτή, κατόπιν τῆς κηρύξεως τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ Σουρινάμ. Οἱ ἀναιρεσείουσες έφθασαν στίς Κάτω Χώρες, προφανώς ὡς τουρίστριες, ἡ μέν Morson στίς 27 Σεπτεμβρίου 1978, ἡ δέ Jhanjan τόν Μαΐο τοῦ 1980. Ή Morson ἐγκατεστάθη στό σπίτι τῆς θυγατέρας της, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τήν διάταξη περί παραπομπής, εἶναι ὀλλανδή υπήκοος, ζεῖ δέ καί εργάζεται στό "Αμστερνταμ* ἡ Jhanjan έγκατεστάθη στό σπίτι τοῦ υιού της, επίσης ολλανδικής Ιθαγενείας. 'Εν συνεχεία υπέβαλαν καί οἱ δύο αιτήσεις γιά νά τους χορηγηθούν άδειες παραμονής, προβάλλοντας ὅτι ήσαν πρόσωπα συντηρούμενα ἀπό τά τέκνα τους. Ό υφυπουργός δικαιοσύνης ἀπέρριψε καί τίς δύο αιτήσεις, μέ συνέπεια οἱ ἀναιρεσείουσες νά διατρέχουν τόν κίνδυνο απελάσεως.

Φαίνεται ὅτι, σύμφωνα μέ τό ὀλλανδικό δίκαιο, ἀρμόδιο δικαστήριο γιά τόν έλεγχο τῆς ἀποφάσεως τοῦ ὑφυπουργοῦ δικαιοσύνης εἶναι τό Raad van State, ὅτι ὅμως, ἀκόμη καί ὅταν κινηθεί ἡ ενώπιον του διαδικασία, ἡ εκτέλεση τῆς διαταγής περί ἀπελάσεως δέν ἀναστέλλεται ἀπό τόν υφυπουργό δικαιοσύνης ἡ ἀπό τό Raad van State, καθ' ὅσο χρόνο εκκρεμεί ἡ διαδικασία τῆς επανεξετάσεως. Κατά συνέπεια, οἱ Morson καί Jhanjan εξακολουθούσαν νά διατρέχουν τόν κίνδυνο ἀπελάσεως. Ὡς ἐκ τούτου, προσέφυγαν καί οἱ δύο στόν πρόεδρο τοῦ κατά τόπο ἁρμοδίου Arrondissementsrechtbank, ζητώντας νά ἀπαγορευθεί στίς Κάτω Χώρες ἡ ἀπέλαση τους. Ό πρόεδρος έχει γενική ἁρμοδιότητα νά διατάσσει τήν λήψη ἀσφαλιστικών ἡ προσωρινών μέτρων σέ επείγουσες περιπτώσεις, ή ἀπόφαση του ὅμως έχει προσωρινό χαρακτήρα καί δέν δύναται νά επιλύσει τήν διαφορά μεταξύ τῶν διαδίκων ούτε νά προδικάσει τήν ὁριστική ἀπόφαση ἐπί τῆς ουσίας τῆς υποθέσεως πού εκκρεμεί ενώπιον τοῦ Raad van State.

Στην προκειμένη περίπτωση, οἱ πρόεδροι ἀπέρριψαν τίς αιτήσεις εκδόσεως προσωρινών μέτρων καί οἱ αἰτοῦσες ἤσκησαν πρώτα ἐφέσεις ενώπιον τοῦ κατά τόπο ἁρμοδίου Gerechtshof, κατόπιν δέ ἀναιρέσεις ενώπιον τοῦ Hoge Raad, τό όποιο καί εξέδωσε τίς διατάξεις περί παραπομπής. Κατά τήν προφορική συζήτηση, τό Δικαστήριο ἐπληροφορήθη ὅτι οἱ διαδικασίες ἐνώπιον τού Raad van State εἶχαν ἐν τῶ μεταξύ ἀρχίσει, ἀλλά ὅτι ἡ Jhanjan εἶχε ἐν τῶ μεταξύ ἀπελαθεί στό Σουρινάμ. Ὡς πρός την Morson, ἐπιστεύετο ὅτι ήταν ἀκόμη στίς Κάτω Χώρες, άλλά ἡ ἀστυνομία δέν εἶχε δυνηθεί νά την ἀνακαλύψει.

Τό ζήτημα πού τίθεται μέ τό πρῶτο ερώτημα ἐξητάσθη ἀπό τό Δικαστήριο στην υπόθεση 107/76, Hoffinann-La Roche κατά Centrafarm, (ECR 1977, σ. 957). Στην ἀπόφασή του τό Δικαστήριο εδέχθη ὅτι:

«Τό άρθρο 177, τρίτη παράγραφος της συνθήκης ΕΟΚ πρέπει νά ερμηνευθεί ὑπό τήν έννοια ὅτι τά εθνικά δικαστήρια δέν ὑποχρεοῦνται νά υποβάλουν στό Δικαστήριο ερώτημα περί ερμηνείας ἡ περί κύρους κατά τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, ὅταν τό ζήτημα ἀνακύπτει στό πλαίσιο διαδικασίας ἀσφαλιστικῶν μέτρων (...), ἀκόμη καί ἄν ἡ μέλλουσα νά εκδοθεί κατά τήν διαδικασία αυτή ἀπόφαση δέν υπόκειται σέ ένδικα μέσα, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι κάθε διάδικος δικαιούται νά κινήσει ή νά ἀξιώσει τήν κίνηση διαδικασίας ἐπί τῆς οὐσίας, κατά τήν ὁποία τό ζήτημα πού ἐπε-λύθη προσωρινῶς κατά τήν συνοπτική διαδικασία δύναται να ἐπανεξετασθεί καί νά παραπεμφθεί στό Δικαστήριο δυνάμει τοῦ άρθρου 177.»

Ἡ μόνη πραγματική διαφορά μεταξύ τῶν ὑπό κρίση υποθέσεων καί τῆς υποθέσεως Hoffmann-La Roche κατά Centrafarm φαίνεται νά εἶναι ὅτι, ἐν προκειμένω, ἁρμόδια νά διατάξουν τήν λήψη ἀσφαλιστικών ή προσωρινών μέτρων εἶναι τά πολιτικά δικαστήρια, ἐνῶ ἁρμόδιο νά κρίνει ἐπί της οὐσίας τῆς υποθέσεως εἶναι τό Raad van State. Τοῦτο ὅμως δέν σημαίνει, κατά τήν γνώμη μου, ὅτι πρέπει νά γίνει διάκριση μεταξύ τῶν ὑπό κρίση υποθέσεων καί της ἀποφάσεως στην υπόθεση Hoffmann-La Roche.

Ὁ εκπρόσωπος τῆς Ἐπιτροπῆς υπεστήριξε ὅτι ἡ υποχρέωση παραπομπῆς ενδέχεται νά εξακολουθεί νά υφίσταται, ὅταν τό ἀντικείμενο τῆς συνοπτικῆς διαδικασίας εἶναι ή προστασία ενός δικαιώματος ἀπορρέοντος ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο, τό όποιο θά ἐκιν-δύνευε νά χαθεί ὁριστικά σέ περίπτωση ἀπορρίψεως τῆς αἰτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων. Τούτο φαίνεται νά συνάγεται ἀπό τήν διατύπωση τῆς ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου. Τό βασικό κριτήριο ὡς πρός τό ἄν υπάρχει υποχρέωση παραπομπής εἶναι ἡ δυνατότης πραγματικής επανεξετάσεως τοῦ ζητήματος κοινοτικού δικαίου κατά τήν διαδικασία ἐπί τῆς ουσίας τῆς υποθέσεως. Ἄν ἡ δυνατότης αυτή υφίσταται, δέν υπάρχει υποχρέωση παραπομπής."Αν ἡ δυνατότης αυτή δεν υφίσταται, επειδή πχ. ὁ αἰτῶν δέν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομο προστασία ἐπί τῆς ουσίας τῆς υποθέσεως ἡ τό νομικό ζήτημα δέν ἀνακύπτει ὡς πρός τήν ουσία τῆς υποθέσεως ἡ επειδή ὁρισμένα γεγονότα ἔχουν ή θά έχουν καταστήσει εντελώς ἀκαδημαϊκή ή άσκοπη τήν έκδοση ἀποφάσεως ἐπί τοῦ ζητήματος, τότε τό ζήτημα αυτό πρέπει νά παραπεμφθεί στό Δικαστήριο. Στίς τελευταίες αυτές περιπτώσεις, ἡ μέλλουσα νά εκδοθεί ἀπόφαση κατά τήν συνοπτική διαδικασία ἀποτελεί ὄντως ἀπόφαση κατά της ὁποίας δέν δύναται νά ἀσκηθεί κανένα ένδικο μέσο κατά τήν έννοια τοῦ άρθρου 177, τρίτη παράγραφος τῆς συνθήκης ΕΟΚ.

Τό δεύτερο ερώτημα διατυπώνεται ὑπό γενικούς ὅρους, πού εκτείνονται πέρα ἀπό τά περιστατικά τῆς παρούσης υποθέσεως. 'Ερωτᾶται πράγματι ἄν τό μέλος τῆς οικογενείας ενός εργαζομένου τό όποιο εμπίπτει στην προσδιοριζόμενη κατηγορία δύναται, ἀπό απόψεως κοινοτικοῦ δικαίου, νά προβάλει δικαίωμα εισόδου σέ ένα κράτος μέλος, ὅταν ὁ εργαζόμενος ἀπασχολείται στό κράτος αυτό καί έχει τήν ιθαγένεια τοῦ κράτους αυτού, ἀλλά τό μέλος της οικογενείας του έχει διαφορετική ιθαγένεια.

Τό γεγονός ὅτι τό μέλος τῆς οικογενείας έχει διαφορετική ιθαγένεια, εἴτε αυτή εἶναι ή ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους εἶτε ὄχι, δέν ἀποτελεί κώλυμα γιά τήν εἴσοδο. Τό άρθρο 10, παράγραφος 1 τοῦ κανονισμοῦ 1612/68 σαφώς ἀπονέμει τό δικαίωμα αυτό «ἀνεξαρτήτως ιθαγενείας». Ούτε έχει σημασία, κατά τήν γνώμη μου, τό γεγονός ὅτι, ὅπως ἐν προκειμένω, οἱ αιτούντες ούτε κατοικοῦσαν ούτε εἰργά-

ζοντο σέ ένα ἀπό τά κράτη μέλη. Τά δικαιώματα τῶν μελών τῆς οικογενείας πού ἀνήκουν στην σχετική κατηγορία ἀπορρέουν ἀπό τόν σύνδεσμό τους μέ ἐργαζόμενο στον όποιο ἀπονέμονται δικαιώματα δυνάμει πχ. τῶν άρθρων 48-51 τῆς συνθήκης καί τοῦ παραγώγου δικαίου, έχουν δε σκοπό νά προσδώσουν στά τελευταία αυτά δικαιώματα πραγματική ἀποτελεσματικότητα (βλ. πχ. τήν ὑπόθεση 40/76, Kermascbek κατά Bundesanstalt jur Arbeit (ECR 1976, σ. 1669), πού άφορᾶ τόν κανονισμό 1408/71 τῆς 14ης Ἰουνίου 1971 (ΕΕ εἰδ.ἔκδ. 05/001, σ. 73)).

Ἀναγνωρίζεται τώρα παγίως, πιστεύω, ὅτι οἱ εργαζόμενοι δύνανται νά ἐπικαλοῦνται δικαιώματα ἀπορρέοντα ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο ἀκόμη καί κατά τοῦ κράτους μέλους τήν ἰθαγένεια τοῦ ὁποίου έχουν (βλ. πχ. υπόθεση 115/78, Knoors κατά υφυπουργοῦ οικονομικών, ECR 1979, σ. 339, υπόθεση 175/78, Regina κατά Saunders, ECR 1979, σ. 1129, καί υπόθεση 246/80, Broekmeulen κατά Huisarts Registratie Commissie, Συλλογή 1981, σ. 2311). Τά παράγωγα δικαιώματα δύνανται ἐπίσης, ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες, νά προβληθοῦν δυνάμει τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου καί κατ' αὐτοῦ τοῦ κράτους μέλους. Αυτό δέν σημαίνει ὅμως ὅτι τό γεγονός καί μόνο ὅτι ένα πρόσωπο κατοικεῖ καί εργάζεται στό κράτος μέλος τοῦ ὁποίου έχει τήν ιθαγένεια ἀρκεῖ ἀφ᾽ εαυτού, σύμφωνα μέ τό κοινοτικό δίκαιο, γιά νά δώσει στον εργαζόμενο τό δικαίωμα έναντι τοῦ κράτους μέλους αὐτοῦ νά φέρει τά μέλη τῆς οικογενείας του στό κράτος αυτό ἡ στά μέλη τῆς οἰκογενείας τό δικαίωμα εισόδου. Καί ὁ μέν καί οἱ δέ δύνανται νά ἐπικαλοῦνται τέτοια δικαιώματα μόνο στίς περιπτώσεις πού καλύπτονται ἀπό τίς διατάξεις τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου: στίς άλλες περιπτώσεις τά δικαιώματά τους εξαρτώνται ἀπό τό εθνικό δίκαιο.

Τό άρθρο 10 τοῦ κανονισμοῦ 1612/68 ἀπονέμει δικαιώματα μόνο ὅταν ὁ εργαζόμενος πού έχει τήν ιθαγένεια ἑνός κράτους μέλους ἀπασχολείται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους. Ή διάταξη αυτή έχει, κατά τήν γνώμη μου, προορισμό νά καλύψει κυρίως τήν περίπτωση κατά τήν ὁποία ένας εργαζόμενος ἀλλάζει κατοικία γιά νά ἀναλάβει μισθωτή εργασία σέ άλλο κράτος μέλος. Διαφορετικά, ἄν δέν ἠδύ-νατο νά πάρει τήν οικογένειά του στην νέα του κατοικία, ἡ ελεύθερη κυκλοφορία πού προβλέπει τό άρθρο 48 ουσιαστικώς δέν θά ἐπετυγχάνετο. Ή διάταξη αύτη προφανώς καλύπτει επίσης τόν εργαζόμενο ὁ ὁποῖος δέν ἀλλάζει κατοικία, άλλά ἁπλώς ἀπασχολείται σέ άλλο κράτος μέλος. Τό μέλος τῆς οἰκογενείας του δύναται, βάσει τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, νά προβάλει έναντι τοῦ κράτους μέλους αὐτοῦ τό δικαίωμα νά εγκατασταθεί μαζί του.

Τό κοινό στοιχείο στίς δύο αυτές περιπτώσεις εἶναι ὅτι ἀφοροῦν δύο κράτη μέλη: τό κράτος τῆς ιθαγενείας καί τό κράτος τοῦ τόπου ἀπασχολήσεως. Τό ζήτημα κατά πόσο, ὅπως νομίζω ὅτι υποστηρίζει ἡ 'Επιτροπή, πρέπει νά συναχθεί τό συμπέρασμα ὅτι ένα άτομο, πού ἀπασχολείται σέ ένα κράτος μέλος τοῦ ὁποίου δέν έχει τήν ιθαγένεια, δύναται νά προβάλλει τό δικαίωμα νά επιστρέψει στό κράτος μέλος τῆς ἰθαγενείας του, καί κατά πόσο συνεπώς τά μέλη της οἰκογενείας του δύνανται νά προβάλουν τό δικαίωμα, βάσει τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, ιδίως δέ τοῦ ἄρθρου 10, νά μεταβοῦν καί νά εγκατασταθούν μαζί του στό κράτος αυτό, εἶναι κατά τήν γνώμη μου δυσκολότερο ζήτημα, πού δέν ἀνακύπτει στήν παρούσα υπόθεση καί τό όποιο δέν εἶναι οὔτε ἀναγκαίο ούτε επιθυμητό νά εξετασθεί.

Υποστηρίζεται ὅτι ἡ ἀπαίτηση νά πρόκειται γιά δύο κράτη μέλη εἶναι εσφαλμένη καί ὅτι τό άρθρο 10 πρέπει νά ερμηνεύεται ἀρκετά γενικά, ούτως ὥστε νά καλύπτει τόν εργαζόμενο πού ἀπασχολείται στό κράτος τοῦ ὁποίου έχει τήν ἰθαγένεια καί ὁ όποιος δέν έχει μεταβάλει ούτε τόν τόπο τῆς κατοικίας του οὔτε τόν τόπο τῆς ἐργα-

σίας του. Ὑπέρ τῆς ἀπόψεως αυτής γίνεται κατ᾽ ἀρχάς ἐπίκληση τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ ιδίου κανονισμοῦ, τό όποιο, στό γαλλικό καί σέ ὁρισμένα άλλα κείμενα, ἀπονέμει σέ ὁρισμένα μέλη τῆς οικογενείας τοῦ υπηκόου κράτους μέλους «πού ἀσκεῖ στην επικράτεια ενός κράτους μέλους μισθωτή ἤ μή μισθωτή δραστηριότητα» τό δικαίωμα νά ἀναλαμβάνουν μισθωτή δραστηριότητα στό ίδιο κράτος μέλος. Τό ζήτημα ἄν, ὅπως ρητά ὁρίζεται στό ἀγγλικό κείμενο («Another Member State» [ἑνός άλλου κράτους μέλους]) καί, πιστεύω, καί στό δανικό κείμενο, ἡ έκφραση «ενός κράτους μέλους» πρέπει νά ερμηνευθεί, ὑπό τό φως τοῦ άρθρου 10, ὡς «ενός άλλου κράτους μέλους» δέν χρειάζεται νά επιλυθεί ἐν προκειμένω. Τό ἐπιχείρημα ὅτι τό άρθρο 11 θά πρέπει νά ἑρμηνευθεί ὑπό τό φως τοῦ άρθρου 10 μοῦ φαίνεται πάντως ισχυρότερο ἀπό τό ἀντίστροφο επιχείρημα. Ἐν πάση περιπτώσει, στην παρούσα υπόθεση δέν προβάλλονται δικαιώματα δυνάμει τοῦ άρθρου 11. Γίνεται επίσης επίκληση τῆς ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου στην υπόθεση Knoors. Ἡ υπόθεση εκείνη, ὅμως, ενέπιπτε στό πεδίο εφαρμογής τοῦ ἄρθρου 52 τῆς συνθήκης καί εἶχε ὡς αντικείμενο τήν κατάσταση κατά τήν ὁποία ἕνας ὀλλανδός υπήκοος, πού είχε ἀναγνωρισθεί ὅτι είχε τά προσόντα νά εργασθεί ὡς υδραυλικός στό Βέλγιο, επιθυμούσε νά επιστρέψει καί νά συνεχίσει νά εργάζεται ὡς υδραυλικός στην 'Ολλανδία. Ή ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου έχει ίσως σχέση μέ τό επιχείρημα τῆς 'Επιτροπής ὅτι μία οικογένεια έχει τό δικαίωμα νά επιστρέψει μέ τόν εργαζόμενο πού ἐπιστρέφει στό κράτος μέλος τῆς ιθαγενείας του γιά νά εργασθεί. Δέν μοῦ φαίνεται ὅμως ὅτι έχει οιαδήποτε σχέση μέ μία υπόθεση κατά τήν ὁποία δέν υπήρξε διακίνηση ἀπό ένα κράτος σέ άλλο, μάλιστα δέ τό Δικαστήριο ὑπεγράμμισε ὅτι τά κράτη μέλη έχουν έννομο συμφέρον νά εμποδίζουν τους υπηκόους τους νά ἀποφεύγουν παρανόμως τήν υπαγωγή τους στό εθνικό τους δίκαιο, μέσω τῶν ευχερειών πού τους παρέχει ἡ συνθήκη.

Στην παρούσα υπόθεση δέν προβάλλεται ισχυρισμός ούτε υφίσταται ένδειξη ὅτι οἱ ἐν λόγω εργαζόμενοι ἤσκησαν ποτέ ἤ επεδίωξαν ἡ εἶχαν τήν πρόθεση νά προβάλλουν τά δικαιώματά τους ἐκ τῆς συνθήκης. Δέν έχουν εργασθεί σέ άλλο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, φρονῶ ὅτι τά μέλη τῆς οικογενείας τους δέν δύνανται νά υποστηρίξουν ὅτι έχουν οιαδήποτε δικαιώματα ἐκ τοῦ κοινοτικού δικαίου νά εγκατασταθούν μέ τά τέκνα τους.

Υποστηρίζεται ὅτι καταλήγει σέ άτοπα ἀποτελέσματα τό γεγονός ὅτι ἀφ᾽ ἑνός μέν ὁ ἀλλοδαπός δύναται νά μεταναστεύσει μέ τήν οικογένειά του ή, ὅπως υποστηρίζει ή 'Επιτροπή, ὁ ημεδαπός δύναται νά επιστρέψει μέ τήν οικογένειά του, ἀφ᾽ έτερου ὅμως ὅτι ὁ ημεδαπός δέν δύναται νά φέρει τήν οικογένειά του νά εγκατασταθεί μαζί του στόν τόπο ὅπού πάντα κατοικούσε.

Δεδομένου ὅτι τά παρεχόμενα δικαιώματα ἀπορρέουν ἀπό τήν ἀρχή τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εργαζομένων καί ὄχι ἀπό ένα δικαίωμα διαμονής ὁπουδήποτε ἐντός τῆς Κοινότητος, ὁρισμένα κενά στό δικαίωμα τῆς οικογενείας νά συμβιοῖ μέ ὁρισμένο άτομο εἶναι τό λιγότερο πιθανά καί ίσως ἀναπόφευκτα.

Κατά συνέπεια, τό συμπέρασμά μου εἶναι ὅτι στά δύο ερωτήματα πρέπει νά δοθοῦν ἀπαντήσεις μέ τό έξης περιεχόμενο:

1.

Ή τρίτη παράγραφος τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ πρέπει νά ἑρμηνευθεί ὑπό τήν έννοια ὅτι ένα εθνικό δικαστήριο δέν ὀφείλει νά παραπέμψει στό Δικαστήριο ένα ζήτημα ερμηνείας κατά την έννοια τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, ἄν τό ζήτημα αυτό ἀνακύπτει στο πλαίσιο διαδικασίας ἀσφαλιστικών μέτρων, ἀκόμη καί ἄν ἡ μέλλουσα νά εκδοθεί κατά την διαδικασία αυτή ἀπόφαση δέν υπόκειται σέ κανένα ένδικο μέσο, ὑπό την προϋπόθεση ὅτι κάθε διάδικος δικαιοῦται νά κινήσει ἡ νά ἀξιώσει τήν κίνηση διαδικασίας ἐπί τῆς ουσίας τῆς ὑποθέσεως, ἔστω καί ενώπιον διαφορετικοῦ δικαστηρίου, καί ὅτι κατά τήν διαδικασία αυτή τό ζήτημα πού ἐπελύθη προσωρινῶς δύναται πράγματι νά επανεξετασθεί καί νά παραπεμφθεῖ στό Δικαστήριο δυνάμει τοῦ άρθρου 177.

2.

Τό άρθρο 10 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 1612/68 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 16ης 'Οκτωβρίου 1968 (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 05/001, σ. 33), σέ συνδυασμό πρός τό άρθρο 48 τῆς συνθήκης, πρέπει νά ερμηνευθεί ὑπό τήν έννοια ὅτι τό κοινοτικό δίκαιο δέν εμποδίζει κανένα κράτος μέλος νά ἀρνηθεί νά επιτρέψει στά μνημονευόμενα στό άρθρο 10, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ αὐτοῦ μέλη τῆς οικογενείας ενός εργαζομένου πού ἀπασχολείται στό έδαφος του καί έχει τήν ἰθαγένεια του, ὅταν τό μέλος τῆς οικογενείας έχει διαφορετική ιθαγένεια καί επιθυμεί νά εγκατασταθεί μέ τόν εργαζόμενο αυτό, ὁ δέ ἐργαζόμενος δέν ἀπασχολείται ούτε ποτέ ἀπησχολήθη στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.


( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ἀγγλικά.