ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ
G. FEDERICO MANCINI
που αναπτύχθηκαν την 1η Φεβρουαρίου 1983 ( 1 )
Κύριε πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
1. |
Η παρούσα αίτηση περί εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της εκφράσεως «διαφορές εκ συμβάσεως» που αναφέρεται στο άρθρο 5, περίπτωση 1, της συμβάσεως των Βρυξελλών (27 Σεπτεμβρίου 1968) για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη «πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος: 1) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκ-πληρώ9ηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή». Πρέπει πρώτον να εξακριβωθεί αν η εν λόγω έκφραση πρέπει να ερμηνευθεί μεμονωμένως ή εν σχέσει με τη lex causae. Πρέπει περαιτέρω να διαπιστωθεί αν οι υποχρεώσεις που υπέχει μέλος σωματείου είναι συμβατικής ή μη φύσεως. Το Δικαστήριο ήδη απεφάνθη επί ορισμένων άλλων πτυχών της ίδιας διατάξεως. Αναφέρομαι στην απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976 στην υπόθεση 14/76, De Bloos κατά Bouyer (Race. 1976, σ. 1497). Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο διευκρίνισε την έννοια του όρου «παροχή» και έκρινε ότι αναφέρεται στη συμβατική υποχρέωση που αποτελεί τη βάση της αγωγής. Υπενθυμίζω επίσης την απόφαση της ίδιας ημερομηνίας στην υπόθεση 12/76, Tessili κατά Dunlop (Race. 1976, σ. 1473), που ερμήνευσε τη φράση «του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή» εν σχέσει με τον εφαρμοστέο νόμο κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που εφαρμόζει το επιληφθέν δικαστήριο. Δεν υφίστανται εντούτοις προηγούμενες αποφάσεις που να αφορούν ειδικά την έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» για την οποία ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί. |
2. |
Προς πληρέστερη κατανόηση της υποθέσεως ενδείκνυται να τονισθούν ορισμένες λεπτομέρειες που αφορούν τη σύσταση και τη λειτουργία του σωματείου που είναι αναιρεσείον στην κύρια δίκη. Η επωνυμία του είναι Zuid Nederlandse Aannemers Vereniging (στο εξής αποκαλούμενο ZNAV) και έχει έδρα στις Κάτω Χώρες. Είναι σωματείο εργοληπτών που έχει συσταθεί νομίμως και λειτουργεί στις νότιες επαρχίες των Κάτω Χωρών και ειδικότερα στο Limburg, Noord Brabant, Zeeland και μέρος της επαρχίας Gelderland. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 της αποφάσεως περί παραπομπής, σκοπός του σωματείου είναι: «η προώθηση των οικονομικών, νομικών και λοιπών συμφερόντων των μελών του και των εργοληπτών γενικά στο μέτρο που τα συμφέροντα αυτά αφορούν ... τη ρύθμιση των τιμών στο πλαίσιο του συστήματος αναθέσεως έργων και τις συνέπειες της για τους επιχειρηματίες». Για να επιτραπεί η πραγμάτωση του σκοπού αυτού, το καταστατικό του σωματείου παρέχει σ' αυτό ειδικώς το δικαίωμα να θεσπίζει εσωτερικούς κανόνες γενικού χαρακτήρα που είναι δεσμευτικοί για τα μέλη του και να λαμβάνει αποφάσεις. Οι αποφάσεις αυτές είναι επίσης δεσμευτικές Kat στηρίζονται τόσο επί του καταστατικού όσο και επί των προαναφερθέντων γενικών κανόνων. Αφορούν μόνο τους ιδιώτες εργολήπτες. Στις αποφάσεις αυτές περιλαμβάνεται η «οδηγία για τις προσφορές τιμών σε διαδικασίες αναθέσεως ιδιωτικών έργων και έργων κοινής ωφελείας» που έχει ιδιαίτερη σημασία για την υπό κρίση διαφορά. Θεσπίστηκε στις 28 Νοεμβρίου 1972 και ίσχυσε από 1ης Ιανουαρίου 1973. Απαιτεί την τήρηση ορισμένων κανόνων από τα μέλη του που υποβάλλουν προσφορές για εκτέλεση έργου μέσα στη ζώνη δραστηριότητας του σωματείου: ειδικότερα κάθε μέλος του σωματείου πριν υποβάλει προσφορά για ένα έργο πρέπει να ενημερώνει σχετικό το ZNAV (άρθρο 3 της οδηγίας) σε περίπτωση που άλλοι εργολήπτες που είναι μέλη του σωματείου έχουν την πρόθεση να υποβάλουν προσφορές για το ίδιο έργο, πρέπει να συμμετάσχουν, αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο, σε ειδική συνέλευση όλων των ενδιαφερόμενων εργοληπτών που συγκαλείται από το κεντρικό γραφείο του σωματείου (άρθρο 4). Αντιπρόσωπος του σωματείου προεδρεύει της συνελεύσεως που προσδιορίζει ορισμένα ποσά που πρέπει να καταβληθούν ως αποζημίωση από το μέλος που θα αναλάβει τελικά το έργο. Τα ποσά αυτά είναι εισφορές:
Κατά συνέπεια, βάσει των διατάξεων αυτών, ο εργολήπτης που τελικά αναλαμβάνει το έργο οφείλει να καταβάλει στο σωματείο τις αποζημιώσεις που καθορίστηκαν κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής συνελεύσεως. Επί πλέον, η καταβολή πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός της προθεσμίας και κατά τον τρόπο που προβλέπει ο οδηγός, δηλαδή καταρχήν ευθύς ως το μέλος αρχίσει την εκτέλεση του έργου και, όσον αφορά τον τόπο πληρωμής, στην καταστατική έδρα του σωματείου (άρθρα 18 και 19 της οδηγίας). |
3. |
Αφού εξέθεσα το αντικείμενο της διαφοράς στην κύρια δίκη θα αναφέρω συνοπτικά τα πραγματικά περιστατικό της υποθέσεως. Η επιχείρηση Martin Peters Bauunternehmung GmbH (αποκαλούμενη στο εξής: Peters) έχει την καταστατική της έδρα στο Aachen της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Αφού έγινε μέλος του σωματείου η Peters ανέλαβε την εκτέλεση έργου που περιελάμβανε την ανέγερση γραφείου και βιομηχανικού κτιρίου για την Medtronic στο Kerkrade. Παράλειψε, όμως, να ενημερώσει σχετικώς το σωματείο και δεν συμμετέσχε στην προκαταρκτική συνέλευση που συνεκλήθη από το σωματείο και έλαβε χώρα κατά τον προκαθορισμένο τρόπο στο Heerlen στις 3 Μαίου 1977. Κατά τη συνέλευση αυτή καθορίστηκαν οι εισφορές που έπρεπε να καταβάλει η επιχείρηση η οποία θα ανελάμβανε το έργο. Στη συνέχεια, όταν διαπιστώθηκε ότι η Peters άρχισε την εκτέλεση του έργου, το σωματείο της ζήτησε να καταβάλει τις σχετικές εισφορές που είχαν ήδη προκαθοριστεί. Η Peters αρνήθηκε να καταβάλει τις εισφορές και το σωματείο, με αγωγή της 12ης Μαίου 1978, ενήγαγε την Peters ενώπιον του Arrondissementsrechtbank 's-Hertogenbosch, ζητώντας την επιδίκαση ποσού 112725 HFL εντόκως, καθώς και των δικαστικών εξόδων για τις εισφορές που όφειλε να καταβάλει σαν επιτυχούσα μειοδότης. Η γερμανική εταιρεία ισχυρίστηκε ότι το ανωτέρω δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αγωγή, δεν είναι αρμόδιο λόγω του ότι η εταιρεία έχει την καταστατική της έδρα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ισχυρίστηκε ότι δυνάμει του άρθρου 2 της συμβάσεως των Βρυξελλών το γεγονός αυτό δεν επέτρεπε στο σωματείο να την εναγάγει ενώπιον ολλανδικού δικαστηρίου. Με απόφαση της 2ας Μαρτίου 1979 το Arrondissementsrechtbank 's-Hertogenbosch, απέρριψε την ένσταση αναρμοδιότητας και δέχτηκε ότι η υποχρέωση που αποτελούσε το αντικείμενο της δίκης ήταν συμβατικής φύσεως και όφειλε να εκπληρωθεί στην έδρα του σωματείου στις Κάτω Χώρες. Το Δικαστήριο, επομένως, ήταν αρμόδιο δυνάμει του άρθρου 5, περίπτωση 1, της προαναφερθείσας συμβάσεως, η οποία, όπως γνωρίζουμε, ορίζει ότι ως προς τις διαφορές εκ συμβάσεως το αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο του τόπου της «εκπληρώσεως» της παροχής. Η Peters τότε άσκησε έφεση ενώπιον του Gerechtshof 's-Hertogenbosch, το οποίο επεκύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου. Η επιχείρηση τότε άσκησε αναίρεση με την οποία αμφισβήτησε τη συμβατική φύση της σχέσεως που τη συνδέει με το σωματείο. Με απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1982, το Hoge Raad ανέβαλε την εκδίκαση της υποθέσεως και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Το άρθρο 5, περίπτωση, 1, της συμβάσεως έχει εφαρμογή, στις αξιώσεις που έχει κατά μέλους της ένωση προσώπων, αποτελούσα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, και οι οποίες αφορούν την καταβολή χρηματικού ποσού και απορρέουν από τη σχέση ενώσεως και μέλους που υφίσταται μεταξύ των διαδίκων, όταν η σχέση αυτή είναι συνέπεια της προσχωρήσεως του διαδίκου, ο οποίος καλείται να συμμορφωθεί, στο σωματείο αυτό με δικαιοπραξία που καταρτίζεται προς το σκοπό αυτό; Μήπως πρέπει ως προς αυτό να γίνει διάκριση μεταξύ της περιπτώσεως κατά την οποία οι ενοχές απορρέουν απευθείας από την προσχώρηση και της περιπτώσεως κατά την οποία προκύπτουν από την προσχώρηση σε συνδυασμό με μία ή περισσότερες αποφάσεις οργάνων του σωματείου;» |
4. |
Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να διευκρινιστεί αφορά την έννοια του όρου «διαφορές εκ συμβάσεως». Eívat γνωστό ότι οι όροι και οι νομικές έννοιες αστικού και εμπορικού δικαίου καθώς και πολιτικής δικονομίας που αναφέρονται στη σύμβαση των Βρυξελλών μπορούν να ερμηνευτούν κατά δύο τρόπους. Μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αυτόνομης ερμηνείας που, επομένως, είναι κοινή για όλα τα κράτη μέλη ή μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρονται στο νόμο που, σύμφωνα με τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εφαρμόζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται πρώτο της διαφοράς. Επί του θέματος αυτού το Δικαστήριο έκρινε ότι «καμία από τις δύο αυτές εναλλακτικές λύσεις δεν αποκλείει την άλλη εφόσον η κατάλληλη επιλογή μπορεί να γίνει μόνο για κάθε μία από τις διατάξεις της συμβάσεως ώστε να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της λαμβανομένων υπόψη των στόχων του άρθρου 220 της συνθήκης», (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976 στην υπόθεση 12/76 Tessili κατά Dmilop που ήδη ανέφερα, σκέψη 11). Πρέπει, όμως, να προστεθεί ότι το Δικαστήριο ακολούθησε το δεύτερο τρόπο ερμηνείας μόνο στην προαναφερθείσα απόφαση (η οποία αφορούσε, όπως γνωρίζουμε, τον ορισμό του «τόπου εκπληρώσεως» των συμβατικών υποχρεώσεων) και το έπραξε ενόψει των «υφισταμένων διαφορών μεταξύ των εθνικών ενοχικών δικαίων και της ελλείψεως στο παρόν στάδιο εξελίξεως κάθε ενοποιήσεως του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου» (σκέψη 14 της αποφάσεως 12/76). Σε όλες τις άλλες αποφάσεις που ελήφθησαν επί προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν τη σύμβαση των Βρυξελλών, το Δικαστήριο ακολούθησε τον πρώτο τρόπο ερμηνείας. Με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι οι νομικοί και τεχνικοί όροι που χρησιμοποιούνται στη σύμβαση έχουν δική τους έννοια που, επομένως, είναι κοινή για τα διάφορα κράτη μέλη. Μεταξύ των αποφάσεων αυτών αναφέρω τα ακόλουθα: τις αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1976 στην υπόθεση 29/76, LTU κατά Eurocontrol (Race. 1976, σ. 1541) και 16ης Δεκεμβρίου 1980 στην υπόθεση 814/79, Κάτω Χώρες κατά Riìffer (Race. 1980, σ. 3807) που αφορούν τον όρο «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» του άρθρου 1 την απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976 στην υπόθεση 21/76, Bier κατά Mines de potasse d'Alsace (Race. 1976, σ. 1735), ως προς την έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» που αναφέρεται στο άρθρο 5, περίπτωση 3 την απόφαση της 21ης Ιουνίου 1976 στην υπόθεση 150/77, Bertrand κατά Ot (Race. 1976, σ. 1431), ως προς την έννοια της φράσεως «πωλήσεις με τμηματική καταβολή του τιμήματος» που αναφέρεται στο άρθρο 13' τις αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 1978 στην υπόθεση 33/78, Somafer κατά Saar-Ferngas (Race. 1978, σ. 2183) και 18ης Μαρτίου1981 στην υπόθεση 13/80, Blanckaert & Willems κατά Trost (Συλλογή 1981, σ. 819), ως προς την ερμηνεία του όρου «εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκαταστάσεως» που αναφέρεται στο άρθρο 5, περίπτωση 5. Νομίζω ότι ο όρος «διαφορές εκ συμβάσεως» στον οποίο αναφέρονται τα ερωτήματα του ολλανδικού δικαστηρίου θα έπρεπε να ερμηνευτούν αυτονόμως. Καταλήγω στο συμπέρασμα αυτό αναφερόμενος, αφενός, στις γενικές αρχές που απορρέουν, στο θέμα αυτό, από τα εθνικά νομικά συστήματα λαμβανόμενα ως σύνολο και, αφετέρου, στους στόχους και στο σύστημα της ίδιας της συμβάσεως. Ως προς το τελευταίο είναι εξαιρετικά σημαντικό να σημειωθεί ότι ο σκοπός της συμβάσεως είναι να διασφαλίσει, κατά το δυνατόν, την ισότητα και την ομοιομορφία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση για τα συμβαλλόμενα κράτη και για τα πρόσωπα επί των οποίων εφαρμόζεται. Η σημασία των ερμηνευτικών αυτών κριτηρίων επανειλημμένα έχει τονιστεί από το Δικαστήριο. Αναφέρω, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 22ας Φεβρουαρίου 1979 στην υπόθεση 133/78, Gourdain κατά Nadler (Race. 1979, σ. 733) και της 16ης Δεκεμβρίου 1980 στην υπόθεση 814/79, Κάτω Χώρες κατά. Ruffer που ήδη αναφέρθηκε (ειδικότερα οι σκέψεις 8 και 14 της αποφάσεως). |
5. |
Όλα σχεδόν τα νομικά συστήματα των κρατών μελών αναγνωρίζουν ότι οι σχέσεις μεταξύ σωματείου και μελών είναι συμβατικής φύσεως. Κατά το βελγικό, γαλλικό, ιταλικό, δανικό και αγγλικό δίκαιο, καθώς και κατά το δίκαιο της Σκοτίας, είναι συμβατικής φύσεως είτε η πράξη με την οποία γίνεται κανείς μέλος του σωματείου είτε τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα του μέλους. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους γάλλους νομικούς-συγγραφείς η ίδρυση σωματείου εξαρτάται από την πρόθεση των μελών και κατά τη γαλλική νομολογία οι σχέσεις μεταξύ σωματείου και μελών του θεωρούνται «συμβατικές». Το ιταλικό σύστημα ακολουθεί την ίδια γραμμή. Το άρθρο 1420 του αστικού κώδικα ορίζει ότι η σύμπραξη περισσοτέρων των δύο προσώπων σε μία συμφωνία (όπως στην περίπτωση του καταστατικού ενός σωματείου) είναι πραγματική σύμβαση ακόμα και αν «η συμβολή του κάθε μέλους κατευθύνεται προς την πραγμάτωση κοινού σκοπού». Όσον αφορά τις υποχρεώσεις που βαρύνουν τα μέλη, ως αποτέλεσμα της προσχωρήσεως τους σε ένα σωματείο, το ιταλικό Corte di cassazione δέχτηκε ότι η πράξη που δημιουργεί τη σχέση μεταξύ του μέλους και του σωματείου συνεπάγεται την ίδια κατάσταση όπως αυτή που κανονικά υφίσταται βάσει διμερών συμβάσεων το σωματείο, επομένως, μπορεί να καταφύγει στα δικαστήρια βάσει του άρθρου 1453 του αστικού κώδικα (σχετικού με την καταγγελία των συμβάσεων λόγω μη εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεων) για τη διαγραφή των μελών που δεν εκπληρούν τις υποχρεώσεις τους (Corte di cassazione, 2 Μαρτίου 1973, αριθ. 579). Το αγγλικό δίκαω ακολουθεί την ίδια στάση σχετικά τόσο με το καταστατικό του σωματείου όσο και με τις υποχρεώσεις που βαρύνουν τα μέλη σαν αποτέλεσμα της προσχωρήσεως τους στο σωματείο. Αναφέρω σχετικώς την υπόθεση Lee κατά Showmen's Guild of Great Britain (1952) 2 Q.B, 329, 341 f, όπου ο λόρδος Denning ετόνισε τη συμβατική φύση της σχέσεως μεταξύ μέλους και ενώσεως για να αποδείξει ότι η αρμοδιότητα του δικαστηρίου δεν περιορίζεται στην προστασία των δικαιώματος ιδιοκτησίας. Όσον αφορά το γερμανικό σύστημα, τα δικαστήρια και οι συγγραφείς συμφωνούν ότι η πράξη με την οποία ένα πρόσωπο γίνεται μέλος σωματείου πρέπει να θεωρηθεί συμβατική. Όμως, οι αντιλήψεις τους διαφέρουν ως προς τις σχέσεις που υφίστανται μετά την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους. Η νομολογία φαίνεται να δέχεται ότι οι σχέσεις αυτές καλύπτονται από «καταστατικό» του σωματείου, ενώ η γνώμη των συγγραφέων διχάζεται κατά την έννοια ότι ορισμένοι απ' αυτούς δέχονται τη θεωρία περί συμβατικής σχέσεως, ενώ άλλοι υποστηρίζουν τη βάσει του καταστατικού θεωρία. Τέλος, στις Κάτω Χώρες υπό το καθεστώς του νέου αστικού κώδικα η πράξη με την οποία ιδρύεται το σωματείο θεωρείται ως πολυμερής έννομη πράξη sui generis και οι σχέσεις που απορρέουν από την προσχώρηση στο σωματείο είναι επίσης sui generis (ή στηρίζονται στην έννοια του καταστατικού). Από τα ανωτέρω προκύπτει, εν συντομία, ότι εκτός του συστήματος των Κάτω Χωρών, όλα τα εθνικά νομικά συστήματα θεωρούν την πράξη με την οποία ιδρύεται ένα σωματείο ως σύμβαση υπό τη στενή έννοια. Το ίδιο φαίνεται ότι ισχύει όσον αφορά τις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ σωματείου και μέλους ως αποτέλεσμα της ιδιότητας του μέλους. Εξαιρέσει της αποκαλούμενης καταστατικής θεωρίας υπέρ της οποίας έχουν ταχθεί ο αστικός κώδικας των Κάτω Χωρών και η νομολογία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (παρόλον ότι υπενθυμίζω ότι η γνώμη των γερμανών συγγραφέων διχάζεται επί του θέματος), σύμφωνα με όλα τα άλλα συστήματα οι σχέσεις αυτές θεωρούνται ότι είναι συμβατικής φύσεως. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής επέστησε την προσοχή επ' αυτού με τις γραπτές του παρατηρήσεις της 26ης Μαρτίου 1982 (ειδικότερα παράγραφος 6, σ. 21). Απ' αυτό δεν απομένει παρά ένα βήμα για να υποστηριχθεί ότι η επικρατούσα στα νομικά συστήματα των κρατών της Κοινότητας τάση είναι τόσον η πράξη με την οποία ιδρύεται ένα σωματείο όσο και οι σχέσεις μεταξύ μελών και σωματείου να διέπονται από το ενοχικό δίκαιο. Και στην προκειμένη περίπτωση το βήμα αυτό είναι σημαντικό για τις προτάσεις μου, ότι δηλαδή οι υποχρεώσεις που βαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα μέλη ενός σωματείου περιλαμβάνονται στις «διαφορές εκ συμβάσεως» υπό την έννοια του άρθρου 5, περίπτωση 1, της συμβάσεως των Βρυξελλών. Η ορθότητα της ερμηνείας αυτής επιβεβαιώνεται πλήρως από την άποψη των στόχων και του συστήματος της συμβάσεως. |
6. |
Τα άρθρα 5 και 6 της συμβάσεως απαριθμούν τις περιπτώσεις στις οποίες ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος από το κράτος όπου έχει τη συνήθη κατοικία του. Όπως αναφέρεται στην έκθεση Jenard (JO C 59 της 5ης Μαρτίου 1979, σ. 1 και επ., ειδικότερα σ. 22), «τα δικαστήρια που προβλέπονται στα άρθρα αυτά αντικαθιστούν εκείνα του άρθρου 2», δηλαδή τα δικαστήρια του συμβαλλόμενου κράτους, στο έδαφος του οποίου ο εναγόμενος έχει τη συνήθη κατοικία του. Η θέσπιση ειδικών δωσιδικιών που προσδιορίζονται απευθείας βάσει της συμβάσεως (δηλαδή χωρίς να είναι αναγκαία η αναφορά στους κανόνες της κατά τόπο αρμοδιότητος που ισχύουν βάσει του lex fori) αποβλέπει κυρίως στην ικανοποίηση της ανάγκης προβλέψεως ή, αν είναι προτιμότερος ο όρος, της ασφαλείας του δικαίου. 'Ετσι, η έκθεση αναφέρει (σ. 22), αποβλέπει «στη διευκόλυνση της εφαρμογής της συμβάσεως» διότι «επικυρώνοντας τη σύμβαση, τα συμβαλλόμενα κράτη δεν θα έχουν ανάγκη να λάβουν άλλα μέτρα για να προσαρμόσουν την εσωτερική τους νομοθεσία με τα θεσπιζόμενα στα άρθρα 5 και 6 κριτήρια». Πράγματι, είναι σαφές ότι ο καταλληλότερος τρόπος για να ικανοποιηθεί η ανάγκη της ασφαλείας του δικαίου, την οποία ανέφερα, συνίσταται στην αυτόνομη ερμηνεία του όρου «διαφορές εκ συμβάσεως» που καταλήγει σε ομοιόμορφη έννοια εφαρμοστέα κατά τον ίδιο τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη. Πάντως, συνεχίζει η έκθεση, υφίσταται ένας άλλος ιδιαίτερα σημαντικός λόγος που δικαιολογεί «τη θέσπιση ειδικών κανόνων περί δικαιοδοσίας», δηλαδή πρέπει να υφίσταται «στενός σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία να την επιλύσει» (βλ. σ. 22). Διατυπώνοντας το άρθρο 5, περίπτωση 1 (και τις άλλες διατάξεις του άρθρου αυτού και του επομένου άρθρου) οι συντάκτες της συμβάσεως ξεκίνησαν από την αντίληψη ότι το δικαστήριο του τόπου «εκπληρώσεως της παροχής για την οποία πρόκειται» έχει, λόγω της φυσικής γειτνιάσεως του με την αμφισβητούμενη σχέση, τις περισσότερες πιθανότητες να προσδιορίσει τη φύση της σχέσεως αυτής έχοντας την πληρέστερη δυνατή γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως. Το επιχείρημα αυτό είναι ιδιαίτερα πειστικό όταν το ζήτημα αφορά, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τις παροχές που πρέπει να εκπληρωθούν στο πλαίσιο ενός σωματείου. Είναι σαφές ότι, σε υποθέσεις του είδους αυτού, το δικαστήριο του τόπου όπου οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή, βρίσκεται στην καλύτερη θέση από οποιοδήποτε άλλο για να αποκτήσει κατάλληλες πληροφορίες επί της λειτουργίας του πιστωτού σωματείου και, επομένως, σε καλύτερη θέση για να αποφανθεί επί ενδεχομένων αμφισβητήσεων που αφορούν τέτοιου είδους παροχές. Παρόμοιες σκέψεις ενισχύουν την αποκαλούμενη συμβατική θεωρία. Εξάλλου, δεν μου έρχονται στο μυαλό επιχειρήματα ούτε οι διάδικοι προέβαλαν κανένα επιχείρημα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό των παροχών που αφορούν τη σχέση μεταξύ σωματείου και μέλους από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, περίπτωση 1. Αντιθέτως, οι λόγοι που δικαιολογούν για τις εν γένει συμβατικές υποχρεώσεις την ειδική δωσιδικία του τόπου εκπληρώσεως ισχύουν εξίσου για υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σχέση αυτή. Και στις δύο περιπτώσεις θεσπίζεται ειδική δωσιδικία που στηρίζεται στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου που βρίσκεται πλησιέστερα στην αμφισβητούμενη σχέση. Ακολουθώντας τον ίδιο τρόπο σκέψεως, ένας ακόμη λόγος μπορεί να σημειωθεί. Ανέφερα ήδη ότι, κατά το Δικαστήριο, η σύμβαση αποβλέπει στο να διασφαλίσει όσο το δυνατόν την ισότητα και την ομοιομορφία των εννόμων καταστάσεων που απορρέουν από τη σύμβαση για τα κράτη μέλη και για τα πρόσωπα επί των οποίων εφαρμόζεται. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα αν αναγνωριστεί ο αυτόνομος χαρακτήρας του όρου «διαφορές εκ συμβάσεως». Είναι πρόδηλο ότι αν ο όρος αυτός ερμηνευτεί βάσει του lex causae που είναι εφαρμοστέος σε κάθε περίπτωση, 8α προκύψουν τόσες ειδικές δωσιδικίες από τις προβλεπόμενες στο άρ8ρο 5, περίπτωση 1, όσες οι διάφορες έννοιες των συμβατικών υποχρεώσεων που ισχύουν στα διάφορα συστήματα, ενώ αν, όπως προτείνω, δοθεί στον όρο αυτό αυτόνομη ερμηνεία, 8α έχουμε κοινό κριτήριο για όλα τα κράτη μέλη. |
7. |
Κατά την έγγραφη καθώς και κατά την προφορική επ' ακροατηρίου διαδικασία, επιστήθηκε η προσοχή επί της σχέσεως που υφίσταται μεταξύ της συμβάσεως των Βρυξελλών και της συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις ενοχές εκ συμβάσεως, η οποία έχει υπογραφεί στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980. Κατά το άρδρο 1, στοιχείο ε, της τελευταίας αυτής συμβάσεως (η οποία όμως δεν έχει τεθεί ακόμα σε εφαρμογή) εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμβάσεως τα «ζητήματα που ανάγονται στο δίκαιο των εταιρειών, των σωματείων και λοιπών νομικών προσώπων, όπως, είναι η σύσταση, η ικανότητα δικαίου, η εσωτερική λειτουργία και η λύση των εταιρειών, των σωματείων και λοιπών νομικών προσώπων, καθώς και στην προσωπική κατά νόμον ευθύνη των εταίρων και των οργάνων της εταιρείας, του σωματείου ή του νομικού προσώπου». Ο εκπρόσωπος της Peters αντλεί επιχείρημα από τον κανόνα αυτό για να υποστηρίξει ότι οι υποχρεώσεις που βαρύνουν τα μέλη ενός σωματείου σαν συνέπεια της προσχωρήσεως τους δεν στηρίζονται σε σύμβαση και ότι η επιβεβαίωση της μη συμβατικής φύσεως τους προκύπτει ακριβώς από το γεγονός ότι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως που καθορίζει το εφαρμοστέο δίκαιο στις ενοχές εκ συμβάσεως. Αντιθέτως, η Επιτροπή και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας χρησιμοποιούν το ίδιο συμπέρασμα για να υποστηρίξουν ότι οι εν λόγω ενοχές έχουν συμβατικό χαρακτήρα. Παρατηρούν ότι το να προβλεφθεί η ανάγκη αποκλεισμού των εν λόγω ζητημάτων από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμβάσεως σημαίνει ότι, αν δεν υπήρχε ρητή διάταξη, οι ενοχές αυτές, δυνάμει της συμβατικής τους φύσεως, θα περιλαμβάνονταν στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως. Δεν νομίζω ότι επιχειρήματα του είδους αυτού είναι καθ'εαυτά αποφασιστικά για την επίλυση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, του προβλήματος που απασχολεί το Δικαστήριο. Πάντως, ενόψει των σκέψεων που ανέπτυξα προηγουμένως σχετικά με τον επιδιωκόμενο από τη σύμβαση του 1968 σκοπό και ειδικότερα από το άρθρο 5, περίπτωση 1, νομίζω ότι το επιχείρημα α contrario που αντλείται από τη σύμβαση της Ρώμης μπορεί να οδηγήσει στην ενίσχυση της απόψεως που υποστηρίζω. |
8. |
Το Hoge Raad δεν περιορίζεται στο ερώτημα αν οι αξιώσεις που ένα σωματείο στηρίζει στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την προσχώρηση σ'αυτό εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, περίπτωση 1, αλλά ερωτά επίσης αν «πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της περιπτώσεως κατά την οποία οι ενοχές απορρέουν απευθείας από την πράξη προσχωρήσεως και της περιπτώσεως κατά την οποία απορρέουν από την πράξη προσχωρήσεως σε συνδυασμό με μία ή περισσότερες αποφάσεις οργάνων του σωματείου». Νομίζω ότι στο δεύτερο αυτό ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Και οι αποφάσεις που απορρέουν από μία απόφαση σωματείου στηρίζονται στη συμφωνία με την οποία δημιουργείται η σχέση σωματείου-μέλους. Με τη συμφωνία αυτή τα συμβαλλόμενα μέρη δηλώνουν τη βούληση τους να δεχθούν τους εσωτερικούς κανόνες του σωματείου και, επομένως, συμφωνούν,μεταξύ άΑΑων, να δεσμεύονται από τις λαμβανόμενες από τα όργανα του σωματείου αποφάσεις. Με άλλα λόγια μπορεί να λεχθεί ότι τελικά ο δεσμευτικός χαρακτήρας των αποφάσεων αυτών στηρίζεται, όπως και η πράξη προσχωρήσεως, στη βούληση των συμβαλλομένων μερών να συνάψουν σύμβαση. Υπ'αυτές τις συνθήκες νομίζω ότι από θεωρητική άποψη δεν υπάρχει δυσχέρεια στο να καταταγούν οι αποφάσεις των σωματείων στη σφαίρα των συμβάσεων. Επί πλέον, όπως ήδη είδαμε, το συμπέρασμα αυτό είναι σύμφωνο με την επικρατούσα τάση στα νομικά συστήματα των κρατών μελών |
9. |
Υπό το φώς των ανωτέρω σκέψεων προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Hoge Raad των Κάτω Χωρών με απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1982, σχετικά με την από 12ης Μαΐου 1978 αγωγή του Zuid Nederlandse Aannemers Vereniging κατά Martin Peters Bauunternehmung GmbH, ως εξής:
|
( 1 ) Μετάφραση από τα ιταλικά.