Στην υπόθεση 285/81 — Αναθ. Ι και Αναθ. II,

Jean-Jacques Geist, εκπροσωπούμενος από τον κ. Marcel Slusny, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον κ. Ernest Arendt, δικηγόρο, Centre Louvigny, 34 Β, rue Philippe-Il,

αιτών,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από το νομικό της σύμβουλο κ. Jörn Pipkorn, επικουρούμενο από τον κ. Daniel Jacob, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον κ. Oreste Montalto, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, plateau du Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της απόφασης της 6ης Ιουλίου 1983, με την οποία το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) απέρριψε την προσφυγή του προσφεύγοντος με την οποία ζητούσε, κυρίως, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 1980, με την οποία ο προσφεύγων διατάχθηκε να επανέλθει στις εγκαταστάσεις της Ispra και της απόφασης, της 12ης Ιανουαρίου 1981, με την οποία ανεστάλη η καταβολή των αποδοχών του από 1ης Ιανουαρίου 1981.

Περιστατικά

Ο κ. Geist, γάλλος υπήκοος, προσελήφθη την 1η Απριλίου 1982 ως υπάλληλος επιστημονικού κλάδου από την Επιτροπή της ΕΚΑΕ.

Τοποθετημένος στο τμήμα υδρολογικών μελετών του Κοινού Κέντρου Ερευνών (Κέντρο) του Petten, ο κ. Geist διενεργούσε μελέτες στον τομέα των αντιδραστήρων υγρών καυσίμων. Μετά την απόφαση του Συμβουλίου, της 15ης Ιουνίου 1965, με την οποία τροποποιήθηκε το δεύτερο ερευνητικό πρόγραμμα του 1962, το τμήμα υδρολογικών ερευνών του Petten καταργήθηκε.

Ενώπιον της αδυναμίας να ενταχθεί Ό κ. Geist στο πλαίσιο του νέου ερευνητικού προγράμματος του Petten που καθόρισε το Συμβούλιο, ο γενικός διευθυντής του Κέντρου ζήτησε από τον ενδιαφερόμενο να επιλέξει μια από τις δύο κενές θέσεις του Κέντρου της Ispra στην Ιταλία. Επειδή ο κ. Geist δεν κατέστησε γνωστή την επιλογή του, ο γενικός διευθυντής του Κέντρου του Petten, με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1975, ισχύουσα από την 1η Μαρτίου 1976 μετέθεσε τον ενδιαφερόμενο στο τμήμα «Μεταφορές θερμότητας και μηχανική» του Κέντρου της Ispra.

Η απόφαση αυτή υπήρξε αντικείμενο προσφυγής ακύρωσης που άσκησε ο ενδιαφερόμενος στις 30 Ιουνίου 1976 και απέρριψε το Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1977 (υποθ. 61/76, Recueil 1977, σ. 1419).

Λίγο χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στην Ispra, ο κ. Geist υπέβαλε ιατρικά πιστοποιητικά που απεδείκνυαν ότι η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε να συνεχίσει τις δραστηριότητες του στην Ιταλία.

Στις 14 Αυγούστου 1978, η επιτροπή αναπηρίας στην οποία προσέφυγαν το Σεπτέμβριο 1977 οι υπηρεσίες του Κέντρου, βάσει του άρθρου 59, παράγραφος 3, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, διατύπωσε γνώμη κατά την οποία ο κ. Geist ήταν ικανός να ασκεί τα καθήκοντα του στην Ispra, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι θα ρυθμιστεί το πρόβλημα του επαγγελματικού αναπροσανατολισμού του ενδιαφερομένου.

Εξετάστηκαν τότε διάφορες δυνατότητες τοποθέτησης στην έδρα της Επιτροπής στις Βρυξέλλες, ήτοι, στις 17 Δεκεμβρίου 1979, στο Κοινοτικό Γραφείο Αναφοράς, προσφορά που ο κ. Geist απέρριψε, εν συνεχεία δε στην ΓΔΧΙΙΔ, για τη θέση «επανε-πεξεργασία καυσίμων των αντιδραστήρων αναπαραγωγής ταχέων νετρονίων», που προτάθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1980.

Λαμβάνοντας υπόψη τις επιφυλάξεις που διατύπωσε ο κ. Geist ως προς τη δεύτερη αυτή πρόταση, με τις επιστολές του που απηύθυνε στις 14 Φεβρουαρίου 1980 στον κ. Schuster, τότε γενικό διευθυντή της ΓΔΧΙΙ και στις 9 Μαρτίου 1980 στο μεσολαβητή επί θεμάτων προσωπικού κ. De Groóte, τόσο ως προς την ίδια τη θέση όσο και ως προς το ερευνητικό πρόγραμμα στο οποίο εντασσόταν, ο κ. Schuster απέσυρε την τελευταία αυτή προσφορά θέσης.

Μετά από αίτηση της ιατρικής υπηρεσίας της Ispra, ο κ. Geist εξετάστηκε από τον δόκτορα De Geyter, στις 6 Νοεμβρίου 1980. Ο εμπειρογνώμονας αυτός, ο οποίος είχε ήδη. γνωματεύσει το 1978, ανέφερε στην επιστολή που απηύθυνε στις 15 Νοεμβρίου 1980 στο δόκτορα Siddons ότι «η απουσία του κ. Geist από την εργασία του δεν οφείλεται σε λόγους υγείας. Επομένως, εναπόκειται αποκλειστικά στη διοίκηση να λάβει απόφαση επί της περιπτώσεως αυτής».

Με το από 5 Δεκεμβρίου 1980 έγγραφο ο κ. Villani, Διευθυντής του Κέντρου της Ispra, αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε καμιά προοπτική εργασίας στις Βρυξέλλες, καλούσε τον κ. Geist να επανέλθει στα καθήκοντα του στις εγκαταστάσεις της Ispra.

Στις 14 Δεκεμβρίου 1980, ο θεράπων ιατρός του κ. Geist στις Κάτω Χώρες, γνώρισε στον προϊστάμενο της ιατρικής υπηρεσίας των εγκαταστάσεων της Ispra, ότι λόγοι υγείας εμπόδιζαν τον ενδιαφερόμενο να επανέλθει στην Ιταλία.

Με το από 12 Ιανουαρίου 1981 έγγραφο, που απηύθυνε στον κ. Geist, ο κ. Hannaert, προϊστάμενος του τμήματος «Διοίκηση και προσωπικό της Ispra», ανέφερε ότι ο προϊστάμενος της ιατρικής υπηρεσίας των εγκαταστάσεων της Ispra θεωρούσε ότι η επιστολή του θεράποντος ιατρού δεν συνιστούσε ιατρικό πιστοποιητικό και ότι δεν περιείχε καμία αιτιολόγηση απουσίας από την εργασία. Αναφερόμενος στην ικανότητα προς εργασία του προσφεύγοντος, σύμφωνα με την έκθεση που κατάρτισε το Νοέμβριο 1980 ο δρ. De Geyter, ο κ. Hannaert γνώρισε στον κ. Geist ότι απουσίαζε αδικαιολόγητα και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 60 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, η καταβολή των αποδοχών του είχε ανασταλεί από την 1η Ιανουαρίου 1981.

Οι δύο αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 1980 και της 12ης Ιανουαρίου 1981, υπήρξαν αντικείμενο της προσφυγής ακύρωσης που απέρριψε το Δικαστήριο στις 6 Ιουλίου 1983.

Με δικόγραφα της 3ης Οκτωβρίου και 2ας Δεκεμβρίου 1983, ο Geist ζητεί την αναθεώρηση της προαναφερόμενης απόφασης.

Η πρώτη αίτηση αναθεώρησης, με την οποία ζητείται η αναθεώρηση της σκέψης 12 της επίδικης απόφασης, αφορά την απόρριψη του πρώτου λόγου που προβλήθηκε προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης και που στηρίχτηκε στο ότι η απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 1980 η οποία προαναφέρθηκε, βασιζόμενη κυρίως στο ότι ο ενδιαφερόμενος αρνήθηκε τις θέσεις που του είχαν προσφερθεί εκτός της Ispra, βασιζόταν σε ανακριβή πραγματικά περιστατικά.

Η δεύτερη αίτηση αναθεώρησης, με την οποία ζητείται η αναθεώρηση των σκέψεων 24 και 25 της προαναφερόμενης απόφασης, αφορά την απόρριψη.του επιχειρήματος κατά το οποίο η διοίκηση δεν διαπίστωσε νομίμως ότι ο προσφεύγων απουσίαζε αδικαιολόγητα ... αφού προσκόμισε ιατρικά πιστοποιητικά που αποδείκνυαν ότι η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε να επανέλθει στη θέση του στην Ispra, και κυρίως πιστοποιητικό του θεράποντος ιατρού της 14ης Δεκεμβρίου 1980, το οποίο υπεβλήθη επομένως μετά την έκθεση του δόκτορα De Geyter, της 15ης Νοεμβρίου 1980.

Η Επιτροπή υπέβαλε τις γραπτές της παρατηρήσεις επί των δύο αιτήσεων αναθεώρησης στις 22 Νοεμβρίου 1983 και 26 Ιανουαρίου 1984 αντιστοίχως. Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν οι αιτήσεις αυτές ως απαράδεκτες, τα δε δικαστικά έξοδα να βαρύνουν τον προσφεύγοντα.

Κατά το άρθρο 100, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας, το Δικαστήριο, αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα, εξέδωσε απόφαση εν συμβούλιο επί του παραδεκτού των δύο αιτήσεων αναθεώρησης, τις οποίες ένωσε προς συνεκδίκαση με Διάταξη της 22ας Μαρτίου 1984.

Σκεπτικό

1

Με δικόγραφα που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Οκτωβρίου και 2 Δεκεμβρίου 1983, ο κ. Geist, υπάλληλος επιστημονικού κλάδου που υπηρετούσε στο Κοινό Κέντρο Ερευνών (Κέντρο) της Ispra, ζητεί την αναθεώρηση της απόφασης 285/81 της 6ης Ιουλίου 1983, με την οποία το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) απέρριψε την προσφυγή ακύρωσης που άσκησε ο προσφεύγων στις 3 Νοεμβρίου 1981. Με τις δύο αιτήσεις αναθεώρησης ζητείται η αναθεώρηση, αφενός, της σκέψης 12, και αφετέρου των σκέψεων 24 και 25 της προαναφερθείσας απόφασης.

2

Τα πρωτόκολλα περί του οργανισμού του Δικαστηρίου (αντιστοίχως το άρθρο 38 του οργανισμού ΕΚΑΧ, το άρθρο 41 του οργανισμού ΕΟΚ και το άρθρο 42 του οργανισμού ΕΚΑΕ) ορίζουν ότι η αναθεώρηση απόφασης δύναται να ζητηθεί μόνο εφόσον γίνει γνωστό γεγονός αποφασιστικής σημασίας το οποίο ήταν άγνωστο στο Δικαστήριο και στο διάδικο που ζητεί την αναθεώρηση, προ της εκδόσεως της αποφάσεως.

3

Βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων και του άρθρου 100 του κανονισμού διαδικασίας, το Δικαστήριο, χωρίς να προδικάσει την ουσία, εκδίδει απόφαση εν συμβουλίω επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναθεωρήσεως.

Επί του αιτήματος αναθεώρησης της σκέψης 12 της επίδικης απόφασης

4

Η αίτηση αναθεώρησης αφορά την απόρριψη του πρώτου λόγου από το Δικαστήριο, με τη σκέψη 12 της επίδικης απόφασης με την οποία έκρινε ότι:

«πρέπει, πρώτον, να σημειωθεί ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, η προσβαλλομένη απόφαση δεν φέρει ως αιτιολογία ότι ο κ. Geist αρνήθηκε όλες τις θέσεις που του είχαν προταθεί. Ναι μεν ο γενικός διευθυντής του Κέντρου ανέφερε ότι ο προσφεύγων αρνήθηκε την πρώτη θέση, εν συνεχεία όμως περιορίστηκε να σημειώσει ότι οι επιφυλάξεις του κ. Geist και η διστακτική συμπεριφορά του οδήγησαν τον υπεύθυνο διευθυντή να αποσύρει τη δεύτερη πρόταση που είχε κάνει στον κ. Geist για δεύτερη θέση. Ούτε τα έγγραφα που κατατέθηκαν στη δικογραφία, ούτε οι συζητήσεις που έγιναν ενώπιον του Δικαστηρίου επέτρεψαν να αποδειχθεί ότι οι παρατηρήσεις αυτές ήταν εσωαλμένες. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται σε ανακριβή πραγματικά περιστατικά και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί».

5

Προς στήριξη της αίτησης του, ο αιτών προβάλλει ότι μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης, έλαβε γνώση εγγράφων, άγνωστων στον ίδιο και συνεπώς στο Δικαστήριο, των οποίων το περιεχόμενο αποδεικνύει το βάσιμο του πρώτου λόγου που προβλήθηκε στο πλαίσιο της αρχικής προσφυγής. Τα έγγραφα αυτά, των οποίων το περιεχόμενο αποκαλύφθηκε από το μεσολαβητή σε θέματα προσωπικού κ. De Groóte, ο οποίος εξετάστηκε ως μάρτυρας στις 20 Ιουνίου 1983 στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του προσφεύγοντος από το 1981, υπήρξαν, μετά από αίτηση του προέδρου του πειθαρχικού συμβουλίου, αντικείμενο απογραφής στην οποία προέβη ο γραμματέας του εν λόγω συμβουλίου στις 27 Ιουνίου 1983.

6

Πρώτον, παρατηρείται ότι μεταξύ των διαφόρων εγγράφων που επισυνάφθηκαν στην αίτηση αναθεώρησης, ορισμένα είχαν ήδη επισυναφθεί στην προσφυγή που ασκήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1981. Επομένως, τα έγγραφα αυτά δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο προς απόδειξη του βάσιμου της αίτησης αναθεώρησης.

7

Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι μεταξύ των άλλων εγγράφων που προσκομίστηκαν προς υποστήριξη της αίτησης αναθεώρησης, ο προσφεύγων επικαλείται κυρίως, αλλά ουσιαστικά, δύο έγγραφα των οποίων είχε εξάλλου αναφέρει την ύπαρξη και το περιεχόμενο στο πλαίσιο της προσφυγής ακύρωσης και ζητούσε την προσκόμιση τους με την ίδια αυτή προσφυγή. Πρόκειται, αφενός, για την επιστολή που απηύθυνε στις 17 Μαρτίου 1980 ο κ. De Groóte στον κ. Schuster εις απάντηση της από 15 Φεβρουαρίου 1980 επιστολής του τελευταίου και στην οποία ανέφερε ότι ο προσφεύγων δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί τα καθήκοντα που αντιστοιχούσαν στη θέση «Επανεπεξεργασια καυσίμων των αντιδραστήρων παραγωγής ταχέων νετρονίων» στην ΓΔ XII, αφετέρου δε, για την επιστολή της 28ης Απριλίου 1980, με την οποία ο κ. Schuster απεκάλυπτε στον κ. De Groóte ότι απεφάσισε να αποσύρει την προσφορά της δεύτερης αυτής θέσης διότι δεν επιθυμούσε να επιβάλει ιεραρχικά τον προσφεύγοντα σε υπηρεσία στην οποία δεν ήταν επιθυμητός.

8

Από το σύνολο των νέων αυτών εγγράφων προκύπτει ότι οι επιφυλάξεις και οι δισταγμοί που εξέφρασε ο ίδιος ο προσφεύγων, κατά τις συνομιλίες που είχε με τους υφισταμένους του κ. Schuster τον Ιανουάριο του 1980, με την επιστολή που απηύθυνε στον τελευταίο στις 14 Φεβρουαρίου 1980 και με την επιστολή που απηύθυνε στις 9 Μαρτίου του ιδίου έτους στο μεσολαβητή σε θέματα προσωπικού κ. De Groóte, οδήγησαν τον κ. Schuster, ως υπεύθυνο διευθυντή της ίδιας υπηρεσίας, στη σκέψη ότι η τοποθέτηση του κ. Geist στην προαναφερθείσα θέση δεν θα ήταν σύμφωνη προς το συμφέρον της υπηρεσίας αυτής.

9

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, τα εν λόγω έγγραφα δεν είναι ικανά να ασκήσουν αποφασιστική επίδραση στη λύση που δέχτηκε το Δικαστήριο με την επίδικη απόφαση.

10

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το προαναφερθέν αίτημα με το οποίο ζητείται η αναθεώρηση της σκέψης 12 της επίδικης απόφασης δεν είναι παραδεκτό και πρέπει να απορριφθεί.

Επί του αιτήματος αναθεώρησης των σκέψεων 24 και 25 της επίδικης απόφασης

11

Η αίτηση αναθεώρησης αφορά την απόρριψη του λόγου που πρόβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη των αιτημάτων του ακύρωσης και κατά τον οποίο η διοίκηση δεν διαπίστωσε νομίμως ότι ο προσφεύγων απουσίαζε αδικαιολόγητα αφού προσκόμισε ιατρικά πιστοποιητικά που αποδείκνυαν ότι η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε να επανέλθει στη θέση του στην Ispra, και κυρίως πιστοποιητικό του θεράποντος ιατρού της 14ης Δεκεμβρίου 1980, το οποίο υπεβλήθη μετά την έκθεση του ιατρού De Geyter, της 15ης Νοεμβρίου 1980.

12

Προς στήριξη της αίτησης του, ο αιτών προσκομίζει ολόκληρη την έκθεση του ιατρού De Geyter της 15ης Νοεμβρίου 1980, της οποίας τμήμα μόνο είχε προσκομίσει η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το ιατρικό απόρρητο. Ο αιτών αναφέρει ότι «δεν είναι βέβαιο ότι το Δικαστήριο έλαβε γνώση της εν λόγω έκθεσης στο σύνολο της» και ότι αν είχε συμβεί αυτό, θα «είχε διαφορετική άποψη ως προς την επίπτωση της έκθεσης αυτής».

13

Αρκεί να παρατηρηθεί ότι η πλήρης έκθεση του ιατρού De Geyter κατατέθηκε στο Δικαστήριο από τον ίδιο τον αιτούντα κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση και ότι, συνεπώς, το έγγραφο αυτό ήταν γνωστό τόσο στο Δικαστήριο όσο και στον αιτούντα πριν από την έκδοση της απόφασης. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά γεγονός ικανό να δικαιολογήσει την αίτηση αναθεώρησης.

14

Λαμβάνοντας υπόψη τα προηγουμένως εκτεθέντα, πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα αναθεώρησης των σκέψεων 24 και 25 της επίδικης απόφασης.

Επί των δικαστικών εξόδων

15

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Ο αιτών ηττήθηκε.

16

Σύμφωνα όμως με το άρθρο 70 του κανονισμού διαδικασίας, προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων των Κοινοτήτων, τα όργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

κρίνει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναθεώρησης.

 

2)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

 

Galmot

Everling

Κακούρης

Εκδόθηκε εν συμβουλίω στο Λουξεμβούργο, στις 5 Απριλίου 1984.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

Υ. Galmot