61981J0129

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 11ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1982. - FRATELLI FANCON ΚΑΤΑ SOCIETA INDUSTRIALE AGRICOLE TRESSE (SIAT). - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ CORTE SUPREMA DI CASSAZIONE - ΙΤΑΛΙΑ). - ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 129/81.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1982 σελίδα 00967


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Κοινό Δασμολόγιο — Δασμολογικές κλάσεις — Υπολείμματα απομένοντα μετά τήν απόληψη τών φυτικών ελαίων κατά τήν έννοια τής κλάσεως 23.04 — Άλευρο παραγόμενο από σόγια — Προϊόν υπαγόμενο στήν κοινή οργάνωση αγοράς στόν τομέα τών λιπαρών ουσιών .

( Κανονισμός τού Συμβουλίου 136/66 , άρθρο 1 παράγραφος 2 )

Περίληψη


Τό παραγόμενο από σόγια άλευρο πρέπει νά καταταγεί στήν κλάση ex 23.04 τού Κοινού Δασμολογίου καί , επομένως , περιλαμβάνεται στά προϊόντα , πού απαριθ μούνται στό άρθρο 1 παράγραφος 2 τού κανονισμού 136/66 περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στόν τομέα τών λιπαρών ουσιών .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 129/81 ,

πού έχει ως αντικείμενο αίτηση τού δευτέρου πολιτικού τμήματος τού Corte suprema di cassazione , πρός τό Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τήν οποία ζητείται , στό πλαίσιο τής διαφοράς πού εκκρεμεί ενώπιον τού αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

FRATELLI FANCON , Monte di Malo ,

καί

SOCIETA INDUSTRIALE AGRICOLA TRESSE ( SIAT ), Quarto d’Altino ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 1 παράγραφος 2 τού κανονισμού ( ΕΟΚ ) 136/66 τού Συμβουλίου , τής 22ας Σεπτεμβρίου 1966 , περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στόν τομέα τών λιπαρών ουσιών ( ΕΕ ειδ . έκδ . 03/002 , σ . 33 ),

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ διάταξη τής 28ης Ιανουαρίου 1981 , η οποία περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 27 Μαϊ´ ου 1981 , τό Corte suprema di cassazione , δεύτερο πολιτικό τμήμα , υπέβαλε , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , προδικαστικό ερώτημα ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 1 παράγραφος 2 τού κανονισμού 136/66 τού Συμβουλίου , τής 22ας Σεπτεμβρίου 1966 , περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στόν τομέα τών λιπαρών ουσιών ( ΕΕ ειδ . έκδ . 03/002 , σ . 33 ).

2 Τό ερώτημα αυτό ανέκυψε στό πλαίσιο διαφοράς μεταξύδύοιταλικώνεπιχειρσεων , από τίς οποίες η μία αγόρασε από τήν άλλη άλευρο παραγόμενο από βραζιλιανή σόγια , παραδοτέο μεταξύ τέλους Ιουλίου καί Σεπτεμβρίου 1973 . Μεταξύ τής συνάψεως τής συμβάσεως καί τής ενάρξεως εκτελέσεώς της , η ιταλική Κυβέρνηση εδημοσίευσε τό νομοθετικό διάταγμα 425 τής 24ης Ιουλίου 1973 ( GU 189 , τής 24ης Ιουλίου 1973 ) — πού μετετράπη στόν 494 νόμο τής 4ης Αυγούστου 1973 — περί τής ρυθμίσεως τών τιμών αγαθών πού παράγονται ή διατίθενται από επιχειρήσεις μεγάλων διαστάσεων . Η διαφορά αναφέρεται στό ζήτημα άν η σύμβαση πρέπει νά εκτελεσθεί κατά τούς ορους πού καθορίζονται σ’ αυτή ή άν οι οροι αυτοί πρέπει νά επανεξετασθούν βάσει τού νομοθετικού διατάγματος 425 .

3 Η επίλυση τού προβλήματος αυτού εξαρτάται από τήν φύσητούεπιδίκουπροϊόντος . Πράγματι , άν αυτό υπάγεται στήν κοινή οργάνωση αγοράς , τά Κράτη μέλη δέν δύνανται πλέον νά παρέμβουν , μέ μονομερώς λαμβανόμενες εθνικές διατάξεις , στόν μηχανισμό διαμορφώσεως τών τιμών , πού προκύπτει από τήν κοινή οργάνωση .

4 Αυτή η διαπίστωση , πού συνάγεται από τήν νομολογία τού Δικαστηρίου ( απόφαση τής 23ης Ιανουαρίου 1975 , Galli , 31/74 , Racc ., σ . 47 ), ώθησε τό Corte suprema di cassazione νά υποβάλει στό Δικαστήριο τό ερώτημα «άν τό άλευρο πού παράγεται από σόγια περιλαμβάνεται ή όχι μεταξύ τών προϊόντων πού απαριθμούνται στό άρθρο 1 παράγραφος 2 τού κανονισμού ΕΟΚ 136/66 τού Συμβουλίου , τής 22ας Σεπτεμβρίου 1966 , καί ιδίως στίς κλάσεις 12.02 , ex 15.17 ή ex 23.04 τού κοινού δασμολογίου» .

5 Ο προαναφερθείς κανονισμός 136/66 ειναι τό βασικό κοινοτικό κείμενο , τό οποίο εδημιούργησε κοινή οργάνωση αγοράς στόν τομέα τών λιπαρών ουσιών . Τό άρθρο του 1 εδάφιο 2 απαριθμεί τά προϊόντα στόν τομέα τών ελαιωδών σπόρων καί καρπών πού εμπίπτουν σ’ αυτόν , κατατάσσοντάς τα υπό ενα αριθμό τού κοινού δασμολογίου .

6 Οι τρείς κλάσεις πού αναφέρονται ειδικώς από τόν εθνικό δικαστή ηταν , κατά τήν εποχή τών πραγματικών περιστατικών , διατυπωμένες ως ακολούθως στόν κανονισμό 1/73 τής 19ης Δεκεμβρίου 1972 περί κοινού δασμολογίου ( GU L 1 τής 1 . 1 . 1973 , σ . 1 ):

«12.02 : Άλευρα ελαιωδών σπόρων καί καρπών , εκ τών οποίων δέν εξήχθη τό έλαιον , εξαιρέσει τού αλεύρου σινάπεως ( μουστάρδας ):

α ) Εκ κυάμων σόγιας

β ) Λοιπά

ex 15.17:Υπολείμματα προκύπτοντα εκ τής επεξεργασίας τών λιπαρών σωμάτων ή τών ζωϊκών ή τών φυτικών κηρών :

α ) Περιέχοντα έλαιον έχον τά χαρακτηριστικά τού ελαιολάδου :

i ) Πολτοί εξουδετερώσεως ( soap-stocks )

ii ) Έτερα

β)Λοιπά :

α ) Ιζήματα ( κατακάθια ) ή μούργαι , πολτοί εξουδετερώσεως ( soap-stocks )

β)Μή κατονομαζόμενα

ex 23.04:Πλακούντες ( πίτται ), ελαιοπυρήνες καί ετερα υπολείμματα απομένοντα μετά τήν απόληψιν τών φυτικών ελαίων , εξαιρέσει τής υποστάθμης ( κατακάθια ) καί τής αμόργης :

α)Ελαιοπυρήνες καί ετερα υπολείμματα απομένοντα μετά τήν απόληψιν τού ελαιολάδου :

β)Λοιπά.»

7 Πρέπει εξ αρχής νά σημειωθεί οτι οι κύαμοι σόγιας υπάγονται στήν εν λόγω κοινή οργάνωση τής αγοράς λιπαρών ουσιών , διότι πρόκειται γιά ελαιώδεις σπόρους πού μνημονεύονται , κατά γένος , στήν κλάση 12.01 τού κοινού δασμολογίου , η οποία αναφέρεται στό άρθρο 1 εδάφιο 2 τού κανονισμού 136/66 .

8 Πρέπει ακολούθως νά εξετασθεί η κάθε δασμολογική κλάση πού αναφέρεται από τόν εθνικό δικαστή προκειμένου νά διαπιστωθεί άν τό παραγόμενο από σόγια άλευρο υπάγεται ή όχι σέ μία απ’ αυτές .

9 Δέν αμφισβητείται οτι η βιομηχανική επεξεργασία τών κυάμων σόγιας έχει ως αποτέλεσμα τήν παραγωγή πολλών προϊόντων από τά οποία καί τό άλευρο από σόγια πού ειναι προϊόν πλούσιο σέ πρωτε ΐνες καί προορίζεται γιά ζωοτροφή· η θρεπτική του ιδιότης — χρήσιμη γιά τήν παραγωγή κρέατος — οφείλεται στό εν λόγω χαρακτηριστικό καί στό γεγονός οτι η μεγαλύτερη ποσότης ελαίου αφηρέθη μέ έκθλιψη ή μέ χρήση διαλυτών .

10 Η κλάση 12.02 δέν δύναται νά εφαρμοσθεί στό παραγόμενο από σόγια άλευρο , λόγω τού οτι η παραγωγή του οδηγεί στήν λήψη προϊόντος από τό οποίο έχει εξαχθεί τό έλαιο· διότι στήν κλάση αυτή δέν περιλαμβάνονται , σύμφωνα μέ τήν διατύπωσή της καί μέ τίς επεξηγηματικές σημειώσεις τής Συμβάσεως περί τής ονοματολογίας γιά τήν κατάταξη τών εμπορευμάτων , παρά μόνο τά άλευρα ελαιωδών σπόρων καί καρπών , από τούς οποίους δέν εξήχθη τό έλαιο .

11 Ούτε καί η κλάση ex 15.17 , η οποία δέν αναφέρεται παρά μόνο σέ υπολείμματα προκύπτοντα εκ τής επεξεργασίας τών λιπαρών σωμάτων , εφαρμόζεται στό παραγόμενο από σόγια άλευρο , διότι η κλάση αυτή αναφέρεται σέ υπολείμματα προκύπτοντα από τήν επεξεργασία τών λιπαρών σωμάτων , τά οποία δέν δύνανται νά χρησιμοποιηθούν ως ζωοτροφή , πράγμα πού αποτελεί χαρακτηριστική ιδιότητα τού παραγομένου από σόγια αλεύρου .

12 Αντιθέτως , η κλάση ex 23.04 αναφέρεται σέ πλακούντες ( πίττες ) καί λοιπά υπολείμματα τά οποία , κατά τήν προαναφερθείσα ονοματολογία , ειναι «στερεά υπολείμματα τής εξαγωγής , δι’ εκθλίψεως , διά διαλυτών ή διά φυγοκεντρισμού , τού περιεχομένου εις τούς ελαιώδεις . . . σπόρους ελαίου . . . » , επεξεργασία πού χρησιμοποιείται γιά τήν παραγωγή τού αλεύρου από σόγια .

13 Γιά τήν κατάταξη τού παραγομένου από σόγια αλεύρου στήν κλάση ex 23.04 , προεβλήθησαν αντιρρήσεις , αφ’ ενός μέν , διότι από τό εν λόγω άλευρο δέν έχει εξαχθεί εντελώς τό έλαιο καί δέν δύναται , επομένως , νά χαρακτηρισθεί ως υπόλειμμα εξαγόμενο από λιπαρό σώμα , αφ’ ετέρου δέ , διότι δέν αποτελεί υπόλειμμα , αλλά τό κύριο προϊόν τής διαδικασίας εξαγωγής τού ελαίου .

14 Στήν πρώτη από τίς αντιρρήσεις αυτές πρέπει νά δοθεί η απάντηση οτι η διαδικασία εξαγωγής τού ελαίου ακολουθείται μέχρι τού τεχνικώς επιτρεπτού σημείου καί οτι η ελαχίστη παρουσία υπολοίπων ελαίου δέν μεταβάλλει τήν ποιότητα ενός αλεύρου , η κυρία ιδιότης τού οποίου ειναι η παρουσία πρωτεϊνών υψηλής θρεπτικής αξίας γιά τά ζώα . Στήν δεύτερη αντίρρηση , πρέπει νά δοθεί η απάντηση οτι ο ορος «υπόλειμμα» δέν δύναται νά συγχέεται μέ τόν ορο απόβλητο , οπως αποδεικνύεται από τήν διατύπωση τής κλάσεως ex 23.04 , η οποία αποκλείει «τήν υποστάθμη ( κατακάθια ) καί τήν αμόργη» , υλες σχεδόν χωρίς αξία , ενώ τό παραγόμενο από σόγια άλευρο ειναι τό υπόλειμμα τών σπόρων σόγιας μετά τήν βιομηχανική τους επεξεργασία πού αποβλέπει στήν απόκτηση τού προϊόντος αυτού .

15 Από τά ανωτέρω συνάγεται τό συμπέρασμα οτι τό παραγόμενο από σόγια άλευρο πρέπει νά καταταγεί στήν κλάση ex 23.04 τού Κοινού Δασμολογίου καί οτι , επομένως , περιλαμβάνεται στά προϊόντα , πού απαριθμούνται στό άρθρο 1 παράγραφος 2 τού κανονισμού 136/66 τού Συμβουλίου , περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στόν τομέα τών λιπαρών ουσιών .

16 Δεδομένου οτι τό άλευρο σόγιας κατετάγη στήν ανωτέρω κλάση περιττεύει η εξέταση άλλων κλάσεων στίς οποίες παραπέμπει ο εν λόγω κανονισμός .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

17 Τά έξοδα στά οποία υπεβλήθησαν η Κυβέρνηση τής ιταλικής Δημοκρατίας καί η Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , πού κατέθεσαν παρατηρήσεις στό Δικαστήριο , δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η παρούσα διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κυρίας δίκης τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφανθεί επί τών δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα ),

κρίνοντας επί τού ερωτήματος πού τού υπέβαλε τό Corte suprema di cassazione , δεύτερο πολιτικό τμήμα , μέ διάταξη τής 28ης Ιανουαρίου 1981 , αποφαίνεται οτι :

Τό παραγόμενο από σόγια άλευρο πρέπει νά καταταγεί στήν κλάση ex 23.04 τού κοινού δασμολογίου , καί επομένως , περιλαμβάνεται στά προϊόντα , πού απαριθμούνται στό άρθρο 1 , παράγραφος 2 τού κανονισμού 136/66 τού Συμβουλίου , τής 22ας Σεπτεμβρίου 1966 , περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στόν τομέα τών λιπαρών ουσιών ( ΕΕ ειδ . έκδ . 03/002 , σ . 33 ).