61981J0098

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1982. - K. J. MUNK ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΔΟΚΙΜΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ - ΑΠΟΛΥΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 98/81.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1982 σελίδα 01155


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Δοκιμασία — Έκθεση κατά τό πέρας τής δοκιμασίας — Καθυστερημένη κατάρτισή της — Συνέπειες

( Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως , άρθρο 34 παράγρ . 2 )

2 . Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Δοκιμασία — Έκθεση κατά τό πέρας τής δοκιμασίας — Περιεχόμενο

( Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως , άρθρο 34 παράγρ . 2 )

3 . Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Δοκιμασία — Έκθεση κατά τό πέρας τής δοκιμασίας — Εκτίμηση τών ικανοτήτων τού δοκίμου — Εξουσίες τής διοικήσεως — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

( Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως , άρθρο 34 παράγρ . 2 )

4 . Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής βαρύνουσα τήν διοίκηση — Περιεχόμενο

( Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως , άρθρο 24 )

Περίληψη


1 . Η καθυστερημένη κατάρτιση τής εκθέσεως κατά τό πέρας τής δοκιμασίας συνιστά παρατυπία εν σχέσει πρός τίς ρητές απαιτήσεις τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , η οποία , άν καί ειναι λυπηρά , δέν ειναι πάντως τέτοιας φύσεως πού νά θίγει τό κύρος τής εκθέσεως . Δεδομένου οτι σκοπός τού άρθρου 34 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως ειναι νά εξασφαλισθεί στόν ενδιαφερόμενο τό δικαίωμα νά υποβάλει τίς ενδεχόμενες παρατηρήσεις του στήν ΑΔΑ , καθώς καί νά εξασφαλισθεί οτι οι παρατηρήσεις του θά ληφθούν υπ’ όψη από τήν εν λόγω αρχή , η απόφαση περί απολύσεως , που λαμβάνεται βάσει τής εκθέσεως κατά τό πέρας τής δοκιμασίας καί καταρτίζεται καθυστερημένα , δέν ειναι , εκ τού γεγονότος αυτού , άκυρος , αρκεί μόνον ο χρόνος πού διέρρευσε μεταξύ τής καταρτίσεως τής εκθέσεως καί τής αποφάσεως περί απολύσεως νά ηταν , εν προκειμένω , επαρκής γιά νά δυνηθεί ο προσφεύγων νά εκφέρει τίς παρατηρήσεις του μετά τήν κοινοποίηση τής εκθέσεως , καθώς καί γιά νά ειναι σέ θέση η ΑΔΑ νά εκφέρει τήν κρίση , οπως υποχρεούται .

2 . Η έκθεση κατά τό πέρας τής δοκιμασίας ειναι απαραίτητο νά περιγράφει μόνο τίς κύριες δραστηριότητες τού ενδιαφερο μένου κατά τήν περίοδο τής δοκιμασίας . Η εν λόγω περιγραφή πρέπει νά ειναι αρκετά ακριβής γιά νά επιτρέπει στήν ΑΔΑ νά αιτιολογεί καί νά λαμβάνει τήν απόφασή της .

3 . Στήν αρμόδια διοικητική αρχή ανήκει η εξουσία εκτιμήσεως τής ικανότητος τού δοκίμου υπαλλήλου νά ασκεί τά καθήκοντα πού τού έχουν ανατεθεί , υπό τήν επιφύλαξη τού δικαστικού ελέγχου τής εν λόγω ασκήσεως από τό Δικαστήριο γιά πρόδηλη πλάνη .

4 . Οι διατάξεις τού άρθρου 24 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως αποβλέπουν στήν εξασφάλιση τής αμύνης τών υπαλλήλων έναντι ενεργειών τρίτων καί όχι έναντι πράξεων πού προέρχονται από τό ίδιο τό όργανο στό οποίο υπηρετούν καί τών οποίων ο έλεγχος διέπεται από άλλες διατάξεις τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 98/81 ,

K . J . MUNK , πρώην δόκιμος υπάλληλος στήν Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοι- νοτήτων , κάτοικος Βρυξελλών , rue de Maelbeek 9 , εκπροσωπούμενος καί επικουρούμενος από τόν G . Vandersanden , δικηγόρο Βρυξελλών , avenue de Blauwaerts 38 , Βρυξέλλες , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν δικηγόρο N . Eden , 2 , rue Goethe ,

προσφεύγων ,

κατά

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένης από τόν J . Pipkorn , μέλος τής νομικής της υπηρεσίας , επικουρούμενο από τόν R . Andersen , δικηγόρο Βρυξελλών , avenue Montjoie 214 , Βρυξέλλες , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν O . Montalto , μέλος τής νομικής της υπηρεσίας , κτίριο Jean Monnet , Plateau du Kirchberg , Λουξεμβούργο ,

καθ’ ης ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


πού έχει ως αντικείμενο ακύρωση τής αποφάσεως τής Επιτροπής , τής 1ης Ιουλίου 1980 , μέ τήν οποία απεφασίσθη η λήξη τής υπηρεσιακής του σχέσεως μετά τό πέρας τής περιόδου δοκιμασίας , μέ τίς συνέπειες πού μιά τέτοια ακύρωση συνεπάγεται , κυρίως οσον αφορά τήν αποκατάσταση στήν σταδιοδρομία ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ δικόγραφο πού κατετέθη στήν γραμματεία τού Δικαστηρίου τήν 24η Απριλίου 1981 , ο K . Munk , πρώην δόκιμος υπάλληλος τής Επιτροπής τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , ήσκησε προσφυγή μέ τήν οποία ζητεί τήν ακύρωση τής αποφάσεως τής Επιτροπής , τής 1ης Ιουλίου 1980 , μέ τήν οποία απελύθη μετά τήν λήξη τής περιόδου δοκιμασίας , μέ τίς συνέπειες πού συνεπάγεται μία τέτοια ακύρωση , κυρίως οσον αφορά τήν αποκατάσταση τής σταδιοδρομίας του .

2 Ο προσφεύγων εισήλθε στήν υπηρεσία τής Επιτροπής τήν 1η Οκτωβρίου 1979 , υπό τήν ιδιότητα τού δοκίμου υπαλλήλου στό τμήμα «διαρθρωτική πολιτική» τής γενικής διευθύνσεως XIV ( αλιεία ), μέ τόν βαθμό Α 7 . Κατά τήν λήξη τής περιόδου δοκιμασίας απελύθη μέ απόφαση τής αρμοδίας γιά τούς διορισμούς αρχής ( εφ’ εξής : ΑΔΑ ), τής 1ης Ιουλίου 1980 , βάσει δυσμενούς εκθέσεως κατά τό πέρας τής δοκιμασίας .

3 Η ΑΔΑ αιτιολόγησε τήν απόλυση μέ έλλειψη προσαρμογής τού προσφεύγοντος στίς απαιτήσεις τής υπηρεσίας , τόσο εξ επόψεως ικανότητος γιά τήν εκπλήρωση τών καθηκόντων του , οσο καί εξ επόψεως αποδόσεως καί διαγωγής , στηριζομένη στίς κυριότερες κρίσεις τής εκθέσεως κατά τό πέρας τής δοκιμασίας .

4 Πρός υποστήριξη τής προσφυγής του , ο προσφεύγων προβάλλει τρείς λόγους πού πηγάζουν , οπως ισχυρίζεται , από παρατυπίες τής αποφάσεως καί οι οποίοι συνίστανται στήν μή τήρηση προθεσμίας καταρτίσεως τής εκθέσεως κατά τό πέρας τής δοκιμασίας , σέ εσφαλμένη αιτιολογία , πού οφείλεται σέ ανακριβείς καί υπερβολικά αυστηρές κρίσεις τής εν λόγω εκθέσεως καί σέ κατάχρηση εξουσίας λόγω τού οτι η έκθεση συνετάγη αποκλειστικά μέ σκοπό τήν απόλυσή του καί γιά νά τόν παρεμποδίσει νά ανεύρει απασχόληση σέ άλλη υπηρεσία τής Επιτροπής . Συναφώς , η Επιτροπή ειχε επί πλέον παραβεί τίς υποχρεώσεις της περί αρωγής τών υπαλλήλων της καί τηρήσεως τής αρχής τής χρηστής διοικήσεως .

Επί τής τηρήσεως τής προθεσμίας πού καθορίζεται στό άρθρο 34 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων

5 Κατά τό άρθρο 34 , παράγραφος 2 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , «τό αργότερο ενα μήνα πρίν από τό πέρας τής περιόδου δοκιμασίας , καταρτίζεται έκθεση περί τής ικανότητας τού ενδιαφερομένου πρός εκπλήρωση τών καθηκόντων πού τού έχουν ανατεθεί , καθώς καί περί τής αποδόσεως καί τής συμπεριφοράς του στήν υπηρεσία . Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στόν δόκιμο υπάλληλο , ο οποίος δύναται νά διατυπώσει εγγράφως τίς παρατηρήσεις του» .

6 Ο προσφεύγων υποστηρίζει , σχετικά , οτι η προθεσμία τού ενός μηνός πού καθορίζεται από τήν προαναφερθείσα διάταξη δέν ετηρήθη , δεδομένου οτι η έκθεση κατά τό πέρας τής δοκιμασίας του κατηρτίσθη στίς 19 Ιουνίου καί τήν επέστρεψε μαζί μέ τίς παρατηρήσεις του στίς 27 Ιουνίου , η δέ απόφαση περί απολύσεώς του ελήφθη τήν 1η Ιουλίου , μέ ισχύ αυθημερόν . Λόγω τών συντόμων αυτών προθεσμιών , ο προσφεύγων δέν ειχε αρκετό χρόνο γιά νά υποβάλει τίς παρτηρήσεις του καί η ΑΔΑ δέν διέθετε τόν αναγκαίο χρόνο γιά νά εκτιμήσει τίς κρίσεις τής εκθέσεως καί τίς παρατηρήσεις πού τίς συνόδευαν , ωστε νά λάβει τήν απόφασή της κατά τό πέρας τής δοκιμασίας μέ πλήρη επίγνωση τής υποθέσεως . Επειδή ελήφθη υπό τίς εν λόγω συνθήκες , η απόφαση περί απολύσεως πρέπει , κατά τόν προσφεύγοντα , νά θεωρηθεί ως παράτυπη .

7 Η Επιτροπή δικαιολογεί τήν υπέρβαση αυτή τών προθεσμιών , λόγω τής επιθυμίας της νά λάβει υπ’ όψη τά συμφέροντα τού ενδιαφερομένου . Οι ιεραρχικά προϊστάμενοί του ήθελαν πράγματι νά τού παράσχουν τήν δυνατότητα νά περατώσει μία μελέτη καί νά αναζητήσει , οπως τού ειχε συστηθεί , άλλη θέση στήν Επιτροπή , πρίν από τό πέρας τής δοκιμασίας του .

8 Όπως έχει δεχθεί τό Δικαστήριο , η βραδύτης στήν κατάρτιση τής εκθέσεως κατά τό πέρας τής δοκιμασίας συνιστά παρατυπία εν σχέσει πρός τίς ρητές απαιτήσεις τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως η οποία , άν καί ειναι λυπηρά , δέν ειναι , πάντως , τέτοιας φύσεως πού νά θίγει τό κύρος τής εκθέσεως . Σκοπός τού άρθρου 34 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως ειναι νά εξασφαλισθεί στόν ενδιαφερόμενο τό δικαίωμα νά υποβάλλει τίς ενδεχόμενες παρατηρήσεις του στήν ΑΔΑ , καθώς καί νά εξασφαλισθεί οτι οι παρατηρήσεις του θά ληφθούν υπ’ όψη από τήν εν λόγω αρχή .

9 Όπως προκύπτει ομως από τήν δικογραφία , ο χρόνος πού διέρρευσε μεταξύ τής καταρτίσεως τής εκθέσεως καί τής αποφάσεως περί απολύσεως ηταν εν προκειμένω επαρκής γιά νά δυνηθεί ο προσφεύγων νά εκφέρει τίς παρατηρήσεις του μετά τήν κοινοποίηση τής εκθέσεως , καθώς καί γιά νά ειναι εις θέση η ΑΔΑ νά εκφέρει κρίση , οπως υπεχρεούτο . Πρέπει επίσης νά σημειωθεί οτι η άποψη τού ιεραρχικά προϊσταμένου πού κατ’ ουσίαν εταυτίζετο μέ τήν κρίση πού εκφράζεται στήν έκθεση κατά τό πέρας τής δοκιμασίας , τού εγνωστοποιήθη μέ υπηρεσιακό σημείωμα τής 20ής Μα ΐου , ο δέ προσφεύγων απήντησε μέ επιστολή τής 9ης Ιουνίου 1980 .

10 Εκ τών προηγηθέντων επεται οτι δέν δύναται νά γίνει δεκτός ο λόγος τού προσφεύγοντος περί παραβάσεως τού άρθρου 34 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , επομένως δέ , ο λόγος αυτός πρέπει νά απορριφθεί .

Επί τής εσφαλμένης αιτιολογίας τής αποφάσεως περί απολύσεως

11 Ο προσφεύγων υποστηρίζει οτι η έκθεση κατά τό πέρας τής δοκιμασίας , πού αποτελεί τήν ουσιαστική βάση τής προσβαλλομένης αποφάσεως , περιέχει ανακριβείς καί υπερβολικά αυστηρές κρίσεις , δέν ειναι δέ αντικειμενική , καθ’ οσον στηρίζεται στίς αμφισβητούμενες πλευρές τής εργασίας του , χωρίς νά αναφέρει κανένα θετικό στοιχείο τής προόδου τής περιόδου δοκιμασίας του . Διατείνεται επίσης οτι ειργάσθη κατά τήν περίοδο τής δοκιμασίας του χωρίς σαφείς οδηγίες από τούς προϊσταμένους του καί οτι η έκθεση κατά τό πέρας τής δοκιμασίας δέν αναφέρει ολες τίς δραστηριότητές του κατά τήν διάρκεια τής επιδίκου περιόδου .

12 Η καθ’ ης απορρίπτει τούς ισχυρισμούς αυτούς διευκρινίζοντας οτι οι πνευματικές ικανότητες καί τά επιστημονικά προσόντα τού προσφεύγοντος δέν αμφισβητούνται . Εν τούτοις , ο προσφεύγων δέν ειχε τίς απαιτούμενες ικανότητες γιά σταδιοδρομία υπαλλήλου σέ μία διεθνή διοίκηση πού αντιμετωπίζει ειδικά προβλήματα . Η καθ’ ης ισχυρίζεται οτι ο προσφεύγων επεξεργάζετο τά θέματα πού τού ανετίθεντο μέ υπερβολικά θεωρητικό τρόπο , ασυμβίβαστο μέ τίς ανάγκες τής καθημερινής λειτουργίας τής υπηρεσίας καί εκτός τού πλαισίου πού τού ειχε καθορισθεί γιά τήν εκτέλεση τών εργασιών του .

13 Επί πλέον , στόν προσφεύγοντα προσάπτεται οτι δέν ετήρησε τήν ιεραρχική τάξη , ερχόμενος σέ επαφή μέ άλλες υπηρεσίες τής Επιτροπής χωρίς άδεια τού προϊσταμένου του καί κατά παραμερισμό του .

14 Πρέπει νά σημειωθεί οτι ο προσφεύγων δέν προσκομίζει καμμία απόδειξη πρός υποστήριξη τών ισχυρισμών του οτι ηταν υποχρεωμένος νά εργάζεται χωρίς οδηγίες καί οτι η έκθεση ειναι ανακριβής , επειδή δέν αναφέρει ολες τίς δραστηριότητές του κατά τήν υπό κρίση περίοδο . Άλλωστε , η έκθεση κατά τό πέρας τής δοκιμασίας δέν ειναι απαραίτητο νά περιγράφει παρά μόνο τίς κύριες δραστηριότητες τού ενδιαφερομένου κατά τήν περίοδο τής δοκιμασίας . Η εν λόγω περιγραφή πρέπει νά ειναι αρκετά ακριβής γιά νά επιτρέπει στήν ΑΔΑ νά αιτιολογεί καί νά λαμβάνει τήν απόφασή της .

15 Ούτε καί η έλλειψη αντικειμενικότητος τής εκθέσεως δύναται νά γίνει δεκτή διότι από τήν ανάγνωσή της προκύπτει σαφώς οτι οι ικανότητες τού προσφεύγοντος ειχαν , από ορισμένες πλευρές , κριθεί ως καλές καί μάλιστα ως πολύ καλές .

16 Όσον αφορά τούς ισχυρισμούς τού προσφεύγοντος επί τής ουσίας τών περί αυτού κρίσεων τής εν λόγω εκθέσεως , πρέπει νά υπομνησθεί οτι στήν αρμοδία διοικητική αρχή ανήκει η εξουσία εκτιμήσεως τής ικανότητος τού ενδιαφερομένου νά ασκεί τά καθήκοντα πού τού έχουν ανατεθεί , υπό τήν επιφύλαξη τού δικαστικού ελέγχου τής εν λόγω ασκήσεως από τό δικαστήριο γιά πρόδηλη πλάνη . Από τή δικογρφία ομως , δέν προκύπτει οτι η ΑΔΑ υπέπεσε εν προκειμένω σέ πρόδηλη πλάνη κατά τήν εκτίμηση τών προσόντων τού Munk .

17 Πρέπει επομένως νά απορριφθεί καί ο δεύτερος λόγος πού προεβλήθη από τόν προσφεύγοντα .

Επί τού λόγου περί καταχρήσεως εξουσίας

18 Ο προσφεύγων ισχυρίζεται σχετικά , οτι η απόλυσή του έγινε γιά νά παρεμποδισθεί η ευόδωση τών προσπαθειών του γιά τήν μετάταξή του .

19 Η επιχειρηματολογία αυτή , πού στηρίζεται σέ διπλή παρανόηση , δέν δύναται νά γίνει δεκτή . Κατ’ αρχάς , πρέπει νά σημειωθεί οτι οι ίδιοι οι ιεραρχικώς προϊστάμενοι τού προσφεύγοντος τόν συνεβούλευσαν εγκαίρως νά εξετάσει τίς δυνατότητες ανευρέσεως , σέ άλλες υπηρεσίες τής Επιτροπής , απασχόληση πού θά ανταπεκρίνετο πληρέστερα στά επαγγελματικά του προσόντα . Αφ’ ετέρου , δέν ειναι αρμόδιο τό Δικαστήριο νά κρίνει τήν αναγκαιότητα ή τό πρόσφορο μιάς αναδιαρθρώσεως τών θέσεων εντός τής διοικήσεως , οπως αυτή πού θά συνεπήγετο τό αίτημα τού προσφεύγοντος .

20 Ο προσφεύγων προσάπτει επίσης στήν Επιτροπή οτι παρέβη τό καθήκον τής αρωγής τών υπαλλήλων της , τό οποίο προβλέπεται στό άρθρο 24 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , επειδή δέν τόν υπεστήριξε στίς προσπάθειές του νά εξεύρει άλλη απασχόληση εντός τού οργάνου .

21 Ο λόγος αυτός δέν δύναται νά γίνει δεκτός . Όπως εδέχθη προσφάτως τό Δικαστήριο μέ τήν απόφαση τής 17ης Δεκεμβρίου 1981(Bellardi-Ricci , 178/80 , πού δέν έχει ακόμη δημοσιευθεί στήν Συλλογή ), οι διατάξεις τού άρθρου 24 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως αποβλέπουν στήν εξασφάλιση τής αμύνης τών υπαλλήλων έναντι ενεργειών τρίτων καί όχι έναντι πράξεων πού προέρχονται από τό ίδιο τό όργανο , στό οποίο υπηρετούν , καί τών οποίων ο έλεγχος διέπεται από άλλες διατάξεις τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως .

22 Από τίς προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει οτι η προσφυγή πρέπει νά απορριφθεί ως αβάσιμη .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

23 Κατά τό άρθρο 69 , παράγραφος 2 τού κανονισμού διαδικασίας , ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στά δικαστικά έξοδα .

24 Σύμφωνα ομως μέ τό άρθρο 70 τού κανονισμού διαδικασίας , προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων τών Κοινοτήτων , τά όργανα φέρουν τά έξοδα , στά οποία υπεβλήθησαν .

Διατακτικό


Διά ταύτα ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( δεύτερο τμήμα )

κρίνει καί αποφασίζει :

1 ) Απορρίπτει τήν προσφυγή .

2 ) Κάθε διάδικος φέρει τά δικαστικά του έξοδα .