61981J0026

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 29ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1982. - SA OLEIFICI MEDITERRANEI ΚΑΤΑ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ. - ΕΞΩΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 26/81.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1982 σελίδα 03057


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Παράνομη συμπεριφορά — Ζημία — Αιτιώδης συνάφεια

( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 215 , εδάφιο 2 )

Περίληψη


Από τό άρθρο 215 τής συνθήκης προκύπτει οτι η γένεση τής εξωσυμβατικής ευθύνης τής Κοινότητος καί η άσκηση τού δικαιώματος αποκαταστάσεως τής προξενηθείσης ζημίας εξαρτώνται από τήν συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων πού αφορούν τό παράνομο τής συμπεριφοράς πού προσάπτεται στά όργανα , τήν υπαρξη τής ζημίας καί τήν αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τής συ μπεριφοράς αυτής καί τής προβαλλομένης ζημίας .

Από τά ανωτέρω επεται οτι η ευθύνη τής Κοινότητος δέν δύναται νά θεωρηθεί ως γεννηθείσα , άν δέν πληρούνται ολες οι προϋποθέσεις από τίς οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποκαταστάσεως πού ορίζεται στό άρθρο 215 , εδάφιο 2 .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 26/81 ,

SA OLEIFICI MEDITERRANEI , μέ εδρα τό Quiliano ( Ιταλία ), εκπροσωπουμένη από τόν δικηγόρο Βρυξελλών E . Jakhian , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν δικηγόρο E . Arendt , Centre Louvigny , 34/B/IV , rue Philippe-II ,

ενάγουσα ,

κατά

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ , εκπροσωπουμένης από τά όργανά της :

1 . τό Συμβούλιο τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , εκπροσωπούμενο από τόν D . Vignes , διευθυντή τής νομικής του υπηρεσίας , επικουρούμενο από τόν A . Brautigam , υπάλληλο διοικήσεως τής ανωτέρω υπηρεσίας , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν H . J . Pabbruwe , διευθυντή τής διευθύνσεως νομικών υποθέσεων τής Ευρωπαϊκής Τραπέζης Επενδύσεων , 100 , boulevard Konrad-Adenauer ,

2.τήν Επιτροπή τών Ευωπαϊκών Κοινοτήτων , εκπροσωπουμένη από τόν νομικό της σύμβουλο J . C . Seche , επικουρούμενο από τόν J . Sack , μέλος τής νομικής υπηρεσίας τής Επιτροπής , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν Oreste Montalto , μέλος τής νομικής της υπηρεσίας , κτίριο Jean Monnet , plateau du Kirchberg ,

εναγομένης ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


πού έχει ως αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως στηριζομένη στά άρθρα 178 καί 215 , εδάφιο 2 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τήν οποία ζητείται νά υποχρεωθεί η Κοινότης νά καταβάλει στήν ενάγουσα ως αποζημίωση τό ποσό τών 50 629 λογιστικών μονάδων ( ECU ), ως κεφάλαιο , εντόκως πρός 8 % από 4ης Μα ΐου 1979 μέχρις εκδόσεως τής αποφάσεως ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ δικόγραφο πού κατέθεσε στήν γραμματεία τού Δικαστηρίου στίς 13 Φεβρουαρίου 1981 , η SA Oleifici Mediterranei , επιχείρηση εισαγωγών καί εξαγωγών ελαιολόδου μέ εδρα τό Quiliano ( Ιταλία ), ήσκησε δυνάμει τών άρθρων 178 καί 215 , εδάφιο 2 , τής συνθήκης αγωγή , μέ τήν οποία ζητεί νά τής επιδικασθεί τό ποσό τών 50 629 λογιστικών μονάδων , ως κεφάλαιο , εντόκως πρός 8 % από 4ης Μαΐου 1979 μέχρι εκδόσεως τής αποφάσεως , πρός αποκατάσταση τής ζημίας πού τής προξένησε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης , λόγω τής θεσπίσεως από τό Συμβούλιο καί τήν Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ορισμένων κανονισμών , πού αποβλέπουν στήν μεταρρύθμιση τού συστήματος πού εφηρμόζετο γιά τό ελαιόλαδο στό πλαίσιο τής κοινής οργανώσεως τής αγοράς στόν τομέα τών λιπαρών ουσιών .

2 Δεδομένου οτι τίθεται θέμα ευθύνης τής Κοινότητος λόγω τής εκδόσεως τών ανωτέρω κανονισμών , θά πρέπει κατ’ αρχάς νά παρατεθεί τό νομοθετικό πλαίσιο μέ τό οποίο καθωρίσθη τό εφαρμοστέο επί τού ελαιολάδου σύστημα .

3 Μέ τόν κανονισμό 136/66 τού Συμβουλίου , τής 22ας Σεπτεμβρίου 1966 , περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στόν τομέα τών λιπαρών ουσιών ( ΕΕ ειδ . έκδ . 03/002 , σ . 33 ), εθεσπίσθησαν οι βασικοί κανόνες πού διέπουν τό εμπόριο ελαιολάδου καί καθορίζουν ενιαίες τιμές σέ συνδυασμό μέ παροχή ενισχύσεων στήν παραγωγή δικαιολογούμενες από τίς χαμηλές σχετικώς τιμές τών προϊόντων υποκαταστάσεως . Όσον αφορά τό εμπόριο μέ τίς τρίτες χώρες , εθεσπίσθη η είσπραξη εισφοράς λόγω εισαγωγής καί η καταβολή επιστροφής λόγω εξαγωγής , μέ αποτέλεσμα νά απαιτούνται καί γιά τίς δύο ενέργειες πιστοποιητικά , η έκδοση τών οποίων εξηρτάτο από τήν παροχή εγγυήσεως , η οποία κατέπιπτε εν ολω ή εν μέρει άν η εισαγωγή ή η εξαγωγή δέν επραγματοποιείτο κατά τήν διάρκεια ισχύος τού πιστοποιητικού ή επραγματοποιείτο μερικώς , οπως προκύπτει από τό άρθρο 17 τού κανονισμού 136/66 πού ετροποποιήθη από τόν κανονισμό 2554/70 τού Συμβουλίου , τής 15ης Δεκεμβρίου 1970 , περί τών πιστοποιητικών εισαγωγής καί εξαγωγής στόν τομέα τών λιπαρών ουσιών ( JO L 275 , σ . 5 ).

4 Τό ανωτέρω σύστημα εμπορίου μέ τρίτες χώρες συνεπληρώθη μέ τόν κανονισμό 171/67 τού Συμβουλίου , τής 27ης Ιουνίου 1967 , περί τών επιστροφών καί εισφορών πού εφαρμόζονται κατά τήν εξαγωγή ελαιολάδου ( ΕΕ ειδ . έκδ . 02/002 , σ . 108 ), ο οποίος καθώρισε ενα ειδικό σύστημα εμπορίου , αποκαλούμενο «ΕΞ/ΕΙΣ» , σύστημα πού προβλέπεται ρητώς στό άρθρο 9 , παράγραφος 1 , τό οποίο ορίζει :

«Κατόπιν αιτήσεως τού ενδιαφερομένου , η επιστροφή κατά τήν εξαγωγή ελαιολάδου χορηγείται υπό τήν μορφή αδείας εισαγωγής ποσότητος ελαιολάδου άνευ εισφοράς , η οποία αντιστοιχεί στήν ποσότητα τού εξαχθέντος ελαιολάδου , υπό τήν προϋπόθεση οτι θά προσκομισθεί η απόδειξη οτι η εξαγωγή έλαβε χώρα πρίν από τήν εισαγωγή καί οτι η εισαγωγή πραγματοποιήθηκε σέ προθεσμία πού θά καθορισθεί.»

5 Τό περιγραφέν ανωτέρω σύστημα ετροποποιήθη τό 1978 . Προκειμένου νά εξασφαλισθεί αφ’ ενός η πώληση τού κοινοτικού ελαιολάδου εν όψει τού ανταγωνισμού μέ τά άλλα φυτικά έλαια καί , αφ’ ετέρου , ενα δίκαιο εισόδημα στούς παραγωγούς , τό Συμβούλιο , μέ τόν κανονισμό 1562/78 , τής 29ης Ιουνίου 1978 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 03/021 , σ . 248 ), συνεπλήρωσε τό προβλεπόμενο από τόν κανονισμό 136/66 σύστημα ενισχύσεως στήν παραγωγή μέ ενα σύστημα ενισχύσεων στήν κατανάλωση ( άρθρο 11 ), πού προωρίζετο νά εξασφαλίσει τήν πώληση ελαιολάδου σέ τιμές ανταγωνιστικές μέ τίς τιμές τών σπορελαίων . Η ευθυγράμμιση τών κοινοτικών τιμών μέ τίς τιμές τών διεθνών αγορών ειχε , ακολούθως , ως αποτέλεσμα τήν μείωση τής τιμής κατωφλίου καί , κατά συνέπεια , τήν μείωση τής εισφοράς λόγω εισαγωγής ελαιολάδου προελεύσεως τρίτων χωρών .

6 Επί πλέον , ετροποποιήθη ουσιωδώς τό σύστημα εισφορών . Δυνάμει τού άρθρου 16 τού εν λόγω κανονισμού , η Επιτροπή έχει , σέ ορισμένες περιπτώσεις , τήν εξουσία νά επιβάλει ενα σύστημα εισφορών πού καθορίζεται μέ διαγωνισμό . Στήν περίπτωση αυτή , η Επιτροπή καθορίζει περιοδικώς τό κατώτερο υψος τής εισφοράς· η κατακύρωση πραγματοποιείται υπέρ εκείνου , ο οποίος έχει υποδείξει υψος εισφοράς ίσο ή υψηλότερο τού ελαχίστου επιπέδου καί ο οποίος υποχρεούται νά εισαγάγει τήν ποσότητα τού προϊόντος πού εμφαίνεται στήν αίτησή του , στό υψος τής εισφοράς πού έχει υποδείξει , ανεξαρτήτως τού χρόνου εισαγωγής .

7 Κατά τό Συμβούλιο , η έναρξη ισχύος τού συστήματος τών ενισχύσεων στήν κατανάλωση , πού ειχε προβλεφθεί γιά τήν 1η Νοεμβρίου 1978 — έναρξη τής περιόδου 1978-1979 — ανεβλήθη κατ’ ανάγκη γιά πρώτη φορά μέχρι τήν 1η Μαρτίου 1979 λόγω τών τεχνικών δυσχερειών εφαρμογής τού εν λόγω συστήματος . Κατά συνέπεια , ο κανονισμός 3088/78 τού Συμβουλίου , τής 19ης Δεκεμβρίου 1978 ( JO L 369 , σ . 11 ), προέβλεψε , γιά τό τρέχον ακόμη χρονικό διάστημα τής περιόδου 1978-1979 , δύο διαφορετικές τιμές κατωφλίου : η πρώτη καθωρίσθη σέ 145,43 ΛΜ/100 kg μέχρι τίς 28 Φεβρουαρίου 1979 , η δέ δευτέρα σέ 119,44 ΛΜ/100 kg από τήν 1η Μαρτίου 1979 , εμειώθη δηλαδή κατά 25,99 ΛΜ/100 kg .

8 Διαπιστώνοντας , εν τούτοις , τόν Φεβρουάριο τού 1979 οτι υφίσταντο ακόμη δυσχέρειες , τό Συμβούλιο ανέβαλε τήν έναρξη ισχύος τών νέων τιμών γιά τήν 1η Απριλίου μέ τόν κανονισμό 360/79 τού Συμβουλίου , τής 20ής Φεβρουαρίου 1979 , ο οποίος ετροποποίησε τόν κανονισμό 3088/78 οσον αφορά τίς περιόδους εφαρμογής τών αντιπροσωπευτικών τιμών τής αγοράς καί τών τιμών κατωφλίου τού ελαιολάδου , γιά τήν περίοδο 1978-1979 ( JO L 46 , σ . 1 ).

9 Η Επιτροπή , η οποία έχει δυνάμει τού άρθρου 16 , παράγραφος 6 , τού βασικού κανονισμού 136/66 ( οπως ετροποποιήθη από τόν κανονισμό 1562/78 ) τήν εξουσία νά θεσπίζει τίς λεπτομέρειες εφαρμογής τού συστήματος εισφορών , έκρινε οτι , δεδομένου οτι η τιμή κατωφλίου τού ελαιολάδου ειχε μεταβληθεί αισθητώς από τήν 1η Απριλίου 1979 , τό ποσό τών εισφορών πού ειχε καθορισθεί κατόπιν διαγωνισμού διεξαχθέντος πρό τής ημερομηνίας αυτής καί πού εμφαίνετο στά πιστοποιητικά εισαγωγής έπρεπε νά μειωθεί κατά 24,18 ΛΜ/100 kg γιά τίς εισαγωγές ελαιολάδου , γιά τίς οποίες ειχε μέν ζητηθεί πιστοποιητικό πρό τής 1ης Απριλίου 1979 , ειχαν ομως πραγματοποιηθεί μετά τήν εν λόγω ημερομηνία ( κανονισμός 884/79 , τής 3ης Μα ΐου 1979 — JO L 111 , σ . 18 ). Αντιθέτως , κανένα ανάλογο μεταβατικό μέτρο δέν ελήφθη γιά τό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ» οσον αφορά τίς ποσότητες ελαιολάδου πού εισήχθησαν μετά τήν 1η Απριλίου 1979 , ενώ οι αντίστοιχες εξαγωγές ειχαν πραγματοποιηθεί πρό τής ημερομηνίας αυτής .

10 Η ενάγουσα ειχε , πρό τής 1ης Απριλίου 1979 , εξαγάγει πρός τρίτες χώρες καί , μετά τήν ημερομηνία αυτή , εισαγάγει από τρίτες χώρες ορισμένες ποσότητες ελαιολάδου υπό τό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ» , στό οποίο ειχε ζητήσει νά υπαχθεί , εξάγοντας συνεπώς χωρίς νά εισπράξει επιστροφές καί εισάγοντας χωρίς νά καταβάλει εισφορές . Πρός υποστήριξη τής αγωγής της , ισχυρίζεται ουσιαστικώς οτι η Επιτροπή ώφειλε επίσης νά προβλέψει ενα μεταβατικό σύστημα γιά τίς συναλλαγές «ΕΞ/ΕΙΣ» καί οτι η σχετική παράλειψη ειναι παράνομη , γεννά δέ τήν ευθύνη της καί τήν υποχρεώνει νά αποκαταστήσει τήν ζημία θετική ή αποθετική , τήν οποία υπέστη η ενάγουσα κατόπιν τών συναλλαγών «ΕΞ/ΕΙΣ» πού επραγματοποίησε κατά τήν διάρκεια τού εν λόγω χρονικού διαστήματος .

11 Η ενάγουσα δέχεται οτι ολοι οι επιχειρηματίες ηδύναντο νά προβλέψουν οτι η έναρξη ισχύος τού συστήματος ενισχύσεων στήν κατανάλωση , η οποία ειχε καθορισθεί αρχικώς γιά τήν 1η Νοεμβρίου 1978 , έπρεπε νά προκαλέσει μείωση τής τιμής στήν κοινή αγορά τόσο τού εισαγομένου , οσο καί τού εγχωρίου ελαιολάδου . Υποστηρίζει , ομως , οτι , μετά τήν πρώτη καί τήν δεύτερη αναβολή τής ενάρξεως ισχύος τού συστήματος ενισχύσεων , ηδύνατο λογικώς νά προσδοκά οτι η ισχύς τού προηγουμένου συστήματος θά παρετείνετο ακόμη μία φορά πέραν τής 1ης Απριλίου 1979 . Κατά συνέπεια , προέβη στίς συναλλαγές «ΕΞ/ΕΙΣ» υπό συνθήκες , οι οποίες περιελάμβαναν , σέ σχέση ιδίως μέ τίς τιμές πού κατέβαλε γιά τίς εισαγωγές ελαιολάδου στήν Κοινότητα , τήν διατήρηση , καί μετά από τήν 1η Απριλίου 1979 , τής τιμής τού ελαιολάδου στήν κοινή αγορά στό επίπεδο πού προέκυπτε από τήν τιμή κατωφλίου , οπως ειχει καθορισθεί η τιμή αυτή πρό τής εν λόγω ημερομηνίας .

12 Συνεπώς , η ενάγουσα θεωρεί , κυρίως , οτι η παράλειψη τής Επιτροπής νά λάβει μέ τόν κανονισμό 884/79 μεταβατικά μέτρα γιά τούς εισαγωγείς «ΕΞ/ΕΙΣ» πρός αντιστάθμιση τής μειώσεως τών τιμών στήν κοινοτική αγορά , οπως προέβλεψε μεταβατικά μέτρα υπέρ τών εισαγωγέων , οι οποίοι υπεχρεούντο νά καταβάλουν υψηλές εισφορές , ειναι παράνομη , συνεπαγομένη τήν ευθύνη τής Κοινότητος , η οποία οφείλει νά επανορθώσει τά προκληθέντα ζημιογόνα αποτελέσματα . Επικουρικώς , η ενάγουσα υποστηρίζει οτι υφίσταται ευθύνη τής Κοινότητος λόγω τών πράξεων τού Συμβουλίου , κατ’ εφαρμογή τής αρχής τής αντικειμενικής ευθύνης τής νομοθετικής εξουσίας .

Όσον αφορά τό στρεφόμενο κατά τής Επιτροπής μέρος τής αγωγής

13 Η ενάγουσα υποστηρίζει , κυρίως , οτι η Επιτροπή δέν διέθετε στήν συγκεκριμένη περίπτωση πραγματική εξουσία οικονομικής επιλογής , εφ’ οσον η αρμοδιότης της περιωρίζετο εντός τών ορίων τών κανονισμών τού Συμβουλίου , τούς οποίους καί εκτελεί , γιά νά λάβει μεταβατικά μέτρα λόγω τής μειώσεως τού υψους τών εισφορών , οπως αυτό καθωρίσθη κατ’ εκτίμηση τού ίδιου τού Συμβουλίου . Από τήν εν λόγω έννομη κατάσταση , η ενάγουσα συνάγει οτι αρκεί νά αποδείξει οτι ο κανονισμός ηταν παράνομος , χωρίς νά πρέπει νά αποδείξει τήν υπαρξη σοβαρής καί χαρακτηριστικής παρανομίας , η οποία συνιστά παραβίαση υπέρτερης αρχής τού δικαίου πού προστατεύει τά άτομα . Πάντως , η ενάγουσα υποστηρίζει , επικουρικώς , οτι άν τό Δικαστήριο εδέχετο τόν ισχυρισμό οτι η Επιτροπή διέθετε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως , οι αιτιάσεις πού διετυπώθησαν εναντίον της επιτρέπουν τουλάχιστον τήν διακρίβωση ενός τέτοιου σοβαρού πταίσματος , τό οποίο συνίσταται στήν παράλειψη θεσπίσεως μεταβατικών μέτρων υπέρ τών επιχειρηματιών «ΕΞ/ΕΙΣ» . Συνεπώς , η Επιτροπή παρεβίασε , πρώτον , τήν αρχή τής ίσης μεταχειρίσεως , διότι αντιμετώπισε κατά τρόπο διαφορετικό αντικειμενικώς δεκτικές συγκρίσεως καταστάσεις καί , δεύτερον , τήν αρχή τής δικαιολογημένης εμπιστοσύνης , διότι οι επιχειρηματίες «ΕΞ/ΕΙΣ» , μή δυνάμενοι νά προσδιορίσουν τήν ημερομήνια ενάρξεως τής ισχύος τής τροποποιήσεως , ηδύναντο δικαιολογημένως νά προσδοκούν οτι θά ελαμβάνοντο μεταβατικά μέτρα . Τέλος , η προξενηθείσα ζημία οφείλεται ακριβώς στήν έλλειψη μεταβατικών μέτρων υπέρ τών επιχειρηματιών «ΕΞ/ΕΙΣ» .

14 Η Επιτροπή απορρίπτει ολα τά ανωτέρω επιχειρήματα . Όσον αφορά , κατ’ αρχάς , τήν εξουσία εκτιμήσεως , υποστηρίζει οτι μέ τό άρθρο 16 , παράγραφος 6 , τού κανονισμού 1562/78 εξουσιοδοτείται η Επιτροπή νά λαμβάνει τά σχετικά μέ τόν καθορισμό τής εισφοράς μέτρα σύμφωνα μέ τήν διαδικασία πού περιγράφεται στό άρθρο 38 καί κατόπιν διαβουλεύσεως μέ τήν επιτροπή διαχειρίσεως λιπαρών ουσιών . Εξ άλλου , κατά τήν Επιτροπή , οι καταστάσεις τών δύο ενδιαφερομένων κατηγοριών επιχειρηματιών δέν ειναι δεκτικές συγκρίσεως εφ’ οσον , ενώ ο επιχειρηματίας «τοίς μετρητοίς» επιδιώκει νά προφυλαχθεί έναντι ενός οικονομικού κινδύνου προκαθορίζοντας τήν εισφορά του , ο επιχειρηματίας «ΕΞ/ΕΙΣ» αντιθέτως δέχεται νά αναλάβει εναν τέτοιο κίνδυνο επιδιδόμενος σέ κερδοσκοπικές ενέργειες , οι οποίες συνίστανται στήν παραίτηση από ενα όφελος μέ ενδεχόμενο αντάλλαγμα ενα άλλο όφελος , πού προεξοφλεί οτι θά ειναι μεγαλύτερο . Η διαφορά αυτή δικαιολογεί τό γεγονός οτι δέν ελήφθη κανένα μεταβατικό μέτρο υπέρ τών επιχειρηματιών «ΕΞ/ΕΙΣ» .

15 Περαιτέρω , η Επιτροπή τονίζει , οπως καί τό Συμβούλιο , εναν άλλο λόγο , γιά τόν οποίο πρέπει νά απορριφθεί η αγωγή . Κατ’ αυτούς , η ζημία δέν οφείλεται στούς κανονισμούς , αλλά στήν συμπεριφορά τής εναγούσης .

16 Σύμφωνα μέ παγία νομολογία τού Δικαστηρίου , από τό άρθρο 215 τής συνθήκης ΕΟΚ προκύπτει οτι γένεση τής εξωσυμβατικής ευθύνης τής Κοινότητος καί η άσκηση τού δικαιώματος αποκαταστάσεως τής προξενηθείσης ζημίας εξαρτώνται από τήν συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων πού αφορούν τό παράνομο τής συμπεριφοράς πού προσάπτεται στά όργανα , τήν υπαρξη τής ζημίας καί τήν αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τής συμπεριφοράς αυτής καί τής προβαλλομένης ζημίας .

17 Από τά ανωτέρω επεται οτι η ευθύνη τής Κοινότητος δέν δύναται νά θεωρηθεί ως γεννηθείσα άν δέν πληρούνται ολες οι προϋποθέσεις από τίς οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποκαταστάσεως πού ορίζεται στό άρθρο 215 , εδάφιο 2 .

18 Στήν υπό κρίση υπόθεση , θά πρέπει νά εξετασθεί πρώτον ο ισχυρισμός πού στηρίζεται στήν έλλειψη αιτιώδους συναφείας μεταξύ τής επικρινομένης συμπεριφοράς τής Επιτροπής καί τής προβαλλομένης ζημίας .

19 Κατά τούς εναγομένους , τό διαφυγόν κέρδος τής εναγούσης οφείλεται στήν συμπεριφορά της , δεδομένου οτι επέλεξε τό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ» γνωρίζοντας οτι πράγματι επίκεινται τροποποιήσεις , οι οποίες συνίσταντο ουσιαστικώς στήν καθιέρωση τής ενισχύσεως στήν κατανάλωση πού θά επέφερε αναπόφευκτα πτώση τών κοινοτικών τιμών , υπολογίζοντας ομως οτι η έναρξη ισχύος τού νέου συστήματος θά καθυστερούσε αρκετά , ωστε νά δυνηθεί νά αποπερατώσει τίς αναληφθείσες υπό τό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ» ενέργειες πρό τής εφαρμογής τού εν λόγω συστήματος· τό Συμβούλιο παρατηρεί , ιδίως , οτι η συμπεριφορά αυτή συνιστά εκουσία εκ μέρους τής εναγούσης ανάληψη τού κινδύνου μειώσεως τών κοινοτικών τιμών πωλήσεως τού ελαιολάδου λόγω τής εφαρμογής τής ενισχύσεως στήν κατανάλωση .

20 Η ενάγουσα υποστηρίζει οτι , κατά τό μέτρο πού η ημερομηνία ενάρξεως τής ισχύος τής αποφασισθείσης τροποποιήσεως παρέμενε γιά μεγάλο χρονικό διάστημα αβέβαιη , ο επιχειρηματίας «ΕΞ/ΕΙΣ» εδικαιούτο νά πιστεύει οτι , εφ’ οσον τό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ» ηταν εν ισχύι , ηδύνατο νά κάνει χρήση αυτού καί οτι ενδεχομένως ο κοινοτικός νομοθέτης θά ελάμβανε τά αναγκαία μεταβατικά μέτρα , προκειμένου τό ανωτέρω σύστημα νά μή έχει δυσμενείς γι’ αυτήν επιπτώσεις . Συνεπώς , η ζημία οφείλεται στό γεγονός οτι δέν ελήφθησαν τέτοια μέτρα .

21 Ειναι βέβαιο οτι η ενάγουσα εγνώριζε οτι ο κανονισμός 1592/78 τού Συμβουλίου εισήγαγε , στίς 29 Ιουνίου 1978 , νέο σύστημα πού θά εφηρμόζετο στό ελαιόλαδο καί θά έπρεπε νά προκαλέσει μείωση τών τιμών κατωφλίου· εγνώριζε επίσης οτι ο κανονισμός 3088/78 τού Συμβουλίου , τής 19ης Δεκεμβρίου 1978 , ωρισε τήν 1η Μαρτίου ως ημερομηνία ενάρξεως τής ισχύος τού νέου συστήματος .

22 Υπ’ αυτές τίς συνθήκες , η ενάγουσα , ως συνετός εξαγωγεύς , πλήρως ενημερωμένος επί τών ρυθμιζομένων από τούς κανονισμούς συνθηκών τής αγοράς , δέν ηταν δυνατό νά αγνοεί , στίς 27 Ιανουαρίου 1979 , οταν προέβαινε σέ εξαγωγές στήν Λιβύη , πραγματοποιώντας τήν πρώτη φάση τών υπό τό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ» συναλλαγών της , οτι ειχε προβλεφθεί γιά τήν 1η Μαρτίου 1979 μείωση τών τιμών κατωφλίου , η οποία θά καθιστούσε αναπόφευκτα τίς εισαγωγές , χωρίς καταβολή εισφοράς , ολιγώτερο ευνοϊκές .

23 Τό γεγονός οτι στίς 20 Φεβρουαρίου 1979 απεφασίσθη γιά δεύτερη φορά η κατά εναν μήνα αναβολή τής ενάρξεως τής ισχύος τού συστήματος ενισχύσεων στήν κατανάλωση δέν ειναι ικανό νά μεταβάλει τόν κίνδυνο πού η ενάγουσα ειχε ελευθέρως επιλέξει νά αναλάβει .

24 Κατά συνέπεια , η προβαλλομένη ζημία δέν προεκλήθη από τήν συμπεριφορά τών κοινοτικών οργάνων , αλλά οφείλεται αποκλειστικώς στήν επιλογή τής εναγούσης , η οποία δέν ηδύνατο νά αγνοεί τούς εφαρμοστέους στίς ενέργειές της κανόνες καί τίς ενδεχόμενες συνέπειες τής συμπεριφοράς της .

25 Συνεπώς , χωρίς νά απαιτείται η εξέταση τής νομιμότητος τού κανονισμού 884/79 καί τής υπάρξεως τής ζημίας , η αγωγή , καθ’ οσον στρέφεται κατά τής Επιτροπής , πρέπει νά απορριφθεί .

Όσον αφορά τό στρεφόμενο κατά τού Συμβουλίου μέρος τής αγωγής

26 Η ενάγουσα υποστηρίζει εις βάρος τού Συμβουλίου οτι , άν καί οι κανονισμοί 1562/78 , 3088/78 καί 360/79 δέν ειναι παράνομοι , εν τούτοις γεννάται ευθύνη τού Συμβουλίου , διότι απορρέει από τήν δεκτή στό κοινοτικό δίκαιο αρχή τής αντικειμενικής ευθύνης τής νομοθετικής εξουσίας .

27 Από τίς σκέψεις πού ανεπτύχθησαν ανωτέρω προκύπτει , εν τούτοις , οτι η προβαλλομένη ζημία , έστω καί άν θεωρηθεί ως αποδειχθείσα , οφείλεται αποκλειστικώς στήν συμπεριφορά τής εναγούσης καί οτι πρέπει , συνεπώς , νά απορριφθεί η αγωγή καί κατά τό μέρος πού στρέφεται κατά τού Συμβουλίου .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

28 Κατά τό άρθρο 69 , παράγραφος 2 , τού κανονισμού διαδικασίας , ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στά δικαστικά έξοδα .

29 Δεδομένου οτι η ενάγουσα ηττήθη καθ’ ολοκληρίαν , πρέπει νά καταδικασθεί στά δικαστικά έξοδα .

Διατακτικό


Διά ταύτα ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνει καί αποφασίζει :

1 ) Απορρίπτει τήν αγωγή .

2)Καταδικάζει τήν ενάγουσα στά δικαστικά έξοδα .