ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΘ ΕΊΣΑΓΓΕΛΈΩΣ

PIETER VERLOREN VAN THEMAAT

ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤίΣ 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 1982 ( 1 )

ΚΑί ΈΠΕΒΕΒΑΙΏΘΗΣΑΝ ΚΑΤΆ ΤήΝ ΣΥΝΕΔΡΊΑΣΗ ΤῆΣ 9ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 1982

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Εισαγωγή

1.1. 'Επισκόπηση τῶν προβλημάτων πού ανακύπτουν στην υπόθεση αὐτη

Ἡ υπόθεση Oosthoek δείχνει γιά μιά ἀκόμη φορά ὅτι τό ἔδαφος στό όποιο συναντῶνται οἱ συμφωνίες, οἱ διαφορετικές οικονομικές νομοθεσίες τῶν διαφόρων κρατῶν μελών καί τό κοινοτικό δίκαιο είναι γεμάτο παγίδες, εμπόδια, δόκανα καί ἐνέδρες. Λόγω τῶν περιπλοκών αυτών δέν εἶναι ἁπλό νά δοθεί στό ερώτημα πού υπέβαλε τό Gerechtshof τοῦ "Αμστερνταμ, ἀπάντηση πού νά μη 'έχει συνέπειες ἀντίθετες πρός τήν, ἐν προκειμένω ευρεία, νομολογία τοῦ Δικαστηρίου. 'Αρχίζω μέ μιά επισκόπηση τῶν περιπλοκών αυτών.

α)

Σύμφωνα μέ τίς γραπτές παρατηρήσεις πού κατέθεσε στό πλαίσιο τῆς υποθέσεως αυτής (σελίδα 10), ἡ εταιρία Oosthoek's Uitgeversmaatschappij BV (πού ἀναφέρω, στην συνέχεια ὡς «Oosthoek») έπεσε στην παγίδα πού τῆς ἔστησε ἡ «Vereniging ter bevordering van de belangen des boekhandels» (ένωση γιά την προώθηση τῶν συμφερόντων τῶν βιβλιοπωλῶν). Πράγματι, ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες, τό άρθρο 3 τοῦ «Wet Beperking Cadeaustelsel» (ὀλλανδικός νόμος περί περιορισμῶν στό σύστημα τῶν δώρων) τοῦ 1977, για τόν όποιο πρόκειται στην διαφορά αυτή, τῆς επιτρέπει κάλλιστα νά προσφέρει ὡς δώρα, σέ συνδυασμό μέ την πώληση τῶν εγκυκλοπαιδειών της, βιβλία ἀπό τά δικά τῆς ἀποθέματα, πράγμα πού ἀποτελεί τήν ἐν προκειμένω ἐπίδικη μέθοδο. Ή παρέκκλιση αύτη υπογραμμίζει ὅτι ὁ νόμος επιδιώκει ειδικότατους σκοπούς, στους ὁποίους θά ἔχω την ευκαιρία νά επανέλθω.

Ἀπό τίς γραπτές παρατηρήσεις πού κατέθεσε στην δίκη αυτή ἡ Oosthoek προκύπτει ὅτι ὁ «Reglement voor het handelsverkeer» (κανονισμός περί εμπορίου), που ἐθέσπισε τό ἀνωτέρω σωματείο, τήν εμποδίζει, πάντως, νά συγκεντρώσει τίς προϋποθέσεις πού προβλέπονται στην παράγραφο 1, στοιχείο γ, τοῦ ἄρθρου 3. Συνοπτικῶς, ἡ προϋπόθεση αυτή απαιτεί ὁπως ἡ ενδιαφερόμενη επιχείρηση επιτρέπει στόν ἀγοραστή νά επιλέγει μεταξύ τοῦ δώρου καί ἑνός χρηματικοῦ ποσοῦ τουλάχιστον ἴσου πρός τό ήμισυ τῆς κανονικής τιμής πωλήσεως τοῦ δώρου (συνδυασμένες διατάξεις τοῦ άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ καί τῆς παραγράφου 2, στοιχείο α, τοῦ ἰδιου άρθρου). Ὅμως, σύμφωνα μέ τίς γραπτές παρατηρήσεις τῆς Oosthoek, τό άρθρο 12 τοῦ ἀνωτέρω κανονισμοῦ ὑπό μορφή συμπράξεως χαρακτηρίζει τήν πλήρωση τῆς προϋποθέσεως αυτής ὡς επιστροφή τήν ὁποία ἀπαγορεύει ἡ σύμπραξη.

Ἡ Oosthoek προσπαθεί τώρα νά ξεφύγει ἀπό τήν παγίδα αυτή προβάλλοντας ὅτι ή εφαρμογή στην πράξη μιᾶς ἄλλης εξαιρέσεως τῆς κατ' ἀρχήν ἀπαγορεύσεως τῆς προσφορᾶς δώρων, πού προβλέπεται στό άρθρο 4, παράγραφος 3, τοῦ νόμου, ἀντιβαίνει στην νομολογία τοῦ Δικαστηρίου τήν σχετική μέ τά άρθρα 30 ὡς 36 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. Συνοπτικῶς, τό άρθρο 4, παράγραφος 3, προβλέπει ἐξαίρεση γιά τά δώρα τά όποῖα, πρώτον, έχουν σχέση συναφειας πρός τό πωλούμενο προϊόν ἀπό πλευράς καταναλώσεως, δεύτερον, φέρουν ἀνεξίτηλη καί εμφανέστατη κατά τήν συνήθη χρήση διαφημιστική ἔνδειξη καί, τρίτον, δέν έχουν ἀξία μεγαλύτερη τοῦ 4 ο/ο τῆς τιμής πωλήσεως τοῦ συνόλου τῶν κυρίων προϊόντων. 'Ακριβώς αυτήν τήν προϋπόθεση τῆς ὑπάρξεως σχέσεως προς τήν κατανάλωση δέν πληροῦν τά ἐν προκειμένω επίδικα δώρα, σύμφωνα μέ τόν νόμο καί τήν σχετική νομολογία. Δεδομένου ὅτι ή προϋπόθεση αύτη τῆς υπάρξεως σχέσεως προς τήν κατανάλωση δέν προβλέπεται ἀπό διάταξη τοῦ βελγικοῦ δικαίου — πού εἶναι κατά τά λοιπά παρόμοιο — μνημονευόμενη ἀπό τήν βελγική κυβέρνηση στίς γραπτές της παρατηρήσεις, ἡ Oosthoek μπορεῖ, ἀντιθέτως, νά πραγματοποιεί τήν ἐπίδικη επιχείρηση — δώρα στό Βέλγιο. Ή κατάσταση αὐτή εμποδίζει τήν Oosthoek στό καθ' εαυτό ἀξιέπαινο ἀπό κοινωνικής σκοπιάς σχέδιο, νά ἀκολουθεί δηλαδή μιά στρατηγική πωλήσεων ὁμοιόμορφη σέ ὁλόκληρο τό έδαφος ὅπού ὁμιλείται ή ὀλλανδική γλώσσα.

Οἱ ἀνωτέρω περιστάσεις ὁδήγησαν τό παραπέμπον δικαστήριο νά σᾶς υποβάλει τό ἀκόλουθο ερώτημα:

«Συμβιβάζεται πρός τό κοινοτικό δίκαιο (συγκεκριμένα πρός τήν ἀρχή τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων), τό ὅτι δυνάμει τῶν διατάξεων τοῦ «Wet Beperking Cadeaustelsel» ένας έκδότης πού επιχειρεί νά προωθήσει τήν πώληση έργων, στα όποια γίνονται παραπομπές καί πού προορίζονται νά διατεθοῦν σέ ὅλες τίς περιοχές ὅπου ὁμιλείται ἡ ὀλλανδική γλώσσα, προέρχονται δέ ἐν μέρει ἀπό τίς Κάτω Χώρες καί ἐν μέρει ἀπό τό Βέλγιο, προσφέροντας δώρα ὑπό μορφή βιβλίων, υποχρεώνεται νά παύσει νά χρησιμοποιεί αὐτή τήν μέθοδο προωθήσεως τῶν πωλήσεων στίς Κάτω Χώρες, ἐνῶ αυτή επιτρέπεται στό Βέλγιο, γιά μόνο τόν λόγο ὅτι ή ὀλλανδική ρύθμιση ἀπαιτεῖ τήν ύπαρξη σχέσεως πρός τήν κατανάλωση μεταξύ δώρου εἰς είδος και προϊόντος ἐπί τοῦ ὁποίου στηρίζεται ἡ προσφορά τοῦ δώρου;»

Γιά νά ἀπαντήσω στό ερώτημα αυτό, πρέπει νά ξεπεράσω τά εμπόδια καί νά διαφύγω τίς παγίδες καί ενέδρες, τίς όποιες θά ἀπαριθμήσω τώρα.

β)

'Αρχικώς, πρέπει νά εξετασθεί ἄν ὁ «Wet Beperking Cadeaustelsel» τοῦ 1977, κατά τό μέρος πού μας ενδιαφέρει ἐν προκειμένω, ἔρχεται σέ σύγκρουση μέ τήν θεμελιώδη ἀρχή τῆς ἀποφάσεως Dassonville (υπόθεση 8/74, Jurispr. 1974, σ. 837, πέμπτη σκέψη), πού ἔγινε πάγιο ἀξίωμα στην μεταγενέστερη νομολογία τοῦ Δικαστηρίου. Ή Oosthoek καί ἡ 'Επιτροπή ἀπαντούν καταφατικά στό ερώτημα αὐτό ἡ ὀλλανδική, ή γερμανική καί ἡ δανική Κυβέρνηση ἀπαντούν ἀρνητικά. Θά εξετάσω τό σημείο αυτό στό δεύτερο μέρος τῶν προτάσεων μου.

γ)

Σέ περίπτωση καταφατικής ἀπαντήσεως στό ἀνωτέρω ερώτημα, πρέπει ἐν συνεχεία νά εξακριβωθεί ἄν επιβάλλεται νά εφαρμοσθεί ἐν προκειμένω αυτό πού ὀνόμασα λακωνικῶς, ιδίως στίς προτάσεις μου στην ὑπόθεση Beele (υπόθεση 6/81), «κανόνα τοῦ ευλόγου χαρακτῆρος» ή «Rule of Reason», πού καθιερώθη μέ τήν έκτη σκέψη τῆς ἀποφάσεως Dassonville, μαζί μέ τίς διευκρινίσεις πού διετυπώσατε στην μεταγενέστερη νομολογία σας ( 2 ). Πρός τούτο, πρέπει νά ἀποφευχθεί ἡ παρανόηση ὅτι δηλαδή πρόκειται στην παρούσα υπόθεση γιά εφαρμογή ἡ επέκταση των εξαιρέσεων πού προβλέπονται στό άρθρο 36 (ὅπως παρετήρησε ἡ γερμανική κυβέρνηση μέ τίς γραπτές τῆς παρατηρήσεις), διότι τά συμφέροντα στά όποια ἀναφέρονται οι ἐκ τοῦ νόμου περιορισμοί τοῦ συστήματος τῶν δώρων (ιδίως ἡ ἐντιμότης των εμπορικῶν συναλλαγών καί ἡ προστασία τῶν καταναλωτών) δέν μπορούν σέ καμμία περίπτωση νά περιληφθούν μεταξύ εκείνων πού απαριθμούνται περιοριστικῶς στό άρθρο 36. Σχετικώς, παραπέμπω στην ἀπόφαση σας στην υπόθεση 113/80, 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας (Συλλογή 1981, σ. 1625, σκέψη 10).

Στό τρίτο μέρος τῶν προτάσεων μου, θά ἀντιπαραθέσω τά εμπόδια στό εμπόριο, πού προκύπτουν ἀπό νόμους ὅπως ὁ επίδικος ἐν προκειμένω, πρός τήν νομολογία σας τήν σχετική μέ τό «rule of reason». Νομίζω ὅτι τά μείζονος σημασίας εμπόδια πού θά πρέπει νά υπερπηδήσω πρός τοῦτο είναι τά έξῆς:

Κατά πρώτον, ὅπως προκύπτει ἀπό τό ιστορικό καί ἀπό τό γράμμα τοῦ νόμου καθώς καί ἀπό τήν επιστήμη, ὁ νόμος αυτός ἀποβλέπει πράγματι καί στην προστασία τῶν καταναλωτών, πλην ὅμως δέν έχει ρητώς ὡς σκοπό νά προαγάγει τήν εντιμότητα τῶν εμπορικών συναλλαγών, διότι ὁ νομικός αυτός τομεύς καλύπτεται ἀποκλειστικά ἀπό τήν νομολογία τήν σχετική μέ τά ἀδικήματα (άρθρο 1401 τοῦ ὀλλανδικοῦ ἀστικοῦ κωδικός) καί ἀπό μία καί μόνη ειδική διάταξη τοῦ ποινικοῦ κωδικός ( 3 ). Ό νόμος εντάσσεται σέ μιά κατηγορία νομοθετημάτων τά όποια ἀποβλέπουν νά εξασφαλίσουν τήν «κανονική διεξαγωγή τῶν οικονομικών συναλλαγών». Σ' αυτή τήν κατηγορία νόμων ἀνήκουν επίσης, σύμφωνα μέ τίς γραπτές παρατηρήσεις τῆς ὀλλανδικής κυβερνήσεως, ὁ νόμος περί υπολοίπων εμπορευμάτων, ὁ νόμος περί τοῦ επαγγέλματος τοῦ πλανοδίου έμπόρου καί ὁ νόμος περί πωλήσεων μέ δόσεις καθώς επίσης, σύμφωνα μέ άλλες πηγές μνημονευόμενες σέ σημείωμα, ὁ νόμος ὁ σχετικός μέ τό κλείσιμο τῶν καταστημάτων καί ὁρισμένα τμήματα «Vestigingswet Bedrijven» (νόμος περί εγκαταστάσεως επιχειρήσεων). 'Από τίς αιτιολογικές εκθέσεις τῶν ἐν λόγω νόμων προκύπτει ὅτι, ιστορικῶς, ὁ «Wet Beperking Cadeaustelsel» συνδέεται στενῶς ἰδίως μέ τήν εξέλιξη τῆς νομοθεσίας περί εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, οἱ διαδοχικές μορφές τοῦ νόμου (1955, 1972 καί 1977) ἀκολούθησαν πιστά τίς τροποποιήσεις τῆς νομοθεσίας περί εγκαταστάσεως καταστημάτων τοῦ λιανικοῦ εμπορίου. Αυτές οἱ τροποποιήσεις τῆς περί εγκαταστάσεως νομοθεσίας επέβαλαν, μεταξύ άλλων, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν αἰτιολογική ἔκθεση, τήν ἀντικατάσταση τοῦ ἀρχικοῦ στόχου τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς προσφοράς δώρων «ξένων πρός τόν τομέα» μέ τήν προστασία τῶν επιχειρήσεων «οἱ όποιες προτείνουν συνήθως τά προσφερόμενα ὡς δώρα εἴδη στό κανονικό τους σύνολο», ὡς κύριο στόχο τοῦ ήδη ἐν ἰσχύι νόμου. Θά ἐνθυ-μεῖσθε ὅτι στό τέλος τῆς προφορικής διαδικασίας, ὁ εκπρόσωπος τῆς 'Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας διεφώνησε ρητώς ὡς πρός αυτή τήν οικονομική δικαιολόγηση τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς προσφοράς δώρων. Ὅπως ὁ «Wet Beperking Cadeaustelsel», 'έτσι καί οἱ άλλοι νόμοι πού ἀνήκουν στην κατηγορία αυτή τῶν νομοθετικών κειμένων τά όποια ἀποβλέπουν στην εξασφάλιση τῆς κανονικής διεξαγωγής τῶν οικονομικών συναλλαγών δέν προάγουν τήν ευθύτητα στόν ἀνταγωνισμό. Ὅλοι οἱ νόμοι πού μνημονεύονται ἀνωτέρω, ἀποτελούν μέρος, ὅπως λόγου χάρη ἡ νομοθεσία περί τιμῶν, ἡ γεωργική νομοθεσία καί ή ρύθμιση τῶν μεταφορῶν, τῆς οἰκονομικής νομοθεσίας, ἔστω καί ἄν ἀντιπροσωπεύουν ἕνα τύπο εντελῶς συγκεκριμένο τῆς νομοθεσίας αυτής. Τό κοινό χαρακτηριστικό αὐτοῦ τοῦ είδους νόμων εἶναι ὅτι ἡ κοινωνικοοικονομικοί σκοποί τῆς ὀργανώσεως της ἀγορᾶς πού επιδιώκουν καταλήγουν κατ' ἀρχήν ἐδῶ σέ διαρκείς κανόνες, έστω καί ἄν δέν ἀποκλείονται συγκεκριμένες διατάξεις εφαρμογής πού ἀφήνουν κατά τό μᾶλλον ἤ ήττον κάποια διακριτική ευχέρεια.

Κατά συνέπεια, ὁ ρητός στόχος τοῦ νόμου θέτει τό πρόβλημα ἄν ὀρθώς ἡ ὀλλανδική κυβέρνηση καί ἡ 'Επιτροπή εξομοίωσαν τόν επίδικο νόμο, στίς γραπτές τους παρατηρήσεις, μέ τους νόμους προστασίας τῆς ἐντιμότητος τῶν εμπορικών συναλλαγών πού ή νομολογία σας συγκαταλέγει στό «rule of reason» τῆς ἀποφάσεως Dassonville καί, ἐφ' ὅσον ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀρνητική, ἄν δικαιολογείται ἡ υπαγωγή στον κανόνα αυτό ὁ όποιος μετριάζει τήν βασική ἀρχή τῆς ἀποφάσεως Dassonville, τῶν νόμων πού ἀποβλέπουν στην εξασφάλιση τῆς κανονικής διεξαγωγής τῶν οικονομικών συναλλαγών. Κατά τήν εξέταση τοῦ διπλοῦ αὐτοῦ ερωτήματος, θά ἀναλύσω τό βάσιμο ὁρισμένων εναλλακτικών ἀπαντήσεων.

Δεύτερον, ἡ εφαρμογή τοῦ κανόνος τοῦ ευλόγου χαρακτῆρος, πού διατυπώνεται στην έκτη σκέψη τῆς ἀποφάσεως Dassonville, σέ συνδυασμό μέ τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητος, ἡ ὁποία, κατά τήν νομολογία σας, ἀποτελεί ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ κανόνος αὐτοῦ, θέτει ἐν προκειμένω ιδιαίτερα προβλήματα. Όσον άφορα τήν υπόθεση τῆς υπάρξεως σχέσεως πρός τήν κατανάλωση, στην ὁποία ἀναφέρεται ἡ εξαίρεση πού μνημονεύει τό παραπέμπον δικαστήριο, διερωτώμαι ιδίως ἄν τά περιοριστικά ἐπί τοῦ εμπορίου ἀποτελέσματα τῆς διατάξεως αὐτής, πού ἀποβλέπει προφανώς νά περιορίσει τίς ζημίες, τίς όποιες υφίσταται τό κανονικό εμπόριο τῶν προσφερομένων ὡς δώρων ἀντικειμένων (πράγμα πού ἀπο-τελεί τόν κύριο στόχο τοῦ νόμου), δικαιολογούνται πράγματι ἀπό τόν στόχο αυτό, ὅταν πρόκειται γιά ἀντικείμενα πού ἡ συγκεκριμένη επιχείρηση προσφέρει ἀπό τή δική τῆς ποικιλία εμπορευμάτων. Ή δικαιολόγηση αυτής τῆς ειδικής προϋποθέσεως τῆς υπάρξεως σχέσεως πρός τήν κατανάλωση βάσει τοῦ στόχου τῆς ὀργανώσεως τῆς ἀγοράς πού επιδιώκει ὁ ὀλλανδικός νόμος καί ὄχι βάσει σκέψεων ἀναφερομένων στην εντιμότητα τῶν εμπορικών συναλλαγών ἤ στην προστασία τῶν καταναλωτών επιβεβαιώνεται κατά τήν γνώμη μου ἀπό τό ὅτι ἡ ειδική αύτη προϋπόθεση δέν περιλαμβάνεται σέ καμμια ἀπό τίς κατά τά λοιπά παρόμοιες εξαιρέσεις πού προβλέπουν οἱ περί δώρων νομοθεσίες άλλων κρατών μελών.

Τρίτον, λόγω τῶν περιοριστικών ἐπί τοῦ εμπορίου ἀποτελεσμάτων πού έχουν οἱ διαφορές μεταξύ τῶν νομοθεσιών τῶν κρατών μελών στόν ἐν λόγω τομέα, θά σταματήσω επίσης γιά λίγο στά κριτήρια πού ἔχει θέσει ἡ νομολογία σας τῆς «νομίμου εμπορίας σέ άλλο κράτος μέλος» (υπόθεση 120/78, 15η σκέψη καί διατακτικό) καί τοῦ «ισοδυνάμου τῶν προϋποθέσεων πού τίθενται σέ άλλο κράτος μέλος» (βλ. ἰδίως τήν πρόσφατη ἀπόφαση σας τῆς 22ας Ἰουνίου 1982 στην υπόθεση 220/81, Robertson ).

Ἡ Oosthoek δέν κατώρθωσε, ούτε κατά τήν συζήτηση, νά ἀποδείξει γιατί τό άρθρο 34 τῆς συνθήκης ΕΟΚ ἔχει επίσης σημασία ἐν προκειμένω. Όπως ἀνέφερε γιά μιά ἀκόμη φορά ὁ εκπρόσωπος τῆς ὀλλανδικής κυβερνήσεως καί ὅπως προκύπτει επίσης ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐδαφικότητος τοῦ ἐν προκειμένω εφαρμοστέου ὀλλανδικοῦ ποινικοῦ δικαίου, ὁ επίδικος ὀλλανδικός νόμος δέν εφαρμόζεται στην εξαγωγή ἀντικειμένων καί δώρων πρός άλλα κράτη μέλη. 'Ακόμα καί ἄν γίνει δεκτό ὅτι ὁ ὀλλανδικός νόμος ἀποτελεί ἐν τούτοις έμμεσο εμπόδιο σέ μιά ὁμοιόμορφη καί ἀρίστης δυνατής ἀποδόσεως εμπορική στρατηγική πού ἀκολουθείται σέ ὁλόκληρο τό έδαφος πού ὁμιλείται ἡ ὀλλανδική γλώσσα, δηλαδή ἰδίως στίς Κάτω Χῶρες καί στό Βέλγιο, δέν μπορεί σέ καμμία περίπτωση νά λεχθεί ὅτι ὁ επίδικος νόμος περιορίζει κατά δυσμενή διάκριση τίς εξαγωγές, κατά την ἔννοια των ἀποφάσεών σας Bouhelier (υπόθεση 53/76, Jurispr. 1977, σ. 197), Groenveld (υπόθεση 15/79, Jurispr. 1979, σ. 3409) καί Oebel (υπόθεση 155/80, Συλλογή 1981, σ. 1993).

1.2 'Εξέλιξη τῆς διαοικασίας

Μεταξύ τῶν πραγματικών περιστατικών πού ἐθεώρησε ὡς ἀποδεδειγμένα στην διάταξη περί παραπομπής ὁ Politierechter, τό μόνο σημαντικό, ὅσον άφορο τίς συγκεκριμένες περιστάσεις πού ὁδήγησαν στό ερώτημα τό όποιο σας υπεβλήθη, εἶναι τό γεγονός ὅτι προσφέρεται ὡς δώρο ένας παγκόσμιος ἄτλας τήν στιγμή πού ἀναλαμβάνεται ἡ υποχρέωση ἀγορας τοῦ Grand Larousse. Ή ἐν λόγω εγκυκλοπαίδεια εἰσά-γεται στίς Κάτω Χώρες ἀπό τό Βέλγιο, ὅπως προκύπτει δέ ἀπό τήν ἀπάντηση σε ερώτηση πού υπέβαλε γραπτώς τό Δικαστήριο, ὁ όγκος τῆς εισαγωγής αυτής εἶναι σημαντικός. Οἱ άλλες ἐπιχειρήσεις-δῶρα πού ἐθεωρήθησαν ἀποδειχθεῖσες ἀφοροῦν τήν πώληση στίς Κάτω Χώρες εγκυκλοπαιδειών πού ἐκτυπώνονται στό ὀλλανδικό έδαφος. Ἑπομένως, ὁ παραπέμπων δικαστής δέν χρειάζεται νά ἀντιπαραβάλει τήν εφαρμογή τῶν ἀπαγορευτικών διατάξεων περί ἐπιχειρήσεων-δώρων πού περιέχει ὁ ἐν λόγω νόμος, στά άρθρα 30 καί 34, ἀφοθ δέν δύναται νά γίνει λόγος, λαμβανομένης ὑπ' ὄψη τῆς ἀνωτέρω νομολογίας σας καί τοῦ περιορισμένου ἀποτελέσματος τοθ ἐν λόγω νόμου, γιά ἀπαγορευόμενο έμμεσο περιορισμό τῶν εξαγωγών. Γιά μιά περίληψη τῶν επιχειρημάτων καί άλλων σχετικών περιστατικών πού ἀναφέρονται στίς πολυάριθμες γραπτές παρατηρήσεις, παραπέμπω στην έκθεση γιά τήν ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση. Κατά τήν συζήτηση, πάντως, ἡ Oosthoek, ἡ ὀλλανδική κυβέρνηση, ἡ γερμανική κυβέρνηση καί ή

Ἐπιτροπή διευκρίνησαν περαιτέρω καί συ-νεπλήρωσαν τίς γραπτές τους παρατηρήσεις σέ ορισμένα σημεία. Στην συνέχεια, θά επανέλθω στίς παρατηρήσεις αυτές ἄν χρειασθεί.

1.3 Περαιτέρω διάρθρωση τῶν προτάσεων μου

Στό δεύτερο καί στό τρίτο μέρος τῶν προτάσεων μου θά ἀντιπαραβάλω, ὅπως ἀνέφερα ήδη, τίς σχετικές διατάξεις τοῦ ὀλλανδικοῦ νόμου πρός τόν θεμελιώδη κανόνα καί τόν κανόνα μετριασμοῦ τῆς ἀποφάσεως Dassonville (πέμπτη καί έκτη σκέψη) καθώς καί προς τά διδάγματα τῆς ἐπί τοῦ θέματος μεταγενέστερης νομολογίας σας, ἐφ' ὅσον ενδιαφέρουν ἐν προκειμένω. Στό τέταρτο μέρος τῶν προτάσεων μου, θά συνοψίσω τίς διαπιστώσεις μου καί, μετά ἀπό ὁρισμένες συμπληρωματικές παρατηρήσεις, θά διατυπώσω περιληπτικά μιά ἀπάντηση γιά τό ερώτημα πού σᾶς υπεβλήθη.

2. Τά περιοριστικά ἐπί τῶν εισαγωγών ἀποτελέσματα τῶν νομίμων περιορισμών στό σύστημα τῶν δώρων

Ὅπως προκύπτει καί ἀπό τήν έκθεση γιά τήν ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση, ἡ ὀλλανδική, ἡ γερμανική καί ἡ δανική κυβέρνηση ἀρνοῦνται ὅτι οἱ νόμοι, ὅπως ὁ επίδικος ἐν προκειμένω, δύνανται νά περιορίσουν τίς εισαγωγές. Σχετικώς, οἱ τρεις κυβερνήσεις επικαλοῦνται ὡς κύριο επιχείρημα τό ὅτι πρόκειται γιά μέτρα πού πλήττουν αδιακρίτως τά εθνικά καί τά εισαγόμενα προϊόντα. Κατά τήν άποψη τῆς ὀλλανδικής κυβερνήσεως, τό διακρατικό εμπόριο δύναται νά υφίσταται τίς συνέπειες τῶν διαφορών τῶν νομοθεσιών τῶν κρατών μελών. Ἐπί πλέον, κατά τήν δανική καί τήν γερμανική κυβέρνηση, οἱ περιορισμοί ἀφοροῦν ὄχι την εισαγωγή προϊόντων άλλά ἀποκλειστικά την μέθοδο εμπορίας τους.

Τά επιχειρήματα αυτά πρέπει νά ἀπορριφθοῦν ὑπό τό φως, μεταξύ άλλων, τῆς πέμπτης σκέψεως τῆς ἀποφάσεως Dassonville, τῶν πολυαρίθμων ἀποφάσεών σας, των σχετικῶν μέ τά συστήματα τιμών πού ἐφαρμόζονται ἀδιακρίτως στά ἐθνικά καί στά εισαγόμενα προϊόντα, τῆς ὀγδόης σκέψεως τῆς ἀποφάσεως σας Cassis de Dijon (υπόθεση 120/78, Jurispr. 1979, σ. 649), τῆς ἀποφάσεως σας στην υπόθεση 152/78 ('Επιτροπή κατά Γαλλίας, Jurispr. 1980, σ. 2299), τῆς σκέψεως 10 τῆς ἀποφάσεώς σας στην υπόθεση 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας, ή ὁποία συνοψίζει τήν προηγούμενη νομολογία (υπόθεση 113/80, Συλλογή 1981, σ. 1625) καί τῶν προσφάτων ἀποφάσεων σας στίς υποθέσεις Beele (ὑπόθεση 6/81) καί Robertson (υπόθεση 220/81). Ή υπόθεση 152/78 δέν παρουσιάζει, στό σημείο αὐτό, ἰδιαίτερο ενδιαφέρον ἐν προκειμένω, παρά μόνο κατά τό μέτρο πού ἀφοροῦσε επίσης καί τόν περιορισμό ὁρισμένων διαφημιστικῶν δραστηριοτήτων καί ὄχι τόν περιορισμό τοῦ εμπορίου προϊόντων γιά τά όποια επρόκειτο.

Στην πρόσφατη ἀπόφαση σας στην υπόθεση Blesgen (υπόθεση 75/81), έγινε καί πάλι επίκληση τῆς ἀνωτέρω τελευταίας μνημονευομένης ἀποφάσεως γιά νά γίνει δεκτό ὅτι μία νομοθεσία περί τῆς διαθέσεως προϊόντων στό εμπόριο, ἀκόμα καί ἄν δέν άφορᾶ ἀμέσως τό καθεστώς τῶν εισαγωγών, δύναται, κατά τίς περιστάσεις, νά επηρεάζει τίς δυνατότητες εισαγωγῆς προϊόντων άλλων κρατών μελών. Στην υπόθεση Blesgen, δεχθήκατε τελικά, στην ένατη σκέψη ὡς ἀποφασιστικό τό γεγονός ὅτι επρόκειτο «γιά μιά νομοθετική διάταξη ή ὁποία δέν άφορᾶ παρά μόνο τήν πώληση προς επιτόπια κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών ὑψηλης περιεκτικότητος σέ ἀλκοόλη σέ όλους τους προσιτούς στό κοινό χώρους καί ἡ ὁποία δέν άφορᾶ τίς άλλες μορφές διαθέσεως στό εμπόριο τῶν ποτών αυτών»."Ενα τέτοιο μέτρο τό όποῖο, ἐπί πλέον, εφαρμόζεται ἀδιακρίτως στά εθνικά καί στα εισαγόμενα προϊόντα, κατά τό ἀνωτέρω χωρίο τῆς ἀποφάσεως, «δέν συνδέεται ... μέ τίς εισαγωγές προϊόντων καί, γιά τόν λόγο αυτό, δέν εἶναι ικανό νά παρεμβάλει εμπόδια στό εμπόριο μεταξύ κρατών μελών».

Στην σκέψη 10 τῆς ἀποφάσεως 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας (ὑπόθεση 113/80), πού έχω ήδη μνημονεύσει επανειλημμένως, τό Δικαστήριο συνόψισε τήν σχετική του νομολογία κρίνοντας ὅτι «ελλείψει κοινής κανονιστικής ρυθμίσεως τῆς παραγωγής καί τῆς θέσεως σέ εμπορική κυκλοφορία ἑνός εμπορεύματος, εναπόκειται στά κράτη μέλη νά ρυθμίζουν κανονιστικῶς, τό καθένα στην ἐπικράτειά του, ὁτιδήποτε άφορᾶ τήν παραγωγή, τήν διανομή καί τήν κατανάλωση τοῦ προϊόντος αὐτοῦ, ὑπό τόν ὅρο πάντως ότι οι' εν λόγω κανονιστικές ρυθμίοεις δέν θέτουν εμπόδια ... στό ἐνδοκοινοτικό εμπόριο» καί ὅτι «τότε μόνον μία ἐθνική κανονιστική ρύθμιση δύναται νά παρεκκλίνει ἀπό τίς υποχρεώσεις, οἱ όποιες απορρέουν ἀπό τό ἀρθρο 30, ὅταν είναι ἐφαρμοστέα ἀδιακρίτως στά ἐθνικά καί τά εισαγόμενα προϊόντα καί δύναται νά δικαιολογηθεί ὡς ἀναγκαία γιά τήν ικανοποίηση επιτακτικών ἀναγκών πού ἀναφέρονται ἰδίως στην ... προστασία τῶν καταναλωτών καί τήν εντιμότητα τῶν εμπορικών συναλλαγών».

Γιά νά ἀναλυθεί ἡ παρούσα υπόθεση ὑπό τό φῶς τῶν χωρίων τῆς περιλήψεως αυτής της νομολογίας σας τά όποια ὑπεγράμμισα, ερωτᾶται ἄν, λαμβανομένων ὑπ' ὄψη τῶν περιστάσεων, δύναται νά γίνει λόγος γιά έμμεσο εμπόδιο στό ἐνδοκοινοτικό εμπόριο. Όπως ἡ Oosthoek καί ἡ 'Επιτροπή, έχω καί ἐγώ τήν γνώμη ὅτι γι' αυτό πρόκειται. Ἀπαιτώντας κάποια συνάφεια ἀπό πλευρᾶς καταναλώσεως, ὁ «Wet Beperking Cadeaustelsel» τοῦ 1977 περιορίζει πράγματι, γιά τά εισαγόμενα ἀπό άλλα κράτη μέλη προϊόντα, την δυνατότητα διεξαγωγῆς ἑνιαίων διαφημιστικῶν ἐπιχειρήσεων-δώρων ὅπως οἱ ἀναφερόμενες στό ερώτημα πού σας υπεβλήθη καί οἱ όποιες επιτρέπονται σέ διάφορα άλλα κράτη μέλη. Λόγω τοῦ προφανοῦς ἐμπορικοῦ ενδιαφέροντος πού παρουσιάζει γιά τίς ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ἡ ἑνιαία διεξαγωγή μιᾶς τέτοιας διαφημιστικής εκστρατείας, ή ὁποία επιτρέπεται σέ πολλά άλλα κράτη μέλη, ἰδίως στό Βέλγιο, παρεμποδίζεται επίσης αισθητά ἡ εισαγωγή στίς Κάτω Χῶρες τῶν πωλουμένων προϊόντων. Μιά ἀποφασιστική διαφορά σέ σχέση μέ τά πραγματικά περιστατικά πού ἀποτελούσαν τό Ιστορικό τῆς διαφορᾶς στην υπόθεση Blesgen νομίζω ὅτι έγκειται ἰδίως στό γεγονός ὅτι, στην υπόθεση Oosthoek, ή ρύθμιση άφορα όχι ἕνα συγκεκριμένο δίκτυο λιανικής πωλήσεως άλλά ὅλα τά δίκτυα τοῦ λιανικοῦ εμπορίου. Σέ περιπτώσεις άλλες ἀπό τίς επίδικες ἐν προκειμένω, ένας νόμιμος περιορισμός τοῦ συστήματος τῶν δώρων θά παρεμποδίσει 'ίσως περισσότερο τίς εισαγωγές προϊόντων, ὅταν υπάρχει ένα δελτίο γιά κάποιο δώρο στην συσκευασία τῶν ἐν λόγω προϊόντων πανομοιότυπο γιά ὅλες τίς χώρες ὅπου πωλούνται τά προϊόντα, χωρίς ὅμως νά ἀνταποκρίνεται συγχρόνως στίς διαφορετικές προϋποθέσεις πού προβλέπουν οἱ χώρες αυτές.

Γιά νά εξαντλήσω τό θέμα, προσθέτω στά ἀνωτέρω ὅτι, σέ μιά περίπτωση ὅπως ή προκειμένη, ἡ πέμπτη καί ἡ έκτη σκέψη τῆς ἀποφάσεως Dassonville (υπόθεση 8/74), ή ὄγδοη σκέψη τῆς ἀποφάσεως Cassis de Dijon (υπόθεση 120/78) καί ἡ σκέψη 10 τῆς ἀποφάσεως 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας (ὑπόθεση 113/80) φαίνονται νά ἀποκλείουν ἀντίθετο συμπέρασμα βάσει τῆς ὁδηγίας 70/50 τῆς Ἐπιτροπής, τῆς 22ας Δεκεμβρίου 1969 (PB L 13, 1970, σ. 29). Κατά τήν συζήτηση, ὁ εκπρόσωπος τῆς 'Επιτροπής κατέληξε, καί αυτός, στό συμπέρασμα ὅτι ή ἐν λόγω ὁδηγία δέν δύναται νά ὁδηγήσει ἐν προκειμένω σέ διαφορετικό ἀποτέλεσμα.

3. Οἱ λόγοι πού δικαιολογούν τους νόμιμους περιορισμούς τοῦ συστήματος τῶν δώρων

"Αν ὑποτεθεί ὅτι πρόκειται γιά ἐθνικές ρυθμίσεις πού εφαρμόζονται αδιακρίτως στά εθνικά καί στά εισαγόμενα προϊόντα, οἱ περισσότερες ἀπό τίς εθνικές ρυθμίσεις στόν τομέα τῶν δώρων δέν δύνανται, κατ' ἀρχήν, νά δικαιολογηθοῦν, σύμφωνα μέ τή σκέψη 10 τῆς ἀποφάσεως σας στην υπόθεση 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας, παρά μόνο βάσει «επιτακτικών ἀναγκών πού ἀναφέρονται ἰδίως στην ... προστασία τῶν καταναλωτών καί τήν εντιμότητα τῶν εμπορικών συναλλαγών».

Ὅπως ὅμως ἀνέφερα ήδη λεπτομερώς στην εἰσαγωγή τῶν προτάσεων μου καί ὅπως προκύπτει επίσης ἀπό τήν αιτιολογική έκθεση τοῦ νόμου καθώς καί ἀπό τίς γραπτές παρατηρήσεις τῆς ὀλλανδικής κυβερνήσεως καί τῆς 'Επιτροπής, ἡ δυσχέρεια ἐν προκειμένω έγκειται στό ὅτι ἡ ἐπί τοῦ θέματος ὀλλανδική νομοθεσία δέν αιτιολογήθηκε, μεταξύ άλλων, μέ τήν διαφύλαξη τῆς ἐντιμότητος τῶν εμπορικών συναλλαγών, άλλά κυρίως μέ τήν προστασία τῶν επιχειρήσεων πού προσφέρουν συνήθως τά δώρα ἀπό τήν δική τους ποικιλία ἐμπορευμάτων. Ή ἀπαίτηση υπάρξεως σχέσεως πρός τήν κατανάλωση πού αναφέρεται στό ερώτημα τοῦ παραπέ-μποντος δικαστηρίου, δέν δικαιολογείται ἀπό τόν πρώτο αυτό ρητό ἀντικειμενικό σκοπό τοῦ νόμου στην περίπτωση πού, ὅπως ἐν προκειμένω, πρόκειται γιά προϊόντα τά όποια ἀποτελοῦν ἀκριβώς μέρος τοῦ συνήθους συνόλου τῆς ἴοιας επιχειρήσεως. Όπως ἀνέφερα στίς εἰσαγω-γικές μου παρατηρήσεις, αυτή ἡ ιδιαίτερη προϋπόθεση τῆς ὑπάρξεως σχέσεως πρός τήν κατανάλωση φαίνεται ἐν τούτοις νά δικαιολογείται ἀπό τόν πρώτο αὐτό ρητό ἀντικειμενικό σκοπό τοῦ νόμου καί ὄχι ἀπό τόν δεύτερο ἀντικειμενικό σκοπό, τῆς προστασίας δηλαδή τῶν καταναλωτών. "Αν ή υπόθεση αύτη ἀποδειχθεί ἀκριβής — στόν εθνικό δικαστή ὅμως εναπόκειται νά ἀποφασίσει — πρέπει νά ἀπαντήσετε ἀρνητικά στό ἐρώτημα πού σᾶς υπεβλήθη, ἄν κρίνετε ὅτι οἱ στόχοι πού δικαιολογοῦν τόν κανόνα πρέπει νά χαρακτηρίζονται κατά τό εθνικό δίκαιο.

Τό συμπέρασμα αὐτό δέν δύναται νά ἀπορριφθεί έστω καί ἄν τό Δικαστήριο είναι διατεθειμένο νά προσθέσει, στους λόγους πού γίνονται δεκτοί ὡς δικαιολογοῦντες τά περιοριστικά ἐπί τοῦ εμπορίου ἀποτελέσματα, καί σκέψεις πού ἀφοροῦν τήν «κανονική διεξαγωγή τῶν οικονομικών συναλλαγῶν», γιά τίς όποιες γίνεται λόγος ἐν προκειμένω. Ἐκτός τοῦ ὅτι, ἡ ἔννοια αυτή ἀποτελεί δικαιολογία οικονομικής πολιτικής ἀνεπίτρεπτης σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση στην υπόθεση 7/61 ( 4 ), ὅτι ἐπί πλέον ἀπαντάται μόνο στίς Κάτω Χώρες καί, τέλος, ὅτι λόγω τοῦ ἀσαφοῦς τῆς χαρακτῆρος ενέχει τόν κίνδυνο ἀπεριόριστης προσφυγής σέ άλλα μέτρα οἰκονομικῆς πολιτικής, περιοριστικά τῶν εισαγωγών, μέ συνέπειες πού δέν δύνανται νά προβλεφθούν στό πλαίσιο τῆς προκειμένης διαδικασίας, δέν νομίζω ὅτι ἡ λύση αύτη δύναται νά ὁδηγήσει σέ συμπέρασμα διαφορετικό ἀπό εκείνο πού μόλις ἀνέφερα. 'Ακόμα κι ἄν τό Δικαστήριο δεχθεί, κατ' ἀρχήν, αυτή τήν επέκταση τῶν δικαιολογητικῶν λόγων, ἡ προϋπόθεση τῆς υπάρξεως σχέσεως πρός τήν κατανάλωση γιά τά προϊόντα πού περιλαμβάνονται στό σύνολο πού εμπορεύεται ἡ επιχείρηση δέν δύναται πάντως νά δικαιολογηθεί κατά τόν τρόπο αυτό, ὅπως ήδη ἀνέφερα. Ἑπομένως στην ἀπόφαση σας δέν πρέπει νά λάβετε ὑπ' ὄψη αυτό τό σκέλος τῆς εναλλακτικής λύσεως.

Μιά άλλη λύση εἶναι ἴσως ὁ προσδιορισμός τῶν δικαιολογητικών λόγων ὄχι, κυρίως, μέ ἀναφορά στό εθνικό δίκαιο άλλα κατά τό κοινοτικό δίκαιο. Νομίζω ὅτι ἡ λύση αυτή πρέπει νά προτιμηθεί καί σέ ένα γενικότερο επίπεδο, προκειμένου νά ἀποφευχθεί κάθε κατάχρηση τῶν δικαιολογητικών λόγων πού δέχεται ἡ νομολογία σας. Δεδομένου ὅτι ἡ περί δώρων νομοθεσία κατατάσσεται, ἰδίως στην εμπεριστατωμένη μελέτη συγκριτικοῦ δικαίου τοῦ Ulmer καί άλλων τοῦ 1968 («Les règles relatives à la concurrence déloyale en vigueur dans les États membres des communautés européennes», πρώτο μέρος, ὀλλανδική έκδοση, σ. 196 καί ἑπ.) μεταξύ τῶν περί ἀθεμίτου ἀνταγωνισμοῦ κανόνων, ἡ ρύθμιση αυτή μπορεί νά θεωρηθεί, ἀνεξαρτήτως τῶν διαφόρων εθνικών χαρακτηρισμών τῶν στόχων της, ὅτι καλύπτεται, κατ' ἀρχήν, κατά τό κοινοτικό δίκαιο, από τους δικαιολογητικούς λόγους πού έχει ήδη δεχθεί ἡ νομολογία σας, τῆς διαφυλάξεως δηλαδή τῆς ἐντιμότητος τῶν εμπορικών συναλλαγών καί τῆς προστασίας τῶν καταναλωτών. Πάντως, γιά τό συγκεκριμένο ερώτημα πού σᾶς υπεβλήθη, δέν επιλύει τό πρόβλημα πού προκύπτει ἀπό τό ὅτι, σύμφωνα μέ τόν κανόνα τοῦ ευλόγου χαρακτῆρος ὁ όποιος διατυπώνεται στην έκτη σκέψη τῆς ἀποφάσεως Dassonville, ὅπως διευκρινίσθη στην μεταγενέστερη νομολογία σας, δέν ἀρκεῖ μόνο ένας ἀντικειμενικός δικαιολογητικός λόγος ὅπως ὁ επίδικος ἐν προκειμένω. Τό συγκεκριμένο μέτρο πού έχει ὡς ἀποτέλεσμα ὅτι παρεμποδίζει τό εμπόριο πρέπει ἐπί πλέον νά εἶναι «εύλογο» ή, γιά νά επαναλάβω τήν ὁρολογία τῆς έκτης σκέψεως τῆς ἀποφάσεως Cassis de Dijon, «ἀναγκαίο» γιά τήν επίτευξη τοῦ κατ' ἀρχήν δικαιολογημένου σκοποῦ πού επιδιώκει. Σύμφωνα μέ τήν μεταγενέστερη νομολογία σας, πρόκειται, μεταξύ άλλων, γιά μιά προϋπόθεση ἀναλογικότητος, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τό παρεμποδιστικό ἐπί τοῦ εμπορίου ἀποτέλεσμα δέν δύναται νά υπερβεί τό ἀπολύτως ἀναγκαίο γιά τήν επίτευξη τοῦ κατ'ἀρχήν ἐπιτρεπτοῦ σκοποῦ, καθώς καί γιά τήν υποχρέωση νά θεωρείται ὅτι ἀρκεῖ νά τηροῦνται τά μέτρα τοῦ κράτους εξαγωγής τά όποια πρέπει νά θεωροῦνται ὡς ἰσοδύναμα ὑπό τό φῶς τῶν ἐν λόγω σκοπών. Ἐν προκειμένω, ἡ πλήρωση τῆς προϋποθέσεως τῆς ἀναλογικότητος νομίζω ὅτι ἀποτελεί εμπόδιο, γιά τους ἀνωτέρω ἀναφερομένους λόγους, έστω καί ἄν γίνει δεκτή αυτή ἡ λύση, τό θέμα ὅμως τῆς συγκεκριμένης εφαρμογής τῆς ἀποφάσεως σας πρέπει νά ἀφεθεί στην εκτίμηση τῦθ ἐθνικού δικαστού.

Ἑπομένως, τό συμπέρασμά μου εἶναι ὅτι καμμία ἀπό τίς εναλλακτικές λύσεις πού ἀνέλυσα δέν επιτρέπει σαφή καταφατική ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού σᾶς υπεβλήθη καί ὅτι ἐπί πλέον, σέ ὅλες τίς λύσεις, πρέπει νά γίνει δεκτή ἡ δυνατότης δικαστικού έλεγχου τῆς επίδικης νομοθετικής διατάξεως ἐν σχέσει πρός τους στόχους μιας νομοθεσίας περί δώρων τους ὁποίους κρίνετε επιτρεπτούς, καί ἐν σχέσει πρός άλλα κριτήρια τῆς νομολογίας σας. Περαιτέρω, τό συμπέρασμα μου εἶναι ὅτι ἡ ἀπάντηση σας πρέπει νά θεμελιωθεί κατ' ἀρχήν στό τρίτο σκέλος τῆς εναλλακτικής λύσεως μέ τήν ὁποία ἀσχολήθηκα.

4. Τελικές παρατηρήσεις καί συμπέρασμα

ἩΗ ἁνάλυση μου μέ ὁδηγεί στό συμπέρασμα, ἀφ' ἑνός, ὅτι μιά νομοθεσία περί δώρων, ὅπως ἡ ἐν προκειμένω, είναι βεβαίως Ικανή νά δημιουργήσει έμμεσα εμπόδια στίς εἰσαγωγές, τά όποια καθιστούν, κατ' ἀρχήν, κατά τήν νομολογία σας, εφαρμοστέο τό άρθρο 30.

Ἀφ' έτερου, καταλήγω στό συμπέρασμα ὅτι ή προϋπόθεση τῆς σχέσεως πρός τήν κατανάλωση, πού ἀποτελεί τό επίκεντρο τοῦ ἐρωτήματος τό όποιο σᾶς υπεβλήθη, δέν δύναται νά θεωρηθεί ὅτι δικαιολογείται καθ' εαυτή ούτε βάσει τῶν δικαιολογητικῶν λόγων πού έχετε δεχθεί στην νομολογία σας, δηλαδή τήν διαφύλαξη τῆς ἐντιμότητος τῶν εμπορικών συναλλαγών καί τήν προστασία τῶν καταναλωτών οὔτε βάσει τῶν ἀντικειμενικών σκοπών τοῦ «Wet Beperking Cadeaustelsel» τοῦ 1977, έτσι ώστε μπορούμε νά ἀντιπαρέλθουμε τό θέμα ἄν ἡ ἀπαρίθμηση τῶν δικαιολογητικών λόγων ὅπως τήν έχετε ἀναπτύξει μέχρι στιγμής, δύναται νά συμπληρωθεί μέ τόν ἀντικειμενικό σκοπό πού συνίσταται στην εξασφάλιση τῆς κανονικής διεξαγωγής τῶν οἰκονομικῶν συναλλαγών, ή ὁποία ἀποτελεί ένα ἀπό τά θεμέλια τοῦ νόμου αὐτοὺ.

Περιορίζομαι νά προσθέσω στίς τελικές αυτές παρατηρήσεις ὅτι ἡ ἀπάντηση σας στό υποβληθέν ερώτημα δέν δύναται βεβαίως νά ἀναφέρεται ειδικώς στον ὀλλανδικό νόμο καί πολύ περισσότερο στην συγκεκριμένη περίπτωση πού ὁδήγησε στό ερώτημα. Ή ἀπάντηση πρέπει νά διατυπωθεί κατά τρόπο ἀφηρημένο καί νά ἀποκλείει τίς παραπομπές σέ ὁρισμένα κράτη μέλη ἡ στην νομοθεσία τους, πού ἀναφέρονται στό ερώτημα. Αυτή ἡ μέθοδος παρέχει, ἀφ' ενός, ένα ἐπί πλέον επιχείρημα γιά νά υιοθετηθεί ἡ ὁδός τοῦ ὁρισμού τῶν δικαιολογητικών λόγων βάσει τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου καί ὄχι βάσει τοῦ εθνικού δικαίου. Ἀφ'έτερου, αυτή ἡ ἀφηρημένη διατύπωση ενισχύει τήν ἀνάγκη νά ἀφεθεί στον εθνικό δικαστή κάποια ελευθερία κατά τήν ἐφαρμογή τῆς ἀπαντήσεως σας στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Ἐν ὄψει τῶν ἀνωτέρω σκέψεων προτείνω νά ἀπαντήσετε στό ερώτημα πού σᾶς υπεβλήθη, ως έξῆς:

Ἐλλείψει σχετικής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, τό άρθρο 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ δέν ἀντίκειται σέ νόμιμους περιορισμούς τῶν ἐπιχειρήσεωνδώρων, τους ὁποίους τά κράτη μέλη εφαρμόζουν ἀδιακρίτως στά εθνικά καί στά εισαγόμενα προϊόντα καί οἱ όποιοι, ὅταν δέν ἔχουν εφαρμογή άλλες εξαιρέσεις τῆς κατ' ἀρχήν ἀπαγορεύσεως πού προβλέπεται στην συγκεκριμένη νομοθεσία, ἐξαρτοῦν τήν προσφορά δώρων, πού έχει ως σκοπό τήν προώθηση των πωλήσεων, ἀπό τήν προϋπόθεση τῆς υπάρξεως σχέσεως πρός τήν κατανάλωση μεταξύ τοῦ δώρου καί τοῦ προϊόντος πού ἀποτελεί τήν βάση τῆς προσφορᾶς, ἐφ'ὅσον ἡ εφαρμογή τῆς προϋποθέσεως αυτής δέν έχει ὡς ἀποτέλεσμα νά παρεμποδίζει τίς εισαγωγές περισσότερο τοῦ μέτρου πού εἶναι ἀναγκαίο γιά τήν επίτευξη εἴτε τοῦ σκοποῦ τῆς διαφυλάξεως τῆς ἐντιμότητος τῶν εμπορικών συναλλαγών εἴτε τῆς προστασίας τῶν καταναλωτών. "Αλλοι ενδεχόμενοι στόχοι τῆς προϋποθέσεως αυτής δέν πρέπει σέ καμμία περίπτωση, μέ τήν επιφύλαξη τῆς δικαιολογήσεώς τους στό κοινοτικό δίκαιο, νά ὁδηγοῦν σέ εμπόδια των εισαγωγών πού δέν εἶναι ἀναγκαία ἐν ὄψει τῶν σκοπῶν αυτών.


( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ὀλλανδικά.

( 2 ) Δεδομένου ὅτι ἡ δεύτερη ιδίως ἔννοια χρησιμοποιεῖται τακτικά στίς ἀκαδημαϊκές συζητήσεις, ὅπως χρησιμοποιήθηκε επίσης καί κατά τήν παρούσα διαδικασία, αξίζει νά διευκρινισθοῦν οἱ δύο αυτοί ὅροί. Ό πρῶτος («κανόνας τοῦ ευλόγου χαρακτῆρος») ἀναφέρεται στό ἀποφασιστικό κριτήριο τῆς έκτης σκέψεως τῆς ἀποφάσεως Dassonville, δηλαδή στό ὅτι ἄν ένα κράτος μέλος λαμβάνει μέτρα γιά νά προλάβει τίς ἀθέμιτες προακτικές, ὅπως στην ἀνωτέρω ὑπόθεση, «τά μέτρα αυτά πρέπει πάντως νά είναι εὔλογιχ». Ὁ δεύτερος ὅρος ἀναφέρεται στην νομολογία τήν σχετική μέ τό Sherman Act, ἡ ὁποία μετριάζει τήν ἀπόλυτη ἀπαγόρευση τῶν συμπράζεων μέ τό νομολογιακό rule of reason».

Ἰδίως κατά τό L. Η. Tribe, American Constitutional Law, 1978, σ. 340 έως 342, ὁ ίδιος τύπος τεχνικής πού περιλαμβάνει κριτήρια τά όποια ὁμοιάζουν ἀρκετά μέ τήν νομολογία σας ἐπί τοῦ ἄρθρου 30, εφαρμόζεται ἀπό τό Supreme Court άφορᾶ τήν «Interstate Commerce Clause», πού δύναται νά συγκριθεί μέ τό άρθρο 30. Ἔτσι, ἡ ἀρχή πού τέθηκε μέ τήν ἀπόφαση 7/61 ισχύει καί γιά τήν ἀμερικανική νομολογία: «Economically Based State Regulations have almost invariably been struck down» (Op. Cit. σ. 340). Μέ μιά τεχνική πού μοῦ φαίνεται ἀρκετά παρόμοια (καίτοι βεβαίως χρησιμοποιεί κριτήρια μετριασμοί) προσαρμοσμένα σέ διαφορετικές περιστάσεις) ἔχετε καί σεῖς μετριάσει, μέ τήν νομολογία σας Ιδίως ἐπί των άρθρων 30 καί 59 καί ἑπ., τίς ἀπόλυτες ἀπαγορεύσεις τῶν άρθρων αυτών μέ ένα «rule of reason» ὅπως διετυπώθη γιά πρώτη φορά μέ τήν ἀπόφαση Dassonville. Όπως προκύπτει ἰδίως ἀπό τήν ἐν λόγω ἀπόφαση καθώς καί ἀπό τήν ἀπόφαση Cassis de Dijon (υπόθεση 120/78, Jurispr. 1974, σ. 649), οἱ διευκρινίσεις αὐτοῦ τοῦ «rule of reason» πού περιέχει ή νομολογία σας έχουν ληφθεί, κατά μεγάλο μέρος, δι' ἀναλογίας ἀπό τό άρθρο 36, μέ τήν σημαντική διαφορά ὅτι αυτός ὁ μετριασμός τοῦ θεμελιώδους κανόνος τῆς ἀποφάσεως Dassonville, σέ περίπτωση μή εφαρμογής τοῦ ἄρθρου 36, προϋποθέτει ὅτι πρόκειται γιά μέτρα τά ὁποια ἐφαρμόζονται ἀδιακρίτως στά εθνικά καί στά εισαγόμενα προϊόντα. Ἰδίως βάσει τῆς νομολογίας σας ἐπί των άρθρων 59 καί ἑπ. (ὅπου δέν εφαρμόζεται μέν τό άρθρο 36, πλην ὅμως ἐφαρμόζονται κριτήρια ἀρκετά παρόμοια), δέν δύναται βεβαίως νά γίνει λόγος γιά ἀπ' ευθείας εφαρμογή τῶν κανόνων ερμηνείας πού έχετε ἀναπτύξει στό πλαίσιο τοῦ ἄρθρου 36. Νομίζω ὅτι πρόκειται μᾶλλον γιά μιά γενική ερμηνευτική ἀρχή ὅσον άφορᾶ τίς αυστηρές ἀπαγορευτικές διατάξεις τῆς συνθήκης. Κατ' αυτόν τόν τρόπο συμβιβάζονται πρός τίς ἀπαιτήσεις τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων καί τῶν υπηρεσιών πού καθιερώνει ἡ συνθήκη, δικαιολογητικοί λόγοι ἀναμφισβητητου γενικοῦ ἐνδιαφέροντος, διαφορετικοί εκείνων πού προκύπτουν ἀπό οικονομικής φύσεως ἀντικειμενικούς σκοπούς. Ἐν συγκρίσει πρός τους ὅρους «εξαίρεση» ἡ «παρέκκλιση» πού χρησιμοποιούνται ἀντιστοίχως στίς προτάσεις μου υπόθεση 6/81 καί σκέψη 10 τῆς ἀποφάσεως στην ὑπόθεση 113/80 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας, ὁ ὅρός «rule of reason» ἐφ ὅσον χαρακτηρίζει αυτή τήν ἑρμηνευτική ἀρχή έχει, νομίζω, τό πλεονέκτημα ὅτι ἡ ἀρχή ἀποτελεί πράγματι ένα σύνολο μέ τόν μετριασμένο ἀπαγορευτικό κανόνα πού καθιερώνεται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη τῆς ἀποφάσεως Dassonville. 'Η ἀρχή πρέπει, ἐξ άλλου, νά ἀποτελεί ένα σύνολο μέ αυτόν τόν ἀπαγορευτικό κανόνα, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τήν ἐπί τοῦ ἄρθρου 36 νομολογία σας, ή συνθήκη δέν επιτρέπει παρεκκλίσεις ἀπό τους ἀπαγορευτικούς κανόνες, έκτός ὅσων προβλέπει ρητώς, πλήν ὅμως επιτρέπει τήν «εύλογη» ἑρμηνεία τῶν ἐν λόγω ἀπαγορευτικών κανόνων.

Κατά τήν γνώμη μου, ἡ ἑνότης τοῦ θεμελιώδους κανόνος καί τοῦ κανόνος μετριασμού τῆς ἀποφάσεως Dassonville εκφράζεται σαφώς καί σέ ὁρισμένες πρόσφατες ἀποφάσεις, ἰδίως στίς ἀποφάσεις Beele (υπόθεση 6/81) καί Robertson (υπόθεση 220/81).

( 3 ) Βλέπε Ιδίως τό ιδιαιτέρως γλαφυρό «Rapport van de Commissie Ordelijk Economisch Verkeer», Χάγη 1967, σ. 19 ἐπ., έκδοση Schuurmans καί Jordens τοῦ επιδίκου νόμου, (1979), σ. 9 καί Mulder-Duk, «Schets van het sociaal-economisch recht in Nederland», δεύτερη έκδοση Zwolle 1980, σ. 145, 146 καί 150.

( 4 ) Καίτοι ἡ ἀπόφαση στην υπόθεση 7/61 (Επιτροπή κατά 'Ιταλίας, Jurispr. 1961, σ. 671) δέχεται ἁπλώς ὅτι, ἐν ἀντιθέσει πρός τό άρθρο 226, τό ἄρθρο 36 ἀναφέρεται (ἀποκλειστικά) σέ περιπτώσεις μη οἰκονομικῆς φύσεως ἡ «ratio» τῆς ἀποφάσεως αυτής, συνεπάγεται, κατά την γνώμη μου ὅτι, καί στό πλαίσιο τοῦ «rule of reason» σέ σχέση μέ τό άρθρο 30, μόνο οἱ επιτακτικές περιστάσεις γενικοῦ συμφέροντος καί μη οικονομικής φύσεως δύνανται νά ἔχουν κάποια σημασία. Ή ευρεία νομολογία σας, ή σχετική μέ τό «rule of reason», νομίζω ὅτι επιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα αὐτοῦ τοῦ συλλογισμού.