ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΊΣΑΓΓΕΛΈΩΣ GERHARD REISCHL

ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤΊΣ 23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 1982 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Θά μοῦ επιτρέψετε νά εξετάσω τίς υποθέσεις 108, 110 καί 114/81 στίς ίδιες προτάσεις, ἐφ' ὅσον τά προβλήματα πού ἀνακύπτουν ἀπό τίς υποθέσεις αυτές εἶναι ουσιαστικά τά ἴδια.

Γιά μιά ἀκόμη φορά τίθεται τό πρόβλημα τῆς ἰσογλυκόζης, τό υγρό γλυκαντικό, τό ὁποίο εἶναι ήδη καλῶς γνωστό στό Δικαστήριο ἀπό ἀρκετές άλλες δίκες. Ἐφ' ὅσον οἱ σχετικές διατάξεις τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου έχουν σέ διάφορες ευκαιρίες ἀναλυθεῖ ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου, δύναμαι πρός τό παρόν, στό εἰσαγωγικό μέρος των προτάσεων μου, νά περιορισθῶ σέ ὁρισμένες ουσιαστικές παρατηρήσεις.

Στίς 17 Μαίου 1977 τό Συμβούλιο εξέδωσε τόν κανονισμό 1111/77, περί θεσπίσεως κοινῶν διατάξεων γιά τήν ἰσογλυκόζη (ΕΕ ειδ. ἔκδ. 03/018, σ. 86). Μέ τά ἄρθρα 8 καί 9 τοῦ τίτλου II ὁρίζετο ὅτι γιά τίς περιόδους εμπορίας 1977/1978 καί 1978/1979 ἐπεθάλλετο στους παραγωγούς συνεισφορά ἐπί τῆς παράγωγης, ἡ ὁποία, κατά τό πρῶτο ἀπό τά δύο ανωτέρω ἀναφερόμενα ἔτη δέν έπρεπε νά υπερβαίνει τό ποσό των πέντε λογιστικῶν μονάδων γιά 100 χιλιόγραμμα ξηράς ουσίας. Ό κανονισμός 1111/77 ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό τοῦ Συμβουλίου 1298/78, τῆς 6ης 'Ιουνίου 1978, (ABl. L 160, 17 Ἰουνίου 1978, σ. 9) κατά τρόπο ώστε ἡ συνεισφορά ἐπί τῆς παραγωγής ἰσογλυκόζης νά ἐπιβάλλεται καί γιά τήν περίοδο εμπορίας ζάχαρης 1979/1980, τό δέ ποσό τῆς συνεισφοράς γιά τήν περίοδο εμπορίας 1978/1979 νά παραμένει ἀμετάβλητο σέ πέντε λογιστικές μονάδες γιά 100 χιλιόγραμμα ξηράς ουσίας.

Οἱ παραγωγοί ἰσογλυκόζης προσέβαλαν μέ διαφόρους ποικίλους τρόπους τό ἀνωτέρω περιγραφόμενο σύστημα συνεισφορών. Προσέφυγαν στά ἐθνικά δικαστήρια, τά όποια υπέβαλαν προδικαστικά ερωτήματα στό Δικαστήριο, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, ὡς πρός τό κύρος τοῦ κανονισμού 1111/77, καί προσέφυγαν κατ' ευθείαν στό Δικαστήριο ζητώντας ἀποκατάσταση τῆς ζημίας πού τους προεκλήθη ἀπό τήν θέσπιση τοῦ ἀνωτέρω ἀναφερομένου κανονισμού. 'Ετσι, μέ ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου πού εξεδόθη στίς 25 'Οκτωβρίου 1978 στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 103/77 καί 145/77 ( 2 ), ἐκρίθη ὅτι ὁ κανονισμός 1111/77 ήταν ἀνίσχυρος κατά τό μέτρο πού μέ τά ἀνωτέρω άρθρα 8 καί 9 επέβαλλε στην παραγωγή ἰσογλυκόζης συνεισφορά πέντε λογιστικών μονάδων γιά 100 χιλιόγραμμα ξηρᾶς ουσίας γιά τήν περίοδο πού ἀντιστοιχεί στην περίοδο εμπορίας ζάχαρης 1977-1978. Ό ἀποφασιστικός λόγος στην ἀπόφαση αυτή ήταν ἡ διαπίστωση ὅτι τό σύστημα συνεισφορών παρεβίαζε τή γενική ἀρχή τῆς ἰσότητος. Στίς 5 Δεκεμβρίου 1979 εξεδόθη ἡ ἀπόφαση στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 116 καί 124/77 ( 3 ), οἱ ὁποῖες ήταν ἀγωγές βασιζόμενες στην ευθύνη τῆς διοικήσεως. Μέ τήν ἀπόφαση εκρίθη ὅτι ἡ Κοινότης δέν υπείχε ἐξωσυμβατική ευθύνη λόγω τοῦ ὅτι, μολονότι ὁ καθορισμός τῆς συνεισφοράς ἐπί τῆς παραγωγής ἰσογλυκόζης σέ πέντε λογιστικές μονάδες γιά 100 χιλιόγραμμα ξηράς ουσίας ήταν παράνομος, τά καθ' ὧν κοινοτικά όργανα δέν διέπραξαν σφάλματα τέτοιας σοβαρότητος ώστε νά δύναται νά υποστηριχθεί ὅτι ἡ συμπεριφορά τους ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ ήταν αυθαίρετη, ἐφ' ὅσον μία κατάλληλη συνεισφορά ἐδικαιολογεῖτο πλήρως.

Τό Συμβούλιο συνήγαγε τίς αναγκαίες συνέπειες ἀπό τήν ἀκύρωση τοῦ κανονισμού 1111/77 καί στίς 25 'Ιουνίου 1979 εξέδωσε τόν κανονισμό 1293/79 (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 03/025, σ. 176), ὁ όποιος ετέθη σέ ἰσχύ τήν 1η 'Ιουλίου 1979. Τό άρθρο 2 τοῦ κανονισμού αὐτοῦ κατήργησε τίς διατάξεις τοῦ τίτλου II τοῦ κανονισμού 1111/77, περί τοῦ συστήματος συνεισφορών ἐπί τῆς παραγωγής μέ ἰσχύ ἀπό τήν 1η 'Ιουλίου 1977. Τό άρθρο 3 εἰσάγει ἕνα νέο τίτλο II στόν κανονισμό 1111/77, μέ τόν όποιο θεσπίζεται σύστημα ποσοστώσεων, βασιζόμενο σ' εκείνο τῆς ὀργανώσεως ἀγοράς τῆς ζάχαρης, μέ βασικές καί μέγιστες ποσοστώσεις, καί στό όποιο οἱ βασικές ποσοστώσεις είχαν καθορισθεί γιά κάθε επιχείρηση στό παράρτημα II. 'Επιπροσθέτως, προεβλέπετο ἡ επιβολή συνεισφοράς ἐπί τῆς παραγωγής πού θά υπερέβαινε τή βασική ποσόστωση χωρίς ὅμως νά υπερβαίνει τήν μεγίστη ποσόστωση. Τό σύστημα θά ἐφηρμόζετο γιά τήν περίοδο ἀπό 1ης 'Ιουλίου 1979 μέχρι τῆς 30ής 'Ιουνίου 1980. Ή εφαρμογή τοῦ συστήματος παρετάθη, τότε, στην περίοδο εμπορίας 1980/1981 μέ τόν κανονισμό τοῦ Συμβουλίου 1592/80, τῆς 24ης 'Ιουνίου 1980 (ΕΕ, εἰδ. ἔκδ. 03/029, σ. 48) καί ἡ βασική ποσόστωση πού είχε καθορισθεί γιά τήν περίοδο εμπορίας 1979/1980 διετηρήθη.

Τόν Αύγουστο καί Σεπτέμβριο τοῦ 1979 ἠσκήθησαν ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου οἱ προσφυγές 138/79 ( 4 ) καί 139/79 ( 5 ), μέ τίς όποιες ἀμφισβητήθηκε τό σύστημα γιά διαφόρους ουσιαστικούς λόγους καί γιά τόν τυπικό λόγο ὅτι τό σύστημα ἐθεσπίσθη χωρίς τή γνώμη τοῦ Ευρωπαϊκού Κονοβου-λίου. Μέ τίς ἀποφάσεις πού ἐξεδόθησαν ἐπί τῶν υποθέσεων αυτών στίς 29 'Οκτωβρίου 1980 ( 4 ), ( 5 ), εκρίθη ὅτι οἱ ουσιαστικοί λόγοι (παράβαση τῶν κανόνων ἀνταγωνισμοί), παραβίαση τῆς ἀρχῆς περί ἀπαγορεύσεως τῶν διακρίσεων, καί παραβίαση τῆς ἀρχῆς της ἀναλογικότητος) ήσαν ἀβάσιμοι πάντως, ὁ κανονισμός εκρίθη άκυρος γιά τόν λόγο ὅτι δέν ελήφθη ἡ γνώμη τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου.

Ἐν συνεχεία, τό Συμβούλιο, ἀφοῦ ἐν τω μεταξύ τό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διετύπωσε γνώμη, εξέδωσε στίς 10 Φεβρουαρίου 1981 τόν κανονισμό 387/81 (ΕΕ 1981 L 44, σ. 1) μέ τόν όποιο κατηργήθη ἀναδρομικῶς ἀπό 1ης 'Ιουλίου 1977, ὁ τίτλος ΙΙ τοῦ κανονισμοῦ 1111/77 ὁπως εἶχε τροποποιηθεί μέ τόν κανονισμό 1298/78. 'Επίσης, επανέφερε γιά τήν περίοδο ἀπό 1ης 'Ιουλίου 1979 μέχρι 30 'Ιουνίου 1980 τό σύστημα συνεισφορών καί ποσοστώσεων πού ἐθεσπί-ζετο μέ τόν κανονισμό 1293/79, ἀφοῦ μετέ-βαλλε ἀπλώς τίς βασικές ποσοστώσεις της Maizena GmbH ως ἀποτέλεσμα τῶν Ισχυρισμῶν ποῦ προεβλήθησαν σχετικώς στην υπόθεση 139/79 ( 5 ), τους ὁποίους ἐθεώρησα τήν εποχή εκείνη ὡς βάσιμους. 'Ομοίως, στίς 10 Φεβρουαρίου 1981, εξεδόθη ὁ κανονισμός τοῦ Συμβουλίου 388/81 (ΕΕ 1981 L 44, σ. 4), μέ τόν όποιο ἐτροποποιεῖτο ὁ κανονισμός 1592/80. Ό κανονισμός αυτός ορίζει ὅτι τό άρθρο 9 τοῦ κανονισμοῦ 1111/77, ὁπως ἐτροποποιήθη μέ τόν κανονισμό 387/81, εφαρμόζεται καί γιά τήν περίοδο ἀπό 1ης 'Ιουλίου 1980 μέχρι 30ής 'Ιουνίου 1981 καί ὅτι γιά τήν περίοδο αυτήν ή βασική ποσόστωση κάθε επιχειρήσεως παραγωγής ἰσογλυκόζης εἶναι ἐκείνη πού εφαρμόζεται κατά τήν περίοδο ἀπό 1ης 'Ιουλίου 1979 μέχρι 30ης 'Ιουνίου 1980, σύμφωνα μέ τόν κανονισμό 387/81. Ό κανονισμός 388/81 θά ἐφηρμόζετο ἀπό 1ης 'Ιουλίου 1980.

Θά πρέπει επίσης νά ἀναφερθεί ὅτι ἠσκήθησαν δύο προσφυγές ἀκυρώσεως τοῦ κανονισμού 1592/80 (υποθέσεις 176/80 ( 6 ) καί 179/80 ( 7 )). Στίς 2 'Απριλίου 1981 διετάχθη ἡ διαγραφή τῆς πρώτης υποθέσεως ἀπό τό πρωτόκολλο τοῦ Δικαστηρίου, ἀφοῦ ὁ προσφεύγων ἐδήλωσε ὅτι ἡ προσφυγή εἶχε καταστεί άνευ ἀντικειμένου, μετά τήν ἀπόφαση τῆς 29ης 'Οκτωβρίου 1980 ( 5 ). Στή δεύτερη υπόθεση ἡ προφορική διαδικασία διεξήχθη στίς 8 'Ιουλίου 1981. Στίς προτάσεις μου διετύπωσα τήν άποψη ὅτι καί στην υπόθεση αυτήν δέν ἐπεβάλ-λετο ἡ έκδοση ἀποφάσεως. Στην ἐν λόγω υπόθεση δέν έχει ἀκόμη εκδοθεί ἀπόφαση θά εκδοθεί πιθανόν τώρα ἐν συνδυασμῶ μέ τήν παρούσα υπόθεση.

Στίς 4, 7 καί 11 Μαΐου 1981 οἱ ἑταιρίες G. R. Amylum NV, Roquette frères SA καί Tunnel Refineries Limited ἤσκησαν ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου προσφυγές ἀκυρώσεως τοῦ κανονισμού 387/81, μέ τίς όποιες ζητούν:

Στην υπόθεση 108/81:

Νά ἀναγνωρισθεί ὅτι ὁ κανονισμός 387/81 ἡ τουλάχιστο τό άρθρο του 1, παράγραφοι 3 καί 4, εἶναι άκυρο.

Στην υπόθεση 110/81:

Νά ἀναγνωρισθεί ὅτι οἱ κανονισμοί 387/81 καί 388/81 καθώς καί οἱ ἀτομικές ἀποφάσεις πού περιέχονται σ' αυτούς εἶναι άκυροι, τουλάχιστο καθ' ὅσον τά μέτρα αυτά ἀφοροῦν τήν προσφεύγουσα.

Στην υπόθεση 114/81:

Νά ἀναγνωρισθεί ὅτι ὁ κανονισμός 387/81, ἡ επικουρικῶς, τό άρθρο του 1, παράγραφοι 3 καί 4, εἶναι άκυρο.

Πρός στήριξη τῶν αἰτημάτων τους οἱ προσφεύγουσες προβάλλουν ὅτι ὁ ἀνωτέρω ἀναφερόμενος κανονισμός εἶναι παράνομος καθ' ὅσον έχει ἀναδρομική ἰσχύ, ἐπί πλέον δέ δέν σέβεται τήν εξουσία τοῦ Κοινοβουλίου καί τοῦ Δικαστηρίου καί ὅτι δέν είναι επαρκῶς αιτιολογημένος. 'Επιπροσθέτως, δύο ἀπό τίς προσφεύγουσες υποστηρίζουν μέ τήν ἀπάντηση τους ὅτι ὁ κανονισμός είναι παράνομος καί ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι τό Συμβούλιο, χωρίς νά ἀκολουθήσει τήν διαδικασία τοῦ ἄρθρου 201 τῆς συνθήκης ΕΟΚ καί ἀντιθέτως πρός τίς διατάξεις τῆς ἀποφάσεώς του τῆς 21ης 'Απριλίου 1970 περί ἀντικαταστάσεως τῶν χρηματικών συνεισφορών τῶν κρατών μελών ἀπό ίδιους πόρους τῶν Κοινοτήτων, ἐδημιούργησε μόνο του νέους ίδιους πόρους ὑπό μορφή συνεισφορών ἐπί τῆς παραγωγής ἰσογλυ-κόζης.

Θά διατυπώσω τήν άποψη μου ἐπί τῶν λόγων αυτών, τους ὁποίους τό Συμβούλιο καί ἡ 'Επιτροπή στό υπόμνημα παρεμβάσεώς της, θεωρούν ἀβάσιμους, καί ὅσον άφορα τον περιεχόμενο στην ἀπάντηση ισχυρισμό, ἀπαράδεκτο. Θά περιορισθώ, κατ' ἀρχάς, στην εξέταση τοῦ κανονισμού 387/81 καί τελικά θά εξετάσω τόν κανονισμό 388/81, ὁ όποιος ἀμφισβητείται μόνο στην υπόθεση 110/81.

Ι — Παραβίαση τῆς ἀρχής τῆς μή ἀναδρομικότητος

Οἱ προσφεύγουσες προβάλλουν τήν παραβίαση αυτή γιά διαφορετικούς ἐν μέρει λόγους, γιά περισσότερες δέ λεπτομέρειες παραπέμπω τό Δικαστήριο στην έκθεση γιά τήν ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση.

1.

Σχετικώς, οἱ προσφεύγουσες ὑπεστήρι-ξαν, στην ἀρχή, ὅτι ὁ ἀμφισβητούμενος κανονισμός 387/81 επαναφέρει, στην πραγματικότητα, τίς ποσοστώσεις παραγωγής καί τίς συνεισφορές ἐπί τῆς παραγωγής ἀναδρομικῶς ὡς πρός τήν περίοδο εμπορίας 1979/1980, καί ὅτι επρόκειτο γιά γνήσια ἀναδρομικότητα καί ὄχι ἁπλώς «ἐν τοῖς πράγμασι» ἡ φαινομενη ἀναδρομικότητα. Στην πραγματικότητα, δέν πρόκειται γιά ζήτημα εφαρμογής νομικών διατάξεων ἐπί τῶν μελλοντικών ἀποτελεσμάτων προϋφι-σταμένων καταστάσεων πού οἱ προσφεύγουσες ἀποκαλούν «ἐν τοῖς πράγμασι» αναδρομικότητα. Οἱ συναλλαγές πού διενεργήθησαν ἐξ ὁλοκλήρου στό παρελθόν καλύπτονται, δηλαδή — καί αυτό τονίζεται μέ τά επιχειρήματα τῶν προσφευγουσῶν — οἱ συνεισφορές ἐπί τῆς παραγωγής, οἱ ὁποῖες εκρίθησαν άκυρες μέ ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου, επαναφέρονται γιά τήν περίοδο εμπορίας 1979/1980 μετά τήν λήξη τῆς περιόδου αυτής.

2.

Οἱ προσφεύγουσες, ειδικότερα ή Amylum NV, προέβησαν σέ εκτενείς μελέτες συγκριτικού δικαίου προκειμένου νά ἀποδείξουν ὅτι υφίσταται μία κοινή νομική ἀρχή κατά τήν ὁποία δέν δύνανται, κατ' ἀρχήν, νά επιβληθούν επιβαρύνσεις καί υποχρεώσεις στους πολίτες μέ ἀναδρομικό νόμο.

Κατά τήν άποψη μου δέν υφίσταται λόγος λεπτομεροῦς εξετάσεως τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Σχετικώς, παραπέμπω, μεταξύ άλλων, στην εξέταση στην ὁποία προέβη ὁ γενικός εἰσαγγελεύς Warner μέ τίς προτάσεις του στην υπόθεση 7/76 ( 8 ). Αυτό πού πάνω ἀπ' ὅλα ἔχει σημασία εἶναι ἡ εκτενής κοινοτική νομολογία ἀπό τήν ὁποία δύνανται νά προσδιορισθούν τάσεις καί κριτήρια. Ή νομολογία αυτή διεμορφώθη, κατ' ἀρχάς, κατά τέτοιο τρόπο ώστε νά επιλύονται οἱ συναλλαγματικές δυσκολίες πάντως, ἡ σημασία τῆς εἶναι βεβαίως κατά πολύ μεγαλύτερη.

α)

Στην πρώτη σημαντική υπόθεση, την υπόθεση 37/70 ( 9 ), επετράπη στην 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας νά λάβει ἀναδρομικώς μέτρα διασφαλίσεως κατόπιν ἀνατιμήσεως τοῦ γερμανικοί) μάρκου. Τά μέτρα εἶχαν ὡς μοναδική αἰτιολογία ὅτι, χωρίς την ἀναδρομική ἰσχύ, ὁ επιδιωκόμενος ἀπό τό μέτρο σκοπός, δηλαδή ή διατήρηση τῶν ἀγροτικῶν τιμών σέ ένα ὁρισμένο επίπεδο, δέν θά ἠδύνατο νά επιτευχθεί χωρίς διακοπή.

β)

Ή υπόθεση 7/76 ( 10 ) τήν ὁποία έχω ήδη ἀναφέρει, ἀφορούσε κανονισμό σχετικό μέ τά νομισματικά εξισωτικά ποσά, ὁ όποιος ετέθη σέ ἰσχύ ἀπό τῆς δημοσιεύσεως του στίς 7 Μαρτίου 1973, ἀλλά εἶχε εφαρμογή ἀπό τίς 26 Φεβρουαρίου 1973, καί επίσης έναν άλλο κανονισμό, πού ἐδημοσιεύθη στίς 7 'Απριλίου 1973, ὁ όποιος εἶχε εφαρμογή ἐπί συναλλαγῆς πού ἐπραγματοποιήθη στίς 22 Μαρτίου 1973. Ἀκόμη καί αυτή ἡ πασιφανώς γνησία ἀναδρομικότης δέν εκρίθη παράνομη ἀπό τό Δικαστήριο, μολονότι πρέπει νά γίνει δεκτό ὅτι, γιά μιά ἀκόμη φορά, στην ἐν λόγω υπόθεση δέν ενεφανίσθησαν σαφή ἀποφασιστικά κριτήρια. Τό Δικαστήριο ἐτόνισε ἁπλώς ὅτι, δυνάμει τοῦ συστήματος νομισματικών εξισωτικών ποσών, ήταν αναπόφευκτο τά εξισωτικά ποσά νά καθορίζονται, πολύ συχνά, ἐκ τῶν υστέρων ἐφ᾿ ὅσον ὁ κανονισμός, ὁ όποιος ἐφηρμόζετο προηγουμένως, έπαυσε νά ἰσχύει στίς 23 Φεβρουαρίου 1973, ήταν ὁρθό νά ἀποφευχθεί διακοπή στό σύστημα ἡ άλλη ουσιαστική πλευρά ήταν ὅτι οἱ τομεῖς γιά τους ὁποίους επρόκειτο ήσαν ενήμεροι τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ συστήματος.

γ)

Στην υπόθεση 88/76 ( 11 ), ἡ ὁποία επίσης ἀνεφέρθη κατά τή διαδικασία, τό Δικαστήριο κατά κανένα τρόπο δέν ἀπέκλεισε τήν ἀναδρομικότητα, ἀλλά ἐτόνισε ρητώς καί μέ εντελώς γενική διατύπωση ὅτι τό κοινοτικό δίκαιο δέν ἀποκλείει κάθε μορφή ἀναδρομικότητος. Ὁπωσδήποτε, στην υπόθεση αύτη, δέν ήταν προφανές ὅτι ἡ ἀναδρομικότης στην προηγουμένη τῆς δημοσιεύσεως τοῦ μέτρου ἡμερα ήταν ηθελημένη καθ᾿ ὅσον ἡ 'Επίσημη 'Εφημερίδα δέν εξεδόθη κατά τήν ἐμφαινομένη σ᾿ αυτήν ημερομηνία, ἡ ὁποία ἐσκοπεῖτο ὅτι θά ήταν επίσης ἡ ημερομηνία θέσεως σέ ἰσχύ τοῦ ἐν λόγω μέτρου, ἀλλά ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι ἀνεμένετο, εξεδόθη μία ήμερα ἀργότερα.

δ)

Στην ἀπόφαση ἐπί τῆς υποθέσεως 98/78 ( 12 ) διετυπώθησαν γιά πρώτη φορά έννοιες ὡς πρός τήν ἀναδρομικότητα, οἱ ὁποιες επαναλαμβάνονται τώρα κατ' επανάληψη. Γιά μιά ἀκόμη φορά ἡ υπόθεση ἀνεφέρετο στην ἀναδρομική εφαρμογή τῶν νομισματικών εξισωτικών ποσών. Σχετικά μέ τήν εφαρμογή κανονισμών σέ συναλλαγές, οἱ ὁποιες εἶχαν πραγματοποιηθεί πρό τῆς δημοσιεύσεως τοῦ κανονισμοῦ καί, ἑπομένως, πρό τῆς ενάρξεως ισχύος του, ἐκρίθη ὅτι, κατ' ἀρχήν, αυτό ἐπετρέπετο κατ' εξαίρεση «ὅπού επιβάλλεται ἀπό τόν επιδιωκόμενο σκοπό καί ὅπου ἡ δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τῶν ενδιαφερομένων γίνεται πλήρως σεβαστή» (παράγραφος 20). Στην περίπτωση αυτή ἐτηρήθησαν καί οἱ δύο προϋποθέσεις, ή πρώτη μέ ἀναφορά στό σύστημα τῶν νομισματικών εξισωτικών ποσών, ἡ δεύτερη λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψη ὅτι ἡ 'Επιτροπή, χωρίς καθυστέρηση, ἐπληροφόρησε τους ενδιαφερομένους τομείς γιά τά ποσά πού πρέπει νά επιβληθούν.

ε)

Μέ τήν ἀπόφαση στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 212-217/80 ( 13 ) έγινε σαφές ὅτι ἡ ἀνωτέρω ἀναφερομένη ἀρχή ἐφαρμόζεται ὄχι μόνο ἁπλώς σέ σχέση μέ τά νομισματικά εξισωτικά ποσά, ἀλλα εἶναι καί γενικῆς ισχύος. Οἱ υποθέσεις αυτές ἀφοροῦσαν κοινοτικό κανονισμό περί τῆς ἐκ τῶν υστέρων εισπράξεως δασμολογικών επιβαρύνσεων καί τῆς δυνατής ἀναδρομικῆς τους εφαρμογής. Τό Δικαστήριο ἐτό-νισε ὅτι κανόνες ουσιαστικοῦ δικαίου δύνανται νά εφαρμόζονται σέ διαμορφωθείσες πρό τῆς ενάρξεως τῆς Ισχύος τους καταστάσεις μόνο ἄν ὁρίζεται σαφώς ὅτι πρέπει νά τους προσδοθεί ἕνα τέτοιο ἀποτέλεσμα. 'Αναφερόμενο στίς αποφάσεις του στίς υποθέσεις 98/78 ( 14 ) καί 99/78 ( 15 ), τό Δικαστήριο ὑπεγράμμισε επίσης ὅτι ἡ ἀρχή τῆς ἀσφαλείας τοῦ δικαίου ἀποκλείει, κατ' ουσία, τή δυνατότητα καθορισμού ἐνάρξεως τῆς Ισχύος ενός μέτρου σέ χρόνο προγενέστερο τῆς δημοσιεύσεώς του πάντως, δύναται νά γίνει εξαίρεση ἀπό τήν ἀρχή αυτή ὅταν αυτό επιβάλλεται ἀπό τόν επιδιωκόμενο σκοπό καί οταν ἡ δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τῶν ενδιαφερομένων γίνεται πλήρως σεβαστή. Ή κοινοτική νομοθεσία πρέπει νά δύναται νά προ-βλεφθεῖ ἀπό τούς ἐνδιαφερομένους.

στ)

Τέλος, πρέπει νά ἀναφερθεί ἡ ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου στην υπόθεση 84/81 ( 16 ), στην ὁποία τά ἀνωτέρω ἀναφερόμενα κριτήρια ἐφηρμόσθησαν καί πάλι σέ μέτρο ἀναφερόμενο στά νομισματικά ἐξισωτικά ποσά, τό όποιο είχε γνήσια ἀναδρομική ἰσχύ, δηλαδή σέ κανονισμό πού ἐδημοσιεύθη στίς 26 'Απριλίου 1980, ὁ όποιος έπρεπε νά εφαρμοσθεί ἀναδρομικώς άπό 1ης 'Απριλίου 1980. Στην υπόθεση αυτή τό Δικαστήριο, σχετικά μέ δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, προσέδωσε σημασία στά ζητήματα, τά όποια οἱ επιχειρηματίες έπρεπε νά έχουν δεχθεί ως δεδομένα άπό τά Ιστορικά προηγούμενα τοῦ κανονισμού καί τους σκοπούς πού ἐπεδιώκοντο μέ αυτόν. Ή ἐν λόγω υπόθεση ἀφορούσε ἀναδρομικό μέτρο τοῦ Συμβουλίου καί, ἑπομένως, ἡ προηγουμένη πρόταση καί ἀνακοίνωση προερχομένη ἀπό τήν 'Επιτροπή έπρεπε νά ήταν πραγματική. Τό Δικαστήριο ἐτόνισε επίσης ρητῶς ὅτι, σχετικά μέ τήν επιφύλαξη πού περιέχεται στό μέτρο τοῦ Συμβουλίου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στά ἀνθρώπινα δικαιώματα, ἡ επιφύλαξη αυτή δέν δύναται νά έχει ὡς ἀποτέλεσμα νά ἀποκλείει τήν εφαρμογή τοῦ κανονισμού τοῦ Συμβουλίου κατά τή διάρκεια μιᾶς περιόδου πρό τῆς θέσεως του σέ ἰσχύ. Ή επιφύλαξη αυτή ἀπέβλεπε ἁπλώς στην προστασία δικαιωμάτων τά όποια είχαν ἀναγνωρισθεί ὁριστικώς μέ ἀτομικές ἀποφάσεις τῶν εθνικών ἀρχων μεταξύ 1ης καί 25ης 'Απριλίου 1980.

ζ)

'Ετσι, δύναται νά λεχθεί ὅτι τό κοινοτικό δίκαιο καθόλου δέν ἀποκλείει τήν ἀναδρομικότητα, συμπεριλαμβανομένης τῆς γνήσιας ἀναδρομικότητος, καί ὅτι γιά νά είναι νόμιμη ἡ ἀναδρομικότης πρέπει νά συγκεντρώνει δύο προϋποθέσεις: πρώτον, ὅταν ὁ επιδιωκόμενος σκοπός ἀπαιτεί ἀναδρομική ἰσχύ — καί, σχετικώς, οἱ επιτακτικές ἀξιώσεις δημοσίου συμφέροντος ἤ κατά τή διατύπωση τοῦ Bundesverfassungsgericht ('Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο), οἱ επιτακτικοί λόγοι πού επηρεάζουν τό δημόσιο συμφέρον πρέπει νά είναι πραγματικοί — καί δεύτερον, ἡ δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τῶν ενδιαφερομένων μερών νά γίνεται σεβαστή, δηλαδή οταν οἱ ενδιαφερόμενοι έπρεπε νά ἀναμένουν τό ἀναδρομικό μέτρο. Πάντως, δέν φαίνεται νά εἶναι ἀποφασιστικής σημασίας, εἰδικῶς ὑπό τό φως τῆς σχετικής νομολογίας τῶν εθνικών δικαστηρίων τό ὅτι ἡ ἀναδρομικότης εφαρμόζεται σέ μικρότερη ἡ μεγαλύτερη χρονική περίοδο. Ή έποψη αὐτή δύναται, έτσι, ὡς ἐπί τό πλείστον νά εἶναι σχετική σέ σχέση μέ τίς δύο ἀνωτέρω ἀναφερόμενες προϋποθέσεις, ειδικότερα μέ εκείνη τῆς προστασίας τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

3.

Ύπό τό φῶς τῆς προηγουμένης νομολογίας τοῦ Δικαστηρίου, δύνανται, επομένως, νά γίνουν οἱ ἀκόλουθες παρατηρήσεις σχετικά μέ τίς παρούσες υποθέσεις:

α)

Κατά τήν άποψη μου, δέν εἶναι ἀποφασιστική ἡ ἀναφορά, στην υπόθεση 110/81, στό γεγονός ὅτι οἱ προσφυγές πού ἠσκήθησαν κατά τοῦ κανονισμού 1293/79 ἔγιναν δεκτές επειδή τό μέτρο αυτό περιείχε ἀτομικά στοιχεία ούτε καί τό συμπέρασμα, τό όποιο συνήχθη ἀπό τήν ἀναφορά αύτη, μέ συνέπεια ὅτι τό μέτρο πού ἀπέβλεπε στό νά ἀντικαταστήσει τόν κανονισμό 1293/79 μέ ἀναδρομικό ἀποτέλεσμα πρέπει νά εξετάζεται κατά τόν ἴδιο τρόπο. Ἡ προσφεύγουσα Roquette Ισχυρίζεται, ὡς ἐκ τούτου, ὅτι εἶναι σαφές ἀπό τό άρθρο 191 τῆς συνθήκης ΕΟΚ ὅτι οἱ ἀτομικές ἀποφάσεις ἀποκτοῦν ἰσχύ μέ τήν κοινοποίηση τους, καί πρέπει, επομένως, νά γίνει δεκτό ὅτι, λόγω τῆς ἀτομικής του φύσεως, τό ἀμφισβητούμενο μέτρο κατά κανένα τρόπο δέν δύναται νά έχει ἀναδρομική ἰσχύ.

'Επί τοῦ σημείου αυτού δύναται νά υποστηριχθεί ἡ άποψη ὅτι τό άρθρο 191 τῆς συνθήκης ΕΟΚ περιλαμβάνει απλώς μία ένδειξη ὡς πρός τό χρονικό σημείο κατά τό όποιο ἕνα νόμιμο μέτρο τίθεται σέ ισχύ, ἀλλά ὄχι ὡς πρός τό ζήτημα ἄν οἱ ἀτομικές ἀποφάσεις δύνανται νά έχουν ἀναδρομική ἰσχύ. Τό τελευταίο ζήτημα πρέπει κατ' ἀρχήν νά λυθεῖ κατά τόν ἴδιο τρόπο, τόσο γιά τά ἀτομικά μέτρα, ὅσο καί γιά τά νομοθετικά μέτρα.

Εἰδικότερα, δέν πρέπει νά λησμονεῖται ὅτι ὁ κανονισμός 1293/79 περιλαμβάνει μόνο μερικώς στοιχεῖα ἀτομικών ἀποφάσεων, άλλά, κατά τά λοιπά, εἶναι χωρίς ἀμφιβολία νομοθετικής φύσεως, καθ᾽ ὅσον θεσπίζει γενικές προϋποθέσεις. Ἐπιπροσθέτως, ὁ κανονισμός στό σύνολό του ἐκη-ρύχθη άκυρος κατά τή διαδικασία ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου, διότι ὁ λόγος γιά τήν κήρυξη τῆς ἀκυρότητος ήταν ἡ ἀπουσία γνώμης τοῦ Κοινοβουλίου, ἡ ὁποία καθ' ἑαυτή ήταν χωρίς ἀμφιβολία ἀναγκαία μόνο ἐν σχέσει μέ τό νομοθετικό μέρος τοῦ κανονισμοῦ. "Ετσι, ἐφ᾽ ὅσον ετίθετο ζήτημα πληρώσεως τοῦ κενοῦ πού ἐδημιούργησε ἡ κήρυξη ἀκυρότητος, τότε ὁ κανονισμός 387/81, ὁ όποιος ἐθεσπίσθη γιά τόν σκοπό αυτόν, πρέπει βεβαίως νά θεωρηθεί, τουλάχιστον ἐν μέρει, νομοθετικής φύσεως. Τό ζήτημα τῆς ἀναδρομι-κότητος τοῦ μέτρου δύναται έτσι νά εξετασθεί στό σύνολο του, σύμφωνα μέ κριτήρια πού εφαρμόζονται γενικώς στά νομοθετικά μέτρα.

β)

Οἱ προσφεύγουσες υποστηρίζουν κυρίως τήν άποψη ὅτι ἀπό τῆς εκδόσεως τῆς ἀποφάσεως μέ τήν ὁποία ὁ κανονισμός 1293/79 ἐκηρύχθη άκυρος, ὁ κανονισμός αυτός κατηργήθη αναδρομικώς. Βάσει τοῦ άρθρου 176 τῆς συνθήκης ΕΟΚ τά ἁρμόδια κοινοτικά όργανα ήταν ὡς ἐκ τούτου, κατ' ἀρχήν, υποχρεωμένα νά καταργήσουν ἀναδρομικώς τά ἀποτελέσματα τοῦ κανονισμού αὐτοῦ, ἀπευθύνοντας τίς κατάλληλες αιτήσεις πρός τίς υπεύθυνες γιά τήν εφαρμογή εθνικές ἀρχές, ώστε νά δοθεί πρακτικό ἀποτέλεσμα σ᾽ αυτό πού οἱ προσφεύγουσες ἀποκαλούν δικαίωμά τους ἀποδόσεως τῶν καταβληθεισών συνεισφορών ἐπί τῆς παραγωγής.

Είναι, ὁπωσδήποτε, δύσκολο νά συμμερισθώ τήν άποψη αύτη.

i)

Κατ' ἀρχήν, ἡ ἀναδρομική ἐξαφάνιση ἑνός μέτρου πού ἐκηρύχθη άκυρο, κατά μεγάλο βαθμό δέν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπό ένα πλάσμα δικαίου. Στην περίπτωση αυτή δέν εἶναι πράγματι δυνατή ή, ὑπό όλες τίς ἀπόψεις, ἀντιμετώπιση τῆς καταστάσεως ὡς ἄν τό ἐν λόγω μέτρο νά μή υπήρξε ποτέ. Κατά τήν άποψη μου, τό πρόβλημα τῆς θεσπίσεως εναλλακτικών διατάξεων μέ ἀναδρομική ἰσχύ, συνεπεία ἀκυρώσεως ενός μέτρου, δέν δύναται κατ' ἀρχήν νά ἀντιμετωπισθεί κατά τόν ἴδιο τρόπο όπως ἡ ἀναδρομική επιβολή μιᾶς εντελώς νέας επιβαρύνσεως, ἡ ὁποία δέν είχε προηγουμένως νόμιμη ύπαρξη καί ἐν σχέσει μέ τήν ὁποία ἡ προηγουμένη συμπεριφορά δέν δύναται πλέον, ἡ μόνο μέ μεγάλη δυσκολία, νά μεταβληθεί.

ii)

Ἐπί πλέον, ἁπλώς δέν δικαιολογείται νά γίνεται λόγος γιά δικαίωμα αποδόσεως ἐν συνεχεία τῆς εκδόσεως τῆς ἀποφάσεως, μέ τήν ὁποία τό σύστημα τῶν συνεισφορών ἐκηρύχθη άκυρο. Στήν περίπτωση αυτή, βάσει τοῦ ἄρθρου 176 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, τά ἁρμόδια όργανα ὀφείλουν νά λάβουν τά ἀναγκαία μέτρα. Τά μέτρα αυτά δέν συνίστανται κατ' ἀνάγκη στην ἀπόδοση τῶν συνεισφορών. Τό πρόβλημα πού ἀνακύπτει επίσης ἐν προκειμένω, εἶναι κατά πόσον δύναται νά θεωρηθεί ως κατάλληλο μέτρο ή ρύθμιση τῆς καταστάσεως αναδρομικώς. Μόνο ἄν αὐτό ἀποδειχθεί ὡς ἀκατάλληλο μέτρο, εἶναι σαφές ὅτι δύναται νά γίνει λόγος γιά δικαίωμα ἀποδόσεως. Ἔτσι, οἱ προσφεύγουσες δέν δύνανται νά Ισχυρίζονται ὅτι δικαιούνται α priori νά επικαλούνται δικαίωμα ἀποδόσεως καί νά ἀναμένουν νά προσδοθεί ἀποφασιστική σημασία στό δικαίωμα αυτό, προκειμένου νά προσδιορισθεί τό επιτρεπτό τῆς ἀναδρομικότητος.

iii)

Σχετικώς, μοῦ φαίνεται επίσης προσήκον νά εξετασθεί περισσότερο λεπτομερῶς ἡ ἀπόφαση τοῦ Bundesverfassungsgericht, την ὁποία ἀνέφερε ἡ προσφεύγουσα Amylum, επειδή δύναται πράγματι νά παράσχει σημαντικές πληροφορίες πού δύνανται νά ενδιαφέρουν στίς παροῦσες περιπτώσεις. 'Αναφέρομαι στην ἀπόφαση πού δημοσιεύθηκε στην σελίδα 89 καί ἑπ. τοῦ έβδομου τεύχους τῆς συλλογής νομολογίας τοῦ Bundesverfassungsgericht, ἡ ὁποία αναφέρεται στό ζήτημα ἄν τό τέλος ἀδείας κατοχής σκύλου, τό όποιο εἶχε εἰσπραχθεῖ ἐπί πολλά έτη καί γιά τό όποιο τό Oberverwaltungsgericht (Ἀνώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) έκρινε τό 1950 ὅτι δέν ὑφίστατο νομικό έρεισμα γιά τήν ἀπαίτηση αυτή, ἐπανεθεσπίσθη μέ νόμο κατά τό ἴδιο έτος, μέ ἀναδρομική ἰσχύ ἀπό 1ης Ἀπριλίου 1948. Ἐν ὄψει τῆς ἀρχής τοῦ κράτους δικαίου, τό Bundesverwaltungsgericht δέν έκρινε ὅτι ὁ ἐν λόγω νόμος ήταν ἀντίθετος, επειδή ἡ επιβάρυνση ήταν προβλεπτή καί ἐδικαιολογεῖτο ἀπό ἀντικειμενικούς λόγους. Τό ἐν λόγω τέλος δέν ήταν προφανώς τέτοιας αδικαιολόγητης φύσεως ώστε νά δημιουργήσει στους πολίτες τήν προσδοκία ὅτι δέν ήταν υποχρεωμένοι νά καταβάλουν τό τέλος κατά τήν χρονική περίοδο τῆς ἀναδρομικότητος τοῦ νόμου. Ή ἀρχή τοῦ κράτους δικαίου δύναται επίσης νά ἀποτελέσει δικαιολογία γιά τόν νομοθέτη γιά τήν θέσπιση ἀναδρομικών διατάξεων ἄν θεωρεῖ ὅτι μία κατάσταση, τήν ὁποία ἐθεωροῦσε ὅτι διέπεται ἀπό συνταγματικούς κανόνες, ὡς ἀποτέλεσμα δικαστικής ἀποφά-σεως δέν διέπεται κατ' αυτόν τόν τρόπο ή ρυθμίζεται διαφορετικά. Τελικά, ἐφ' ὅσον τό κράτος ὑπελόγιζε στην είσπραξη τοῦ ἐν λόγω πόρου, ήταν σαφές ὅτι θά προεβλέπετο διαφορετικό νομικό έρεισμα. Στην περίπτωση αυτή, δέν έχει γίνει υπέρβαση των ἀνωτάτων ὁρίων πού επιβάλλονται στην ἀναδρομικότητα διότι επρόκειτο ἁπλώς γιά ζήτημα ἀποσαφηνίσεως μιας καταστάσεως πραγμάτων, ἡ ὁποία, λόγω νομικής πλάνης, εἶχε καταστεί ἀσαφής.

γ)

Όσον ἀφορᾶ τήν λύση τοῦ προβλήματος πού υπεβλήθη στό Δικαστήριο, ένα ζήτημα πρωταρχικής σημασίας είναι σαφώς τό κατά πόσον δύναται νά ἀνευρεθεῖ υπέρτερο δημόσιο συμφέρον στην αναδρομικότητα τοῦ ἀμφισβητουμένου κανονισμού.

Κατά τῆς ἀπόψεως αὐτης, οἱ προσφεύγουσες προβάλλουν ὅτι ὁ σκοπός πού ἐπεδιώκετο μέ τό εἰδικό σύστημα γιά τήν ἰσογλυκόζη ήταν πρωταρχικά ὁ περιορισμός τῆς παραγωγής ἰσογλυκόζης. Ό σκοπός αυτός έχει πράγματι εκπληρωθεί μέ τήν εφαρμογή τοῦ κανονισμοῦ 1293/79, διότι καμμία επιχείρηση δέν έχει υπερβεῖ τίς ποσοστώσεις παραγωγής καί ὁ κανονισμός 387/81 δέν δύναται νά συμβάλει σέ τίποτε περισσότερο στην κατάσταση αυτή. Πάντως, ἡ προσφεύγουσα Amylum επιδιώκει, ἀπό τήν νομολογία τοῦ Bundesverfassungsgericht, νά συναγάγει τήν ἀρχή γιά τήν πρόταση ὅτι κατά κανένα τρόπο δέν δύνανται λόγοι ἁπλής φορολογικής φύσεως ἡ ἡ επιθυμία νά εξασφαλισθεί ἡ νομοθετική ὁμοιομορφία καί ἡ επανόρθωση τῶν σφαλμάτων τοῦ παρελθόντος, νά αποτελέσουν ουσιαστικούς παράγοντες.

Δέν δέχομαι τήν άποψη αύτη.

i)

Πρώτον, δέν εἶναι ὀρθό, ἀκόμη καί σύμφωνα μέ τήν νομολογία τοῦ Bundesverfassungsgericht, τά φορολογικά συμφέροντα νά ἀποκλείονται πλήρως ἀπό τους λόγους δημοσίου συμφέροντος, πράγμα πού είναι ουσιαστικό γιά τήν ἀναδρομικότητα.

ii)

Δεύτερον, ἡ διατήρηση μέ ἀναδρομική Ισχύ τῆς συνεισφορᾶς ἐπί τῆς παραγωγής, μέ ἀποκλεισμό τῆς ἐπιστροφής τῶν ποσῶν πού οι προσφεύγουσες έχουν καταβάλει στηρίζεται στό γεγονός ὅτι ἡ συνεισφορά ἐπί τῆς παραγωγής ἀντικατοπτρίζει την συνυπευθυνότητα στά ἀποθέματα παραγωγής στην ἀγορά ζάχαρης καί τό αίτημα γιά συμμετοχή στην μείωση τῶν ζημιῶν, οἱ όποιες προκύπτουν ἀπό τίς εξαγωγές. Σχετικώς, ὅσον ἀφορᾶ την σχέση μεταξύ ἰσο-γλυκόζης καί ζάχαρης, τό Δικαστήριο διετύπωσε τήν ἀρχή ὅτι τά δύο αυτά προϊόντα, τά όποια ευρίσκονται σέ άμεσο ἀνταγωνισμό, δέν δύνανται νά τυγχάνουν διαφορετικῆς μεταχειρίσεως (υπόθεση 125/77 ( 17 )), ἀκόμη κι ἄν τά συμφέροντα τῶν παραγωγών γεωργικών προϊόντων δικαιολογοῦν μία ὁρισμένη προτίμηση πρός τήν ζάχαρη (συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 166 καί 124/77 ( 18 )). "Αν ἡ άποψη τῶν προσφευ-γουσῶν ἐγίνετο ἀποδεκτή θά ὁδηγούσε σέ έκδηλη παράβαση τῶν ἀνωτέρω ἀναφερομένων άρχῶν. Κατά τήν περίοδο πού καλύπτει ὁ κανονισμός 387/81 θά ἐδη-μιουργοῦντο διακρίσεις εἰς βάρος τῆς παραγωγής ζάχαρης. Ἐπιπλέον, ὑφίστατο ὁ φόβος άλλων δυσμενών επιπτώσεων ἐπειδή, μολονότι δέν προεβλέπετο ἀναδρομική αύξηση, χάρη στόν περιορισμό πού Ισχυε κατά τό χρονικό διάστημα στην συνεισφορά ἐπί τῆς παραγωγής ζάχαρης ἐν συν-δυασμῶ μέ τήν τιμή παρεμβάσεως, δέν θά ἠδύνατο νά ἀποκλεισθεί, κατά τήν θέσπιση ενός νέου κανονισμοῦ μετά τήν έκδοση τῆς ἀποφάσεως πού ἀκύρωνε τόν κανονισμό 1293/79, ὅτι οἱ συνεισφορές ἐπί τῆς παραγωγής ζάχαρης θά αὐξάνοντο γιά τήν τρέχουσα ἡ γιά τίς επόμενες περιόδους εμπορίας, ώστε νά ἀποτραπεί, τά έσοδα, τά όποια λόγω τῆς καταργήσεως τῆς συνεισφορᾶς ἐπί τῆς ἰσογλυκόζης δέν ήσαν πλέον διαθέσιμα, νά ληφθούν ἀπό τόν γενικό προϋπολογισμό.

iii)

Είναι επίσης σημαντικό ὅτι ἀπόδοση τῶν συνεισφορών ἐπί τῆς παραγωγής πού κατέβαλαν οἱ παραγωγοί ἰσογλυκόζης θά ἠδύνατο νά δημιουργήσει φόβους περαιτέρω αυξήσεως τῆς παραγωγής ἰσογλυκόζης καί βελτίωση τῆς ανταγωνιστικής της θέσεως, πού θά έθεταν σέ κίνδυνο τόν σκοπό σταθεροποιήσεως τῆς ἀγοράς ζάχαρης. Εἰς ἀπάντηση τοῦ επιχειρήματος αὐτοῦ οἱ προσφεύγουσες δέν δύνανται βεβαίως νά ἀντιτάξουν ὅτι ἡ παραγωγική τους ἱκανότης διέπεται ἀπό ποσοστώσεις, οἱ οποίες καθορίζονται ἀπό τήν Κοινότητα καί ὅτι δέν δύναται νά ἀναμένεται αύξηση ἐν ὅσω οἱ ποσοστώσεις παραμένουν ἀμετάβλητες. Ή παραγωγή γιά τίς ἐξαγωγές ή στό πλαίσιο τοῦ καθεστώτος ενεργητικής τελειοποιήσεως δέν εἶχε κατά κανένα τρόπο περιορισθεί. Ἐπιπροσθέτως, ἡ 'Επιτροπή θά ἠδύνατο νά προβάλει τήν προοδευτική αύξηση τῆς παραγωγής ἰσογλυ-κόζης ἀπό τό 1976 γιά νά καταδείξει ὅτι οἱ φόβοι τῆς δέν ήταν ἀβάσιμοι, καί πρό πάντων τό γεγονός ὅτι, ἐπί παραδείγματι, ή προσφεύγουσα ἑταιρία Amylum αύξησε τήν παραγωγική τῆς ικανότητα, ἀπό τό 1979 μέχρι τό 1980, κατά 15000 τόνους περίπου καί ὅτι τό 1980 καί 1981 ἡ πλειονότης τῶν παραγωγών ἐζήτησαν αύξηση τῶν ποσοστώσεων λόγω αυξημένης Ικανότητος παραγωγής καί προβλεπομένων επενδύσεων.

iv)

Τελικά ἐν συνδυασμῶ μέ τήν εκτίμηση τοῦ δημοσίου συμφέροντος πρέπει επίσης νά εξετασθεῖ ἡ ἀρχή τῆς ἐπιεικείας. Σχετικώς, τά κοινοτικά όργανα ἠδύναντο νά προβάλουν τό γεγονός, τό όποιο εἶναι βεβαίως βλαπτικό γιά τό αἴτημα τῶν βιομηχάνων νά ἀπαλλαγούν ἀπό τήν συνεισφορά ως πρός τήν συγκεκριμένη περίοδο, ὅτι δηλαδή οἱ παραγωγοί ἰσογλυκόζης έτυχαν ενός πλεονεκτήματος ὡς ἀποτέλεσμα τῆς εκδόσεως τῆς ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου τόν 'Οκτώβριο 1978 καί τῆς μή ἀναδρομικότητος τοῦ κανονισμού πού εξεδόθη κατόπιν τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς καί, κατά την άποψη μου, αυτό δέν έχει ἀντικρουστεί ἀπό τά επιχειρήματα, τά ὁποῖα δέν έχουν εξετασθεί, πού προεβλήθησαν στην υπόθεση 116/77 ( 19 ) ὡς πρός την κοινοτική ευθύνη μέ ἀποτέλεσμα ἡ προσφεύγουσα Amylum νά έχει υποστεί σημαντική ζημία κατόπιν τῆς εφαρμογής τοῦ κανονισμού 1111/77. Σχετικῶς δέν πρέπει νά λησμονείται ὅτι ἡ ἰσογλυκόζη ἀπεκόμιζε πάντοτε πλεονεκτήματα ἀπό τήν ὀργάνωση ἀγορᾶς τῆς ζάχαρης καί τό εἰδικό σύστημα πού ἐφαρμόζετο στην ἰσογλυκόζη, διότι ἐπωφε-λεῖτο μιας εμμέσως εγγυημένης τιμής, βάσει τῆς τιμής παρεμβάσεως πού ἐφαρμόζετο στην ζάχαρη καί διότι ἐφαρμόζετο σύστημα ἐπιστροφῶν γιά τά μεταποιημένα προϊόντα.

Ἀπό ὅλα αυτά προκύπτει, κατά τήν γνώμη μου, ὅτι υφίστανται ἐπιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος γιά νά δοθεῖ ἀναδρο-μικό αποτέλεσμα στον κανονισμό 387/81.

δ)

"Οσον άφορα τήν άλλη προϋπόθεση γιά τήν νομιμότητα τῆς ἀναδρομικότητος πού έθεσε τό Δικαστήριο, δηλαδή τόν σεβασμό τῆς δικαιολογημένης ἐμπιστοσύνης, καί στίς παροῦσες υποθέσεις, ἄν οἱ προσφεύγουσες πράγματι ἐδικαιοῦντο νά ἀναμένουν ὅτι ἡ συνεισφορά ἐπί τῆς παραγωγής θά καταργηθεί καί οἱ συνεισφορές πού είχαν καταβάλει γιά τήν περίοδο εμπορίας 1979/80 θά τους ἐπεστρέ-φοντο, δύνανται νά λεχθοῦν ὡς έξῆς:

i)

Σχετικώς, δέν εἶναι βεβαίως μόνο ζήτημα πραγματικής υποκειμενικής πεποι-θήσεως τῶν προσφευγουσῶν, άλλά κατά πόσον δύναται νά λεχθεί ὅτι υφίσταται δικαιολογημένη προσδοκία άξια προστασίας, δηλαδή ἄν οἱ προσφεύγουσες, βάσει ὅλων τῶν γνωστών ουσιαστικών δεδομένων κατά τό χρονικό εκείνο σημείο, ἠδύναντο νά υποθέσουν ὅτι οἱ συνεισφορές θά τους ἐπεστρέφοντο. Ἔτσι, δέν είναι βεβαίως ἀρκετό νά προβάλλουν τήν υποβληθείσα στό Δικαστήριο ἀλληλογραφία πού ἀντηλλάγη μεταξύ τῆς προ-σφευγούσης Amylum καί τοῦ βελγικού ὀργανισμοῦ παρεμβάσεως, ἡ ὁποία αποκαλύπτει (βλέπε επιστολή τῆς προσφευγούσης τοῦ Σεπτεμβρίου 1980) ὅτι, ἀφοῦ ἐπληρο-φορήθη τίς προσφυγές πού ἤσκησαν οἱ Roquette καί Maizena, υπέθεσε ὅτι τό Δικαστήριο θά κηρύξει άκυρο τόν κανονισμό 1293/79 λόγω παραβάσεως οὐσιωδών τύπων καί επίσης ἀποκαλύπτει ὅτι κατέβαλε τίς συνεισφορές ἐπί τῆς παραγωγής γιά τό έτος 1979/80 μόνο τόν Μάρτιο 1981 καί ὑπό επιφύλαξη μετά τήν θέση σέ ἰσχύ τοῦ κανονισμού 387/81 καί ἀφοῦ είχε ἀπειληθεί μέ επιβολή υπερογκων τόκων.

ii)

Ἐν οσω ἴσχυε ὁ κανονισμός 1293/79 τά ἐνδιαφερόμενα μέρη ὤφειλαν νά υποθέσουν ὅτι εἶναι νόμιμος καί νά καθορίσουν ἀναλόγως τήν συμπεριφορά τους. Ἐξ άλλου, ἡ ἀναδρομική ἀκυρότης τοῦ κανονισμοῦ αυτού, ὅπως έχω ήδη ἀναφέρει, συνιστᾶ ἁπλώς πλάσμα δικαίου, πού δέν δύναται νά εξαλείψει ὅλα τά ἀποτελέσματα καί τό ὁποῖο, Ιδίως ἐν ὄψει τοῦ κριτηρίου πού θά ἐξετάσω τώρα, δέν δικαιολογεί ἀντιμετώπιση τῆς καταστάσεως ωσάν ὁ ἀνωτέρω ἀναφερόμενος κανονισμός νά μή είχε ποτέ υπάρξει. Θά ἠδύνατο νά συμβαίνει διαφορετικά ἄν ὁ ἐν λόγω κανονισμός ήταν προφανώς παράνομος. Σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση, μέ τήν ὁποία ἀκυρώθηκε ὁ κανονισμός αυτός, κατά κανένα τρόπο δέν δύναται νά υποστηριχθεί αυτό ὡς πρός τά ζητήματα ουσιαστικοί) δικαίου. 'Επίσης δύσκολα δύναται νά υποστηριχθεῖ κάτι τέτοιο ὅσον άφορα τους ουσιώδεις τύπους πού πρέπει νά τηρούνται ἐν προκειμένω (διαβούλευση τοῦ Κοινοβουλίου), ἐφ' ὅσον, ὡς πρός αὐτό, ὑπό τό φῶς τῶν γεγονότων καί τῶν περιστάσεων τῆς υποθέσεως, δέν ήταν δυνατό νά προβλεφθεί μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα ἡ ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου.

iii)

Δέν δύναται ὡς ἐκ τούτου, νά λεχθεί ὅτι, μέχρι τῆς εκδόσεως τῆς ἀποφάσεως τόν 'Οκτώβριο 1980, μέ τήν ὁποία ἀκυρώθηκε ὁ κανονισμός 1293/79, οἱ προσφεύγουσες είχαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ὡς πρός την κατάργηση τῆς συνεισφορᾶς ἐπί τῆς παραγωγῆς γιά την περίοδο εμπορίας 1979/1980, καί, κατά τό ἴδιο τεκμήριο, δύναται επίσης νά υποστηριχθεί ὅτι ἡ ἀνωτέρω ἀπόφαση δέν παρέχει έδαφος γιά μιά τέτοια εμπιστοσύνη. Μέ τήν ἀπόφαση αὐτή ἀπερρίφθησαν ρητῶς τά επιχειρήματα πού ἐθασίζοντο στίς ουσιαστικές διατάξεις δικαίου καί έγινε σαφές ὅτι δέν ὑφίσταντο ἀντιρρήσεις ὡς πρός τά περιοριστικά μέτρα πού ἐπεβάλλοντο στους παραγωγούς ἰσο-γλυκόζης. 'Ιδιαίτερη σημασία έχει ἡ εντελώς ἀσυνήθης ἀναφορά, στό τέλος τῆς ἀποφάσεως, στην εξουσία τοῦ Συμβουλίου, σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση, «νά λάβει ὅλα τά κατάλληλα μέτρα», πράγμα πού καθιστᾶ πλήρως σαφές ὅτι έπρεπε νά ἀναμένονται μέτρα μέ ἀναδρομικό αποτέλεσμα.

iν)

Έπί πλέον οἱ ενδιαφερόμενοι δέν ἠδύ-ναντο νά έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ὡς πρός τήν ἀπόδοση τῶν συνεισφορών στην συμπεριφορά τοῦ Συμβουλίου καί τῆς 'Επιτροπής.

Αυτό εἶναι ἀδιαμφισβήτητο κατά τό μέτρο πού ἡ πρόθεση τῶν κοινοτικῶν ὀργάνων νά λάβουν περιοριστικά μέτρα γιά τήν παραγωγή ἰσογλυκόζης ήταν ήδη γνωστή ἀπό τό 1977 καί ἡ πρόθεση αυτή δέν μετεβλήθη κατά τά ἑπόμενα χρόνια.

Άπό τήν απόφαση μέ τήν ὁποία ἀκυρώθηκε ὁ κανονισμός 1293/79 συνάγεται επίσης ὅτι ἡ 'Επιτροπή επέμενε στην εξέταση τῶν ουσιαστικών λόγων, καθιστώντας έτσι σαφές ὅτι, ἄν τό Δικαστήριο ἐδέχετο τό αἴτημα της, δέν εἶχε τήν πρόθεση νά προτείνει τήν απόδοση τών συνεισφορών πού εἶχαν καταβληθεῖ. Επομένως, ἀμέσως μετά τήν έκδοση τῆς ἀποφάσεως, στίς ἀρχές Νοεμβρίου 1980, ἐδήλωσε στην 'Επιτροπή Διαχειρίσεως τῆς ζάχαρης ὅτι προετίθετο νά προτείνει τήν επαναφορά μέ ἀναδρομικό ἀποτέλεσμα τῶν διατάξεων πού είχαν ἀκυρωθεί καί δέν υφίσταται καμμία ἀμφιβολία ὅτι οἱ ενδιαφερόμενοι εμπορικοί κύκλοι έλαβαν γνώση τῆς προθέσεως αυτής. Γιά τόν ίδιο σκοπό τόν Δεκέμβριο τοῦ 1980 ἐδημοσιεύθη πρόταση, ή ὁποία, δυνάμει τῆς νομολογίας τόσο τοῦ Δικαστηρίου ὅσο καί τῶν εθνικών δικαστηρίων, δύναται βεβαίως νά θεωρηθεί ὡς στοιχείο σχετικό μέ τό ζήτημα τῆς προστασίας τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δηλαδή, ἀντιθέτως πρός τόν Ισχυρισμό τῶν προσφευγόντων, ὅχι ἁπλώς ὡς νομότυπη ἀπόφαση τοῦ ἁρμοδίου νομοθετικού σώματος.

Τέλος, δέν δύνανται νά συναχθοῦν βάσιμα συμπεράσματα σχετικά μέ τήν προβαλλομένη εμπιστοσύνη ἀπό τό γεγονός ὅτι τό Συμβούλιο δέν προσέδωσε ἀναδρομικό ἀποτέλεσμα στον κανονισμό 1293/79 μετά τήν ἀκύρωση τοῦ κανονισμού 1111/77. Τό καθοριστικό στοιχείο σχετικώς είναι ἁπλώς ἡ διαφορά καταστάσεων. 'Ενώ ὁ κανονισμός 1293/79, ὁ προηγούμενος τοῦ κανονισμού 387/81, ἐκηρύχθη άκυρος μόνο γιά παράβαση οὐσιώδους τύπου καί συγχρόνως οἱ επικρίσεις πού ἐβασίζοντο στό ουσιαστικό δίκαιο εκρίθησαν ρητώς ὡς ἀβάσιμες, στην διαδικασία πού ὁδήγησε στην ἀκύρωση τοῦ κανονισμοῦ 1111/77, ὁ βασιζόμενος στό οὐσιαστικό δίκαιο Ισχυρισμός περί παραβάσεως τῆς ἀπαγορεύσεως τῶν διακρίσεων εκρίθη βάσιμος, δηλαδή τό γεγονός ὅτι ἐπεβάλλοντο μεγαλύτερες επιβαρύνσεις στην ἰσογλυκόζη ἀπ' ὅ,τι στην ζάχαρη. Μολονότι τό Συμβούλιο ἤσκησε, κατά τό χρονικό εκείνο διάστημα, τή διακριτική του εξουσία στά θέματα ἀγροτικής πολιτικής, θεσπίζοντας χωρίς ἀναδρομικό αποτέλεσμα μία νέας μορφής συνεισφορά — προφανώς επιδιώκοντας νά ἀντισταθμίσει κατά κάποιο τρόπο τό γεγονός ὅτι πολύ ὑψηλός συντελεστής στην συνεισφορά ἐπί τῆς ἰσογλυκόζης θά ἠδύνατο νά έχει βλαβερές συνέπειες γιά ὁρισμένη περίοδο, καί ἴσως ἐν ὄψει τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ ἀρχική συνεισφορά ἐπί τῆς ἰσογλυκόζης δέν εἶχε πράγματι καταβληθεί ἀπό ὅλες τίς επιχειρήσεις — αυτό ἀσφαλώς δέν ήταν λόγος γιά νά υποτεθεί ὅτι τό Συμβούλιο θά ενεργούσε κατά τόν ἴδιο τρόπο στην εντελώς διαφορετική κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε μετά τήν ἀκύρωση τοῦ κανονισμού 1293/79.

Τό ἀναπόφευκτο συμπέρασμα εἶναι, επομένως, σαφές. Χωρίς νά εἶναι ἀναγκαίο νά εξετασθεί τό ζήτημα, τό όποιο επίσης ἠγέρθη, ὡς πρός τό ποῖος φέρει τό βάρος προβολῆς καί ἀποδείξεως τῶν περιστατικών, κατόπιν τῶν ὅσων ελέχθησαν καί επειδή σχετικά μέ την περίοδο γιά την ὁποία προεβλέπετο ἡ ἀναδρομικότης, ή σαφής νομολογία τοῦ Δικαστηρίου έκρινε ὅτι τά κατάλληλα μέτρα γιά τήν εξασφάλιση τῆς λειτουργίας τῶν γλυκαντικών ήταν επιτρεπτά (συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 10 καί 145/77 ( 20 )) καί ὅτι επίσης ἐδικαιολογοῦντο λογικές συνεισφορές ἐπί τῆς ἰσογλυκόζης (συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 116 καί 124/77 ( 21 )), δύναται μόνο νά γίνει δεκτό ὅτι οἱ συνετοί καί ενημερωμένοι επιχειρηματίες θά ἔπρεπε λογικά νά ἀναμένουν τήν ἀναδρομικότητα τοῦ κανονισμοῦ 387/81 καί τήν μή ἀπόδοση τῶν συνεισφορῶν πού εἶχαν καταβάλει κατά τήν περίοδο εμπορίας 1979/1980.

ε)

Ἐν ὄψει τῆς καταστάσεως αυτής, υποστηρίζω τήν ἄποψη ὅτι πρέπει νά ἀποκλεισθεί ἡ ἀκύρωση τοῦ ἀμφισβητουμένου κανονισμοῦ λόγω παραβάσεως τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς ἀναδρομικότητος.

ΙΙ — Παραβίαση τῆς μεταξύ των θεσμικών ὀργάνων Ισορροπίας' προσβολή τοῦ κύρους τοῦ Κοινοβουλίου

Οἱ προσφεύγουσες στίς υποθέσεις 108 καί 114/81 υποστηρίζουν, ἐν συνεχεία, ὅτι ή νομιμότης τοῦ κανονισμού 387/81 δύναται νά ἀμφισβητηθεί βάσει τοῦ ἀνωτέρω ἀναφερομένου Ισχυρισμού. Τονίζουν ὅτι οἱ ελεγκτικές εξουσίες τοῦ Κοινοβουλίου πού προβλέπονται στό άρθρο 137 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, ευρίσκουν τήν έκφραση τους στην διαδικασία διαβουλεύσεως τοῦ Κοινοβουλίου, στην ὁποία, ὁπως έκρινε τό Δικαστήριο, πρέπει νά ἀποδίδεται μεγάλη σημασία. 'Από τήν πραγματική τους φύση, οἱ εξουσίες αυτές πρέπει νά ἀσκούνται πρό τῆς θέσεως σέ ἰσχύ τοῦ μέτρου, γιά τό όποιο τό Κοινοβούλιο πρέπει νά διατυπώσει τήν γνώμη του. Ἐν πάση περιπτώσει, οἱ ελεγκτικές αυτές εξουσίες θά καθίσταντο πρακτικά μάταιες ἄν, μετά τήν ακύρωση μέτρου λόγω ελλείψεως διαβουλεύσεως τοῦ Κοινοβουλίου, τό ἴδιο μέτρο ἠδύνατο νά θεσπισθεί ἀναδρομικά. Στην περίπτωση αυτή τό Συμβούλιο θά ἠδύνατο νά ἀγνοήσει τό δικαίωμα τοῦ Κοινοβουλίου νά διαδραματίσει τόν ρόλο του, καθ' ὅσον τό ζήτημα θά ἠδύνατο νά λυθεί μεταγενεστέρως.

Θεωρώ ὅτι ἡ ἐπίκριση αυτή εἶναι ἀβάσιμη — καί τό ζήτημα δύναται νά παραμείνει ἀνοικτό ἄν, ὅπως υποστηρίζει ἡ 'Επιτροπή, ἐν σχέσει μέ τόν πρῶτο ισχυρισμό έχει δευτερεύουσα σημασία καί στερείται νομίμου ερείσματος ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἐν λόγω Ισχυρισμός δέν έγινε δεκτός. Είναι χωρίς ἀμφιβολία προφανές ὅτι ἡ διαδικασία διαβουλεύσεως τοῦ Κοινοβουλίου πού προβλέπεται στην συνθήκη ἀποβλέπει στό νά εξασφαλισθεί ὅτι ἡ γνώμη τοῦ Κοινοβουλίου δύναται νά έχει επίδραση ἐπί τοῦ περιεχομένου τῶν διατάξεων γιά τίς ὁποιες ἀπαιτείται διαβούλευση. Πάντως, αυτό εἶναι δυνατό ἀκόμη καί στην περίπτωση μεταγενέστερης διαβουλεύσεως. Τό Κοινοβούλιο δύναται τότε νά εκφράσει τήν γνώμη του ἐπί τοῦ ζητήματος τῆς ἀναδρομικότητος καί ὁ κοινοτικός νομοθέτης δύναται, ὡς ἐκ τούτου, νά ἐμποδισθεῖ ἀπό τοῦ νά προσδώσει ἀναδρομική ἰσχύ. 'Οπωσδήποτε, αυτό δέν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, καθ' ὅσον στό ἀπό 9ης Φεβρουαρίου 1981 ψήφισμα τοῦ Κοινοβουλίου (ΕΕ αριθ. L 50, τῆς 9. 3. 1981, σ. 14), προσαρτημένο στην έκθεση τῆς 'Επιτροπῆς Γεωργίας τῆς 13ης 'Ιανουαρίου 1981 (Ἔγγραφο Ι-792/80, σ. 10), ἡ ἀναδρομικότης είχε ρητῶς γίνει δεκτή. Τό Κοινοβούλιο δύναται επίσης, ἐπ᾿ ευκαιρία, νά εκφράσει τήν γνώμη του ἐπί τοῦ περιεχομένου τοῦ ἐν λόγω κανονισμοῦ, μέ δυνατή συνέπεια ὅτι οἱ νέες ἀναδρομικές διατάξεις δέν χρειάζεται κατ' ἀνάγκη νά συμφωνοῦν μέ εκείνες πού ἀκύρωσε τό Δικαστήριο.

Ἐν πάση περιπτώσει, θεωρεί ἀδικαιολόγητους τους φόβους ὅτι, ἄν επιτρέπονται κανονισμοί μέ ἀναδρομικό ἀποτέλεσμα σέ περιπτώσεις ὅπως ἐν προκειμένω, υφίσταται ὁ κίνδυνος ὅπως τό Συμβούλιο, μελλοντικά, παραβαίνει τό καθῆκον του διαβουλεύσεως χωρίς νά υπέχει ευθύνη. Δέν πρέπει συγχρόνως νά λησμονείται ὅτι αυτό έχει συμβεί μόνο μία φορά γιά μία Ιδιαίτερη κατάσταση, καί προκειμένου νά ἀποφευχθεί κατάσταση εἰσάγουσα διακρίσεις, έπρεπε νά θεσπισθεί ἐγκαίρως νέο σύνολο διατάξεων, μέ τίς όποιες τό Κοινοβούλιο δέν είχε ἀσχοληθεί μέ Ιδιαίτερη ταχύτητα. Ή θέση τοῦ Συμβουλίου ως πραγματικού νομοθέτου πρέπει επίσης νά ληφθεί ὑπ' όψη αυτό εξασφαλίζει ὅτι οἱ κανόνες της συνθήκης γίνονται πλήρως σεβαστοί καί ὅτι στίς κατάλληλες περιπτώσεις άλλα όργανα, ὁπως ἡ 'Επιτροπή, δύνανται επίσης νά ἐκτελέσουν αυτό τό καθήκον. Τέλος, ή ἀναδρομικότης δέν δύναται νά προβλέπεται σέ κάθε περίπτωση, ώστε τό Συμβούλιο δέν δύναται πάντοτε νά υποθέτει ὅτι ἡ γνώμη τοῦ Κοινοβουλίου θά διατυπωθεί ἐκ των υστέρων, μέ ἀποτέλεσμα ἡ έννομη κατάσταση νά παραμένει ἡ Ιδία μέ εκείνη πού τό Συμβούλιο είχε ἀρχικά επιδιώξει χωρίς τήν συμμετοχή τοῦ Κοινοβουλίου.

III — Παραβίαση τῆς μεταξύ των θεσμικῶν ὀργάνων Ισορροπίας προσβολή τοῦ κύρους τοῦ Δικαστηρίου

Οἱ προσφεύγουσες στίς υποθέσεις 108 καί 114/81 υποστηρίζουν ἐπίσης τήν άποψη ὅτι ὁ ἀμφισβητούμενος κανονισμός επιδέχεται κριτική γιά τόν λόγο ὅτι προσεβλήθη τό κύρος τοῦ Δικαστηρίου. Κατά τήν άποψη τους, σύμφωνα μέ τό άρθρο 174, στό Δικαστήριο εναπόκειται νά προσδιορίσει τά διαχρονικά ἀποτελέσματα ἑνός κανονισμού, ὅταν κηρύσσει τήν ἀκυρότητά του. "Αν τό Δικαστήριο δέν κρίνει ὅτι ὁρισμένα ἀποτελέσματα διατηρούν τήν Ισχύ τους — ὅπως προέτεινε ἡ Ἐπιτροπή καί ἐγώ ὁ ίδιος στην περίπτωση τοῦ κανονισμού 1293/79 — αυτό κατ' ἀνάγκη σημαίνει ὅτι ἐσκο-πεῖτο ἡ ex tunc ἀκυρότης. Ὡς ἐκ τούτου, δέν επιτρέπεται ἡ επαναφορά τῆς καταστάσεως ὡσάν ἡ ἀπόφαση περί ἀκυρότητος νά μή έχει εκδοθεί. Διαφορετικά, οἱ ενδιαφερόμενοι θά ἀποτρέπονται νά κινήσουν τή διαδικασία έννομου προστασίας καί έτσι, θά στερούνται ουσιαστικώς μέρους τῆς δικαστικής προστασίας, κάθε φορά πού υφίσταται έλλειψη τύπου. Ἐπιπροσθέτως, αυτό δύναται νά ὁδηγήσει τόν νομοθέτη στό νά ἀγνοεῖ τους ουσιώδεις τύπους τοῦ εἴδους, γιά τό όποιο ὁ λόγος ἐν προκειμένω, επειδή ή τήρηση τους δέν θά ἐπεβάλλετο ἀπό τό Κοινοβούλιο ἀκόμη καί διά δικαστικής προσφυγής.

Ούτε καί αυτά τά επιχειρήματα εἶναι πειστικά.

Πρώτον, εἶναι δύσκολο νά υποστηριχθεῖ ή άποψη ὅτι οἱ ἀποφάσεις στίς υποθέσεις 138/79 ( 22 ) καί 139/79 ( 23 ) ἀπέβλεπαν στό νά ἀπαγορεύσουν ἀναδρομικά μέτρα ἡ νά επιβάλουν τήν επιστροφή τῶν συνεισφορών ἐπί τῆς παραγωγής. Στην πραγματικότητα υφίστανται ἐνδείξεις περί τοῦ ἀντιθέτου. Θά ἠδύνατο νά τονισθεί τό γεγονός — πού έχει ήδη ἀναφερθεί — ὅτι τό Δικαστήριο εξέτασε καί τους ουσιαστικούς λόγους καί έκρινε ὅτι έπρεπε νά ἀπορριφθούν. 'Εν πάση περιπτώσει, αυτό δύναται νά νοηθεί μέ τήν εντελώς ἀσυνήθη ἀναφορά στά «πρόσφορα» μέτρα πού σαφώς, ἐφ' ὅσον τό επίθετο δέν ευρίσκεται στό άρθρο 176 τῆς συνθήκης, δέν δύνανται νά σημαίνουν διαβούλευση τοῦ Κοινοβουλίου, ἡ ὁποία είναι ὁπωσδήποτε υποχρεωτική. Πρός τήν άποψη αυτή συνάδει καί ἡ προηγουμένη νομολογία τοῦ Δικαστηρίου, μέ τήν ὁποία δύσκολα θά συνεβιβάζετο ἡ πιθανότης ὅτι τό Δικαστήριο ηθέλησε νά δημιουργήσει κατάσταση εἰσάγουσα διακρίσεις εἰς βάρος τῶν παραγωγών ζάχαρης, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀποδόσεως τῶν συνεισφορῶν στην παραγωγή.

Ἰδίως, δέν δύναται νά υποστηριχθεί ὅτι, ἐφ' ὅσον δέν περιέλαβε διάταξη βάσει τῆς δευτέρας παραγράφου τοῦ ἄρθρου 174, τό Δικαστήριο ἠθέλησε νά ἀποκλείσει τό αναδρομικό ἀποτέλεσμα τῶν νέων διατάξεων. Τό γεγονός αυτό δύναται στην πραγματικότητα νά εξηγηθεί κατ' άλλον τρόπο. 'Από τό ὅτι ὑφίστατο ένα σημαντικό στοιχείο στίς δίκες πού ἀνεφέροντο στίς υποθέσεις 138/79 ( 24 ) καί 139/79 ( 25 ), ὅτι τό προσβαλλόμενο μέτρο δέν ήταν ένας γνήσιος κανονισμός άλλα περιείχε καί στοιχεία ατομικών ἀποφάσεων. 'Ιδίως, εἶναι πλήρως κατανοητό ὅτι δέν έγινε εφαρμογή τῆς δευτέρας παραγράφου τοῦ ἄρθρου 174 ἀπό σεβασμό πρός τό Κοινοβούλιο, ἐπειδή δέν ἐπεδιώκετο ἡ δημιουργία τετελεσμένου γεγονότος μέ τήν διατήρηση σέ Ισχύ τοῦ κανονισμοῦ 1293/79. Βεβαίως, ὁ κανονισμός ἐκηρύχθη άκυρος μόνο λόγω ελλείψεως γνώμης τοῦ Κοινοβουλίου έπρεπε νά διαφυλαχθεί ἡ δυνατότης επανορθώσεως τῆς ἐν λόγω ελλείψεως καί δέν θά ήταν εντελώς πρόσφορο ἄν, συγχρόνως, καθορίζετο ὅτι ὁρισμένα ἀποτελέσματα τοῦ κανονισμοῦ, ὁ όποιος ἐθεσπίσθη χωρίς τήν γνώμη τοῦ Κοινοβουλίου, διατηροῦσαν πάντως τήν ἰσχύ τους. 'Επιπροσθέτως, δέν πρέπει νά παραγνωρίζεται ὅτι, μετά τήν ἀκύρωση τοῦ κανονισμοῦ 1293/79, ἀνέκυψε τό πρόβλημα τῆς ἀναδρομικῆς επαναφοράς του καί ὅτι τό «δημόσιο συμφέρον», τό ὁποίο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σχετικώς, έπρεπε νά επιφυλαχθεί προς εκτίμηση ἀπό τά νομοθετικά όργανα (Συμβούλιο καί Κοινοβούλιο).

'Επί πλέον, ὅσον ἀφορᾶ τους φόβους ὅτι οἱ Ιδιώτες θά ἠδύναντο κατ' αὐτόν τόν τρόπο νά ἀποτραπούν ἀπό τήν άσκηση προσφυγών λόγω μή τηρήσεως τῶν τύπων καί ὅτι τά κοινοτικά όργανα θά ἐνεθαρρύνοντο στό νά ἀγνοούν τους ουσιώδεις τύπους, δέν πρέπει νά λησμονείται ὅτι υφίστανται άλλες δυνατότητες, τίς ὁποίες διαθέτει ἐπί παραδείγματι ἡ 'Επιτροπή, γιά νά κινηθεί ή διαδικασία δικαστικού έλέγχου Ιδίως, δέν πρέπει νά λησμονείται ὅτι στην περίπτωση ἀκυρώσεως μέτρου λόγω ελλείψεως τύπου, ή ἀναδρομική επαναφορά του δέν εἶναι κατά κανένα τρόπο αυτόματη συνέπεια. Τό επιτρεπτό τῆς ἀναδρομικότητος εξαρτάται ἀπό κάθε Ιδιαίτερη περίπτωση καί πρέπει νά εξετάζεται σύμφωνα μέ αυστηρά κριτήρια.

IV — 'Ανεπαρκής αίτιολογία

Όλες οἱ προσφεύγουσες προβάλλουν ὡς επιπρόσθετο λόγο ἀκυρότητος τό γεγονός ὅτι ὁ κανονισμός 387/81 δέν περιλαμβάνει ειδική αἰτιολογία ὡς πρός τήν ἀναδρομικότητα. 'Επί πλέον, ἡ προσφεύγουσα Tunnel Refineries Limited προβάλλει τήν πλήρη έλλειψη αἰτιολογίας τοῦ κανονισμού 387/81. Όσον ἀφορᾶ τό πρώτο σημείο, οἱ προσφεύγουσες υποστηρίζουν ὅτι ἡ ουσιαστική έκταση ἰσχύος τοῦ κανονισμού 387/81 εἶναι ἡ ἀναδρομικότης του, ἐφ' ὅσον τό περιεχόμενο του ἀντιστοιχεί μέ εκείνο τοῦ κανονισμοῦ 1293/79. Σχετικώς, δέν ἀρκεῖ ἀσφαλώς ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ κανονισμός εἶναι κατ' οὐσίαν σύμφωνος πρός τό κοινοτικό δίκαιο. Πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι τό Δικαστήριο δέν προέβη σέ παρόμοια διαπίστωση, άλλά ἁπλώς ἀπέρριψε τους Ισχυρισμούς πού προεβλήθησαν τότε, ἡ διαπίστωση αυτή ἀρκεῖ ἀπλώς γιά νά δικαιολογήσει τήν επανάληψη τοῦ κανονισμοῦ ἀλλά ὄχι τήν ἀναδρομικότητά του. 'Επί τοῦ δευτέρου σημείου ἡ προσφεύγουσα Tunnel Refineries υποστηρίζει τήν άποψη, τήν ὁποία προφανώς δέν συμμερίζεται ἡ προσφεύγουσα στην υπόθεση 108/81, ὅτι ἐπεβάλλετο ἐξ ἴσου λεπτομερής αἰτιολογία ὅπως στην περίπτωση τοῦ κανονισμού 1293/79 ὁπωσδήποτε ἡ αἰτιολογία αύτη δέν δύναται νά ἀντικατασταθεί μέ ἀναφορά στόν ἐν λόγω κανονισμό, καθ' ὅσον ὁ κανονισμός αυτός έχει ακυρωθεί.

1.

Κατ' ἐμέ, οὔτε τά επιχειρήματα των προσφευγουσῶν ἐπί τοῦ πρώτου ἀπό τά δύο σημεία πού ἀνεφέρθησαν δύνανται νά γίνουν δεκτά.

Πράγματι, στό προοίμιο τοῦ κανονισμοί) 387/81 υφίσταται μία περίοδος ὡς πρός την ἀναδρομικότητα καί, ὡς ἐκ τούτου, δέν δύναται νά λεχθεί ὅτι παρατηρείται πλήρης έλλειψη αἰτιολογίας. Ή περίοδος αυτή ἀναφέρεται στό γεγονός ὅτι, κατά τή διαδικασία ὡς πρός τόν κανονισμό 1293/79, ὅλοι οἱ λόγοι ουσίας ἀπερρίφθησαν, πράγμα πού κατά τήν άποψη τοῦ Συμβουλίου σημαίνει ὅτι ὁ κανονισμός αυτός, ὡς πρός τήν ουσία, εἶναι σύμφωνος μέ τό κοινοτικό δίκαιο. Γιά τόν λόγο αυτόν τό Συμβούλιο ἀνέφερε στην τελευταία περίοδο τοῦ προοιμίου τοῦ κανονισμοῦ 387/81 ὅτι «πρέπει» νά ἐπανακαθιερωθεῖ τό ἐν λόγω καθεστώς ποσοστώσεων μέ ἀναδρομική ἰσχύ. Δέν πρέπει σχετικώς νά λησμονείται ὅτι — ὅσον άφορᾶ τους ουσιώδεις τύπους πού πρέπει νά ἀναφέρονται στην αἰτιολογία — μόνον ὁ νομοθέτης ὀφείλει νά ἀναφέρει τήν Ιδική του άποψη ἐξ άλλου, δέν έχει καμμία σημασία, σχετικώς, ἄν ἡ ἐν λόγω αἰτιολογία εἶναι επαρκής ἀπό άποψη οὐσιαστικοῦ δικαίου, μολονότι στην περίπτωση μέτρων μέ ἀναδρομικό ἀποτέλεσμα, οἱ (αἰτιολογίες) σκέψεις ὡς πρός τό δημόσιο συμφέρον καί τήν προστασία τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει νά περιλαμβάνονται. Ἐπί πλέον, τό Συμβούλιο δικαίως υπεστήριξε ὅτι, στην ἀλληλουχία αυτή, ἡ ἀνωτέρω ἀναφερομένη διαπίστωση πρέπει νά εκτιμηθεί ὑπό τό φῶς τῆς πολιτικής του προθέσεως, ἡ ὁποία ήταν γνωστή ἀπό τό 1977, νά θεσπίσει περιοριστικά μέτρα ὡς πρός τήν ἰσογλυκόζη, καί ὡς ἐκ τούτου ήταν δυνατό νά υποτεθεί ὅτι οἱ ἀναδρομικές αυτές διατάξεις ήταν ἀναγκαίες.

2.

Ούτε δύναται, κατ' ἐμέ, νά γίνει λόγος περί ελλείψεως αἰτιολογίας, ὅπως αυτή εννοείται ἀπό τήν Tunnel Refineries. 'Ορθώς τό Συμβούλιο στηρίζεται στην σχετική νομολογία, κατά τήν ὁποία οἱ αἰτιολογίες των κανονισμῶν δύνανται νά εἶναι συντομότερες παρά εκείνες τῶν ἀτομικών ἀποφάσεων καί ὅτι, ἄν ένας κανονισμός ἀποτελεί μέρος ευρύτερου συνόλου διατάξεων, ή αἰτιολογία του πρέπει νά κρίνεται ἐν σχέσει μέ τό ἐν λόγω σύνολο διατάξεων (βλέπε, ἐπί παραδείγματι, τίς υποθέσεις 125/77 ( 26 ) καί 230/78 ( 27 )). Σχετικώς, ἀναμφίβολα εἶναι σημαντικές οἱ αἰτιολογικές σκέψεις τοῦ προοιμίου τοῦ κανονισμού 1111/77, στό ὁποῖο ἀναφέρεται ὅτι ἡ ἰσογλυκόζη εἶναι προϊόν άμεσου υποκαταστάσεως τῆς υγρής ζάχαρης, τυγχάνει ευνοϊκής οἰκονομικῆς μεταχειρίσεως ὡς ἀποτέλεσμα τῶν περιορισμών στην παραγωγή ζάχαρης, ὅτι λόγω τῶν πλεονασμάτων ζάχαρης είναι ἀναγκαία ἡ εξαγωγή ποσοτήτων ζάχαρης καί, ὡς ἐκ τούτου, πρέπει νά θεσπισθεί σύστημα συνεισφορᾶς στην παραγωγή ἰσογλυκόζης πού νά συμπληρώνει τίς ήδη εφαρμοζόμενες διατάξεις στή ζάχαρη καί νά συμμετέχει στό κόστος εξαγωγής. Σχετικῶς, ἡ αἰτιολογία τοῦ συστήματος ποσοστώσεων καί συνεισφορᾶς πού ἐθεσπίσθη μέ τόν κανονισμό 1293/79, δύναται επίσης νά χρησιμοποιηθεί μέ σιωπηρή ἀναφορά ὁ κανονισμός αυτός, μολονότι έχει ἀκυρωθεί, δέν κατέστη ως ἐκ τούτου ἐντελώς ἀνύπαρκτος άλλά παραμένει ἀνέπαφος στην 'Επίσημη Ἐφημερίδα ὡς πηγή πληροφοριών.

V — Παράβαση τοῦ ἄρθρου 201 της συνθήκης ΕΟΚ καί τοῦ άρθρου 2 τῆς ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς 21ης Ἀπριλίου 1970 περί ἀντικαταστάσεως των χρηματικῶν συνεισφορῶν τῶν κρατών μελών ἀπό Ιδίους πόρους τῶν Κοινοτήτων

"Ενα άλλο τμῆμα τῶν προτάσεων μου πρέπει νά ἀφιερωθεί στην εξέταση ενός άλλου λόγου πού οἱ προσφεύγουσες στίς υποθέσεις 108 καί 110/81 προβάλλουν μόνο μέ τήν ἀπάντηση τους. Ὑποστηρίζουν ὅτι μέ τήν θέσπιση τῆς συνεισφορᾶς στην ἰσο-γλυκόζη τό Συμβούλιο ἀπέβλεπε στή δημιουργία ἰδίων πόρων, κατά τήν έννοια της ἀποφάσεως του, τῆς 21ης 'Απριλίου 1970 (ABl. L 94, τῆς 28. 4. 1970, σ. 19). Πάντως, ἐφ' ὅσον τό άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β) δέν εἶναι ἀποφασιστικό, μόνο τά ἀναφερόμενα στό άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α, έσοδα δύνανται νά θεωρηθούν ὡς ἴδιοι πόροι, ήτοι:

«Εἰσφορές, πριμοδοτήσεις, συμπληρωματικά ἡ ἐξισωτικά ποσά, πρόσθετα ποσά ή στοιχεία φόρων καί λοιπά τέλη πού θεσπίζονται ἡ θά θεσπισθοῦν ἀπό τά όργανα τῶν Κοινοτήτων ἐπί τῶν συναλλαγών μέ κράτη μή μέλη, στό πλαίσιο τῆς κοινῆς γεωργικῆς πολιτικῆς, ὁπως καί ἀπό τίς εἰ-σφορές καί άλλα δικαιώματα πού προβλέπονται στό πλαίσιο τῆς κοινῆς ὀργανώσεως τῶν ἀγορών στόν τομέα τῆς ζάχαρης καί πού ὀνομάζονται κατωτέρω “γεωργικές εισφορές”.»

Πάντως, ἐφ' ὅσον ἡ συνεισφορά στην ἰσο-γλυκόζη δέν προβλέπεται στό πλαίσιο τῆς κοινῆς ὀργανώσεως ἀγορᾶς στον τομέα της ζάχαρης, θά έπρεπε, σχετικώς, νά εἶχε εφαρμοσθεί τό άρθρο 2, παράγραφος 2, καί, επομένως, ἡ διαδικασία πού προβλέπεται στό άρθρο 201 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. Τό Συμβούλιο έπρεπε, ὡς ἐκ τούτου, νά συστήσει στά κράτη μέλη τή θέσπιση τῶν καταλλήλων διατάξεων σύμφωνα μέ τους ἀντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες. Εἰδικότερα, οἱ προσφεύγουσες ἐτό-νισαν σχετικώς τό γεγονός ὅτι ἡ συνεισφορά στην ἰσογλυκόζη δέν ὑφίστατο ὅταν ελήφθη ἡ ἀπόφαση τῆς 21ης 'Απριλίου 1970. Τό μόνο προϊόν πρός τό ὁποῖο ἠδύ-νατο νά συγκριθεί εκείνη τήν εποχή ήταν ή γλυκόζη, ἀπό τήν ὁποία λαμβάνεται ἡ ἰσογλυκόζη, ἀλλα τό προϊόν αυτό σαφώς δέν περιελαμβάνετο στην ὀργάνωση ἀγοράς της ζάχαρης πού πρακτικά ἴσχυε μόνο γιά τήν ζάχαρη, ὁπως προκύπτει σαφώς ἀπό τό άρθρο 1 τοῦ κανονισμού 1009/67 (ABl. 308, τῆς 18. 12. 1967, σ. 1). 'Αντιθέτως, ενέπιπτε στό πεδίο εφαρμογῆς τῆς ὀργανώσεως ἀγορᾶς τῶν σιτηρών, ὁπως προκύπτει ἀπό τό άρθρο 1 τοῦ κανονισμού 120/67 (ABl. 117, τῆς 19. 6. 1967, σ. 2269) καί ἀπό τους κανονισμούς 1862/76 (ABl. L 206, τῆς 31. 7. 1976, σ. 1) καί 2158/76 (ABl. 241, τῆς 2. 9. 1976, σ. 21), περί χορηγήσεως επιστροφών στην παραγωγή. Τελικά, μέ τή δημιουργία ἀπό τόν κανονισμό 1111/77 ὀργανώσεως ἀγοράς τῆς ἰσογλυκόζης, έγινε συγχρόνως σαφές μέ τόν κανονισμό 1110/77 (ΕΕ, εἰδ. ἔκδ. 03/018, σ. 83) ὅτι ἡ ἰσογλυκόζη δέν ὑπήγετο στην κοινή ὀργάνωση ἀγοράς τῆς ζάχαρης.

1.

Σχετικά μέ τό επιχείρημα αυτό ἀνακύπτουν ὁρισμένα ἐρωτήματα ὡς πρός τό παραδεκτό.

α)

Τό πρώτο ερώτημα ἀνακύπτει ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἰσχυρισμός αυτός δέν προ-εβλήθη μέ τά εἰσαγωγικά τῶν προσφυγών δικόγραφα καί τό άρθρο 42, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμού διαδικασίας τοῦ Δικαστηρίου προφανώς δέν έχει εφαρμογή ἐφ' ὅσον ὁ νέος Ισχυρισμός δέν στηρίζεται σέ νομικά ἡ πραγματικά στοιχεία πού ἀνέκυψαν μόνο κατά τήν έγγραφη διαδικασία. Οἱ προσφεύγουσες προσπαθούν νά υπερπηδήσουν τό εμπόδιο αυτό υποστηρίζοντας ὅτι ὁ λόγος πού προέβαλαν μεταγενεστέρως περιλαμβάνεται, ὁπως ἡ ἀναρμο-διότης, ἡ παράβαση ουσιώδους τύπου καί ή παράβαση τῆς συνθήκης, μεταξύ τῶν λόγων

δημοσίας τάξεως. Καί, ἐφ' ὅσον κατά τή νομολογία τοῦ Δικαστηρίου οἱ λόγοι αυτοί δύνανται νά ἐξετασθοῦν αυτεπαγγέλτως ἀπό τό Δικαστήριο, πρέπει επίσης νά δύνανται νά εγερθούν καί σέ μεταγενέστερο στάδιο τῆς διαδικασίας.

Θεωρῶ πολύ ἀμφίβολο ὅτι τό επιχείρημα των προσφευγουσῶν ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ δύναται νά γίνει δεκτό.

Ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ἀληθές ὅτι τό Δικαστήριο, σέ πολλές περιπτώσεις, εξέτασε αυτεπαγγέλτως ζητήματα, ὅπως ἐπί παραδείγματι τήν ἀπρόσφορη αἰτιολογία μιᾶς πράξεως (ὑπόθεση 18/57 ( 28 )), ἡ τήν αίτηση τῶν ἀναγκαίων διαβουλεύσεων (υπόθεση 6/54 ( 29 )), ή τή νομιμότητα μιας γενικής ἀποφάσεως ἐπί τῆς ὁποίας ἐβασίζετο τό ἀμφισβητούμενο μέτρο (υπόθεση 14/59 ( 30 )) ἡ ζητήματα ἁρμοδιότητος (υπόθεση 19/58 ( 31 )). Ἐπί πλέον, ἀπό τήν ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου στην υπόθεση 37/71 ( 32 ) δύναται νά συναχθεί ὅτι ἡ εξέταση αὐτή δύναται νά εἶναι πρόσφορη στίς υποθέσεις ὅπου ἀνακύπτουν ζητήματα δημοσίας τάξεως, ήτοι στίς περιπτώσεις πού τίθενται σημαντικά ζητήματα καί σοβαρές παραβάσεις δικαίου. Όσον άφορᾶ τά επιχειρήματα πού οἱ προσφεύγουσες προέβαλαν μέ τίς ἀπαντήσεις τους, δέν πρέπει νά λησμονείται ὅτι ἀνάλογα επιχειρήματα προεβλήθησαν καί στην υπόθεση 103/77 ( 33 ). Εἶχα εξετάσει τά επιχειρήματα εκείνα στίς προτάσεις μου καί τό συμπέρασμά μου ήταν ἀρνητικό γιά τίς προσφεύγουσες. Πάντως, τό Δικαστήριο δέν εξέτασε τό ζήτημα αυτό ούτε στην υπόθεση εκείνη ούτε στίς υποθέσεις πού ἀφορούσαν τόν κανονισμό 1293/79, στίς όποιες τό Δικαστήριο προσεπάθησε νά διευκρινίσει ὅσο τό δυνατόν περισσότερα προβλήματα οὐσιαστικοῦ δικαίου, ώστε τά κοινοτικά όργανα νά προσανατολισθούν σαφώς ὡς πρός τήν μέλλουσα συμπεριφορά τους. Συνεπώς, δύναται νά υποτεθεί ὅτι, στην πραγματικότητα, τά επιχειρήματα αυτά δέν εἶναι τόσο σημαντικά ώστε νά δικαιολογείται αυτεπάγγελτη εξέταση τους ἀπό τό Δικαστήριο δύναται ἀκόμη νά συναχθεί τό συμπέρασμα, ὅτι τό Δικαστήριο ἀπέρριψε έτσι σιωπηρώς τό βάσιμο τῶν επικρίσεων αὐτοῦ τοῦ είδους.

β)

Πρέπει επίσης νά ἀναγνωρισθεί ὅτι δύνανται επίσης νά εγερθούν ἀντιρρήσεις, ἀπό δύο άλλες ἀπόψεις, ὅσον άφορᾶ τό παραδεκτό τῶν Ισχυρισμών πού εξετάζονται ἐν προκειμένω.

i)

Οἱ προσφεύγουσες δέν προέβαλαν Ισχυρισμούς ὅσον ἀφορᾶ τήν αἰτιολόγηση τῶν συνεισφορών στην παραγωγή ὡς μέσο ὀργανώσεως τῆς ἀγοράς στό πλαίσιο τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής, πράγμα πού θά ήταν ἐπί πλέον ἐντελώς ἀπίθανο ἐν ὄψει σειράς ἀποφάσεων τοῦ Δικαστηρίου, μέ τίς όποιες κατ' επανάληψη ἐτονίσθη ὅτι τά περιοριστικά μέτρα ὡς πρός τήν ἰσογλυ-κόζη ήταν επιτρεπτά. Οἱ επικρίσεις τους ἀναφέρονται μόνο ὡς πρός τήν χρησιμοποίηση τῶν εσόδων πού προέρχονται ἀπό τίς συνεισφορές, δηλαδή τή διάθεση τους στόν κοινοτικό προϋπολογισμό. Σχετικώς, τό Συμβούλιο δικαίως υπεστήριξε ὅτι ὁ Ισχυρισμός αυτός δέν εὐνοεί τίς προσφεύγουσες, επειδή ἀκόμη κι ἄν οἱ επικρίσεις τους ήταν δικαιολογημένες, αυτό δέν θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τίς συνεισφορές, ἀλλά μόνο τή διάθεση τῶν εσόδων, τά όποια προέρχονται ἀπό τίς συνεισφορές, στόν προϋπολογισμό των κρατῶν μελών. Ύπό την προοπτική αύτη δύναται νά υποστηριχθεί ἡ άποψη ὅτι οἱ προσφεύγουσες δέν έχουν έννομο συμφέρον νά προβάλουν αυτόν τόν Ισχυρισμό, βάσει τῆς ἀρχης ὅτι τό έννομο συμφέρον δέν πρέπει νά υφίσταται μόνο ὡς πρός την προσφυγή καθ' ἑαυτή ἀλλά καί ἐν σχέσει μέ τους ἐπί μέρους λόγους τῆς προσφυγής.

ii)

Έφ' όσον οἱ προσφυγές στρέφονται μόνο κατά τοῦ κανονισμού 387/81 — καί κατά τό μέτρο πού αυτό ενδιαφέρει ἐν προκειμένω — εἶναι σημαντικό ὅτι σέ κανένα σημείο τοῦ κανονισμού δέν ἀναφέρεται ὅτι οἱ συνεισφορές πρέπει νά θεωρηθούν ὡς ίδιοι πόροι τῆς Κοινότητος. Ή άποψη αυτή επιβεβαιώνεται, πάντως, ἀπό τόν κανονισμό 1110/77, τοῦ ὁποίου τό άρθρο 4 ρυθμίζει κατ' ἀρχήν τή χρησιμοποίηση των συνεισφορών στην παραγωγή. Επίσης, στην ένάτη αιτιολογική σκέψη τοῦ προοιμίου τοῦ κανονισμοῦ 1111/77 ἀναφέρεται ὅτι ἡ συνεισφορά στην παραγωγή πρέπει νά εξομοιωθεί μέ τήν συνεισφορά πού προβλέπεται στό άρθρο 27 τοῦ κανονισμού 3330/74 (ΕΕ είδ. έκδ. 03/011, σ. 134), καί, επομένως, συνιστούν ίδιους πόρους των Κοινοτήτων κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 2 τῆς ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς 21ης 'Απριλίου. 'Ετσι, δύναται νά υποστηριχθεί ή άποψη ὅτι ὁ Ισχυρισμός πού ἀναφέρεται στό άρθρο 201 τῆς συνθήκης ΕΟΚ δέν έχει άμεση σχέση μέ τό μέτρο, τό όποιο ἀμφισβητεῖται ἐν προκειμένω, άλλά άφορα μόνο τή χρησιμοποίηση, ἀπό άποψη προϋπολογισμοῦ, ενός μέτρου ὀργανώσεως τῆς ἀγοράς πού εἶχε ἀποφασισθεί σέ άλλη περίπτωση, ήτοι στόν ἴδιο τόν προϋπολογισμό.

2.

"Αν παραμερισθούν οἱ ἀντιρρήσεις πού έχουν αναφερθεί ὡς πρός τό παραδεκτό — ὡς πρός τό τελευταίο ἀναφερόμενο σημείο γιά τόν λόγο, ἴσως ὅτι ὁ κανονισμός 387/81 σιωπηρά δέχεται ὅτι ἡ συνεισφορά στην παραγωγή δύναται νά θεωρηθεί ὡς ίδιος πόρος επειδή ὁ επιδιωκόμενος σκοπός δύναται μόνο νά εκπληρωθεί ἄν ἡ Κοι-νότης έχει στή διάθεση τῆς τά έσοδα πού προέρχονται ἀπό τή συνεισφορά — ἡ κατ' ουσία εξέταση τοῦ νέου ἰσχυρισμοῦ καταδεικνύει, πάντως, ὅτι ούτε ὁ ἐν λόγω Ισχυρισμός ευνοεί τίς προσφυγές. "Ηδη, μέ τίς προτάσεις μου στην υπόθεση 103/77 ( 34 ) εἶχα ἀναφέρει τους λόγους καί, ἐκ νέου, μετά τήν προβολή τῶν επιχειρημάτων στίς προκείμενες υποθέσεις, δέν υφίσταται κανένας λόγος νά μεταβάλω τήν άποψη μου.

Κατά τήν άποψη μου οἱ προσφεύγουσες ἑρμηνεύουν πολύ στενά τή φράση τοῦ άρθρου 2 τῆς ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς 21ης 'Απριλίου 1970, ἡ ὁποία περιλαμβάνει «τίς εἰσφορές ... πού προβλέπονται στό πλαίσιο τῆς κοινής ὀργανώσεως τῶν ἀγορών στόν τομέα τῆς ζάχαρης», ὅταν υποστηρίζουν ὅτι ἀναφέρεται μόνο στίς συνεισφορές πού ἐπεβάλλοντο μόνο στή ζάχαρη τό 1970, σύμφωνα μέ τήν ὀργάνωση ἀγοράς πού ὑφίστατο τήν εποχή εκείνη. "Αν αυτή ήταν ἡ πρόθεση θά εἶχε ἀναμφιβόλως εκδηλωθεί σαφώς καί δέν θά ἐχρησιμοποιεῖτο ὁ πληθυντικός «εἰσφορές», ἡ ἀόριστη διατύπωση «στό πλαίσιο ὀργανώσεως τῶν ἀγορών στον τομέα τῆς ζάχαρης» καθώς καί τό ρῆμα «προβλέπονται», τό ὁποῖο σαφώς διακρίνεται ἀπό τήν έκφραση «τέλη πού θεσπίζονται» πού περιέχεται στην προηγούμενη φράση. Μεγαλύτερη σημασία έχει, κατ' ἐμέ, τό επιχείρημα ὅτι ἡ φράση, τήν ὁποία παρέθεσα, πρέπει νά ἑρμηνευθεί βάσει τῆς ἀρχής πού διατυπώνεται στό πρώτο μέρος τοῦ ἄρθρου 2, στοιχείο α) σχετικά μέ τίς εἰσφορές στό πλαίσιο τῆς κοινῆς γεωργικής πολιτικῆς καί εκφράζεται μέ τη διατύπωση «θεσπίζονται ἤ θά θεσπισθοῦ». Μόνο αυτό καθιστᾶ δυνατή μία κατανοητή καί δυναμική ερμηνεία Ικανή νά καλύψει ἀπρόβλεπτες εξελίξεις καί γιά νά ἀποφευχθούν προφανῶς παράλογα ἀποτελέσματα, τά ὀποῖα ἀσφαλώς δέν ἐπεδιώκοντο τότε, ὅπως ἡ συνέπεια πού τό Συμβούλιο κατέδειξε βάσει τοῦ επιχειρήματος τῶν προ-σφευγουσῶν, ὅτι κάθε φορά πού εμφανίζεται ένα προϊόν υποκαταστάσεως θά παρατηρείται μείωση τῶν ἰδίων πόρων. Ἡ φράση «εἰσφορές ... πού προβλέπονται στό πλαίσιο τῆς κοινής ὀργανώσεως των ἀγορῶν στον τομέα τῆς ζάχαρης» πρέπει, ὡς ἐκ τούτου, νά νοηθεί ὅτι περιλαμβάνει συνεισφορές στά προϊόντα, τά όποια ἀπό τή φύση τους ευρίσκονται σέ στενή σχέση μέ τήν ὀργάνωση τῆς ἀγοράς τῆς ζάχαρης, καί πού ἀποτελούν τους ἀναγκαίους μηχανισμούς γιά τήν εκπλήρωση τῶν σκοπῶν τῆς ἐν λόγω ὀργανώσεως ἀγορᾶς. Δέν δύναμαι, επομένως, νά διακρίνω τή διαφορά μεταξύ τοῦ ὅτι ἡ ἰσογλυκχόζη, ἀφοῦ προηγουμένως παρήχθη σέ σημαντικές ποσότητες, ὅσον άφορᾶ τίς επιστροφές στην παραγωγή, περιελαμβάνετο ἀρχικά στην ὀργάνωση ἀγοράς τῶν σιτηρών καί τοῦ ὅτι ἐν συνεχεία ἐδημιουργήθη εἰδική ὀργάνωση ἀγορᾶς γιά τήν ἰσογλυκόζη, τῆς ὁποίας τό κύριο χαρακτηριστικό ήταν ὅτι δέν εἶχε καμμία σημασία καθ' ἑαυτή άλλά ἐξηγεῖτο ὑπό τό φῶς τῆς ὀργανώσεως ἀγοράς στον τομέα τῆς ζάχαρης, στην ὁποία ἀνεφέρετο ρητώς. 'Εν πάση περιπτώσει, ἡ ἰσογλυκόζη ὡς τό σπουδαιότερο γνωστό υποκατάστατο τῆς ζάχαρης, ἀπό τή φύση τῆς ἀνήκει στόν τομέα τῆς ζάχαρης καί, ὅπως ἀνεγνώρισε τό Δικαστήριο, εξαρτάται ἀπό τόν τομέα αυτό.

Γιά τους λόγους αυτούς άλλά καί επειδή τό Δικαστήριο δέν ἐτόνισε μόνο τήν στενή σχέση μεταξύ τῶν ἀγορών ἰσογλυκόζης καί ζάχαρης (υποθέσεις 103/77 ( 35 ) καί 138/79 ( 36 )) άλλά ἀνεγνώρισε επίσης ὅτι επιτρέπεται νά λαμβάνεται ὑπ' ὄψη ἡ ἀλληλεπίδραση μεταξύ προϊόντων πού υπάγονται σέ διαφορετική ὀργάνωση ἀγοράς (υπόθεση 125/77 ( 37 )) καί ὅτι επιτρέπεται στό Συμβούλιο νά λαμβάνει μέτρα γιά τή διασφάλιση τῆς λειτουργίας τῆς ἀγοράς τῶν γλυκαντικών (συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 103 καί 145/77 1), δέν δύναται νά υπάρξει ἀντίρρηση στό ὅτι τό Συμβούλιο έβαλε σέ ἴδια μοίρα τήν συνεισφορά στήν ἰσογλυκόζη ὅπως τήν ἀντίστοιχη συνεισφορά στή ζάχαρη καί, ἔτσι, θεώρησε τά ἔσοδα πού προέρχονται ἀπό τήν συνεισφορά, ὡς Ιδίους πόρους ὑπό τήν έννοια τῆς ἀποφάσεως τῆς 21ης Ἀπριλίου 1970.

VI — 'Επί τῆς προσφυγής ἀκυρώσεως τοῦ κανονισμοῦ 388/81

'Απομένει μόνο νά ἀναφερθώ ἐν συντομία στην προσφυγή ἀκυρώσεως τοῦ κανονισμοί) 388/81 πού ἠσκήθη μόνο στην υπόθεση 110/81.

Ό κανονισμός αυτός — ὁπως ἀνέφερα στην ἀρχή — ἐθεσπίσθη γιά νά τροποποιήσει τόν κανονισμό 1592/80. Ό τελευταῖος αυτός κανονισμός, ó ὁποῖος δέν έχει ἀκυρωθεί καί σαφώς εξεδόθη ἀφοῦ ἐλήφθη ή γνώμη τοῦ Κοινοβουλίου, ἀνεφέρετο ἀρχικά στό άρθρο 9 τοῦ κανονισμού 1111/77 γιά τήν περίοδο ἀπό 1ης 'Ιουλίου 1980 μέχρι 30ής 'Ιουνίου 1981 καί ὅριζε ὅτι γιά τήν περίοδο αὐτη ἡ βασική ποσόστωση κάθε επιχειρήσεως παραγωγής ἰσογλυκόζης είναι εκείνη πού εφαρμόζεται κατά τήν περίοδο ἀπό 1ης 'Ιουλίου 1979 μέχρι 30ής Ἰουνίου 1980, καί κατ' αὐτόν τόν τρόπο ἀνεφέρετο στον κανονισμό 1293/79 ὁ όποιος ἀκυρώθηκε μεταγενεστέρως ἀπό τό Δικαστήριο. Ό κανονισμός 388/81 προβλέπει ἐπίσης ὅτι τό ἴδιο άρθρο 9 τοῦ κανονισμοί) 1111/77, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό 387/81, εφαρμόζεται γιά την περίοδο ἀπό 1ης 'Ιουλίου 1980 μέχρι 30ής 'Ιουνίου 1981 καί ὅτι γιά την περίοδο αυτή, ἡ βασική ποσόστωση κάθε επιχειρήσεως παραγωγής ἰσογλυκόζης εἶναι εκείνη πού εφαρμόζεται κατά τήν περίοδο ἀπό 1ης 'Ιουλίου 1979 μέχρι 30ής 'Ιουνίου 1980 δυνάμει τοῦ κανονισμοῦ 387/81. Είναι σαφές ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν ἀνωτέρω ἀναφερομένη έκθεση τῆς επιτροπής γεωργίας τοῦ Ευρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου, αυτό έγινε λόγω τοῦ ὅτι ὁ κανονισμός 1592/80 ἀνεφέρετο ἀρχικά στον κανονισμό 1293/79 καί γιά νά ἀποφευχθεί έτσι οἱαδήποτε ἀμφιβολία ως πρός τή νομιμότητα του.

Ή προσφεύγουσα Roquette δέν προέβαλε δικούς τῆς Ισχυρισμούς ὅσον άφορᾶ τόν κανονισμό 388/81. Δύναται, ως ἐκ τούτου, νά υποτεθεί ὅτι έχει τήν γνώμη ὅτι ἄν ὁ κανονισμός 387/81 ἠκυρώνετο θά παρέσυρε μαζί του καί τόν κανονισμό 388/81 επειδή ἀναφέρεται στόν πρώτο ἀναφερόμενο κανονισμό καί ἡ νομιμότης του εξαρτάται ἀπό αυτόν. Πάντως, ἐφ᾿ ὅσον έχει ἀποδειχθεί ὅτι δέν συντρέχει κανένας λόγος ἀκυρώσεως τοῦ κανονισμού 387/81, συνέπεται προφανῶς ὅτι ἡ προσφυγή ἀκυρώσεως τοῦ κανονισμού 388/81 πρέπει επίσης νά ἀπορριφθεί.

VΙΙ —

Ἐν συμπεράσματι, επομένως, προτείνω οἱ προσφυγές τῶν επιχειρήσεων Amylum, Roquette καί Tunnel Refineries νά ἀπορριφθοῦν ως ἀβάσιμες καί κάθε προσφεύγουσα νά καταδικασθεί στά δικαστικά έξοδα πού προκάλεσε.


( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά γερμανικά.

( 2 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 25ης 'Οκτωβρίου 1978 στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 103 καί 145/77 Royal Scholten-Honig (Holdings) Limited κατά Intervention Board for Agricultural Produce Tunnel Refineries Limited κατά Intervention Board for Agricultural Produce, Slg. 1978, σ. 2037 καί ἑπ.

( 3 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 5ης Δεκεμβρίου 1979 στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 116 καί 124/77 — G. R. Amylum NV καί Tunnel Refineries Limited κατά Συμβουλίου καί 'Επιτροπῆς, Slg. 1979, σ. 3497.

( 4 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 29ης Ὁκτωβρίου 1980 στήν υπόθεση 138/79, Roquette Frères κατά Συμβουλίου, Slg. 1980, σ. 3333.

( 5 ) 'Απόφαση τῆς 29ης 'Οκτωβρίου στην ὑπόθεση 139/80 Maizena GmbH κατά Συμβουλίου, Slg. 1980, σ. 3393.

( 6 ) Υπόθεση 176/80 Maizena GmbH κατά Συμβουλίου πού διεγράφη ἀπό τό πρωτόκολλο.

( 7 ) Ὑπόθεση 179/80 Roquette Frères κατά Συμβουλίου, στην ὁποία δέν ἔχει ἀκόμη εκδοθεί ἀπόφαση.

( 8 ) 'Απόφαση τῆς 7ης 'Ιουλίου 1976 στήν υπόθεση 7/76 IRCA κατά Amministrazione delle finanze dello Stato, Slg. 1976, σ. 1213, 1236 καί ἑπ.

( 9 ) 'Απόφαση τῆς 11ης Φεβρουαρίου 1971 στήν υπόθεση B 37/70 Rewe-Zentrale κατά Hauptzollamt-Emmerich, Slg. 1971, σ. 23.

( 10 ) 'Απόφαση τῆς 7ης 'Ιουλίου 1976 στην υπόθεση 7/76 IRCA κατά Amministrazione delle finanze dello Stato, Slg. 1976, σ. 1213, 1236 καί ἐπ.

( 11 ) 'Απόφαση τῆς 31ης Μαρτίου 1977 στην υπόθεση 88/76, Société pour l'exportation des sucres SA κατά 'Επιτροπῆς, Slg. 1977, σ. 709.

( 12 ) 'Απόφαση τῆς 25ης 'Ιανουαρίου 1979 στήν υπόθεση 98/78, Racke κατά Hauptzollamt Mainz, Slg. 1979, σ. 69.

( 13 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 12ης Νοεμβρίου 1981 στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 212-217/80, Amministrazione delle finanze dello Stato κατά Meridionale Industria Salumi καί λοιπών Italo Orlandi & Figlio καί Vincenzo Divella κατά Amministrazione delle finanze dello Suto, Συλλογή 1981, σ. 2735.

( 14 ) 'Απόφαση τῆς 25ης 'Ιανουαρίου 1979 στην ὑπόθεση 98/78, Racke κατά Hauptzollamt Mainz, Slg. 1979, σ. 69.

( 15 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 25ης 'Ιανουαρίου 1979 στήν υπόθεση 99/78 Weingut Gustav Decker KG κατά Hauptzollamt Landau, Slg. 1979, σ. 101.

( 16 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 19ης Μαΐου 1982 στην ὑπόθεση 84/81 Suple Dairy Products Limited κατά Intervention Board for Agricultural Produce, Συλλογή 1982, σ. 1763.

( 17 ) 'Απόφαση τῆς 25ης 'Οκτωβρίου 1978 στην ὑπόθεση 125/77, Koninklijke Scholten-Honig NV κατά Hoofdproduktschap voor Akkerbouwprodukten (1978), Slg. σ. 1991.

( 18 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆç 5ης Δεκεμβρίου 1979 στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 116 καί 124/77 — G. R. Amylum NV καί Tunnel Refineries Limited κατά Συμβουλίου καί Ἐπιτροπῆς Slg. 1979, σ. 3497.

( 19 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 5ης Δεκεμβρίου 1979 στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 116 καί 124/77 — G. R. Amylum NV καί Tunnel Refineries Limited κατά Συμβουλίου καί 'Επιτροπῆς, Slg. 1979, σ. 3497.

( 20 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 25ης 'Οκτωβρίου 1978 στίς συνεκδικασθεῖσες ὑποθέσεις 103 καί 145/77 Royal Scholten-Honig (Holdings) Limited κατά Intervention Board for Agricultural Produce Tunnel Refineries Limited κατά Intervention Board for Agricultural Produce, Slg. 1978, σ. 2037 καί ἑπ.

( 21 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 5ης Δεκεμβρίου 1979 στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 116 καί 124/77 — G. R. Amylum NV καί Tunnel Refineries Limited κατά Συμβουλίου καί 'Επιτροπῆς, Slg. 1979, σ. 3497.

( 22 ) Ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 29ης 'Οκτωβρίου 1980 στήν υπόθεση 138/79, Roquette Frères κατά Συμβουλίου, Slg. 1980, σ. 3333.

( 23 ) 'Απόφαση τῆς 29ης 'Οκτωβρίου στήν υπόθεση 139/80 Maizena GmbH κατά Συμβουλίου, Slg. 1980, σ. 3393.

( 24 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 29ης 'Οκτωβρίου 1980 στην ὑπόδεση 138/79, Roquette Frères κατά Συμβουλίου, Slg. 1980, σ. 3333.

( 25 ) 'Απόφαση τῆς 29ης 'Οκτωβρίου στην υπόθεση 139/80 Maizena GmbH κατά Συμβουλίου, Slg. 1980, σ. 3393.

( 26 ) 'Απόφαση τῆς 25ης 'Οκτωβρίου 1978 στήν υπόθεση 125/77, Koninklijke Scholten-Honig NV κατά Hoofdproduktschap voor Akkerbouwprodukten (1978), Slg. σ. 1991.

( 27 ) 'Απόφαση τῆς 27ης Σεπτεμβρίου 1979 στην υπόθεση 230/78 Eridania κατά Ὑπουργοῦ Γεωργίας καί Δασῶν, Slg. 1979, σ. 2749.

( 28 ) 'Απόφαση τῆς 20ης Μαρτίου 1959 στήν ὑπόθεση 18/57 Ι. Noid KG κατά 'Ανωτάτης 'Αρχῆς Slg. 1958/59, σ. 89.

( 29 ) 'Απόφαση τῆς 21ης Μαρτίου 1959 στην υπόθεση 6/54, κυβέρνηση τοῦ Βασιλείου τῶν Κάτω Χωρών κατά 'Ανωτάτης 'Αρχής Slg. σ. 213.

( 30 ) 'Απόφαση τῆς 17ης Δεκεμβρίου 1959 στην υπόθεση 14/59, Société des Fonderies de Pont-à-Mousson κατά 'Ανωτάτης 'Αρχῆς, Slg. 1958/59, σ. 465.

( 31 ) 'Απόφαση τῆς 10ης Μαΐου 1960 στην ὑπόθεση 19/58 Ὁμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας κατά 'Ανωτάτης Ἀρχῆς Slg. 1960, σ. 481.

( 32 ) 'Απόφαση τῆς 28ης 'Ιουνίου 1972 στην ὑπόθεση 37/71, Jamet κατά Ἐπιτροπῆς Slg. 1972, σ. 483.

( 33 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 25ης Ὀκτωβρίου 1978 στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 103 καί 145/77 Royal Scholten-Honig (Holdings) Limited κατά Intervention Board for Agricultural Produce Tunnel Refineries Limited κατά Intervention Board for Agricultural Produce, Slg. 1978, σ. 2037 καί ἑπ.

( 34 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 25ης 'Οκτωβρίου 1978 στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 103 καί 145/77 Royal Scholten-Honig (Holdings) Limited κατά Intervention Board for Agricultural Produce Tunnel Refineries Limited κατά Intervention Board for Agricultural Produce, Slg. 1978, σ. 2037 καί ἑπ.

( 35 ) 'Απόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 25ης 'Οκτωβρίου 1978 στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 103 καί 145/77 Royal Scholten-Honig (Holdings) Limited κατά Intervention Board for Agricultural Produce Tunnel Refineries Limited κατά Intervention Board for Agricultural Produce, Slg. 1978, σ. 2037 καί ἐπ.

( 36 ) Ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 29ης 'Οκτωβρίου 1980 στήν υπόθεση 138/79, Roquette Frères κατά Συμβουλίου, Slg. 1980, σ. 3333.

( 37 ) 'Απόφαση τῆς 25ης 'Οκτωβρίου 1978 στην ὑπόθεση 125/77, Koninklijke Scholten-Honig NV κατά Hoofdproduktschap voor Akkerbouwprodukten (1978), Slg. σ. 1991.