ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΎ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΩΣ

PIETER VERLOREN VAN THEMAAT

ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤίΣ 29 'ΙΟΥΝΊΟΥ 1982 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Εισαγωγή

Ἡ υπόθεση, ἐπί τῆς ὁποίας υποβάλλω σήμερα τίς προτάσεις μου, άφορᾶ τήν τρίτη διαφορά μεταξύ Ἐπιτροπῆς καί Συμβουλίου πού τό Δικαστήριο καλείται νά επιλύσει σχετικά μέ τήν δυνατότητα πού προβλέπει τό άρθρο 65 τοῦ κανονισμοί) υπηρεσιακής καταστάσεως νά ἀναπροσαρμόζονται ετησίως οἱ ἀποδοχές καί οἱ συντάξεις των υπαλλήλων καί τοῦ λοιπού προσωπικού τῶν Ευρωπαϊκῶν Κοινοτήτων. Ἐπί τῶν δύο προηγουμένων διαφορῶν έχετε εκδώσει τίς ἀποφάσεις στίς υποθέσεις 81/72 (Recueil 1973, σ. 575) καί 70/74 (Recueil 1975, σ. 795). 'Αναφέρω ἐν συντομία ὅτι ἡ πρώτη ἀπόφαση καθιέρωσε τήν σημαντική ἀρχή κατά τήν ὁποία, ὅταν τό Συμβούλιο, στό πλαίσιο τῶν ἐξουσιών πού τοῦ παρέχει τό άρθρο 65 τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως, ἀναλαμβάνει τήν υποχρέωση νά τηρεί ἐπί μία καθορισμένη περίοδο ὁρισμένα γενικά κριτήρια γιά τήν ετήσια ἀναπροσαρμογή, ὁ κανόνας τῆς προστασίας τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πού δύνανται νά επικαλούνται οἱ διοικούμενοι σημαίνει ὅτι τό Συμβούλιο ὀφείλει νά τηρεί τίς υποχρεώσεις αυτές (σκέψεις 8, 9 καί 10).

Ἐπρόκειτο τότε περί μιας ἀποφάσεως τῆς 21ης Μαρτίου 1972 μέ τήν ὁποία τό Συμβούλιο ἐδεσμεύθη γιά τρία έτη. Στην προκειμένη υπόθεση εφαρμόζεται ἡ μέθοδος ἀναπροσαρμογής πού απεφάσισε τό Συμβούλιο στίς 29 'Ιουνίου 1976. Βάσει τοῦ γράμματος καί τοῦ πνεύματος τῆς γενικής ἀρχής πού καθιερώσατε τότε, ἡ ἀρχή αυτή πρέπει νά εφαρμόζεται, ὅμως επίσης, κατά τήν εξέταση τῶν κανονισμών πού εξέδωσε τώρα τό Συμβούλιο. Ὡς πρός τό σημεῖο αυτό, ἀποκτᾶ ιδιαίτερη σημασία ἡ βασική ἀρχή πού διέπει τήν νέα μέθοδο, δηλαδή ή ἀρχή σύμφωνα μέ τήν ὁποία τό σύστημα ἀναπροσαρμογής τῶν αποδοχών εντάσσεται στό πλαίσιο μιᾶς πολιτικής πού ἀποβλέπει νά εξασφαλίσει μεσοπροθέσμως τήν παράλληλη εξέλιξη τῶν ἀποδοχών τῶν κοινοτικών υπαλλήλων καί τοῦ μέσου ὅρού τῶν μισθών τῶν διαφόρων κατηγοριών τῶν εθνικών δημοσίων υπαλλήλων.

Οἱ προσβαλλόμενοι κανονισμοί τοῦ Συμβουλίου 187/81 (ΕΕ L 21, 1981, σ. 18) καί 397/81 (ΕΕ L 46, 1981, σ. 1) εμφανίζουν ὅμως μία διαφορά πρός τά κάτω, ἀρκετά αισθητή, τῆς μέσης εξελίξεως τῶν μισθών τῶν διαφόρων κατηγοριών ἐθνικών δημοσίων υπαλλήλων ἡ ὁποία παρετηρήθη κατά τήν περίοδο ἀναφοράς. Ή διαφορά αυτή είναι σχετικώς ἀσήμαντη γιά τους υπαλλήλους μέ τίς χαμηλότερες ἀποδοχές. Ἐφαρμόζοντας ἕνα σύστημα πού στίς Κάτω Χώρες συνηθίζουμε νά τό ὁνομάζουμε σύστημα τῶν «centen in plaats van procenten» ( 2 ), ὅλοι οἱ άλλοι μισθοί ηὐξήθησαν κατά τό ἴδιο καθαρό ποσό τῶν 1107 βελγικών φράγκων μηνιαίως. 'Αποτέλεσμα τοῦ συστήματος γιά ὅλους τους υπαλλήλους πού ἀπολαύουν υψηλοτερων ἀποδοχών εἶναι ὅτι τό ποσοστό αυξήσεως εἶναι γι' αυτούς σαφώς χαμηλότερο. Ή μέση συνολική αύξηση πού παρεχωρήθη ἀνέρχεται σέ 1,5 ο/ο σέ σχέση πρός αύξηση 3,3 % πού παρετηρήθη κατά τήν περίοδο ἀναφοράς γιά τους εθνικούς δημοσίους υπαλλήλους. Ἔτσι, ἡ μισθολογική πολιτική πού στηρίζεται στους ἐν λόγω κανονισμούς προεκάλεσε εκτροπή ἀπό τήν πολιτική πού εἶχε ἀσκηθεί ἀπό τό 1966 καί ἡ ὁποία ἀπέβλεπε ἀφ' ενός μέν, στην διατήρηση τῆς ἀγοραστικής δυνάμεως ἀφ' ἑτέρου δέ, στην καθιέρωση παραλλήλου εξελίξεως τῶν αυξήσεων τῶν πραγματικῶν εισοδημάτων σέ σχέση πρός τους εθνικούς δημοσίους υπαλλήλους. Οἱ προσβαλλόμενοι κανονισμοί δέν τηροῦν κανένα ἀπό τους δύο αυτούς στόχους. Γιά περισσότερες λεπτομέρειες ἐπί τοῦ ἱστορικοῦ τῆς διαφορᾶς, πού εξέθεσα πολύ συνοπτικῶς, παραπέμπω στην έκθεση γιά τήν ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση.

Ἐξετάζοντας τήν υπόθεση αυτή, θά ἤθελα νά παρατηρήσω κατ' ἀρχάς ὅτι, κατά τήν γνώμη μου, ἡ ἀλλαγή πού επήλθε στην οικονομική κατάσταση εἶναι δυνατό νά επιβάλει, επίσης, εκτροπή ἀπό τήν τάση συνεχοῦς αυξήσεως τῶν πραγματικών εισοδημάτων καί νά επιβάλει ἀκόμη καί μείωση τῆς ἀγοραστικής δυνάμεως. Ή εξέλιξη πού παρατηρείται σήμερα σέ πολλά κράτη μέλη επιβεβαιώνει τήν δυνατότητα αυτή. Μία τέτοια εκτροπή, ὅμως, πρέπει νά σέβεται τίς εγγυήσεις πού παρέχει στό προσωπικό τῶν Κοινοτήτων ὁ κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως καί ἡ ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου τῆς 29ης 'Ιουνίου 1976, προκειμένου νά μή δημιουργεί σύγκρουση πρός τήν ἀρχή πού θέσατε μέ τήν προαναφερομένη ἀπόφαση, τήν ἀρχή τῆς προστασίας τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων υπαλλήλων.

Ή Ἐπιτροπή θεωρεί ὅτι ὁ προσβαλλόμενος κανονισμός παρεβίασε κατ' επανάληψη τίς εγγυήσεις αυτές. Προκειμένου νά παρουσιάσω σαφώς τά σημεία πού θεωρώ αποφασιστικά, θά συγκεντρώσω κατά κάποιο τρόπο τους λόγους πού ἡ Ἐπιτροπή επικαλείται ἐπ' αυτού. Όσον άφορᾶ τά επιχειρήματα πού ἀνεπτύχθησαν ἀπό τήν Ἐπιτροπή καί τό Συμβούλιο ἐπί τῶν λόγων αυτών, παραπέμπω — γιά νά εἶμαι σύντομος — στην έκθεση γιά τήν ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση.

2. Πρώτος λόγος ἀκυρώσεως

Ή Ἐπιτροπή μέ τόν πρώτο λόγο τῆς επικαλείται τήν παράβαση τοῦ ἄρθρου 65, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμού υπηρεσιακῆς καταστάσεως, καθ' ὅσον τό Συμβούλιο, πρός υποστήριξη τοῦ κανονισμού 187/81 καί, κατά συνέπεια, πρός υποστήριξη των διαφόρων διατάξεων τοῦ κανονισμού 397/81, έλαβε ὑπ' ὄψη τήν «επιδείνωση τῆς γενικής οικονομικής καταστάσεως στην Κοινότητα κατά τήν περίοδο ἀναφοράς, πού ἀπορρέει ἰδίως ἀπό τήν αύξηση τοῦ κόστους τῆς ενεργείας», ἐνῶ τό άρθρο 65, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως τοῦ επέβαλε νά προσαρμόσει τήν ἀπόφαση του περί ἀναπροσαρμογής τῶν ἀποδοχών καί συντάξεων προς «τήν οικονομική καί κοινωνική πολιτική τῶν Κοινοτήτων» καί ὄχι πρός «τήν οικονομική κατάσταση».

Φρονώ ὅτι ὁ πρώτος αυτός λόγος είναι βάσιμος καί ἀρκεῖ μόνος του νά ὁδηγήσει στην ἀκύρωση τῶν προσβαλλόμενων κανονισμών. 'Ανεξαρτήτως τῶν πολλών άλλων σοβαρών επιχειρημάτων πού ἡ Ἐπιτροπή επικαλείται γιά νά στηρίξει τόν λόγο αυτό θά ήθελα, ὡς πρός τό σημείο αὐτό, νά επιστήσω τήν προσοχή στό γεγονός, ἰδίως ὅτι, κατά τήν γνώμη μου, ἡ επιταγή τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τό Συμβούλιο ὀφείλει νά ἀσκεῖ τήν πολιτική ἀναπροσαρμογής «στό πλαίσιο τῆς οικονομικής καί κοινωνικής πολιτικής τῶν Κοινοτήτων», συνιστᾶ πράγματι, σέ κατάσταση οικονομικής κρίσεως, σάν κι αυτή πού διερχόμεθα σήμερα, τήν σταθερότερη εγγύηση τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακῆς καταστάσεως γιά τήν εξασφάλιση μιας ισορροπημένης πολιτικής στόν τομέα αυτό. 'Ακριβώς σέ κατάσταση κρίσεως πού επιβάλλει ὁρισμένες παρεκκλίσεις ἀπό τήν πολιτική, ἡ διάταξη αυτή εξασφαλίζει ὅτι οἱ επιβαρύνσεις πού ὀφείλονται στίς παρεκκλίσεις αυτές δέν επιπίπτουν μονομερώς καί δυσαναλόγος στό προσωπικό τῶν Κοινοτήτων. Όρθώς, άρα, κατά τήν γνώμη μου, ἡ Ἐπιτροπή σημείωσε ὅτι τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν ἐν λόγω διατάξεων τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως ἀντιτίθενται στό ὅτι ή «οικονομική καί κοινωνική πολιτική τῶν Κοινοτήτων» θεωρείται ταυτόσημη πρός τήν «οικονομική κατάσταση στην Κοινότητα». 'Αλλιώς, ἡ υποχρέωση αύτη πού επιβάλλει ὁ κανονισμός ὡς εγγύηση υπέρ τῶν υπαλλήλων θά καταστεί χωρίς περιεχόμενο. Τόσο τό γράμμα ὅσο καί τό πνεῦμα της υποχρεώσεως ὁδηγοῦν στην ερμηνεία κατά τήν ὁποία, Ιδίως ἡ επιβολή μειώσεως των πραγματικῶν εισοδημάτων πρέπει, τουλάχιστον, νά συμβαδίζει πρός μία ὁδηγία ἤ έστω ρητή καί ἐπίσης πραγματική σύσταση πού νά ἀπευθύνεται στά κράτη μέλη, στό πλαίσιο τοῦ ἄρθρου 103 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, γιά νά υιοθετήσουν παρόμοια πολιτική. 'Από τήν δικογραφία προκύπτει ἀρκούντως ὅτι δέν ετέθη ζήτημα τέτοιας ὁδηγίας ἡ συστάσεως. Ὡς πρός αυτό, παραπέμπω στό παράρτημα Ι τοῦ υπομνήματος ἀντικρούσεως τοῦ Συμβουλίου καί στίς συμπληρωματικές παρατηρήσεις τίς όποιες διετύπωσε ὁ εκπρόσωπος του κατά τήν προφορική διαδικασία κατόπιν ερωτήσεως πού τοῦ υπέβαλα. Ή ἀπόπειρα τοῦ Συμβουλίου νά εμφανίσει τους ἴδιους τους κανονισμούς ὡς συστάσεις, ὑπό τήν έννοια αυτή, πρός τά Κράτη μέλη (δίδοντας τό παράδειγμα) πρέπει νά ἀπορριφθεί ἤδη βάσει τοῦ γράμματος καί τοῦ πνεύματος τοῦ ἄρθρου 65 τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακῆς καταστάσεως. Ὡστόσο, βεβαίως, λόγω τοῦ χαμηλοῦ ύψους τοῦ συνόλου τῶν μισθῶν πού καταβάλλουν οἱ Κοινότητες, οἱ ισχυρισμοί τοῦ Συμβουλίου πρέπει νά ἀπορριφθοῦν επίσης ὡς ἀναξιόπιστοι. Ή πείρα δείχνει ὅτι ἡ εθνική μισθολογική πολιτική δέν δύναται νά κινηθεί μέσω ἑνός τόσο ἀσήμαντου παραδείγματος. Είναι γνωστό ὅτι υφίστανται σοβαρές ἀμφιβολίες ἀκόμη καί γιά τήν δυνατότητα χρησιμοποιήσεως τῶν μισθών τῶν εθνικών δημοσίων υπαλλήλων, τῶν ὁποίων τό συνολικό ποσό εἶναι πολύ σημαντικότερο, ὡς ἀποφασιστικοί) δείκτου προσανατολισμοῦ στόν τομέα τῆς μισθολογικής πολιτικής.

3. Ό δεύτερος, τρίτος, τέταρτος καί πέμπτος λόγος

Ή Ἐπιτροπή στόν δεύτερο λόγο τῆς επικαλείται τήν «παράβαση τοῦ ἄρθρου 65, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοί) υπηρεσιακῆς καταστάσεως, κατά τό ὅτι οἱ προσβαλλόμενοι κανονισμοί, προβαίνοντας ἀπό 1ης 'Ιουλίου 1980 σέ μείωση τῆς ἀγοραστικής δυνάμεως τῶν κοινοτικών υπαλλήλων, ἀντίκεινται πρός τήν μισθολογική πολιτική πού ἠκολουθήθη κατά τήν περίοδο ἀναφορᾶς 'Ιουλίου 1979-Ἰουνίου 1980 στίς δημόσιες υπηρεσίες τῶν Κρατών μελών, ἐνῶ ἡ ἐν λόγω διάταξη τοῦ κανονισμοί) υπηρεσιακής καταστάσεως υποχρεώνει τό Συμβούλιο νά λαμβάνει ύπ᾽ ὄψη τήν ενδεχομένη αύξηση μισθών στίς δημόσιες υπηρεσίες».

Λαμβανομένης ύπ᾽ ὄψη τῆς ἀποφάσεως τοῦ 1973 τήν ὁποία ἀνέφερα, θεωρώ σκόπιμο νά εξετάσω τόν λόγο αυτό σέ συνάρτηση πρός τους τρεις ἑπόμενους λόγους. Πράγματι, οἱ λόγοι αυτοί, τῶν ὁποίων τό πλῆρες κείμενο περιέχεται στην έκθεση γιά τήν ἐπ᾽ ἀκροατηρίου συζήτηση καί στην οποία παραπέμπω, ενισχύουν σαφώς τόν δεύτερο λόγο. Ό τρίτος λόγος επικαλείται στό σημείο αὐτό τήν υποτιθεμένη δημιουργία ενός ἐθιμικοῦ δικαίου πού επιβάλλει νά προστατεύεται ἡ διατήρηση τῆς ἀγοραστικής δυνάμεως κατά τίς ἀναπροσαρμογές καί έπειτα, επίσης, ἡ ἀγοραστική δύναμη νά ποικίλλει ἀνάλογα πρός τήν αὔξηση της ἐπί ἐθνικοῦ επιπέδου ὅσον άφορᾶ ιδίως τήν ἀγοραστική δύναμη τῶν εθνικών δημοσίων υπαλλήλων. Θεωρώ ὅτι ὁ λόγος, αυτός καθ' εαυτός, δέν εἶναι ισχυρός έστω διότι στό πλαίσιο μιᾶς ευρύτερης κοινοτικῆς πολιτικῆς, μία οικονομική κρίση δύναται βεβαίως νά δικαιολογεί, ὅπως έχω ήδη παρατηρήσει, κάποια μείωση τῆς ἀγοραστικής δυνάμεως. Θεωρώ ὅτι τά επιχειρήματα πού προέβαλε ἡ Ἐπιτροπή ἐπ᾽ αὐτοῦ είναι σοβαρά μόνο κατά τό μέτρο πού ἀναφέρονται επίσης στην μέθοδο ἀναπροσαρμογής τήν ὁποία ἐθέσπισε τό Συμβούλιο τό 1976. Λαμβανομένης ὅμως ύπ᾽ ὄψη τῆς ἀποφάσεως σας τοῦ 1973, τήν ὁποία έχω ἤδη ἀναφέρει κατ' επανάληψη, ὁ τέταρτος λόγος έχει μεγαλύτερη βαρύτητα δεδομένου ὅτι ἀναφέρεται ἀπ᾽ ευθείας στήν ἀρχή πού είχατε τότε θέσει, δηλαδή τήν ἀρχή τῆς προστασίας τῆς εμπιστοσύνης πού ἐδημιουργήθη στους διοικούμενους κατόπιν μιας ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου καί δικαιολογείται ἀπό τήν ἐν λόγω ἀπόφαση, δηλαδή ἐν προκειμένω, τῆς εμπιστοσύνης γιά τήν διατήρηση τῆς βασικής ἀρχής πού καθιερώθη μέ την ἀναφερομένη ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου τοῦ 1976, δηλαδή της ἀρχής τῆς παραλλήλου εξελίξεως των μισθῶν τῶν υπαλλήλων σέ κοινοτικό καί σέ εθνικό επίπεδο. Μέ τόν πέμπτο λόγο ζητείται, επίσης, νά ἀναγνωρισθεί ἡ παραβίαση τῆς μεθόδου τοῦ 'Ιουνίου 1976 καί τῆς εμπιστοσύνης πού ἐδημιουργήθη, άλλά, τήν φορά αύτη, λόγω τοῦ ὅτι τά πρῶτα τρία κριτήρια — πού στηρίζονται στην βασική ἀρχή τῆς παραλλήλου εξελίξεως τῆς ἀγοραστικής δυνάμεως — παραμερίσθησαν γιά νά υπερισχύσει τό τέταρτο κριτήριο, ὑπό εσφαλμένες κατά νόμο προϋποθέσεις. Ὡς πρός τό σημείο αυτό, ἀναφέρω ὅτι τό τέταρτο κριτήριο τῆς μεθόδου τοῦ 1976 άφορᾶ τους γενικούς μακροοικονομικούς δείκτες, κοινωνικής καί οικονομικής φύσεως, χαρακτηριστικούς τῆς οικονομικής καί κοινωνικής πολιτικής τῶν κρατών μελών, ὅπως τό ἀκαθάριστο εσωτερικό προϊόν κατά κεφαλή τοῦ ἐνεργοῦ πληθυσμοῦ καί τό σύνολο μισθών ἀνά μισθωτό στό σύνολο τῆς οικονομίας. Όσον άφορᾶ τό ειδικό αυτό κριτήριο, κατ' ἀρχάς τάσσομαι μέ τήν Ἐπιτροπή πού υποστηρίζει ὅτι πρέπει νά ερμηνεύεται στό πλαίσιο τῆς υποχρεώσεως πού επιβάλλει ὁ κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ πολιτική ἀναπροσαρμογής πρέπει νά ἐντάσσεται στό πλαίσιο τῆς οικονομικής καί κοινωνικής πολιτικῆς τῶν Κοινοτήτων». Μόνον στό πλαίσιο μιᾶς ευρύτερης κοινοτικῆς πολιτικῆς προσαρμογής τῶν κατευθύνσεων εἶναι ενδεχομένως δυνατό νά κριθεί ἀναγκαίο ὅτι οἱ δείκτες πού δέν ἀναφέρονται ρητώς στό τέταρτο κριτήριο δύνανται επίσης νά παρέχουν χρήσιμες ενδείξεις γιά τόν καθορισμό τῆς μισθολογικής πολιτικής πού πρέπει νά ἀκολουθηθεί έναντι τῶν κοινοτικών υπαλλήλων, δείκτες οἱ όποιοι δύνανται ἐν μέρει νά ἀντισταθμίζουν τό ἀποτέλεσμα τῆς εφαρμογής τῶν άλλων κριτηρίων τῆς μεθόδου τοῦ 1976. Έν προκειμένω γίνεται λόγος γιά μερική ἀντιστάθμιση διότι θεωρώ, ὅπως καί ἡ Ἐπιτροπή, ὅτι τό κριτήριο αυτό, ὅπως ἀκριβώς τά άλλα κριτήρια τῆς μεθόδου τοῦ 1976 — ελλείψει βεβαίως αυτής τῆς ευρύτερης πολιτικῆς προσαρμογής — πρέπει νά ἑρμηνεύεται στό πλαίσιο τῆς προαναφερομένης βασικής ἀρχής τῆς μεθόδου αυτής, δηλαδή στό πλαίσιο τῆς μεσοπροθέσμου εξασφαλίσεως τῆς παραλλήλου εξελίξεως τῶν μισθών τῶν εθνικών δημοσίων υπαλλήλων καί τῶν κοινοτικών υπαλλήλων, ἐνῶ τό Συμβούλιο ερμηνεύει στενότερα τήν τελευταία περίοδο τῆς πρώτης παραγράφου τοῦ άρθρου 65 τοῦ κανονισμοῦ ὑπηρεσιακής καταστάσεως, ἡ ὁποία εἶναι δεσμευτική γιά τό Συμβούλιο. Ἐτσι, τελικώς, επίσης ὁ πέμπτος αυτός λόγος συνδέεται άμεσα μέ τόν δεύτερο λόγο.

Ἐάν εξετάσω τώρα ὁμοῦ τους τέσσερις προαναφερομένους λόγους, πρέπει νά ἀρχίσω ἀπορρίπτοντας τό επιχείρημα τοῦ Συμβουλίου πού συνάγει ἀπό τό γράμμα τοῦ ἄρθρου 65 καί σύμφωνα μέ τό όποιο τό Συμβούλιο ἁπλώς ὀφείλει νά «λάβει ὑπ' ὄψη» τήν εξέλιξη τῶν ἐθνικών μισθών χωρίς νά πρέπει νά τους ἀποδώσει ἀποφασιστική σημασία. Πράγματι, ἡ προαναφερθείσα γενική ἀρχή τῆς μεθόδου τοῦ 1976 ερμηνεύει τήν ἐν λόγω υποχρέωση πού επιβάλλει ὁ κανονισμός υπηρεσιακῆς καταστάσεως μέ τήν έννοια μιᾶς ἐγγυήσεως τῆς παραλλήλου μεσοπρόθεσμου εξελίξεως.

Όρθώς, βεβαίως, τό Συμβούλιο υποστηρίζει στην ἀνταπάντηση του ὅτι ἡ ἀρχή αύτη τῆς παραλλήλου εξελίξεως, ἡ ὁποία προβλέπεται στή μέθοδο τοῦ 1976, δέν σημαίνει αυτόματη ἀναπροσαρμογή. Αυτό προκύπτει ήδη ἀπό τήν διαφορετική βαρύτητα πού δύνανται νά έχουν γιά τό Συμβούλιο τά διάφορα ειδικά κριτήρια τῆς μεθόδου σταθμίζοντάς τα μέ σχολαστικότητα. Όρθώς, επίσης ὡς πρός τό σημείο αυτό, τονίζει τίς διαφορές πού υφίστανται σέ σύγκριση μέ τήν μέθοδο τοῦ 1972. Τό σημαντικότερο, ἐν τούτοις, εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι μία ἑρμηνεία τοῦ συνόλου τῶν ειδικών κριτηρίων τῆς μεθόδου τοῦ 1976, ἡ οποία ὁδηγεί σέ ἀποτέλεσμα ἀντίθετο πρός τήν ἐξέλιξη τῶν μισθών τῶν εθνικών δημοσίων υπαλλήλων κατά την περίοδο ἀναφοράς, εξέλιξη πού κρίνεται καθοριστική ἐν ὄψει τῆς μεθόδου αυτής, δύσκολα συμβιβάζεται πρός τήν βασική ἀρχή τῆς μεθόδου.

Τό Συμβούλιο πιστεύει τό ἀντίθετο καί τονίζει ὅτι ἡ βασική αρχή εγγυάται τήν παράλληλη εξέλιξη μόνον μεσοπροθέσμως. Ἐτσι θά ἀπεκλείετο ἡ ἀνά ἔτος συγκεκριμενοποίηση τῆς καί ἡ παράλληλη εξέλιξη θά ἐξησφαλίζετο μία φορά ἀνά πενταετία, δηλαδή στό μέλλον. Καθώς στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται γιά τήν τελευταία εφαρμογή τῆς μεθόδου τοῦ 1976, ή ἑρμηνεία αυτή ἀφαιρεί ἀπό τήν μέθοδο τόν χαρακτήρα τῆς νά διαφυλάσσει δικαιώματα. Ὡς γνωστό, ἡ μέθοδος — συμπεριλαμβανομένης καί τῆς προαναφερθείσης βασικῆς τῆς ἀρχής — ήδη ἀντικατεστάθη ἐν τω μεταξύ ἀπό μία άλλη μέθοδο ἀναπροσαρμογής. Πρέπει, ἐν τούτοις, νά δοθεί ή ἴδια μεγάλη σημασία στό γεγονός ὅτι τά πρώτα τρία ειδικά κριτήρια τῆς μεθόδου καθιστούν εμφανές ὅτι ἡ μέθοδος πρέπει νά εφαρμόζεται κάθε φορά βάσει τῶν προηγουμένων εξελίξεων στά κράτη μέλη. Δέν δύνανται, επομένως, νά ληφθούν στό έξῆς ὑπ' ὄψη μεσοπρόθεσμες εξελίξεις, ἀφ' ἑνός μέν, βάσει σκέψεων σχετικών μέ τήν ἀσφάλεια τοῦ δικαίου καί τήν διαφύλαξη τῶν δικαιωμάτων, ἀφ' έτερου δέ, βάσει τοῦ σαφούς συστήματος τῆς μεθόδου, μόνον κατά τό μέτρο πού ἀναφέρονται στό παρελθόν. Ἔτσι, εἶναι δυνατό, παραδείγματος χάρη, νά ληφθεί ὑπ' ὄψη μία άνοδος τῶν ἀποδοχών τοῦ προσωπικού τῶν Κοινοτήτων κατά τά πέντε παρελθόντα έτη ή ὁποία ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν υστέρων υπερβολική σέ σχέση πρός τήν εξέλιξη τῶν ἀποδοχών τῶν εθνικών δημοσίων υπαλλήλων. Θά ήταν δυνατό νά συναχθεί ἀπό τά στοιχεία πού ἀναφέρονται στην σελίδα 9 τῆς εκθέσεως για τήν ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση ὅτι μεταξύ 1975 καί 1979 ενεφανίσθη πράγματι μία τέτοια διαφορά τῆς τάξεως τοῦ 0,4 ο/ο σέ όφελος τοῦ προσωπικού τῶν Κοινοτήτων καί τό Συμβούλιο εἶχε τότε, πράγματι, δυνηθεί νά ἐπανορθώσει τήν διαφορά αύτη μέ τήν ἀπόφαση του περί ἀναπροσαρμογής γιά τό έτος 1980.

Δέν μοῦ ἀπομένει παρά νά εξετάσω κατά πόσο ἡ εφαρμογή τοῦ ήδη ἀναφερθέντος τετάρτου κριτηρίου τῆς μεθόδου τοῦ 1976 θά ἠδύνατο νά ὁδηγήσει σέ διαφορετικό συμπέρασμα. Ὡς πρός τό σημείο αυτό, ενδείκνυται ἡ ἀναφορά τῆς τρίτης, ἰδίως αιτιολογικής σκέψεως τοῦ προσβαλλόμενου κανονισμοῦ 187/81. Ή διατύπωση της έχει ὡς έξης:

«Ἐκτιμώντας ὅτι τό νά ληφθεί υπόψη ἡ εξέλιξη τοῦ κόστους τῆς ζωής καί τῶν πραγματικών εισοδημάτων τῶν εθνικών δημοσίων υπαλλήλων πρέπει νά μετριασθεί διά τῆς εφαρμογής γενικών παραγόντων οικονομικής καί κοινωνικής φύσεως ὅτι προς τόν σκοπό αυτόν πρέπει νά ληφθεί υπόψη ή επιδείνωση τῆς γενικής οικονομικής καταστάσεως στην Κοινότητα κατά τήν περίοδο ἀναφοράς πού ἀπορρέει Ιδίως ἀπό τήν αύξηση τοῦ κόστους τῆς ενεργείας ὅτι πάντως στην κατάσταση αυτή πρέπει νά ληφθούν υπόψη οἱ υπάλληλοι καί λοιπό προσωπικό τῶν ὁποίων ἡ ἀμοιβή εἶναι ή περισσότερο χαμηλή καί τῶν ὁποίων πρέπει νά διατηρηθεί ἡ ἀγοραστική δύναμη ·

ὅτι ὡς ἐκ τούτου πρέπει νά χορηγηθεί στό προσωπικό αυτό ἡ προταθείσα ἀπό τήν Ἐπιτροπή αύξηση, ἐνῶ θά χορηγηθεί στους άλλους υπαλλήλους καί λοιπό προσωπικό ή ἴδια αύξηση σέ ἀπόλυτο ἀξία·

εκτιμώντας ὅτι ἡ πρόταση τῆς ὁποίας επελήφθη τό Συμβούλιο άφορᾶ επίσης διάφορες ἀποζημιώσεις καί επιδόματα, τό ὕψος τῶν ὑπαρχουσῶν συντάξεων, ἡ προσαρμογή τῶν διορθωτικών συντελεστών πού εφαρμόζονται στους διαφόρους τόπους προσλήψεων, καθώς καί τῶν διορθωτικών συντελεστών πού ἐφαρμόζονται γιά τήν ἀμοιβή τῶν προσώπων πού ἀναφέρονται στό άρθρο 2 τοῦ κανονισμοῦ (Εὐρατόμ/ΕΚΑΧ/ΕΟΚ) ἀριθ. 160/81· ὅτι πρέπει συνεπώς νά υ̞οθετηθοῦν αὐτά τά στοιχεία.»

Στό σημείο αυτό πρέπει επίσης νά σημειώσω, πρώτον, ὅτι τό τέταρτο κριτήριο τῆς μεθόδου τοῦ 1976 ἀναφέρεται, κι αὐτό ἐπίσης, προφανώς, στην εξέλιξη τῶν ἐν λόγω μακροοικονομικών δεικτῶν κατά την διάρκεια τῆς εξεταζόμενης περιόδου ἀναφορᾶς. Κατά την προφορική διαδικασία, ή Ἐπιτροπή ἀνέφερε καί πάλι ὅτι, σύμφωνα μέ τό παράρτημα 3 τῆς ἀπαντήσεως της, καί οἱ δείκτες αυτοί, επίσης, ήσαν θετικοί καί ὅτι έστω γιά τόν λόγο αυτό δέν ἠδύ-ναντο νά δικαιολογήσουν μία μείωση τῆς ἀγοραστικής δυνάμεως τοῦ προσωπικοῦ τῶν Κοινοτήτων, ἐφ' ὅσον τά πρώτα τρία κριτήρια παρουσίαζαν, ὁμοίως, μία θετική εξέλιξη. Τό Συμβούλιο ὑπεστήριξε, ἀντιθέτως, ὅτι δέν ὄφείλε νά λάβει ἀποκλειστικώς ὑπ' ὄψη τους δείκτες πού ἀναφέρονται ρητώς στό τέταρτο κριτήριο, άλλα ὄτι ἠδύνατο, επίσης, νά περιλάβει στην ἀνάλυση του καί άλλα μακροοικονομικά δεδομένα. Κατ' ἀρχήν, ἀποδέχομαι τήν ἄποψη αύτη, άλλά έχω ήδη προηγουμένως επιστήσει τήν προσοχή στό γεγονός ὅτι ή άποψη δέν δύναται νά γίνει δεκτή, ἐν ὄψει τῆς τρίτης περιόδου τῆς πρώτης παραγράφου τοῦ ἄρθρου 65 τοῦ κανονισμοί) υπηρεσιακής καταστάσεως, παρά μόνον ἄν τά συμπεράσματα πού ἀντλοῦνται υπέρ κάποιας προσαρμογής εντάσσονται στό πλαίσιο μιᾶς ευρύτερης κοινοτικής πολιτικής προσαρμογής τῶν κατευθύνσεων θεσπιζομενης, ιδίως, βάσει τοῦ ἄρθρου 103 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. Ή ευρύτερη πολιτική αυτή προσαρμογής πρέπει τότε νά περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ὁδηγίες ἡ τουλάχιστον σαφείς συστάσεις πρός τά κράτη μέλη προκειμένου νά ἀσκήσουν παρόμοια πολιτική πού νά τείνει στην μείωση τῆς ἀγοραστικῆς δυνάμεως τῶν δημοσίων υπαλλήλων. Ἐν πάση περιπτώσει ἐν ὅσω δέν τίθεται θέμα τέτοιας ευρύτερης πολιτικής (έναντι τῆς) κρίσεως, ἡ βασική ἀρχή τῆς παραλλήλου εξελίξεως, πού καθιερώνει ή μέθοδος τοῦ 1976, διατηρεί τήν προτεραιότητα. Αυτό συμβαίνει, ιδίως, ὅταν κανένα ἀπό τά κριτήρια πού θέτει ρητώς ἡ μέθοδος δέν δύναται νά δικαιολογεί εκτροπή τῆς μισθολογικής πολιτικής τῶν Κοινοτήτων, ὅπως αυτή ἐφηρμόσθη.

Συνοψίζοντας, ἀφοῦ ἐξήτασα ἀπό κοινοῦ, ἰδίως, τόν δεύτερο, τέταρτο καί πέμπτο λόγο τῆς Ἐπιτροπής, θεωρώ ὅτι καί αυτοί εἶναι βάσιμοι καί ὅτι οἱ προσβαλλόμενοι κανονισμοί τοῦ Συμβουλίου πρέπει συνεπώς νά κηρυχθούν άκυροι.

4. Ό έκτος καί ὁ έβδομος λόγος

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω διαπιστώσεων προχωρώ στον έκτο λόγο ὁ όποιος έχει επικουρικό χαρακτήρα. Ἐν ὄψει τῆς υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, τῆς ὁποίας γίνεται επίκληση ὡς πρός τό σημείο αυτό, περιορίζομαι στην παρατήρηση ὅτι, κατά τήν γνώμη μου, θά έπρεπε νά προσαφθεί στό Συμβούλιο ὅτι αιτιολόγησε πολύ συνοπτι-κῶς τήν προφανή εκτροπή τῆς προηγούμενης πολιτικής του ἀναπροσαρμογῆς, στήν ὁποία προέβη μέ τους προσβαλλόμενους κανονισμούς. Οἱ αιτιολογικές σκέψεις τοῦ κανονισμοῦ 187/81 δέν δύνανται νά δημιουργήσουν τήν ἀναγκαία πεποίθηση γιά νά δημιουργηθεί ἡ εμπιστοσύνη τοῦ προσωπικοῦ στό ὅτι, κατά τήν προσαρμογή αυτή, τό Συμβούλιο προέβη σέ σχολαστική καί ισόρροπη στάθμιση τοῦ συνόλου τῶν σχετικών κριτηρίων.

Ό έβδομος λόγος, ὡς γνωστό, στηρίζεται στην παράβαση τοῦ ἄρθρου 65, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως καί στην παραβίαση τῆς ἀρχής τῆς ἴσης μεταχειρίσεως τῶν ὑπαλλήλων καί τῆς υποχρεώσεως πού ἀπορρέει ἀπό τήν ἀρχή αυτή νά τους διασφαλίζεται, μέσω τῶν ἀποδοχών, μία ισοδύναμη ἀγοραστική δύναμη, ἀνεξαρτήτως τοῦ τόπου ὅπού υπηρετούν. Ή ἐν λόγω παραβίαση ἐξεδηλώθη μέ τόν ὁμοιόμορφο καθορισμό τῆς αυξήσεως τῶν ἀποδοχών καί συντάξεων ἀπό 1ης 'Ιουλίου χωρίς νά ληφθεί ὑπ' ὄψη, ὡς πρός τους ισχύοντες συντελεστές ἀναπροσαρμογής γιά τους διαφόρους τόπους διορισμοί) τῶν υπαλλήλων μέ υψηλό ποσοστό πληθωρισμοί), πλην τοῦ Βελγίου και τοῦ Λουξεμβούργου, ἡ πρόταση τῆς Ἐπιτροπῆς περί ἀναπροσαρμογῆς των συντελεστών αυτῶν ἀπό 1ης 'Απριλίου 1980.

Κατά την γνώμη μου, ὁ λόγος αυτός εἶναι ἐπίσης βάσιμος καί θεωρώ ὅτι στην ἀπόφαση, την ὁποία καλείσθε νά εκδώσετε, θά έπρεπε νά περιληφθεί, ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ, ρητή σκέψη την ὁποία θά δύναται τό Συμβούλιο νά λάβει ὑπ᾿ ὄψη του κατά την ἀναθεώρηση τῶν κανονισμών αὐτών.

Συμφωνώ, ἀσφαλώς, ὅτι ἀπό τό άρθρο 65, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμού υπηρεσιακῆς καταστάσεως δέν συνάγεται ή ὑποχρέωση εφαρμογῆς τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ ἀνά τρίμηνο. Μία λογική ὅμως ἑρμηνεία τῆς διατάξεως αὐτής ὁδηγεί στό συμπέρασμα, ὅτι μόλις ἡ Ἐπιτροπή καταθέτει ένα σχέδιο περί ἀναπροσαρμογής τῶν συντελεστών ἀναπροσαρμογής, κατόπιν διαπιστώσεως αισθητής μεταβολής τοῦ κόστους ζωής, τό Συμβούλιο ὀφείλει νά λαμβάνει ἀνάλογη ἀπόφαση εντός προθεσμίας δύο μηνών. Όταν καί τό ἴδιο τό Συμβούλιο δέν δύναται νά ἀρνηθεί εὐλόγως μία τέτοια αισθητή μεταβολή τοῦ κόστους ζωής, ή ἀπόφαση εἶναι θετική καί ἔχει, κατά περίπτωση, ἀναδρομικό ἀποτέλεσμα ἀπό τῆς ημέρας διαπιστώσεως τῆς αισθητής μεταβολής. Όπως επαναλαμβάνεται συνοπτικῶς καί στην έκθεση γιά τήν ἐπ᾿ ἀκροατηρίου συζήτηση, τό ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού στους ἐν λόγω τόπους διορισμοί), πλην τοῦ Βελγίου καί τοῦ Λουξεμβούργου, ἐκυμαίνετο μεταξύ 20 ο/ο καί 89 %. Δέν εἶναι λογικό, ενώπιον τέτοιων ποσοστών πληθωρισμού — πού υπερβαίνουν αισθητώς τά ποσοστά τοῦ Βελγίου καί τοῦ Λουξεμβούργου — νά μή γίνεται λόγος γιά αισθητή μεταβολή τοῦ κόστους ζωής στους ἐν λόγω τόπους διορισμού καί, ἐν προκειμένω, ἡ μή εφαρμογή συντελεστών ἀναπροσαρμογής στό πλαίσιο αυτό ἀπό 1ης 'Απριλίου 1980 συνιστά παράβαση τοῦ ἄρθρου 65, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, καθώς καί παραβίαση τῆς ἀρχής τῆς ἴσης μεταχειρίσεως ὅλων τῶν υπαλλήλων τῆς Κοινότητος ἀνεξαρτήτως τοῦ τόπου ὅπού υπηρετούν.

5. 'Ανακεφαλαίωση καί τελικό συμπέρασμα

'Ανακεφαλαιώνω τήν γνώμη μου: ὁ πρώτος, δεύτερος, τέταρτος, πέμπτος καί έβδομος λόγος τῆς Ἐπιτροπής, εξεταζόμενοι ἀπό κοινοί), εἶναι βάσιμοι. Μία ευρύτερη ιδίως κοινοτική πολιτική προσαρμογής τῶν κατευθύνσεων θεσπιζομενη στό πλαίσιο τοῦ ἄρθρου 103 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, δύναται τό πολύ, βάσει τῆς πρώτης παραγράφου τοῦ ἄρθρου 65 τοῦ κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, νά δικαιολογεί παρέκκλιση ἀπό τήν ἀρχή τῆς παραλλήλου εξελίξεως τῆς εθνικής καί τῆς κοινοτικής μισθολογικής πολιτικής έναντι τῶν υπαλλήλων, ἀρχή τήν ὁποία τό Συμβούλιο ἀνέλαβε νά τηρήσει στην ἀπόφαση του τῆς 29ης 'Ιουνίου 1976 περί τῆς μεθόδου, δίδοντας έτσι συγκεκριμένο ἀποτέλεσμα στην τελευταία περίοδο τῆς διατάξεως αυτής τοῦ κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως ( 3 ). Τό τέταρτο κριτήριο τῆς ἐν λόγω ἀποφάσεως περί τῆς μεθόδου, βάσει τοῦ σαφοῦς, ὡς πρός τό σημείο αυτό, κειμένου τῆς προτελευταίας περιόδου τοῦ άρθρου 65, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, θά ἠδύνατο νά δικαιολογήσει παρέκκλιση ἀπό αυτή τήν ἀρχή τῆς παραλλήλου εξελίξεως, τό πολύ, στό πλαίσιο μιᾶς εὐρύτερης πολιτικής προσαρμογής τῶν κατευθύνσεων, ὅπως ἀνέφερα ( 3 ). Ή άρνηση τοῦ Συμβουλίου νά θέσει σέ ἰσχύ τους διορθωτικούς συντελεστές ἀπό 1ης 'Απριλίου 1980 γιά τους τόπους διορισμοῦ έκτός τοῦ Βελγίου καί τοῦ Λουξεμβούργου, λαμβανομένης ὑπ᾿ ὄψη τῆς αισθητής μεταβολής τοῦ κόστους ζωής πού επήλθε ἐκεῖ, ἀντιβαίνει, στό άρθρο 65, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως καί στην ἀρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως τοῦ συνόλου τοῦ προσωπικοῦ τῶν Κοινοτήτων ἀνεξαρτήτως τοῦ τόπου διορισμοῦ.

'Από τήν ἀπάντηση τῆς Ἐπιτροπῆς καί τοῦ Συμβουλίου τῆς 27ης Μαΐου 1982, στό ερώτημα πού τους υποβάλατε κατά τήν συνεδρίαση, σχετικώς πρός τό θέμα τῶν ἐξόδων πού θά προκαλοῦσε ἡ ὁλική προσαρμογή τῶν κανονισμών πρός τίς προτάσεις τῆς Ἐπιτροπῆς, προκύπτει ὅτι τά έξοδα θά ἀνήρχοντο σέ 6850940,27 εὐρωπαϊκές λογιστικές μονάδες (ΕΛΜ) γιά τό δεύτερο εξάμηνο τοῦ 1980. Ἐπί τοῦ θέματος, περιορίζομαι νά παρατηρήσω ὅτι ἄν καί ή ἀκύρωση τῶν προσβαλλόμενων κανονισμῶν ἐπιφέρει, κατά τήν γνώμη μου, γενικές συνέπειες, πού εἶναι ἡ ἀναπροσαρμογή τῶν ἀποδοχών καί συντάξεων ή ὁποία καθίσταται ἀναγκαία μετά τήν ἀκύρωση, ἐν τούτοις ὅμως, δέν έχει, κατ' ἀνάγκη, ὡς ἀποτέλεσμα τόν προσδιορισμό τοῦ ἀκριβούς ύψους τους. Όπως εἶχα ήδη τήν ευκαιρία νά παρατηρήσω, θά ήταν δυνατό νά ληφθούν ἐδῶ ὑπ' ὄψη διιστά-μενα ἀποτελέσματα ἀπό τά διάφορα ειδικά κριτήρια πού ἀναφέρει ἡ μέθοδος τοῦ 1976. Βεβαίως, μία σχολαστική στάθμιση, ἄν δοθεί μεγαλύτερη βαρύτης σέ ὁρισμένα κριτήρια, ἔχει επίσης ὡς συνέπεια νά αιτιολογεῖ τήν επιλογή αυτή. Κατά τήν προφορική διαδικασία, ὁ εκπρόσωπος τῆς Ἐπιτροπής, επίσης, απαντώντας σέ ερώτηση τοῦ Δικαστηρίου, εδέχθη ὅτι ἡ ἀρχή τῆς παραλλήλου εξελίξεως δέν σημαίνει κατ' ἀνάγκη καί εντελώς παράλληλη ἐξέλιξη τῆς εθνικής καί τῆς κοινοτικής μισθολογικής πολιτικής έναντι τῶν υπαλλήλων. Μόνον ή ἀνοδική τάση τῆς μισθολογικής πολιτικής τῶν εθνικών ἀρχῶν κατά τήν περίοδο ἀναφορᾶς πρέπει, ἐν πάση περιπτώσει, νά γίνεται σεβαστή. Ὡς πρός τήν φύση καί τό μέγεθος τῶν διαφορών, εμπειρογνώμων τῆς Στατιστικής 'Υπηρεσίας τῶν Κοινοτήτων παρέσχε διαφωτιστικές πληροφορίες κατά τήν προφορική διαδικασία, στίς όποιες παραπέμπω.

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω σκέψεων σᾶς προτείνω:

1.

Νά ακυρώσετε τόν κανονισμό (Εὐρατόμ/ΕΚΑΧ/ΕΟΚ) 187/81 τοῦ Συμβουλίου τῆς 20ῆς 'Ιανουαρίου 1981 (ΕΕ L 21, 1981, σ. 18, ὅπως ἀντικατεστάθη ἀπό τό δημοσιευθέν στην ΕΕ L 130 τῆς 16. 5. 1981, σ. 26 κείμενο).

2.

Νά ἀκυρώσετε τά άρθρα 1, περίπτωση α, 2, περίπτωση α, 2, περίπτωση 6 καί τό άρθρο 11, παράγραφος 1, τοῦ συμπληρωματικοῦ κανονισμοῦ (Εὐρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) 397/81 τοῦ Συμβουλίου τῆς 10ης Φεβρουαρίου 1981 (ΕΕ L 46, 1981, σ. 1, ὅπως ἀντικατεστάθη ἀπό τό δημοσιευθέν στην ΕΕ L 130 τῆς 16. 5. 1981, σ. 29 κείμενο).

3.

Νά ἀναγνωρίσετε, σύμφωνα μέ τό αἴτημα πού διετύπωσε ἡ Ἐπιτροπή καί σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση τῆς στην υπόθεση 81/72, ὅτι ὁ πρώτος κανονισμός καθώς καί οἱ διατάξεις πού προανεφέρθησαν τοῦ δευτέρου κανονισμοί) διατηρούν τήν ἰσχύ τους μέχρι τῆς θέσεως ἐν ἰσχύι τῶν κανονισμών πού θά επακολουθήσουν τῆς ἀποφάσεως σας.

4.

Κάθε διάδικος νά φέρει τά δικά του δικαστικά έξοδα, δεδομένου ὅτι κανείς ἀπό τους διαδίκους δέν υπέβαλε αίτημα περί εφαρμογής τοῦ ἄρθρου 69, παράγραφος 2, τοῦ κανονισμοῦ διαδικασίας.


( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ὁλλανδικά.

( 2 ) Σ.τ.μ.: τῶν «εκατό ἀντί ἐπί τοῖς ἐκατό».

( 3 ) Δέν συντρέχει λόγος ἐν προκειμένω νά δοθεῖ ρητή ἀπάντηση στό ερώτημα ἄν ἡ ἀρχή αυτή πρέπει νά τηρείται, ἀκόμη καί στό πλαίσιο μιᾶς ευρύτερης πολιτικής προσαρμογής τῶν ἐπενδύσεων δυνάμει τῆς ἀρχής προστασίας τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ἐφ᾿ ὅσον, ὅπως ανέφερα, δέν ἐτέθη θέμα τέτοιας ευρύτερης πολιτικής προσαρμογής.