ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΩΣ SIR GORDON SLYNN ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤΊΣ 20 'ΙΑΝΟΥΑΡΊΟΥ 1982 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

κύριοι δικαστές,

Τό Raad van Staat (Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας), afdeling rechtspraak, τῶν Κάτω Χωρών σᾶς υπέβαλε τρία προδικαστικά ερωτήματα σύμφωνα μέ τό άρθρο 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. Ἐν μέρει σᾶς ζητεῖ νά αποφανθείτε ὅσον άφορᾶ την έκταση τοῦ ὅρού «προνομιούχος υπήκοος ΕΟΚ» κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 91 παράγραφος 1 ἐδάφιο α) τοῦ ὀλλανδικού διατάγματος περί ἀλλοδαπῶν (Vreemdelingenbesluit). Ὅπως εἶναι διατυπωμένο, τό ερώτημα αὐτό δέν ἀνήκει βεβαίως στην ἁρμοδιότητα τοῦ Δικαστηρίου ἀλλά τοῦ ἐθνικοῦ δικαστηρίου. Πάντως, στην ουσία τά υποβληθέντα ἐρωτήματα ἐγείρουν ζητήματα κοινοτικού δικαίου πού ὅλα τά μέρη στην δίκη θεωρούν σημαντικά.

Τό περιεχόμενο τῶν ἐρωτημάτων δύναται νά διατυπωθεί ὡς έξῆς:

1) 

Ό υπήκοος Κράτους μέλους πού ἀναλαμβάνει εργασία, εἴτε ἐπί μισθῶ εἴτε ὄχι ἡ παρέχει υπηρεσίες σέ άλλο Κράτος μέλος, σέ βαθμό τόσο περιορισμένο ώστε νά ἀποκομίζει εισόδημα κατώτερο ἀπό τό θεωρούμενο, στό τελευταίο αυτό Κράτος μέλος, ὡς τό ἀναγκαίο ελάχιστο όριο γιά τήν κάλυψη τῶν δαπανῶν διαβιώσεως εμπίπτει στίς περί ελευθέρας κυκλοφορίας τῶν εργαζομένων διατάξεις τοῦ κοινοτικοί) δικαίου τοῦ άρθρου 48 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, τοῦ κανονισμοί) 1612/68 τῆς 15ης 'Οκτωβρίου 1968 καί τῶν οδηγιών 64/221 τῆς 25ης Φεβρουαρίου 1964 καί 68/360 τῆς 15ης 'Οκτωβρίου 1968;

2) 

Στην περίπτωση πού τό συγκεκριμένο άτομο διαθέτει καί άλλα ἔσοδα, τά όποια μαζί μέ τά εισοδήματα πού ἀποκομίζει παρέχουν τό θεωρούμενο στό Κράτος μέλος ὡς ελάχιστο ὅριο, ἀναγκαίο γιά τήν κάλυψη τῶν δαπανών διαβιώσεως, ἡ στην περίπτωση πού τό πρόσωπο αυτό ἀρκείται σέ επίπεδο ζωής κατώτερο ἀπό τό θεωρούμενο στό κράτος ὡς ελάχιστο όριο, ἡ ἀπάντηση στό πρώτο ερώτημα διαφέρει;

3) 

Σέ περίπτωση καταφατικής ἀπαντήσεως στό ερώτημα 1, δύναται ὁ κατά τά ἀνωτέρω εργαζόμενος νά επικαλεσθεί τό δικαίωμα ἐλευθέρας εισόδου καί παραμονής στό Κράτος μέλος, στό όποιο εργάζεται ἡ ἐπιθυμεί νά εργασθεί ἡ νά παράσχει υπηρεσίες, ἀκόμα καί ἄν ἀποδεικνύεται ἡ πιθανολογείται ὅτι ὁ κύριος σκοπός πού επιδιώκει μέ τήν παραμονή του στό κράτος αυτό εἶναι άλλος ἀπό τήν άσκηση περιορισμένης εργασίας ἤ τήν παροχή υπηρεσιών;

Ή ὀλλανδική καί ἡ δανική κυβέρνηση υποστηρίζουν ὅτι στό πρώτο ερώτημα πρέπει νά δοθεί ἀρνητική ἀπάντηση. Ή Levin, ἡ γαλλική καί ἡ ιταλική κυβέρνηση καί ἡ 'Επιτροπή υποστηρίζουν ὅτι ή ἀπάντηση πρέπει νά εἶναι καταφατική. Ή Levin ισχυρίζεται ὅτι οἱ ιδιωτικές πηγές δύνανται νά λαμβάνονται ὑπ᾽ ὄψη, ἄν τά δικαιώματα γιά τά όποια πρόκειται εξαρτώνται ἀπό την ἐπίτευξη τοῦ ελαχίστου ὁρίου συντηρήσεως: οἱ λοιποί μετέχοντες στην δίκη θεωρούν ὅτι αυτές οἱ πηγές δέν πρέπει νά λαμβάνονται ὑπ᾽ ὄψη. Μέ διαφορετική έμφαση ὁ καθένας, οἱ μετέχοντες στην δίκη δέχονται ὅτι, τό πρόσωπο τό όποιο κατά τά άλλα πληροί τίς ἀπαιτήσεις τῆς νομοθεσίας δέν δύναται νά στερηθεῖ τῶν δικαιωμάτων του ἁπλῶς επειδή έχει πρόσθετους καί δευτερεύοντες λόγους πού επιθυμεί νά εισέλθει σέ ἔνα συγκεκριμένο Κράτος μέλος.

Ἔτσι, τά ζητήματα πού ἀνακύπτουν εἶναι σημαντικά καί γιά τό άτομο, ιδίως σέ μία περίοδο ἐκτεταμένης ἀνεργίας καί αυξανομένης εξαρτήσεως ἀπό τήν εργασία μερικής ἀπασχολήσεως καί γιά τό Κράτος μέλος πού επιθυμεί νά εμποδίσει τήν κατάχρηση τῶν παρεχομένων στους εργαζομένους δικαιωμάτων ἐκ μέρους κάποιου πού δέν εἶναι κατά κυριολεξία εργαζόμενος.

Ή διάταξη περί παραπομπής καί οἱ γραπτές παρατηρήσεις δέν ἔδωσαν σαφή εικόνα τῶν πραγματικών περιστατικών. Κατά τήν ἐπ᾽ ἀκροατηρίου συζήτηση, ὁ δικηγόρος τῆς Levin παρέσχε περαιτέρω στοιχεία, τά όποια δέν ἀμφισβητήθησαν καί τά όποια θεωρώ ὀρθό νά ληφθούν ὑπ᾽ ὄψη ἐν ὄψει τῆς ἀπαντήσεως στά ἐρωτήματα. Βεβαίως, στό εθνικό δικαστήριο ἀπόκειται νά κρίνει ἄν τά πραγματικά περιστατικά εἶναι ὄντως αυτά, ὅταν θά εξετάσει τίς ἀπαντήσεις τοῦ Δικαστηρίου. Γιά τους σκοπούς τῆς προκειμένης διαδικασίας τά περιστατικά αυτά έχουν ὡς ἑξῆς:

Ή Levin εἶναι βρετανίδα υπήκοος καί ὅπως πληροφοροῦμαι έχει τήν ἐθνικότητα τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου: ὁ σύζυγος τῆς έχει τήν εθνικότητα τῆς Νοτίου 'Αφρικῆς. Τόν 'Οκτώβριο τοῦ 1977, λίγο μετά τόν γάμο τους, μετέβησαν στην 'Ολλανδία, ὅπού καί οἱ δύο εἶχαν παραμείνει κατά καιρούς προηγουμένως. Στίς 13 'Ιανουαρίου 1978, ή Levin υπέβαλε αἴτηση περί χορηγήσεως ἀδείας παραμονής. Ό προϊστάμενος τῆς ἀστυνομικής ἀρχής στό 'Αμστερνταμ τῆς ἠρνήθη τήν άδεια αὐτή στίς 20 Μαρτίου 1979 γιά τόν λόγο ὅτι «ἀπό τήν ἀρχή τοῦ 1978 ή αιτούσα δέν ἤσκει πλέον εργασία ἐπί μισθῶ καί συνεπώς δέν ἠδύνατο πλέον νά τύχει τῆς μεταχειρίσεως τοῦ «προνομιούχου υπηκόου ΕΟΚ» κατά τήν έννοια τοῦ Vreemdelingenbesluit». 'Ανεφέρθη επίσης ὅτι ἡ κατοικία τῆς δέν ἐπλήρου τους λογικώς ἀπαιτουμένους ὅρούς. Ό δικηγόρος τῆς Levin ἀναφέρει ὅτι πράγματι ἀπό τῆς ἀφίξεώς τῆς στην 'Ολλανδία μέχρι τίς 6 'Απριλίου 1979, ἡ Levin εἶχε εργασθεί κανονικώς ὡς καμαριέρα σέ διάφορα ξενοδοχεία στό 'Αμστερνταμ.

Στίς 9 'Απριλίου 1979 υπέβαλε αίτηση στόν Staatssecretaris van Justitie, καθ' οὗ ἐν προκειμένω, γιά τήν επανεξέταση τῆς ἀποφάσεως αὐτής, ὑποστηρίξασα ὅτι, τό γεγονός ὅτι δέν εἶχε συνεχίσει πλέον νά εργάζεται ἐπί μισθῶ ἀπό τήν ἀρχή τοῦ 1978 μέχρι τίς 6 'Απριλίου 1979 δέν ἀπετέλει λόγο ἀρνήσεως, δεδομένου ὅτι αυτή καί ὁ σύζυγός της διέθεταν επαρκείς πηγές γιά νά συντηροῦνται έστω καί χωρίς νά εργάζονται. Προσέθεσε ἐξ άλλου, ὅτι εἶχε πάντως ἀναλάβει εργασία ἐπί μισθῶ ἀπό τίς 9 Ἀπριλίου 1979 γιά λόγους προφυλάξεως καί ἀμφισβήτησε τά περί τῆς καταστάσεως τῆς κατοικίας της.

Ὅπως ἀνέφερε στό Δικαστήριο ὁ δικηγόρος της, ἡ Levin εἶχε ἀρχίσει, στίς 9 'Απριλίου νά εργάζεται κατά μερική ἀπασχόληση ὡς καμαριέρα σέ κάποιο ξενοδοχείο. Εἰργάζετο τίς μισές ήμερες ἡ περίπου 20 ώρες τήν ἑβδομάδα, ἀπό τήν εργασία δέ αυτή εἶχε καθαρό εισόδημα 130 ολλανδικών φιορινιών τήν εβδομάδα.

'Ελλείψει ἀπαντήσεως, ἡ ἀπό 9ης 'Απριλίου 1979 αἴτησή τῆς ἐθεωρήθη ὡς ἀπορριφθείσα, ὁπότε ἡ Levin προσέφυγε ενώπιον τοῦ Raad van State κατά τῆς ἀπορριπτικής αυτής αποφάσεως, μέ τόν ισχυρισμό ὅτι κατά τόν χρόνο τῆς προσβαλλομένης ἀποφάσεως ήταν υπήκοος άλλου Κράτους μέλους καί εἰργάζετο ἐπί μισθῶ καί ὅτι, ἀκόμα καί ἄν τό εἰσόδημά τῆς δέν ήταν επαρκές γιά τήν συντήρηση της, διέθετε προσωπικές πηγές γιά νά συντηρείται. Ό καθ᾽οὗ ἰσχυ-ρίσθη ὅτι ἀπό την ἐργασία τῆς δέν ἀπεκό-μιζε εισόδημα επαρκές γιά την συντήρηση της — δηλαδή, ὅπως ὑπεστηρίχθη, τό ἰσχῦον στήν Ὀλλανδία νόμιμο κατώτατο ὅριο — έτσι ώστε δέν ἠδύνατο νά διεκδικεί τόν χαρακτηρισμό τοῦ «προνομιούχου υπηκόου ΕΟΚ». 'Ελέχθη ἐπί πλέον ὅτι δέν εἶχε έλθει στην 'Ολλανδία «γιά νά» ἀσκήσει ἀμειβομένη δραστηριότητα άλλά γιά νά δώσει τήν ευκαιρία στον σύζυγο τῆς νά ζήσει στην 'Ολλανδία ὡς σύζυγος υπηκόου της ΕΟΚ, σύμφωνα μέ τό άρθρο 91 (i) (c) τοῦ Vreemdelinģenbesluit, πού φαίνεται νά ἔχει ὡς ἀντικείμενο νά εφαρμόσει τό άρθρο 19 τοῦ κανονισμοί) 1612/68 τοῦ Συμβουλίου.

Κατά κάποιο τρόπο, τά στοιχεία πού φέρονται ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου καλύπτουν πεδίο ευρύτερο ἀπό τά υποβληθέντα ερωτήματα, παραδείγματος χάρη σχετικῶς μέ κάποιον πού επιθυμεί νά ἀναζητήσει εργασία μᾶλλον παρά πού έχει εξασφαλίσει εργασία ἤ πού πράγματι εργάζεται. Ἐπί πλέον, τό πρώτο ἀπό τά υποβληθέντα ερωτήματα εγείρει ένα ζήτημα, τό όποιο δέν φαίνεται νά ἀνακύπτει βάσει τῶν πραγματικῶν περιστατικῶν — δηλαδή ἡ κατάσταση εκείνου, ὁ όποιος εργάζεται χωρίς νά εἶναι μισθωτός. Θεωρώ ὀρθό νά περιορίσω τίς προτάσεις αυτές, στην περίπτωση τοῦ υπηκόου ενός Κράτους μέλους πού ἀναλαμβάνει μία εργασία γιά τήν ὁποία ἀμείβεται καί νά μήν εξετάσω άλλες καταστάσεις πού ίσως ἀνακύψουν κάποτε πρός εξέταση. Γιά τόν λόγο αυτό καθώς επίσης καί επειδή δέν εἶμαι πεπεισμένος, ὅτι εἶναι, ἐν πάση περιπτώσει, ὀρθό νά ληφθεί ὑπ᾿ ὄψη, δέν πιστεύω ὅτι πρέπει νά ληφθεί ὑπ᾽ όψη γιά τίς ἀνάγκες τῆς προκειμένης ὑποθέσεως ἡ ἑρμηνευτική δήλωση πού ἀναφέρεται στά πρακτικά τοῦ Συμβουλίου, στην ὁποία παρεπέμφθη τό Δικαστήριο (μέ τήν ὁποία έγινε δεκτό ὅτι τά άτομα δύνανται νά παραμένουν στό έδαφος ενός Κράτους μέλους πρός ἀναζήτηση εργασίας, ἐπί περίοδο 3 μηνών, ὑπό τόν ὅρο ὅτι δέν βαρύ-νουν τό δημόσιο). Ή υπόθεση αυτή περιορίζεται στό ερώτημα ἄν δύναται νά ὁρισθεί κατώτατο ὅριο εισοδήματος καί ωρών εργασίας.

Καίτοι τό Δικαστήριο γνωρίζει πολύ καλά τίς διατάξεις κοινοτικοῦ δικαίου στίς όποιες ἀναφέρεται τό πρώτο ερώτημα, θεωρώ χρήσιμο νά συνοψίσω τίς συγκεκριμένες αὐτές διατάξεις, οἱ όποιες σχετίζονται μέ τό υποβληθέν ερώτημα.

Τό κεφάλαιο Ι τοῦ τίτλου III («Ἐλεύθερη κυκλοφορία τῶν προσώπων, τῶν υπηρεσιών καί τῶν κεφαλαίων») τῆς συνθήκης ΕΟΚ πραγματεύεται περί «εργαζομένων», εἰς ἀντιδιαστολή μέ τους ανεξαρτήτως εργαζομένους καί ἐκείνους οἱ όποιοι συνιστοῦν καί διαχειρίζονται επιχειρήσεις, ἤ τους παρέχοντες υπηρεσίες, περί τῶν ὁποίων τά κεφάλαια II καί III. Τό άρθρο 48 ὁρίζει ὅτι «εξασφαλίζεται ἡ ελεύθερη κυκλοφορία τῶν εργαζομένων», ἡ δέ ελευθερία αὐτή συνεπάγεται τήν κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας, ὅσον άφορᾶ τήν ἀπασχόληση, τήν ἀμοιβή καί τους άλλους ὅρούς εργασίας.

Τά δικαιώματα πού παρέχει τό άρθρο 48 (3) εἶναι (α) ἡ ἀποδοχή πραγματικῆς προσφοράς εργασίας (β) ἡ ελεύθερη διακίνηση εντός τοῦ εδάφους τῶν Κρατών μελών «γιά τόν σκοπό αυτόν» (δηλαδή, ὅπως τό εκλαμβάνω γιά τόν σκοπό τῆς ἀποδοχῆς (καί εκτελέσεως) πραγματικῆς προσφοράς εργασίας) (γ) ἡ διαμονή σ᾿ ἕνα ἀπό τά Κράτη μέλη μέ σκοπό τήν άσκηση ἐκεῖ ὁρισμένης εργασίας σύμφωνα μέ τίς διατάξεις πού εφαρμόζονται ἐπί τῶν ὑπηκόων τοῦ κράτους αὐτοῦ (δ) ἡ παραμονή σ' ἕνα Κράτος μέλος καί μετά την άσκηση σ' αυτό ὁρισμένης εργασίας κατά τους ὅρούς πού θά θέσει ἡ 'Επιτροπή. Ex facie τά δικαιώματα αυτά υπόκεινται μόνο σέ περιορισμούς λόγω δημοσίας τάξεως, δημοσίας ἀσφαλείας ἤ δημοσίας υγείας.

Οἱ διατάξεις αὐτές πρέπει νά ληφθούν σέ συνδυασμό μέ τά άρθρα 2 καί 3 της συνθήκης. Τό άρθρο 3 ἀναφέρει ὡς περιλαμβανομένη στην δράση τῆς Κοινότητος «τήν εξάλειψη τῶν εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία τῶν προσώπων μεταξύ τῶν Κρατών μελών». Ή δράση αὐτή ἀναλαμβάνεται γιά τους σκοπούς πού καθορίζονται στό άρθρο 2, τό όποιο περιλαμβάνει τήν προσέγγιση τῆς οικονομικής πολιτικής τῶν Κρατῶν μελών, τήν αρμονική ἀνάπτυξη τῶν οικονομικών δραστηριοτήτων καί τήν ἐπιταχυνομένη ἀνύψωση τοῦ βιοτικού επιπέδου.

Οἱ αιτιολογικές σκέψεις τοῦ κανονισμού τοῦ Συμβουλίου 1612/68 υπογραμμίζουν ὅτι ἡ ελεύθερη κυκλοφορία ἀποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα γιά τους εργαζομένους καί τίς οικογένειες τους καί ὅτι ἡ κινητι-κότης τοῦ εργατικού δυναμικού πρέπει νά ἀποτελεί ἕνα ἀπό τά μέσα μέ τά όποια εξασφαλίζεται στον εργαζόμενο ἡ δυνα-τότης βελτιώσεως τῶν ὅρων διαβιώσεως καί εργασίας του. 'Αναγνωρίζουν τό δικαίωμα «ὅλων τῶν εργαζομένων» τῶν Κρατών μελών νά «ἀσκούν τήν δραστηριότητα τῆς εκλογής τους», «τό δικαίωμα δέ αὐτό πρέπει νά ἀναγνωρίζεται ἀδιακρίτως στους νομίμους, εποχιακούς καί μεθοριακούς εργαζομένους». Τό άρθρο 1 ὁρίζει ὅτι ὁ υπήκοος Κράτους μέλους έχει τό δικαίωμα «νά ἀναλαμβάνει μισθωτή δραστηριότητα καί νά τήν ἀσκεῖ» σέ ἕνα ἀπό τά Κράτη μέλη σύμφωνα μέ τους ίδιους κανόνες ὅπως καί ὁ υπήκοος τοῦ Κράτους μέλους αὐτού πού ἐργάζεται έκεῖ ὁ υπήκοος Κράτους μέλους έχει ιδίως τό δικαίωμα «νά ἀναλαμβάνει διαθέσιμη εργασία στό έδαφος άλλου Κράτους μέλους». Δυνάμει τοῦ ἄρθρου 3 δέν εφαρμόζονται οἱ εθνικές διατάξεις καί πρακτικές «οἱ όποιες περιορίζουν ἡ εξαρτούν ἀπό ὅρούς πού δέν προβλέπονται γιά τους ημεδαπούς, τήν ζήτηση καί τήν προσφορά εργασίας ἡ τήν πρόσληψη σέ ἀπασχόληση καί τήν άσκηση τῆς ἀπό τους ἀλλοδαπούς».

Ή ὁδηγία τοῦ Συμβουλίου 68/360 ἀπαιτεί τήν κατάργηση τῶν περιορισμών στην διακίνηση καί διαμονή τῶν υπηκόων τῶν Κρατών μελών καί τῶν οικογενειών τους ἐπί τῶν ὁποίων εφαρμόζεται ὁ κανονισμός 1612/68. Στην επικεφαλίδα τῆς ὁδηγίας οἱ εργαζόμενοι αυτοί φέρονται ὡς «εργαζόμενοι τῶν Κρατών μελών καί οἱ οικογένειες τους». Δυνάμει τοῦ ἄρθρου 4 παρέχεται δικαίωμα καί χορηγείται άδεια διαμονής στόν εργαζόμενο ὁ όποιος προσκομίζει μόνο (α) τό έγγραφο μέ τό όποιο εισήλθε στό έδαφος τοῦ συγκεκριμένου κράτους καί (β) μία δήλωση προσλήψεως τοῦ εργοδότου ἡ ἕνα πιστοποιητικό εργασίας. Αὐτή ἡ άδεια διαμονής πρέπει νά έχει διάρκεια ισχύος τουλάχιστον 5 ετών έκτος ἄν ὁ εργαζόμενος «ἀπασχολείται» γιά περίοδο μεγαλύτερη τῶν 3 μηνών καί μικρότερη τοῦ έτους, ὁπότε χορηγείται προσωρινώς τίτλος διαμονής περιοριζόμενος στην προβλεπομένη διάρκεια τῆς απασχολήσεως. (Αρθρο 6). Τό δικαίωμα διαμονής αναγνωρίζεται, χωρίς νά εκδίδεται άδεια, στόν εργαζόμενο «πού ἀσκεῖ μισθωτή δραστηριότητα» ὅταν ή διάρκειά τῆς δέν προβλέπεται νά είναι μεγαλύτερη τῶν 3 μηνών.

Ή λέξη «εργαζόμενος» δέν ὁρίζεται ρητώς σέ καμμία σχετική διάταξη. Ή ὀλλανδική καί ἡ δανική κυβέρνηση ισχυρίζονται ὅτι τό άρθρο 48 καί οἱ διατάξεις ἐφαρμογῆς θεσπίζουν την ελεύθερη διακίνηση μόνο τῶν εργαζομένων οἱ όποιοι παρουσιάζουν κάποια σπουδαιότητα γιά την οικονομική ζωή τῶν Κρατών μελῶν ἡ πού συνεισφέρουν μέ τήν οἰκονομική τους δραστηριότητα στην ἀνάπτυξη τῆς Κοινότητος καί όχι τῶν ὑπηκόων τῶν Κρατῶν μελών γενικώς, ἡ εκείνων πού δέν ἀσκούν, ἡ πού ἀσκούν ἀσήμαντη οἰκονομική δραστηριότητα.

Τά άρθρα 2 καί 3 τῆς συνθήκης σαφώς ἐπιρρωννύουν τό επιχείρημα ὅτι «ὁ ἐργαζόμενος» πρέπει νά ἀσκεῖ δραστηριότητα οικονομικής φύσεως. Τό Δικαστήριο υἱο-θέτησε τήν ἄποψη αύτη στην υπόθεση 128/75, Watson κατά Belmann, (1975) ECR 1185 καί στήν υπόθεση 13/76, Donà κατά Mantero, (1976) ECR 1333. Στην τελευταία αυτή υπόθεση τό Δικαστήριο εδέχθη (σ. 1340) ὅτι, λαμβανομένων ὑπ᾽ ὄψη τῶν ἀντικειμενικών σκοπών τῆς Κοινότητος «ή άσκηση ἀθλοπαιδιών υπάγεται στό κοινοτικό δίκαιο μόνο ἐφ᾽ ὅσον ἀποτελεῖ οἰκονομική δραστηριότητα κατά τήν ἔννοια τοῦ άρθρου 2 τῆς συνθήκης».

Πάντως, ὁ ισχυρισμός τῶν δύο κυβερνήσεων δέν εξικνείται μέχρι λύσεως τῶν προβλημάτων πού ἀνακύπτουν ἐν προκειμένω.

Ή ὀλλανδική καί ἡ δανική κυβέρνηση Ισχυρίζονται κυρίως ὅτι τά άτομα τότε μόνο καλύπτονται ἀπό τίς διατάξεις τοῦ άρθρου 48, ἐφ᾽ ὅσον κερδίζουν ποσό 'ίσο πρός τά μέσα συντηρήσεως πού ὁρίζονται ως ἀναγκαία στό Κράτος μέλος στό όποιο εργάζονται — ἤ ἐφ᾽ ὅσον εργάζονται ἐπί ἀριθμό ωρών, ὁ όποιος θεωρείται ἡ θεσπίζεται ὡς κανονικός γιά εργασία κατά πλήρη ἀπασχόληση στόν οικείο τομέα. 'Ελλείψει ὁρισμού τοῦ ὅρού «εργαζόμενος» στην κοινοτική νομοθεσία, πρέπει νά γίνουν δεκτά εθνικά κριτήρια γιά τόν προσδιορισμό τόσο τῶν κατωτάτων ἀποδοχών ὅσο καί τοῦ κατωτάτου ἀριθμοῦ ωρών. Προτείνεται ὅτι, μόνο κατ' αυτόν τόν τρόπο είναι δυνατόν νά ὁριοθετηθεί ἡ κατηγορία τῶν εργαζομένων καί νά ἀποκλεισθούν ἀπό τήν κατηγορία αυτή ὁμάδες ὅπως τῶν κατά πλήρη ἀπασχόληση σπουδαστών καί τῶν συνταξιούχων, ἀκόμα καί ἄν ἀσκούν ἀμειβομένη εργασία γιά μερικές ώρες τήν ἑβδομάδα.

Ερμηνεύοντας τό άρθρο 48 καί τίς παρεπόμενες διατάξεις, θεωρώ σαφείς δύο ἀρχές. Πρώτον, ἡ έννοια τοῦ «εργαζομένου» είναι ζήτημα κοινοτικού δικαίου καί, έκτός ἀν υπάρχουν σοβαροί λόγοι περί τοῦ ἀντιθέτου, ὁ «εργαζόμενος» πρέπει νά ὁρίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε νά ἀποφεύγονται κατά τό δυνατό οἱ παραλλαγές μεταξύ τῶν Κρατών μελών. Ή ἀρχή αυτή γίνεται δεκτή ἀπό τήν νομολογία στην υπόθεση 75/63, Hoekstra (née Unger) κατά Bestuur der Bedrijfsvereniging voor Detailhandel en Ambachten, (1964) ECR 177, σ. 184:

«Τά άρθρα 48 ἕως 51 τῆς συνθήκης, επειδή ἀκριβώς θεσπίζουν τήν ελεύθερη διακίνηση τῶν “εργαζομένων”, δίνουν κοινοτικό περιεχόμενο στόν ὅρο αυτόν. 'Εάν ὁ ὁρισμός του ήταν ζήτημα πού εμπίπτει στην ἀρμοδιότητα τοῦ εθνικού δικαίου, τά Κράτη μέλη θά ἠδύναντο νά τροποποιούν τήν έννοια τοῦ ὅρου “διακινούμενος εργαζόμενος” καί νά εξουδετερώνουν έτσι κατά βούληση τήν προστασία πού παρέχει ή συνθήκη σέ ὁρισμένες κατηγορίες προσώπων. Ἐπί πλέον, κανένα στοιχεῖο στά άρθρα 48 έως 51 τῆς συνθήκης δέν ὁδηγεί στό συμπέρασμα ὅτι οἱ διατάξεις αυτές ἀφήνουν τόν ὁρισμό τοῦ ὅρου “εργαζόμενος” στην ἁρμοδιότητα τῆς εθνικής νομοθεσίας.»

Ή ἀνωτέρω υπόθεση ἀφοροῦσε τά δικαιώματα κοινωνικής ἀσφαλίσεως τῶν διακινουμένων εργαζομένων, κατά τόν τότε ἰσχύ-οντα κανονισμό 3: νομίζω ὅτι ὅσα ελέχθησαν έχουν εφαρμογή καί ἐν προκειμένω. 'Αν ένα πρόσωπο δύναται νά χαρακτηρισθεῖ ὡς «εργαζόμενος» μόνο ἐφ᾽ ὅσον εργάζεται ἐπί ἀριθμό ὡρών ἡ λαμβάνει ἀποδοχές, πού ὁρίζονται ὡς τό κατώτατο ὅριο ἀπό τό δίκαιο τοῦ κράτους στό όποιο ἀπασχολείται, ἡ θέση του καί τά δικαιώματα του δύνανται νά ποικίλλουν ἀπό τοῦ ενός Κράτους μέλους στό άλλο.

Κατά δεύτερο λόγο, ἐφ᾽ ὅσον δέν έχουν διατυπωθεί περιοριστικές εκφράσεις, τό Δικαστήριο δέν πρέπει νά σπεύσει νά χρησιμοποιήσει τέτοιες εκφράσεις γιά νά περιορίσει τήν συνήθη καί φυσική έννοια τοῦ ὅρου «εργαζόμενος». Τό Δικαστήριο έχει δεχθεί πολλές φορές ὅτι τό άρθρο 48 θεσπίζει μία ἀπό τίς θεμελιώδεις ἀρχές τῆς Κοινότητος, έτσι ώστε ὁποιαδήποτε παρέκκλιση ἀπό τήν ἀρχή αυτή πρέπει νά ερμηνεύεται στενῶς (βλ. παραδείγματος χάρη υπόθεση 152/73, Sotgiu κατά Bundespost, (1974) ECR 153, σ. 162 υπόθεση 36/75, Rutili κατά Minister of the Interior, (1975) ECR 1219, σ. 1229 καί 1231). Αυτό ισχύει ὅσον ἀφορᾶ τους ρητούς περιορισμούς κατά μείζονα λόγο δέν πρέπει νά εισαχθούν στοιχεία γιά τά ὁποία δέν υπάρχει ρητή διάταξη έκτος ἄν ἀποτελούν ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ εργαζομένου. Νομίζω ὅτι ἡ άποψη αυτή συνάδει πρός τό γεγονός ὅτι κατά τό άρθρο 3 (3) τῆς οδηγίας τοῦ Συμβουλίου 68/360 τά Κράτη μέλη ὀφείλουν νά χορηγοῦν άδεια διαμονής σέ εκείνον ὁ όποιος προσκομίζει πιστοποιητικό εργασίας καί τό έγγραφο μέ τό ὁποῖο εἰσῆλθε στην επικράτειά τους. Ό μόνος παράγων, ὁ όποιος κατά τήν ὁδηγία αυτή δύναται νά επηρεάσει τήν άδεια διαμονῆς εἶναι ἡ διάρκεια τῆς περιόδου ἀπασχολήσεως. Δέν υπάρχει καμμία διάταξη ὡς πρός τό είδος τῆς εργασίας, τόν ἀριθμό των ωρών ἡ τίς ἀποδοχές, πού νά πρέπει νά προκύπτουν γιά νά καταστεί δυνατή ή χορήγηση ἀδείας διαμονής. Ή άποψη αὐτή συνάδει επίσης κατά τήν άποψη μου μέ τήν ὁδηγία τοῦ Συμβουλίου 64/221 πού ἀναφέρεται στους περιορισμούς τῆς ελευθέρας διακινήσεως καί διαμονής γιά λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ἀσφαλείας καί δημοσίας υγείας, οἱ όποιοι δύνανται νά επιβληθούν. Οἱ λόγοι αυτοί περιγράφονται, ὁρίζεται δέ ρητώς στό άρθρο 2 (2) τῆς οδηγίας αυτής ὅτι, δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει επίκληση τέτοιων λόγων γιά τήν εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών. Ἐπί πλέον ὁ κανονισμός τοῦ Συμβουλίου 1612/68 τονίζει τό δικαίωμα ὅλων τῶν εργαζομένων νά ἀσκούν τήν δραστηριότητα τῆς εκλογής τους, ἀναφέρει δέ συγκεκριμένα τους μονίμους, εποχιακούς καί μεθοριακούς εργαζομένους.

Κατόπιν αὐτών, εἶναι δυνατόν νά λεχθεί ὅτι «εργαζόμενος», κατά τήν έννοια τῆς νομοθεσίας δύναται νά εἶναι μόνο ἐκείνος, ὁ ὁποῖος λαμβάνει ὁρισμένες ἀποδοχές κατ' ελάχιστο ὅριο ἤ ὁ όποιος εργάζεται ἐπί ὁρισμένο ἀριθμό ωρών κατ' ελάχιστο ὅριο;

Θεωρώ πολύ περιοριστική ἑρμηνεία τό νά ληφθεί ὁ ὅρος «εργαζόμενος» ὑπό τήν έννοια μόνο τοῦ ἐργαζομένου κατά πλήρη ἀπασχόληση. Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νά δεχθώ τό επιχείρημα ὅτι ὁ εργαζόμενος κατά μερική ἀπασχόληση δέν εἶναι, ὑπό τήν ιδιότητά του αὐτή, εργαζόμενος κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 48. Ἕνα τέτοιο συμπέρασμα, ὑπό τίς παροῦσες συνθῆκες θά ἀπέκλειε πολύ μεγάλο καί πιθανώς αυξανόμενο ἀριθμό προσώπων τῶν δικαιωμάτων πού παρέχουν τό άρθρο 48 καί οἱ κανονισμοί καί ὁδηγίες πού ἀνεφέρθησαν. Ή κατηγορία αυτή περιλαμβάνει ὄχι μόνο γυναίκες, ηλικιωμένους καί ἀναπήρους οἱ όποιοι, γιά προσωπικούς λόγους επιθυμούν ενδεχομένως νά εργασθούν κατά μερική ἀπασχόληση, άλλά επίσης γυναίκες καί άνδρες οἱ όποιοι προτιμοῦν νά εργάζονται κατά πλήρη ἀπασχόληση, πλην ὅμως ὑπο-χρεοῦνται νά δεχθούν εργασία κατά μερική ἀπασχόληση. Δεδομένου ὅτι δέν υπάρχουν σαφείς ὅροί πού νά ἀποκλείουν τους εργαζομένους κατά μερική ἀπασχόληση τῶν δικαιωμάτων αυτών, δέν νομίζω ὅτι υπήρξε πρόθεση νά στερηθοῦν αυτών.

Ἄν τά Κράτη μέλη δύνανται νά εισάγουν διακρίσεις υπέρ τῶν υπηκόων τους ὅσον άφορᾶ την εργασία κατά μερική ἀπασχόληση, ἀποκλείοντας τους υπηκόους άλλων Κρατών μελών, ιδίως ἐάν ἡ κρίση περί τοῦ τί συνιστά εργασία κατά πλήρη ἀπασχόληση στό συγκεκριμένο κράτος πρέπει νά γίνει κατά τήν εθνική νομοθεσία, θά υπάρξουν ενδεχομένως ἀναπόφευκτα σημαντικοί περιορισμοί στην κινητικότητα τοῦ εργατικοί) δυναμικοί) τους ὁποίους ή Κοινότης θέτει ὡς σκοπό νά εξαλείψει.

Υπέρ τῆς ἀντίθετης ἀπόψεως προτείνεται ὡς ενδεδειγμένη ἡ ερμηνεία ὅτι, πρέπει νά συμπληρώνεται κατώτατος ἀριθμός ωρῶν ἤ νά λαμβάνεται κατώτατο ποσό γιά νά δύναται τό πρόσωπο νά χαρακτηρισθεί ὡς «εργαζόμενος», αυτά δέ τά κατώτατο ὅρια τεκμαίρεται ὅτι ἔχουν τεθεῖ ἤ ὁρισθεί ἀπό τό Δικαστήριο ὡς ισχύοντα σέ ὁλόκληρη τήν Κοινότητα. Δέν έχει προταθεί κανένα καθολικό κριτήριο ὡς πρός τόν ἀριθμό των ωρών ἡ τό ποσό τῆς ἀμοιβής, τό όποιο νά διαχωρίζει τόν πραγματικῶς κατά μερική ἀπασχόληση εργαζόμενο ἀπό τό πρόσωπο εκείνο πού ἀναλαμβάνει εργασία ὀλίγων ωρῶν τήν εβδομάδα ὡς πρόσχημα γιά νά ἀπολαύει τῶν δικαιωμάτων πού παρέχονται στους εργαζομένους, δέν ευρίσκω δέ στην νομοθεσία καμμία σχετική επιταγή ἤ συγκεκριμένα κατώτατα ὅρια.

Νομίζω ὅτι τό πρόσωπο στό όποιο προσφέρεται εργασία καί τό όποιο τήν ἀποδέχεται εἶναι εργαζόμενος ὑπό τήν έννοια της νομοθεσίας, ἀκόμα καί ἄν λαμβάνει ἀποδοχές κατώτερες ἀπό τίς θεωρούμενες στό συγκεκριμένο κράτος ὡς τό ἀναγκαίο κατώτατο όριο γιά τήν κάλυψη τῶν δαπανών συντηρήσεως. Ἐπί τοῦ πρώτου ερωτήματος, νομίζω ὅτι τά επιχειρήματα τῶν δικηγόρων τῆς γαλλικῆς κυβερνήσεως καί τῆς Ἐπιτροπής εἶναι ισχυρά καί πειστικά, ὅπως αυτές δέ, θά ἀπαντούσα καί ἐγώ καταφατικά στό πρώτο ερώτημα. 'Επομένως, συμφωνώ μέ τους ισχυρισμούς τους ὅτι ή ύπαρξη προσωπικών μέσων πού νά επιτρέπουν στους ενδιαφερομένους νά συμπληρώνουν τίς ἀποδοχές τους μέχρι τό ελάχιστο όριο συντηρήσεως ἀποτελεί άσχετο παράγοντα.

Ή ὀλλανδική κυβέρνηση ισχυρίζεται ὅτι, ἄν ἡ ἀπάντηση στό πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, ὁ εργαζόμενος πρέπει νά ἀποδείξει ὅτι ὁ κύριος σκοπός του ἡ ἡ προέχουσα πρόθεση του εἶναι νά εργασθεί, γιά νά δύναται νά επικαλεσθεί τίς ἐν λόγω διατάξεις. Στό άρθρο 48 (3) (β) ἀναφέρεται ρητώς ὅτι τό δικαίωμα ελευθέρας διακινήσεως στό ἔδαφος Κράτους μέλους ἀναγνωρίζεται γιά τόν σκοπό τῆς ἀποδοχής (ἤ εκτελέσεως) πραγματικής προσφοράς εργασίας. Τό δικαίωμα παραμονής τοῦ εργαζομένου παρέχεται μόνο πρός τόν σκοπό τῆς ἀσκήσεως εργασίας. Τό άρθρο 1 τῆς ὁδηγίας 64/221 ισχύει μόνο γιά τόν υπήκοο ὁ όποιος διαμένει ἡ μεταβαίνει σ᾽ ένα Κράτος μέλος «προκειμένου νά ἀσκήσει μισθωτή ... δραστηριότητα». Τό προοίμιο τοῦ κανονισμοί) 1612/68 ὁμιλεί περί τοῦ δικαιώματος τῶν εργαζομένων νά διακινούνται ἐλεύθερα στό εσωτερικό τῆς Κοινότητος «γιά νά ἀσκήσουν μισθωτή δραστηριότητα». Τό άρθρο 2 τῆς ὁδηγίας 68/360 επιβάλλει στά Κράτη μέλη τό καθήκον νά επιτρέπουν στους εργαζομένους νά εγκαταλείπουν τό έδαφός τους «προκειμένου νά ἀναλάβουν μισθωτή δραστηριότητα».

Ἀπό τά ἀνωτέρω προκύπτει, κατά τήν γνώμη μου, ὅτι ὁ εργαζόμενος πρέπει νά δηλώσει τήν πρόθεση του νά εισέλθει καί νά διαμείνει γιά νά εργασθεί. Ό σκοπός αυτός πρέπει νά εἶναι γνήσιος καί πραγματικός. Ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ ώρες εἶναι ὀλιγότερες ἀπό τήν εργασία κατά πλήρη απασχόληση στό συγκεκριμένο Κράτος μέλος καί ὅτι οἱ ἀποδοχές εἶναι κατώτερες τοῦ θεωρουμένου ὡς ελαχίστου ορίου συντηρήσεως δέν έπεται άνευ ἑτερου ὅτι ὁ σκοπός δέν εἶναι γνήσιος ἡ πραγματικός σκοπός. Προσωπικές δεσμεύσεις ἡ ἀνικανότητες ἡ ἡ ἡλικία δέν επιτρέπουν ενδεχομένως περισσότερα: ἀκόμα καί ἀπό μία εργασία κατά μερική ἀπασχόληση πού προσφέρεται εἶναι δυνατόν νά προκύψει άνοδος τοῦ βιοτικού επιπέδου τοῦ αιτούντος καί τῆς οικογενείας του' ὑπάρχει ενδεχομένως ἡ ελπίδα νά αὐξηθοον ἀργότερα οἱ ώρες καί ἡ ἀμοιβή. Ἐξ άλλου, εκεῖνος ὁ όποιος εισέρχεται μέ μόνο πραγματικό σκοπό νά σπουδάσει ἡ νά ἀποσυρθεί συνταξιοδοτούμενος ἤ νά μή ἀσχοληθεί μέ εργασία κατά κυριολεξία, είναι δυνατόν νά μή εισέρχεται γιά νά εργασθεί, ἀκόμα καί ἄν, ὡς πρόσχημα, ἀναλαμβάνει εργασία ὀλίγων ὡρων τήν εβδομάδα ἡ ἀπό καιρού εἰς καιρό. Τό γεγονός ὅτι οἱ ώρες εργασίας εἶναι λίγες επηρεάζει ενδεχομένως τήν κρίση περί τοῦ ἄν ἡ εργασία ἀποτελεί γνήσιο καί πραγματικό σκοπό αιτήσεως διαμονής. Ὅσο λιγότερες εἶναι οἱ ώρες εργασίας, τόσο δυσκολότερο εἶναι νά ἀποδειχθεί ὅτι ἡ εργασία ἀποτελεί γνήσιο καί πραγματικό σκοπό. Ὁμοίως, καίτοι ένα χαμηλό εισόδημα δέν δύναται, κατά τήν άποψη μου, νά ἀποτελεί ἀφ' ἑαυτού λόγο δημοσίας τάξεως, δημοσίας ἀσφαλείας ἤ δημοσίας υγείας πού νά δικαιολογεί τήν επιβολή περιορισμού κατά τό άρθρο 48 (3) τῆς συνθήκης, δύναται νά συνιστᾶ παράγοντα πού πρέπει νά ληφθεί ὑπ' ὄψη μαζί μέ άλλους παράγοντες, ὅπως τό ποινικό μητρῶο, οἱ όποιοι δικαιολογούν τήν επιβολή περιορισμού.

Ἐξ άλλου, καίτοι ὁ σκοπός τῆς εργασίας πρέπει νά εἶναι γνήσιος καί ουσιώδης, δέν νομίζω ὅτι πρέπει νά παρίσταται ὡς προέχων ἡ κύριος σκοπός. Αυτό δέν ἀπαιτείται ἀπό τήν νομοθεσία, θά ήταν δέ δύσκολο νά ισχύει στην πράξη. Ἕνα πρόσωπο εἶναι δυνατό νά επιθυμεί νά εργασθεί σέ μία συγκεκριμένη χώρα επειδή ἐκεῖ ζεῖ ἡ οικογένεια τῆς συζύγου του, ἡ επειδή θέλει νά μορφωθούν τά παιδιά του σύμφωνα μέ κάποιο συγκεκριμένο ἐκπαιδευτικό σύστημα, ἡ γιά λόγους κουλτούρας ἡ υγείας. Ἀπό τό γεγονός ὅτι τέτοιο εἶναι τό ἀρχικό, κύριο κίνητρο δέν έπεται ὅτι ὁ σκοπός τῆς εργασίας δέν εἶναι γνήσιος καί πραγματικός.

Επομένως, στά υποβληθέντα ερωτήματα ἀπαντῶ ὡς ἑξης:

1.

Ό υπήκοος Κράτους μέλους, ὁ όποιος ἀναλαμβάνει, στό έδαφος άλλου Κράτους μέλους, ἀμειβομένη εργασία δυνάμει συμβάσεως εργασίας, εἶναι «εργαζόμενος» κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 48 τῆς συνθήκης ΕΟΚ καί τῆς σχετικῆς νομοθεσίας εφαρμογής καί, επομένως, δικαιοῦται τῆς κατά τό άρθρο 4 της ὁδηγίας τοῦ Συμβουλίου 68/360 ἀδείας διαμονής ἀκόμα καί στήν περίπτωση πού ἡ εργασία αύτη εἶναι τόσο περιωρισμένης εκτάσεως ώστε νά αποδίδει εισόδημα κατώτερο ἀπό τό θεωρούμενο, στό κράτος αυτό, ὡς τό ἀναγκαίο κατώτατο όριο γιά τήν κάλυψη τῶν δαπανῶν συντηρήσεως.

2.

...

3.

Τό δικαίωμα εισόδου καί διαμονῆς στό Κράτος μέλος, τοῦ κατά τά άνω υπηκόου, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 48 καί την νομοθεσία εφαρμογῆς, υπόκειται στόν ὅρο ὅτι, ἡ ἐργασία στό Κράτος μέλος ἀποτελεί γνήσιο καί πραγματικό σκοπό τοῦ υπηκόου καίτοι δέν ἀπαιτείται νά ἀποτελεί τόν κύριο σκοπό του.


( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ἀγγλικά.