Στις συνεκδικαζομενες υποθέσεις 256, 257, 265, 267/80, 5 και 51/81 και 282/82,

Birra Wührer SpA, με έδρα την Brescia, Viale Bornata 62, διά του προέδρου και νομίμου αντιπροσώπου της Francesco Wührer,

Mangimi Niccolai SpA, με έδρα τη Νεάπολη, Corso Garibaldi 196, διά του νομίμου αντιπροσώπου της Giovanni Niccolai, διευθύνοντος συμβούλου,

De Franceschi Marino & Figli SpA, με έδρα το Pordenone, Viale Grigoletti 72 A, διά του νομίμου αντιπροσώπου της Dino De Franceschi, διευθύνοντος συμ6ούλου,

Riseria Modenese Srl, με έδρα το Carpi (επαρχία Modena), Via Milano 5, διά του νομίμου αντιπροσώπου Natalino Baetta,

Ditta Riserie Angelo e Giacomo Roncaia, με έδρα το Castelforte (Mantova), διά των κυρίων της Angelo και Giacomo Roncaia,

εκπροσωπούμενες και επικουρούμενες από το Nicola Catalano, δικηγόρο Ρώμης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, Centre Louvigny, 34 Β IV, rue Philippe-II,

De Franceschi SpA Monfalcone, με έδρα το Monfalcone, διά του προσωρινού νομίμου αντιπροσώπου της Coclite De Franceschi, εκπροσωπούμενη και επικουρούμενη από τους Giovanni Mario Ubertazzi και Fausto Capelli, δικηγόρους Μιλάνου, με αντίκλητο στο Λουξεμβρούργο το δικηγόρο Louis Schütz, 83, boulevard Grande-Duchesse-Charlotte,

Birra Peroni SpA, με έδρα τη Ρώμη, Via Guattani 6 Α, διά του προέδρου και νομίμου αντιπροσώπου της Giorgio Natali, εκπροσωπούμενη από το Raimondo Marini-Clarelli, δικηγόρο Ρώμης, με αντίκλητο το Λουξεμβρούργο το δικηγόρο Jean Hoss, 15, Côte d'Eich,

ενάγουσες,

κατά

Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένων, του μεν πρώτου από τον Daniel Vignes, διευθυντή της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, επικουρούμενο από τον Arthur Brautigam, υπάλληλο διοικήσεως στην ίδια υπηρεσία, και με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Η. J. Pabbruwe, διευθυντή της Διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad-Adenauer, της δε δεύτερης από το νομικό της σύμβουλο Richard Wainwright και το Guido Berardis, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Oreste Montako, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, υψίπεδο Kirchberg,

εναγομένων,

που έχει ως αντικείμενο διαδικασία βάσει των άρθρων 178 και 215, δεύτερη παράγραφος της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο τμήματος, Κ. Κακούρη, U. Everling, Υ. Galmot και R. Joliét, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Ρ. VerLoren van Themaat

γραμματέας: Ρ. Heim

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Περιστατικά

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας, τα αιτήματα καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων συνοψίζονται ως εξής:

I — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

1.

Με τους κανονισμούς 665 και 668/74 της 4ης Μαρτίου 1975 (GU L 72, 1975, σ. 14 και 18), το Συμβούλιο κατήργησε, με ισχύ από την 1η Αυγούστου 1975 και την 1η Σεπτεμβρίου 1975 αντιστοίχως, τις επιστροφές που χορηγούντα υπέρ των παραγωγών gritz (πληγουριού και σιμιγδαλιού) αραβόσιτου και θραυσμάτων ορύζης που χρησιμοποιούνται στη ζυθοποιία.

Με την προδικαστική του απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1977, στις συνεκδικα-σθείσες υποθέσεις 124/76 και 20/77, SA Moulins et Huileries de Pont-à-Mousson κατά Office national interprofessionnel des céréales και Société coopérative «Providence agricole de Champagne» κατά Office national interprofessionnel des céréales (Race. 1977, σ. 1795), το Δικαστήριο αναγνώρισε την ακυρότητα του κανονισμού 665/75 στο μέτρο που το Συμβούλιο, καταργώντας την επιστροφή για το gritz αραβόσιτου, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσε τις επιστροφές για το ανταγωνιστικό προϊόν, το άμυλο αραβόσιτου, είχε ανατρέψει την ισότητα μεταχείρισης προς βλάβη των παραγωγών gritz αραβόσιτου.

Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, οι εν λόγω επιστροφές, τόσο για το gritz αραβόσιτου, όσο και για τα θραύσματα ορύζης, θεσπίστηκαν εκ νέου με τους κανονισμούς 1125, 1126, 1127/78 του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/021, σ. 89), με ισχύ από την ημερομηνία της προαναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου, ήτοι από τις 19 Οκτωβρίου 1977. Έτσι, καμιά επιστροφή δεν χορηγήθηκε για τη χρονική περίοδο μεταξύ 1ης Αυγούστου 1975 και 1ης Σεπτεμβρίου 1975, ημερομηνίες της κατάργησης τους, και 19ης Οκτωβρίου 1977, ημερομηνία της επαναφοράς τους.

Κατόπιν αγωγών που άσκησαν για την αποκατάσταση της ζημίας που είχαν υποστεί λόγω της μη καταβολής των επιστροφών αυτών πολλοί ενδιαφερόμενοι παραγωγοί, το Δικαστήριο, με τις αποφάσεις του της 4ης Οκτωβρίου 1979, τις οποίες εξέδωσε στην υπόθεση 238/78, Ireks-Arkady GmbH κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Race. 1979, σ. 2955), στις συ-νεκδικασθείσες υποθέσεις 241, 242, 245 έως 250/78, DGV και Rheinische Kraftfutterwerke GmbH και λοιποί κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Race. 1979, σ. 3017), στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 261 και 262/78, Interquell Stärke-Chemie GmbH και Diamalt AG κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Race. 1979, σ. 3045) και στις συ-νεκδικασθείσες υποθέσεις 64 και 113/76, 167 και 239/78, 28 και 45/79, Ρ. Dumortier Frères SA και λοιποί κατά Συμβουλίου (Race. 1979, σ. 3091), αναγνώρισε ότι εγεν-νάτο ευθύνη της Κοινότητας και υποχρέωσε την Κοινότητα να καταβάλει στις ενάγουσες, στις προαναφερθείσες υποθέσεις ποσά ισοδύναμα με τις επιστροφές λόγω παραγωγής που θα είχαν δικαίωμα να εισπράξουν αν, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 1ης Αυγούστου 1975 και 18ης Οκτωβρίου 1977, η παρασκευή gritz αραβοσίτου που χρησιμοποιείται στη ζυθοποιία είχε παράσχει το ίδιο δικαίωμα λήψεως επιστροφών με εκείνο το οποίο συνεπάγεται η παρασκευή αμύλου αραβοσίτου.

2.

Οι ενάγουσες εταιρείες, μεταξύ των δύο αυτών ημερομηνιών, παρήγαγαν ή χρησιμοποίησαν gritz αραβοσίτου και/ή θραύσματα ορύζης προοριζόμενα για τη ζυθοποιία.

A —

Στην πρώτη υπόθεση (256/80), η ενάγουσα, εταιρία Wührer SpA, χρησιμοποίησε, μεταξύ 1ης Αυγούστου 1975 και 18ης Οκτωβρίου 1977, για την παρασκευή ζύθου, πληγούρια αραβοσίτου και θραύσματα ορύζης, τα οποία είχε αγοράσει απευθείας από τους παραγωγούς, οι οποίοι και της εξεχώρησαν το δικαίωμα εισπράξεως των επιστροφών λόγω παραγωγής.

Κατ'εφαρμογή του άρθρου 3 του κανονισμού 665 και του κανονισμού 668 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 4ης Μαρτίου 1975, οι επιστροφές που προβλέπονταν από τις προηγούμενες διατάξεις δεν της καταβλήθηκαν μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1977. Κατόπιν των προαναφερθεισών αποφάσεων του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1977 και της 4ης Οκτωβρίου 1979, η εταιρεία Wührer, με τηλετύπημα της 18ης Αυγούστου 1980, ζήτησε από την Επιτροπή την καταβολή των επιστροφών που οφείλονταν κανονικά στους παραγωγούς πληγουριού αραβοσίτου και θραυσμάτων ορύζης, οι οποίοι της είχαν εκχωρήσει το δικαίωμα της εισπράξεως τους.

Με έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 1980, απευθυνόμενο στη μόνιμη αντιπροσωπία της Ιταλικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η Επιτροπή κατέστησε γνωστό, όπως και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, ότι δεν μπορούσε να δώσει συνέχεια στην αίτηση αυτή, διότι της είχε περιέλθει μετά τη συμπλήρωση της πενταετούς παραγραφής, την οποία προβλέπει το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκειμένου περί παραγραφής των αξιώσεων κατά της Κοινότητας, λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης ο χρόνος της οποίας παραγραφής, κατά την Επιτροπή άρχισε να τρέχει στις 20 Μαρτίου 1975, ημερομηνία της δημοσίευσης των κανονισμών 665 και 668/75.

Β —

Υπόθεση 257/80: η ενάγουσα Mangimi Niccolai SpA, παραγωγός πληγουριών αραβοσίτου που προορίζονται για άλλες χρήσεις, άρχισε, από τις 16 Μαρτίου 1976, να παράγει πληγούρια αραβοσίτου προοριζόμενα για τη ζυθοποιία. Κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 του κανονισμού ΕΟΚ 665 του Συμβουλίου της 4ης Μαρτίου 1975, δεν εισέπραξε μέχρι τις 18 Οκτωβρίου 1977 καμιά επιστροφή για την παραγωγή της.

Κατόπιν των προαναφερθεισών αποφάσεων του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1977 και της 4ης Οκτωβρίου 1979, απευθύνθηκε, στις 19 Νοεμβρίου 1979, στα ιταλικά υπουργεία οικονομικών και γεωργίας για να επιτύχει την καταβολή των επιστροφών και, με τηλετύπημα της 25ης Μαρτίου 1980, απηύθυνε το ίδιο αίτημα στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Από την ιταλική διοίκηση, όπως και από την Επιτροπή, ζήτησε την καταβολή 208551246 λιρετών συνολικώς, ο υπολογισμός των οποίων έπρεπε να διορθωθεί, σύμφωνα με ένα έγγραφο το οποίο προσκόμισε ως παράρτημα του δικογράφου της αγωγής της.

Με έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 1980, η Επιτροπή αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημά της, για το λόγο ότι η αίτηση της περιήλθε μετά τη λήξη της πενταετίας που προβλέπει το άρθρο 43 του Οριγανισμού του Δικαστηρίου.

Γ —

Υπόθεση 265/80: η ενάγουσα, εταιρεία De Franceschi Marino & Figli SpA, παρήγαγε, μεταξύ 1ης Αυγούστου 1975 και 18ης Οκτωβρίου 1977, πληγούρια αραβοσίτου προοριζόμενα για τη ζυθοποιία. Κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 665 του Συμβουλίου της 4ης Μαρτίου 1975, δεν εισέπραξε καμιά επιστροφή για την παραγωγή της μέχρι τις 18 Οκτωβρίου 1977. Κατόπιν των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1977 και της 4ης Οκτωβρίου 1979, που προαναφέρθηκαν, απευθύνθηκε, στις 8 Νοεμβρίου 1979, στα ιταλικά υπουργεία οικονομικών και γεωργίας για να επιτύχει την καταβολή ποσού 131466576 λιρετών συνολικώς και, με συστημένη επιστολή της 8ης Μαΐου 1980, υπέβαλε το ίδιο αίτημα στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων χωρίς αυτή τη φορά να προσδιορίζει το ύψος, αλλά ζητώντας το ισόποσο των επιστροφών και δηλώνοντας τις ποσότητες τις οποίες παρήγαγε μεταξύ 1ης Αυγούστου και 18 Οκτωβρίου 1977.

Με έγγραφο της 30ής Σεπτεμβρίου 1980, η Επιτροπή απάντησε ότι δεν μπορούσε να δώσει συνέχεια στην αίτηση, διότι η αίτηση που απευθυνόταν απευθείας σ' αυτήν της περιήλθε μετά την πάροδο της πενταετίας που προβλέπεται στο άρ9ρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

Δ —

Υπόθεση 267/80: μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1975 και 18ης Οκτωβρίου 1977, η ενάγουσα, εταιρεία Riseria Modenese Sri, παρήγαγε και πώλησε σε διάφορες ζυθοποιίες θραύσματα ορύζης προοριζόμενα για την παρασκευή ζύθου.

Κατόπιν των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1977 και της 4ης Οκτωβρίου 1979, που προαναφέρθηκαν, απευθύνθηκε στην Επιτροπή, με τηλετύπημα της 8ης Αυγούστου 1980, για να επιτύχει την καταβολή των επιστροφών που δεν είχε εισπράξει. Δεδομένου ότι η αίτηση της παρέμεινε αναπάντητη, η ενάγουσα συνήγαγε, βάσει των απαντήσεων που είχε δώσει η Επιτροπή σε παρόμοιες αιτήσεις, ότι απερρίφθη για το λόγο ότι περιήλθε στην τελευταία μετά την πάροδο της πενταετίας που προβλέπει το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

Ε —

Υπόθεση 5/81: η ενάγουσα, επιχείρηση Riserie Angelo e Giacomo Roncaia, παρήγαγε μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου και 18ης Οκτωβρίου 1977, θαύσματα ορύζης προοριζόμενα για την παρασκευή ζύθου. Βάσει του άρθρου 1 του κανονισμού ΕΟΚ 668 της 4ης Μαρτίου 1975 και μέχρι τις 18 Οκτωβρίου 1977, δεν της καταβλήθηκαν οι επιστροφές που αντιστοιχούσαν στην παραγωγή αυτή.

Κατόπιν των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1977 και της 4ης Οκτωβρίου 1979, που προαναφέρθηκαν, απευθύνθηκε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με επιστολή της 2ας Σεπτεμβρίου 1980, ζητώντας την καταβολή των επιστροφών αυτών.

Δεδομένου ότι η αίτησή της έμεινε αναπάντητη, η ενάγουσα συνήγαγε, βάσει της αρνητικής απαντήσεως την οποία είχε αντιτάξει η Επιτροπή σε παρόμοιες αιτήσεις, ότι αυτή απορρίφθηκε με το αιτιολογικό της παρόδου της πενταετούς προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 43 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

ΣΤ —

Υπόθεση 51/81: η ενάγουσα, εταιρεία De Franceschi SpA Monfalcone, ζήτησε την καταβολή των επιστροφών λόγω παραγωγής πληγουριού αραβασίτου που χρησιμοποιήθηκε στη ζυθοποιία, για τη χρονική περίοδο από τις 4 Απριλίου 1977 μέχρι τις 18 Οκτωβρίου 1977. Στις 23 Νοεμβρίου 1978, υπέβαλε στις ιταλικές διοικητικές οικονομικές υπηρεσίες σχετική αίτηση, η οποία απορρίφθηκε στις 22 Ιανουαρίου με την αιτιολογία ότι για την εν λόγω περίοδο δεν προβλεπόταν καμιά κοινοτική επιστροφή. Στις 19 Δεκεμβρίου 1979, ζήτησε από το υπουργείο οικονομικών, από το υπουργείο γεωργίας και από τις ιταλικές διοικητικές οικονομικές υπηρεσίες αποζημίωση αξίας 54327278 λιρετών εντόκως, αντί των επιστροφών, η χορήγηση των οποίων της είχε απορριφθεί.

Στη συνέχεια, στις 15 Απριλίου 1980, υπέβαλε ανάλογη αίτηση στην Επιτροπή, η οποία, με τηλετύπημα της 25ης Σεπτεμβρίου 1980, που διαβιβάστηκε στην ενάγουσα μέσω του τελωνείου του Monfalcone, την απέρριψε επικαλούμενη τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 43 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

3.

Κατόπιν αυτών των ρητών ή σιωπηρών απορρίψεων των αιτήσεων τους, οι έξι προαναφερθείσες ενάγουσες άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου αγωγές στηριζόμενες στο άρθρο 215 της Συνθήκης ΕΟΚ, ζητώντας να αναγνωριστεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

Η εταιρεία Birra Wührer (υπόθ. 256/80) άσκησε την αγωγή της στις 24 Νοεμβρίου 1980, καθώς και η εταιρεία Mangimi Niccolai (απόθ. 257/80). Η εταιρεία De Franceschi Marino & Figli (υπόθ. 265/80) άσκησε την προσφυγή της στις 28 Νοεμβρίου 1980. Η εταιρεία Riseria Modenese (υπόθ. 267/80) άσκησε την προσφυγή της την 1η Δεκεμβρίου 1980. Η επιχείρηση Riserie Roncaia (υποθ. 5/81) άσκησε την αγωγή της στις 21 Φεβρουαρίου 1981, η δε εταιρεία De Franceschi Monfalcone (υπόθ. 51/81) στις 9 Μαρτίου 1981.

Το Συμβούλιο, με παρεμπίπτοντα υπομνήματα της 29ης Δεκεμβρίου 1980 (υπόθ. 256, 257, 265, 267/80), της 16ης Φεβρουαρίου 1981 (υπόθ. 5/81) και της 15ης Απριλίου 1981 (υπόθ. 51/81), και η Επιτροπή, με παρεμπίπτοντα υπομνήματα της 30ής Ιανουαρίου 1981 (υπόθ. 256, 257, 265, 267/80), της 17ης Φεβρουαρίου 1981 (υπόθ. 5/81) και της 15ης Απριλίου 1981 (υπόθ. 51/81), ήγειραν, βάσει του άρθρου 91 του κανονισμού διαδικασίας ένσταση απαραδέκτου, προβάλλοντας την πενταετή παραγραφή του άρθρου 43 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου και ζήτησαν από το Δικαστήριο να κρίνει τις αγωγές απαράδεκτες χωρίς να εισέλθει στην ουσία.

Με την απόφαση του της 27ης Ιανουαρίου 1982, την οποία εξέδωσε επί των υποθέσεων 256, 257, 265, 267/80 και 5/81, των οποίων αποφάσισε την ένωση και συνεκδί-καση δυνάμει Διατάξεως της 11ης Ιανουαρίου 1981 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, και με την απόφαση του με την ίδια ημερομηνία, την οποία εξέδωσε επί της υποθέσεως 51/81, το Δικαστήριο απέρριψε τις προβληθείσες ενστάσεις.

Αφού λοιπόν η έγγραφη διαδικασία προχώρησε επί της ουσίας, το Δικαστήριο, με Διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 1982, αποφάσισε να ενώσει και να συνεκδικάσει με τις συνεκδικαζόμες υποθέσεις 256, 257, 265, 267/80 και 5/81 την υπόθεση 51/81 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

4.

Υπόθεση 282/82: η ενάγουσα, εταιρεία Birra Peroni, SpA, χρησιμοποίησε μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1976 και 18ης Οκτωβρίου 1977 θραύσματα ορύζης, τα οποία είχε αγοράσει απευθείας από παραγωγούς, που της εκχώρησαν το δικαίωμα εισπράξεως των επιστροφών, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερθείσες ενάγουσες, Riseria Modenese Sri (υπόθ. 267/80) και Riserie Roncaia (υπόθ. 5/81). Με τηλετύπημα της 19ης Φεβρουαρίου 1982, επέστησε την προσοχή της Επιτροπής να μην καταβάλει στις ενάγουσες αυτές κανένα ποσό ως αποζημίωση λόγω της μη καταβολής των επιδίκων επιστροφών στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως και κατέθεσε δικόγραφο παρεμβάσεως βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου. Η παρέμβαση αυτή απορρίφθηκε στις 18 Αυγούστου 1982 με την αιτιολογία ότι ασκήθηκε εκπροθέσμως, αφού η προθεσμία είχε λήξει στις 11 Ιουλίου 1981, διότι η ανακοίνωση που αναφέρεται στο άρθρο 16, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού, η σχετική με την τελευταία από τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις (υπόθ. 51/81) είχε δημοσιευτεί στην ΕΕ C 71 της 1.4. 1981.

Στις 23 Ιουνίου 1982, ζήτησε με τηλετύπημα από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την καταβολή των επιστροφών, ύψους 56921741 λιρετών, οι οποίες αλλιώς θα ήταν καταβλητέες στους προμηθευτές της, οι οποίοι της είχαν εκχωρήσει τα δικαιώματά τους. Η Επιτροπή δεν έδωσε ανάντηση στην αίτηση αυτή.

Στις 25 Οκτωβρίου 1982, η εταιρεία Birra Peroni SpA άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου αγωγή στηριζόμενη στο άρθρο 215 της Συνθήκης ΕΟΚ. Το Δικαστήριο αποφάσισε, με Διάταξη της 9ης Μαρτίου 1982, να ενώσει και να συνεκδικάσει την υπόθεση αυτή με τις προαναφερθείσες συνεκδικαζό-μενες υποθέσεις προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

5.

Η έγγραφη διαδικασία εξελίχτηκε κανονικώς το Συμβούλιο παραιτήθηκε, πάντως, όπως δήλωσε με έγγραφό του από 25 Μαρτίου 1982, από την κατάθεση υπομνήματος ανταπαντήσεως στην υπόθεση 282/82.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

Κάλεσε, ωστόσο, τις ενάγουσες και την Επιτροπή να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις και να παράσχουν ορισμένες διευκρινίσεις, πράγμα που έγινε εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

II — Αιτήματα των διαδίκων

1.

Οι ενάγονσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα να αποκαταστήσει τη ζημία την οποία υπέστησαν κατόπιν της καταργήσεως των επιστροφών λόγω παραγωγής, οι οποίες προβλέπονταν από τους κανονισμούς (ΕΟΚ) 665 και 668/75 της 4ης Μαρτίου 1975 και η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι οι εν λόγω επιστροφές δεν επαναφέρθηκαν σε ισχύ για τις πωλήσεις πληγουριών και σιμιγδαλιών αραβοσίτου και/ή θραυσμάτων ορύζης που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1977, επιβάλλοντας τη χρησιμοποίηση των κριτηρίων υπολογισμού που περιέχονται στις αγωγές τους ή εκείνων των κριτηρίων που θα κρίνει δίκαια και σκόπιμα

να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στην καταβολή τόκου υπολογιζόμενου από το χρόνο κατά τον οποίο θα έπρεπε να είχε εισπραχθεί η κάθε επιστροφή

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στα δικαστικά έξοδα.

2.

A —

Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

α)

Στις νποθέοεις 256, 257, 265, 267/80, 5 και 51/81,

να επιβάλει στις ενάγουσες το βάρος να αποδείξουν με κάθε πρόσφορο μέσο την ύπαρξη της ζημίας, την οποία ισχυρίζονται ότι υπέστησαν, καθώς και τη σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ αυτής και της ύπαρξης παράνομης πράξης των κοινοτικών οργάνων, ελλείψει δε ικανοποιητικών αποδείξεων να απορρίψει τις αγωγές των εναγουσών ως αβάσιμες ·

στην τελευταία αυτή περίπτωση, να καταδικάσει της ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα

επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει τις αγωγές ως εν όλω ή εν μέρει βάσιμες, να μειώσει τις απαιτήσεις των εναγουσών κατά τα ποσά που μετακυλίονται σε άλλο στάδιο της εμπορίας και να καθορίσει τις απαιτήσεις των εναγουσών σε εθνικό νόμισμα εφαρμόζοντας την «πράσινη» ισοτιμία της λιρέτας που ίσχυε κατά το χρόνο της πράξεως από την οποία προέκυψε το δικαίωμα εισπράξεως της επίδικης επιδότησης

6)

Στην νπόθεση 282/82,

να κρίνει την αγωγή της ενάγουσας απαράδεκτη κατά το μέρος που αναφέρεται σε πράξεις που έλαβαν χώρα πριν από τις 23 Ιουνίου 1977, διότι οι σχετικές αξιώσεις αποζημιώσεως έχουν παραγραφεί οριστικώς

να επιβάλει στην ενάγουσα το βάρος να αποδείξει με κάθε πρόσφορο μέσο την ύπαρξη της ζημίας, την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη, και τη σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ αυτής και της ύπαρξης παράνομης πράξης των κοινοτικών οργάνων, ελλείψει δε ικανοποιητικών αποδείξεων, να απορρίψει την αγωγή της ενάγουσας ως αβάσιμη

στην τλευταία αυτή περίπτωση, να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Β —

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

α)

Στις υποθέσεις 256, 257, 265, 267/80, 5 και 51/81,

να απορρίψει το σύνολο των αγωγών,

να καταδικάσει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα

6)

Στην υπόθεση 282/82,

να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που η ενάγουσα ζητεί την αποκατάσταση ζημιών που επήλθαν πριν από τις 23 Ιουνίου 1977 και αναφέρονται σε τιμολόγια που εκδόθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή,

να απορρίψει την αγωγή κατά τα λοιπά,

να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

Επί του παραδεκτού

1.

Το Συμβούλιο δέχεται ότι, κατόπιν των αποφάσεων που εκδόθηκαν στις 27 Ιανουαρίου 1982 επί των έξι πρώτων υποθέσεων, οι αγωγές των εναγουσών είναι παραδεκτές, οι δε απαιτήσεις τους δεν έχουν παραγραφεί για τις περιόδους εκείνες κου έληξαν στις 18 Οκτωβρίου 1977 και άρχισαν για την καθεμιά από τις ενάγουσες στις ακόλουθες ημερομηνίες:

A —

Υπόθεση 256/80 (Birra Wührer): χρόνος υποβολής αιτήσεως υποβολής αιτήσεως σε αρμόδιο όργανο της Κοινότητας (Επιτροπή) 18. 8. 1980· παράλειψη της Επιτροπής να απαντήσει απευθείας, κατά την ενάγουσα άσκηση αγωγής εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών (άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου σε συνδυασμό με το άρθρο 175, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ), ήτοι στις 24. 11. 1980, επομένως παραδεκτή η αγωγή για απαιτήσεις που γεννήθηκαν από τις 18. 8. 1975 (18. 8.1980 μείον 5 έτη).

Β —

Υπόθεση 257/80 (Mangimi Niccolai): χρόνος υποβολής αιτήσεως στην Επιτροπή 25. 3. 1980, απάντηση της Επιτροπής στις 3. 9. 1980, εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής στις 24. 11. 1980, δεδομένου ότι, για να εξασφαλιστεί η διακοπή της παραγραφής που προκύπτει από την υποβολή αιτήσεως σε αρμόδιο όργανο, η αγωγή έπρεπε να είχε ασκηθεί το αργότερο 4 μήνες (προθεσμία του άρθρου 43 του Οργανισμού σε συνδυασμό με το άρθρο 175, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ) και 10ημέρες (παρέκταση της προθεσμίας λόγω αποστάσεως) από το χρόνο υποβολής της αίτησης (25. 3. 1980). Επειδή, όμως, η αγωγή ασκήθηκε αργότερα, εν προκειμένω στις 24. 11. 1980, έπεται ότι η αγωγή είναι παραδεκτή μόνο ως προς τις απαιτήσεις που γεννήθηκαν από τις 24. 11. 1975, ήτοι 24. 11.1980 μείον πέντε έτη.

Γ —

Υπόθεση 265/80 (De Franceschi & Figli): χρόνος υποβολής αιτήσεως 8. 5. 1980, απάντηση στις 3. 9. 1980, άσκηση αγωγής εκπροθέσμως στις 28. 11. 1980, επομένως αγωγή παραδεκτή για τις απαιτήσεις που γεννήθηκαν από τις 28. 11. 1975 (ομοίως, όπως στην υπόθεση 257/80).

Δ —

Υπόθεση 267/80 (Riseria Modenese): χρόνος υποβολής αιτήσεως στην Επιτροπή 8. 8. 1980' κατά την ενάγουσα, παράλειψη της Επιτροπής να απαντήσει άσκηση αγωγής εντός της προθεσμίας των 4 μηνών, την 1. 12. 1980: επομένως, παραδεκτή η αγωγή για όλο το χρονικό διάστημα αν αποδειχτεί ότι πρόκειται μόνο για χρησιμοποίηση θραυσμάτων ορύζης (χρόνος που ετέθη σε ισχύ η κατάργηση της επιδότησης: 1. 9. 1975), ή, αν πρόκειται και για αραβόσιτο: μόνο για απαιτήσεις που γεννήθηκαν από τις 8. 8. 1975.

Ε —

Υπόθεση 5/81 (Riserie Roncaia): χρόνος υποβολής αιτήσεως στην Επιτροπή 2. 9. 1980' παράλειψη απαντήσεως, κατά την ενάγουσα· εκπρόθεσμη άσκηση αγωγής στις 12. 2. 1981' επομένως, παραδεκτή η αγωγή για απαιτήσεις που προέκυψαν από τις 12. 2. 1976 (12. 2. 1981 μείον 5 έτη).

ΣΤ —

Υπόθεση 51/81 (De Franceschi του Monfalcone): χρόνος υποβολής αιτήσεως 15. 4. 1980' παράλειψη απευθείας απαντήσεως, κατά την ενάγουσα' εκπρόθεσμη άσκηση αγωγής στις 9. 3. 1981 · επομένως παραδεκτή η αγωγή για απαιτήσεις που γεννήθηκαν από τις 9. 3. 1976 (9. 3. 1981 μείον 5 έτη).

Ζ —

Υπόθεση 282/82 (Birra Peroni): χρόνος υποβολής αιτήσεως 23. 6. 1982, παράλειψη απαντήσεως, κατά την ενάγουσα άσκηση της αγωγής εντός των τασσομένων προθεσμιών (δύο μηνών που προβλέπει το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, προσαυξανόμενων κατά δύο επί πλέον μήνες που προβλέπει το άρθρο 175, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσαυξανόμενους κατά την παρέκταση της προθεσμίας λόγω αποστάσεως), επομένως παραδεκτή η αγωγή για απαιτήσεις που προέκυψαν από τις 23. 6. 1977 (23. 6. 1982 μείον 5 έτη).

2.

Και η Επιτροπή δέχεται ότι οι αγωγές είναι παραδεκτές για τις προαναφερθείσες περιόδους. Ωστόσο, σχετικά με την αγωγή της ενάγουσας Birra Peroni (υποθ. 282/82), επικαλείται παραγραφή ως προς τις ζημίες που προέκυψαν πριν από τις 23 Ιουνίου 1977, ήτοι πάνω από πέντε έτη πριν από την ημερομηνία της 23ης Ιουνίου 1982, κατά την οποία της απευθύνθηκε η «προηγούμενη αίτηση», και υποστηρίζει ότι πρέπει, ως εκ τούτου, να περιοριστεί η εξέταση της ουσίας της διαφοράς στα ποσά εκείνα που απαιτούνται βάσει τιμολογίων που εκδόθηκαν μετά τις 23 Ιουνίου 1977 και πριν από τις 19 Οκτωβρίου 1977, ενώ κατά τα λοιπά η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

3.

Η ενάγουσα Birra Peroni (υποθ. 282/82) υποστηρίζει ότι ο χρόνος παραγραφής και, επομένως, η προθεσμία ασκήσεως της αγωγής της επί αποζημιώσεις σχετικά με την πριν από τις 23 Ιουνίου 1977 περίοδο έπρεπε να αρχίσει να τρέχει από την ημερομηνία της δημοσίευσης των κανονισμών του Συμβουλίου 1125 και 1127 της 23ης Μαΐου 1978, με τους οποίους επαναφέρθηκαν σε ισχύ οι επίδικες επιστροφές, οι οποίοι δημοσιεύτηκαν στη GU L 142 της 30ής Μαΐου 1978.

Επί της ουσίας

1.

Οι ενάγουσες, με τα δικόγραφα των αγωγών τους, προβάλλουν τους ακόλουθους ισχυρισμούς και επιχειρήματα.

A —

Η ενάγουσα εταιρεία Birra Wahrer (υποθ. 256/80), υποστηρίζει ότι, μεταξύ 1ης Αυγούστου 1975 και 18ης Οκτωβρίου 1977, χρησιμοποίησε για την παρασκευή ζύθου πληγούρια αραβοσίτου και θραύσματα ορύζης, που είχε αγοράσει απευθείας από τους παραγωγούς, οι οποίοι, με ρητή ρήτρα, της εκχώρησαν το δικαίωμα καταβολής των επιστροφών λόγω παραγωγής.

Προς στήριξη των ισχυρισμών αυτών, προσκομίζει:

κατάλογο των προμηθειών θραυσμάτων ορύζης, που χρησιμοποιήθηκαν το 1975, 1976 Kat 1977 για την παρασκευή ζύθου, των εγκαταστάσεων της στην Brescia με συνημμένα αντίγραφα των τιμολογίων και των εκχωρήσεων απαιτήσεως για τις επιστροφές'

κατάλογο των προμηθειών θραυσμάτων ορύζης, που χρησιμοποιήθηκαν το 1977 για την παρασκευή ζύθου, των εγκαταστάσεων της στο S. Cipriano με συνημμένα αντίγραφα των τιμολογίων και της εκχώρησης απαιτήσεως για τις επιστροφές

κατάλογο των προμηθειών πληγουριών αραβοσίτου που χρησιμοποιήθηκαν το 1977 από τις εγκαταστάσεις της στην Brescia και στο S. Cipriano με συνημμένα αντίγραφα των τιμολογίων και των εκχωρήσεων απαιτήσεως για τις επιστροφές.

Όσον αφορά την ευθύνη της Κοινότητας και το διακαίωμά της προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη, αρκεί, κατά την ενάγουσα, να γίνει αναφορά στις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1979.

Όσον αφορά το ύψος της ζημίας που υπέστη, η ενάγουσα φρονεί ότι πρέπει να αντιστοιχεί με το ποσό των επιστροφών, τις οποίες δεν εισέπραξε ενώ έπρεπε να εισπράξει, εντόκως από το χρόνο της κάθε καταβολής που παραλείφθηκε.

Τέλος, όσον φορά τον υπολογισμό των ποσών, τα οποία πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει η Επιτροπή, για την περίπτωση κατά την οποία τα έγγραφα που προσκομίζει ήθελαν θεωρηθεί ως ανεπαρκή, εκδηλώνει την προθυμία της να ικανοποιήσει τα εύλογα αιτήματα των αντιδίκων, πέραν από ότι ενδεχομένως διατάξει το Δικατήριο.

Ως προς τον εν λόγω υπολογισμό διευκρινίζει, ωστόσο, ότι προσκομίζει σε παράρτημα της αγωγής της ανακεφαλαίωση των προμηθειών ρυζιού και αραβοσίτου, τις οποίες χρησιμοποίησε για την παρασκευή ζύθου, στο οποίο οι επιστροφές υπολογίστηκαν δι' αναγωγής στις χρησιμοποιηθείσες ποσότητες και στην ισοτιμία λογιστικών μονάδων (ή ECU) που ίσχυε κατά τη διάρκεια των διαφόρων περιόδων (4. 9.1975 έως 31. 7. 19761. 8. 1976 έως 31. 7. 19771. 8. 1977 έως 18. 10. 1977). Το σύνολο για κάθε περίοδο μετατράπηκε σε ιταλικές λιρέτες, με την ιστιμία που ίσχυε κατά τη διάρκεια των περιόδων που προαναφέρθηκαν.

Ωστόσο, τονίζει η ενάγουσα, η ιταλική λιρέτα υπέστη μεγάλη υποτίμηση, τόσο σημαντική που η ιταλική νομολογία αναγνώρισε, κατόπιν τούτου, το δικαίωμα αποκαταστάσεως των ζημιών που προήλθαν από τη νομισματική υποτίμηση. Σχετικά η ενάγουσα τονίζει επίσης ότι, προκειμένου να εξασφαλίζεται στο μέτρο του δυνατού η ισότητα μεταχείρισης σε ολόκληρη την κοινή αγορά, οι εισφορές και οι επιστροφές καθορίζονται σε υποθετική νομισματική μονάδα, η οποία κατά το χρονικό σημείο της συγκεκριμένης εφαρμογής μετατρέπεται στα διάφορα εθνικά νομίσματα, με ισοτιμίες που αναπροσαρμόζονται καθημερινά. Υποστηρίζει συνεπώς ότι, αφού πραγματοποιηθεί ο υπολογισμός σε λογιστικές μονάδες (ή ECU), αυτές πρέπει να μετατραπούν σε λιρέτες με την ισοτιμία που ισχύει κατά το χρονικό σημείο της καταβολής.

Β —

Η ενάγουσα εταιρεία Mangimi Nιccolai (υπόθ. 257/80), εκθέτει ότι άρχισε να παράγει πληγούρια αραβοσίτου προοριζόμενα για τη ζυθοποιία μόλις από τις 16 Μαρτίου 1976 και ότι προηγουμένως παρήγε πληγούρια προοριζόμενα για άλλες χρήσεις. Παρουσιάζει λεπτομερώς τη διαδικασία της παραγωγής της σε πίνακες τους οποίους επισυνάπτει στην αγωγή της.

Εξηγεί ότι έλαβε γνώση του δικαιώματός της προς λήψη των επιστροφών μόνο αφ' ότου πληροφορήθηκε καθυστερημένα περί της δεύτερης ομάδας των αποφάσεων του Δικαστηρίου και ότι, στην πραγματικότητα, δεν είχε λάβει ποτέ προηγουμένως επιστροφές, μη γνωρίζοντας καν τη νέα κανονιστική ρύθμιση που είχε καταργήσει τις ίδιες τις επιστροφές.

Η εταιρεία Niccolai κρίνει επομένως σκόπιμο να προσβάλει, εντός των οριζομένων προθεσμιών, την άρνηση αποζημιώσεως, την οποία αντέταξε η Επιτροπή, και να ζητήσει από το Δικαστήριο να υποχρεώσει την Κοινότητα να της αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη.

Κατά την ενάγουσα, το ύψος των επιστροφών, τις οποίες δικαιούται, ανέρχεται σε 208551246 λιρέτες, ποσό ο υπολογισμός του οποίου πρέπει ωστόσο να διορθωθεί σύμφωνα με το έγγραφο το οποίο προσκομίζει σε παράρτημα της αγωγής της, το οποίο περιέχει υπολογισμό των επιστροφών δι' αναγωγής στο μερίδιο και στην τιμή συναλλάγματος που ίσχυαν κατά το χρόνο που έπρεπε να είχαν καταθληθεί οι ίδιες οι επιστροφές.

Προσκομίζει ακόμη κατάλογο των προμηθειών σε διάφορες ζυθοποιίες, τις οποίες πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια της περιόδου 16. 3. 1976 έως 31. 7. 1976, με φωτοαντίγραφα των τιμολογίων κατάλογο των προμηθειών σε διάφορες ζυθοποιίες, τις οποίες πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια της περιόδου 1. 8. 1976 έως 31.7. 1977, με φωτοαντίγραφα των τιμολογίων και κατάλογο των προμηθειών σε διάφορες ζυθοποιίες, που πραγματοποίησε κατά την περίοδο 1. 8. 1977 έως 18. 10. 1977 με φωτοαντίγραφα των τιμολογίων.

Κατά τα λοιπά, όσον αφορά την ευθύνη της Κοινότητας και το δικαίωμά της προς αποκατάσταση της ζημίας που προέκυψε από τη μη είσπραξη των επίδικων επιστροφών, καθώς και τον υπολογισμό του ύψους της εν λόγω αποζημίωσης, προβάλλει ισχυρισμούς και επιχειρήματα όμοια με εκείνα που ανέπτυξε η προηγούμενη ενάγουσα.

Γ —

Η ενάγουσα εταιρεία De Franceschi Marino & Figli (υποθ. 265/80), εκθέτει ότι, μεταξύ 1ης Αυγούστου 1975 και 18ης Οκτωβρίου 1977, παρήγαγε πληγούρια αραβοσίτου προοριζόμενα για τη ζυθοποιία. Προσκομίζει ως απόδειξη φωτοαντίγραφα τιμολογίων, τα πρωτότυπα των οποίων έχει στείλει στην Επιτροπή, συνημμένα στην επιστολή της 8ης Μαΐου 1980, με την οποία η ενάγουσα ζητούσε την καταβολή του ισόποσου των επιστροφών προσδιορίζοντας τις ποσότητες που είχε παραγάγει μεταξύ 1ης Αυγούστου 1975 και 19ης Οκτωβρίου 1977.

Κατά τα λοιπά όσον αφορά την ευθύνη της Κοινότητας και το δικαίωμά της προς αποκατάσταση της ζημίας η οποία προέκυψε από τη μη είσπραξη των επίδικων επιστροφών, καθώς και τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης αυτής, προβάλλει ισχυρισμούς και επιχειρήματα όμοια με

εκείνα που ανέπτυξαν οι προηγούμενες ενάγουσες.

Δ —

Η ενάγονοα εταιρεία Riseria Modenese (υποθ. 267/80), εκθέτει ότι, μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1975 και 18ης Οκτωβρίου 1977, παρήγατε και πώλησε σε διάφορες ζυθοποιίες θραύσματα ορύζης προοριζόμενα για την παραγωγή ζύθου.

Για να αποδείξει την πραγρατοποίηση των πράξεων αυτών, προσκομίζει τα τιμολόγια του απευθείας εφοδιασμού των διαφόρων ζυθοποιιών. Τονίζει, ωστόσο, ότι, με την αγωγή της, δεν ζητεί την καταβολή των επιστροφών που αναφέρονται στα 300 εκατό-κιλα θραυσμάτων ορύζης, τα οποία πώλησε την ενάγουσα εταιρεία Wührer το 1975, και στα 4147,60 εκατόκιλα που πώλησε στην ίδια εταιρεία το 1977, διότι όλες τις εξιώ-σεις προς λήψη επιστροφών τις έχει εκχωρήσει στην εν λόγω εταιρεία και οι επιστροφές που αναφέρονται σ' αυτές τις προμήθειες αποτελούν μέρος της χωριστής αγωγής, την οποία άσκησε η εταιρεία Wührer.

Κατά τα λοιπά, όσον αφορά την ευθύνη της Κοινότητας και το δικαίωμα της προς αποκατάσταση της ζημίας που προέκυψε απο τη μη είσπραξη των επίδικων επιστροφών, καθώς και τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης αυτής, η ενάγουσα προβάλλει ισχυρισμούς και επιχειρήματα όμοια με εκείνα που ανέπτυξαν οι προηγούμενες ενάγουσες.

Ε —

Η ενάγουσα εταιρεία Riserie Angelo e Giacomo Roncaia (υπόθ. 5/81) εκθέτει ότι, μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου και 18ης Οκτωβρίου 1977, παρήγαγε θραύσματα ορύζης προοριζόμενα για την παρασκευή ζύθου.

Προς απόδειξη του ισχυρισμού της, προσκομίζει τιμολόγια που αντιστοιχούν με τις προμήθειες, τις οποίες πραγματοποίησε και που φέρουν ημερομηνία 27 Ιανουαρίου και 18 Μαρτίου 1977.

Κατά τα λοιπά, όσον αφορά την ευθύνη της Κοινότητας και το δικαίωμά της προς αποκατάσταση της ζημίας που προέκυψε από τη μη είσπραξη των επίδικων επιστροφών, καθώς και τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης αυτής, η ενάγουσα προβάλλει ισχυρισμούς και επιχειρήματα όμοια με εκείνα που ανέπτυξαν οι προηγούμενες ενάγουσες.

ΣΤ —

Η ενάγουσα εταιρεία De Franceschi του Monfalcone (υπόθ. 51/81), εκθέτει ότι παρήγαγε πληγούρια αραβοσίτου που χρησιμοποιήθηκαν στη ζυθοποιία, πράγμα που της παρέχει δικαίωμα εισπράξεως επιστροφών για την περίοδο από 4 Απριλίου 1977 μέχρι 18 Οκτωβρίου 1977, και, αντ' αυτών, δικαίωμα αποζημιώσεως ύψους 54327278 λιρετών, εντόκως μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, ποσό που προκύπτει από τα τιμολόγια, τα οποία προσκομίζει και που βεβαιώνουν τις εν λόγω πράξεις.

Κατά τα λοιπά, προβάλλει τα ίδια νομικά επιχειρήματα με εκείνα, τα οποία επικαλούνται οι προηγούμενες ενάγουσες.

Ζ —

Η ενάγουσα εταιρεία Birra Peroni (υπόθ. 282/82) εκθέτει ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Σεπτεμβρίου 1975 μέχρι 19ης Οκτωβρίου 1977, αγόρασε θραύσματα ορύζης προοριζόμενα για την παρασκευή ζύθου από τα διάφορα υποκαταστήματα της και ότι οι προμηθευτές της της εκχώρησαν ρητά το δικαίωμα προς καταβολή των επιστροφών.

Προσκομίζει σειρά τιμολογίων, από τα οποία προκύπτει ότι το ύψος των εισπρακτέων επιστροφών για το εν λόγω διάστημα, και επομένως, της αποζημίωσης λόγω αρνήσεως της καταβολής τους, ανέρχεται σε 56921741 λιρέτες.

Ωστόσο, αναφερόμενη τις αποφάσεις που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 27 Ιανουαρίου 1982 επί των έξι πρώτων από τις υπό κρίση υποθέσεις, κατά τις οποίες ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής των αγωγών αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει προτού ο ενάγων υποστεί βεβαία ζημία η ενάγουσα δέχεται ότι η αξίωση της προς λήψη αποζημιώσεως υφίσταται ίσως μόνο για τις πράξεις που βεβαιώνονται με τιμολόγια εκδοθέντα μετά τις 23 Ιουνίου 1977, ημερομηνία της αίτησης την οποία απηύθυνε την Επιτροπή.

Κατά την ενάγουσα, αν ισχύσει η τελευταία αυτή υπόθεση, το ποσό που ζητεί ως αποζημίωση ανέρχεται σε 2168373 λιρέτες, εντόκως με το εμπορικό επιτόκιο από το χρόνο κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθεί η κάθε επιστροφή και μέχρι της πραγματικής καταβολής.

Όσον αφορά την ευθύνη της Κοινότητας, η ενάγουσα προβάλλει ισχυρισμούς και επιχειρήματα όμοια με εκείνα που αναπτύσσουν οι προηγούμενες ενάγουσες, αναφερόμενη ιδίως στις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1977 και της 4ης Οκτωβρίου 1979.

Σχετικά με το παραδεκτό της αγωγής της ως εκδοχέως του δικαιώματος εισπράξεως των επιστροφών, η ενάγουσα παρατηρεί ότι, επί του παραδεκτού αγωγής που ασκήθηκε από τον εκδοχέα, προκειμένου περί εκχωρήσεως δικαιώματος αποζημιώσεως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε καταφατικά με την απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1979, την οποία εξέδωσε επί της υποθέσεως 238/78, Ireks-Arkady GmbH κατά Επιτροπής και Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτητων.

2.

Τα εναγόμενα όργανα, με τα υπομνήματα αντικρούσεως τους, προβάλλουν τους εξής ισχυρισμούς και επιχειρήματα:

A —

Το Συμβούλιο αναγνωρίζει ότι εξω-συμβατική ευθύνη της Κοινότητας καταρχήν υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση λόγω του παρανόμου των κανονισμών 665 και 668/75.

α)

Το Συμβούλιο φρονεί ωστόσο ότι οι ενάγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη της ζημίας και τη σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ της ύπαρξης παράνομης πράξης των κοινοτικών οργάνων και της ζημίας, την οποία οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν.

Κατά το Συμβούλιο, ελλείπουν επομένως οι προϋποθέσεις, από τις οποίες εξαρτάται το δικαίωμα απαιτήσεως πρόσφορης αποζημίωσης, όπως επανεπιβεβαίωσε το Δικαστήριο στη σκέψη 9 της προαναφερθείσας απόφασης του της 27ης Ιανουαρίου 1982, την οποία εξέδωσε επί των έξι πρώτων από τις υπό κρίση υποθέσεις.

Το Συμβούλιο ζητεί λοιπόν από το Δικαστήριο να επιβάλει στις ενάγουσες το βάρος να αποδείξουν με κάθε πρόσφορο μέσο τη συνδρομή των δύο αυτών προϋποθέσεων και, σε περίπτωση που δεν προσκομιστούν ικανοποιητικές αποδείξεις, να απορρίψει τις αγωγές ως αβάσιμες.

Κατά το Συμβούλιο, η αρχή ότι η ως άνω απόδειξη είναι αναγκαία προκύπτει από τις προαναφερθείσες αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1979, και ιδίως την απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση 238/78, Ireks-Arkady (σκέψεις 14 έως 17), όπου το Δικαστήριο, ενώπιον παρόμοιου ισχυρισμού με αυτόν που προβάλλουν τα εναγόμενα όργανα στις υπό κρίση υποθέσεις, έκρινε ότι «καταρχήν μια τέτοια αντίρρηση δεν μπορεί να απορριφθεί ως αστήρικτη στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως» και ότι έπρεπε «να γίνει δεκτό ότι, αν υποτεθεί ότι η κατάργηση των επιστροφών πράγματι μετακυλίστηκε ή μπορούσε να είχε μετακυ-λιστεί στις τιμές, η ζημία δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε συνάρτηση με τις μη καταβληθείσες επιστροφές» για το λόγο ότι «η αύξηση των τιμών, στην περίπτωση αυτή, 9α υποκαθιστούσε τη χορήγηση των επιστροφών με αποτέλεσμα ο παραγωγός να παραμείνει αζημίωτος».

Ως προς την ενάγουσα Birra Wührer (υπό9. 256/80), που ισχυρίζεται ότι οι παραγωγοί που δικαιούνταν επιστροφών της εκχώρησαν το δικαίωμα καταβολής των επιστροφών, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οφείλει, κατά πρώτο λόγο, να αποδείξει την ύπαρξη της ζημίας της υποβάλλοντας στο Δικατήριο αποδείξεις περί του ότι αποζημίωσε τους προμηθευτές της για την απώλεια της επιστροφής και να αποδείξει, με άλλα λόγια, ότι κατέβαλε στους παραγωγούς που είχαν προς τούτο δικαίωμα, μετά την κατάργηση της επιστροφής, τίμημα προσαυξημένο κατά το ύψος της επιστροφής.

Σε αντίθετη περίπτωση, κατά το Συμβούλιο, η εναγόμενη δεν υπέστη καμιά ζημία λόγω της μη καταβολής των επιστροφών, δεδομένου ότι η τιμή της πρώτης ύλης της παρέμεινε αμετάβλητη μετά την κατάργηση των επιστροφών.

Το Συμβούλιο αντιτάσσει τα ίδια επιχειρήματα στην αγωγή της ενάγουσας Birra Peroni, για την οποία προσθέτει ωστόσο ότι οφείλει να αποδείξει, αφενός, ότι δεν ενσωμάτωσε την επίπτωση που προκύπτει από τη μη καταβολή των επιστροφών στις τιμές της επί των μεταγενεστέρων πωλήσεων και, αφετέρου, οτι οι προμηθευτές της πράγματι της εκχώρησαν, τηρώντας τον επιβαλλόμενο τύπο, το δικαίωμα λήψεως των επιστροφών και της παρεπόμενης αποζημίωσης.

Το Συμβούλιο επισημαίνει σχετικά ότι η ενάγουσα, ήδη από τις 19 Φεβρουαρίου 1982, επέστησε μεν με τηλετύπημα την προσοχή των οργάνων να μην προβούν σε καμιά καταβολή προς την ενάγουσα στην προαναφερθείσα υπόθεση 267/80, Riseria Modenese, και στην ενάγουσα στην υπόθεση 5/81, Riserie Roncaia, αλλά ότι, παρ' όλα αυτά, οι εν λόγω ενάγουσες μέχρι τώρα δεν παραιτήθηκαν ακόμη από τις αιτήσεις τους υπέρ της ενάγουσας Birra Peroni.

Όσον αφορά τις ενάγουσες παραγωγούς, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι όφειλαν, αν παρήγαν ήδη πριν από την κατάργηση των επιστροφών, να αποδείξουν ότι δεν μετακύ-λισαν ή ότι δεν μπόρεσαν να μετακυλίσουν τη διαφορά που προκύπτει από τη μη καταβολή της επιστροφής στις τιμές πωλήσεως τους.

Αν οι ενάγουσες ματακύλισαν τη διαφορά στις τιμές πωλήσεώς τους, δεν υπέστησαν, κατά το Συμβούλιο, καμιά πραγματική ζημία, για το λόγο ότι το μειονέκτημα πέρασε σε άλλο στάδιο της εμπορίας και, τελικά, στον καταναλωτή.

Το Συμβούλιο φρονεί εξάλλου, ότι, αν οι ενάγουσες που παρήγαν ήδη, πριν από την κατάργηση των επιδίκων επιστροφών, δεν μετακύλισαν ή δεν μετακύλισαν πλήρως τη διαφορά επί των τιμών πωλήσεώς τους, οφείλουν να αποδείξουν ότι δεν μπορούσαν, για αντικειμενικούς λόγους, να αυξήσουν τις τιμές πωλήσεως τους και ότι δεν επέλεξαν ελεύθερα να μην ανεβάσουν τις τιμές πωλήσεώς τους για να αυξήσουν τις αγορές διαθέσεως της παραγωγής τους.

Τέλος, ως προς τις ενάγουσες εκείνες που άρχισαν την παραγωγή μόνο μετά την κατάργηση των επιστροφών (ενάγουσες Mangimi Niccolai και Riserie Roncaia), το Συμβούλιο φρονεί ότι οφείλουν να αποδείξουν ότι οι τιμές πωλήσεως τους καθορίστηκαν σε ασύμφορο ύψος και ότι η διαφορά μεταξύ συμφέροντος και ασύμφόρου επιπέδου τιμών ισοδυναμεί με ποσό που αντιστοιχεί με το ύψος των επιστροφών που δεν καταβλήθηκαν.

Κατά το Συμβούλιο, ένας επιχειρηματίας που άρχισε να παράγει πληγούρια αραβοσίτου ή θραύσματα ορύζης προοριζόμενα για τη ζυθοποιία μόνο μετά την κατάργηση της επιδότησης και που μπόρεσε επομένως να καθορίσει ελεύθερα τις τιμές πωλήσεως του, είναι φυσικό να τις καθόρισε σε συμφέρον ύψος, χωρίς να χρειάζεται για παράδειγμα να δικαιολογήσει έναντι των πελατών του την αύξηση των τιμών πωλήσεως που προκλήθηκε από τη μη καταβολή της επιστροφής. Στην περίπτωση αυτών των εναγουσών, πρέπει επομένως, κατά το Συμβούλιο, αυτές να αποδείξουν τη σχέση αιτίου και αιτιατού.

6)

Σχετικά με την αρχή του βάρους της αποδείξεως, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι, στις προηγούμενες υποθέσεις αγωγών αποζημιώσεως (ιδίως στην υπόθεση 238/78, Race. 1979, σ. 2955, σκέψεις 14 έως 17), είχε επιμείνει στο γεγονός ότι, αν ένας επιχειρηματίας, που θεωρεί ότι ζημιώνεται από κάποιο κοινοτικό μέτρο, μετακύλισε τη ζημία του στις τιμές πωλήσεως του και τη μετέφερε συνεπώς σε επόμενο στάδιο της εμπορίας, δεν μπορούσε να αποζημιωθεί δύο φορές, δηλαδή μία φορά με δαπάνες του τελικού καταναλωτή και μία δεύτερη φορά από το δημόσιο ταμείο, διότι η κατάσταση αυτή θα κατέληγε σε αδικαιολόγητο πλουτισμό υπέρ των ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών.

Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δέχτηκε το βάσιμο παρόμοιας επιχειρηματολογίας, αλλ' ότι, παρ' όλα αυτά, στις προηγούμενες υποθέσεις τις σχετικές με quellmehl και gritz, έκρινε ότι, λόγω προσκομίσεως ανεπαρκών αποδείξεων από τη μία και από την άλλη πλευρά, έπρεπε να δεχτεί το αίτημα των εναγουσών λόγω αμφιβολιών.

Το Συμβούλιο ζητεί συνεπώς από το Δικαστήριο να επανεξετάσει το σημείο αυτό της νομολογίας του, λόγω του ότι στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αδύνατο στα όργανα να προσκομίσουν στο Δικαστήριο πειστικές αποδείξεις, δεδομένου ότι συνήθως τα όργανα μπορούν να διαθέτουν μόνο τα στοιχεία τα οποία θέλουν να προσκομίσουν οι ενάγουσες κατά την έγγραφη διαδικασία.

Τέλος, σχετικά με την «πράσινη» ισοτιμία που πρέπει να εφαρμοστεί για τον καθορισμό σε εθνικό νόμισμα του ύψους των απαιτήσεων των εναγουσών, το Συμβούλιο φρονεί ότι από τις προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου και από την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης για όλους τους επιχειρηματίες της Κοινότητας που υπέστησαν ζημία λόγω της μη καταβολής της επιστροφής προκύπτει ότι οι απαιτήσεις των εναγουσών, που εκφράζονται σε ΛΜ/ECU σε συνάρτηση με τις ποσότητες προϊόντων που χρησιμοποιούνται, πρέπει να καθοριστούν σε εθνικό νόμισμα με εφαρμογή της «πράσινης» ισοτιμίας που ίσχυε κατά το χρόνο της πράξης, από την οποία γεννήθηκε το δικαίωμα προς λήψη επιστροφής.

Β —

Η Επιτροπή επίσης δέχεται ότι υφίσταται εν προκειμένω εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, την οποία θεμελίωσε οριστικά το Δικαστήριο με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του της 4ης Οκτωβρίου 1979.

Φρονεί ωστόσο ότι η αναγνώριση στις ενάγουσες του δικαιώματος να τύχουν πρόσφορης αποζημίωσης εξαρτάται από ορισμένες ακόμη προϋποθέσεις.

α)

Έτσι, η Επιτροπή φρονεί, πρώτον, ότι ότι όλες οι ενάγουσες οφείλουν, αφενός, να αναφέρουν το συνολικό ποσό της αποζημίωσης, την οποία αξιώνουν, και, αφετέρου, να αποδείξουν ότι δεν μπόρεσαν να μετακυλίσουν στην πελατεία τους την αύξηση των βαρών που οφειλόταν στην κατάργηση των επιστροφών.

Η Επιτροπή αναφέρεται σχετικά, όπως και το Συμβούλιο, στις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1979, με τις οποίες το Δικαστήριο, αφού δέχτηκε την ευθύνη της Κοινότητας, φρόντισε να διευκρινίσει ότι, προτού επιδικάσει αποζημίωση, έπρεπε να ελέγξει αν αυτός που εξίωνε την αποζημίωση μετακύ-λισε, ή μπορούσε να μετακυλίσει, τους δικούς του πελάτες, αυξάνοντας τις τιμές, τις ζημίες που οφείλονταν στη μη καταβολή των επιστροφών.

6)

Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η υποχρέωση αυτή βαρύνει ακόμη εμφανέστερα την ενάγουσα Mangimi Niccolai.

Τονίζει ότι, σύμφωνα με τους δικούς της ισχυρισμούς (σ. 2 και 3 του δικογράφου της αγωγής), η ενάγουσα αυτή

«άρχισε να παράγει σιμιγδάλι αραβασίτου προοριζόμενο για τη ζυθοποιία μόλις στις 6 Μαρτίου 1976», ότι «προηγουμένως, παρήγε μόνο σιμιγδάλι αραβοσίτου προοριζόμενο για άλλες χρήσεις», ότι «πληροφορήθηκε ότι είχε δικαίωμα να λάβει επιστροφές ... μόνο αφού έλαβε καθυστερημένα γνώση των μεταγενέστερων αποφάσεων του Δικαστηρίου» και ότι «στην πραγματικότητα, η ενάγουσα εταιρεία, που δεν είχε ποτέ προηγουμένως λάβει καμιά επιστροφή, δεν είχε γνώση ούτε της νέας ρύθμισης που είχε καταργήσει την επιστροφή αυτή».

Από τους ισχυρισμούς αυτούς η Επιτροπή αντλεί δύο συμπεράσματα:

Αφενός, συνάγει ότι η ενάγουσα αγνοούσε ταυτόχρονα την ύπαρξη των επιστροφών και την κατάργηση τους, πράγμα που αναιρεί την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ παράνομης πράξης γενεσιουργού της ζημίας και προβαλλόμενης ζημίας. Κατά την Επιτροπή, το ζημιογόνο γεγονός μπορεί να έγκειται το πολύ στην αλλαγή παραγωγής την οποία πραγματοποίησε η ενάγουσα για δικούς της λόγους που δεν έχουν καμιά σχέση με την παράνομη κοινοτική πράξη, της οποίας η ίδια η ενάγουσα δεν είχε καν γνώση. Η Επιτροπή υποστηρίζει σχετικά ότι, σε μια λίγο-πολύ ανάλογη υπόθεση, την υπόθεση 245/78 (SA Maïseries Benelux), το Δικαστήριο δεν δέχτηκε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης πράξης και της ζημίας και επομένως αρνήθηκε την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως.

Αφετέρου, η Επιτροπή συνάγει ότι η άγνοια αυτή της ενάγουσας συνιστά απόδειξη περί του ότι η εταιρεία Mangimi Niccolai πώλησε το gritz της χωρίς να κάνει κανέναν ιδιαίτερο οικονομικό υπολογισμό και προσαρμόζοντας απλώς τις τιμές της στις συνθήκες της αγοράς. Κατά την Επιτροπή, πάντα λόγω της άγνοιας της ενάγουσας, δεν μπορεί επομένως να γίνει λόγος για αληθή μετακύ-λιση στους αγοραστές, αλλά, και αν υποτεθεί οτι γινόταν δεκτή η ύπαρξη της αιτιώδους συνάφειας, περί της οποίας γίνεται λόγος ανωτέρω, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο διότι θα έπρεπε βέβαια να αναγνωριστεί ότι ελλείπει η ζημία.

γ)

Τρίτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ενάγουσα εταιρεία Birra Wührer ισχυρίζεται ότι οι παραγωγοί που ήταν προμηθευτές της της εξεχώρησαν τα δικαιώματα τους και, επομένως, οφείλει να αποδείξει ότι η εκχώρηση αυτή συντελέστηκε δυνάμει νομότυπης συμβάσεως εκχωρήσεως.

Ομοίως, ως προς την εταιρεία Birra Peroni, που επίσης φέρεται ως εκδοχέας των δικαιωμάτων των προμηθευτών της για την είσπραξη των επιστροφών, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η «εκχώρηση» αυτή συνίστατο εν προκειμένω όχι σε σύμβαση εκχωρήσεως κατά κυριολεξία, αλλά σε ιδιαίτερο τρόπο εφαρμογής της σύμβασης σχετικά με την καταβολή των επιστροφών, ο οποίος προβλέπεται από εγκύκλιο του ιταλικού υπουργείου οικονομικών του 1970 και που επιτρέπει στους ζυθοποιούς να υποβάλλουν αίτηση καταβολής επιστροφής αντί του προμηθευτή της πρώτης ύλης και με τη συγκατάθεσή του.

Η Επιτροπή, αφού επισημαίνει τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει η εγκύκλιος αυτή, ιδίως το πρόβλημα συμβι-βαστού με τις κοινοτικές διατάξεις, παρατηρεί ότι, εξετάζοντας τα τιμολόγια που επισυνάπτονται στο δικόγραφο της αγωγής της ενάγουσας Birra Peroni, διαπίστωσε ότι, αντίθετα προς τις διατάξεις της εν λόγω εγκυκλίου, η οποία προβλέπει στο άρθρο 4 ότι «η προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως καταβολής των επιστροφών είναι δύο ετών από την ημερομηνία του πρακτικού περί κατεργασίας», από ορισμένα τιμολόγια προκύπτει ότι η προβαλλόμενη «εκχώρηση» φέρει ημερομηνία κατά πολύ μεταγενέστερη από την ημερομηνία λήξεως της εν λόγω προθεσμίας. Τονίζει ότι, κατά την εξέταση των διαφόρων τιμολογίων τα οποία προσκόμισε η ενάγουσα, μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να διαπιστωθεί ότι η υποτιθέμενη «εκχώρηση» φέρει ημερομηνία κατά πολύ μεταγενέστερη του χρόνου λήξεως της προθεσμίας. Αναφέρει ως παράδειγμα ορισμένα τιμολόγια (τα υπ'αριθ. 118.917, 119.681, και 120.426 της ιταλικής επιχείρησης Oli e Risi, καθώς και τα τιμολόγια υπ' αριθ. 152 και 172 της επιχείρησης Riseria F. Spezia), που εκδόθηκαν λίγο μετά τις 23 Ιουνίου 1977, επισημαίνοντας ότι οι «εκχωρήσεις» φέρουν, αντιστοίχως, ημερομηνία 11 Ιουνίου 1980 και 15 Μαΐου 1980.

Κατά την Επιτροπή, ανεξάρτητα από την επιχειρηματολογία αυτή και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι υπάρχει εν προκειμένω αληθής «εκχώρηση», πρέπει να διαπιστωθεί ότι εκείνο που «εκχωρήθηκε» στην εκδοχέα ενάγουσα είναι το δικαίωμα να ζητήσει την καταβολή των επιστροφών από την αρμόδια εθνική αρχή και όχι το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση, δικαίωμα διάφορο του πρώτου, έστω και αν το Δικαστήριο έκρινε ότι το ύψος της αποζημίωσης πρέπει να ισοδυναμεί με το ύψος των επιστροφών που δεν εισπράχτηκαν.

Εξάλλου, η Επιτροπή διερωτάται τι νόημα μπορεί να έχει να εκχωρείται, το 1980, δικαίωμα εισπράξεως των επιστροφών για το 1977, όταν καμιά επιστροφή δεν προβλεπόταν ποτέ για την περίοδο αυτή. Παρατηρεί ότι οι προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου το 1979 έθιξαν απλώς το ζήτημα της εκχωρήσεως δικαιώματος αποζημίωσης, πλην όμως ο παραγωγός δεν είχε τίποτε να εκχωρήσει εφόσον είχε μετακυλίσει τη ζημία του στις τιμές των τιμολογίων του προς τους ζυθοποιούς.

Τέλος, στον ισχυρισμό που προβάλλει η εταιρεία Birra Peroni στο δικόγραφο της αγωγής της, ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση του της 4ης Αυγούστου 1979 στην υπόθεση 238/78, Ireks-Arkady, αποφάνθηκε υπέρ του παραδεκτού της αγωγής που είχε ασκήσει ο εκδοχέας στο πλαίσιο περίπτωσης εκχωρήσεως δικαιώματος αποζημιώσεως, η Επιτροπή απαντά ότι η εν λόγω υπόθεση αφορούσε δύο εταιρείες που ανήκαν στον ίδιο όμιλο και η εκχώρηση είχε μεσολαβήσει στο πλαίσιο της διαδικασίας αναδιοργάνωσης του ομίλου αυτού και ότι επομένως οι σκέψεις που ώθησαν το Δικαστήριο να δεχτεί το παραδεκτό της αγωγής δεν φαίνεται να μπορούν να μεταφερθούν αυτούσιες στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

δ)

Τέταρτον, η Επιτροπή αναφέρεται στις εξηγήσεις των εναγουσών στις υποθέσεις 51/81 (De Franceschi), 267/80 (Riseria Modenese) και 5/81 (Riserie Roncaia).

Παρατηρεί ότι η τελευταία αυτή ενάγουσα αφενός δηλώνει (σ. 1 του δικογράφου της αγωγής) ότι «μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1975 και 18ης Οκτωβρίου 1977 παρήγε θραύσματα ορύζης προοριζόμενα για την παρασκευή ζύθου», αφετέρου ισχυρίζεται (σ. 2) ότι

«η απόδειξη περί της παραγωγής θραυσμάτων ορύζης που προορίζονται για τη ζυθοποιία παρέχεται από τα τιμολόγια, τα οποία προσκομίζουμε και που βεβαιώνουν τις απευθείας παραδόσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 27ης Ιανουαρίου και 18ης Μαρτίου 1977 σε γνωστή ζυθοποιία».

Η Επιτροπή θέτει, έτσι, το ερώτημα για ποιο λόγο η Riserie Roncaia μπορεί να προσκομίσει τιμολόγια αναφερόμενα σε περιορισμένη χρονική περίοδο που τοποθετείται πολύ μετά την κατάργηση των επιστροφών.

Το ίδιο ισχύει και για την εταιρεία De Franceschi SpA, η οποία δηλώνει περίοδο παραγωγής που εκτείνεται από τις 4 Απριλίου 1977 μέχρι τις 18 Οκτωβρίου 1977.

Όσο για τη Riseria Modenese, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ισχυρίζεται (σ. 2 και 3 του δικόγραφου της αγωγής) ότι δεν αξιώνει την καταβολή επιστροφών για ορισμένη ποσότητα, διότι, ως προς την ποσότητα αυτή, είχε εκχωρήσει τα δικαιώματα της στην εταιρεία Wührer, ενάγουσα στην υπόθεση 256/80.

Σχετικώς η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι έλαβε τηλετύπημα από την ενάγουσα Birra Peroni, η οποία της επέστησε την προσοχή να μην καταβάλει κανένα απολύτως ποσό ούτε στη Riseria Modenese, ούτε στη Riserie Roncaia, διότι και η μία και η άλλη «παραιτήθηκαν υπέρ αυτής της λήψεως των επιστροφών που χορηγούνται για τα θραύσματα ορύζης».

Η Επιτροπή φρονεί λοιπόν ότι, πέρα από τη δήλωση τους περί παρεμβάσεως στην υπόθεση της ζυθοποιίας Peroni, οι εταιρείες Riseria Modenese και Riserie Roncaia οφείλουν να παράσχουν στο Δικαστήριο ορισμένες εξηγήσεις επί του σημείου αυτού. Κατά την Επιτροπή, αν οι ισχυρισμοί της ζυθοποιίας Peroni είναι ακριβείς, προκύπτει σαφώς ότι το γενικό πρόβλημα της μετακύ-λισης στους μεταγενέστερους αγοραστές τίθεται κατά τρόπο πρόδηλο και σοβαρό. Οι παρεμβάσεις των ζυθοποιιών καταδεικνύουν ότι η μετακύλιση αποτέλεσε γενικευμένη πρακτική και ότι οι ενάγουσες παραγωγοί κατά μείζονα λόγο υποχρεούνται να αποδείξουν το αντίθετο.

ε)

Τέλος, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία της επιβληθεί υποχρέωση να καταβάλει τα ζητούμενα ποσά, η καταβολή πρέπει να πραγματοποιηθεί υπό τους όρους που θέτουν οι προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου και οι οποίοι συνίστανται:

σε προηγούμενους ελέγχους που πρέπει να διενεργήσει η εθνική διοίκηση

σε υπολογισμό των επιστροφών που δεν καταβλήθηκαν κατά την υπό κρίση χρονική περίοδο με την τιμή μετατροπής που ίσχυε τότε'

στην καταβολή τόκου, με επιτόκιο που ορίζει το Δικαστήριο, από την ημερομηνία της απόφασης που θα εκδοθεί στις υπό κρίση υποθέσεις.

3.

Οι ενάγουσες, με τις απαντήσεις τους, αντιτείνουν τα εξής:

A —

Οι ενάγουσες στις υποθέσεις 256, 257, 265, 267/80 και 5/81

α)

Πρώτον, αρχίζουν απαντώντας στην επιχειρηματολογία των εναγομένων οργάνων, σύμφωνα με την οποία οφείλουν να αποδείξουν την ύπαρξη του ποσού της ζημίας τους αποδεικνύοντας ότι δεν μπόρεσαν να μετακυλίσουν τη ζημία στη δική τους πελατεία.

Οι ενάγουσες αρνούνται να δεχτούν ότι τις βαρύνει τέτοια υποχρέωση.

Κατά τις ενάγουσες, η μη συνδρομή της υποχρέωσης αυτής προκύπτει καταρχάς από σκέψεις δικονομικής φύσεως. Υποστηρίζουν ότι, ενώ η μη καταβολή των επιστροφών, ως γενεσιουργός αιτία της προβαλλόμενης ζημίας και επομένως ως ιστορική βάση που θεμελιώνει την αγωγή, πρέπει να αποδειχθεί από αυτές, ως ενάγουσες, αντιθέτως το βάσιμο της ενστάσεως που αναφέρεται στην υποτιθέμενη μετακύλιση των ζημιών στις τιμές τους πρέπει να αποδειχθεί από τα εναγόμενα όργανα, εφόσον το βάρος της αποδείξεως του βασιμου της ενστάσεως το φέρει πάντα αυτός που την προβάλλει, σύμφωνα και με τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών, αλλά και με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Capotorti στην υπόθεση 238/78, Ireks-Arkady (Racc. 1979, σ. 3006).

Οι εν λόγω ενάγουσες υποστηρίζουν, κατά τα λοιπά, ότι μια probatio diabolica, όπως η προκειμένη, λόγω των αντικειμενικών δυσχερειών τις οποίες παρουσιάζει, δεν μπορεί να βαρύνει αυτές, παρά μόνον αν αντιστραφεί το βάρος της αποδείξεως, όπως ζητούν τα ενάγοντα όργανα αποκλειστικά και μόνο για το λόγο ότι δυσκολεύονται να βρουν πρόσφορα αποδεικτικά μέσα.

Εξάλλου, κατά τις ενάγουσες, αντίθετα προς την επιχειρηματολογία των εναγομένων οργάνων, η νομολογία του Δικαστηρίου ουδόλως παρέχει ενδείξεις περί της υπάρξεως τέτοιας υποχρέωσης βαρύνουσας τους ζημιωθέντες λόγω της καταργήσεως των επιστροφών.

Αναφέρονται ιδίως σε μια από τις αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1979, η οποία εκδόθηκε στην υπόθεση Dumortier frères και λοιποί (64, 113/76, 167, 239/78, 27, 28, 45/79, Race. 1979, σ. 3091), τα πραγματικά περιστατικά της οποίας πλησιάζουν περισσότερο στην υπό κρίση διαφορά, όπου το Δικαστήριο, μολονότι εν γένει δέχτηκε θεωρητικά το βάσιμο μιας όμοιας ένστασης, την οποία προέβαλαν τα ίδια εναγόμενα όργανα, στη συνέχεια την απέρριψε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η αναλογία, αν όχι η ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών που υπάρχει μεταξύ των παρομοίων υποθέσεων και ιδίως της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση, πρέπει, κατά τις ενάγουσες, να οδηγήσει και στην υπό κρίση υπόθεση στην απόρριψη της ενστάσεως των εναγόμενων οργάνων περί της αποδείξεως της μη μετακύ-λισης της απώλειας των επιστροφών στις τιμές πωλήσεως των εναγουσών.

Κατά τις ενάγουσες, μολονότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για δεδικασμένο εν στενή εννοία, εφόσον οι διάδικοι ήταν διαφορετικοί — ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η ίδια επιχειρηματολογία διατυπώνεται εκ νέου από τα ίδια εναγόμενα όργανα, έναντι των οποίων απορρίφθηκε ήδη — είναι ωστόσο αδιανόητο το Δικαστήριο να αποφανθεί διαφορετικά επί ζητήματος κατ' ουσίαν ταυτοσήμου, κινδυνεύοντας έτσι να επιφέρει διάκριση έναντι των διαφόρων εναγουσών.

Οι ενάγουσες τονίζουν ότι η ανάγκη να εκδοθούν αποφάσεις που να συμφωνούν μεταξύ τους, πράγμα το οποίο αξιώνει την ομοιότητα της εκδοθησόμενης απόφασης στην υπό κρίση υπόθεση με εκείνες που εξέδωσε στις προηγούμενες παρόμοιες υποθέσεις, καταδεικνύεται από την πλήρη σχεδόν ταυτότητα των σκεπτικών των αποφάσεων που εκδόθηκαν στις 4 Οκτωβρίου 1979, και ότι το ίδιο συμπέρασμα πρέπει να ισχύει όχι μόνο έναντι των παραγωγών πληγουριών αραβοσίτου, στο μέτρο που οι εν λόγω αποφάσεις αφορούσαν το προϊόν αυτό, αλλά και ως προς τα θραύσματα ορύζης, ενόψει του ταυτοσήμου των αποφάσεων που εκδόθηκαν σχετικά με τους παραγωγούς quellmehl και τους παραγωγούς gritz στις προηγούμενες υποθέσεις.

Τέλος, οι ενάγουσες παρατηρούν ότι η θέσπιση των κανονισμών 1125 και 1127 της 22ας Μαΐου 1978, με τους οποίους επαναφέρθηκαν σε ισχύ οι επίδικες επιστροφές, αποκατέστηκε την ισότητα μεταχείρισης, μόνο όμως από τις 19 Οκτωβρίου 1977, και ότι το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του της 19ης Οκτωβρίου 1977 έκρινε, αντιθέτως, ότι η προς αποκατάσταση ζημία προσδιορίζεται σε συνάρτηση με το ύψος των επιστροφών που έπρεπε να είχαν καταβληθεί κατά τη χρονική περίοδο που προηγούνταν της ημερομηνίας αυτής. Υποστηρίζουν συνεπώς ότι, εφόσον οι κανονισμοί της 19ης Οκτωβρίου 1977 δεν διατυπώνουν εξαίρεση ή επιφύλαξη ως προς το δικαίωμα κλήρους και αναδρομικής απολαυής των επιστροφών για την περίπτωση της μετακύλισης των ζημιών στους δικαιούμενους, προκύπτει ότι, αν η ένσταση που προέβαλαν η Επιτροπή και το Συμβούλιο γίνει δεκτή, θα δημιουργηθεί μια άλλη ανεπίτρεπτη διάκριση μεταξύ αυτών που δεν εισέπραξαν επιστροφές μετά τις 19 Οκτωβρίου 1977 και εκείνων που δεν είχαν εισπράξει επιστροφές πριν την ημερομηνία αυτή.

6)

Δεύτερον, οι ενάγουσες απαντούν στην επιχειρηματολογία της Επιτροπής και του Συμβουλίου, που ισχυρίζονται κατ' ουσίαν ότι η εταιρεία Niccolai (και, κατά το Συμβούλιο, η ενάγουσα Riserie Roncaia), αφού άρχισε να παράγει πληγούρια αραβοσίτου μετά την κατάργηση των επιστροφών, καθόρισε τις τιμές της σε συμφέρον επίπεδο λαμβάνοντας υπόψη τις καταργηθείσες επιστροφές.

Σχετικώς υπενθυμίζουν και πάλι τους κανόνες περί αποδείξεως και βάρους της αποδείξεως και υποστηρίζουν ότι η ένσταση την οποία προβάλλουν τα εναγόμενα όργανα μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον αν αποδείξουν ή επιχειρήσουν να αποδείξουν ότι, παρά τη μη καταβολή της επιστροφής, η τιμή πώλησης ήταν πράγματι «συμφέρουσα» για τις επιχειρήσεις και ότι, επιπλέον, η εταιρεία Niccolai και, ενδεχομένως, η εταιρεία Riserie Roncaia πωλούσαν σε τιμή ανώτερη από τις τιμές που εφάρμοζαν οι άλλοι παραγωγοί πληγουριών αραβοσίτου ή θραυσμάτων ορύζης, οι οποίοι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, έχουν δικαίωμα να λάβουν τις επιστροφές που δεν εισέπραξαν εις αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστησαν.

Παρατηρούν ότι η Επιτροπή αναφέρει μεν σχετικά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 245/78, Maïseries Benelux, παραλείπει όμως να λάβει υπόψη ότι η περίπτωση αυτή ήταν πολύ διαφορετική για το λόγο ότι επρόκειτο τότε για μια παραγωγή που είχε λάβει αρχικά έναν προορισμό, που στη συνέχεια μεταστράφηκε, ως επικουρική λύση, προς τη ζυθοποιία. Κατά τις ενάγουσες, η επίδικη περίπτωση που εξετάζεται εν προκειμένω είναι όλως διαφορετική. Εξηγούν ότι η εταιρεία Niccolai δεν είχε κρίνει συμφέρουσα την παραγωγή πληγουριών αραβοσίτου, δεδομένου ότι η τιμή τους, χωρίς τις επιστροφές, δεν ήταν αρκετά συμφέρουσα και ότι, εξάλλου, αποφάσισε στο τέλος του 1975 να παραγάγει πληγούρια προοριζόμενα για την παρασκευή ζύθου, αφ'ότου έλαβε μια εγκύκλιο της 29ης Νοεμβρίου 1975 της Associazione Nazionale Cerealisti [Εθνικής Ενώσεως Παραγωγών Δημητριακών], η οποία επισήμαινε, βάσει ανακοινώσεως του ιταλικού υπουργείου οικονομικών της 30ής Οκτωβρίου 1975, την κατάργηση της επιστροφής για τα πληγούρια αραβοσίτου και τα θραύσματα ορύζης που προορίζονται για την παρασκευή ζύθου, προσέθετε όμως κατά λέξη ότι «Επειδή δεν αποκλείεται οι καταργηθείσες επιστροφές να επαναφερθούν με αναδρομική ισχύ (ζήτημα που εξετάζεται από τα αρμόδια όργανα της ΕΟΚ), το υπουργείο οικονομικών αποφάσισε ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες (τελωνεία και Uffizio tecnico delle imposte di fabricazione, UTIF) θα συνεχίσουν προς το παρόν κατ' αίτηση των ενδιαφερομένων να εφαρμόζουν όλες τις προηγούμενες διατάξεις τις σχετικές με τη χορήγηση των εν λόγω επιστροφών εν αναμονή και με την επιφύλαξη των αποφάσεων που λαμβάνουν σχετικά οι κοινοτικές αρχές».

Η διαβεβαίωση αυτή οδήγησε την εταιρεία Mangimi Niccolai να προμηθευτεί τον αναγκαίο εξοπλισμό για την παραγωγή πληγουριών αραβοσίτου που προορίζονται για την παρασκευή ζύθου, δημιουργώντας έτσι μια νέα αγορά για την παραγωγή της, την οποία μπόρεσε να αξιοποιήσει από το Μάρτιο 1976. Επομένως, ο αξιωματικός ισχυρισμός των εναγομένων όχι μόνο είναι αναπόδεικτος, αλλά και στερείται ερείσματος.

Οι ενάγουσες παρατηρούν ότι εξάλλου επέδειξαν τιμολόγια, από τα οποία προκύπτουν οι τιμές τις οποίες εφάρμοζαν, ότι τα εναγόμενα γνωρίζουν κάλλιστα τις τιμές που ίσχυαν κατά την υπό εξέταση περίοδο και ότι έπρεπε να είχαν ήδη στην κατοχή τους τα σχετικά έγγραφα, εφόσον τα είχαν προσκομίσει στο Δικαστήριο κατά την εκδίκαση των υποθέσεων, επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση την οποία ανέφερε η Επιτροπή. Κατά τις ενάγουσες, πρέπει επομένως να μπορούν ευχερώς τα εναγόμενα όργανα να αποδείξουν, παραδείγματος χάρη, ότι αυτές δεν υπέστησαν καμιά ζημία λόγω της μη καταβολής επιστροφών, δεδομένου ότι πώλησαν το προϊόν τους σε τιμή υψηλότερη από εκείνη (την οποία εφάρμοζαν οι άλλοι παραγωγοί, στους οποίους, αντίθετα, αναγνωρίστηκε το δικαίωμα καταβολής των επιστροφών) που αντιστοιχεί στο ύψος της αποζημίωσης που θα ελάμβαναν εις αποκατάσταση της ζημίας αυτής.

Οι ενάγουσες, μολονότι δηλώνουν ότι δεν θεωρούν ότι είναι υποχρεωμένες προς τούτο, προσκομίζουν τους τιμοκαταλόγους του υπό κρίση χρονικού διαστήματος, από τους οποίους προκύπτει ότι οι τιμές που εφάρμοζε η εταιρεία Niccolai δεν ήταν υψηλότερες από τις τρέχουσες. Τονίζουν ειδικότερα το γεγονός ότι οι κατάλογοι στους οποίους αναφέρονται αφορούν τις τιμές τοις μετρητοίς αραβοσίτου τεθραυ-σμένου μετά από αφαίρεση των φύτρων χύμα (για ζωοτεχνική χρήση) «ελεύθερο» στο Μιλάνο, ότι το κόστος παραγωγής πληγουριών αραβοσίτου που προορίζονται για την παραγωγή ζύθου είναι σαφώς υψηλότερο και ότι, εξάλλου, τα προσκομιζόμενα τιμολόγια αναφέρονται σε παραδόσεις έναντι πληρωμής επί προθεσμία 30η 60ημερών, έτσι, ώστε όχι μόνο οι εφαρμοζόμενες τιμές δεν είναι στην πραγματικότητα υψηλότερες από τις τιμές της αγοράς, αλλά και ήταν κατώτερες από αυτές.

Κατά τις ενάγουσες, δεν ήταν επομένως συμφέρουσα η παραγωγή πληγουριών αραβοσίτου που προορίζονταν για την παρασκευή ζύθου, παρά μόνο στο μέτρο που η τιμή πώλησης συνοδευόταν από επιστροφές.

Οι ενάγουσες συνάγουν επομένως ότι είναι πρακτικά αδύνατο στα εναγόμενα όργανα να μπορέσουν να αποδείξουν ότι χωρίς την επιστροφή η τιμή πωλήσεως τους ήταν συμφέρουσα γι' αυτές.

γ)

Τρίτον, οι ενάγουσες αναφέρονται στις επιφυλάξεις που εξέφρασε η Επιτροπή ως προς την ύπαρξη νομότυπης εκχωρήσεως των δικαιωμάτων είσπραξης των επιστροφών υπέρ της εταιρείας Birra Wührer.

Παρατηρούν ότι το επιχείρημα αυτό προβάλλεται οψίμως, διότι αναφέρεται στην ύπαρξη εννόμου συμφέροντος της εν λόγω ενάγουσας και διότι το ζήτημα αυτό έπρεπε να είχε εξεταστεί πριν από το ζήτημα της παραγραφής και συνεπώς έπρεπε να είχε προβληθεί κατά την προηγούμενη φάση της δίκης. Ως προς το παραδεκτό αυτού του μέσου άμυνας, δηλώνουν ότι επαφίενται στην κρίση του Δικαστηρίου.

Επισημαίνουν ότι οι συμβάσεις εκχωρήσεως, που φέρουν τη γνήσια υπογραφή των εκχωρητών, επισυνάπτονται στα διάφορα τιμολόγια που προσκομίζονται.

Προσθέτουν εξάλλου ότι, σε παρόμοια υπόθεση, το Δικαστήριο εν πάση περιπτώσει έλαβε υπόψη την εκχώρηση στους ζυθοποιούς του δικαιώματος καταβολής των επιστροφών και ότι αιτιολόγησε την απόρριψη της ενστάσεως που προβάλλεται εκ νέου στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως (σκέψη 17 της απόφασης που εκδόθηκε στην υπόθεση Dumortier frères)).

Υποστηρίζουν ότι η εν λόγω εκχώρηση στους ζυθοποιούς συνδεόταν ειδικότερα με τις διατάξεις εφαρμογής που ρύθμιζαν την είσπραξη των επιστροφών για τα θραύσματα ορύζης τα προοριζόμενα για την παρασκευή ζύθου. Κατά τις ενάγουσες, πράγματι, ενώ ο έλεγχος της παραγωγής πληγουριών αραβοσίτου που προορίζονται για την παρασκευή ζύθου ήταν δυνατός, ο έλεγχος της παραγωγής θραυσμάτων ορύζης (που αποτελούν απλώς υποπροϊόν ή, ακριβέστερα, απόβλητο) μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο επί τόπου στις ζυθοποιίες, γι'αυτό και οι ισχύουσες διατάξεις προέβλεπαν ότι η αίτηση καταβολής των επιστροφών μπορεί να υποβληθεί από την επιχείρηση μεταποίησης υπό την προϋπόθεση να έχει λάβει γραπτή εξουσιοδότηση από τον παραγωγό θραυσμάτων ορύζης.

Κατά τις ενάγουσες, η προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου επ' αυτού του συγκεκριμένου ζητήματος πρέπει να συμβάλει κατά τρόπο όχι αμελητέο στην απόρριψη της ενστάσεως την οποία επαναλαμβάνουν τα εναγόμενα παρά την αιτιολογημένη απόρριψη του ίδιου ισχυρισμού, που ήδη προβλήθηκε σε προηγούμενες υποθέσεις.

Υποστηρίζουν ότι, ακριβώς επειδή το Δικαστήριο απέρριψε ήδη το επιχείρημα αυτό, ενώ έλαβε ρητά υπόψη το γεγονός ότι οι παραγωγοί ζύθου σε ορισμένες περιπτώσεις επωμίστηκαν τις ζημίες που προκλήθηκαν από τη μη καταβολή των επιστροφών, το Δικαστήριο αρνήθηκε να δεχτεί ότι η μετακύλιση αυτή των ζημιών στους ζυθοποιούς είχε σημασία τούτο δε στο μέτρο που έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί η μεταφορά τους στον τελικό αγοραστή.

Οι ενάγουσες παρατηρούν ότι στην πραγματικότητα η επιστροφή οφείλεται λόγω του προορισμού του προϊόντος (παρασκευή ζύθου) και όχι λόγω της παραγωγής του και μόνο και, ως εκ τούτου, είναι αδιάφορο αν την επιστροφή εισπράττει ο παραγωγός πληγουριών (ή θραυσμάτων ορύζης), ή, αντίθετα, ο παραγωγός ζύθου.

Κατά τις ενάγουσες, το γεγονός της αναλήψεως του κινδύνου που ενυπάρχει στην αναζήτηση εκ μέρους των ζυθοποιών των επιστροφών που δεν έχουν εισπραχθεί συνιστά, κατά κάποιο τρόπο, εσωτερικό γεγονός που δεν μεταβάλλει τη σχέση των ενδιαφερομένων με την Κοινότητα και δεν αρκεί αυτό καθαυτό για να εξαλείψει τη ζημία που προέκυψε από την επίδικη διάκριση. Κατά τις ενάγουσες, στην πραγματικότητα, το κόστος παραγωγής ζύθου από πληγούρια ή από θραύσματα ορύζης αποδείχτηκε υψηλότερο από το κόστος του ζύθου που παράγεται, για παράδειγμα, με βάση το άμυλο. Παρατηρούν ότι είναι αδιάφορο αν αυτό επέφερε μείωση των εισοδημάτων των παραγωγών πληγουριών και θραυσμάτων ορύζης ή αύξηση των δαπανών των ζυθοποιών, που και η μια και η άλλη δεν αντισταθμίστηκαν από επιστροφές που έπρεπε να είχαν εισπραχθεί αλλά δεν εισπράχθηκαν. Εκείνο που πρέπει να αποδειχτεί, και που δεν αποδείχτηκε, κατά τις ενάγουσες, είναι ότι το βάρος που προκύπτει από την έλλειψη επιστροφών προκάλεσε αύξηση της τιμής του ζύθου, η οποία μετακυλίστηκε στον τελικό καταναλωτή, αύξηση ίση προς την αύξηση του κόστους που οφείλεται στην έλλειψη επιστροφών. Παρατηρούν ότι η μετακύλιση αυτή μπορούσε να αποτελεί συνέπεια είτε ελεύθερης αύξησης των τιμών των πληγουριών και των θραυσμάτων ορύζης είτε της ανάληψης που προκύπτει από τις συμβάσεις εκχωρήσεως για τις οποίες έγινε λόγος.

Οι ενάγουσες τονίζουν πάντως ότι σχετικώς δεν υπάρχει ούτε απόδειξη ούτε προσφορά αποδείξεως. Παρατηρούν ότι δεν μπορούν να προσκομίσουν την αρνητική απόδειξη περί της μη μετακυλίσεως, πράγμα αδύνατο, αλλά ότι μπορούν ωστόσο να αποδείξουν εμμέσως ότι δεν υπήρξε μετακύλιση και ότι δεν μπορούσε να υπάρξει, διότι οι τιμές του ζύθου στην Ιταλία υπέστησαν διακυμάνσεις που οφείλονταν κυρίως μόνο στην αύξηση των φόρων παρασκευής, στην αύξηση των μισθών, στην αύξηση των κοινωνικών βαρών, στο κόστος των δοχείων ή της ηλεκτρικής ενέργειας.

Σχετικά τονίζουν ότι αυτά ακριβώς τα κεφάλαια ασκούν την μεγαλύτερη επίδραση στην τιμή του τελικού προϊόντος, ενώ η τιμή των πληγουριών και των θραυσμάτων ορύζης ασκεί μια επίδραση που δεν μπορεί από μόνη της να επιφέρει ουσιώδη μεταβολή των τιμών πωλήσεως της μονάδας του τελικού προϊόντος.

Προσθέτουν ότι το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε ωστόσο το συνολικό κόστος των πληγουριών και των θραυσμάτων ορύζης και, κατά συνέπεια, η μη καταβολή των επιστροφών για τα προϊόντα αυτά να ασκήσουν μια όχι αμελητέα επίδραση στα γενικά έξοδα των επιχειρήσεων παραγωγών ζύθου, με αποτέλεσμα να προκύπτει μια κατάσταση όπου, ενώ είναι από τη μια πλευρά αδύνατο να μετακυλιστεί η ζημία στον ιδιώτη που αγοράζει μία φιάλη ή μία κονσέρβα ζύθου, από την άλλη πλευρά η ζημία — σημαντική από οικονομική άποψη —, την οποία υπέστη η βιομηχανία στην όλη δραστηριότητα της και που δεν αποκαταστάθηκε ακόμη, είναι εν πάση περιπτώσει αναμφισβήτητη.

Κατά τις ενάγουσες, αρκεί σχετικώς να υπομνηστεί ότι, με decreto-legge (διάταγμα) της 18ης Μαρτίου 1976, ο ιταλικός φόρος επί της παρασκευής ζύθου αυξήθηκε από 400 λιρέτες ανά εκατόλιτρο (hl)) σε 600 λιρέτες ανά hl ανά σακχαρομετρικό βαθμό και ότι, επομένως, η αύξηση του φόρου για το συνήθη ζύθο 12 σακχαρομετρικών βαθμών πέρασε από 4800 λιρέτες ανά hl σε 7200 λιρέτες ανά hl, με μια μέση αύξηση 2400 λιρετών ανά hl, που ισοδυναμεί με 24 λιρέτες ανά λίτρο. Αυτό το στοιχείο και μόνο αρκεί για να δικαιολογήσει ένα σημαντικό μέρος των αυξήσεων που μεσολάβησαν μεταξύ του χρονικού σημείου της καταργήσεως των επίδικων επιστροφών και της 19ης Οκτωβρίου 1977. Παρατηρούν ότι πρέπει επιπλέον να προστεθεί στην αύξηση των φόρων η αύξηση όλων των άλλων στοιχείων του κόστους παραγωγής που πραγματοποιήθηκε την ίδια εποχή ταυτόχρονα με τη γενική άνοδο όλων των τιμών.

δ)

Τέταρτον, οι ενάγουσες απαντούν στην επιχειρηματολογία της Επιτροπής τη σχετική με τις εταιρείες De Franceschi (υποθ. 51/81), Riseria Modenese (υποθ. 267/80) και Riserie Roncaia (υποθ. 5/81.)

Σχετικώς εκθέτουν καταρχάς ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενόψει της επαπειλούμενης παραγραφής των αξιώσεων τους, οι ενδιαφερόμενοι ορυζόμυλοι, τόσο για περιορισμένες παρτίδες για τις οποίες δεν είχαν εκχωρήσει τα δικαιώματα, όσο και για ορισμένες παρτίδες για τις οποίες είχαν εκχωρήσει τα δικαιώματα σε ζυθοποιίες, οι οποίες είχαν παραλείψει να ασκήσουν αγωγή, ώστε να διακόψουν την παραγραφή, εθεώρησαν φρόνιμο να ασκήσουν χωριστή αγωγή, έστω και για περιορισμένες ποσότητες. Φρονούν ότι αυτό αρκεί ως απάντηση στα ερωτήματα που θέτει η Επιτροπή.

Όσον αφορά, αντίθετα, τον αραβόσιτο, παρατηρούν ότι μόνο ένας μικρός παραγωγός, η ομόρρυθμος εταιρεία Molino Lanieri της επαρχίας της Cremona, εκχώρησε, όπως προκύπτει από προσκομιζόμενα έγγραφα, τα δικαιώματα της στην εταιρεία Birra Wührer. Βάσει νόμιμης συμβάσεως ζητεί, επομένως, η τελευταία να περιληφθεί στην αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη και η επιστροφή που της εκχωρήθηκε.

Προσθέτουν ότι η εταιρεία Niccolai, αντίθετα, δεν προέβη σε καμιά εκχώρηση δικαιώματος σχετική με τις εν λόγω επιστροφές, όσον αφορά δε την εταιρεία De Franceschi & Figli, ισχυρίζονται ότι είναι σε θέση να αποδείξουν (με φωτοαντίγραφο εγγράφου του Ufficio Tecnico delle Imposte di Fabricazione), ότι παρήγε πληγούρια αραβοσίτου και πριν το 1975, πριν ακόμη καταργηθεί η επιστροφή.

Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της Riseria Modenese και της Riserie Roncaia, αφενός, και της εταιρείας Birra Peroni, αφετέρου, υποστηρίζουν ότι οι πρώτες μερίμνησαν να διακόψουν την προθεσμία παραγραφής, ελλείψει σχετικής ενέργειας της εταιρείας Peroni, και ότι κατόπιν της πρωτοβουλίας αυτής ανέκυψε διαφωνία μεταξύ της Riseria Modenese και της εταιρείας Peroni, η οποία είχε προς στιγμήν δώσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι η Riseria Modenese ενδεχομένως θα αρνιόταν το κύρος των πράξεων εκχωρήσεως. Αυτό ώθησε την εταιρεία Peroni να αποστείλει το τηλετύπημα, το οποίο αναφέρει η Επιτροπή. Κατά τις ενάγουσες, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της παρεμβάσεως της εταιρείας Peroni, το ζήτημα αυτό πρέπει τώρα να έχει αποσαφηνιστεί.

ε)

Τέλος, ως προς την «πράσινη» ισοτιμία που πρέπει να εφαρμοστεί για τον υπολογισμό της αποζημίωσης, παρατηρούν ότι κακώς το Συμβούλιο επικαλείται την ισότητα μεταχείρισης μεταξύ όλων των επιχειρηματιών της Κοινότητας, οι οποίοι υπέστησαν ζημία λόγω της καταργήσεως των επίδικων επιστροφών και ότι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί πράγματι η ισότητα μεταχείρισης είναι να υπολογιστεί το συνολικό ύψος των επιστροφών σε АΜ (ή ECU) και να μετατραπεί στη συνέχεια με την τιμή του συναλλάγματος της χώρας της κάθε ενάγουσας που ισχύει κατά το χρόνο της κάθε καταβολής.

Οι ενάγουσες παρατηρούν σχετικώς ότι οι προηγούμενες αποφάσεις, που αναγνωρίζουν την ύπαρξη του δικαιώματος προς αποκατάσταση της επελθούσας ζημίας, εκδόθηκαν πριν από τρία έτη, οι δε ενάγουσες στις υποθέσεις εκείνες είχαν την ιθαγένεια χωρών που υπέστησαν νομισματική υποτίμηση πολύ λιγότερο σημαντική από αυτήν που μεσολάβησε στην Ιταλία. Υποστηρίζουν ότι πρέπει, επομένως, για να εξασφαλίσει το Δικαστήριο την ίση μεταχείριση, μεταξύ, παραδείγματος χάρη, μιας ιταλικής επιχείρησης και μιας γερμανικής επιχείρησης, οι αγωγές αποζημιώσεως των οποίων — αναφερόμενες στο ίδιο ύψος επιστροφών που έπρεπε να καταβληθούν κατά την ίδια ημερομηνία αλλά δεν καταβλήθηκαν — έγιναν δεκτές κατά το ίδιο χρονικό σημείο, να γίνει ο υπολογισμός σε ΛΜ ή σε ECU και το ποσό αυτό να μετατραπεί στη συνέχεια σε εθνικό νόμισμα με την τιμή που ισχύει κατά τη χρονική στιγμή της καταβολής. Προσθέτουν ότι, αν, αντιθέτως, όπως προτείνει το Συμβούλιο, η αποζημίωση ισοδυναμεί με τα ποσά που έπρεπε να είχαν εισπραχθεί σε εθνικό νόμισμα κατά το χρόνο που έπρεπε να καταβληθεί η επιστροφή, η ιταλική επιχείρηση στο προαναφερθέν παράδειγμα θα υφίστατο αναμφισβήτητα δυσμενή διάκριση σε σχέση με τη γερμανική επιχείρηση, διότι θα εισέπραττε αισθητά χαμηλότερο ποσό.

Κατά τις ενάγουσες, το αίτημά τους, με τη μορφή που διατυπώνεται, καθιστά περιττή οποιαδήποτε αναφορά στο περίπλοκο και λεπτό ζήτημα της νομισματικής υποτίμησης, το οποίο οδήγησε στην έκδοση απόφασης του ιταλικού Corte di Cassazione (Ακυρωτικού) (απόφαση 3770 της 4ης Ιουλίου 1979, Foro it. Ι σ. 1668), το οποίο, ενώ επιβεβαιώνει την ισχύ της θεωρίας της ονομαστικής τιμής, την οποία καθιερώνει το άρθρο 1277 του ιταλικού Αστικού Κώδικα, έκρινε ωστόσο ότι ο οφειλέτης υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημίας που οφειλόταν στη νομισματική υποτίμηση και την οποία υπέστη ο δανειστής που δεν πληρώθηκε εγκαίρως.

Β —

Η ενάγουσα De Francescbi-Monfalcone (υποθ. 51/81) απαντά καταρχάς στα επιχειρήματα της Επιτροπής που αναφέρονται στο γεγονός ότι δηλώνει μόνο μια περίοδο παραγωγής που εκτείνεται από τις 4 Απριλίου 1977 μέχρι τις 18 Οκτωβρίου 1977.

Εξηγεί ότι, μέχρι τις 30 Απριλίου 1975, η ενάγουσα εταιρεία De Franceschi-Monfalcone SpA και η εταιρεία De Franceschi & Figli, ενάγουσα στην υπόθεση 265/80, αποτελούσαν ενιαία εταιρεία και ότι, την 1η Μαΐου 1975, η ενάγουσα De Franceschi SpA Monfalcone συνεστήθη ως αυτόνομη εταιρεία και, υπό τη μορφή αυτή, άρχισε να αναπτύσσει ίδιες δραστηριότητες από το 1976.

Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι έλαβε γνώση της καταβολής των επιστροφών λόγω παραγωγής πληγουριών αραβοσίτου, παρά το ότι άρχισε να αναπτύσσει ίδιες δραστηριότητες σε χρόνο μεταγενέστερο της καταργήσεως των επιστροφών αυτών με τον κανονισμό 665/75, προκύπτει αβιάστως από το γεγονός (που βεβαιώνεται με το παράρτημα Ι του υπομνήματος απαντήσεως) ότι ο πρώην διευθυντής της ενιαίας εταιρείας την οποία αποτελούσε _ με την ενάγουσα De Franceschi & Figli, όταν οι επιστροφές καταβάλλονταν κανονικά, έγινε στη συνέχεια διευθυντής της δικής της επιχείρησης από το χρόνο της συστάσεως της ως αυτόνομης εταιρείας.

Είναι επομένως κατανοητό το γεγονός ότι η ενάγουσα που ετέλει κατά τον τρόπο αυτό εν γνώσει των εν λόγω επιστροφών διεκδικεί την καταβολή τους.

Όσον αφορά την περίοδο παραγωγής και το αίτημα της περί καταβολής των επιστροφών που αναφέρονται σ' αυτήν ακριβώς την περίοδο, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η άποψη της θεμελιώνεται επίσης σε αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα. Εξηγεί ότι, όντας πλήρως πεπεισμένη για το παράνομο του κανονισμού 65/75, ο οποίος καταργούσε τις επιστροφές λόγω παραγωγής πληγουριών αραβοσίτου, είχε επανειλημμένα την ευκαιρία, διά του υπεύθυνου διευθυντή της που προαναφέρθηκε, να υποστηρίξει την άποψη της τόσο σε συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο υπουργείο οικονομικών στη Ρώμη όσο και κατά τη διάρκεια συνεδριάσεων που διεξήχθησαν στις αρμόδιες διευθύνσεις της Επιτροπής στις Βρυξέλλες. Όπως εκθέτει, τη γνώμη αυτή, την οποία συμμερίζονταν διάφοροι υπεύθυνοι των ιταλικών υπουργείων, έκρινε αρκετά βάσιμη το υπουργείο οικονομικών, ώστε να πειστεί να υποστηρίξει αποφασιστικά ενώπιον των κοινοτικών θεσμικών οργάνων την ανάγκη να επαναφερθούν σε ισχύ οι επιστροφές λόγω παραγωγής πληγουριών αραβοσίτου, αντίθετα προς την άποψη του Συμβουλίου των υπουργών και της Επιτροπής. Κατά την ενάγουσα, τα αρμόδια ιταλικά όργανα ήταν τόσο πεπεισμένα για το παράνομο του κοινοτικού κανονισμού που καταργούσε τις εν λόγω επιστροφές, ώστε το υπουργείο οικονομικών εξέδωσε στις 3 Οκτωβρίου 1975 την προαναφερθείσα εγκύκλιο, με την οποία εγνώριζε σε όλα τα αρμόδια υπουργεία, σε όλα τα τελωνεία και σε όλες τις οργανώσεις των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών ότι ενδεχόταν να επαναφερθούν οι επιστροφές λόγω παραγωγής πληγουριών αραβοσίτου με αναδρομική ισχύ. Σχετικώς η ενάγουσα αναφέρεται επίσης στην εγκύκλιο της Associazione Nazionale Cerealisti της 20ής Νοεμβρίου 1975, την οποία ανέφερε ήδη η εταιρεία Mangimi Niccolai.

Τα έγγραφα αυτά αποδεικνύουν, κατά την εταιρεία De Franceschi-Monfalcone, ότι οι ενδιαφερόμενες ιταλικές επιχειρήσεις όπως αυτή όχι μόνον έλαβαν γνώση της υπάρξεως των εν λόγω επιστροφών, αλλά και κλήθηκαν — επισήμως, κατά κάποιο τρόπο — να λάβουν υπόψη την καταβολή των επιστροφών αυτών που θα επαναφέρονταν με αναδρομική ισχύ.

Ως προς την άπαρξη της ζημίας και της συνεπακόλουθης αξιώσεως της προς αποζημίωση, η ενάγουσα παρατηρεί ότι το γεγονός ότι ήταν ενήμερη για τις επιστροφές που έπρεπε να εισπραχτούν και είχε κληθεί να λάβει υπόψη το ύψος τους κατά τη σύναψη συμβάσεων πωλήσεως πληγουριών αραβοσίτου, καταδεικνύει ότι δεν είχε κανένα λόγο να αναζητήσει τίποτε από τις ζυθοποιίες και ότι συμπεριφέρθηκε ακριβώς, κατά τον καθορισμό των τιμών πωλήσεως της, σαν να επρόκειτο οι επιστροφές να καταβληθούν κανονικά, και ότι, ήταν υποχρεωμένη να δώσει στις ζυθοποιίες τη δυνατότητα να γίνουν κοινωνοί των πλεονεκτημάτων που αποσκοπούσε να τους παράσχει η επιστροφή, ενθαρρύνοντάς τες, με την προσφορά συμφερουσών τιμών, να αγοράζουν πληγούρια αραβοσίτου, απαλλάσσοντας τες έτσι από την υποχρέωση να είναι αποκλειστικά εξαρτημένες από τους παραγωγούς αμύλου.

Υποστηρίζει ότι, για να μη χάσει την πελατεία της, αναγκάστηκε να πωλεί σε σταθερές τιμές, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις καταργηθείσες επιστροφές, σε τιμές δηλαδή που ήταν, κατά μέσο όρο, κατώτερες από τις τιμές που διαμορφώνονταν ελεύθερα στην αγορά. Προσκομίζει ορισμένα τιμολόγια, από τα οποία προκύπτει ότι οι τιμές της ήσαν κατώτερες από τις τιμές που περιέχονταν στους πίνακες της σημαντικότερης ένωσης που καταρτίζει τιμοκαταλόγους αγροτικών προϊόντων στην Ιταλία, της Associazione Granaria του Μιλάνου. Υποστηρίζει ότι η διαφορά που προκύπτει από τη σύγκριση αυτή ισοδυναμούσε ακριβώς με το ύψος των επιδίκων επιστροφών (20400 λιρέτες κατά μέσο όρο ανά εκατό-κιλο σιμιγδαλιού αραβοσίτου στην ελεύθέρη αγορά έναντι 18000 λιρετών ανά εκα-τόκιλο για τις τιμές της ενάγουσας = διαφορά 2400 λιρετών η οποία καλύπτεται από τις επιστροφές 2946 λιρετών που ήσαν εφαρμοστέες μέχρι τον Αύγουστο 1977 και 3151 λιρετών μέχρι τον Οκτώβριο 1977).

Επομένως, κατά την ενάγουσα, για να αναζητήσει το όλο ποσό της επιστροφής από τις ζυθοποιίες, χρειάστηκε να πωλήσει το προϊόν της στην ίδια τουλάχιστον τιμή με το ανάλογο προϊόν που διετίθετο στην ελεύθερη αγορά. Παρατηρεί ότι, εφόσον, αντιθέτως, το πώλησε κατά μέσο όρο σε τιμή κατά πολύ χαμηλότερη (σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, το παραπλήσιο των τιμών εξηγείται από τη μεταφορά ή το χρόνο παράδοσης), αποδεικνύει έτσι ότι έλαβε υπόψη τις επιστροφές κατά τον καθορισμό της τιμής του προϊόντος: και τούτο πάνω απ' όλα για να μη χάσει την πελατεία της, η οποία, σε αντίθετη περίπτωση, θα στρεφόταν στους παραγωγούς αμύλου, οι οποίοι εξακολουθούσαν να λαμβάνουν τις κοινοτικές επιστροφές.

Εξάλλου, κατά την ενάγουσα, το Συμβούλιο και η Επιτροπή περιπίπτουν σε πλάνη περί το δίκαιο ορίζοντας συσταλτικά την έννοια της ζημίας.

Υποστηρίζει ότι η έννοια αυτη, όπως γίνεται δεκτή στις έννομες τάξεις όλων των κρατών μελών, περιλαμβάνει τόσο την απώλεια που προκαλεί μείωση της περιουσίας του ενδιαφερομένου εν στενή έννοια, όσο και τον αποκλεισμό της δυνατότητας αύξησης της περιουσίας του λόγω του ζημιογόνου γεγονότος. Αναφέρεται σχετικώς στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Capotorti, στην υπόθεση 238/78 (σημείο 9 των προτάσεων, Racc. 1979, στη σ. 2998), τις οποίες το Δικαστήριο ακολούθησε στην απόφαση του της 4ης Οκτωβρίου 1979 (σκέψη 13, Race. 1979, στη σ. 2973), εφόσον έκρινε, στην εν λόγω υπόθεση, ότι το γεγονός που προκάλεσε τη ζημία, την οποία επικαλούνταν ή ενάγουσα, συνίστατο «στην κατάργηση, εκ μέρους του Συμβουλίου, των επιστροφών που έπρεπε να είχαν καταβληθεί στους παραγωγούς quellmehl αν είχε τηρηθεί η ίση μεταχείριση με τους παραγωγούς αμύλου αραβοσίτου» και ότι επομένως το ύψος αυτών των επιστροφών έπρεπε «να αποτελέσει τη βάση υπολογισμού για την αποτίμηση της επελθούσας ζημίας».

Κατά την ενάγουσα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη της ζημίας που αποδείχτηκε κατά τον τρόπο αυτόν, διότι η ζημία δεν μπορεί ούτε να μειωθεί ούτε να εξαφανιστεί με την εφαρμογή, στην υπό κρίση περίπτωση, της θεωρίας του συμψηφισμού μεταξύ της ζημίας και του ενδεχομένου κέρδους, για το λόγο ότι η θεωρία αυτή προϋποθέτει ότι και η μεν και το δε πρέπει να εμφανίζονται ως άμεσα και ευθέα αποτελέσματα της παράνομης ενέργειας, που πρέπει έτσι να αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία και των δύο.

Εν προκειμένω όμως, κατά την ενάγουσα, η οποία αναφέρεται σχετικώς στις προαναφερθείσες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Capotorti (Racc. 1979, στη σ. 3005), η κατάργηση των επιστροφών δεν προσπόρισε ευθέως κανένα κέρδος στους ζημιωθέντες, το δε πλεονέκτημα που θα μπορούσε υποθετικά να προκύψει από την αύξηση των τιμών των εναγουσών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της κατάργησης των επιδίκων επιστροφών, αλλά ως αποτέλεσμα αυτόνομης απόφασης των ενδιαφερομένων.

Τέλος, η ενάγουσα αναπτύσσει ισχυρισμούς και επιχειρήματα παρόμοια με εκείνα που ανέπτυξαν οι προηγούμενες ενάγουσες σχετικά με την απόδειξη της ύπαρξης ζημίας ή της μη μετακύλισης της ζημίας στις τιμές πωλήσεως τους, το ζήτημα ποιος διάδικος φέρει το βάρος της αποδείξεως αυτής, καθώς και το ζήτημα ποια τιμή συναλλάγματος ισχύει για τη μετατροπή της ΛΜ (ή ECU) σε ιταλικές λιρέτες.

Γ —

Η ενάγουσα Birra Peroni (υποθ. 282/82) παρατηρεί ότι τα εναγόμενα όργανα ζητούν από το Δικαστήριο να επιβάλει σ' αυτήν το βάρος της αποδείξεως ότι η ζημία που προκύπτει από τη μη καταβολή των επιστροφών οδήγησε σε αύξηση των τιμών του προϊόντος της, μετακυλίοντας έτσι στον καταναλωτή το βάρος που απορρέει από τη μη καταβολή των επιστροφών. Παρατηρεί ότι η αύξηση αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να επακολουθήσει την αύξηση των τιμών των θραυσμάτων όρυζας και/ή το βάρος που προκύπτει από τις εκχωρήσεις των δικαιωμάτων προς είσπραξη των επιστροφών. Υποστηρίζει ότι της είναι αδύνατο να προσκομίσει την αρνητική απόδειξη περί της μη υπάρξεως της εν λόγω μετακύλισης, ότι της είναι όμως, αντιθέτως, απολύτως δυνατό να προσκομίσει έμμεση απόδειξη περί του ότι παρόμοια μετακύ-λιση δεν υπήρξε και ότι το ενδεχόμενο αυτό ήταν αδύνατο διότι οι τιμές του ζύθου στην Ιταλία ποικίλλουν μόνο σε συνάρτηση με τις αυξήσεις του φόρου παρασκευής, τις αυξήσεις των μισθών, τα κοινωνικά βάρη, τις τιμές των συσκευασιών και των δοχείων ή της ενέργειας.

Σχετικώς, η εταιρεία Birra Peroni αναφέρεται επίσης στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Capotorti στην υπόθεση 238/78, Ireks-Arkady (Racc. 1979, στη σ. 3005), όπου υποστήριξε ότι «στην υπό κρίση διαφορά, το πλεονέκτημα που, όπως υποστηρίζεται, συνδέεται με την αύξηση των τιμών δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ότι οφείλεται στην κατάργηση των επιστροφών λόγω παραγωγής: στην πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα αυτόνομης απόφασης των παραγωγών. Με άλλα λόγια: ο συμψηφισμός της ζημίας με το κέρδος προϋποθέτει ότι και τα δύο αποτελούν άμεσες και ευθείες συνέπειες της παράνομης πράξης, ενώ εν προκειμένω η κατάργηση της κοινοτικής ενίσχυσης δεν προσπόρισε ευθέως κανένα όφελος στους ζημιωθέντες».

Η ενάγουσα παρατηρεί, ως εκ τούτου, ότι τα εναγόμενα όργανα επιχειρούν να θεμελιώσουν την άποψη τους στην «compensatio lucri cum damno, αρχή όμως που δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την κρατούσα σήμερα θεωρία και την πάγια νομολογία στην Ιταλία, για να υπάρξει συμψηφισμός, η ζημία και το κέρδος πρέπει να πηγάζουν από το ίδιο γεγονός με εκείνο στο οποίο συνίσταται η παράνομη πράξη.

Κατά τη γνώμη της εταιρείας Birra Peroni, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η ενάγουσα είναι εκείνη που φέρει το βάρος της αποδείξεως της υπάρξεως της επελθούσας ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης πράξης και του δικαιώματος αποζημιώσεως. Για τους λόγους τους οποίους κατέστησε εμφανείς ο γενικός εισαγγελέας Capotorti στις προτάσεις του στην ίδια υπόθεση 238/78, Ireks-Arkady, στις οποίες η ενάγουσα αναφέρεται και πάλι, το βάρος της αποδείξεως φέρουν τα εναγόμενα όργανα, υπό την έννοια ότι αυτά πρέπει να αποδείξουν ότι η ενάγουσα μετακύλισε την επελθούσα ζημία στους τελικούς καταναλωτές των προϊόντων της.

4.

Τα εναγόμενα όργανα με τις ανταπαντήσεις τους αναπτύσσουν τους ακόλουθους ισχυρισμούς και επιχειρήματα:

A —

Το Συμβούλιο φρονεί ότι ο συλλογισμός των εναγουσών, κατά τον οποίο τα εναγόμενα όργανα φέρουν το βάρος να αποδείξουν την επίδικη μετακύλιση στις τιμές τους λόγω του ότι αυτός είναι ο κανόνας της κατανομής του βάρους της αποδείξεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτός και ότι, αντίθετα, μπορεί να συναχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι η έλλειψη μετακύλισης μπορεί να αποτελεί συστατικό στοιχείο της ζημίας, το οποίο φέρουν το βάρος να αποδείξουν οι ενάγουσες, τουλάχιστον όσον αφορά την εκ πρώτης όψεως ύπαρξη της ζημίας τους, υπό τις υπό κρίση περιστάσεις.

Κατά το Συμβούλιο, αν υφίσταται κατά νόμο σύστημα που επιτρέπει να μεταφέρονται σε επόμενη φάση της εμπορίας ζημίες όπως οι προβαλλόμενες, η ύπαρξη ενός τέτοιου καθεστώτος αποκρούει το βάσιμο των αγωγών αναζητήσεως, έστω και αν οι αγωγές αυτές μπορούσαν να ασκηθούν επιτυχώς βάσει του εθνικού δικαίου καθαυτού. Παραπέμπει σχετικώς στην απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαΐου 1981 (υπόθεση Chemical Corporation, 66/80, Συλλογή 1981, σ. 1191, σκέψη 24).

Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το ίδιο συμπέρασμα πρέπει να ισχύει και όταν η εν λόγω μετακύλιση στις τιμές πωλήσεως καθίσταται δυνατή από την πραγματική κατάσταση.

Όμως, κατά το Συμβούλιο, τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίζουν οι ενάγουσες, ήτοι τιμολόγια που αφορούν την μετά την κατάργηση της επιστροφής περίοδο, επιτρέπουν να συναχθεί ότι υπήρξε πράγματι μετακύλιση δεδομένου ότι οι τιμές πωλήσεως, τις οποίες παρουσιάζουν οι ενάγουσες παραγωγοί gritz αραβοσίτου, και οι τιμές αγοράς, τις οποίες αναφέρει η εταιρεία Birra Wührer, αγοράστρια των προϊόντων αυτών, βρίσκονται όλες στο ίδιο επίπεδο.

Το Συμβούλιο υποστηρίζει λοιπόν ότι, αν η εταιρεία Wührer ισχυρίζεται ότι οι προμηθευτές της της εκχώρησαν το δικαίωμα προς είσπραξη της επιστροφής, πρέπει να συναχθεί ότι, για να επιτύχει την εκχώρηση αυτή, αποζημίωσε τους προμηθευτές της για την απώλεια της επιστροφής, με άλλα λόγια, ότι κατέβαλε πράγματι στους προμηθευτές της την τιμή αγοράς προσαυξημένη κατά το ύψος της επιστροφής.

Εξ αυτού έπεται, δεδομένου ότι οι τιμές πωλήσεως των εναγουσών παραγωγών βρίσκονται όλες στο ίδιο επίπεδο, ότι και αυτές έλαβαν από τους άλλους ιταλούς ζυθοποιούς τιμή αγοράς προσαυξημένη κατά την επιστροφή. Υπ' αυτές τις περιστάσεις, δεν υφίσταται καμιά ζημία σε βάρος των εναγουσών παραγωγών.

Κατά το Συμβούλιο, το γεγονός ότι οι ιταλοί ζυθοποιοί έκριναν, όπως φαίνεται, σκόπιμο να αποζημιώσουν δίχως άλλο τους ιταλούς παραγωγούς gritz αραβοσίτου για την απώλεια της επιστροφής, επιτρέπει να συναχθεί ότι και αυτοί μπορούσαν ευχερώς να ενσωματώσουν την προκύπτουσα ζημία στις δικές τους τιμές πωλήσεως.

Το Συμβούλιο φρονεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν μέχρι τούδε άγουν στο συμπέρασμα ότι υπήρξε, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, στην Ιταλία ένα διαδεδομένο φαινόμενο μετακύλισης στα επόμενα στάδια της εμπορίας.

Το Συμβούλιο συνάγει, επομένως, ότι οι ενάγουσες φέρουν το βάρος, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την απόφαση της 4ης Μαρτίου 1980 (Richard Pool, υποθ. 49/79, Race. 1980, σ. 569, σκέψη 11), να αποδείξουν τουλάχιστον την εκ πρώτης όψεως ύπαρξη της ζημίας τους.

Κατά τα λοιπά το Συμβούλιο παραπέμπει στα επιχειρήματα που περιέχονται στο υπόμνημα ανταπαντήσεως της Επιτροπής.

Β —

Η Επιτροπή παρατηρεί, ως προς τη μετακύλιση της ζημίας στους επόμενους κτήτορες, ότι, όπως φαίνεται ότι υποστηρίζουν οι ενάγουσες, το Δικαστήριο, ενώ καταρχήν δέχεται την αρχή της, ωστόσο απέρριψε την ύπαρξη της άπαξ διά παντός εκδίδοντας τις αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1979, που έχουν επανειλημμένα αναφερθεί.

Η Επιτροπή παρατηρεί, καταρχάς, ότι, αντιθέτως προς τις ενάγουσες, που της προσάπτουν ότι δεν έκανε το ίδιο, δεν αναφέρεται στις σκέψεις 16 και 17 της αποφάσεως της 4ης Οκτωβρίου που εκδόθηκε επί της αποφάσεως Dumortier frères, για τον απλό λόγο ότι ούτε προσθέτουν ούτε αφαιρούν τίποτε από την ύπαρξη και το περιεχόμενο της αρχής της μετακύλισης, διότι πρόκειται για εφαρμογή της αρχής αυτής στην περίπτωση την οποία αφορά η προαναφερθείσα υπόθεση, η οποία δεν έχει τίποτε κοινό με περιπτώσεις όπως αυτή των εναγουσών. Κατά την Επιτροπή, η ομοιότητα μεταξύ των εν λόγω υποθέσεων δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αρχή της μετακυλίσεως των βαρών δεν ισχύει πλέον για το λόγο ότι υπάρχει δεδικασμένο. Κατά την Επιτροπή, το Δικαστήριο οφείλει απεναντίας να εφαρμόσει την αρχή αυτή κατά περίπτωση, για να καταλήξει στη δικαιότερη λύση.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν είναι καθόλου ακριβές ότι, με τις προηγούμενες αποφάσεις του, το Δικαστήριο απέκλεισε τη δυνατότητα της εν λόγω αρχής να παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα αρκεί επ' αυτού μια ανάγνωση της σκέψης 18 της απόφασης την οποία εξέδωσε στην προαναφερθείσα υπόθεση Dumortier frères, για να γίνει αντιληπτό ότι συμβαίνει το αντίθετο και ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το Δικαστήριο αρνήθηκε πράγματι να δεχτεί το αίτημα αποζημιώσεως. Παραθέτει το χωρίο της εν λόγω αποφάσεως, όπου αναφέρεται ότι:

«Από τα παραπάνω έπεται ότι η ζημία για την οποία πρέπει να αποζημιωθούν οι ενάγουσες πρέπει να υπολογιστεί ως το ισόποσο των επιστροφών που θα τους είχαν καταβληθεί αν, κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Αυγούστου 1975 μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1977, η χρησιμοποίηση αραβοσίτου για την παρασκευή gritz που χρησιμοποιείται από τη ζυθοποιία παρείχε δικαίωμα λήψεως των ίδιων επιστροφών όπως η χρησιμοποίηση αραβοσίτου για την παρασκευή αμύλου· εξαίρεση πρέπει να γίνει για τις ποσότητες αραβοσίτου που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή gritz, το οποίο πωλήθηκε σε τιμές προ-σαυξηθείσες κατά τα ποσά των επιστροφών που δεν καταβλήθηκαν δυνάμει συμβάσεων που εξασφαλίζουν υπέρ του αγοραστή το όφελος που προκύπτει από την ενδεχόμενη επαναφορά σε ισχύ των επιστροφών.»

Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, επομένως, η αρχή της μετακυλίσεως ισχύει, εφαρμόστηκε και πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε ανάλογη κατάσταση.

Στο πλαίσιο αυτό, προκύπτει ότι η παρατήρηση των εναγουσών, ότι η εφαρμογή της εν λόγω αρχής έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία «νέας ανεπίτρεπτης διάκρισης» μεταξύ, αφενός, αυτών που επέτυχαν δυνάμει των κανονισμών 1125 και 1127/78 την αναδρομική από τις 19 Οκτωβρίου 1977 επαναφορά των επιστροφών δίχως άλλο περιορισμό ως προς τη μετακύλιση, και, αφετέρου, εκείνων που διεκδικούν το δικαίωμα λήψεως των επιστροφών αυτών (ως αποζημιώσεως) για την προ της ημερομηνίας αυτής περίοδο, αλλά προσκόπτουν στην αρχή της μετακυλίσεως, δεν αντέχει σε σοβαρή εξέταση.

Η Επιτροπή υποστηρίζει σχετικά ότι οι προαναφερθέντες κανονισμοί επαναθέ-σπισαν αναδρομικά το δικαίωμα επιστροφής με τη νομοθετική οδό, ενώ οι αποφάσεις του Δικαστηρίου επεδίκασαν αποζημίωση (έστω και αν το ύψος της ήταν ίσο προς τις μη καταβληθείσες επιστροφές) με τη δικαστική οδό. Είναι, όμως, αναμφισβήτητο, κατά την Επιτροπή, ότι μια αγωγή αποζημιώσεως υπόκειται στα κατά περίπτωση πρόσφορα όρια και αρχές, και, κατά συνέπεια, και στην αρχή της μετακυλίσεως. Άλλωστε, προσθέτει η Επιτροπή, αν η άποψη των εναγουσών ήταν ακριβής, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι το ίδιο το Δικαστήριο, δεχόμενο την αρχή της μετακυλίσεως και εφαρμόζοντας την, εισήγαγε διάκριση.

Ως προς το βάρος της αποδείξεως, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι εν πάση περιπτώσει τα εναγόμενα όργανα φέρουν το βάρος να αποδείξουν ότι η μετακύλιση έλαβε χώρα ή ότι ήταν δυνατή, εφόσον πρόκειται για ένσταση.

Η Επιτροπή φρονεί ότι η άποψη των εναγουσών είναι πεπλανημένη, διότι το πρόβλημα της μετακύλισης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένσταση με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, ανήκει στην ουσία της υποθέσεως, και ακριβέστερα συνδέεται άμεσα με την απόδειξη περί της υπάρξεως και της εκτάσεως της ζημίας, εφόσον η ίδια η ύπαρξη ζημίας αποκλείεται, εν όλω η εν μέρει, εάν αποδειχτεί ότι ο ισχυριζόμενος ότι ζημιώθηκε μπόρεσε να μετακυλίσει την απώλεια του στους πελάτες του.

Η Επιτροπή υποστηρίζει, συνεπώς, ότι στον ζημιωθέντα εναπόκειται να προσκομίσει αποδείξεις περί της υπάρξεως και της εκτάσεως της ζημίας.

Ως προς τις αποδείξεις περί της μη μετακυ-λίσεως που προσκομίζουν οι ενάγουσες, μολονότι αρνούνται ότι αυτές φέρουν το σχετικό βάρος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι συνίστανται κατ' ουσία σε δελτία τιμών που δημοσιεύτηκαν στο χρηματιστήριο κατά το χρόνο στον οποίο αναφέρονται οι ενάγουσες, για να υποστηρίξουν ότι, εφόσον οι τιμές που εφάρμοζαν αυτές δεν ήταν υψηλότερες από εκείνες, είναι προφανές ότι δεν υπήρξε μετακύλιση της ζημίας.

Η Επιτροπή φρονεί ότι τα προσκομιζόμενα δελτία τιμών δεν αποδεικνύουν τίποτε.

Παρατηρεί, καταρχάς, ότι τα εν λόγω δελτία τιμών αφορούν διαφορετικά προϊόντα (θραύσματα αραβοσίτου που δεν έχει αναπτύξει φύτρα, χύμα, προοριζόμενα για ζωοτεχνική χρήση, αφενός, και άλευρα αραβοσίτου, αφετέρου) και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να συγκριθούν με τα επίδικα προϊόντα (gritz και θραύσματα ορύζης). Κατά την Επιτροπή, και αν ακόμη παραμεριστούν οι λεπτομέρειες αυτές, η εν λόγω σύγκριση 8α προέκυπτε από πρόδηλο μεθοδολογικό σφάλμα, διότι δεν έχει νόημα να συγκρίνονται οι τιμές που εφάρμοζαν οι ενάγουσες με τις τιμές της αγοράς. Παρατηρεί ότι οι ενδεχόμενες τιμές της αγοράς αντανακλούν κατ' ανάγκη τις τιμές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί, που βρίσκονται όλοι στην ίδια κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από τη μη είσπραξη επιστροφών, και οι τιμές των οποίων πρέπει να βρίσκονται όλες λίγο-πολύ στο ίδιο επίπεδο.

Με άλλα λόγια, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, και αν ακόμα υπήρχαν δημοσιευθείσες τιμές για το gritz και τα θραύσματα ορύζης, αυτές δεν θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες, διότι το μόνο που θα μπορούσε να διαπιστωθεί θα ήταν η ισοδυναμία τους με τις τιμές που εφάρμοζαν οι παραγωγοί.

Κατά την Επιτροπή, εκείνο που θα ενδιέφερε να γίνει γνωστό είναι η καμπύλη των τιμών που εφάρμοσαν οι ενάγουσες, για παράδειγμα από το 1974 μέχρι το 1978, που θα έδινε μια πολύ πιο ακριβή εικόνα για την εξέλιξη τους και τη μετακύλιση των βαρών στα επόμενα στάδια της εμπορίας.

Σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εξέταση των τιμολογίων που προσκόμισαν οι ενάγουσες επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, κατά την υπό κρίση περίοδο, οι τιμές που εμφαίνονται στα προσκομισθέντα τιμολόγια ακολούθησαν παράλληλη εξέλιξη με τα αντίστοιχα επίπεδα όλων των εναγουσών και ότι, όπως προκύπτει από τον ανακεφαλαιωτικό πίνακα που είναι συνημμένος στο υπόμνημα ανταπαντήσεως της, οι τιμές τις οποίες αναφέρουν οι ενάγουσες ήταν σχεδόν οι ίδιες για κάθε μήνα ή για κάθε τριμηνία.

Όμως, κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι η ενάγουσα στην υπόθεση 256/80 (Birra Wührer) είναι ζυθοποιία που θεωρεί ότι νομιμοποιείται να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, για το λόγο ότι οι παραγωγοί gritz Kat θραυσμάτων ορύζης της εκχώρησαν τα δικαιώματά τους, σημαίνει ότι οι τιμές που αναφέρονται στα τιμολόγια που προσκόμισε η επιχείρηση Birra Wührer περιλαμβάνουν τη μετακύλιση που πραγματοποίησαν οι προμηθευτές της προς αυτή' και τούτο για το λόγο ότι, σε ενάντια περίπτωση, η Birra Wührer δεν θα νομιμοποιούνταν καθόλου να ασκήσει την υπό κρίση αγωγή.

Η Επιτροπή συνάγει λοιπόν ότι η ισοδυναμία των επιπέδων των τιμών που εφάρμοζαν οι άλλες ενάγουσες παραγωγοί gritz και θραυσμάτων ορύζης και η παράλληλη εξέλιξή τους με τις τιμές της επιχείρησης Birra Wührer αποδεικνύουν ότι η μετακύλιση έλαβε πράγματι χώρα και ότι, επομένως, οι αγωγές αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθούν.

Κατά την Επιτροπή, οι διαπιστώσεις αυτές βρίσκουν χαρακτηριστική επιβεβαίωση στο γεγονός ότι δύο από τις ενάγουσες, η Riseria Modenese (υπόθ. 267/80) και η Riserie Roncaia (υπόθ. 5/81), που εκχώρησαν τα δικαιώματα τους στην ενάγουσα Birra Peroni (υποθ. 282/82), επιβεβαιώνουν τα δικαιώματα της τελευταίας και, επομένως, σιωπηρώς παραδέχονται τη μετακύλιση των ζημιών, τις οποίες υπέστησαν από την κατάργηση των επιστροφών, στην τελευταία αυτή ενάγουσα.

Η Επιτροπή φρονεί, εξάλλου, ότι η επιβεβαίωση της υπάρξεως των μετακυλίσεων προκύπτει από την εξέταση των πραγματικών περιστατικών των σχετικών με την ενάγουσα Mangimi Niccolai, ως προς την οποία η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αφού πρώτα με το δικόγραφο της αγωγής της ισχυρίστηκε ότι έλαβε γνώση περί της υπάρξεως του δικαιώματός της προς λήψη επιστροφών μόνο αφού έμαθε καθυστερημένα για τις μεταγενέστερες αποφάσεις του Δικαστηρίου και ότι δεν ήταν καν ενήμερη για τη νέα ρύθμιση που είχε καταργήσει τις επιστροφές, στη συνέχεια υπαναχωρεί και ισχυρίζεται ότι βασίστηκε στη σημαντική πιθανότητα επαναφοράς των επιστροφών για να αρχίσει την παραγωγή της. Κατά την άποψη, όμως, της Επιτροπής, η ενάγουσα Mangimi Niccolai παρουσιάστηκε στην αγορά τελώντας εν πλήρει αγνοία της υπάρξεως των επιστροφών και άρχισε να εφαρμόζει τιμές λίγο-πολύ ανάλογες με τις τιμές των ανταγωνιστών της, ούτως, ώστε, αν οι τελευταίοι μετακύλιαν ήδη στους πελάτες τους το διαφυγόν κέρδος που προέκυπτε από την έλλειψη των επιστροφών — πράγμα που η Επιτροπή νομίζει ότι έπρατταν —, είναι προφανές ότι η επιχείρηση Mangimi Niccolai προσαρμόστηκε και αυτή, παρόλον ότι εξακολουθούσε να αγνοεί την ύπαρξη των επιστροφών.

Όσο για την εγκύκλιο της Associazione Nazionale Cerealisti, στην οποία αναφέρεται η ενάγουσα Mangimi Niccolai και η ενάγουσα De Franceschi-Monfalcone, κατά την Επιτροπή, δεν αποδεικνύει τίποτε, διότι βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με τις προηγούμενες δηλώσεις της πρώτης και εν πάση περιπτώσει, κατά την άποψη της Επιτροπής, είναι μάλλον απίθανο ένα τόσο αόριστο και επιφυλακτικό κείμενο να μπόρεσε να παροτρύνει μια επιχείρηση που ειδικευόταν μέχρι τότε στην παραγωγή «σιμιγδαλιού αραβοσίτου που προοριζόταν αποκλειστικά για άλλες χρήσεις», σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, να εγκαταλείψει πλήρως την εν λόγω παραγωγή προς χάρη μιας άλλης, ενώ δεν είχε κρίνει σκόπιμο να το πράξει όταν η Κοινότητα πράγματι χορηγούσε επιστροφές, πριν δηλαδή την κατάργηση τους.

Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει ότι η εν λόγω εγκύκλιος διαλαμβάνει ότι «το υπουργείο οικονομικών αποφάσισε ότι ο αρμόδιες υπηρεσίες (τελωνεία και UTIF) θα εξακολουθήσουν, κατ' αίτηση των ενδιαφερομένων, να λαμβάνουν όλα τα ήδη προβλεπόμενα μέτρα για τη χορήγηση των εν λόγω επιστροφών ...», και παρατηρεί ότι η επιχείρηση Mangimi Niccolai δεν κάνει την παραμικρή νύξη σε αίτηση εκ μέρους της ούτε στις υποχρεώσεις τις οποίες αναφέρει η εγκύκλιος, επιβεβαιώνοντας έτσι και πάλι την άποψη των εναγομένων οργάνων περί της μετακυλίσεως των απωλειών που οφείλονταν στην έλειψη των επιστροφών.

Η άποψη αυτή επιρρωνύεται, επιπλέον, κατά την Επιτροπή, από την εξέταση της περίπτωσης της Birra Wührer, ενάγουσα προς την οποία οι προμηθευτές της εκχώρησαν τα δικαιώματά τους προς λήψη της επιστροφής και η οποία δεν προσκόμισε την απόδειξη, παραπάνω από ό,τι οι άλλες ενάγουσες, της οποίας έφερε το βάρος, ότι δεν είχε τη δυνατότητα να μετα-κυλίσει την αύξηση των βαρών που προέκυπταν από τις υψηλότερες τιμές, τις οποίες κατέβαλλε στους προμηθευτές της. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι η τιμή των σιμιγδαλιών ή των θραυσμάτων ορύζης αντιπροσωπεύει έναντι της συνολικής τιμής ένα ποσοστό που δεν επιτρέπει από μόνο του την αισθητή τροποποίηση των τιμών πωλήσεως των διαφόρων μονάδων τελικού προϊόντος, είναι αόριστος και ανεπαρκής.

Η Επιτροπή ερμηνεύει τον ισχυρισμό αυτόν υπό την έννοια ότι, σε σύγκριση με άλλους λόγους αυξήσεως των τιμών (φόροι παρασκευής, αυξήσεις μισθών και εργοδοτικών συνεισφορών στην κοινωνική ασφάλιση, αύξηση της τιμής των δοχείων, του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, κλπ.), η αύξηση της τιμής των πρώτων υλών ασκεί ελάχιστη μόνο επιρροή. Η κατάσταση αυτή, όμως, κατά την Επιτροπή, δεν συνεπάγεται αδυναμία μετακύλισης αλλά, απεναντίας, η μετακύλιση καθίσταται ευχερέστερη από τη στιγμή που περιλαμβάνεται στις συνολικές αυξήσεις των τιμών.

Όσον αφορά την ενάγουσα Birra Peroni (υπόθ. 282/82), η Επιτροπή παρατηρεί ότι, στην απάντηση της, περιορίζεται στο να αμφισβητήσει την άποψη ότι ο ζημιωθείς οφείλει να αποδείξει ότι δεν μπόρεσε να μετακυλίσει στους αγοραστές του την αύξηση των βαρών που προκύπτει από τη μη είσπραξη των επιστροφών.

Σχετικώς η Επιτροπή παρατηρεί ότι με τον τρόπο αυτόν η ενάγουσα εξετάζει τα πράγματα κυρίως υπό το πρίσμα του βάρους της αποδείξεως, αποδεχόμενη έτσι την αρχή ότι η αγωγή αποζημιώσεως χάνει κάθε έρεισμα αν υπήρξε μετακύλιση ή αν η μετακύλιση ήταν δυνατή, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα, κατά την Επιτροπή, το πρόβλημα να ανάγεται αποκλειστικά στο να προσδιοριστεί αν το βάρος της αποδείξεως φέρει ο ζημιωθείς ή ο αντίδικός του.

Το πρόβλημα, όμως, της μετακύλισης, δεν μπορεί, κατά την Επιτροπή, να κριθεί ως ένσταση, διότι αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της περί αποζημιώσεως αγωγής και εμπίπτει, για την ακρίβεια, στην απόδειξη περί της υπάρξεως και της εκτάσεως της ζημίας, εφόσον η ίδια η ύπαρξη ζημίας αποκλείεται, εν όλω ή εν μέρει, αν ο ζημιωθείς μπόρεσε να μετακυλίσει τη ζημία που υπέστη στους πελάτες του.

Η Επιτροπή υποστηρίζει σχετικώς ότι η αναφορά που έκαναν οι ενάγουσες και ιδίως η Birra Peroni σε ορισμένα χωρία των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Capotorti στην υπόθεση 238/78, Ireks-Arkady, σχετικά με τη θεωρία της «compensatio lucri cum damno», δεν έχουν καμία σχέση με το πρόβλημα του βάρους της αποδείξεως και ότι κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να αντληθεί απ' αυτά επί του θέματος, εφόσον, αφού το Δικαστήριο έχει δεχτεί την αρχή της μετακυλίσεως και όλες τις συνέπειες τις οποίες αυτή συνεπάγεται, το μόνο επίμαχο σημείο παραμένει η κατανομή του βάρους της αποδείξεως, το οποίο, κατά την Επιτροπή, φέρουν οι ενάγουσες.

Τέλος, σχετικά με το κύρος της εκχωρήσεως των δικαιωμάτων προς είσπραξη των επιστροφών από τους παραγωγούς-προμηθευτές της ενάγουσας Birra Wührer προς αυτή, η Επιτροπή αναπτύσσει κατ' ουσία τους ίδιους ισχυρισμούς και επιχειρήματα με εκείνα που προέβαλε στο υπόμνημα αντικρούσεως της έναντι της ενάγουσας Birra Peroni.

Υποστηρίζει δηλαδή ότι πρόκειται, εν προκειμένω, όχι για κατά κυριολεξία σύμβαση εκχωρήσεως, αλλά για την εφαρμογή ενός ιδιαίτερου τρόπου εφαρμογής σχετικού με την καταβολή των επιστροφών που προέβλεπε η εγκύκλιος του ιταλικού υπουργείου οικονομικών του 1970, δυνάμει της οποίας οι ζυθοποιοί μπορούσαν να υποβάλλουν αίτηση καταβολής επιστροφών αντί του προμηθευτή της πρώτης ύλης και με τη συγκατάθεση του.

Επίσης, η Επιτροπή, αφού επισημαίνει Kat πάλι τα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν από την εγκύκλιο αυτή, και ιδίως το πρόβλημα συμβιβαστού της με τις κοινοτικές διατάξεις, παρατηρεί ότι από την εξέταση των τιμολογίων που είναι συνημμένα στο δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι, σε αντίθεση με τις διατάξεις της εν λόγω εγκυκλίου, η οποία προβλέπει στο άρθρο 4 ότι «η αίτηση καταβολής επιστροφής μπορεί να καταβληθεί εντός προθεσμίας δύο ετών από την ημερομηνία συντάξεως του πρακτικού κατεργασίας», η «εκχώρηση» φέρει ημερομηνία κατά πολύ μεταγενέστερη της λήξεως της εν λόγω προθεσμίας. Ως παράδειγμα αναφέρει τα τιμολόγια ενός παραγωγού προμηθευτή της εταιρείας Wührer, του Molino Lamerie, τα οποία φέρουν ημερομηνίες κείμενες μεταξύ Ιουνίου και Νοεμβρίου 1977, ενώ η εκχώρηση την οποία επικαλείται η ενάγουσα χρονολογείται στις 3 Νοεμβρίου 1980.

Τέλος, η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι, και αν ακόμη θεωρηθεί ότι υπάρχει πραγματική εκχώρηση, πρέπει να τονισθεί ότι αντικείμενο της εκχωρήσεως ήταν το δικαίωμα αιτήσεως της καταβολής των επιστροφών από την αρμόδια εθνική αρχή και όχι το δικαίωμα αιτήσεως αποκαταστάσεως της ζημίας, που αποτελεί διαφορετικό δικαίωμα, έστω και αν το Δικαστήριο έκρινε τότε ότι το ύψος της αποζημιώσεως πρέπει να ισούται με το ύψος των επιστροφών που δεν καταβλήθηκαν.

IV — Προφορική διαδικασία

Κατά τη συνεδρίαση της 29ης Μαΐου 1984, οι ενάγουσες Birra Wührer, Mangimi Niccolai, De Franceschi Marino & Figli, Riseria Modenese, Riserie Angelo e Giacomo Roncala, εκπροσωπούμενες από το δικηγόρο Ν. Catalano, η ενάγουσα SpA De Franceschi Monfalcone, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο F. Capelli, η ενάγουσα Birra Peroni, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο R. Marini-Clarelli, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Gallas, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Berardis, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους.

Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Ιουλίου 1984.

Σκεπτικό

1

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στις 24 και στις 28 Νοεμβρίου 1980, την 1η Δεκεμβρίου 1980, στις 12 Ιανουαρίου 1981, στις 9 Μαρτίου 1981 και στις 25 Οκτωβρίου 1982, αντιστοίχως, η Birra Wührer και άλλες έξι εταιρείες άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 215, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ, αγωγή με την οποία ζητούν την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν, λόγω της παράνομης κατάργησης των επιστροφών λόγω παραγωγής gritz (πληγουριών και σιμιγδαλιών) αραβοσίτου και θραυσμάτων ορύζης που προορίζονται για τη ζυθοποιία, από τους κανονισμούς του Συμβουλίου 665 και 668/75 της 4ης Μαρτίου 1975, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 120/67/ΕΟΚ περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών και του κανονισμού 359/67/ΕΟΚ περί κοινής οργανώσεως αγοράς της ορύζης (GU L 72, της 20. 3. 1975, σ. 14 και 18).

2

Με Διατάξεις της 11ης Μαρτίου 1981 και της 17ης Φεβρουαρίου 1982, αποφασίστηκε η ένωση και συνεκδίκαση των έξι πρώτων υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Στη συνέχεια, με Διάταξη της 9ης Μαρτίου 1983, διατάχθηκε η ένωση και της έβδομης υπόθεσης με τις υποθέσεις αυτές.

3

Πρέπει να υπομνηστεί ότι, με την απόφαση του της 19ης Οκτωβρίου 1977, την οποία εξέδωσε κατόπιν αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στις συ-νεκδικασθείσες υπο9έσεις 124/76 και 20/77, SA Moulins et Huileries de Pont-à-Mousson και Société coopérative «Providence agricole de la Champagne» κατά Office national interprofessionnel des céréales (Race. 1977, σ. 1795) το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του κανονισμού 665/75 που προαναφέρθηκε ήταν παράνομες καθότι ασυμβίβαστες προς την αρχή της ισότητας, στο μέτρο που καταργούσαν τις επιστροφές λόγω παραγωγής πληγουριών και σιμιγδαλιών αραβοσίτου που προορίζονται για τη ζυθοποιία, ενώ τις διατηρούσαν για το άμυλο αραβοσίτου, που είναι ανταγωνιστικό προϊόν.

4

Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, οι επιστροφές λόγω παραγωγής gritz αραβοσίτου που χρησιμοποιείται από τη ζυθοποιία θεσπίστηκαν εκ νέου με τον κανονισμό 1125/78 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/021, σ. 89), καθώς και οι επιστροφές λόγω παραγωγής θραυσμάτων ορύζης που προορίζονται για την ίδια χρήση, με τον κανονισμό 1127/78 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/021, σ. 92). Οι δύο κανονισμοί άρχισαν να ισχύουν την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευση τους στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ωστόσο, κατά το άρθρο 1, τελευταία παράγραφος, του κανονισμού 1125/78 και το άρθρο 6 του κανονισμού 1127/78, οι επιστροφές, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, έπρεπε να χορηγούνται από τις 19 Οκτωβρίου 1977, δηλαδή με αναδρομική ενέργεια από την ημερομηνία έκδοσης της αποφάσεως του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 124/76 και 20/77, που αναφέρθηκαν ανωτέρω, και όχι από την ημερομηνία που άρχισαν να ισχύουν οι προαναφερθέντες κανονισμοί 665 και 668/75.

5

Με τις αγωγές των εναγουσών ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστησαν λόγω μη καταβολής επιστροφών κατά τις περιόδους από 1ης Αυγούστου 1975 ή 1ης Σεπτεμβρίου 1975, ημερομηνίες κατά τις οποίες άρχισαν να εφαρμόζονται οι κανονισμοί 665 και 668/75, αντιστοίχως, μέχρι 19ης Οκτωβρίου 1977. Η ζημία συνίσταται, για όλες τις ενάγουσες, στην απώλεια των εσόδων που αντιστοιχούν στο ύψος των επιστροφών που θα καταβάλλονταν σ' αυτές, ως παραγωγούς ή ως εκδοχείς των δικαιωμάτων των παραγωγών, αν το gritz αραβοσίτου και τα θραύσματα ορύζης είχαν τύχει των ίδιων επιστροφών με το άμυλο.

Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των παραγωγών εναγουσών

6

Οι ενάγουσες στις υποθέσεις 257, 265, 267/80, 5 και 51/81, στηρίζουν την αξίωση τους επικαλούμενες την ιδιότητα τους του παραγωγού gritz αραβοσίτου και/ή θραυσμάτων ορύζης. Δικαιολογούν έτσι την ενεργητική νομιμοποίηση τους.

7

Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα στην υπόθεση 267/80, Riseria Modenese, ενώ ζητεί να αποζημιωθεί για τις ζημίες που υπέστη λόγω της μη εισπράξεως των επιστροφών για τα θραύσματα ορόζης κατά την περίοδο από 25 Νοεμβρίου 1975 μέχρι 31 Αυγούστου 1977, οι οποίες, κατά τους υπολογισμούς της που περιέχονται στην απάντηση της σε ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο, ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 59954,5598 ECU, αναγνωρίζει ρητώς στο υπόμνημα απαντήσεως και στην προαναφερθείσα απάντηση της στο ερώτημα του Δικαστηρίου ότι εκχώρησε τα δικαιώματά της προς είσπραξη των εν λόγω επιστροφών στην εταιρεία Birra Peroni, ενάγουσα στην υπόθεση 282/82. Εφόσον, λοιπόν, με την εκχώρηση αυτή, αποξενώθηκε των δικαιωμάτων της προς είσπραξη των επιδίκων επιστροφών, έπαυσε, κατά συνέπεια, να είναι δικαιούχος αποζημιώσεως για τις ζημίες που οφείλονται από την άρνηση καταβολής των επιστροφών αυτών. Επομένως, η αγωγή αποζημιώσεως της πρέπει να απορριφθεί.

Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των εκδοχέων

8

Η Επιτροπή εγείρει έναντι των δύο εναγουσών, της Birra Wührer και της Birra Peroni, οι οποίες φέρονται ως εκδοχείς των απαιτήσεων των παραγωγών που δικαιούνται να εισπράξουν τις επιστροφές που καταργήθηκαν παρανόμως, ζήτημα που αφορά το κύρος των εκχωρήσεων αυτών.

9

Υποστηρίζει ότι οι εν λόγω εκχωρήσεις συνιστούν ιδιαίτερο όρο συμβάσεως, τον οποίο προβλέπει εγκύκλιος του ιταλικού υποργείου οικονομικών σχετική με την καταβολή των επιστροφών και ότι η αίτηση καταβολής των επιστροφών που στηρίζεται στις εκχωρήσεις αυτές υποβλήθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις κατά παράβαση των διατάξεων της προαναφερθείσας εγκυκλίου, η οποία ορίζει προθεσμίες για την υποβολή της αίτησης αυτής.

10

Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Δεδομένου ότι η δυνατότητα εκχωρήσεως δικαιωμάτων συνιστά κανόνα που γίνεται καταρχήν δεκτός στα δίκαια των κρατών μελών και πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός και στο κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιτάξει στις ενάγουσες το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία ήταν καταργημένες οι επιστροφές, δεν συμμορφώθηκαν με τους διοικητικούς κανόνες, που είχε ορίσει κράτος μέλος για την υποβολή αιτήσεως καταβολής των επιστροφών από τον εκδοχέα.

11

Η Επιτροπή υποστηρίζει εξάλλου ότι οι εν λόγω εκχωρήσεις αναφέρονταν στο δικαίωμα καταβολής των επιστροφών και όχι στο δικαίωμα αποζημιώσεως λόγω αρνήσεως της καταβολής τους.

12

Πρέπει σχετικώς να τονισθεί ότι ο εκδοχέας δικαιώματος υποκαθίσταται στην αξίωση παροχής έννομης προστασίας σε περίπτωση που το δικαίωμα αυτό προσβάλλεται. Το επιχείρημα αυτό της Επιτροπής πρέπει επομένως να απορριφθεί.

13

Η Επιτροπή υποστηρίζει, τέλος, ότι οι εν λόγω εκχωρήσεις δεν μπορούσαν να παραγάγουν αποτελέσματα, διότι κατά το χρόνο συνομολογήσεως τους, οι εκχωρητές, παραγωγοί gritz και/ή θραυσμάτων όρυζας, δεν είχαν δικαίωμα λήψεως των επιστροφών, οι οποίες είχαν καταργηθεί χωρίς ακόμη να έχουν θεσπιστεί εκ νέου.

14

Επ' αυτού, αρκεί να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιτάξει την παράνομη κατάργηση των επιστροφών στις ενάγουσες, οι οποίες, με τις αγωγές τους, επιδιώκουν ακριβώς να επιτύχουν αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν λόγω της καταργήσεως αυτής.

Επί της παραγραφής

15

Πρέπει να υπομνηστεί ότι, με τις αποφάσεις του της 27ης Ιανουαρίου 1982, τις οποίες εξέδωσε στις έξι πρώτες από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, το Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά την οποία ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου είχε αρχίσει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως των παρανόμων κανονιστικών πράξεων και έκρινε ότι ο χρόνος αυτός αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας, η οποία βαρύνει την Κοινότητα και ότι, προκειμένου περί περιπτώσεων κατά τις οποίες η ευθύνη της πηγάζει από κανονιστική πράξη, ο εν λόγω χρόνος παραγραφής αρχίζει από την επέλευση των ζημιογόνων αποτελεσμάτων της πράξεως αυτής με τη συγκεκριμενοποίηση της ζημίας και, κατά συνέπεια, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, από το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι παραγωγοί, αφού συμπλήρωσαν τις πράξεις που τους παρέχουν δικαίωμα προς είσπραξη των επιστροφών, υπέστησαν βεβαία ζημία δεν μπορεί δε να τους αντιταχθεί ως σημείο αφετηρίας του χρόνου παραγραφής ημερομηνία προγενέστερη της εμφανίσεως των ζημιογόνων αποτελεσμάτων που οφείλονται στις παράνομες πράξεις της Κοινότητας.

16

Ενόψει των προηγουμένων, πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι δεν επήλθε παραγραφή των δικαιωμάτων των εναγουσών προς λήψη της αποζημίωσης την οποία αξιώνουν για τις ζημίες που υπέστησαν κατά τα πέντε έτη που προηγήθηκαν του χρονικού σημείου, κατά το οποίο η καθεμιά από τις ενάγουσες διέκοψε την πενταετή παραγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

17

Κατά συνέπεια, αν ληφθούν υπόψη οι ημερομηνίες κατά τις οποίες η καθεμιά από τις πέντε πρώτες ενάγουσες υπέβαλε αίτηση στην Επιτροπή, καθώς και οι ημερομηνίες που άσκησαν αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει οι αγωγές τους να κριθούν παραδεκτές ως προς τα αιτήματα τους που αφορούν απαιτήσεις που στηρίζονται στη ζημία, την οποία η καθεμιά ισχυρίζεται ότι υπέστη κατά τις περιόδους που έληξαν στις 18 Οκτωβρίου 1977 και άρχισαν στις 18 Αυγούστου 1975 όσον αφορά την ενάγουσα Birra Wührer (υπόθ. 256/80), στις 24 Νοεμβρίου 1975 όσον αφορά την ενάγουσα Mangimi Niccolai (υπόθ. 257/80), στις 28 Νοεμβρίου 1975 όσον αφορά την ενάγουσα De Franceschi Marino & Figli (υπόθ. 265/80), στις 12 Φεβρουαρίου 1976 όσον αφορά την ενάγουσα Riserie Roncaia (υποθ. 5/81) και στις 9 Μαρτίου 1976 όσον αφορά την ενάγουσα De Franceschi του Monfalcone (υποθ. 51/81).

18

Όπως προκύπτει από τα αιτήματα των αγωγών τους, όπως διευκρινίστηκαν με τις απαντήσεις τους στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο, και από τα στοιχεία της δικογραφίας, τα αιτήματα των εναγουσών Birra Wührer, Mangimi Niccolai, Riserie Roncaia και De Franceschi του Monfalcone, αφορούν ζημίες, τις οποίες τοποθετούν χρονικά εντός των περιόδων που αναφέρονται πιο πάνω. Επομένως, η ένσταση περί παραγραφής της αξίωσης τους πρέπει να απορριφθεί.

19

Η ενάγουσα De Franceschi Marino & Figli, όπως προκύπτει από την αίτηση την οποία απηύθυνε στην Επιτροπή στις 8 Μαΐου 1980 και από την απάντηση της σε ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο, διευκρινίζει ότι ζητεί να αποζημιωθεί για ζημίες που άρχισαν να εμφανίζονται την 1η Αυγούστου 1975, ήτοι πριν από την προαναφερθείσα ημερομηνία της 28ης Νοεμβρίου 1975. Κατά συνέπεια, η ένσταση παραγραφής της αξίωσης της πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, δηλαδή για τα αιτούμενα ποσά που αφορούν την αποκατάσταση των ζημιών που εμφανίστηκαν μεταξύ 1ης Αυγούστου και 28ης Νοεμβρίου 1975, και να απορριφθεί ως προς τα αιτούμενα ποσά που αφορούν τις ζημίες που εμφανίστηκαν κατά τη μεταγενέστερη της ημερομηνίας αυτής περίοδο.

20

Ως προς την ενάγουσα Birra Peroni, τα εναγόμενα όργανα αντιτάσσουν επίσης ένσταση μερικής παραγραφής των δικαιωμάτων της, υποστηρίζοντας ότι διέκοψε την πενταετή παραγραφή του άρθρου 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, με την αίτηση την οποία απηύθυνε στην Επιτροπή στις 23 Ιουνίου 1982, ενώ το αίτημά της περί αποζημιώσεως, το οποίο διατυπώνει στο δικόγραφο της αγωγής της ενώπιον του Δικαστηρίου αφορά, εν μέρει, ζημίες που εμφανίστηκαν σε ημερομηνίες προγενέστερες κατά περισσότερο από πέντε έτη της εν λόγω ημερομηνίας της 23ης Ιουνίου 1982.

21

Η ενάγουσα απαντά θέτοντας νέο ζήτημα: υποστηρίζει ότι μια από τις προϋποθέσεις, από τις οποίες εξαρτάται το ζημιογόνο αποτέλεσμα εν προκειμένω και από την επέλευση της οποίας άρχισε ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, ήταν η δημοσίευση των κανονισμών 1125 και 1127 της 28ης Μαίου 1978 του Συμβουλίου που επανέφεραν τις επιστροφές που είχαν καταργηθεί παρανόμως, η οποία έγινε μόλις στις 30 Μαίου 1978.

22

Το επιχείρημα αυτό της ενάγουσας δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Οι εν λόγω κανονισμοί δεν μπορούν να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με τις ζημίες τις οποίες επικαλείται η ενάγουσα, η εμφάνιση των οποίων οφείλεται ακριβώς στην παράνομη κατάσταση που υφίστατο πριν από τη δημοσίευση και την έναρξη της ισχύος των κανονισμών αυτών, οι οποίοι θεσπίστηκαν για να θέσουν τέρμα στην κατάσταση αυτή.

23

Από τα προηγηθέντα προκύπτει ότι έναντι της ενάγουσας Birra Peroni, η οποία ζητεί αποζημίωση για τις ζημίες τις οποίες υπέστη από την 1η Σεπτεμβρίου 1975, η προβληθείσα ένσταση παραγραφής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, δηλαδή για τις ζημίες που επήλθαν μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της 23ης Ιουνίου 1977, και να απορριφθεί για τις ζημίες που επήλθαν μετά την ημερομηνία αυτή.

24

Κατόπιν των προηγουμένων, οι περίοδοι που λαμβάνονται υπόψη για την καθεμιά από τις ενάγουσες λήγουν στις 18 Οκτωβρίου 1977 και αρχίζουν:

α)

για την ενάγουσα στην υπόθεση 256/80, στις 18 Αυγούστου 1975

6)

για την ενάγουσα στην υπόθεση 257/80, στις 24 Νοεμβρίου 1975

γ)

για την ενάγουσα στην υπόθεση 265/80, στις 28 Νοεμβρίου 1975

δ)

για την ενάγουσα στην υπόθεση 5/81, στις 12 Ιανουαρίου 1975

ε)

για την ενάγουσα στην υπόθεση 51/81, στις 9 Μαρτίου 1976, και

στ)

για την ενάγουσα στην υπόθεση 282/82, στις 23 Ιουνίου 1977.

Επί της ευθύνης της Κοινότητας

25

Όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του της 4ης Οκτωβρίου 1979 στις προαναφερθείσες υποθέσεις και με την απόφασή του της 18ης Μαΐου 1983 (Pauls Agriculture κατά Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 256/81, Συλλογή 1983, σ. 1707) και σε άλλες αποφάσεις που αφορούσαν παρόμοιες υποθέσεις, γεννάται ευθύνη της Κοινότητας λόγω της καταργήσεως των επιστροφών για το gritz αραβοσίτου, που προκύπτει από τον κανονισμό 665/75, και για τα θραύσματα ορύζης, που προκύπτει από τον κανονισμό 668/75, και της διατηρήσεως τους για το άμυλο του αραβοσίτου, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των διαφόρων οικείων κατηγοριών παραγωγών.

Επί της ζημίας

26

Κατά των αιτημάτων περί αποζημιώσεως που υπολογίζεται βάσει των επιστροφών οι οποίες καταργήθηκαν κατά τις υπό κρίση περιόδους, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντιτείνουν ότι οι ενάγουσες παραγωγοί ή, στην περίπτωση που ενάγουσες είναι εκδοχείς, οι προμηθευτές τους εξάλειψαν ή μπορούσαν να είχαν εξαλείψει τη ζημία επιρρίπτοντας τη ζημία που προέκυψε από την κατάργηση των επιστροφών στις τιμές πωλήσεως τους. Υποστηρίζουν ότι οι ενάγουσες οφείλουν να επικαλεστούν και να αποδείξουν το εναντίο, για να μπορέσουν να κριθούν βάσιμες οι αγωγές τους.

27

Οι ενάγουσες αμφισβητούν τη δυνατότητα πραγματοποίησης των εν λόγω επιρρί-ψεων. Επικουρικώς, υποστηρίζουν ότι εν πάση περιπτώσει το βάρος της αποδείξεως το φέρουν κανονικά τα εναγόμενα όργανα, εφόσον αυτά προβάλλουν ένσταση σχετική με το υπαρκτό της ζημίας. Προσκομίζουν ωστόσο ορισμένα στοιχεία και ορισμένα στατιστικά δεδομένα για να αποδείξουν ότι η εν λόγω επίρριψη δεν πραγματοποιήθηκε για εμπορικούς λόγους και ότι οι ενδεχόμενες αυξήσεις στην τιμή του ζύθου στην Ιταλία υπήρξαν αποτέλεσμα άλλων παραγόντων, ιδίως οικονομικών και φορολογικών.

28

Επειδή τα εναγόμενα όργανα δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να θέτει σε αμφιβολία τα στοιχεία αυτά και τα συμπεράσματα τα οποία συνάγουν εξ αυτών οι ενάγουσες, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ένσταση τους.

29

Είναι αλήθεια ότι τα εναγόμενα όργανα προβάλλουν το επιχείρημα ότι η επίρριψη των ζημιών επί των τιμών πωλήσεως από τους παραγωγούς πρέπει να συναχθεί από το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκαν εκχωρήσεις των δικαιωμάτων προς είσπραξη των επιστροφών, οι οποίες έγιναν βεβαίως έναντι αυξήσεως της τιμής. Υποστηρίζουν ακόμη ότι αυτή η τεκμαιρόμενη αύξηση των τιμών συνιστά ένδειξη περί του ότι, και στην περίπτωση ακόμη που δεν υπήρξε εκχώρηση των δικαιωμάτων σε ζυθοποιίες, υπήρξε γενικευμένη επίρριψη επί των τιμών πωλήσεως των παραγωγών, επειδή οι τιμές πωλήσεως των παραγωγών εναγουσών βρίσκονται όλες στο ίδιο επίπεδο.

30

Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεδειγμένο ότι οι εκχωρήσεις πραγματοποιήθηκαν έναντι αυξήσεως των τιμών πωλήσεως, και ακόμη περισσότερο ότι, ακόμη και χωρίς εκχώρηση, υπήρξε γενικευμένη αύξηση των τιμών.

31

Ως προς τις ενάγουσες που εμφανίζονται ως εκδοχείς, τα εναγόμενα, κατ' αντίθεση προς το προηγούμενο επιχείρημα, υποστηρίζουν ότι οφείλουν, για να αποδείξουν ότι πράγματι υπέστησαν ζημία, να επικαλεστούν και να αποδείξουν ότι κατέβαλαν στους παραγωγούς που τους εκχώρησαν τα δικαιώματα αυτά συμπλήρωμα του τιμήματος το οποίο αντιστοιχεί με τις μη καταβληθείσες επιστροφές.

32

Ούτε και αυτό το επιχείρημα των εναγομένων μπορεί να γίνει δεκτό. Οι ενάγουσες εκδοχείς δεν θεμελιώνουν τον ισχυρισμό τους επί του γεγονότος ότι οι εκχωρητές τους επέρριψαν ď αυτές ποσά που αντιστοιχούν στις επίδικες επιστροφές. Οι εν λόγω ενάγουσες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν ζημία λόγω του γεγονότος ότι δεν έλαβαν επιστροφές βάσει των δικαιωμάτων που τους εκχωρήθηκαν. Κατά συνέπεια, το ζήτημα αν υπήρξε αντάλλαγμα και ποίο για να αποκτήσουν τα δικαιώματα που τους εκχωρήθηκαν δεν είναι κρίσιμο.

33

Από τα προηγούμενα απορρέει ότι η ζημία, για την οποία πρέπει να αποζημιωθούν οι ενάγουσες, πρέπει να υπολογιστεί ως το ισόποσο των επιστροφών που θα τους είχαν καταβληθεί, αν η χρησιμοποίηση gritz αραβοσίτου και θραυσμάτων ορύζης από τη ζυθοποιία είχε παράσχει δικαίωμα προς λήψη των ίδιων επιστροφών με εκείνες που προβλέπονταν για το άμυλο αραβοσίτου, κατά τις περιόδους που ορίζονται πιο πάνω.

34

Σχετικά με τη μετατροπή στο εθνικό νόμισμα του ποσού της αποζημίωσης που πρέπει να καταβάλουν τα εναγόμενα όργανα στις ενάγουσες, πρέπει, όπως έκρινε το Δικαστήριο με τις απαφάσεις του της 19ης Μαΐου 1982 (Dumortier frères και λοιποί, 64/76, Συλλογή, σ. 1733) και της 18ης Μαΐου 1983 (Pauls Agriculture Limited κατά Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων), να εφαρμοστεί η τιμή συναλλάγματος που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της αποφάσεως, με την οποία αναγνωρίζονται η υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας.

35

Ως προς το ύψος της αποζημίωσης που ζητεί η καθεμιά απο τις ενάγουσες,αυτές υπέβαλαν στο Δικαστήριο διάφορα έγγραφα που δικαιολογούν τις ποσότητες gritz αραβοσίτου και θραυσμάτων ορύζης, για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση, καθώς και το ύψος των επιστροφών που δεν καταβλήθηκαν βάσει των ποσοτήτων αυτών, την ακρίβεια των οποίων δέχεται η Επιτροπή μόνο υπό την επιφύλαξη της πραγματοποίησης ελέγχου από τα αρμόδια όργανα. Το Δικαστήριο στην παρούσα φάση της διαδικασίας δεν είναι σε θέση να αποφανθεί επί της ακριβείας των στοιχείων αυτών. Πρέπει επομένως να προσδιοριστούν με παρεμπίπτουσα απόφαση τα κριτήρια τα οποία δέχεται το Δικαστήριο για την αποζημίωση της ενάγουσας, να επαφεθεί δε ο καθορισμός του ύψους της αποζημίωσης είτε στην κοινή συμφωνία των διαδίκων, είτε στο Δικαστήριο σε περίπτωση μη επιτεύξεως τέτοιας συμφωνίας.

Επί του αιτήματος τόκων

36

Οι ενάγουσες ζήτησαν, εξάλλου, να καταδικαστεί η Κοινότητα στην καταβολή τόκων από την ημερομηνία κατά την οποία η κάθε επιστροφή, καθιστάμενη ληξιπρόθεσμη, έπρεπε να είχε καταβληθεί και με κατάλληλο επιτόκιο, έτσι ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που διέρρευσε μεταξύ των ημερομηνιών αυτών και της ημερομηνίας της πραγματικής τους αποζημίωσης.

37

Επειδή πρόκειται για αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας δυνάμει του άρθρου 215, δεύτερη παράγραφος, πρέπει να κριθεί υπό το φώς των αρχών που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, στις οποίες παραπέμπει η διάταξη αυτή. Από τις αρχές αυτές προκύπτει ότι χωρεί εν γένει αίτημα περί τόκων. Λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που έχει ορίσει το Δικαστήριο σε παρόμοιες υποθέσεις, η υποχρέωση προς καταβολή τόκων γεννάται από την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας απόφασης, εφόσον αυτή αναγνωρίζει την υποχρέωση προς αποκατάσταση της ζημίας. Το επιτόκιο που πρέπει να εφαρμοστεί είναι 6 %.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας πριν αποφανθεί οριστικά,

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αγωγή της Riseria Modenese στην υπόθεση 267/80.

 

2)

Υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα να καταβάλει στις λοιπές ενάγουσες τα ποσά που ισοδυναμούν με τις επιστροφές λόγω παραγωγής gritz (πληγουριού και σιμιγδαλιού) αραβοσίτου και θραυσμάτων ορύζης που χρησιμοποιούνται στη ζυθοποιία, τα οποία αυτές θα είχαν εισπράξει αν, εντός των περιόδων που άρχισαν την 1η Αυγούστου και την 1η Σεπτεμβρίου 1975 και έληξαν στις 19 Οκτωβρίου 1977, η χρησιμοποίηση του αραβοσίτου και της ορύζης για το σκοπό αυτόν παρείχε δικαίωμα στις ίδιες επιστροφές στις οποίες παρείχε δικαίωμα η χρησιμοποίηση του αραβοσίτου στην παρασκευή αμύλου. Οι περίοδοι αυτές είναι για την καθεμιά από τις ενάγουσες οι εξής:

α)

για την ενάγουσα Birra Wührer (υπόθ. 256/80), από τις 4 Σεπτεμβρίου 1975 μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1977

6)

για την ενάγουσα Mangimi Niccolai (υπόθ. 257/80), από τις 16 Μαρτίου 1976 μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1977

γ)

για την ενάγουσα De Franceschi Marino & Figli (υπόθ. 265/80), από τις 28 Νοεμβρίου 1975 μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1977

δ)

για την ενάγουσα Riserie Roncaia (υπόθ. 5/81), από τις 26 Ιανουαρίου μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1977

ε)

για την ενάγουσα De Franceschi του Monfalcone (υπόθ. 51/81), από τις 4 Απριλίου μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1977, και

ς)

για την ενάγουσα Birra Peroni (υπόθ. 282/82), από τις 23 Ιουνίου μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1977.

 

3)

Ορίζει ότι τα καταβλητέα ποσά θα είναι έντοκα προς 6 ο/ο από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης, η οποία θα ληφθεί επίσης υπόψη για τη μετατροπή των ποσών αυτών στο εθνικό νόμισμα.

 

4)

Διατάσσει τους διάδικους να γνωστοποιήσουν στο Δικαστήριο, εντός προθεσμίας έξι μηνών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, τα ποσά των αποζημιώσεων, τα οποία θα έχουν προσδιοριστεί με κοινή συμφωνία.

 

5)

Ορίζει ότι, σε περίπτωση μη επιτεύξεως συμφωνίας, οι διάδικοι θα υποβάλουν στο Δικαστήριο, εντός της ίδιας προθεσμίας, τις προτάσεις τους επί του ύψους της αποζημιώσεως.

 

6)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Due

Κακούρης

Everling

Galmot

Joliét

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Νοεμβρίου 1984.

Κατ' εντολή

του γραμματέα

Η. Α. Rühl

Κύριος υπάλληλος διοικήσεως

Ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος

Ο. Due