ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 5ΗΣ ΜΑΙΟΥ 1981. - FIRMA ANTON DUERBECK ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT FRANKFURT AM MAIN-FLUGHAFEN. - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ FINANZGERICHT ΤΗΣ ΕΣΣΗΣ). - ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ - ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 112/80.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 01095
Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1 . Κοινή εμπορική πολιτική — Συναλλαγές μέ τίς τρίτες χώρες — Κοινοτικά μέτρα διασφαλίσεως — Επιτρεπτό — Προϋποθέσεις
( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 110 )
2 . Γεωργία — Κοινή οργάνωση τών αγορών — Τροποποίηση ρυθμίσεως — Αρχή τής προστασίας τής θεμιτής εμπιστοσύνης — Εφαρμογή — Όρια
1 . Τό άρθρο 110 τής συνθήκης ΕΟΚ , σύμφωνα μέ τό οποίο τά Κράτη μέλη «αποσκοπούν νά συμβάλουν πρός τό κοινό συμφέρον στήν αρμονική ανάπτυξη τού παγκόσμιου εμπορίου , στήν προοδευτική κατάργηση τών περιορισμών στίς διεθνείς συναλλαγές καί στόν περιορισμό τών τελωνειακών φραγμών» , δέ δύναται νά ερμηνευθεί υπό τήν έννοια οτι απαγορεύεται στήν Κοινότητα από τή συνθήκη νά λαμβάνει οιοδήποτε μέτρο ειναι δυνατό νά επηρεάσει τίς συναλλαγές μέ τίς τρίτες χώρες , ακόμη καί οταν η θέσπιση τού μέτρου αυτού αφενός μέν ειναι αναγκαία λόγω τής υπάρξεως στήν αγορά τής Κοινότητας κινδύνου σοβαρής διαταραχής , ικανής νά θέσει σέ κίνδυνο τούς στόχους τού άρθρου 39 τής συνθήκης , αφετέρου δέ στηρίζεται σέ διατάξεις τού κοινοτικού δικαίου .
2 . Η αρχή τής προστασίας τής θεμιτής εμπιστοσύνης καταλέγεται μεταξύ τών θεμελιωδών αρχών τής Κοινότητας , εντούτοις τό πεδίο εφαρμογής της δέ δύναται νά επεκταθεί μέχρι σημείου ωστε νά αποκλείει κατά τρόπο γενικό τήν εφαρμογή μιάς νέας ρυθμίσεως στίς μελλοντικές συνέπειες καταστάσεων πού δημιούργησαν υπό τήν προγενέστερη κανονιστική ρύθμιση , εφόσον δέν έχουν αναληφθεί υποχρεώσεις έναντι τής δημόσιας αρχής . Τούτο συμβαίνει ιδίως σέ τομείς , οπως οι κοινές οργανώσεις τών αγορών , ο σκοπός τών οποίων απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα μέ τίς μεταβολές τής οικονομικής καταστάσεως στούς διάφορους τομείς τής γεωργίας .
Στήν υπόθεση 112/80
πού έχει ως αντικείμενο αίτηση τού Hessisches Finanzgericht , VII τμήμα , πρός τό Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τήν οποία ζητείται , στό πλαίσιο τής εκκρεμούσας ενώπιον αυτού τού δικαστηρίου δίκης μεταξύ
FIRMA ANTON DUERBECK , Φραγκφούρτη επί τού Μάιν ,
καί
HAUPTZOLLAMT FRANKFURT AM MAIN-FLUGHAFEN ( Κεντρικού Τελωνείου τής Φραγκφούρτης επί τού Μάιν/Αεροδρόμιο ),
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί τού κύρους τών συνδυασμένων διατάξεων τού κανονισμού ( ΕΟΚ ) 687/79 τής Επιτροπής τής 5ης Απριλίου 1979 ( ABl . L 86 , σ . 18 ) καί τών τροποποιητικών κανονισμών 797/79 τής 23ης Απριλίου 1979 ( ABl . L 101 , σ . 7 ) καί 1152/79 τής 12ης Ιουνίου 1979 ( ABl . L 144 , σ . 13 ),
17 Από τό σκεπτικό τής διατάξεως περί παραπομπής , καθώς καί από τά προταθέντα ενώπιον τού Δικαστηρίου κατά τή διάρκεια τής δίκης , συνάγεται οτι τό Δικαστήριο καλείται εν προκειμένω νά αποφανθεί επί τού κύρους τών κανονισμών 687/79 , 797/79 καί 1152/79 από απόψεως κοινοτικού δικαίου καί νά εξετάσει ιδίως άν :
— αντιβαίνουν στό άρθρο 190 τής συνθήκης , ως στερούμενοι επαρκούς αιτιολογίας κατά τήν έννοια τής διατάξεως αυτής ,
—αντιβαίνουν στό άρθρο 29 παράγραφος 1 τού κανονισμού 1035/72 τού Συμβουλίου , καθώς καί στά άρθρα 1 εως 3 τού κανονισμού 2707/72 τού Συμβουλίου ,
—αντιβαίνουν στό άρθρο 110 τής συνθήκης καί στίς διατάξεις τής Γενικής συμφωνίας δασμών καί εμπορίου ( GATT ),
—παραβιάζουν τίς γενικές αρχές τής προστασίας τής θεμιτής εμπιστοσύνης καί τής απαγορεύσεως τών διακρίσεων .
α ) Επί τής αιτιολογίας τών κανονισμών 687/79 , 797/79 καί 1152/79
18 Ως πρός τήν αιτιολογία τών εν λόγω κανονισμών , ανέκυψε τό ζήτημα άν τό γεγονός οτι τό προοίμιο τού κανονισμού 687/79 δέ μνημονεύει παρά μόνο τόν κανονισμό 1035/72 καί δέν κάνει καμία αναφορά στόν κανονισμό 2707/72 συνιστά τυπικό ελάττωμα πού θίγει , βάσει τού άρθρου 190 τής συνθήκης , τό κύρος τού κανονισμού αυτού καί κατά συνέπεια καί τών τροποποιητικών κανονισμών 797/79 καί 1152/79 .
19 Από τό προοίμιο τού κανονισμού 687/79 , ιδίως δέ από τήν πρώτη αιτιολογική σκέψη , προκύπτει οτι ο κανονισμός αυτός στηρίζεται στό άρθρο 29 τού κανονισμού 1035/72 , η παράγραφος 1 τού οποίου περιγράφει στό πρώτο εδάφιο τήν κατάσταση πού , οταν συντρέχει , δύναται νά καταστήσει αναγκαία τήν παρέμβαση τής Επιτροπής , η οποία δύναται νά περιλαμβάνει ενδεχομένως καί τή λήψη μέτρων διασφαλίσεως , καί διευκρινίζει στό δεύτερο εδάφιο οτι τό Συμβούλιο καθορίζει , προτάσει τής Επιτροπής , «τίς λεπτομέρειες εφαρμογής τής παρούσας παραγράφου» .
20 Από τό οτι ο κανονισμός 2707/72 επιδιώκει ακριβώς τόν καθορισμό τών προϋποθέσεων εφαρμογής τού κανονισμού 1035/72 , επεται οτι η αναφορά εν προκειμένω στό άρθρο 29 τού κανονισμού 1035/72 , η οποία περιέχεται στόν κανονισμό 687/79 τής Επιτροπής , συνιστά επαρκή αιτιολογία τού τελευταίου αυτού κανονισμού , αφού επιτρέπει στούς ενδιαφερομένους νά λάβουν γνώση τών στοιχείων πού έλαβε υπόψη η Επιτροπή κατά τή θέσπιση τών επίδικων μέτρων διασφαλίσεως .
β ) Επί τής παραβάσεως τού άρθρου 29 παράγραφος 1 τού κανονισμού 1035/72 , καθώς καί τών άρθρων 1 εως 3 τού κανονισμού 2707/72
21 Ειναι αναμφισβήτητο οτι εν προκειμένω τά μέτρα διασφαλίσεως πού θέσπισε η Επιτροπή υπάγονται στά μέτρα πού δύνανται , βάσει τού άρθρου 3 παράγραφος 1 τού κανονισμού 2707/72 , νά ληφθούν κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 29 τού κανονισμού 1035/72 , οταν συντρέχει η κατάσταση πού αναφέρεται στήν παράγραφο 1 πρώτη περίπτωση τού άρθρου αυτού , δηλαδή οταν «η κοινοτική αγορά ενός ή περισσοτέρων από τά προϊόντα πού αναφέρονται στό άρθρο 1 υφίσταται ή υπάρχει κίνδυνος νά υποστεί , λόγω τών εισαγωγών ή τών εξαγωγών , σοβαρές διαταραχές , ικανές νά θέσουν σέ κίνδυνο τούς στόχους τού άρθρου 39 τής συνθήκης» .
22 Τό άρθρο 1 τού κανονισμού 2707/72 ορίζει ρητώς τά στοιχεία πού η Επιτροπή οφείλει νά λάβει υπόψη γιά νά εκτιμήσει άν συντρέχει τέτοια κατάσταση . Τό άρθρο 2 τού ίδιου αυτού κανονισμού , τό οποίο αφορά μία κατάσταση διαφορετική από αυτή πού παρουσιάζεται στήν παρούσα υπόθεση , δέ δύναται νά ληφθεί υπόψη εν προκειμένω . Σύμφωνα μέ τό άρθρο 1 , η Επιτροπή όφειλε κατά τή θέσπιση τών επίδικων μέτρων διασφαλίσεως νά εκτιμήσει τήν κατάσταση τής αγοράς λαμβάνοντας υπόψη :
α ) τόν όγκο τών εισαγωγών ή τών εξαγωγών πού ειχαν πραγματοποιηθεί ή προβλέπονταν ,
β)τίς διαθέσιμες ποσότητες τών προϊόντων στίς αγορές τής Κοινότητας ,
γ)τίς τιμές τών εγχώριων προϊόντων καί τήν προβλεπόμενη εξέλιξή τους , ιδίως τήν τάση τους γιά υπερβολική πτώση ή άνοδο σέ σχέση πρός τίς τιμές βάσεως , καθώς καί
δ)τίς τιμές πού διαπιστώνονταν στήν αγορά τής Κοινότητας γιά τά προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών , ιδίως τήν τάση τους γιά υπερβολική πτώση , καί τίς ποσότητες γιά τίς οποίες ειχαν ληφθεί ή ηταν δυνατό νά ληφθούν μέτρα αποσύρσεως .
23 Υπό τό φώς επομένως τών στοιχείων αυτών πρέπει νά εξετασθεί άν οι κανονισμοί 687/79 , 797/79 καί 1152/79 ειναι σύμφωνοι πρός τό άρθρο 29 παράγραφος 1 πρώτη περίπτωση τού κανονισμού 1035/72 καί τά άρθρα 1 καί 3 τού κανονισμού 2707/72 .
24 Κατ’ αρχάς συνεπώς πρέπει νά εξετασθεί άν η Επιτροπή άσκησε ορθώς κατά τό χρόνο τής θεσπίσεως τών ανωτέρω μέτρων τήν εξουσία εκτιμήσεως πού ειχε ενόψει τής καταστάσεως τής σχετικής αγοράς , οσον αφορά τίς διαθέσιμες ποσότητες τών εν λόγω προϊόντων .
25 Αναμφιβόλως οι διαθέσιμες ποσότητες τήν άνοιξη τού 1979 ηταν σημαντικές . Ο όγκος τών διαθέσιμων αυτών ποσοτήτων ηταν συνάρτηση τόσο τών ποσοτήτων πού προέρχονταν από τή συγκομιδή 1978/79 , σέ σύγκριση μέ τίς ποσότητες από τίς συγκομιδές τών προηγούμενων περιόδων , οσο καί τών ποσοτήτων τών προϊόντων πού ειχαν αποτελέσει αντικείμενο μέτρων παρεμβάσεως καί ηταν αποθηκευμένες κατά τήν υπό κρίση περίοδο . Τά δεδομένα γιά τή συγκομιδή τής περιόδου 1978/79 δείχνουν κατ’ αρχάς οτι ο όγκος τής συγκομιδής αυτής , πού υπολογιζόταν σέ 6 661 000 τόνους , αντί νά παρουσιάζει μείωση , παρουσίαζε αύξηση κατά 30 % περίπου έναντι τής αντίστοιχης συγκομιδής τής περιόδου 1977/78 .
26 Ειναι βεβαίως αναμφισβήτητο οτι γιά νά εκτιμηθεί η κατάσταση τής αγοράς λαμβάνονται υπόψη μόνο τά προϊόντα πού ανταποκρίνονται στούς κανόνες περί ποιότητας τής κοινής οργανώσεως τών αγορών , αφού μόνο τά προϊόντα αυτά δύνανται νά διατεθούν στό εμπόριο καί νά αποτελέσουν αντικείμενο μέτρων παρεμβάσεως . Εντούτοις , δέν αποδείχθηκε οτι οι ποσότητες τών μήλων πού δέν ανταποκρίνονταν στούς κανόνες περί ποιότητας κατά τήν περίοδο 1978/79 διέφεραν αισθητά από τίς ποσότητες τών προηγούμενων περιόδων ή οτι οι παραγωγοί ή οι έμποροι χρησιμοποίησαν τό μεγαλύτερο μέρος τών αποθηκευτικών χώρων τους γιά τή διατήρηση τών προϊόντων πού δέν μπορούσαν ούτε νά διατεθούν στό εμπόριο ούτε νά αποτελέσουν αντικείμενο μέτρων παρεμβάσεως ή τέλος οτι διαπράχθηκαν καταχρήσεις ή ουσιώδη σφάλματα κατά τήν εφαρμογή τών κοινοτικών μέτρων εναποθηκεύσεως .
27 Γιά νά υπολογίσει τόν όγκο τών διαθέσιμων ποσοτήτων επιτραπέζιων μήλων στήν αγορά τής Κοινότητας τήν άνοιξη τού 1979 , η Επιτροπή όφειλε επιπλέον νά λάβει υπόψη της , εκτός από τή συγκομιδή τής εν λόγω περιόδου , τίς ποσότητες πού βρίσκονταν σέ ψυκτικές αποθήκες , είτε ειχαν αποτελέσει αντικείμενο μέτρων παρεμβάσεως είτε ηταν εναποθηκευμένες σέ ιδιωτικές αποθήκες . Οι σχετικοί αριθμοί πού δόθηκαν κατά τή διάρκεια τής δίκης αποκαλύπτουν οτι οι εναποθηκευμένες ποσότητες επιτραπέζιων μήλων ειχαν ανέλθει τήν 1η Μαρτίου 1979 σέ 1 500 000 τόνους περίπου , δηλαδή παρουσίαζαν αύξηση κατά 18 % καί 40 % περίπου έναντι τής ίδιας ημερομηνίας τού 1977 καί τού 1978 αντιστοίχως . Ανεξαρτήτως τού άν στούς αριθμούς αυτούς περιλαμβάνονται μόνο τά προϊόντα πού βρίσκονταν στίς ψυκτικές αποθήκες καί τά προϊόντα πού ανταποκρίνονταν στούς κανόνες περί ποιότητας , δέν μπορεί νά αμφισβητηθεί οτι οι αριθμοί σχετικά μέ τά αποθέματα πού υφίσταντο κατά τό φθινόπωρο τού 1979 , άν εξετασθούν καί αυτοί σέ σχέση μέ τήν εξέλιξη τής εγχώριας παραγωγής , δείχνουν σαφώς τήν υπαρξη συνεχώς αυξανόμενων δυσχερειών ως πρός τή διάθεση τών εγχώριων επιτραπέζιων μήλων στήν αγορά τής Κοινότητας .
28 Οι δυσχέρειες αυτές μπορούσαν άλλωστε νά οξυνθούν , πρώτον , λόγω τής τάσεως τών τιμών στήν εσωτερική αγορά κατά τήν υπό κρίση περίοδο καί , δεύ τερον , λόγω τού αριθμού τών πράξεων αποσύρσεως πού ειχαν ήδη πραγματοποιηθεί τήν άνοιξη τού 1979 καί εκείνων πού αναμένονταν .
29 Ως πρός τό πρώτο σημείο , από τά στοιχεία πού προσήχθησαν κατά τήν προφορική διαδικασία προκύπτει οτι οι τιμές αγοράς στίς περισσότερες εθνικές αγορές τής Κοινότητας κατά τήν περίοδο Φεβρουαρίου-Απριλίου 1979 ηταν κατώτερες από τήν τιμή βάσεως πού ειχε καθορισθεί σέ 21,26 ECU , σύμφωνα μέ τό άρθρο 16 τού κανονισμού 1035/72 , βάσει τής εξελίξεως τού μέσου ορου τών τιμών πού ειχαν διαπιστωθεί στίς αντιπροσωπευτικές αγορές τής Κοινότητας κατά τά τρία τελευταία έτη . Εξάλλου , από τή σύγκριση τών τιμών τών τριών αυτών περιδων προκύπτει οτι τό Μάρτιο τού 1979 οι τιμές πού επικρατούσαν στίς περισσότερες εθνικές αγορές τής Κοινότητας δέν ειχαν φθάσει τό επίπεδο τών τιμών τών προηγούμενων περιόδων , αλλά παρουσίαζαν σαφή τάση πρός μείωση , η οποία θά μπορούσε νά οδηγήσει σέ δυσχέρανση τών προϋποθέσεων τής διαθέσεως τού εν λόγω προϊόντος καί σέ σημαντική αύξηση τών ήδη υψηλών εξόδων εναποθηκεύσεως .
30 Ως πρός τό δεύτερο σημείο , τά ανωτέρω στοιχεία δείχνουν σαφώς εξάλλου οτι οι ποσότητες γιά τίς οποίες ειχαν πραγματοποιηθεί πράξεις αποσύρσεως ανήλθαν τήν 1η Μαρτίου 1979 σέ 90 000 τόνους καί τήν 1η Απριλίου 1979 έφθασαν τούς 143 512 τόνους , εμφάνιζαν δηλαδή ταχύ ρυθμό αυξήσεως , ενώ οι πράξεις αποσύρσεως δέν ειχαν υπερβεί τούς 2 450 τόνους τό 1978 καί τούς 115 000 τόνους τό 1977 . Σύμφωνα λοιπόν μέ τίς προβλέψεις πού στηρίζονταν στίς προηγούμενες περιόδους , λογικά αναμένονταν πράξεις αποσύρσεως γιά ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες καί συνεπώς καί ανησυχητική χειροτέρευση τής κρίσιμης καταστάσεως τής εν λόγω αγοράς .
31 Υπό τίς προϋποθέσεις αυτές δέν ειναι δυνατό νά αμφισβητηθεί οτι η Επιτροπή ευλόγως ηδύνατο νά θεωρήσει οτι η κατάσταση τής αγοράς αυτής κινδύνευε νά υποστεί σοβαρή χειροτέρευση , λόγω τού όγκου τών εισαγωγών τού εν λόγω προϊόντος από τρίτες χώρες , οι οποίες ειχαν πραγματοποιηθεί ή προβλέπονταν , καί οτι η χειροτέρευση αυτή μπορούσε νά οδηγήσει σέ διαταραχή ικανή νά θέσει σέ κίνδυνο τούς στόχους τού άρθρου 39 τής συνθήκης .
32 Όσον αφορά τόν όγκο τών προβλεπόμενων εισαγωγών , από τή δικογραφία προκύπτει οτι αναμένονταν εισαγωγές από τίς κυριότερες χώρες τού νότιου ημισφαίριου 380 000 τόνων περίπου γιά τήν περίοδο από τό Μάρτιο μέχρι τόν Αύγουστο 1979 , πράγμα πού σήμαινε αύξηση τών εισαγωγών ακόμη καί σέ σχέση μέ τό προηγούμενο έτος , κατά τό οποίο η συγκομιδή εγχώριων μήλων ηταν ιδιαιτέρως χαμηλή .
33 Ακόμη καί άν γίνει δεκτό οτι η ποιότητα τών εισαχθέντων μήλων ηταν καλύτερη κατά τήν περίοδο αυτή από τήν ποιότητα τών εγχώριων μήλων , αυτό δέ σημαίνει οτι η ποιότητα τών τελευταίων αυτών ηταν τόσο χειρότερη , ωστε νά μήν υπήρχε δυνατότητα εκτεταμένης αμοιβαίας υποκαταστάσεως τών δύο κατηγοριών μήλων .
34 Ομοίως δέν ειναι δυνατό νά γίνει δεκτό τό επιχείρημα τής προσφεύγουσας στήν κύρια δίκη , σύμφωνα μέ τό οποίο η προσφορά εισαχθέντων μήλων θά μπορούσε νά έχει ως αποτέλεσμα τήν προώθηση τών πωλήσεων τών εγχώριων μήλων . Ένα τέτοιο αποτέλεσμα , ακόμη καί άν υπήρχε , θά ηταν προσωρινό , αφού οι εισαγωγές από τρίτες χώρες προσελκύουν μακροπροθέσμως τή ζήτηση , η οποία , χωρίς τίς εισαγωγές αυτές , θά στρεφόταν πρός τά εγχώρια προϊόντα .
35 Επομένως , ενόψει τών ποσοτήτων τών εγχώριων επιτραπέζιων μήλων πού ηταν διαθέσιμες στήν αγορά τής Κοινότητας , τόσο τών ποσοτήτων πού προέρχονταν από τή συγκομιδή 1978/79 οσο καί τών εναποθηκευμένων σέ κοινοτικές καί ιδιωτικές ψυκτικές αποθήκες , καθώς καί ενόψει τής εκτάσεως τών προβλεπόμενων παρεμβάσεων καί τής εξελίξεως τών τιμών , ιδίως στό εσωτερικό τής Κοινότητας , δέ φαίνεται νά έκανε η Επιτροπή κακή εκτίμηση τής πραγματικής καταστάσεως τής εν λόγω αγοράς , επειδή θεώρησε οτι ο όγκος τών εισαγωγών από τίς χώρες τού νότιου ημισφαίριου , πού υπολογίζονταν σέ 380 000 τόνους , ηταν δυνατό νά οξύνει ουσιωδώς τίς δυσχέρειες στήν αγορά αυτή καί οτι υπήρχε ο κίνδυνος νά δημιουργήσει σοβαρή διαταραχή , κατά τήν έννοια τού άρθρου 29 τού κανονισμού 1035/72 , δυνάμενη νά θέσει σέ κίνδυνο τούς στόχους τού άρθρου 39 τής συνθήκης , ιδίως τούς αναφερόμενους υπό τά στοιχεία α , β καί γ τής διατάξεως αυτής .
36 Τό γεγονός οτι τά επίδικα μέτρα διασφαλίσεως , τά οποία θεσπίσθηκαν μέ τόν κανονισμό 687/79 , τροποποιήθηκαν δύο φορές , μέ τούς κανονισμούς 797/79 καί 1152/79 , δέ δύναται νά λογισθεί ως ένδειξη περί τού οτι η εκτίμηση τής Επιτροπής γιά τήν κατάσταση τής αγοράς , τήν άνοιξη τού 1979 ηταν ατελής ή εσφαλμένη . Όπως προκύπτει από τό προοίμιο τών ανωτέρω κανονισμών , ο μόνος λόγος πού υπαγόρευσε τίς τροποποιήσεις αυτές έγκειται στό γεγονός οτι ηταν γνωστές μέ μεγαλύτερη ακρίβεια ποιές από τίς ποσότητες πού ενέπιπταν στήν ποσόστωση πού ειχε καθορισθεί γιά τή Χιλή βρίσκονταν πράγματι στό στάδιο τής διαμετακομίσεως καί προορίζονταν όντως νά τεθούν σέ ελεύθερη κυκλοφορία μέσα στήν Κοινότητα .
37 Ούτε άλλωστε τό γεγονός οτι η Επιτροπή δέ θέσπισε κανένα μέτρο διασφαλίσεως γιά τήν περίοδο 1979/80 , άν καί η συγκομιδή ηταν ακόμη μεγαλύτερη από ο,τι τό 1978/79 , δύναται νά θέσει σέ αμφιβολία τήν ορθότητα τής εκτιμήσεως τής Επιτροπής , αφού η εκτίμηση αυτή συνδέεται μόνο μέ τήν κατάσταση καί τίς ανάγκες τής αγοράς τήν άνοιξη τού 1979 καί δέ δύναται νά κριθεί βάσει στοιχείων πού προέρχονται από τήν κατάσταση τής αγοράς σέ μία μεταγενέστερη περίοδο .
38 Άν παρουσιασθεί κατάσταση ως η ανωτέρω εξετασθείσα , τό άρθρο 3 παράγραφος 1 τού κανονισμού 2707/72 προβλέπει ρητώς , μεταξύ τών μέτρων πού δύνανται νά ληφθούν κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 29 παράγραφοι 2 καί 3 τού κανονισμού 1035/72 , τήν αναστολή τών εισαγωγών ή τών εξαγωγών ή τήν επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων κατά τήν εξαγωγή .
39 Η απόπειρα τής Επιτροπής νά επιτύχει , πρίν από τήν προσωρινή αναστολή τών εισαγωγών από τή Χιλή , συμφωνία τών εξαγωγικών χωρών νά αυτοπεριορίσουν τίς εξαγωγές τους πρός τήν Κοινότητα , δέ δύναται νά θεωρηθεί βάσει τού ανωτέρω άρθρου ως ασυμβίβαστη μέ τό κοινοτικό δίκαιο , καθόσον η απόπειρα αυτή αποτελεί προσπάθεια τής Επιτροπής νά μήν καταφύγει στή λήψη αναγκαστικών μέτρων τού είδους τών επίδικων μέτρων , παρά μόνο ως έσχατη λύση , άν καί ειχε τήν εξουσία νά θεσπίσει τέτοια μέτρα δυνάμει τού άρθρου 3 τού κανονισμού 2707/72 .
40 Η απόπειρα αυτή ειναι ακόμη περισσότερο επιτρεπτή , καθόσον ο κανονισμός 2707/72 προβλέπει στό άρθρο 3 παράγραφος 2 οτι τά μέτρα διασφαλίσεως πού ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή «δύνανται νά ληφθούν μόνο κατά τό μέτρο καί γιά τή διάρκεια πού κρίνονται τελείως αναγκαία» , έτσι ωστε νά υποδεικνύει συγχρόνως στήν Επιτροπή οτι , οταν εκτιμά οτι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής τέτοιων μέτρων , θά πρέπει νά εμπνέεται από τήν αρχή τής αναλογικότητας , η οποία εμπεριέχεται στήν κοινοτική έννομη τάξη .
41 Τό γεγονός οτι η Επιτροπή κατά τήν έκδοση τών κανονισμών 797/79 καί 1152/79 , οι οποίοι τροποποίησαν τόν κανονισμό 687/79 , έλαβε υπόψη της μόνο τά εμπορεύματα πού ειχαν ήδη εγκαταλείψει τή Χιλή καί όχι εκείνα πού βρίσκονταν ακόμη στό στάδιο τής φορτώσεως , δέ σημαίνει οτι παράβλεψε τήν αρχή τής αναλογικότητας ως πρός τά τελευταία αυτά εμπορεύματα . Τό άρθρο 3 παράγραφος 3 εδάφιο 1 τού κανονισμού 2707/72 διευκρινίζει πράγματι οτι τά μέτρα διασφαλίσεως πού ενδεχομένως εφαρμόζονται λαμβάνουν υπόψη τήν ιδιαίτερη κατάσταση τών προϊόντων «κατά τή διάρκεια τής διαμετακομίσεώς τους» . Τό γεγονός οτι η Επιτροπή στούς κανονισμούς 797/79 καί 1152/79 έλαβε υπόψη μόνο τά εμπορεύματα πού ήδη μεταφέρονταν ατμοπλοϊκώς κατά τό χρόνο τής θεσπίσεως τών επίδικων μέτρων διασφαλίσεως ειναι αποτέλεσμα τής ορθής εφαρμογής τού κανονισμού 2707/72 , στόν οποίο η Επιτροπή δέν ηταν δυνατό νά δώσει ευρεία ερμηνεία χωρίς νά θέσει σέ κίνδυνο τήν αποτελεσματικότητα τών μέτρων πού ειχε λάβει .
γ ) Επί τής παραβάσεως τού άρθρου 110 τής συνθήκης καί τών διατάξεων τής Γενικής συμφωνίας δασμών καί εμπορίου
42 Κατά τών επίδικων μέτρων διασφαλίσεως προβάλλεται επίσης οτι αντίκεινται , καθόσον έχουν ως αποτέλεσμα τήν αναστολή τών εισαγωγών από τίς τρίτες χώρες , στήν κατευθυντήρια αρχή τής κοινής εμπορικής πολιτικής , η οποία θεσπίζεται στό άρθρο 110 τής συνθήκης , στό οποίο αναφέρεται ρητώς τό άρθρο 37 τού κανονισμού 1035/72 .
43 Πρέπει νά επισημανθεί σχετικώς οτι , σύμφωνα μέ τήν τελευταία αυτή διάταξη , «ο παρών κανονισμός πρέπει νά εφαρμόζεται έτσι ωστε νά λαμβάνονται υπόψη , παράλληλα καί κατά τόν κατάλληλο τρόπο , οι στόχοι τών άρθρων 39 καί 110 τής συνθήκης» . Η διπλή αυτή αναφορά δείχνει οτι ο κανονισμός επιδιώκει νά διατηρήσει μία λογική ισορροπία μεταξύ τών στόχων τής κοινής γεωργικής πολιτικής καί τών συμφερόντων τού παγκόσμιου εμπορίου , περί τών οποίων γίνεται λόγος στό άρθρο 110 .
44 Τό άρθρο 110 τής συνθήκης , σύμφωνα μέ τό οποίο τά Κράτη μέλη «αποσκοπούν νά συμβάλουν πρός τό κοινό συμφέρον στήν αρμονική ανάπτυξη τού παγκόσμιου εμπορίου , στήν προοδευτική κατάργηση τών περιορισμών στίς διεθνείς συναλλαγές καί στόν περιορισμό τών τελωνειακών φραγμών» , δέ δύναται νά ερμηνευθεί υπό τήν έννοια οτι απαγορεύεται στήν Κοινότητα από τή συνθήκη νά λαμβάνει οποιοδήποτε μέτρο ειναι δυνατό νά επηρεάσει τίς συναλλαγές μέ τίς τρίτες χώρες , ακόμη καί οταν , οπως εν προκειμένω , η θέσπιση τού μέτρου αυτού , αφενός μέν , ειναι αναγκαία λόγω τής υπάρξεως στήν αγορά τής Κοινότητας κινδύνου σοβαρής διαταραχής ικανής νά θέσει σέ κίνδυνο τούς στόχους τού άρθρου 39 τής συνθήκης , αφετέρου δέ , στηρίζεται σέ διατάξεις τού κοινοτικού δικαίου .
45 Ομοίως , ο ισχυρισμός τής προσφεύγουσας στήν κύρια δίκη οτι τά επίδικα μέτρα διασφαλίσεως αντίκεινται στίς υποχρεώσεις πού υπέχει η Κοινότητα εκ τής GATT δέ δύναται νά θέσει σέ αμφιβολία τό κύρος τών μέτρων αυτών .
46 Όπως προκύπτει από τά στοιχεία , τά οποία προσήγαγε η Επιτροπή κατά τήν προφορική διαδικασία καί τά οποία δέν αμφισβητήθηκαν , η ειδική ομάδα πού ειχε επιφορτισθεί στά πλαίσια τής GATT νά εξετάσει κατά πόσο συμβιβάζονται τά μέτρα τής Κοινότητας μέ τήν GATT αποφάνθηκε οτι η Κοινότητα , θεσπίζοντας τά επίδικα μέτρα διασφαλίσεως , δέν παρέβη ούτε τό άρθρο Ι ούτε τό άρθρο ΙΙ τής GATT . Η εν λόγω ομάδα απλώς επέκρινε τήν Κοινότητα , επειδή κατά τή θέσπιση τών παραπάνω μέτρων θεώρησε ως τρίτο έτος αναφοράς τό 1976 αντί τού 1975 . Η επίκριση αυτή δέ δύναται νά θεωρηθεί ως στοιχείο ικανό νά επιφέρει τήν ακυρότητα τών εν λόγω μέτρων . Από τίς εξηγήσεις άλλωστε πού έδωσε η Επιτροπή προκύπτει οτι , άν λαμβανόταν υπόψη τό έτος 1975 , δέ θά άλλαζαν ουσιαστικά οι ποσοστώσεις γιά τίς εισαγωγές από τή Χιλή , οι οποίες θά αυξάνονταν από 42 000 τόνους , οπως ειχαν υπολογισθεί μέ βάση τό 1976 , σέ 42 600 τόνους .
δ ) Επί τής παραβιάσεως τής αρχής τής θεμιτής εμπιστοσύνης
47 Κατά τή διαδικασία ενώπιον τού Δικαστηρίου ανέκυψε επίσης τό ζήτημα άν η Επιτροπή παραβίασε εν προκειμένω τήν αρχή τής προστασίας τής θεμιτής εμπιστοσύνης , ιδίως λόγω τού οτι θέσπισε όψιμα τό επίδικο μέτρο διασφαλίσεως , μετά δηλαδή τή σύναψη από τούς ενδιαφερόμενους εισαγωγείς τών συμβάσεων παραδόσεως καί ναυλώσεως , καί χωρίς νά προβλέψει μεταβατικά μέτρα υπέρ τών εισαγωγέων αυτών .
48 Όπως έκρινε τό Δικαστήριο προσφάτως στήν απόφαση τής 16ης Μα ΐου 1979 ( Tomadini , 84/78 , Slg . 1979 , σ . 1801 ) η αρχή τής προστασίας τής θεμιτής εμπιστοσύνης ανήκει μέν στίς θεμελιώδεις αρχές τής Κοινότητας , εντούτοις ομως «τό πεδίο εφαρμογής της δέ δύναται νά επεκταθεί μέχρι σημείου ωστε νά αποκλείει κατά τρόπο γενικό τήν εφαρμογή μιάς νέας ρυθμίσεως στίς μελλοντικές συνέπειες καταστάσεων πού δημιουργήθηκαν υπό τήν προγενέστερη κανονιστική ρύθμιση , εφόσον δέν έχουν αναληφθεί υποχρεώσεις έναντι τής δημόσιας αρχής» . Στήν ίδια απόφαση τό Δικαστήριο τόνισε επίσης οτι «αυτό συμβαίνει ιδίως σέ τομείς , οπως οι κοινές οργανώσεις τών αγορών , ο σκοπός τών οποίων απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα μέ τίς μεταβολές τής οικονομικής καταστάσεως στούς διάφορους τομείς τής γεωργίας» .
49 Οι ίδιες οι προϋποθέσεις τής θεσπίσεως μέτρων διασφαλίσεως σύμφωνα μέ τό άρθρο 3 παράγραφος 1 τού κανονισμού 2707/72 καθιστούν σαφή τήν ανάγκη μιάς τέτοιας προσαρμογής , η οποία επιτρέπει στήν κοινή οργάνωση τών αγορών νά προλαμβάνει τόν κίνδυνο σοβαρής διαταραχής πού θά ηταν δυνατό νά θέσει σέ κίνδυνο τούς στόχους τού άρθρου 39 τής συνθήκης .
50 Ενόψει εξάλλου τών αναγκών πού προκάλεσαν τήν προσωρινή αναστολή τών εισαγωγών , η θέσπιση μεταβατικών μέτρων πού θά εξαιρούσαν από τήν αναστολή αυτή τίς συμβάσεις πού ειχαν ήδη συναφθεί θά απογύμνωνε τό μέτρο διασφαλίσεως από κάθε πρακτικό αποτέλεσμα , ανοίγοντας τήν αγορά επιτραπέζιων μήλων τής Κοινότητας σέ τέτοια έκταση εισαγωγών , πού θά ηταν δυνατό νά θέσει σέ κίνδυνο τήν αγορά αυτή .
ε ) Επί τής παραβιάσεως τής αρχής τής απαγορεύσεως τών διακρίσεων
51 Κατά τή διάρκεια τής δίκης ανέκυψε τό ζήτημα μήπως οι κανονισμοί 797/79 καί 1152/79 προσέκρουαν στήν αρχή τής απαγορεύσεως τών διακρίσεων , η οποία θεσπίζεται , γιά τόν τομέα τής κοινής γεωργικής πολιτικής , στό άρθρο 40 παράγραφος 3 εδάφιο 2 τής συνθήκης , καθόσον από τούς κανονισμούς αυτούς δέν επωφελούνταν οι εισαγωγές στίς οποίες η προσφεύγουσα στήν κύρια δίκη ειχε ζητήσει νά μήν εφαρμοσθούν τά προαναφερθέντα μέτρα .
52 Όπως τονίσθηκε παραπάνω , οι κανονισμοί 797/79 καί 1152/79 δέν ειχαν ως αντικείμενο νά επιτρέψουν εξαιρέσεις από τήν εφαρμογή τών επίδικων μέτρων διασφαλίσεως , οσον αφορά τίς ποσότητες επιτραπέζιων μήλων προελεύσεως Χιλής , η εισαγωγή τών οποίων ειχε επιτραπεί στήν Κοινότητα , αλλά επιδίωκαν απλώς καί μόνο τήν προσαρμογή τής εφαρμογής τους στά εμπορεύματα πού βρίσκονταν στό στάδιο «τής διαμετακομίσεως» κατά τήν έννοια τού άρθρου 3 παράγραφος 3 τού κανονισμού 2707/72 .
53 Τό γεγονός επομένως οτι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της μόνο τά εμπορεύματα πού στίς 12 Απριλίου 1972 ήδη μεταφέρονταν ατμοπλοϊκώς , ενώ απέκλεισε τά εμπορεύματα πού κατά τήν ίδια ημερομηνία δέν ειχαν φύγει ακόμη από τά χιλιανά λιμάνια , συνάδει πρός τό άρθρο 3 παράγραφος 2 τού κανονι- σμού 2707/72 .
54 Αφού η κατάσταση τών τελευταίων αυτών εμπορευμάτων δέ δύναται , ενόψει τού άρθρου 3 παράγραφος 2 τού εν λόγω κανονισμού , νά συγκριθεί μέ τήν κατάσταση τών εμπορευμάτων πού βρίσκονται στό στάδιο τής «διαμετακομίσεως» κατά τήν έννοια τής διατάξεως αυτής , τό γεγονός οτι η ρύθμιση τών επίδικων κανονισμών 797/79 καί 1152/79 δέν επεκτάθηκε στήν κατάσταση αυτή , δέ δύναται νά θεωρηθεί ως διάκριση πού αντίκειται πρός τή συνθήκη .
55 Η — έστω καί περιορισμένη — επέκταση τής ρυθμίσεως αυτής καί στίς εισαγωγές από μία χώρα πού δέν ειχε δεχθεί τή ρήτρα τού αυτοπεριορισμού τών εξαγωγών πού ειχε προτείνει η Επιτροπή θά αποτελούσε αντιθέτως διάκριση εις βάρος τών άλλων χωρών τού νότιου ημισφαίριου πού ειχαν δεχθεί τή ρήτρα αυτή καί θά έθετε σέ κίνδυνο τήν τήρηση τών υποχρεώσεων πού ειχαν αναλάβει οι χώρες αυτές .
56 Γιά ολους αυτούς τούς λόγους πρέπει νά δοθεί στό εθνικό δικαστήριο η απάντηση οτι από τήν εξέταση τού υποβληθέντος ερωτήματος δέν προέκυψαν στοιχεία ικανά νά επηρεάσουν τό κύρος τών κανονισμών 687/79 , 797/79 καί 1152/79 τής Επιτροπής .
Επί τών δικαστικών εξόδων
Τά έξοδα στά οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στό Δικαστήριο δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η παρούσα διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κύριας δίκης τό χαρακτήρα παρεμπίπτοντος πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφανθεί επί τών δικαστικών εξόδων .
Διά ταύτα
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
κρίνοντας επί τού ερωτήματος πού τού υπέβαλε τό Hessisches Finanzgericht μέ τή διάταξη τής 24ης Μαρτίου 1980 αποφαίνεται :
Από τήν εξέταση τού υποβληθέντος ερωτήματος δέν προέκυψαν στοιχεία ικανά νά επηρεάσουν τό κύρος τών κανονισμών 687/79 , 797/79 καί 1152/79 τής Επιτροπής .