61980J0050

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 5ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1981. - JOSZEF HORVATH ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT HAMBURG - JONAS. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ FINANZGERICHT ΤΟΥ ΑΜΒΟΥΡΓΟΥ. - ΔΑΣΜΟΛΟΓΗΤΕΑ ΑΞΙΑ : ΛΑΘΡΑΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 50/80.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 00385
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00063


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Κοινό Δασμολόγιο — Δασμοί — Επιβολή στά ναρκωτικά πού εισάγονται λαθραία καί καταστρέφονται αμέσως μετά τήν ανακάλυψή τους — Απαράδεκτο — Ποινική καταστολή τών παραβάσεων — Αρμοδιότητα τών Κρατών μελών

Περίληψη


Δέν μπορεί νά προσδιοριστεί δασμός ad valorem γιά τά προϊόντα πού λόγω τής φύσεώς τους δέν μπορούν νά τεθούν σέ κυκλοφορία σέ κανένα από τά Κράτη μέλη , αλλά αντίθετα πρέπει νά κατασχεθούν καί νά τεθούν εκτός κυκλοφορίας από τίς αρμόδιες αρχές μόλις ανακαλυφτούν .

Επομένως η καθιέρωση τού Κοινού Δασμολογίου δέν επιτρέπει πλέον στά Κράτη μέλη νά επιβάλλουν δασμούς στά ναρκωτικά πού εισάγονται λαθραία καί καταστρέφονται κατά τήν ανακάλυψή τους , ενώ αφήνει πλήρη ελευθερία σ’ αυτά οσον αφορά τήν ποινική δίωξη τών εγκλημάτων πού διαπράχθηκαν , μέ ολες τίς συνέπειες τής διώξεως αυτής , ακόμα καί στό χρηματικό τομέα .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 50/80

πού έχει ως αντικείμενο αίτηση τού Finanzgericht τού Αμβούργου πρός τό Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τήν οποία ζητείται η έκδοση , στό πλαίσιο τής διαφοράς πού εκκρεμεί ενώπιον τού δικαστηρίου αυτού μεταξύ

JOSZEF HORVATH , κατοίκου Αμβούργου ,

καί

HAUPTZOLLAMT HAMBURG-JONAS ( Κεντρικού Τελωνείου τού Αμβούργου-Jonas ),

Αντικείμενο της υπόθεσης


προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία τών διατάξεων τής συνθήκης ΕΟΚ πού αφορούν τήν τελωνειακή ενωση , καθώς καί τού άρθρου 7 τής συνθήκης ΕΟΚ , καί επικουρικά ως πρός τήν ερμηνεία τού κανονισμού 803/68 τού Συμβουλίου τής 27ης Ιουνίου 1968 περί τής δασμολογητέας αξίας τών εμπορευμάτων ( ABl . 1968 L 148 , σ . 6 ), καθώς καί τού κανονισμού 375/69 τής Επιτροπής τής 27ης Φεβρουαρίου 1969 περί δηλώσεως τών στοιχείων τών σχετικών μέ τή δασμολογητέα αξία τών εμπορευμάτων ( ABl . 1969 L 52 , σ . 1 ), τού κανονισμού 603/72 τής Επιτροπής τής 24ης Μαρτίου 1972 περί τού αγοραστή πού πρέπει νά ληφθεί υπόψη γιά τόν προσδιορισμό τής δασμολογητέας αξίας ( ABl . 1972 L 72 , σ . 17 ) καί τού κανονισμού 1343/75 τής Επιτροπής τής 26ης Μα ΐου 1975 περί παροχής εγγράφων γιά τόν προσδιορισμό τής δασμολογητέας αξίας ( ABl . 1975 L 137 , σ . 18 ),

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ διάταξη τής 15ης Ιανουαρίου 1980 , πού περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 6 Φεβρουαρίου 1980 , τό Finanzgericht τού Αμβούργου υπέβαλε , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , τρία προδικαστικά ερωτήματα ως πρός τόν προσδιορισμό τής δασμολογητέας αξίας τών εμπορευμάτων πού έχουν εισαχθεί λαθραία στό τελωνειακό έδαφος τής Κοινότητας .

2 Μέ διάταξη τής 8ης Ιουλίου 1980 , πού περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 11 Ιουλίου 1980 καί πού συμπλήρωνε καί διόρθωνε τή διάταξη τής 15ης Ιανουαρίου 1980 , τό ίδιο Finanzgericht υπέβαλε τέταρτο προδικαστικό ερώτημα μέ τό εξής περιεχόμενο :

«Πρέπει οι διατάξεις τής συνθήκης ΕΟΚ σχετικά μέ τήν τελωνειακή ενωση ( άρθρο 9 παράγραφος 1 καί άρθρα 12-29 ) νά ερμηνευτούν υπό τήν έννοια οτι ενα Κράτος μέλος δέν εισπράττει νομίμως δασμούς γιά τά ναρκωτικά πού εισάγονται παράνομα καί στή συνέχεια καταστρέφονται , εφ’ οσον ολα τά άλλα Κράτη μέλη δέν εισπράττουν δασμούς γιά τά παρανόμως εισαγόμενα ναρκωτικά , τά οποία κατάσχονται καί καταστρέφονται ; Η είσπραξη δασμών σέ ενα μόνο Κράτος μέλος έρχεται μήπως σέ αντίθεση μέ τό άρθρο 7 τής συνθήκης ΕΟΚ;»

3 Τό εθνικό δικαστήριο δήλωσε οτι η καταφατική απάντηση στό τέταρτο ερώτημα θά καθιστούσε άνευ αντικειμένου τήν εξέταση τών τριών πρώτων ερωτημάτων . Σύμφωνα μέ αυτή τή δήλωση , τό Δικαστήριο θά εξετάσει αρχικά τό τέταρτο ερώτημα .

4 Η διαφορά στήν κύρια δίκη αφορά τόν προσδιορισμό τού δασμού πού πρέπει νά επιβληθεί σέ ποσότητα ηρωίνης πού αγοράστηκε στή μαύρη αγορά στό Άμστερνταμ καί ανακαλύφτηκε κατά τή διέλευσή της μέσω τών ολλανδογερμανικών συνόρων . Η ηρωίνη κατασχέθηκε καί καταστράφηκε καί ο λαθρέμπορος καταδικάστηκε από γερμανικό ποινικό δικαστήριο σέ φυλάκιση πέντε ετών γιά εμπόριο ηρωίνης καί γιά λαθρεμπόριο . Κατόπιν οι γερμανικές τελωνειακές αρχές απαίτησαν από αυτόν τήν καταβολή τού ποσού τών 1 296 γερμανικών μάρκων ως δασμού γιά τό λαθραίο εμπόρευμα .

5 Στήν πρώτη του διάταξη , τής 15ης Ιανουαρίου 1980 , τό Finanzgericht αναφέρθηκε στή γερμανική νομοθεσία , νομολογία καί διοικητική πρακτική ως πρός τόν προσδιορισμό τής δασμολογητέας αξίας τών ναρκωτικών πού εισάγονται λαθραία , ιδίως οσον αφορά τό χρόνο γενέσεως τής τελωνειακής οφειλής . Τό δικαστήριο πάντως διερωτάται άν εφαρμόζονται , καί σέ ποιά έκταση , οι κοινοτικοί κανονισμοί σχετικά μέ τόν προσδιορισμό τής δασμολογητέας αξίας , καί συγκεκριμένα ο κανονισμός 803/68 τού Συμβουλίου τής 27ης Ιουνίου 1968 περί τής δασμολογητέας αξίας τών εμπορευμάτων ( ABl . L 148 , σ . 6 ).

6 Στή δεύτερή του διάταξη , τής 8ης Ιουλίου 1980 , τό δικαστήριο αντέδρασε στίς πληροφορίες πού παρέσχε στό Δικαστήριο η Επιτροπή κατόπιν αιτήσεώς του , σύμφωνα μέ τίς οποίες στά άλλα οκτώ Κράτη μέλη , δηλαδή εκτός από τήν Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας , τά ναρκωτικά πού εισάγονται μέ παράνομο τρόπο κατάσχονται καί εν γένει καταστρέφονται αμέσως , χωρίς νά επιβάλλεται κανένας δασμός . Σέ ορισμένα Κράτη μέλη πάντως τά κατασχόμενα ναρκωτικά διατίθενται μερικές φορές στή φαρμακευτική βιομηχανία σέ τιμή αντίστοιχη μέ τήν τιμή πού συνήθως καταβάλλει η βιομηχανία αυτή γιά τό εν λόγω ναρκωτικό . Στήν περίπτωση αυτή η δασμολογητέα αξία προσδιορίζεται βάσει τής τιμής αυτής .

7 Στό σκεπτικό τής δεύτερης διατάξεως , τό δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες γιά τό άν συμβιβάζεται μέ τή θεμελιώδη ιδέα τής τελωνειακής ενώσεως η επιβολή δασμών σέ ενα μόνο Κράτος μέλος , στά ναρκωτικά πού εισάγονται λαθραία καί στή συνέχεια καταστρέφονται , ενώ τά άλλα Κράτη μέλη αρκούνται στήν ποινική δίωξη τής λαθραίας εισαγωγής ναρκωτικών .

8 Η Επιτροπή ισχυρίζεται οτι οι κοινοτικές διατάξεις περί τής δασμολογητέας αξίας εφαρμόζονται σέ ολα τά εμπορεύματα πού αναφέρονται στό Κοινό Δασμολόγιο . Αφού η ηρωίνη κατατάσσεται στή διάκριση 29.42 Α ΙΙ , «αλκαλοειδή τής ομάδος τού οποίου» , «λοιπά» , η δασμολογητέα αξία της πρέπει κατ’ αρχήν νά προσδιοριστεί κατά τό κοινοτικό δίκαιο , είτε έχει εισαχθεί μέ νόμιμο τρόπο είτε μέ παράνομο . Εφ’ οσον τό κοινοτικό δίκαιο ποαρουσιάζει ακόμη κενά — οπως συνέβαινε κατά τήν εποχή πού εξετάζεται στήν παρούσα υπόθεση , οσον αφορά τό χρόνο γενέσεως τής τελωνειακής οφειλής — εφαρμόζεται η εθνική νομοθεσία τού Κράτους μέλους στό οποίο γίνεται η εισαγωγή .

9 Πρέπει νά υπογραμμιστεί εξαρχής οτι τό τέταρτο ερώτημα πού υπέβαλε τό εθνικό δικαστήριο δέν αφορά τήν περίπτωση απλής λαθραίας εισαγωγής τυχόντος προϊόντος , αλλά τή λαθραία εισαγωγή ενός βλαβερού προϊόντος πού προοριζόταν γιά παράνομη χρήση καί καταστράφηκε κατά τήν ανακάλυψή του .

10 Πρέπει στή συνέχεια νά υπενθυμιστεί οτι ενα προϊόν οπως η ηρωίνη δέν κατάσχεται καί καταστρέφεται γιά τό λόγο καί μόνο οτι ο εισαγωγέας δέν τήρησε τίς τελωνειακές διατυπώσεις , αλλά κυρίως γιατί πρόκειται γιά ναρκωτικό μέ αναγνωρισμένη βλαβερότητα , η εισαγωγή καί η εμπορία τού οποίου απαγορεύονται σέ ολα τά Κράτη μέλη , εκτός από ενα περιορισμένο καί αυστηρά ελεγχόμενο εμπόριο πρός τό σκοπό τής επιτρεπόμενης χρησιμοποιήσεως γιά φαρμακευτικούς καί ιατρικούς σκοπούς .

11 Υπό τίς προϋποθέσεις αυτές , άν καί τό Κοινό Δασμολόγιο έχει περιλάβει καί έχει κατατάξει ενα τέτοιο προϊόν σέ μία από τίς κλάσεις του , μέ σκοπό νά καθορίσει τό σχετικό συντελεστή τού δασμού — 13,6 % στήν περίπτωση τής διακρίσεως 29.42 Α ΙΙ , η κατάταξη αυτή δέν μπορεί νά αφορά παρά τήν εισαγωγή εν όψει επιτρεπόμενης χρησιμοποιήσεως . Πράγματι , δέν μπορεί νά προσδιοριστεί δασμός ad valorem γιά τά προϊόντα πού λόγω τής φύσεώς τους δέν μπορούν νά τεθούν σέ κυκλοφορία σέ κανένα από τά Κράτη μέλη , αλλά αντίθετα πρέπει νά κατασχεθούν καί νά τεθούν εκτός κυκλοφορίας από τίς αρμόδιες αρχές μόλις ανακαλυφτούν .

12 Πρέπει σχετικά νά τονιστεί οτι ολες οι διατάξεις τού κανονισμού 803/68 τού Συμβουλίου περί τής δασμολογητέας αξίας τών εμπορευμάτων προϋποθέτουν οτι τά εισαγόμενα προϊόντα μπορούν νά διατεθούν στό εμπόριο καί νά ενταχθούν στό οικονομικό κύκλωμα .

13 Επιπλέον , αφού τό άρθρο 18 τής συνθήκης ΕΟΚ διακηρύσσει οτι η θέσπιση τού Κοινού Δασμολογίου εντάσσεται στό πλαίσιο τής συμβολής στήν ανάπτυξη τού διεθνούς εμπορίου καί στή μείωση τών εμποδίων στίς συναλλαγές , δέν μπορεί νά αναφέρεται στήν εισαγωγή ναρκωτικών πού προορίζονται γιά παράνομες χρήσεις καί τίθενται εκτός κυκλοφορίας μόλις ανακαλυφτούν .

14 Η ερμηνεία αυτή τού Κοινού Δασμολογίου επιβεβαιώνεται από τήν πρακτική πού ακολουθούν οι τελωνειακές αρχές τών οκτώ Κρατών μελών . Από τήν ίδια άλλωστε αρχή εμπνέονται τά άρθρα 10 καί 11 τού κανονισμού 1430/79 τού Συμβουλίου τής 2ας Ιουλίου 1979 περί επιστροφής ή αποδόσεως τών δασμών κατά τήν εισαγωγή ή κατά τήν εξαγωγή ( ABl . L 175 , σ . 1 ), τά οποία προβλέπουν τήν επιστροφή ή απόδοση τών δασμών κατά τήν εισαγωγή , εφ’ οσον τά εμπορεύματα στά οποία επιβλήθηκαν οι δασμοί αυτοί καταστρέφονται υπό τήν εποπτεία τών αρμόδιων αρχών .

15 Από τά ανωτέρω προκύπτει οτι η καθιέρωση τού Κοινού Δασμολογίου δέν επιτρέπει πλέον στά Κράτη μέλη νά επιβάλλουν δασμούς στά ναρκωτικά πού εισάγονται λαθραία καί καταστρέφονται αμέσως μετά τήν ανακάλυψή τους , ενώ αφήνει πλήρη ελευθερία σ’ αυτά οσον αφορά τήν ποινική δίωξη τών εγκλημάτων πού διαπράχθηκαν , μέ ολες τίς συνέπειες τής διώξεως αυτής , ακόμα καί στό χρηματικό τομέα .

16 Κατόπιν τής ανωτέρω απαντήσεως , τά τρία πρώτα ερωτήματα γίνονται άνευ αντικειμένου .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

17 Τά έξοδα στά οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , πού κατέθεσε στό Δικαστήριο παρατηρήσεις , δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η παρούσα διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κύριας δίκης τό χαρακτήρα παρεμπίπτοντος , πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφασίσει γιά τά δικαστικά έξοδα .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πρώτο τμήμα ),

κρίνοντας επί τών ερωτημάτων πού τού υπέβαλε μέ τίς διατάξεις τής 15ης Ιανουαρίου 1980 καί τής 8ης Ιουλίου 1980 τό Finanzgericht τού Αμβούργου , αποφαίνεται :

Η καθιέρωση τού Κοινού Δασμολογίου δέν επιτρέπει πλέον στά Κράτη μέλη νά επιβάλλουν δασμούς στά ναρκωτικά πού εισάγονται λαθραία καί καταστρέφονται αμέσως μετά τήν ανακάλυψή τους , ενώ αφήνει πλήρη ελευθερία σ’ αυτά οσον αφορά τήν ποινική δίωξη τών εγκλημάτων πού διαπράχθηκαν , μέ ολες τίς συνέπειες τής διώξεως αυτής , ακόμα καί στό χρηματικό τομέα .