ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤῆΣ ΓΕΝΙΚΉΣ ΕΊΣΑΓΓΕΛΈΩΣ SIMONE ROZÈS

ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤΊΣ 14 'ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 1981 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

κύριοι δικαστές,

Ἡ παρούσα προδικαστική υπόθεση, πού άφορᾶ ἐκ νέου την ερμηνεία τῶν άρθρων 30 καί 36 τῆς συνθήκης, πηγάζει ἀπό την ποινική δίωξη πού ἠσκήθη στίς Κάτω Χώρες κατά εισαγωγές γαλλικών φυτοφαρμάκων, τῆς «Frans-Nederlandse Maatschappij voor Biologische Producten».

Ι —

α)

Ή ἐν λόγω ἑταιρία διώκεται διότι ἐπώλησε, τόν Φεβρουάριο 1978, σέ μιά επιχείρηση τοῦ Groningue, ἡ ὁποία τό ἐχρησιμοποίησε γιά την ἀπολύμανση μιᾶς ἀποθήκης τῆς ζαχάρεως, ἕνα παρασιτοκτόνο πού φέρει την ὀνομασία Fumicot Fumispore. Τό προϊόν αὐτό στοχεύει στην καταστροφή κάθε 'ίχνους σαπροφύτων πού ευρίσκονται στην ἀτμόσφαιρα τῶν χώρων παραγωγής καί εναποθηκεύσεως τροφίμων καί χρησιμοποιείται κυρίως στίς βιομηχανίες γάλακτος, τυροῦ καί άρτου.

Τό ἀπολυμαντικό αυτό εἶχε τύχει στην Γαλλία, χώρα κατασκευής του, τῆς εγκρίσεως κυκλοφορίας, ἡ ὁποία ἀπαιτείται γιά τήν χρησιμοποίηση τοῦ είδους αυτού τῶν προϊόντων, σύμφωνα μέ τίς ισχύουσες διατάξεις (Νόμος 525 τῆς 2ας Νοεμβρίου 1943, τροποποιηθείς, περί ὀργανώσεως καί έλεγχου τῶν παρασιτοκτόνων πρός γεωργική χρήση καί κείμενα ἐφαρμογής του). Σύμφωνα μέ τίς δηλώσεις τῶν συμβούλων τῆς κατηγορουμένης στην κυρία δίκη ἑταιρίας ενώπιον τῶν ὀλλανδικῶν δικαστηρίων, τό προϊόν αυτό έχει επιτραπεί καί στην 'Ιταλία, την 'Ελβετία, τήν Ὁμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας καί τό Βέλγιο.

Στίς Κάτω Χῶρες ἀντιθέτως, ἠσκήθη δίωξη κατά τῆς εἰσαγωγέως-ἑταιρίας λόγω τοῦ ὅτι ἡ συσκευασία τοῦ χρησιμοποιηθέντος ἀπολυμαντικού δέν ἀνέφερε τόν ἀριθμό τῆς εγκρίσεως κυκλοφορίας πού προβλέπεται ἀπό τό άρθρο 2 παράγραφος 1 τοῦ ὁλλανδικοί) νόμου περί φυτοφαρμάκων τῆς 12ης 'Ιουλίου 1962. Κατά τήν διάταξη αὐτή, ἀπαγορεύεται πράγματι ἡ πώληση, ἡ εναποθήκευση ἤ ἡ χρησιμοποίηση ἑνός φυτοφαρμάκου τοῦ ὁποίου δέν ἀποδεικνύεται ὅτι ενεκρίθη ἡ κυκλοφορία κατ' εφαρμογή τοῦ νόμου αὐτοῦ. Κατά τήν παράγραφο 2 τοῦ ἰδίου ἄρθρου, ένα φυτοφάρμακο θεωρείται ἐγκεκριμένο ὅταν στην συσκευασία εμφαίνονται ἡ ὀνομασία τοῦ εγκριθέντος προϊόντος καί ὁ ἀριθμός εγκρίσεως κυκλοφορίας. Οἱ παραβάσεις τοῦ ἄρθρου αυτού διώκονται ποινικώς κατ' εφαρμογή τοῦ νόμου περί οικονομικών εγκλημάτων («Wet of de Economische Delicten») τῆς 22ας 'Ιουνίου 1950.

Ὅπως επεσήμανε ἡ ὀλλανδική κυβέρνηση, ὁ νόμος τοῦ 1962 ἐθεσπίσθη μέ σκοπό τήν προστασία τῆς δημοσίας υγείας, ἡ όποια θά ἠδύνατο νά ἀπειληθεί άμεσα ἡ έμμεσα ἀπό τήν χρησιμοποίηση τῶν προϊόντων αυτών. 'Αμεση ἀπειλή προέρχεται κυρίως ἀπό ελαττωματική εναποθήκευση ἡ χρήση χωρίς προφύλαξη. Ἡ ἀπειλή εἶναι έμμεση — καί άφορᾶ κυρίως τά προϊόντα βραδείας ἀποσυνθέσεως — ὅταν, συνεπεία τῆς ευρείας χρησιμοποιήσεως τους ἐπί τῶν φυτών πού ἀναλίσκονται εἴτε ἀπ' ευθείας από τόν άνθρωπο εἴτε ἀπό βρώσιμα ζώα, ή συγκέντρωση τους φθάνει, στό τέλος τοῦ κυκλώματος διατροφής, σέ βαθμό ουσιαστικά επικίνδυνο γιά τόν άνθρωπο. Λόγω τῆς σοβαρότητος αὐτών τῶν κινδύνων, οἱ ὀλλανδικές ἀρχές ἐπέλεξαν τό αυστηρό σύστημα τῆς κατ' ἀρχήν ἀπαγορεύσεως τῆς χρησιμοποιήσεως τους χωρίς προηγουμένη έγκριση κυκλοφορίας.

Ή ἀπόφαση εγκρίσεως κυκλοφορίας λαμβάνεται ἀπό τόν υπουργό γεωργίας καί ἁλιείας ἡ τόν υπουργό δημοσίας υγείας καί περιβάλλοντος ἄν τό παρασιτοκτόνο ἀνταποκρίνεται στίς προδιαγραφές τοῦ άρθρου 3 τοῦ νόμου, οἱ όποιες εξειδικεύονται στό διάταγμα εφαρμογής του, τῆς 4ης Αυγούστου 1964. Τό άρθρο 3 παράγραφος 1 τοῦ νόμου προβλέπει ὅτι άδεια σ' ένα φυτοφάρμακο χορηγείται μόνο ἐάν:

α)

ἡ περιεκτικότης του σέ δραστική(ές) οὐσία(ες), τά άλλα συστατικά του, τό χρώμα του, ἡ μορφή του, ἡ τελείωση του, ἡ συσκευασία του καί οἱ ἀναφερόμενες σέ αὐτή ενδείξεις ἀνταποκρίνονται στους ὅρούς πού θέτει ἡ υπουργική ἀπόφαση

β)

οἱ διεξαχθεῖσες ἀναλύσεις επιτρέπουν τό εύλογο συμπέρασμα ὅτι τό προϊόν ἀνταποκρίνεται στην χρήση γιά τήν ὁποία προορίζεται καί ὅτι ἡ χρησιμοποίηση του, σύμφωνα μέ τόν προορισμό καί τίς ὁδηγίες χρήσεως του, δέν παράγει κανένα δευτερογενές βλαπτικό αποτέλεσμα

γ)

ἡ περιεκτικότης του σέ δραστική(ές) οὑσία(ες) δέν υπερβαίνει τήν ἀπαιτούμενη (τίς ἀπαιτούμενες) γιά τήν επίτευξη τοῦ επιδιωκομένου σκοποῦ.

Ή έγκριση αὐτή δέν εἶναι ἀπόλυτη, ὅπως προκύπτει ἀπό τό άρθρο 5 τοῦ νόμου. 'Αφ' ενός ἡ πρώτη παράγραφος τοῦ άρθρου αὐτοῦ περιορίζει τήν διάρκειά τῆς κατ' ἀνώτατο ὅριο σέ 10 χρόνια, ἀφ' ἑτερου δέ, ή παράγραφος 2 επιτρέπει στόν υπουργό νά προσθέσει ποικίλους ὅρούς σχετικούς μέ τους σκοπούς γιά τους ὁποίους πρέπει ἤ δέν πρέπει νά χρησιμοποιείται τό προϊόν, μέ τίς χρονικές καί τοπικές συνθῆκες, μέ τους κλιματολογικούς παράγοντες, μέ τήν δοσολογία, μέ τόν τρόπο καί τά τεχνικά μέσα στά όποια ἡ μέ τά όποια τό προϊόν πρέπει νά χρησιμοποιείται ἡ ὄχι, καθώς καί μέ τους ὅρους ἀσφαλείας πού πρέπει νά τηροῦνται κατά τήν χρήση του. Ἐξ άλλου, ὁ υπουργός δύναται επίσης νά επιβάλλει πρόσθετους ὅρους ὅσον άφορᾶ τήν σύνθεση, τό χρώμα, τήν μορφή, τήν τελείωση, τήν συσκευασία καί τίς ενδείξεις καί μνείες πού αυτή θά φέρει (άρθρο 5 παράγραφος 3). Τέλος, δύναται νά προβλέπεται ὅτι τό προϊόν δέν θά διανέμεται ἤ χρησιμοποιείται παρά ἀπό φυσικά ἡ νομικά πρόσωπα ὁρισμένης κατηγορίας (άρθρο 5 παράγραφος 4).

Βάσει τοῦ ἄρθρου 14 τοῦ εκτελεστικού τοῦ νόμου διατάγματος («Bestrijdingsmiddelenbeschikking») τῆς 4ης Αὐγούστου 1964 — ἐν ἰσχύι κατά τήν εποχή τῶν ὑπό κρίση περιστατικῶν — ἡ ἀπόφαση τοῦ ὑπουργοῦ προετοιμάζεται ἀπό μία επιτροπή, τήν επιτροπή φυτοφαρμάκων (Commissie voor Fytofarmacie»). Ή ἀκολουθητέα γιά τήν χορήγηση τῆς εγκρίσεως διαδικασία ἐρρυθμίζετο επίσης ἀπό τό ἴδιο διάταγμα, τό όποιο σήμερα έχει ἀντικατασταθεί, ὡς πρός αὐτό, ἀπό τό διάταγμα περί της ἀδείας τῶν φυτοφαρμάκων (Beschikking toelating bestrijdingsmiddelen») τῆς 28ης Νοεμβρίου 1980 τό όποιο, κατά τήν κατηγορουμένη στην κυρία δίκη εταιρία, δέν ἐτροποποίησε θεμελιωδώς τό προηγούμενο καθεστώς. Πρέπει ἐν τούτοις νά σημειώσομε μία διαφορά όσον άφορᾶ τίς δαπάνες πού απαιτοῦνται στό πλαίσιο εξετάσεως της αιτήσεως. 'Ενώ στό ἐν ἰσχύι καθεστώς όπως καί στό προηγούμενο, ἡ αίτηση εξετάζεται μετά τήν καταβολή ενός κατ' ἀποκοπή ποσοῦ 250 φιορινιών, ἀντιθέτως, τό διάταγμα τοῦ 1964 προέβλεπε expressis verbis (άρθρο 15 παράγραφος 2β) ὅτι τά σχετικά μέ τίς εργαστηριακές εξετάσεις έξοδα πού ἡ επιτροπή κρίνει ἀναγκαίες γιά νά δυνηθεί νά εκφέρει τήν γνώμη τῆς βαρύνουν τόν αἰτοῦντα, ἐνῶ τό κείμενο τοῦ 1980 δέν ἀναφέρει τίποτε ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ.

β)

Ἐν προκειμένω ἀπό τόν φάκελλο τῆς δικογραφίας προκύπτει ὅτι ἡ κατηγορουμένη στην κυρία δίκη ἑταιρία υπέβαλε τήν αίτηση εγκρίσεως κυκλοφορίας γιά τό Fumicot Fumispore στην επιτροπή φυτοφαρμάκων, τήν 3η Μαΐου 1967. Ή 'Επιτροπή ἐθεώρησε σαφώς ἀνεπαρκή τά ὑποβληθέντα στοιχεία γιά νά κρίνει ἄν τό προϊόν ήταν σύμφωνο μέ τίς προδιαγραφές τοῦ νόμου. 'Εθεσε, συνεπώς, τήν ἑταιρία σέ επαφή μέ τό κεντρικό ὀλλανδικό 'Ινστιτοῦτο επιθεωρήσεως τῶν ειδών διατροφής («Centraal Institut voor Voedingsonderzoek») (ΤΝΟ), γιά τήν πραγματοποίηση τῶν ἀναλύσεων πού εκρίθησαν ἀναγκαίες. 'Εν συνεχεία φαίνεται, ἀπό τίς ἐνδείξεις πού παρέχονται ἀπό τόν φάκελλο τῆς δικογραφίας, ὅτι ἀρχίζει μία μακρά περίοδος κατά τήν ὁποία, ἐάν μοῦ επιτρέπετε αυτή τήν παραστατική έκφραση, ἡ επιτροπή καί ἡ εταιρία δείχνουν νά έπαιζαν τό παιχνίδι τῆς γάτας καί τοῦ ποντικοῦ, ἡ επιτροπή παρακαλώντας τήν ἑταιρία νά τῆς παράσχει στοιχεία τά όποια, μετά τήν λήψη τους, ἐθεώρει ὅτι δέν ἀντεπεκρίνοντο πρός τά αιτηθέντα. Κατά τίς δηλώσεις τοῦ γραμματέως τῆς επιτροπής φυτοφαρμάκων, στίς όποιες ἀναφέρεται ἡ ὀλλανδική κυβέρνηση, στίς γραπτές παρατηρήσεις τῆς τά στοιχεία αυτά ήταν γενικώς ξεπερασμένα καί ἐπί πλέον ἀφοροῦσαν κυρίως τήν χρήση τῆς δραστικής οὐσίας τοῦ προϊόντος ὡς φαρμάκου καί ὄχι ὡς ἀπολυμαντικοί).

Ὑπό αυτές τίς συνθῆκες καί κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 16 παράγραφος 1 τοῦ διατάγματος τῆς 4ης Αυγούστου 1964, ἡ επιτροπή ἐπληροφόρησε τελικά τήν εταιρία, μέ επιστολή τῆς 6ης Σεπτεμβρίου 1974, ὅτι ή αἴτησή τῆς περί χορηγήσεως εγκρίσεως κυκλοφορίας εἶχε ἀνασταλεί.

Ή ἀναστολή αύτη δέν έθεσε προφανώς τέλος στην προσπάθεια τῆς νά επιτύχει τήν ἔγκριση διαθέσεως στό εμπόριο τοῦ προϊόντος της. Ό φάκελλος τῆς δικογραφίας περιέχει πράγματι επιστολή τοῦ 'Ινστιτούτου TNO τῆς 11ης 'Απριλίου 1975 στην ὁποία στηρίζεται ἡ εταιρία γιά νά ἀποκαλύψει τό κόστος, πού κρίνει υπέρογκο, καί τήν διάρκεια, πού κρίνει ὑπερβολική, των αἰτηθεισῶν ἀναλύσεων. Κατά τήν εταιρία — πού λαμβάνει αυτόν τόν ἀριθμό ἀπό τόν μεγαλύτερο ὁ όποιος ἀναφέρεται στην επιστολή, ὁ όποιος ὅμως ισχύει γιά δύο ἀπό τά προϊόντα τῆς — τό κόστος τῶν ερευνῶν αυτών γιά τό Fumicot Fumispore θά ήταν περί τίς 150000 ἕως 200000 φιορίνια, ἐνῶ ὁ ἀναμενόμενος ετήσιος κύκλος εργασιών ἀπό τήν πώληση του ήταν περίπου 10000 φιορίνια. Ή ἰδία επιστολή ἀναφέρει ἐπί πλέον ὅτι ἡ ἀνάλυση τῆς δραστικής ουσίας τοῦ Fumispore έπρεπε νά διαρκέσει τουλάχιστον 6 μήνες καί οἱ έρευνες τοξικότητος ἐπί τῶν ποντικών — ἀναμφίβολα επίσης ἀναγκαίες — πέραν τῶν 2 ετών.

Τά στοιχεία αὐτά ἐξηγοῦν πιθανώς γιατί ή καθ' ἧς στην κυρία δίκη δέν συνέχισε πλέον τίς επαφές τῆς μέ τίς ἐπιφορτισθεῖσες μέ τήν εξέταση τῆς αιτήσεως χορηγήσεως ἀδείας στό Fumicot Fumispore ἀρχές. Αὐτό ὅμως δέν εμπόδισε προφανώς τήν εταιρία νά πωλήσει τό Fumicot Fumispore, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τά επίδικα πραγματικά περιστατικά.

γ)

Ή δίωξη πού ἠσκήθη ἐπί τή βάσει αυτών τῶν περιστατικών ὁδήγησε σέ μιά ἀπόφαση, τῆς 4ης Δεκεμβρίου 1979, τοῦ ἀγορανομικοί) δικαστοῦ («Economische Politierechter») τοῦ πρωτοδικείου («Arrondissementsrechtbank») τοῦ Ρόττερνταμ καταδικάζουσα τήν εταιρία σέ πρόστιμο 1000 φιορινιών. Ό δικαστής δέν ἐπείσθη επομένως ἀπό τόν ισχυρισμό τοῦ συμβούλου τῆς ὑποδίκου εταιρίας, σύμφωνα μέ τόν όποιο τά ἀποδιδόμενα περιστατικά δέν ἠδύναντο νά θεωρηθούν παράνομα διότι συνιστών παράβαση νόμου, ὁ όποιος ὁ 'ίδιος ήταν ἀσυμβίβαστος πρός τό άρθρο 30 τῆς συνθήκης.

Πρός στήριξη τῆς ἀποφάσεως του ἐπεκα-λέσθη τό άρθρο 36 τῆς συνθήκης, δυνάμει τοῦ ὁποίου τό άρθρο 30 δέν ἀντιτίθεται στους περιορισμούς τῶν εισαγωγών ὅταν, ὅπως ἐν προκειμένω, οἱ περιορισμοί αυτοί δικαιολογούνται ἀπό λόγους προστασίας τῆς υγείας καί τῆς ζωής τῶν προσώπων καί τῶν ζώων ἡ τῆς προφυλάξεως τῶν φυτών. Σέ αυτό προσέθεσε ὅτι «οἱ διαφορές μεταξύ Κρατών μελών σχετικά μέ ... αυτούς τους περιορισμούς πρέπει νά καταργηθοῦν μέ μία προσέγγιση τῶν νομοθετικών διατάξεων κατά τήν έννοια τοῦ άρθρου 100 τῆς συνθήκης ΕΟΚ».

Ή κατηγορουμένη στην κυρία δίκη ἑταιρία ἤσκησε έφεση κατά τῆς αποφάσεως αυτής ὅπως άλλωστε καί ἡ Εισαγγελική 'Αρχή ενώπιον τοῦ 'Εφετείου («Gerechtshof») Χάγης. 'Ενώπιον τοῦ 'Εφετείου, ἡ εταιρία ἐστήριξε επίσης τήν υπεράσπιση τῆς στό κοινοτικό δίκαιο. Χωρίς νά ἀμφισβητήσει τά πραγματικά περιστατικά πού τῆς ἀποδίδονται, ἐπανέλαβε τήν άποψη πού εἶχε ἤδη υποστηρίξει πρωτοδίκως, ὅτι δηλαδή τό άρθρο 2 τοῦ νόμου τοῦ 1962 συνιστά μέτρο ισοδυνάμου πρός ποσοτικό περιορισμό ἀποτελέσματος, ἀπαγορευόμενο ἀπό τό άρθρο 30 καί μή πληρούν τους ἀναγκαίους ὅρούς γιά νά εξαιρεθεί τῆς ἀπαγορεύσεως αυτής. 'Επί τοῦ τελευταίου αὐτοῦ σημείου ἡ ἐφε-σείουσα στηριζομένη ρητώς ἐπί τῆς ἀποφάσεως σας στην υπόθεση «Cassis de Dijon» (20 Φεβρουαρίου 1979, Rewe-Zentral AG υπόθεση 120/78, Rec, σ. 649) προέβαλε πολλούς ισχυρισμούς. Κατ' ἀρχάς, επέμεινε στό γεγονός ὅτι τό επίδικο προϊόν ὄχι μόνο διατίθεται νομίμως στό εμπόριο στην Γαλλία, ἀλλά καί ὅτι ἡ εμπορία του ἐκεῖ 'έχει ἐγκριθεί μετά ἀπό έρευνα πού ἀπέδειξε ὅτι ικανοποιεί την γαλλική νομοθεσία, ή ὁποία, ὅπως καί ὁ ὀλλανδικός νόμος καί μέ τήν 'ίδια αυστηρότητα, αποβλέπει στην προστασία τῆς δημοσίας υγείας. 'Επί πλέον, ή ὀλλανδική κανονιστική ρύθμιση κατ' αυτήν δέν εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ικανοποίηση μιᾶς ἐπιτακτικής ἀνάγκης καί δέν ἀντιπροσωπεύει τό προσφορότερο μέσο, τό όποιο, συγχρόνως, παρακωλύει τό ὀλιγότερο τίς συναλλαγές. Σχετικά μέ τό θέμα αυτό επικαλείται Ιδιαιτέρως τήν δυσαναλογία μεταξύ τοῦ κύκλου εργασιών πού δύναται νά πραγματοποιηθεί μέ τό ἐν λόγω προϊόν στίς Κάτω Χῶρες καί τό κόστος των ἀναγκαίων εξετάσεων γιά νά επιτραπεί ή χρήση του, τό όποιο εἶναι κατά 6 έως 8 φορές μεγαλύτερο. Τήν ἴδια επίσης άποψη υπεστήριξε στίς παρατηρήσεις πού κατέθεσε ενώπιόν σας.

Τό 'Εφετείο Χάγης ἐθεώρησε ὅτι ἡ επιχειρηματολογία αυτή έθετε πρόβλημα ερμηνείας τοῦ κοινοτικοί) δικαίου. Σᾶς ἐκάλεσε, κατά συνέπεια, νά ἀποφανθείτε προδικαστικῶς ἐπί τοῦ ἀκολούθου ερωτήματος:

«Τό σύστημα τοῦ ὀλλανδικοῦ νόμου τοῦ 1962, τό σχετικό μέ τά φυτοφάρμακα είναι σύμφωνο πρός τό άρθρο 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ κατά τό μέτρο πού ὁ νόμος αυτός ἀπαγορεύει τήν ελεύθερη διάθεση στό εμπόριο στίς Κάτω Χώρες ενός προϊόντος καταγόμενου ἀπό ἕνα άλλο Κράτος μέλος, ὅπού τό προϊόν αυτό έχει νομίμως διατεθεί στό εμπόριο καί ὅπού ἀνταποκρίνεται πρός τίς επιταγές τοῦ νόμου πού προστατεύουν τίς 'ίδιες ἀπαιτήσεις τῆς δημοσίας υγείας τίς όποιες προστατεύει καί ὁ προαναφερθείς ὀλλανδικός νόμος τοῦ 1962;»

ΙΙ —

Ἔτσι ὅπως έχει διατυπωθεί ή ερώτηση δέν είσθε ἁρμόδιοι γιά νά ἀπαντήσετε σέ αυτήν: «μέ τήν διαδικασία τοῦ άρθρου 177 τῆς συνθήκης, δέν δύνασθε ούτε νά ἐφαρμόσετε τήν συνθήκη σέ μιά συγκεκριμμένη περίπτωση, ούτε νά ἀποφανθείτε γιά τήν ἰσχύ ἑνός μέτρου τοῦ εσωτερικοί) δικαίου ἐν σχέσει πρός αυτή, ὅπως θά ἠδύνασθο νά τό πράξετε μέσα στό πλαίσιο τοῦ ἄρθρου 169» (απόφαση τής 15ης 'Ιουλίου 1964, Costa/ENEL, υπόθεση 6/64, Rec, σ. 1158). Ἐν τούτοις, σέ παρόμοια περίπτωση, ἀναγνωρίζετε ὅτι έχετε τό δικαίωμα νά «ξεχωρίσετε ἀπό τήν ατελή διατύπωση τοῦ εθνικού δικαστηρίου τίς μόνες ερωτήσεις πού ἀναφέρονται στην ερμηνεία» (ιδία ἀπόφαση, Rec, σ. 1158) τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου. Τό ερώτημα πού σᾶς υπεβλήθη ἀπό τό 'Εφετείο Χάγης πρέπει νά εννοηθεί, καθ' ἡμας, ὅτι ἀποβλέπει στό νά τοῦ υποδείξετε τά στοιχεία τῆς ἑρμηνείας τοῦ κοινοτικοί) δικαίου πού θά τοῦ επιτρέψουν νά εκτιμήσει ἄν μία εθνική νομοθεσία τῆς μορφής τῆς ὀλλανδικής νομοθεσίας συνιστᾶ μέτρο ισοδυνάμου πρός ποσοτικούς περιορισμούς κατά τήν εισαγωγή ἀποτελέσματος, ἀπαγορευόμενο κατ' ἀρχήν ἀπό τό άρθρο 30 τῆς συνθήκης καί, ἐν καταφατική περιπτώσει, ἄν ἡ νομοθεσία αυτή δύναται νά εξαιρεθεί τῆς ἀπαγορεύσεως αυτής κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 36 τῆς 'ίδιας συνθήκης.

Πρίν προτείνω κάποια ἀπάντηση στά δύο αυτά ερωτήματα εἶναι χρήσιμο νά υπενθυμίσω ὅτι δέν υπάρχει ἀκόμη κοινή κανονιστική ρύθμιση γιά τήν παραγωγή καί τήν εμπορία τῶν φυτοφαρμάκων. Κατά τήν εποχή τῶν επιδίκων πραγματικών περιστατικών, κανένα συγκεκριμένο κείμενο γι' αυτά τά προϊόντα, δέν ήταν κάν ἐν ἰσχύι. 'Αντιθέτως, ἀπό τῆς 1ης 'Ιανουαρίου 1981, εφαρμόζεται ἡ ὁδηγία 79/117 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 21ης Δεκεμβρίου 1978, πού άφορᾶ τήν απαγόρευση τῆς διαθέσεως στην ἀγορά καί τήν χρησιμοποίηση τῶν φυτοφαρμάκων πού περιέχουν ὁρισμένες δραστικές ουσίες, ὅμως ἡ δραστική ουσία τοῦ επιδίκου προϊόντος δέν περιλαμβάνεται στον ἀριθμό τῶν ουσιών αυτών. 'Υφίσταται επίσης πρόταση ὁδηγίας περί τῆς διαθέσεως στην ἀγορά τῶν φυτοφαρμάκων μέ έγκριση της ΕΟΚ, πού έχει διαβιβασθεί ἀπό την Ἐπιτροπή στό Συμβούλιο τό 1976. Ή πρόταση αύτη προβλέπει την επιβολή γιά τά φυτοφάρμακα μιᾶς «εγκρίσεως ΕΟΚ» ἡ ὁποία θά επιτρέπει στό ἐγκεκριμμένο προϊόν νά διατίθεται ελευθέρως στην ἀγορά εντός τῆς Κοινότητος. Ἀλλά, ἀπό ὅ,τι ελέχθη, ἡ εξέταση τῆς προτάσεως στό Συμβούλιο εἶναι βραδεία καί δυσχερής.

'Εξ άλλου, στό πλαίσιο τῶν εργασιών τοῦ Συμβουλίου τῆς Ευρώπης ἐδημοσιεύθησαν «Συμβουλές καί συστάσεις πρός χρήση των εθνικών ἀρχων καί άλλων, καθώς καί τῶν κατασκευαστών πού άφορᾶ ἡ άδεια γεωργικών καί μή γεωργικών παρασιτοκτόνων», οἱ όποιες περιγράφουν λεπτομερείς ὅρους εγκρίσεως τῶν παρασιτοκτόνων. Οἱ συστάσεις αυτές ἀπορρέουν ἀπό τήν «Partial Agreement in the social and public health field» τοῦ 1959, στην ὁποία μετέχουν ὅλα τά Κράτη μέλη, έκτος τῆς 'Ελλάδος. 'Ο εκπρόσωπος τῆς ὀλλανδικής κυβερνήσεως μᾶς ἀνέφερε στην συνεδρίαση ὅτι, λόγω τῶν εργασιών αυτών, οἱ ἀπαιτούμενοι ἀπό τά διάφορα Κράτη μέλη ὅροι γιά τήν έγκριση τῶν εντομοκτόνων κατέστησαν ἀνάλογοι, γεγονός πού διευκολύνει τήν χορήγηση ἀδείας σέ ένα Κράτος μέλος ενός παρασιτοκτόνου πού κατεσκευάσθη σέ ένα άλλο.

ΙΙΙ —

α)

Ὅπως προκύπτει σαφώς ἀπό τήν νομολογία σας αύτη, ἡ έλλειψη κοινής κανονιστικής ρυθμίσεως καταλίπει στά Κράτη μέλη κάθε ἁρμοδιότητα νά «ρυθμίζουν», τό καθένα στην επικράτειά του, οτιδήποτε άφορᾶ τήν παραγωγή, τήν διάθεση καί τήν κατανάλωση» τῶν παρασιτοκτόνων, «ὑπό τόν ὅρο πάντως ὅτι οἱ κανονιστικές αυτές ρυθμίσεις νά μή θέτουν εμπόδια, άμεσα ἡ έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, στό διακοινοτικό εμπόριο» (20 Φεβρουαρίου 1979, Rewe, ήδη ἀναφερθείσα σκέψη 8, Rec, σ. 662 26 'Ιουνίου 1980, Gilli καί Andres, υπόθεση 788/79, σκέψη 5, Rec, σ. 207819 Φεβρουαρίου 1981, Keldermann, υπόθεση 130/80, σκέψη 5 17 'Ιουνίου 1981, 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας, υπόθεση 113/80, σκέψη 10).

Σκοπός σας ἦταν, μέ τό τελευταίο αυτό μέρος τῆς φράσεως, νά τονίσετε ὅτι, τουλάχιστον κατά τό μέτρο πού επηρεάζονται οἱ ενδοκοινοτικές, συναλλαγές, ἡ ελευθερία τῶν Κρατών μελών νά διατηρήσουν άθικτη τήν νομοθεσία τους, νά τήν τροποποιήσουν ή νά εισαγάγουν διατάξεις ὅταν δέν έχουν, περιορίζεται, ἀκόμη καί ελλείψει κανόνων τοῦ παραγώγου κοινοτικοῦ δικαίου, ἀπό τους κανόνες τοῦ πρωτογενοῦς δικαίου. Αυτή εἶναι ἡ ιδέα πού ανέπτυξε ó γενικός εἰσαγγελεύς Capotorti στίς προτάσεις του στην υπόθεση 133/80, United Foods, της 25ης Φεβρουαρίου 1981: «πρέπει νά ἀπορριφθεί ἡ ἰδέα ὅτι δύνανται τά Κράτη μέλη ελευθέρως νά συνεχίζουν τήν εφαρμογή τῶν ἀντιστοίχων νομοθεσιών τους σέ θέματα σχετικά μέ τους ὅρους θέσεως σέ κυκλοφορία προϊόντων νομίμως διατιθεμένων στό εμπόριο σέ άλλα Κράτη μέλη καθ' ὅσον χρονικό διάστημα ἡ Κοινότης δέν προέβη σέ εναρμόνιση τῶν διαφόρων ἐθνικῶν νομοθεσιῶν σέ κάθε τομέα. 'Η απόφαση τοῦ Δικαστηρίου, τῆς 5ης 'Απριλίου 1979, στην υπόθεση 148/78, Ratti (Rec. 1979, σ. 1629) ἀπεδέχθη ὅτι ἐφ' ὅσον υπάρχουν κοινοτικές ὁδηγίες πού προβλέπουν την εναρμόνιση τῶν ἀναγκαίων μέτρων γιά την διασφάλιση τῆς προστασίας τῆς υγείας καί πού προβλέπουν κοινοτικές διαδικασίες ἐλέγχου, ἡ προσφυγή στό άρθρο 36 παύει νά δικαιολογείται καί πρέπει εφεξής οἱ κατάλληλοι έλεγχοι νά διενεργούνται καί τά μέτρα προστασίας νά λαμβάνονται στό πλαίσιο πού διεγράφη ἀπό τήν ὁδηγία εναρμονίσεως (σημείο 36 τοῦ σκεπτικού)». Ἐξ 'ίσου ἀληθές ὅμως εἶναι ὅτι ἐκεῖ ὅπού, ὅπως ἐν προκειμένω, δέν υφίσταται οδηγία εναρμονίσεως τῶν διαφόρων ἐθνικῶν νομοθεσιών, οἱ νομοθεσίες αυτές ὀφείλουν νά μή εἶναι ἀσυμβίβαστες πρός τίς ουσιώδεις διατάξεις τῶν ἰδίων τῶν συνθηκών.

Δέν εἶναι, κατά συνέπεια, ὀρθό νά λέγεται, ὅπως έκανε τό Πρωτοδικείο τοῦ Ρόττερνταμ, ὅτι μόνο ἡ προσέγγιση τῶν νομοθετικών διατάξεων κατά τήν έννοια τοῦ άρθρου 100 τῆς συνθήκης δύναται νά καταργηση τίς διαφορές μεταξύ τῶν νομοθεσιών τῶν Κρατών μελών, περιλαμβανομένων καί αὐτών πού ἀφορούν τους ὅρους εισαγωγής ενός προϊόντος προερχομένου ἀπό ένα Κράτος μέλος. Όπως έχει ἀναφερθεί, οἱ ἐθνικές νομοθεσίες ἀντίκεινται στό κοινοτικό δίκαιο κατά τό μέτρο πού συνιστοῦν μέτρα ισοδυνάμου μέ ποσοτικούς περιορισμούς κατά τήν εισαγωγή ἀποτελέσματος, ἀπαγορευόμενα ἀπό τό άρθρο 30 καί μή εξαιρούμενα ἀπό τήν ἀπαγόρευση αύτη δυνάμει τοῦ ἄρθρου 36. Περαιτέρω, επειδή δυνάμει τοῦ ἄρθρου 5 της συνθήκης, τά Κράτη μέλη οφείλουν νά λαμβάνουν «κάθε γενικό ἡ ειδικό μέτρο κατάλληλο νά εξασφαλίσει τήν εκπλήρωση τῶν υποχρεώσεων πού ἀπορρέουν ἀπό τήν “συνθήκη”», εἶναι δυνατόν νά υποστηριχθεί ὅτι δέν πρέπει, τουλάχιστον στό τέλος, νά διατηρηθούν παρά μόνο οἱ νομοθετικές ρυθμίσεις πού δέν ἀντιβαίνουν στά άρθρα 30 καί 36, πράγμα πού ἤδη ἀποτελεί ένα όχι ἀμελητέο πρώτο βήμα, πρός τήν ὁδό τῆς εναρμονίσεως.

β)

Τό άρθρο 30 τῆς συνθήκης ἀπαγορεύει, μεταξύ άλλων, μέτρα ισοδυνάμου μέ ποσοτικούς περιορισμούς κατά τήν εἰσαγωγή ἀποτελέσματος μεταξύ Κρατών μελών, μέτρα ὁριζόμενα, κατά τήν κλασική πλέον νομολογία τοῦ Δικαστηρίου, ως «κάθε εμπορική κανονιστική ρύθμιση τῶν Κρατών μελών ἱκανή νά εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ἡ δυνητικά, τό ενδοκοινοτικό εμπόριο» (11 Ἰουλίου 1974, Dassonville, υπόθεση 8/74, Rec, σ. 852, σκέψη 5 13 Μαρτίου 1979, Peureux, υπόθεση 119/78, Rec, σ. 985, σκέψη 2217 'Ιουνίου 1981, 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας, υπόθεση 113/80, σκέψη 9 πρέπει νά σημειωθεί ὅτι στην σκέψη 8 τῆς ἀποφάσεως τῆς 26ης Φεβρουαρίου 1980, Vriend, υπόθεση 94/79, Rec, σ. 339 ἡ έκφραση «κάθε εμπορική κανονιστική ρύθμιση» ἀντεκατεστάθη ἀπό τήν ευρύτερη έκφραση «κάθε εθνική κανονιστική ρύθμιση»).

Ή ἀρκετά ευρεία έκταση τοῦ ορισμού αὐτοῦ δικαιολογείται ἀπό τήν σπουδαιότητα τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων, «πού ἀποτελεί μιά ἀπό τίς θεμελιώδεις ἀρχές τῆς Κοινότητος» (μεταξύ άλλων, σκέψη 14 τῆς ἀποφάσεως Rewe τῆς 20ής Φεβρουαρίου 1979, ήδη αναφερθείσα, Rec, σ. 664) καί μάλιστα τήν πρωταρχική της βάση ὅπως τό ἀποδεικνύει ἡ θέση της στην συνθήκη (πρώτος τίτλος τοῦ δευτέρου μέρους μέ τίτλο «Οἱ βάσεις τῆς Κοινότητος»).

Κανείς ἀπό τους παρεμβαίνοντες στην παρούσα διαδικασία, δέν ἀμφισβητεί τόν ὁρισμό αυτό κανείς ἀπό αυτούς δέν ἀμφισβητεί την πρωταρχική θέση τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν ἀγαθών στό σύστημα τῆς συνθήκης ΕΟΚ. Όλοι ἀναγνωρίζουν ὅτι, κατά τήν διευθέτηση μιᾶς διαφορᾶς ὅπως ἡ προκειμένη, πρέπει νά πρυτανεύει ἡ μέριμνα διασφαλίσεως τῆς εφαρμογής τῆς στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ.

Ἐν προκειμένω, ἄν ἀντιπαρατεθεί τό ὀλλανδικό σύστημα μέ τόν ὁρισμό πού ἐδώσατε στά μέτρα Ισοδυνάμου ἀποτελέσματος, τό μόνο δυνατό συμπέρασμα εἶναι «ὅτι ένα εθνικό καθεστώς ἐγκρίσεως των εθνικών καί εἰσαγομένων φυτοφαρμακευ-τικῶν προϊόντων ὡς προϋπόθεση τῆς θέσεως τους σέ κυκλοφορία ἡ τῆς χρησιμοποιήσεως τους σέ ένα Κράτος μέλος, ἀποτελεί έμμεσο εμπόδιο στην εισαγωγή των προϊόντων αυτῶν, εἴτε έχουν εγκριθεί εἴτε ὄχι σέ άλλα Κράτη μέλη», ὅπως τό ἀνεγνώρισε ἡ ἴδια ἡ ὀλλανδική κυβέρνηση.

γ)

Ἐν τούτοις, οἱ διάφοροι παρεμβαίνοντες, ὅλοι — ἄν καί ἡ Ἐπιτροπή κατά τρόπο λιγώτερο έντονο — έδωσαν έμφαση στην διάταξη τοῦ ἄρθρου 36 τῆς συνθήκης πού ἀποτελεί παρέκκλιση ἀπό τό άρθρο 30 καί ὑπεστήριξαν ὅτι οἱ προβλεπόμενες γιά τήν εφαρμογή τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ προϋποθέσεις ἐπληροῦντο, κατά τήν άποψη των Κρατῶν μελών, ἡ κατά τήν Ἐπιτροπή, ἠδύναντο νά πληροῦνται στην συγκεκριμένη περίπτωση.

'Από τους ἀπαριθμούμενους στό άρθρο 36 λόγους, οἱ όποιοι δύνανται νά υπερισχύουν τῆς ελευθέρας κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων, ἡ προστασία τῆς δημοσίας ὑγείας, κατά ὁμόθυμη άποψη, συντρέχει ἐν προκειμένω. Όπως άλλωστε καί τό Δικαστήριο ἐσημείωσε στην ἀπόφαση του τῆς 20ής Μαΐου 1976 (De Peijper, υπόθεση 104/75, σκέψη 15, Rec, σ. 635), «μεταξύ τῶν προστατευομένων ἀπό τό άρθρο 36 ἀγαθών ἤ συμφερόντων, ἡ υγεία καί ἡ ζωή τῶν ἀτόμων κατέχουν τήν πρώτη θέση καί ἀπόκειται στά Κράτη μέλη, μέσα στά επιβαλλόμενα ἀπό τήν συνθήκη ὅρια, νά ἀποφασίσουν γιά τό ὕψος τῆς προστασίας πού θέλουν νά διασφαλίσουν καί ιδιαίτερα γιά τόν βαθμό αὐστηρότητος τῶν διεξαχθησο-μένων έλεγχων». “Επεται ὅτι, γιά νά μεταφερθεί στην παροῦσα υπόθεση ἡ υἱοθετη-θεῖσα ἀπό τό Δικαστήριο λύση, με τήν ἀπόφαση του τῆς 7ης παρελθόντος 'Απριλίου, ὅσον άφορᾶ τίς εισαγωγές νωπών ιχθύων (United Foods καί λοιποί, υπόθεση 132/80, σκέψη 25), «δεδομένου ὅτι οἱ περιορισμοί στό εμπόριο πού δικαιολογούνται γιά λόγους προστασίας τῆς δημοσίας υγείας, ρητώς επιτρέπονται ἀπό τό άρθρο 36 τῆς συνθήκης καί δεδομένου ὅτι ἡ Κοινότης δέν διαθέτει ἀκόμη κοινούς ἡ εναρμονισμένους κανόνες ἐπί τοῦ θέματος, δέν δύναται, συνεπώς, νά θεωρηθεί ἡ εφαρμογή» στά φυτοφάρμακα πού εισάγονται ἀπό άλλες χώρες, μιάς διαδικασίας χορηγήσεως εγκρίσεως πρό τῆς διαθέσεως τῶν στό εμπόριο «ὅτι συνιστά, κατ' ἀρχήν, μέτρο ἀπαγορευό-μενο ἀπό τήν συνθήκη».

Τήν 'ίδια άποψη εξέθεσαν καί οἱ διάφορες κυβερνήσεις πού παρενέβησαν ὅταν επέμειναν ἐπί τῆς ευθύνης πού βαρύνει τά κράτη στά θέματα προστασίας τῆς δημοσίας υγείας στην επικράτειά τους, στην ὁποία ευθύνη θεμελιοῦται καί τό δικαίωμά τους — τό καθήκον τους μάλιστα — νά θεσπίζουν κανονιστικές ρυθμίσεις γιά ὁτιδήποτε άφορᾶ τήν θέση σέ κυκλοφορία καί τήν χρησιμοποίηση τῶν φυτοφαρμάκων, καθ' ὅσον χρονικό διάστημα δέν υφίσταται κοινοτική ρύθμιση τοῦ θέματος. ΟΙ κυβερνήσεις τῆς Βρετανίας, τῆς 'Ιταλίας, τῆς 'Ολλανδίας καί τῆς Δανίας προσέθεσαν ὅτι τά εμπόδια στίς ἐνδοκοινοτικές συναλλαγές, πού προκύπτουν ἀπό τίς υφιστάμενες μεταξύ τῶν διαφόρων εθνικών νομοθεσιών διαφορές, πρέπει νά γίνονται δεκτά ἐφ' ὅσον ἱκανοποιοῦν τους ὅρούς τοῦ άρθρου 36 τῆς συνθήκης. Ή ὀλλανδική κυβέρνηση, συνοψίζοντας τό σύστημα τοῦ άρθρου 36, παρετήρησε ὅτι ἡ διάταξη αύτη νομιμοποιεί τά εθνικά μέτρα έναντι τοῦ κοινοτικού δικαίου «ὑπό τόν ὅρο πάντως νά εἶναι δικαιολογημένα καί νά μη καταλήγουν σέ παράλογες συνέπειες».

δ)

Στην πραγματικότητα, τά ὅρια εφαρμογής τοῦ ἄρθρου 36 πού τίθενται ἀπό τήν ἰδία αυτή διάταξη, εἶναι περισσότερο αυστηρά ἀπό ὅσο ἡ παρατεθεῖσα διατύπωση ἀφήνει νά εννοηθεί. Ἐκτός ἀπό τήν υποχρέωση τό εθνικό μέτρο νά εἶναι «δικαιολογημένο» γιά έναν ἀπό τους ἀναφερόμενους στην πρώτη φράση τοῦ ἄρθρου 36 λόγους, τά ὅρια αυτά περιέχονται στην δεύτερη φράση τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, ἡ οποία ὁρίζει: «πάντως, οἱ ἀπαγορεύσεις ἡ οἱ περιορισμοί αυτοί (εισαγωγής, εξαγωγής ή διαμετακομίσεως, πού ὀφείλονται στίς εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις) δέν πρέπει νά συνιστοῦν ούτε μέσο αυθαιρέτου διακρίσεως ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στό εμπόριο μεταξύ τῶν Κρατῶν μελών». Ἑπομένως, ἡ διαπίστωση ὅτι ἡ ἐν λόγω κανονιστική ρύθμιση υπάγεται, κατ' ἀρχήν, στην προβλεπομένη ἀπό τό άρθρο 36 εξαίρεση ἀφήνει ἀνοικτό τό θέμα ἐάν οἱ λεπτομέρειες αυτής τῆς κανονιστικής ρυθμίσεως δύνανται ενδεχομένως νά συνιστοῦν μέσο αυθαίρετης διακρίσεως ἡ συγκεκαλυμμένο περιορισμό στό εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών, ούτως ώστε ἡ κανονιστική αὐτή ρύθμιση νά μή εἶναι πλέον δικαιολογημένη κατά τήν έννοια τοῦ ἰδίου ἄρθρου (ὑπό τήν αύτη έννοια σκέψη 26 τῆς προαναφερθείσης ἀποφάσεως United Foods).

Ό έλεγχος τῶν λεπτομερειών αυτών πρέπει νά εἶναι ἀκόμα αυστηρότερος ἐφ' ὅσον κατά τήν παγία νομολογία σας, τό άρθρο 36, «ὡς παρέκκλιση ἀπό τόν θεμελιώδη κανόνα καταργήσεως ὅλων τῶν εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία τῶν εμπορευμάτων μεταξύ Κρατών μελών, εἶναι στενής ερμηνείας» (ἀπόφαση τῆς 25ης 'Ιανουαρίου 1977, Bauhuis, ὑπόθεση 46/76, σκέψη 12, Rec, σ. 15 παραπομπή ὑπομνησθεῖσα στήν ἀπόφαση τῆς 17ης 'Ιουνίου 1981, 'Επιτροπή κατά 'Ιρλανδίας, υπόθεση 113/80, προαναφερθείσα, σκέψη 7' βλ. επίσης τίς προτάσεις τοῦ γενικού εισαγγελέως Warner στην υπόθεση 34/79, Hemm καί Darby, Rec. 1979, σ. 3825).

Ἐξαρτᾶται, επομένως, ἀπό τήν εκτίμηση πού πρέπει νά γίνει τῶν λεπτομερειών τῆς ὀλλανδικής κανονιστικής ρυθμίσεως γιά τά φυτοφαρμακευτικά προϊόντα, ἡ ἀπάντηση πού θά δοθεί στόν παραπέμποντα δικαστή καί ἡ φύση, τελικά, τῆς διαφορᾶς.

ε)

'Εδώ υπεισέρχεται καί ἡ κατανομή τῶν ρόλων μεταξύ τοῦ Δικαστηρίου καί τοῦ ἐθνικοῦ δικαστοῦ.

Βάσει τῶν στοιχείων πού προέκυψαν ἀπό τήν δικογραφία γιά νά δώσει ἀπάντηση στό σαφές ἐρώτημα τοῦ παραπέμποντος δικαστοῦ πού έχει ὑπ' όψη του μόνο τήν εθνική νομοθεσία, λαμβανομένης ὅμως ὑπ' ὄψη καί τῆς σπουδαιότητος τῆς ἀπαντήσεως του, ἡ ὁποία, λόγω τοῦ γενικοῦ χαρακτῆρος τῆς θά ισχύει γιά τίς νομοθεσίες ὅλων τῶν Κρατών μελών, τό Δικαστήριο έχει ἀποστολή νά προσδιορίσει ποιες λεπτομέρειες τοῦ ελέγχου θεωρεί ἐπι-κριτέες ἐν όψει τοῦ κοινοτικού” δικαίου.

'Αντιθέτως, ἀνήκει στην ἀρμοδιότητα τοῦ ἐθνικοῦ δικαστηρίου ἡ εφαρμογή τῶν κριτηρίων αυτών ὑπό τό φῶς ὅλων τῶν περιστάσεων τῆς διαφοράς «λαμβάνοντας ὑπ' ὄψη ὅτι ἀπόκειται πάντοτε στην εθνική ἀρχή πού επικαλείται τό άρθρο 36, νά ἀποδείξει ὅτι τά μέτρα πού επιβάλλει, ἱκανοποιοῦν τά κριτήρια αὐτά», ὁπως διευκρίνισε τό Δικαστήριο μέ τήν ἀπόφαση του τῆς 8ης Νοεμβρίου 1979 Denkavit, υπόθεση 251/78, σκέψη 24, σ. 3392).

ΙV —

α)

Πρίν προβώ στην εκτίμηση τῶν λεπτομερειών αυτών, πιστεύω ὅτι ενδείκνυται κατ' ἀρχάς νά ληφθεί ὑπ᾽ ὄψη ὅτι τά παρασιτοκτόνα εἶναι προϊόντα πού δύναται νά εἶναι επικίνδυνα γιά την δημοσία υγεία.

Ή δυνητικά επικίνδυνη φύση τους δέν προέρχεται άλλωστε μόνο ἀπό τά ιδιάζοντα χαρακτηριστικά τους, άλλά πρέπει νά εκτιμᾶται καί σέ συνδυασμό μέ την χρησιμοποίηση τους. Καί οἱ ὅροι χρησιμοποιήσεως τοῦ ἰδίου προϊόντος καί, επομένως, οἱ κίνδυνοι πού ἡ χρησιμοποίηση αύτη συνεπάγεται διαφέρουν κατ' ἀνάγκη ἀπό ἕνα Κράτος μέλος σέ άλλο. Ή δανική κυβέρνηση κατέδειξε ὅτι ὁ χρόνος χρήσεως, δηλαδή ἡ ελαχίστη χρονική περίοδος πού πρέπει νά παρέλθει μεταξύ τῆς τελευταίας χρήσεως παρασιτοκτόνου καί τῆς συγκομιδής, ποικίλλει ἀνάλογα μέ τήν ταχύτητα ἀναπτύξεως τῶν εἰδών τῶν φυτών στά όποια ἐχρησιμοποιήθη παρασιτοκτόνο, καθώς καί ἀνάλογα μέ τήν ταχύτητα ἐξα-σθενίσεως τοῦ χρισιμοποιηθέντος παρασιτοκτόνου ἡ ὁποία επηρεάζεται, μεταξύ ἄλλων, καί ἀπό τήν θερμοκρασία τοῦ περιβάλλοντος. Κατά τήν ὀλλανδική κυβέρνηση, οἱ διαφορές άλλωστε στόν τρόπο χρήσεως τοῦ ἰδίου προϊόντος ἀπό ένα κράτος σέ άλλο εἶναι ἕνα ἀπό τά αἴτια της βραδείας προόδου τῶν διαπραγματεύσεων γιά τήν υιοθέτηση τῆς προτάσεως ὁδηγίας τοῦ Συμβουλίου περί παροχής εγκρίσεως ΕΟΚ στά φυτοφάρμακα, τήν ὁποία ἀνέφερα στην ἀρχή τῶν προτάσεων μου.

Γιά τόν λόγο αὐτό, οἱ διάφοροι παρεμβαίνοντες, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς 'Επιτροπής, εἶναι τῆς γνώμης ὅτι μόνο ἡ νομοθετική ὁδός, δηλαδή ἡ ὁδός τῆς θεσπίσεως ὁδηγιών τοῦ Συμβουλίου, επιτρέπει νά επιτευχθεί μία πραγματικά πλήρης εναρμόνιση.

Σημαίνει άραγε τοῦτο, ὅτι τό Δικαστήριο, ελλείψει εἰδικοῦ κειμένου, στερείται εντελώς τῆς δυνατότητος νά κρίνει ἄν μία κανονιστική ρύθμιση ἡ μία εθνική πρακτική συνιστᾶ αθέμιτο εμπόδιο στίς συναλλαγές; Δέν τό πιστεύω. Κατά τήν γνώμη μου τό Δικαστήριο έχει ἀντιθέτως, χωρίς αυτό νά υπερβαίνει τίς ἁρμοδιότητες τῶν νομικών καί τόν ρόλο πού κανονικά επάγεται σέ ένα δικαιοδοτικό όργανο ὄχι μόνο της εξουσίας, άλλά καί τό καθήκον νά επιβάλλει κυρώσεις στους πλέον εμφανείς περιορισμούς πού οἱ διαφορές τῶν νομοθεσιών συνεπάγονται γιά τήν ελεύθερη κυκλοφορία τῶν εμπορευμάτων.

β)

Πράγματι δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποκλεισθεί ὅτι ὁρισμένες λεπτομέρειες έλεγχου επιβάλλονται πρός τόν σκοπό ἀποθαρρύνσεως ἡ καθυστερήσεως τῶν εισαγωγών καί ὄχι διότι εἶναι ἀντικειμενικά ἀπαραίτητες. Ἐνώπιον έλεγχων πού θεωρεί ἀνωφελείς, ἡ υπερβολικά δαπανηρούς ἤ ἀκόμη πού ἀπαιτοῦν πολύ μακρό χρονικό διάστημα γιά νά πραγματοποιηθοῦν, ὁ εἰσαγωγεύς πρέπει νά έχει τήν δυνατότητα νά προσφύγει ενώπιον τοῦ δικαστοῦ του καί νά υποστηρίξει ὅτι οἱ έλεγχοι αυτοί συνιστοῦν αὐθαίρετη διάκριση ἡ συγκεκαλυμμένο περιορισμό στό εμπόριο, ἀκόμα καί ἄν εμφανίζονται ὅτι έχουν προορισμό τήν προστασία τῆς υγείας ἡ τῆς ζωής τῶν ἀτόμων, τῶν ζώων ἡ τήν προφύλαξη τῶν φυτών, γιά νά επαναλάβω τους προσφορότερους γιά τήν περίπτωση λόγους, πού ἀναφέρει τό άρθρο 36.

Τό Κράτος μέλος εισαγωγής, ιδιαίτερα, δέν δύναται νά ἀπαιτεί νέους έλεγχους, ταυτόσημους μέ αυτούς πού διεξήχθησαν στό Κράτος μέλος εξαγωγής. Παρόμοια ἀπαίτηση δέν θά ἠδύνατο νά θεωρηθεί δικαιολογημένη, δηλαδή ἀναγκαία (ἀπόφαση Denkavit, ήδη ἀναφερθείσα σκέψη 21, Rec. 1979, σ. 3391) γιά τήν προστασία της

δημοσίας υγείας. Θά ἠδύνατο νά λεχθεί επίσης, εξεταζόμενη ὑπό άλλη γωνία, ὅτι θά ἀντέκειτο στην ἀρχή τῆς ἀναλογικότητος ἡ ὁποία επιτρέπει, ὅπως παρετήρησε ή βρετανική κυβέρνηση, τήν πρόληψη τῆς καταχρηστικής ἀσκήσεως τῶν δικαιωμάτων πού ἀπορρέουν ἀπό τό άρθρο 36.

Παρά τίς διαφορές μεταξύ ὁρισμένων χαρακτηριστικών τῶν υποθέσεων αὐτῶν καί τῆς παρούσης, θεωρώ ὅτι τό συμπέρασμα αυτό εἶναι επίσης τό μόνο πού συμβιβάζεται μέ τίς ἀρχές πού προκύπτουν ἀπό τήν νομολογία σας. Πράγματι, προκύπτει κατ' οὐσίαν ἀπό τήν ἀπόφαση σας τῆς 20ῆς Μαΐου 1976 (De Peijper, ἤδη ἀναφερθείσα σκέψη 18, Rec., σ. 636) καί ιδίως ἀπό τίς αποφάσεις τῆς 8ης Νοεμβρίου 1979 (Denkavit, ήδη ἀναφερθείσα, σκέψεις 22 καί 23, Rec., 3391-3392) καί τῆς 7ης παρελθόντος 'Απριλίου (United Foods, ήδη ἀναφερθείσα, σκέψη 29), ὅτι ὁ διπλός έλεγχος δεν επιτρέπεται ἀπό τό άρθρο 36 ἐφ' ὅσον ἡ προστασία τῆς δημοσίας υγείας δύναται νά διασφαλισθεί μέ μέσα πού παρεμποδίζουν ὀλιγότερο τήν ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στό ἐσωτερικό τῆς Κοινότητος.

γ)

Ἡ ἀναγνώριση ὅμως τῶν έλεγχων πού διεξήχθησαν στό Κράτος μέλος προελεύσεως δέν δύναται νά ισχύει, κατά τήν γνώμη μας, παρά μόνο ἐάν πληρούνται αυστηρές προϋποθέσεις. Κατ' ἀρχάς, καί προδήλως πρέπει νά ἀφεθεί στίς ἀρχές τοῦ κράτους εισαγωγῆς τό δικαίωμα νά ἀπαιτοῦν νέους έλεγχους ἄν έχουν ὑπόνοια καί ελαχίστης ἀπάτης ἐκ μέρους τοῦ εἰσαγωγέως, ἄν, ἐπί παραδείγματι, έχουν λόγους νά πιστεύουν ὅτι τά έγγραφα πού τους υπεβλήθησαν εἶναι παραποιημένα. Υφίστανται, ἐν τούτοις, τρόποι ἀποτροπής των κινδύνων ἀπάτης, ὅπως ὁ προβλεπόμενος ἀπό τήν ιταλική νομοθεσία. Τό άρθρο 32 τοῦ προεδρικοῦ διατάγματος (Decreto del Presidente de la Repubblica) ὑπ' ἀριθ. 1255 της 3ης Αυγούστου 1968 ἀπαιτεί πράγματι κάθε έγγραφο πού υποβάλλεται ἀπό εισαγωγέα για τήν ἀπόκτηση ἀδείας διαθέσεως τῶν προϊόντων αυτών στην ιταλική επικράτεια, νά φέρει θεώρηση τῆς προξενικῆς ἀρχῆς τοῦ τόπου παραγωγης.

Κατά δεύτερο λόγο, γιά νά δυνηθεί ὁ διπλός έλεγχος ὡς ἀντίθετος πρός τό κοινοτικό δίκαιο, πρέπει επίσης, πιστεύω, οἱ ἀρχές τῆς χώρας εισαγωγής νά εἶναι βέβαιες ὅτι τό εισαχθέν προϊόν ἀντιστοιχεί ἀπό πάσης πλευράς στό προϊόν πού υπέστη τους έλεγχους, οἱ όποιοι ἀπαιτοῦνται στην χώρα εξαγωγῆς. Ή ἀπαίτηση αυτή ὀφείλεται στό ὅτι οἱ νομοθεσίες ὅλων των Κρατών μελών δέν καλύπτουν παρά τά προϊόντα πού προορίζονται γιά τήν εσωτερική ἀγορά καί δέν εφαρμόζονται κατ' ἀνάγκη στά εξαγόμενα προϊόντα, χωρίς νά γίνεται καμμία διάκριση μεταξύ εξαγωγών πρός τά άλλα Κράτη μέλη καί εξαγωγών πρός τρίτα κράτη.

Τέλος, τό Κράτος μέλος εισαγωγής θά έπρεπε νά δύναται νά ἀπαιτεί συμπληρωματικές ἀναλύσεις ἐν σχέσει μέ τίς ἀναλύσεις πού διεξήχθησαν στό Κράτος μέλος εξαγωγής κατ' εφαρμογή τῆς νομοθεσίας τοῦ τελευταίου. Τέτοιες ειδικές ἀναλύσεις, γιά νά επαναλάβω τόν ὅρο πού ἐχρησιμοποίησε ἡ Επιτροπή, θά ἐδικαιολογοῦντο γιά νά ληφθοῦν ὑπ' όψη οἱ συνθῆκες χρησιμοποιήσεως τοῦ προϊόντος στην επικράτειά του.

Παρά τόν περιορισμό τῆς στους ταυτόσημους έλεγχους ἡ ἁναγνώριση τῆς ισοδυναμίας μεταξύ τῶν ἀπαιτήσεων τῶν διαφόρων εθνικών νομοθεσιών θά ἠδύνατο ἀκόμη νά θεωρηθεί ἀπό ὁρισμένους, ὅπως ἀπεκάλυψαν οἱ ἐκφρασθέντες κατά τήν ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση ἀπό τόν εκπρόσωπο τῆς δανικῆς κυβερνήσεως φόβοι, ὅτι θέτει πολύ δύσκολα προβλήματα ἐν περιπτώσει διαφοράς. Κατά τήν ἀντίληψη αυτή θά ὑπερέβαινε σαφώς τήν ἁρμοδιότητα ἑνός ἐθνικοῦ δικαστοῦ νά προσδιορίσει ἄν οι πραγματοποιηθέντες γιά ένα προϊόν ἔλεγχο στό Κράτος μέλος παραγωγής εἶναι ταυτόσημοι μέ αυτούς πού ἀπαιτούνται ἀπό την νομοθεσία τοῦ Forum. Εἰλικρινῶς, ἡ ἀντίρρηση αύτη δέν μᾶς φαίνεται βάσιμη: Κατά τό μέτρο πού γιά νά ἀποφανθεί μέ πλήρη επίγνωση τῆς υποθέσεως ὁ εθνικός δικαστής θά ἐθεώρει ὅτι δέν δύναται ὁ 'ίδιος νά εκτιμήσει ἄν οἱ ἔλεγχοι εισάγουν διακρίσεις, θά τοῦ ἤρκει γιά νά διαφω-τισθεῖ μία πραγματογνωμοσύνη, πράγμα πού δέν θά έπρεπε νά θέτει ἀνυπέρβλητο πρόβλημα, δεδομένου ὅτι ὁ διορισμός πραγματογνώμονος ἀνήκει στην πιό συνήθη δικαστική πρακτική, περιλαμβανομένης καί τῆς περιπτώσεως πού κρίνεται θέμα ἀλλοδαπού δικαίου.

Τέλος, μεταξύ τῶν λεπτομερειῶν έλεγχου πού δέν δύναται νά ἀποκλεισθεί ὅτι δύνανται νά συνιστούν αυθαίρετες διακρίσεις ή συγκεκαλυμμένους περιορισμούς στίς συναλλαγές, δύνανται νά περιληφθοῦν επίσης ἡ αιτουμένη προθεσμία γιά τήν διενέργεια τῶν ἀναλύσεων καί τό κόστος τους. 'Ασφαλώς, προκειμένου γιά λεπτομέρειες πού εφαρμόζονται ἀδιακρίτως σέ εθνικά καί ἀλλοδαπά προϊόντα, αυτό δέν πρέπει κανονικά νά εἶναι δυνατόν άλλά — καί χωρίς νά θέλω νά διεγείρω, ἐπιπολαίως, τήν ελαχίστη υπόνοια κατά τῶν ὀλλανδικῶν άρχων γιά τίς όποιες πρόκειται στην παρούσα υπόθεση — δέν δύναται νά ἀποκλεισθεί ὅτι, στην πραγματικότητα καί, μέ όμοιες δυσκολίες καί 'ίδιο κόστος ἀναλύσεως ευνοούνται τά εθνικά προϊόντα. Παρόμοια διαφορά προϋποθέτει βεβαίως ὁρισμένη κακή πίστη ἐκ μέρους τῶν επιφορτισμένων μέ τόν έλεγχο, ἡ εμπειρία ὅμως τῶν διεθνών οικονομικών σχέσεων — ἀκόμη καί στό εσωτερικό τῆς Κοινότητος — μᾶς διδάσκει ὅτι δύνανται νά υπάρξουν τέτοιες πρακτικές. Θά προσθέσω ὅτι εἶναι προφανές ὅτι ἀπόκειται στον εθνικό δικαστή νά διερευνήσει ἄν καί σέ ποῖο μέτρο οἱ λεπτομέρειες έλεγχου τῶν φυτοφαρμάκων στίς Κάτω Χώρες ἀντιστοιχοῦν στίς περιπτώσεις πού μόλις ἀνέφερα.

Γι' αὐτό νομίζω, τελικά ὅτι, σέ ἀπάντηση τοῦ ἐρωτήματος πού σας υπέβαλε τό 'Εφετείο Χάγης, δύνασθε νά ἀποφανθεῖτε ὅτι:

«Ἐλλείψει κοινῶν ἤ εναρμονισμένων κανόνων σέ θέματα εμπορίας τῶν φυτοφαρμάκων, ἡ εθνική νομοθεσία πού υποβάλλει σέ προηγούμενη έγκριση κυκλοφορίας τήν εμπορική διάθεση τῶν προϊόντων αυτών δέν δύναται νά θεωρηθεί, ὡς πρός τήν ἀρχήν της, περιορισμός ἀπαγορευόμενος ἀπό τήν συνθήκη ΕΟΚ. Πρέπει ἐν τούτοις νά θεωρείται ὡς μέτρο ἰσοδυνάμου πρός ποσοτικούς περιορισμούς ἀποτελέσματος, δυνάμει τῶν ἄρθρων 30 καί 36 τῆς συνθήκης, κάθε λεπτομέρεια εφαρμογής, ἡ ὁποία βαίνει πέραν τῶν ἀναγκών προστασίας τῆς δημοσίας υγείας καί πού εἶναι Ικανή, καθ' εαυτή, νά πρακωλύσει ἤ νά περιορίσει τίς ενδοκοινοτικές συναλλαγές.»


( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά γαλλικά.