ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΎ ΕΊΣΑΓΓΕΛΈΩΣ

SIR GORDON SLYNN

ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤΊΣ 20 ΜΑΊΟΥ 1981 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

κύριοι δικαστές,

Ἡ παρούσα υπόθεση παρεπέμφθη στό Δικαστήριο ἀπό τό Hof van Cassatie τῶν Βρυξελλών μέ διάταξη τῆς 9ης 'Ιουνίου 1980, κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ πρωτοκόλλου τῆς 3ης 'Ιουνίου 1971 περί ἑρμηνείας ἀπό τό Δικαστήριο τῆς συμβάσεως τῆς 27ης Σεπτεμβρίου 1968 περί ἁρμοδιότητος τῶν δικαστηρίων καί εκτελέσεως ἀποφάσεων ἐπί ἀστικῶν καί εμπορικών υποθέσεων (στό έξῆς «σύμβαση»). 'Αφορᾶ τρία άρθρα τῆς συμβάσεως: τά άρθρα 17 καί 18, περί παρεκτάσεως τῆς ἁρμο-διότητος καί τό άρθρο 22, περί συνεκδικά-σεως συναφών ἀγωγών.

Ἡ Elefanten-Schuh GmbH, ἀναιρεσείουσα στην διαδικασία ενώπιον τοῦ παραπέ-μποντος δικαστηρίου, εἶναι μία εταιρία συσταθείσα σύμφωνα μέ τό γερμανικό δίκαιο (τήν ὁποία θά ἀποκαλώ στό έξῆς «ή γερμανική εταιρία»), ἡ ὁποία εδρεύει στό Kleve καί έχει ως ἀντικείμενο τό εμπόριο υποδημάτων. Ό ἀναιρεσίβλητος Pierre Jacqmain κατοικεί στό Schoten τοῦ Βελγίου.

Τήν 1η Φεβρουαρίου 1970, ἡ γερμανική εταιρία προσέλαβε τόν Jacqmain ὡς εμπορικό τῆς ἀντιπρόσωπο στό Βέλγιο (πλην τῶν ἐπαρχιῶν Λουξεμβούργου, Namur καί Hainaut). Ή σύμβαση εργασίας δέν προσήχθη στό δικαστήριο ἀλλά δέν ἀμφισβητείται ὅτι έχει συνταγεῖ στην γερμανική καί ὅτι προέβλεπε ὅτι ὅλες οἱ ἐξ αυτής διαφορές θά ὑπήγοντο στην ἀποκλειστική αρμοδιότητα τῶν δικαστηρίων τοῦ Kleve τῆς Γερμανίας.

Ἀπό ὡρισμένο χρονικό σημείο τοῦ 1974, ὁ βασικός μισθός τοῦ Jacqmain κατεβάλλετο ἀπό την Elefant NV, τήν βελγική θυγατρική τῆς ἀναιρεσειούσης, τήν ὁποία θά ἀποκαλῶ «ή βελγική εταιρία». Ἀπό τό τέλος τοῦ 1974, ἡ βελγική ἑταιρία κατέβαλε επίσης καί τήν προμήθειά του. Ἀπό 1ης Σεπτεμβρίου 1975, ὁ Jacqmain εἰργάσθη ὑπό τίς ἐντολές, τήν διεύθυνση καί τόν έλεγχο της βελγικής εταιρίας. Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1975, ἀπελύθη χωρίς προειδοποίηση.

Ό Jacqmain ἤσκησε τότε ἀγωγή κατά τῆς γερμανικῆς καί τῆς βελγικής εταιρίας ενώπιον τοῦ Arbeidsrechtbank τῆς 'Αμβέρσας. Στηρίζοντας τά αἰτήματά του στό βελγικό δίκαιο, ἐζήτησε ἀποζημίωση γιά τήν λύση τής σχέσεως εργασίας δυνάμει τοῦ άρθρου 20 τοῦ βασιλικοῦ διατάγματος τῆς 20ῆς 'Ιουλίου 1955 (MB 3-4 'Οκτωβρίου 1955), καθώς καί ἀποζημίωση γιά τήν ἀπώλεια των δικαιωμάτων του ὡς ἀποκλειστικοῦ ἀντιπροσώπου, σύμφωνα μέ τό άρθρο 15 τοῦ νόμου τῆς 30ής 'Ιουλίου 1963 (MB 7ης Αυγούστου 1963), καί τέλος προσαρμογή των ἀποδοχῶν του πρός τό κόστος διαβιώσεως, τόκους, επίδομα διακοπών καί ἀργιῶν καί ἀπόδοση τηλεφωνικών ἐξόδων.

Ή γερμανική ἑταιρία προέβαλε ἀναρμοδιότητα τοῦ Arbeidsrechtbank βάσει τῆς ρήτρας παρεκτάσεως τῆς ἁρμοδιότητος πού εἶχε περιληφθεί στην σύμβαση ἐργασίας. Τό δικαστήριο ἀπέρριψε τήν ένσταση αυτή βασιζόμενο στά άρθρα 627 παράγραφος 9 καί 630 τοῦ βελγικού κωδικός δικονομίας. Τό πρώτο ἀπό τά άρθρα αὐτά καθιερώνει-τήν αποκλειστική αρμοδιότητα, ἐπί ἐργατικῶν διαφορών, τοῦ δικαστηρίου τοῦ τόπου ὅπου ἀσκεῖ τήν δραστηριότητά τῆς ή οικεία επιχείρηση ἡ ἀσκεῖται ἡ σχετική ἐπαγγελματική ἡ εμπορική δραστηριότης. Τό δεύτερο άρθρο προβλέπει ὅτι οιαδήποτε συμφωνία ἀντίθετη πρός τό άρθρο 627 είναι ἄκυρη.

Τό Arbeidsrechtbank ἀπέρριψε επίσης τόν ισχυρισμό τῆς βελγικῆς ἑταιρίας, σύμφωνα μέ τόν όποιο ὁ Jacqmain εἶχε συνάψει σύμβαση μέ τήν γερμανική μόνο εταιρία. Ἀναφέροντας πολλά νομολογιακά παραδείγματα, τό δικαστήριο έκρινε ὅτι, σύμφωνα μέ τό βελγικό δίκαιο, κάθε πρόσωπο ὑπό τίς εντολές, τήν διεύθυνση ἡ τόν έλεγχο τοῦ όποιου εργάζεται ένας μισθωτός ἀντί ἀμοιβῆς λογίζεται ὡς συμβαλλόμενος στην σύμβαση εργασίας τοῦ μισθωτοῦ αὐτοῦ καί, καταλήγοντας στό συμπέρασμα ὅτι ὑπό τίς περιστάσεις τῆς υποθέσεως ἡ γερμανική καί ἡ βελγική εταιρία εὐθύνοντο εἰς ὁλόκληρον, ἐπεδίκασε στον Jacqmain ἀποζημίωση 3064160 δελγικῶν φράγκων εντόκως, καθώς καί παρεπόμενες ἀποζημιώσεις.

Οἱ δύο εταιρίες ἤσκησαν έφεση ενώπιον τοῦ Arbeidshof τῆς 'Αμβέρσας, στηριζόμενες καί πάλι στην ρήτρα περί παρεκτάσεως τῆς ἁρμοδιότητος πού περιείχε ἡ σύμβαση εργασίας. Τό ἐν λόγω δικαστήριο ἐδέχθη μέν ὅτι τό άρθρο 17 τῆς συμβάσεως επιτρέπει στους συμβαλλομένους νά ὁρίσουν μέ έγγραφη συμφωνία ὡς αρμόδιο τό δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, ἀκόμη καί κατά παρέκκλιση τῶν άρθρων 627 παράγραφος 9 καί 630 τοῦ βελγικοῦ κωδικός δικονομίας, ἀπέρριψε ὅμως τόν ισχυρισμό τῶν εταιριών ὅτι τά βελγικά δικαστήρια ήταν ἀναρμόδια. Διεπίστωσε ὅτι ἡ έγγραφη σύμβαση εργασίας μεταξύ τοῦ Jacqmain καί τῆς ἀναιρεσειούσης ήταν ἄκυρη ως μή σύμφωνη πρός τά άρθρα 5 καί 10 τοῦ διατάγματος τῆς 19ης Ἰουλίου 1973, πού ρυθμίζει την χρήση τῶν γλωσσῶν καί ἐθεσπίσθη ἀπό τό Πολιτιστικό Συμβούλιο τῆς ὀλλανδικής πολιτιστικῆς κοινότητος. Σύμφωνα μέ τό άρθρο 5, οἱ εργοδότες προσώπων πού εργάζονται στίς ὀλλαν-δόφωνες περιοχές τοῦ Βελγίου πρέπει νά χρησιμοποιούν την ὀλλανδική γλώσσα σέ κάθε έγγραφο πού ἀπευθύνεται στό προσωπικό τους ἡ ὁρίζεται ἀπό τόν νόμο (συμπεριλαμβανομένων), προφανῶς, καί τῶν συμβάσεων εργασίας). Τό άρθρο 10 προβλέπει ὅτι κάθε έγγραφο πού δέν εἶναι σύμφωνο πρός τίς ἀνωτέρω διατάξεις εἶναι άκυρο. Ἐπί τῆς ουσίας τῆς υποθέσεως, τό δικαστήριο ἐπεκύρωσε τήν ἀπόφαση τοῦ Arbeidsrechtbank, επιφέροντας μόνο μία μικρή τροποποίηση.

Οἱ δύο εταιρίες ἤσκησαν ἀναίρεση ενώπιον τοῦ Hof van Cassatie. Τό ἐν λόγω δικαστήριο ἀπέρριψε τήν ἀναίρεση τῆς βελγικής εταιρίας ὡς ἀπαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου.

Τό Hof van Cassatie έκρινε υπέρ τῆς γερμανικής εταιρίας ὅτι συμβατική ρήτρα μέ τήν ὁποία τά μέρη συμφωνοῦν νά υπαγάγουν διαφορές σέ ὡρισμένο δικαστήριο δέν επηρεάζεται ἀπό διατάξεις πού θεσπίζει ένα Κράτος μέλος ὅσον άφορα τίς σχέσεις εργοδοτών καί εργαζομένων, δεδομένου ὅτι τό άρθρο 17 τῆς συμβάσεως τῆς 27ης Σεπτεμβρίου 1968 έχει εφαρμογή κατά ὁμοιόμορφο τρόπο σέ ὅλα τά συμβαλλόμενα κράτη.

Ό Jacqmain υπεστήριξε, ἐν τούτοις, ὅτι τό Arbeidsrechtbank τῆς 'Αμβέρσας ήταν ἁρμόδιο, σύμφωνα μέ τό άρθρο 18 τῆς συμβάσεως, επειδή ἡ ἀναιρεσείουσα παρέστη ενώπιον τοῦ δικαστηρίου αὐτοῦ πρός τόν σκοπό ὄχι μόνο νά ἀποκρούσει τήν ἀρμοδιότητα άλλά καί νά ἀμυνθεί ἐπί τῆς ουσίας τῆς υποθέσεως.

Περαιτέρω, ὁ πληρεξούσιος τοῦ Jacqmain ἠμφισβήτησε τήν δυνατότητα τῆς γερμανικής εταιρίας νά επικαλεσθεί τήν ρήτρα περί παρεκτάσεως τῆς ἁρμοδιότητος, ἀφοῦ ή ἀγωγή ἠσκήθη ἀρχικώς κατά δύο εταιριών, ἡ μία ἀπό τίς ὁποιες (ή βελγική) δέν εἶχε συμβληθεί στην σύμβαση πού περιείχε τήν ρήτρα. Ὑπεστηρίχθη ὅτι ἀφοῦ ἡ ἀγωγή κατά τῆς βελγικής ἑταιρίας ήταν παραδεκτή, ὁ Jacqmain ἠδύνατο νά στηριχθεί, ὡς πρός τήν γερμανική ἑταιρία, στό άρθρο 22 τῆς συμβάσεως. Τούτο ὁρίζει ὅτι ὅταν ἀσκούνται συναφείς ἀγωγές ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών, κάθε δικαστήριο, πλην εκείνου πού επελήφθη πρώτο, δύναται νά κηρύξει ἑαυτό ἀναρμόδιο, ἐφ' ὅσον τό δίκαιο τοῦ δικαστηρίου αὐτοῦ επιτρέπει τήν ένωση συναφών υποθέσεων, τό δικαστήριο δέ πού επελήφθη πρώτο εἶναι ἁρμόδιο νά εκδικάσει καί τίς δύο ἀγωγές. Τό βελγικό δίκαιο, καί εἰδικώτερα τά άρθρα 566 καί 634 τοῦ κωδικός δικονομίας, επιτρέπει τήν ένωση συναφών ἀγωγών.

Ἐν ὄψει τῶν ζητημάτων πού ἀνέκυψαν, τό Hof van Cassatie υπέβαλε στό δικαστήριο έξι ερωτήματα. Τό πρώτο ερώτημα έχει ὡς έξης,

«1.

α)

Ἔχει εφαρμογή τό άρθρο 18 τῆς συμβάσεως τῆς 27ης Σεπτεμβρίου 1968, περί ἁρμοδιότητος τῶν δικαστηρίων καί εκτελέσεως ἀποφάσεων ἐπί ἀστικών καί εμπορικών υποθέσεων, ὅταν οἱ διάδικοι έχουν συμ-βατικῶς καταστήσει ἁρμόδιο ένα δικαστήριο σύμφωνα μέ τό άρθρο 17;»

Τά ἄρθα 17 καί 18, κατά τό μέρος πού ἀφορούν τήν παροῦσα υπόθεση, έχουν ὡς έξῆς:

«17.

"Αν, μέ έγγραφη συμφωνία ἡ μέ προφορική συμφωνία ἐπιβεβαιουμένη εγγράφως, οἱ διάδικοι, ὁ ένας τουλάχιστον ἀπό τους ὁποίους έχει τήν κατοικία του στό έδαφος ενός συμβαλλομένου κράτους, συμφωνήσουν ὅτι ὡρισμένο δικαστήριο ἡ τά δικαστήρια ὡρισμένου συμβαλλομένου κράτους εἶναι ἁρμόδια γιά τήν επίλυση γεγεννημένων ἡ μελλουσῶν διάφορων ἐξ ὡρισμένης έννόμου σχέσεως, τό δικαστήριο αυτό ἡ τά δικαστήρια τοῦ κράτους αὐτοῦ καθίστανται ἀποκλειστικώς αρμόδια.

ΟΙ συμφωνίες περί παρεκτάσεως τῆς ἁρμοδιότητος δέν παράγουν έννομα ἀποτελέσματα ἄν ἀντιβαίνουν πρός τίς διατάξεις τῶν άρθρων 12 καί 15 ή ἄν τά δικαστήρια ἡ ἁρμοδιότης τῶν ὁποίων σκοπεῖται νά ἀποκλεισθεί είναι ἀποκλειστικῶς ἁρμόδια δυνάμει τοῦ ἄρθρου 16».

«18.

Τό δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, πλην τῶν περιπτώσεων κατά τίς όποιες ἡ ἁρμοδιότης του προκύπτει ἐξ άλλων διατάξεων τῆς παρούσης συμβάσεως, καθίσταται αρμόδιο καί ὅταν ὁ εναγόμενος παρίσταται ἐνώπιόν του. Ό κανόνας αυτός δέν εφαρμόζεται ἄν ή παράσταση τοῦ ἐναγομένου ἀποβλέπει στην ἀμφισβήτηση τῆς ἁρμοδιότητος ἡ ἄν ὑφίσταται ἀποκλειστική ἁρμοδιότης άλλου δικαστηρίου δυνάμει τοῦ ἄρθρου 16.»

Ἡ 'Επιτροπή καί ἡ κυβέρνηση τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου, στίς παρατηρήσεις τους ενώπιον τοῦ παρόντος δικαστηρίου, ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό πρέπει νά εἶναι καταφατική. Συμμερίζομαι αυτή τήν γνώμη.

Πιστεύω ὅτι ἀπό τίς λέξεις μέ τίς όποιες ἀρχίζει τό άρθρο 18, «apart from» στό ἀγγλικό κείμενο, «outre les cas» στό γαλλικό κείμενο, σαφώς προκύπτει ὅτι τό άρθρο αυτό θεσπίζει μία βάση ἁρμοδιότητος, ή ὁποία συντρέχει πρός εκείνες πού ἀπορρέουν ἀπό άλλες διατάξεις τῆς συμβάσεως. Δέν περιορίζεται σέ περιπτώσεις κατά τίς όποιες τό δικαστήριο δέν εἶναι ἁρμόδιο βάσει άλλων διατάξεων τῆς συμβάσεως. Τό ἴδιο προκύπτει νομίζω καί ἀπό τό γερμανικό καί τό Ιταλικό κείμενο.

Ρητῶς ὁρίζεται ὅτι ἡ ἁρμοδιότης πού θεσπίζεται ἀπό τό άρθρο 18 δέν έχει εφαρμογή ὅταν άλλο δικαστήριο έχει ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα σύμφωνα μέ τό άρθρο 16. Τέτοια ρητή ἐπιφύλαξη δέν γίνεται ὡς πρός τό άρθρο 17 καί δέν βλέπω κανέναν λόγο γιά τόν όποιο θά πρέπει νά συναχθεί σιωπηρή επιφύλαξη. Δέν δύναται ευλόγως νά υποτεθεί ὅτι τά άρθρα 17 καί 18 ἀποκλείονται ἀμοιβαίως καί εφαρμόζονται διαζευκτικῶς, δεδομένου ὅτι προβλέπουν δύο τρόπους μέ τους ὁποίους ὁ διάδικος δύναται νά υπαχθεί στην ἁρμοδιότητα ενός δικαστηρίου, δηλαδή τήν συμφωνία καί τήν παράσταση ενώπιον τοῦ δικαστηρίου.

Τό ὅτι αύτη εἶναι ἡ ὀρθή ἑρμηνεία τῆς συμβάσεως ἐνισχύεται, ὁπως ὑπεστηρίχθη στίς παρατηρήσεις πού υπεβλήθησαν στό δικαστήριο, ἀπό τό γεγονός ὅτι, σέ μία σειρά διμερών συμβάσεων πού έχουν συναφθεῖ μεταξύ τῶν Κρατῶν μελών καί πού μνημονεύονται στίς παρατηρήσεις, προϋποτίθεται ή ἀναγνωρίζεται ὅτι ἡ παράσταση τοῦ εναγομένου δύναται νά δημιουργήσει ἁρμοδιότητα ἀκόμα καί ὅταν οἱ διάδικοι έχουν συμφωνήσει νά υπαγάγουν τίς διαφορές τους σέ άλλο δικαστήριο. Καθ' ὅσον γνωρίζω, ἡ ἀρχή αυτή γίνεται ἐπίσης δεκτή στά ἐθνικά δίκαια πολλών, ἄν ὄχι ὅλων, των Κρατῶν μελών.

Τό δεύτερο ἐρώτημα πού υπεβλήθη ἀπό τό Hof van Cassatie έχει ὡς έξῆς:

«Ἡ ρύθμιση τοῦ ἄρθρου 18 περί τῆς ἁρμοδιότητος έχει ἐφαρμογή ὅταν ὁ ἐναγόμενος ὄχι μόνον ἀμφισβητεῖ τήν ἁρμοδιότητα, άλλά ἐπί πλέον προβάλλει ισχυρισμούς καί ἐπί τῆς οὐσίας τῆς υποθέσεως;»

Τό ερώτημα αὐτό φαίνεται νά προκύπτει ἀπό τό γεγονός, ὁπως τό ἀντιλαμβάνομαι, ὅτι στό ὀλλανδικό κείμενο, ὅπως καί στό γερμανικό καί στό Ιταλικό, τό δεύτερο εδάφιο τοῦ ἄρθρου 18 περιέχει ὅρούς ἀπό τους οποίους συνάγεται τό ἴδιο νόημα ὅπως καί ἀπό τό ἀγγλικό κείμενο, δηλαδή ὅτι δέν δημιουργείται ἀρμοδιότης ἄν ή παράσταση τοῦ ἐναγομένου ἀποβλέπει «solely to contest the jurisdiction» [ ἀποκλειστικώς καί μόνο στην ἀμφισβήτηση της ἁρμοδιότητος]. Ἀπό τίς λέξεις αυτές προκύπτει ὅτι ὁ εναγόμενος πρέπει νά παραστεί μέ μοναδικό σκοπό τήν ἀμφισβήτηση τῆς ἁρμοδιότητος. "Αν υπάρχει ένας πρόσθετος, έστω καί δευτερεύων σκοπός, τότε εξακολουθεί νά έχει εφαρμογή τό πρῶτο ἐδάφιο τοῦ ἄρθρου 18. 'Απεναντίας, κατά τό γαλλικό κείμενο, «Cette règle n'est pas applicable si la comparution a pour objet de contester la compétence». Δέν υπάρχει ἀντίστοιχο τῆς λέξεως «solely» [ ἀποκλειστικῶς καί μόνο]. Πιστεύω ὅτι τό ἴδιο προκύπτει καί ἀπό τό Ιρλανδικό κείμενο.

Δύναται, βεβαίως, νά υποστηριχθεί ὅτι ή ὀρθή ερμηνεία τῶν ὅρων αυτών τοῦ γαλλικού κειμένου καταλήγει στό ἴδιο ἀποτέλεσμα καί ὅτι κατά τήν πρόθεση τοῦ νομοθέτου ἡ παράσταση πρέπει νά γίνει μόνο γιά νά ἀμφισβητηθεί ἡ ἀρμοδιότης. Δέν πείθομαι ὅτι αυτό εἶναι κατ' ἀνάγκην ἀληθές.

Τό παρόν δικαστήριο έχει ήδη παρατηρήσει ὅτι ἡ σύμβαση τῶν Βρυξελλών πρέπει νά ἑρμηνεύεται μέ γνώμονα ὅχι μόνον τίς ἀρχές καί τους σκοπούς τῆς ἀλλά καί τήν σχέση τῆς πρός τήν συνθήκη ΕΟΚ. (βλ. πχ υπόθεση 12/76 Tessili κατά Dunlop [1976] ECR, σ. 1473, στην σ. 1484). Ὅταν υπάρχει ἀμφιβολία γιά τους συγκεκριμένους ὅρούς πού χρησιμοποιούνται, καί ὅταν υπάρχει ή ενδέχεται νά υπάρχει ἀπόκλιση μεταξύ τῶν διαφόρων ἀποδόσεων τῆς συμβάσεως, είναι προφανώς ὀρθό νά λαμβάνονται ὑπ' ὄψη οἱ σκοποί καί οἱ στόχοι τῆς συμβάσεως.

Θά ἀντέβαινε πρός τό πνεύμα καί τους σκοπούς τῆς συμβάσεως νά παρεμβάλλονται προσκόμματα στους διαδίκους. Σημαντικές δυσκολίες δύνανται νά προκύψουν στην πράξη ἄν ὁ εναγόμενος υποχρεώνεται κατά τήν παράσταση του νά περιορίσει τήν άμυνά του στό ζήτημα τῆς ἁρμοδιότητος καί μόνον. Ἄν ἀποτύχει στό κεφάλαιο αυτό, ενδέχεται νά ἀπολέσει τήν δυνατότητα νά ἀπαντήσει στην ἀγωγή ἡ νά προβάλει άλλες δικονομικές ενστάσεις. Δέν δύναται ἐξ άλλου νά προβάλει τους σχετικούς Ισχυρισμούς ἄν έχει κινηθεί κατ' αυτού ἡ διαδικασία τῆς ἐκτελέσεως τῆς ἀποφάσεως στό κράτος ὅπου διαμένει ή στό ὁποῖο ευρίσκονται περιουσιακά του στοιχεία, δεδομένου ὅτι τό άρθρο 28 τῆς συμβάσεως προβλέπει, ὑπό τήν επιφύλαξη ὡρισμένων εξαιρέσεων, ὅτι ἡ ἁρμοδιότης τοῦ δικαστηρίου τοῦ κράτους ὅπου εξεδόθη ή ἀπόφαση δέν υπόκειται σέ έλεγχο. Περαιτέρω, εἶναι δυνατό νά εμφανισθούν περιπτώσεις κατά τίς ὁποίες τό μέν ζήτημα τῆς ἁρμοδιότητος εἶναι περίπλοκο, τό δέ ζήτημα τῆς ουσίας ἁπλό. Εἶναι ἀνεπιθύμητο τό ενδεχόμενο κατά τό όποιο ὁ ἐναγόμενος πού θέλει νά ἀμφισβητήσει τήν ἁρμοδιότητα κωλύεται νά προβάλει έναν ισχυρισμό ἐπί τῆς ουσίας δυνάμενο νά εξετασθεῖ ταχέως σέ περίπτωση πού δέν γίνει δεκτή ἡ ένσταση ἀναρμοδιότητος. Αυτό είναι Ιδιαιτέρως ἀληθές ὅταν ὁ εναγόμενος θέλει νά διασφαλίσει περιουσιακά στοιχεία πού έχουν κατασχεθεί ἡ ἀπειλούνται μέ κατάσχεση, ἰδίως στόν εμπορικό τομέα. Δέν εἶναι λιγώτερο ἀνεπιθύμητο τό ενδεχόμενο κατά τό όποιο ένα δικαστήριο, τό όποιο κατά τήν ἀνάπτυξη τῆς επιχειρηματολογίας τῶν διαδίκων καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι δέν έχει αρμοδιότητα, υποχρεώνεται ἐν τούτοις νά εκδικάσει τήν υπόθεση ἁπλώς καί μόνον επειδή ὁ εναγόμενος κατά τήν παράσταση του προέβαλε επικουρικώς καί Ισχυρισμό ἐπί τῆς ουσίας ἡ άλλη δικονομική ένσταση.

Ή θέση τοῦ ἀγγλικού δικαίου ἐπί τοῦ ζητήματος αὐτοῦ είναι, πιστεύω, αυστηροτερη ἀπό ἐκείνη τῶν δικαίων ὡρισμένων άλλων συμβαλλομένων κρατῶν, κατά τά όποια δέν λογίζεται κατ' ἀνάγκη ὅτι ὁ εναγόμενος υποβάλλεται στην ἀρμοδιότητα ἑνός δικαστηρίου ἁπλώς καί μόνον ἐπειδή προβάλλει Ισχυρισμούς ἐπί τῆς ουσίας. Πρέπει νά υπάρχει ενσυνείδητη καί ἐν γνώσει ἀποδοχή τῆς ἀρμοδιότητος. 'Αναφέρομαι, χωρίς νά τά επαναλαμβάνω, στά αποσπάσματα σχολίων πού περιλαμβάνονται στίς παρατηρήσεις τῆς κυβερνήσεως τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου.

Εἶναι ἴσως ὀρθό νά παρατηρηθεί ὅτι τό διεθνές δικαστήριο ἐδέχθη ἄποψη παρόμοια πρός εκείνη πού γίνεται γενικώτερα δεκτή ἀπό τά Κράτη μέλη, ὅταν εκλήθη ν' ἀποφασίσει, σύμφωνα μέ τίς γενικές ἀρχές τοῦ δικαίου, ἄν έπρεπε νά θεωρηθεί ὅτι ἡ Ιρανική κυβέρνηση εἶχε ἀναγνωρίσει τήν δικαιοδοσία τοῦ δικαστηρίου ζητώντας του νά ἀποφανθεί ἐπί σειράς ερωτημάτων πού δέν ἀποτελούσαν ἀμφισβήτηση τῆς δικαιοδοσίας του. Τό Δικαστήριο έκρινε ὅτι «Ή ἐφαρμογή τῆς ἀρχής τοῦ forum prorogatum, ἄν ήταν δυνατή στην παρούσα περίπτωση, θά έπρεπε νά βασισθεί σέ πράξη ἡ δήλωση τῆς κυβερνήσεως τοῦ 'Ιράν ἀπό τήν ὁποία νά συνάγεται ἡ ἀναγνώριση τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Δικαστηρίου»(Anglo- Iranian Oil Company Case, 1952 ICJ Rep. 89, σ. 113-4).

Κατά τήν γνώμη μου, ἡ ἀπάντηση στό δεύτερο ερώτημα εἶναι ὅτι τό δικαστήριο Κράτους μέλους δέν καθίσταται αρμόδιο, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 18 τῆς συμβάσεως, ἄν ὁ ἐναγόμενος παραστεῖ πρός τόν σκοπό νά ἀμφισβητήσει τήν ἀρμοδιότητα αυτή, ἐπωφεληθεί ὅμως τῆς ευκαιρίας για νά προβάλει καί ἐπικουρικό ισχυρισμό ἐπί τῆς ουσίας τῆς υποθέσεως. Ἐφ' ὅσον ὁ ἀρχικός σκοπός εἶναι ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἀρμοδιότητος, ὁ ἐναγόμενος δέν εκπίπτει τοῦ δικαιώματος νά προβάλλει τήν ένσταση ἀναρμοδιότητος, επειδή προβάλλει επικουρικῶς καί Ισχυρισμούς ἐπί τῆς ουσίας.

Τό Hof van Cassatie ζητεῖ ἀπό τό Δικαστήριο ν' ἀπαντήσει στό τρίτο του ἐρώτημα μόνο ἄν ἡ ἀπάντηση στό δεύτερο είναι καταφατική:

«Σέ περίπτωση καταφατικής ἀπαντήσεως, ή ἁρμοδιότης πρέπει νά ἀμφισβητηθεί in limine litis;»

Είναι σαφές, ἀφ' ενός, ὅτι ἡ σύμβαση δέν ρυθμίζει ζητήματα διαδικασίας. Κατ' ἀρχήν, συνεπώς, τό στάδιο τῆς δίκης καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποίο πρέπει νά προβάλλεται οἱαδήποτε ένσταση προσδιορίζεται ἀπό τήν lex fori. Τοῦτο ἀναφέρεται ρητώς στην έκθεση Jenard (OJ 1979 C 59/1, σ. 38). Πράγματι, τά δίκαια τῶν συμβαλλομένων κρατῶν διαφέρουν σημαντικῶς μεταξύ τους ἐπί τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Ἐπί παραδείγματι, τό άρθρο 854 τοῦ βελγικοῦ κωδικός δικονομίας ἀπαιτεί, πιστεύω, ἀπό τόν ἐναγόμενο νά ἀμφισβητήσει τήν ἁρμοδιότητα in limine' ἀντιθέτως, ὁ γερμανικός κώδικας πολιτικής δικονομίας τοῦ παρέχει τήν δυνατότητα νά προβάλει τήν σχετική ένσταση σέ οιοδήποτε στάδιο τῆς δίκης πρό τῆς πρώτης ἐπ' ἀκροατηρίου συζητήσεως. Ή εναρμόνιση τέτοιων διατάξεων δέν περιλαμβάνεται στους σκοπούς τῆς συμβάσεως τῶν Βρυξελλών.

Πρέπει, ἀφ' ἑτέρου, ν' αναγνωρισθεί ὅτι αυτό τοῦτο τό γράμμα τοῦ δευτέρου εδαφίου τοῦ ἄρθρου 18 ἀπαιτεί ἡ παράσταση νά ἀποβλέπει στην ἀμφισβήτηση τῆς ἀρμοδιότητος τοῦ Δικαστηρίου. Δέν δύναται νά υποστηριχθεί ὅτι ἡ παράσταση έγινε πρός τόν σκοπό αυτό ὅταν ἡ ἁρμοδιότης ἀμφισβητείται ἀφοῦ πρῶτα γίνει ἡ παράσταση. Ἐπί πλέον, ὁ εναγόμενος πού προβάλλει τήν ένσταση σέ μεταγενέστερο στάδιο δυσχερώς δύναται νά υποστηρίξει ὅτι οἱ ισχυρισμοί του ἐπί τῆς ουσίας ήταν δευτερεύοντες ἡ ἐπικουρικοί ἐν σχέσει πρός τό ζήτημα τῆς αρμοδιότητος. Συνεπώς, ἄν γίνει δεκτή ἡ άποψη μου ἐπί τοῦ δευτέρου ερωτήματος, ὁ εναγόμενος αυτός ἐκπίπτει τοῦ δικαιώματος νά προτείνει τήν ἀναρμοδιότητα. Στην ένσταση του θά ἀντετάσσετο τό γεγονός ὅτι ἡ προηγουμένη παράσταση του ἰσοδυναμοῦσε μέ ἑκουσία υπαγωγή του στην αρμοδιότητα τοῦ δικαστηρίου.

Οἱ σκέψεις αυτές δέν εἶναι δύσκολο νά συμβιβασθούν μεταξύ τους. Τό δεύτερο ἐδάφιο τοῦ ἄρθρου 18 προϋποθέτει, κατά τήν γνώμη μου, ὅτι ἡ παράσταση τοῦ εναγομένου ἀποβλέπει στην ἀπόκρουση της ἁρμοδιότητος. Κατά συνέπεια, ἡ ἁρμοδιότης πρέπει νά ἀμφισβητηθεί, ὄχι ἀργότερα ἀπό τήν ήμερα τῆς παραστάσεως. 'Απόκειται ὅμως στην lex fori νά προσδιορίσει τί συνιστά παράσταση.

Τό τρίτο καί τό τέταρτο ερώτημα τοῦ Hof van Cassatie έχουν ὡς έξης:

«α)

Συναφείς ἀγωγές, οἱ ὁποίες, ἄν ἀσκηθούν χωριστά, θά πρέπει νά εισαχθούν ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών, δύνανται νά ἀσκηθούν ταυτοχρόνως, κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 22 τῆς συμβάσεως, ενώπιον ἑνός ἀπό τά δικαστήρια αυτά, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι τό δίκαιο τοῦ ἐν λόγω δικαστηρίου επιτρέπει τήν συνεκδίκαση συναφών ὑποθέσεων καί ὅτι τό δικαστήριο αυτό έχει ἁρμοδιότητα καί γιά τίς δύο ἀγωγές;

β)

Ἰσχύει τό ίδιο καί στην περίπτωση κατά τήν ὁποία οἱ διάδικοι σέ μία ἀπό τίς διαφορές ἀπό τίς ὁποῖες προέκυψαν οἱ ἀγωγές έχουν συμβατικῶς καταστήσει ἁρμόδιο γιά τήν ἐκδίκαση της διαφορᾶς αὐτης, σύμφωνα μέ τό άρθρο 17 τῆς συμβάσεως, δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους;»

"Οπως παρετήρησε ἡ κυβέρνηση τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου, ἡ διατύπωση τῶν ερωτημάτων αυτών δημιουργεί ὡρισμένες δυσχέρειες. Όχι μόνον επειδή τό πρώτο ἀπό αυτά αρχίζει μέ τήν υπόθεση ὅτι ἄν οἱ ἀγωγές ἀσκηθοῦν χωριστά θά πρέπει νά ἀσκηθοῦν ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών, καί τελειώνει μέ τήν υπόθεση ὅτι ένα μόνο δικαστήριο έχει ἁρμοδιότητα καί ἐπί τῶν δύο ἀγωγών. Ή δυσχέρεια αυτή θά ἠδύνατο ἴσως νά παρακαμφθεί ἄν ἡ δεύτερη υπόθεση ἀναγνωσθεῖ ὡς ἀναφορά σέ εθνικό δίκαιο πού «ἐπιτρέπει τήν ένωση συναφών υποθέσεων καί συνεπώς ἀπονέμει στό δικαστήριο ἁρμοδιότητα καί γιά τίς δύο ἀγωγές». Ή κυρία δυσχέρεια, κατά τήν γνώμη μου, έγκειται στό γεγονός ὅτι καί μέ τά δύο ἐρωτήματα τό Δικαστήριο ἐρωτάται ἄν τό άρθρο 22 ἐπιτρέπει στά δικαστήρια νά κηρύσσουν ἑαυτά ἁρμόδια ὑπό ὡρισμένες περιστάσεις.

Τό άρθρο 22, ὅμως, δέν άφορα τίς περιπτώσεις κατά τίς ὁποίες ένα δικαστήριο δύναται νά κηρύξει ἑαυτό αρμόδιο ἐπί συναφών υποθέσεων. Οἱ σχετικοί μέ τό ζήτημα αυτό κανόνες πρέπει ν' ἀναζητηθοῦν στό άρθρο 6. Τό άρθρο 22 άφορᾶ τίς περιστάσεις ὑπό τίς ὁποίες ένα δικαστήριο δύναται νά ἀναβάλει τήν εκδίκαση της υποθέσεως ἡ νά κηρύξει εαυτό ἀναρμόδιο υπέρ άλλου δικαστηρίου, δηλαδή ἐκείνου «πού ἐπελήφθη πρώτο». Δέν φαίνεται εύλογο νά συναχθεῖ ἀπό τήν διατύπωση τῶν ερωτημάτων αυτών ὅτι τό Hof van Cassatie ζητεί νά διαφωτισθεῖ ὡς πρός τίς περιστάσεις ὑπό τίς ὁποιες δύναται νά ἀναβάλει τήν ἐκδίκαση τῆς υποθέσεως ἡ νά κηρύξει εαυτό ἀναρμόδιο υπέρ τῶν δικαστηρίων τοῦ Kleve ἡ οἱουδήποτε άλλου δικαστηρίου «πού επελήφθη πρώτο» καί τοῦτο διότι δέν προκύπτει ἀπό κανένα στοιχεῖο τῆς δικογραφίας ὅτι τῆς υποθέσεως έχουν ἐπιληφθεί τά δικαστήρια οιουδήποτε άλλου συμβαλλομένου κράτους πλην τοῦ Βελγίου: μᾶλλον τό ἀντίθετο συνάγεται.

Μολονότι, βεβαίως, τό παρόν Δικαστήριο έχει τήν ευχέρεια νά επιφέρει στην διατύπωση τῶν ερωτημάτων πού τοῦ υποβάλλονται τίς τροποποιήσεις πού τυχόν ἀπαιτοῦνται γιά νά δυνηθεί νά επιτελέσει τό έργο του, νομίζω ὅτι ἐν προκειμένω δέν θά εἶχε θέση μία εξέταση τῆς σχέσεως μεταξύ των άρθρων 6 καί 17 τῆς συμβάσεως, ἀφοῦ στά ἐρωτήματα δέν γίνεται ἀναφορά στό άρθρο 6. 'Υπό τίς περιστάσεις αυτές νομίζω ὅτι ἡ ὁδός εἶναι να ἀποφανθεί τό Δικαστήριο ὅτι στην παροῦσα υπόθεση παρέλκει ἡ ἀπάντηση στό τέταρτο καί στό πέμπτο ερώτημα.

Μέ τό τελευταίο ερώτημά του τό Hof van Cassatie έρωτα:

«Ἀντίκειται στό άρθρο 17 τῆς συμβάσεως ή ἀπόφανση περί ἀκυρότητος μιᾶς συμφωνίας περί παρεκτάσεως τῆς ἁρμοδιότητος, ὅταν τό ἔγγραφο πού τήν περιέχει δέν έχει συνταχθεί στην γλώσσα πού ὁρίζεται, ἐπί ποινῆ ἀκυρότητος, ἀπό τήν νομοθεσία συμβαλλομένου κράτους, καί ὅταν τό δικαστήριο τοῦ κράτους αὐτοῦ, ενώπιον τοῦ ὁποίου γίνεται επίκληση τῆς συμφωνίας, εἶναι ὑποχρεωμένο δυνάμει τῆς νομοθεσίας αυτής νά διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως τήν ἀκυρότητα τοῦ ἐγγραφου;»

Τό Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ὅτι τό άρθρο 17 επιβάλλει στό ἐπιληφθέν δικαστήριο τό καθήκον νά εξετάσει, κατά πρώτον, ἄν ἡ ρήτρα μέ τήν όποια συνε-φωνήθη ἡ ἁρμοδιότης του ἀπετέλεσε πράγματι τό ἀντικείμενο συναινέσεως τῶν διαδίκων πού πρέπει νά ἀποδεικνύεται σαφώς καί επακριβώς. Τό Δικαστήριο έχει ἐπίσης υποδείξει ὡρισμένα κριτήρια πού εἶναι δυνατό ἡ ἀναγκαίο νά χρησιμοποιηθούν γιά νά διαπιστωθεί ὅτι υπήρξε συμφωνία πού κατηρτίσθη ἡ ἐπεβεβαιώθη εγγράφως (βλ. πχ υπόθεση 24/76 Estasis Salotti κατά RÜWA [1976] ECR 1831 καί υπόθεση 25/76 Galeries Segoura SPRL κατά Rahim Bonakdarian [1976] ECR 1851). Προϋποθέσεις πού τάσσονται ἀπό τήν σύμβαση πρέπει νά ἑρμηνεύονται ἀνεξαρτήτως οιουδήποτε Ιδιαιτέρου ἐθνικοῦ δικαίου. Ἐν τούτοις, ὅπως ελέχθη ἀπό τόν γενικό εισαγγελέα Capotorti στίς προτάσεις του στην ὑπόθεση 25/76 (βλ. σ. 1868), «ὅλα αυτά τελοῦν, βεβαίως, ὑπό τήν ἐπιφύλαξη ἐθνικών προϋποθέσεων ὡς πρός άλλες ἀπόψεις, τυπικές ή ουσιαστικές, οἱ ὁποίες δέν εμπίπτουν στό πεδίο ἐφαρμογής τῶν κανόνων τῆς συμβάσεως πού υπόκεινται σέ κοινοτική ερμηνεία». Τό ζήτημα στην παρούσα υπόθεση εἶναι, κατά τήν γνώμη μου, νά καθορισθεῖ πιό εθνικό δίκαιο διέπει τίς άλλες αυτές προϋποθέσεις γιά τήν ύπαρξη ἐγκυρου συμφωνίας.

Κατά πρώτο, τοῦτο δύναται νά εἶναι τό ἐθνικό δίκαιο τοῦ δικαστηρίου ἐνώπιον τοῦ ὁποίου εἰσάγεται ἡ ὑπόθεση, ὅταν αυτό δέν συμπίπτει μέ τό δικαστήριο πού προσδιω-ρίσθη μέ τήν έγγραφη συμφωνία στην ὁποία στηρίζεται ὁ ἐναγόμενος γιά ν' ἀποκρούσει τήν ἁρμοδιότητα. Ὡς γενική ἀρχή δέν νομίζω ὅτι αυτό εἶναι ὀρθό. Είναι δυνατό τό ἐν λόγω δίκαιο νά μή έχει κανένα σύνδεσμο μέ τήν συναφθεῖσα συμφωνία καί τό επιληφθέν δικαστήριο ἐνδέχεται νά επελέγη ἀπό τόν ενάγοντα επειδή ἁπλούστατα ἄν εφαρμοσθεί τό ἐθνικό αυτό δίκαιο θά κηρυχθεί άκυρη ή συμφωνία πού ἐπικαλείται ὁ εναγόμενος. Μία άλλη πιθανή λύση εἶναι νά ἐφαρμοσθούν ἀπό τό ἐπιληφθέν δικαστήριο οἱ κανόνες ἰδιωτικοῦ διεθνοῦς δικαίου τῆς χώρας του γιά νά επιλεγεί τό εθνικό δίκαιο βάσει τοῦ ὁποίου πρέπει νά κριθεί τό ζήτημα. Αυτή ἡ λύση εἶναι σαφώς περισσότερο ικανοποιητική ἀφοῦ τείνει στην επιλογή ἑνός δικαίου πού έχει κάποιο σύνδεσμο μέ τήν συμφωνία τῆς ὁποίας γίνεται επίκληση. Ἔχει, ἐν τούτοις, ὡς ἀποτέλεσμα ὅτι τά δικαστήρια διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών ενδέχεται νά επιλέξουν διαφορετικά δίκαια, δεδομένου ὅτι οἱ κανόνες ἰδιωτικοῦ διεθνοῦς δικαίου πού εφαρμόζουν διαφέρουν ἀπό χώρα σέ χώρα. Τοῦτο ἀντίκειται στόν στόχο, στόν όποιο δίδεται ιδιαίτερη ἔμφαση στην ἔκθεση Jenard ἐπί τῆς συμβάσεως, τῆς επιτεύξεως τοῦ ἀνωτάτου δυνατοῦ βαθμοῦ ἀσφαλείας τοῦ δικαίου γιά τους ἀστικῶς καί ἐμπορικῶς συναλλασσομένους διά μέσου τῶν συνόρων μεταξύ τῶν συμβαλλομένων κρατῶν. Ἀντίκειται επίσης στην ἀρχή πού διετύπωσε ὁ γενικός εἰσαγγελεύς Capotorti στίς προαναφερθείσες προτάσεις του, δηλαδή στην «ὁμοιόμορφη μεταχείριση, σέ ὅλα τά Κράτη μέλη, τῶν ιδιωτῶν μεταξύ των ὁποίων συνομολογοῦνται συμφωνίες περί παρεκτάσεως τῆς ἁρμοδιότητος: ή ἀνάγκη αυτή δέν εξυπηρετείται ἄν γίνεται παραπομπή στό ένα ἡ στό άλλο ουσιαστικό δίκαιο πού διέπει τόν τύπο τῶν ἐγγραφων σύμφωνα μέ τό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο κάθε Κράτους μέλους» (σ. 1845).

Ἡ κυβέρνηση τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου προτείνει μία μέση λύση — κατά τήν ὁποία, ἄν υπάρχει χωριστή συμφωνία περί παρεκτάσεως τῆς ἁρμοδιότητος ή συμφωνία περί παρεκτάσεως τῆς ἁρμοδιότητος πού ἀποτελεί μέρος γενικώτερης συμβάσεως, ἀπό τήν ὁποία ὅμως δύναται νά ἀποχωρισθεῖ, τότε τό δικαστήριο ενώπιον τοῦ ὁποίου γεννᾶται τό ζήτημα πρέπει νά κηρύξει εαυτό ἀναρμόδιο ἐφ' ὅσον συντρέχουν οἱ τυπικές προϋποθέσεις πού ὁρίζονται στό άρθρο 17. Μοῦ φαίνεται δύσκολο νά δεχθώ αυτή τήν λύση, ἐν μέρει επειδή δέν προσδιορίζει τό ἐθνικό δίκαιο βάσει τοῦ ὁποίου θά κριθούν τά ζητήματα κύρους, πλην εκείνων πού υπόκεινται στους τυπικούς κανόνες αὐτοῦ τούτου τοῦ άρθρου 17. 'Επίσης, ἀπό τήν λύση αυτή ἀναφύονται ζητήματα πού ενδέχεται νά εἶναι δύσκολα — καί στά όποια διαφορετικά δικαστήρια ενδέχεται νά δώσουν διαφορετικές λύσεις, ὁπως τό ζήτημα ἄν ή ρήτρα περί ἁρμοδιότητος «δύναται σαφώς νά ἀποχωρισθεί». Ή λύση αυτή ἀφήνει μία κατηγορία περιπτώσεων, κατά τίς όποιες τό κῦρος τῆς ρήτρας περί ἁρμοδιότητος εξαρτάται ἀπό τό κῦρος ὁλοκλήρου τῆς συμβάσεως, πού κρίνεται κατ' ἐφαρμογή τῶν κανόνων ἰδιωτικοῦ διεθνοῦς δικαίου τοῦ δικαστηρίου πού επελήφθη πρώτο τῆς υποθέσεως. Τοῦτο ἀντιστρατεύεται τήν «ἀρχή τῆς ὁμοιομορφίας, τήν πραγμάτωση τῆς ὁποίας επιδιώκει ἡ σύμβαση» καί στην ὁποία ἀναφέρεται ὁ γενικός εἰσαγγελεύς Capotorti, σέ άλλη ἀλληλουχία, στίς προτάσεις του ἐπί τῆς υποθέσεως Segoura (σ. 1868).

Κατά τή γνώμη μου, λαμβανομένων ὑπ' ὄψη τῶν σκοπών καί τῶν στόχων τῆς συμβάσεως, τό άρθρο 17 πρέπει νά ληφθεί ὑπό τήν έννοια ὅτι θέτει σιωπηρώς τόν κανόνα ὅτι, ὅταν συγκεκριμένο δικαστήριο ὁρίζεται ὡς ἁρμόδιο σέ έγγραφο πού ὑποστηρίζεται ὅτι περιέχει έγκυρη συμφωνία ἡ ὅτι ἀποτελεῖ επιβεβαίωση έγκυρου συμφωνίας, τό κῦρος τῆς συμφωνίας αυτής πρέπει νά κρίνεται βάσει τοῦ δικαίου τοῦ δικαστηρίου αὐτοῦ. Μόνο μέ τόν τρόπο αυτό είναι δυνατή ἡ τήρηση οιασδήποτε ἀρχής ὁμοιομορφίας.

Δέν νομίζω ὅτι ἡ άποψη αυτή ἀνατρέπεται μέ τό επιχείρημα ὅτι προτρέχει τῆς συμβάσεως περί τοῦ ἐφαρμοστέου δικαίου ἐπί τῶν ένοχων ἐκ συμβάσεως, ἡ ὁποία κατετέθη πρός ὑπογραφή τήν 19η Ἰουνίου 1980 (OJ 1980 L 266/1), καί ἡ ὁποία στό άρθρο 8 παράγραφος 1 προβλέπει ὅτι «ή ύπαρξη καί τό κῦρος συμβάσεως ἡ οιουδήποτε ὅρου συμβάσεως καθορίζεται ἀπό τό δίκαιο τό ὁποῖο θά τήν διεῖπε σύμφωνα μέ τήν παροῦσα σύμβαση ἄν ἡ σύμβαση ἡ ὁ ὅρος ήταν έγκυροι», μολονότι στην σύμβαση αυτή δέν διαλαμβάνονται οἱ ρήτρες περί παρεκτάσεως τῆς ἁρμοδιότητος. Ούτε ἀνατρέπεται τό επιχείρημα ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁδηγεί στό ἴδιο ἀποτέλεσμα μέ εκείνο πού ὁρίζεται στό σχέδιο τῆς συμβάσεως τῆς Χάγης ὡς πρός τό «for contractuel:»«pour toutes les questions non réglées par les dispositions de la présente Convention ... l'accord d'élection de for est régi par la loi interne de l'État du tribunal élu» (Actes et documents de la conférence de droit international privé de La Haye 10e Session 1964 IV, p. 18).

Γεννάται περαιτέρω τό ερώτημα ποιό δικαστήριο πρέπει νά κρίνει τό κῦρος τῆς συμφωνίας ἐφαρμόζοντας τό εθνικό δίκαιο τοῦ δικαστηρίου πού έχει συμβατικῶς ορισθεί αρμόδιο. Μία πιθανότητα εἶναι νά παραπεμφθεί ἀμέσως τό ζήτημα ἀπό τό δικαστήριο ενώπιον τοῦ ὁποίου ἀνέκυψε στό δικαστήριο πού έχει ὁρισθεί αρμόδιο ὥστε αυτό νά εκδώσει ἀπόφαση σύμφωνα μέ τό δικό του εθνικό δίκαιο. Ή λύση αὐτή ἔχει πλεονεκτήματα ἀλλά δέν μοῦ φαίνεται ὀρθή. "Εχω τήν γνώμη ὅτι τό δικαστήριο ενώπιον τοῦ ὁποίου αμφισβητείται ἡ ἁρμοδιότης πρέπει νά ἀποφασίσει τό 'ίδιο ὡς πρός τό κῦρος τῆς συμφωνίας (ὄχι ὅμως ἀπό τήν άποψη τῶν τυπικῶν προϋποθέσεων αὐτοῦ τούτου τοῦ ἄρθρου 17), ἐφαρμόζοντας τό εθνικό δίκαιο τοῦ συμβατικῶς ὁρισθέντος ὡς ἁρμοδίου δικαστηρίου. Ἄν κρίνει ὅτι σύμφωνα μέ τό δίκαιο αυτό ή συμφωνία εἶναι έγκυρη καί ὑπό τήν επιφύλαξη ὅτι ἡ ἁρμοδιότης δέν καθορίζεται άλλως κατά τήν σύμβαση τῶν Βρυξελλών. Θά παραπέμψει τήν διαφορά κατά τό στάδιο αυτό. "Αν κρίνει ὅτι ἡ συμφωνία είναι άκυρη, θά προχωρήσει στην εκδίκαση τῆς διαφοράς.

Πρέπει νά σημειωθεί ὅτι τό άρθρο 27 τῆς συμβάσεως επιτρέπει τήν μή ἀναγνώριση ἀποφάσεως ἄν ἡ ἀναγνώριση αυτή ἀντίκειται στην δημοσία τάξη τοῦ κράτους στό όποιο επιδιώκεται ἡ αναγνώριση. Δέν γίνεται παραπομπή στην «ordre public» στό τμήμα τῆς συμβάσεως περί ἀποκλειστικής αρμοδιότητος. Νομίζω ὅτι τό δικαστήριο πού επελήφθη τοῦ ζητήματος περί υπάρξεως ἐγκυρου συμφωνίας δέν δύναται νά ἀρνηθεῖ νά τήν εφαρμόσει, ἄν κρίνει ὅτι ή συμφωνία εἶναι έγκυρη σύμφωνα μέ τό εθνικό δίκαιο τοῦ δικαστηρίου πού ὡρίσθη συμβατικῶς ὡς ἁρμόδιο. 'Εφ' ὅσον ἡ ἀπόφαση εξεδόθη ἀπό τό συμβατικῶς προσδιορισθέν δικαστήριο, ἡ «ordre public» δύναται νά ἀποκτήσει σημασία ἄν ὁ νικήσας διάδικος επιδιώξει τήν εκτέλεση τῆς ἀποφάσεως σέ άλλο συμβαλλόμενο κράτος, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ κράτους στό όποιο ἀνέκυψε ἀρχικώς τό ζήτημα δέν ἀποτελεί ὅμως ζήτημα πού πρέπει νά εγερθεί σέ προγενέστερο στάδιο.

Γιά τους λόγους αυτούς προτείνω νά δοθούν οἱ ἀκόλουθες ἀπαντήσεις στά ερωτήματα τοῦ Hof van Cassatie:

1.

α)

Τό άρθρο 18 τῆς συμβάσεως τῆς 28ης Σεπτεμβρίου 1968 περί αρμοδιότητος τῶν δικαστηρίων καί εκτελέσεως ἀποφάσεων ἐπί ἀστικῶν καί εμπορικών υποθέσεων ἔχει εφαρμογή καί ἄν ἀκόμη οἱ διάδικοι καθώρισαν συμβατικῶς τό ἁρμόδιο δικαστήριο σύμφωνα μέ τό άρθρο 17.

β)

Ό κανόνας αρμοδιότητος πού θεσπίζει τό άρθρο 18 τῆς συμβάσεως 'έχει εφαρμογή κάθε φορά πού ὁ ἐναγόμενος εκδηλώνει μέ τήν παράσταση του στό δικαστήριο τήν βούληση του νά υπαχθεί στην ἁρμοδιότητά του. Στό εθνικό δικαστήριο εναπόκειται νά κρίνει, ὡς πραγματικό ζήτημα, τό ἄν ὁ ἐναγόμενος εξεδήλωσε τέτοια βούληση. Ή προβολή ισχυρισμών ἐπί τῆς οὐσίας τῆς διαφορᾶς ἀπό τον εναγόμενο δέν σημαίνει κατ' ἀνάγκη ὅτι έχει υποβληθεί στην ἁρμοδιότητα τοῦ δικαστηρίου, ἄν οι ισχυρισμοί αυτοί γίνονται επικουρικώς πρός τόν κύριο ισχυρισμό ὅτι τό δικαστήριο εἶναι ἀναρμόδιο.

γ)

Γιά νά ἀποκλείσει την εφαρμογή τοῦ κανόνος τοῦ πρώτου εδαφίου τοῦ ἄρθρου 18, τό δικαστήριο πρέπει νά πείθεται ὅτι ὁ εναγόμενος παρέστη γιά νά ἀποκρούσει τήν ἁρμοδιότητα, έστω καί ἄν προσθέτει επικουρικούς ισχυρισμούς. Δέν ἀρκεί ὁ εναγόμενος νά ἀποφασίσει νά ἀμφισβητήσει τήν ἁρμοδιότητα σέ μεταγενέστερο στάδιο. Στό εθνικό δίκαιο ἀπόκειται νά καθορίσει τί συνιστά παράσταση, καθώς καί μέ ποια ἀποδεικτικά μέσα καί μέ ποια διαδικασία πρέπει νά διαπιστωθεί ὅτι ὁ εναγόμενος παρέστη γιά νά ἀμφισβητήσει τήν ἁρμοδιότητα.

2.

α)

...

β)

...

3.

Δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους δέν δύναται νά ἀγνοήσει συμφωνία ή ὁποία πληροί τίς προϋποθέσεις τοῦ ἄρθρου 17 καί εἶναι έγκυρη σύμφωνα μέ τό δίκαιο τοῦ κράτους δικαστήριο τοῦ ὁποίου έχει συμβατικῶς καταστεί ἁρμόδιο καί μέ τήν ὁποία καθίστανται ἀποκλειστικώς ἁρμόδια γιά τήν εκδίκαση μιας διαφοράς τά δικαστήρια άλλου συμβαλλομένου κράτους, μέ τήν αιτιολογία ὅτι ἡ συμφωνία αὐτή εἶναι ἀνίσχυρη σύμφωνα μέ τό δίκαιο τοῦ πρώτου συμβαλλομένου κράτους.


( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ἀγγλικά.