ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΊΣΑΓΓΕΛΈΑ GERHARD REISCHL

ΠΟΫ ΑΝΑΠΤΫΧΘΗΚΑΝ ΣΤΊΣ 10 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 1980 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

κύριοι δικαστές,

Ἠ προσφεύγουσα τῆς κύριας δίκης, πού προκάλεσε την αίτηση περί ἐκδόσεως προδικαστικής ἀποφάσεως, μέ την ὁποία πρέπει νά ἀσχοληθούμε σήμερα, γεννήθηκε τό 1922 στην Ἰένα καί υποχρεώθηκε τό 1933 σέ ἡλικία 10 ἐτῶν νά ἐγκαταλείψει τη Γερμανία ὡς θύμα τῶν διωγμῶν τοῦ ἐθνι-κοσοσιαλιστικοῦ καθεστῶτος. Σήμερα έχει τή γαλλική Ιθαγένεια — ἡ γερμανική τῆς ἀφαιρέθηκε — ζεῖ στή Γαλλία καί υπάγεται προφανῶς στην κοινωνική ἀσφάλιση αὐτής τῆς χώρας, ὡς μισθωτή, ενώ δέν ὑπάχθηκε ποτέ στή γερμανική κοινωνική ἀσφάλιση. Κατά την έννοια τοῦ ἄρθρου 1 τοῦ Bundesentschädigungsgesetz (ὁμοσπονδιακού νόμου περί ἀποζημιώσεων) θεωρείται ὡς άτομο διωχθέν καί ὑπό την ιδιότητα αύτη έλαβε ἀποζημίωση γιά βλάβη πού ὑπέστη σχετικά μέ την ἐκπαίδευση της.

Τό άρθρο 10α τοῦ Gesetz zur Regelung der Wiedergutmachung nationalsozialistischen Unrechts in der Sozialversicherung (νόμου περί ρυθμίσεως τῶν ἐπανορθώσεων λόγω ἀδικιών τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ καθεστώτος στόν τομέα τῆς κοινωνικής ἀσφαλίσεως, στό έξῆς WGSVG), τό όποιο προστέθηκε σ' αὐτόν τό νόμο μέ τό νόμο 18 περί προσαρμογής τῶν συντάξεων τῆς 28ης 'Απριλίου 1975, ὁρίζει μεταξύ άλλων:

«1.   Ἄτομα διωχθέντα, τῶν ὁποίων ὁ χρόνος ἀσφαλίσεως εἶναι τουλάχιστον 60 μήνες καί τά όποια πρίν ἀπό την έναρξη τού διωγμού είχαν καταβάλει προαιρετικά εισφορές γιά 12 τουλάχιστον μήνες, μπορούν κατόπιν αιτήσεως τους νά καταβάλουν ἐκ τῶν υστέρων εἰσφορές, κατά παρέκκλιση τῶν διατάξεων τῶν άρθρων 1418 τοῦ Reichsversicherungsordnung (νόμου τοῦ Ράιχ περί κοινωνικής ἀσφαλίσεως) καί 140 τοῦ Angestelltenversicherungsgesetz (νόμου περί κοινωνικής ἀσφαλίσεως τῶν ιδιωτικών ὑπαλλήλων) γιά τή χρονική περίοδο ἀπό 1ης 'Ιανουαρίου 1933 μέχρι τήν 8η Μαΐου 1945 ἡ μέχρι την επάνοδό τους στό ἔδαφος πού ἰσχύει αυτός ὁ νόμος, τό ἀργότερο δέ μέχρι τήν 31η Δεκεμβρίου 1955, ἐφ' ὅσον οἱ χρονικές αυτές περίοδοι δέ διανύθηκαν πρίν ἀπό τή συμπλήρωση τοῦ 16ου ή μετά τή συμπλήρωση τοῦ 65ου ἔτους καί δέν ἔχουν ήδη καλυφθεί μέ εἰσφορές ἡ δέν ὑπολογίζονται ὡς περίοδοι υποκαταστάσεως, ἐκτός ἄν ή περίοδος τοῦ διωγμού λήφθηκε ήδη ὑπόψη στό πλαίσιο μιᾶς ἀσφαλίσεως δημόσιου δικαίου ἡ πρόνοιας, σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τοῦ δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου.

2.   Ή παράγραφος 1 ἐφαρμόζεται αναλογικά ἐπί διωχθέντων ἀτόμων, τῶν ὁποίων ὁ χρόνος ἀσφαλίσεως εἶναι τουλάχιστον 60 μήνες καί στά όποια ἀναγνωρίστηκε, λόγω βλάβης σχετικά μέ τήν εκπαίδευση τους κατά τήν έννοια τοῦ Bundesentschädigungsgesetz, ὁριστικά ἡ χωρίς δυνατότητα προσφυγής ἀποζημίωση σύμφωνα μέ τά άρθρα 116 ἡ 118 τοῦ ἀνωτέρω νόμου ή γιά τά όποια τά μέτρα διωγμοῦ άρχισαν ἐντός 12 μηνῶν ἀπό τό πέρας τῆς εκπαιδεύσεως.

...»

Ἡ προσφεύγουσα τῆς κύριας δίκης θέλησε νά κάνει χρήση τῆς παραγράφου 2 αὐτής της διατάξεως. Ἐν τούτοις, ἡ αίτηση πού υπέβαλε στό Bundesversicherungsanstalt für Angestellte (ὁμοσπονδιακό φορέα κοινωνικῆς ἀσφαλίσεως ιδιωτικών υπαλλήλων) περί άδειας ἐκ τῶν υστέρων καταβολής εισφορῶν γιά τήν ἀσφάλιση συντάξεως ιδιωτικῶν υπαλλήλων ἀπορρίφθηκε, μέ τήν αιτιολογία ὅτι ἡ προσφεύγουσα δέν πληροῦσε τίς προϋποθέσεις τοῦ άρθρου 10 α — 60 μήνες υπολογιζόμενου χρόνου ἀσφαλίσεως ὁ καθ' οὗ έκρινε ὅτι ἡ προσφεύγουσα δέν δικαιούταν ούτε προαιρετική ἀσφάλιση σύμφωνα μέ τό άρθρο 10 τοῦ Angestelltenversicherungsgesetz, ἐφ' ὅσον δέν ήταν προηγουμένως ἀσφαλισμένη στή γερμανική ἀσφάλιση συντάξεων ούτε υποχρεωτικῶς οὔτε προαιρετικῶς. Τό σημείο ὅμως αυτό πρέπει νά κριθεί σύμφωνα μέ τό παράρτημα V Γ 86 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71, τό ὁποίο ὁρίζει:

«Τό άρθρο 1233 τοῦ νόμου περί κοινωνικῆς ἀσφαλίσεως (RVΟ) καί τό άρθρο 10 τοῦ νόμου περί ἀσφαλίσεως τῶν υπαλλήλων (ΑVG), ὅπως τροποποιήθηκαν ἀπό τό νόμο περί μεταρρυθμίσεως τοῦ συστήματος τῶν συντάξεων τῆς 16ης Ὀκτωβρίου 1972, οἱ όποιοι διέπουν τήν προαιρετική ἀσφάλιση στό πλαίσιο τῶν γερμανικών συστημάτων ἀσφαλίσεως συντάξεων, εφαρμόζονται στους ὑπηκόους τῶν άλλων Κρατών μελών καθώς καί στους ἀπάτριδες καί τους πρόσφυγες πού κατοικούν στό ἔδαφος τῶν άλλων Κρατών μελών, κατά τόν ἀκόλουθο τρόπο:

ἄν πληρούνται οἱ γενικές προϋποθέσεις, δύνανται νά καταβάλλονται εισφορές προαιρετικῆς ἀσφαλίσεως στή γερμανική ἀσφάλιση συντάξεων:

α)

...

β)

ἐφ' ὅσον ὁ ἐνδιαφερόμενος έχει τήν κατοικία ἤ τή συνήθη διαμονή του στό ἔδαφος άλλου Κράτους μέλους καί ήταν ἀσφαλισμένος, ὑποχρεωτικά ἡ προαιρετικά, σέ ὁποιαδήποτε στιγμή κατά τό παρελθόν στή γερμανική ἀσφάλιση συντάξεων.

...»

Τήν ἀπόφαση αὐτή προσέβαλε χωρίς ἐπιτυχία ἡ προσφεύγουσα τόσο ἐνώπιον τοῦ Sozialgericht ὅσο καί ενώπιον τοῦ Landessοzialgericht.

Τό Landessozialgericht δέχτηκε τήν άποψη τοῦ Bundesversicherungsanstalt für Angestellte, κατά τήν ὁποία ἡ προϋπόθεση ἀσφαλιστικῆς περιόδου 60 μηνών μπορεί νά πληρωθεί μόνο μέ εισφορές στή γερμανική ασφάλιση συντάξεων. Επομένως ὁ χρόνος ἀσφαλίσεως πού συμπληρώθηκε στή Γαλλία δέν εξομοιώνεται ἐν προκειμένω ούτε κατά τό άρθρο 9 παράγραφος 2 τοῦ κανονισμού 1408/71. Ή διάταξη αυτή ὁρίζει:

«Ἄν ἡ νομοθεσία ἑνός Κράτους μέλους εξαρτά τήν ὑπαγωγή στην προαιρετική ἀσφάλιση ἡ τήν προαιρετική συνέχιση της ἀσφαλίσεως ἀπό τή συμπλήρωση περιόδων ἀσφαλίσεως, λαμβάνονται υπόψη, κατά τό μέτρο πού ἀπαιτείται, οἱ περίοδοι ἀσφαλίσεως πού πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της νομοθεσίας ὁποιουδήποτε άλλου Κράτους μέλους σάν περίοδοι ἀσφαλίσεως πού πραγματοποιήθηκαν δυνάμει τῆς νομοθεσίας τοῦ πρώτου κράτους».

Τό άρθρο 10α τοῦ WGSVG έχει ὡς σκοπό τή χορήγηση ἀποζημιώσεων σέ ἀσφαλισμένους, οἱ όποιοι εἶναι άτομα διωχθέντα καί τά όποῖα ὑπέστησαν βλάβη σχετικά μέ τήν κοινωνική τους ἀσφάλιση. 'Επειδή σκοπός τοῦ κανονισμού 1408/71 εἶναι ἁπλώς καί μόνο νά εξασφαλίζει, ἀπό πλευράς κοινωνικής ἀσφαλίσεως, τήν ελεύθερη κυκλοφορία τῶν ἐργαζομένων, πρέπει νά γίνει δεκτό ὅτι τό ἀνωτέρω άρθρο 10α δέν ἐμπίπτει στό πεδίο τῆς καθ' ὕλη ἐφαρμογῆς τοῦ κανονισμού 1408/71.

Τότε ἡ προσφεύγουσα άσκησε «ἀναίρεση» («Revision») ἐνώπιον τοῦ Bundessozialgericht. Προέβαλε δέ ὅτι κατά τήν κρίση τῆς υποθέσεώς τῆς ἐφαρμόστηκε κατά μή ὀρθό τρόπο τό κοινοτικό δίκαιο. Έτσι, έπρεπε νά ληφθεί ὡς βάση τό ὅτι ἡ ἐπιφύλαξη τοῦ παραρτήματος V Γ 86 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71 δέν εκτείνεται στό άρθρο 9 παράγραφος 2 τοῦ ἀνωτέρω κανονισμοῦ, άλλά άφορᾶ μόνο τό δικαίωμα καταβολῆς προαιρετικών εἰσφορῶν κατά τό άρθρο 10 τοῦ Angestelltenversicherungsgesetz, δέν έχει δέ καμιά σχέση μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ χρόνου ἀσφαλίσεως ὡς προηγούμενου χρόνου ἀσφαλίσεως, κατά την έννοια τοῦ ἄρθρου 10α τοῦ WGSVG, πού συμπληρώθηκε σέ άλλα Κράτη μέλη. Ἐν πάση περιπτώσει, πρέπει κατά τή γνώμη τῆς νά γίνει δεκτό ὅτι μέ την ἀνωτέρω επιφύλαξη δέν καταργήθηκε ἡ ἀρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως, ἡ ὁποία διατυπώνεται στό άρθρο 3 παράγραφος 1 τοῦ κανονισμού 1408/71 ὡς έξῆς:

«Τά πρόσωπα πού κατοικοῦν στό έδαφος ἑνός ἀπό τά Κράτη μέλη καί γιά τά όποια ἰσχύουν οἱ διατάξεις τοῦ παρόντος κανονισμοί), υπόκεινται στίς ὑποχρεώσεις καί ἀπολαύουν τῶν δικαιωμάτων πού ἀπορρέουν ἀπό τή νομοθεσία κάθε Κράτους μέλους ὑπό τους ίδιους ορους μέ τούς υπηκόους του, ὑπό τήν ἐπιφύλαξη ειδικών διατάξεων τοῦ παρόντος κανονισμού.»

Σύμφωνα συνεπώς μέ τό κοινοτικό δίκαιο, πρέπει νά ληφθεί ὡς βάση ὅτι ὅλα τά πρόσωπα, τά όποια περιλαμβάνονται στούς ἀσφαλισμένους ἑνός Κράτους μέλους, περιλαμβάνονται ἐπίσης καί στους γερμανούς ἀσφαλισμένους. Ἐπιπλέον, ἡ προσφεύγουσα επικαλέστηκε πρός υποστήριξη τῆς ἀπόψεως τῆς τή σύμβαση κοινωνικής ἀσφαλίσεως πού συνάφθηκε μεταξύ τῆς 'Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας καί τῶν ΗΠΑ, ἡ ὁποία προβλέπει ὅτι ή προηγούμενη ἀσφάλιση τῶν 60 μηνών, γιά τους ὁποίους πρόκειται στό άρθρο 10α τοῦ WGSVG, μπορεί νά καλύπτεται καί ἀπό χρόνο ἀσφαλίσεως πού συμπληρώθηκε στην 'Αμερική.

Τό Bundesversicherungsanstalt für Angestellte παραδέχτηκε μέν, κατά τή δίκη ἐπί τῆς «ἀναιρέσεως», ὅτι οἱ διατάξεις τοῦ WGSVG ἐμπίπτουν ἐξ ὁλοκλήρου στό πεδίο τῆς καθ' ὕλη ἐφαρμογής τοῦ κανονισμοῦ 1408/71 καί ὅτι τό άρθρο του 9 παράγραφος 2 μπορεῖ νά εφαρμοστεί, κατά τό μέτρο πού λαμβάνονται υπόψη γιά τόν προηγούμενο χρόνο ασφαλίσεως περίοδοι καταβολής εἰσφορῶν σέ άλλα Κράτη μέλη. Ἐν πάση ὅμως περιπτώσει, υποστήριξε ὅτι ἀποφασιστικό στοιχείο ἀποτελεί ὁ νομικός ὁρισμός τῆς έννοιας τοῦ «διωχθέντος προσώπου» τοῦ ἄρθρου 1 τοῦ WGSVG, σύμφωνα μέ τόν όποιο ὁ νόμος ἐφαρμόζεται μόνο σέ «ἀσφαλισμένους». Θά πρέπει συνεπώς νά θεωρηθεί ὅτι πρέπει νά έχει καταβληθεί σέ ένα γερμανικό φορέα ἀσφαλίσεως συντάξεως τουλάχιστον μιά εἰσφορά. Ἀπό τήν άποψη αὐτή, ούτε καί μέ χρόνο ἀσφαλίσεως πού συμπληρώθηκε στή Γαλλία μπορεί τό άρθρο 9 παράγραφος 2 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71 νά συνεπάγεται τήν τήρηση τῆς ἀνωτέρω προϋποθέσεως.

Τό Bundessozialgericht ἀνέβαλε, μέ διάταξη τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1979, τή δίκη καί ὑπέβαλε, σύμφωνα μέ τό άρθρο 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, στό Δικαστήριο τά ἀκόλουθα ερωτήματα γιά έκδοση προδικαστικής ἀποφάσεως:

«1.

Τό άρθρο 4 παράγραφος 1 τοῦ κανονισμού ΕΟΚ 1408/71, σύμφωνα μέ τό όποιο αυτός ὁ κανονισμός ισχύει γιά τίς νομοθεσίες περί «κλάδων τῆς κοινωνικής ἀσφάλειας», πρέπει νά ἑρμηνευθεί ὑπό τήν έννοια ὅτι στό πεδίο ἐφαρμογής αυτού τοῦ κανονισμού ἐμπίπτουν επίσης ἐκ τῶν υστέρων καταβολές εἰσφορῶν σύμφωνα μέ τόν Gesetz zur Regelung der Wiedergutmachung nationalsozialistischen Unrechts in der Sozialversicherung (WGSVG) τῆς 22ας Δεκεμβρίου 1970, ὅπως τροποποιήθηκε στίς 27 'Ιουνίου 1977 (BGBl 1970 Ι, σ. 1846 καί BGBl 1977, σ. 1040), κατά τό μέτρο πού οἱ διωχθέντες πρέπει νά θεωρηθούν ὡς ἐργαζόμενοι κατά τήν έννοια τοῦ άρθρου 1 στοιχείο α τοῦ κανονισμοῦ ΕΟΚ 1408/71;

Σέ περίπτωση καταφατικής ἀπαντήσεως, αὐτό τό ἰδιαίτερο δικαίωμα της ἐκ τῶν ὑστέρων καταβολής εἰσφορῶν ἐμπίπτει σέ ένα σύστημα παροχών πού αποκλείει τή δυνατότητα ἐφαρμογής τοῦ κανονισμοῦ 1408/71 κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου του 4 παράγραφος 4;

2.

Σέ περίπτωση δυνατότητας εφαρμογής τοῦ κανονισμοῦ ΕΟΚ 1408/71:

Τό άρθρο 9 παράγραφος 2 τοῦ κανονισμοῦ ΕΟΚ 1408/71 καλύπτει ἐπίσης τήν περίοδο ἀσφαλίσεως τῶν 60 μηνῶν πού ἀπαιτούνται ἀπό τό ἄρθρο 10α τοῦ WGSVG, κατά τό μέτρο πού ἡ διάταξη αύτη βασίζεται στην ἰδιότητα τοῦ ἀσφαλισμένου (καί συνεπῶς τοῦ διωχθέντος) κατά τό άρθρο 1 παράγραφος 1 τοῦ WGSVG;»

Ὡς πρός τό σημείο αυτό ἡ θέση μου εἶναι ή έξης:

1. Ἐπί τοῦ πρώτου ἐρωτήματος

Στην ἐξέταση πού θά κάνετε πρέπει νά προηγηθεί ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ ὁμοσπονδιακός νόμος περί ἀποζημιώσεων δημιούργησε ένα γενικό σύστημα ἀποζημιώσεως τῶν θυμάτων τῶν διωγμῶν τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ καθεστώτος, πλην ὅμως, βάσει τοῦ ἄρθρου του 138, ἡ ἐπανόρθωση ζημιῶν στόν τομέα τῆς κοινωνικῆς ἀσφαλίσεως ἐξαιρέθηκε ἀπό τό νόμο καί ἐπιφυλάχθηκε σέ ειδικές διατάξεις. Κατά συνέπεια, τά τῆς ἀποζημιώσεως τῶν θυμάτων των διωγμῶν τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ καθεστώτος ρυθμίζονται ἀπό τίς διατάξεις τοῦ Gesetz zur Wiedergutmachung nationalsozialistischen Unrechts in der Sozialversicherung (WGSVG), καθ' ὅσον πρόκειται γιά βλάβη πού προξενήθηκε στόν τομέα της ὑποχρεωτικῆς ἀσφαλίσεως κατά ἀτυχημάτων καί τῆς ἀσφαλίσεως συντάξεως. Αὐτός ὁ νόμος δέν ἀποτελεί — αὐτό τό τόνισε έντονα τό δικαστήριο πού υπέβαλε τήν προδικαστική αίτηση — ένα κλειστό ιδιαίτερο σύστημα ἐπανορθώσεων. Οἱ διατάξεις του συμπληρώνουν ἡ τροποποιοῦν μάλλον τίς γενικές διατάξεις τῆς κοινωνικής ἀσφαλίσεως (Reichsversicherungsordnung, Angestelltenversicherungsgesetz, Reichsknappschaftsgesetz — νόμος τοῦ Ράιχ περί ἀσφαλίσεως ἐργατῶν ὀρυχείων) καί αποτελοῦν έτσι ἀπό συστηματικής ἀπόψεως ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ γενικοῦ γερμανικού δικαίου κοινωνικῶν ἀσφαλίσεων. Ἐν προκειμένω, ἡ νομολογία έχει ήδη διευκρινίσει ὅτι τό γεγονός ὅτι μιά διάταξη συγκαταλέγεται στίς διατάξεις περί κοινωνικής ἀσφαλίσεως δέν έχει, ἀπό μόνο του, ἀποφασιστική σημασία γιά τό ἄν μιά εὐνοϊκή μεταχείριση πού προβλέπεται ἀπό μιά τέτοια διάταξη πρέπει νά θεωρηθεί ὡς παροχή μέ χαρακτήρα κοινωνικής ἀσφαλίσεως κατά τήν έννοια τοῦ κανονισμού 1408/71 (βλ. υπόθεση 207/78 Ministère public κατά Gilbert Even καί Office National des Pensions pour Travailleurs Salariés, ἀπόφαση τῆς 31ης Μαΐου 1979, Slg. 1979 σ. 2032). Ἐξάλλου — καί ἐδω πρέπει νά δώσουμε δίκιο στόν καθ' οὗ τῆς κύριας δίκης — δέν μπορεί νά εἶναι καθοριστικό γιά τό πρώτο ὑπό κρίση ἐρώτημα τό ὅτι ὁ WGSVG δέν περιλαμβάνεται στή δήλωση πού έκανε ἡ 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, σύμφωνα μέ τό άρθρο 5 τοῦ κανονισμού 1408/71, ἐπειδή τέτοιες δηλώσεις δέν ἔχουν προφανώς ἐξαντλητικό χαρακτήρα.

Ή ἀπάντηση στό ἐρώτημα περί τοῦ ἄν ή ρύθμιση πού ἐνδιαφέρει ἐδῶ εμπίπτει στό πεδίο ἐφαρμογής τοῦ κανονισμού 1408/71 ἐξαρτάται επομένως κατά τρόπο ἀποφασιστικό ἀπό τά οὐσιώδη χαρακτηριστικά των ἐν λόγω παροχῶν, τίς προϋποθέσεις χορηγήσεως τους καί τους στόχους τῆς ρυθμίσεως. Ἐν προκειμένω, μπορούμε νά παραπέμψουμε στην ἀπόφαση ἐπί τῆς υποθέσεως 9/78 (Directeur Régiοnal de la Sécurité Sοciale, Nancy, κατά Paulin Gillard καί Caisse Régionale d'Assurance Maladie du Nord-Est, Nancy, ἀπόφαση τῆς 6ης 'Ιουλίου 1978, Slg. 1978 σ. 1661). Σημασία έχει ἐδῶ ἐπίσης — πράγμα πού ἀπορρέει ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς 31ης Μαρτίου 1977 ἐπί τῆς υποθέσεως 79/76 (Carlο Fοssi κατά Bundesknappschart, Slg. 1977 σ. 678) — ὅτι νομοθετικές διατάξεις, πού ἀπονέμουν στό δικαιούχο μιά καθορισμένη νομικῶς κατάσταση καί πέρα ἀπό κάθε διακριτική καί ἀτομική ἐκτίμηση τῆς ένδειας καί τῶν προσωπικῶν καταστάσεων, πρέπει κατ' ἀρχήν νά υπάγονται στόν τομέα τῆς κοινωνικής ἀσφαλίσεως.

Ό WGSVG ἐπιδιώκει τήν εξασφάλιση επανορθώσεων, όταν συνεπεία διωγμών τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ καθεστῶτος προέκυψε ζημία ὡς πρός τήν υποχρεωτική ἀσφάλιση κατά ἀτυχήματος καί τήν υποχρεωτική ἀσφάλιση συντάξεως ὁπότε — ὅσον άφορᾶ ιδίως τήν ἀσφάλιση συντάξεως — πρέπει νά διευκολύνεται ἡ συνέχιση τῆς ἀσφαλίσεως καί ἡ ἐκ τῶν ὑστέρων καταβολή εισφορών. Είναι ἀπόλυτα σαφές ὅτι, ὅσον ἀφορᾶ τή δυνατότητα ἐκ τῶν υστέρων καταβολής, πού ἀφορᾶ τό ἀνωτέρω άρθρο 10α, ἄν συντρέχουν ὁρισμένες προϋποθέσεις, ὁ νόμος ἀπονέμει μιά νομική κατάσταση, δηλαδή ένα δικαίωμα, ώστε νά μην μπορεί νά γίνει λόγος γιά διακριτική ἐξουσία ἐκτιμήσεως σχετικά μέ τήν ένδεια καί τίς συνθῆκες τῆς συγκεκριμένης περιπτώσεως. 'Επιπλέον, αυτές οἱ παροχές ἐπανορθώσεων ενσωματώνονται πλήρως στό γενικό σύστημα παροχῶν κοινωνικής ασφαλίσεως καί προϋποθέτουν ὅτι ὁ δικαιοῦχος τῆς ἀπαιτήσεως εἶναι ἀσφαλιομένος καί ὅτι έχει ήδη συμπληρώσει ὁρισμένο ἐλάχιστο χρόνο ἀσφαλίσεως, συνίστανται δέ, σέ περίπτωση ἐκ τῶν υστέρων ἀσφαλίσεως γιά τήν εποχή πού ἡ ἀπόκτηση δικαιώματος προσδοκίας συνταξιοδοτήσεως δέν ήταν δυνατή λόγω διωγμοῦ, στό νά παρέχουν μιά τέτοια κάλυψη μέσω ἀναδρομικῶν γνήσιων ἀσφαλιστικῶν εἰσφορῶν. Ἐξάλλου — ὅπως τονίζει δικαίως ἡ 'Επιτροπή — έχει επίσης σημασία ὅτι ήδη, ἀνεξάρτητα ἀπό τόν WGSVG, υφίσταται στενή ἀλληλεξάρτηση μεταξύ τῶν κανόνων πού ἀφοροῦν τήν ἀποζημίωση καί τοῦ δίκαιου κοινωνικῶν ἀσφαλίσεων. Στους γενικούς νόμους περί κοινωνικής ἀσφαλίσεως (Reichsversicherungsordnung, Angestelltenversicherungsgesetz καί Reichsknappschaftsgesetz) περιέχονται πράγματι διατάξεις γιά τόν ὑπολογισμό ὁρισμένων περιόδων διωγμοῦ ὡς περιόδων υποκαταστάσεως. 'Εξάλλου τό άρθρο 1 παράγραφος 2 τοῦ WGSVG ὁρίζει ὅτι «οἱ περίοδοι ἀντικαταστάσεως» τοῦ άρθρου 1251 παράγραφος 1 ἀριθμός 4 τοῦ Reichsversicherungsordnung, τοῦ ἄρθρου 28 παράγραφος 1 ἀριθμός 4 τοῦ Angestelltenversicherungsgesetz καί τοῦ ἄρθρου 51 παράγραφος 1 ἀριθμός 4 τοῦ Reichsknappschaftsgesetz» πρέπει νά θεωροῦνται ὡς περίοδοι διωγμοῦ, δηλαδή χωρίς ἀντιπαροχή.

Συνεπώς μπορεί πράγματι νά υποστηριχθεί ή γνώμη ὅτι ἡ δυνατότητα ἐκ τῶν ὑστέρων καταβολών τοῦ ἄρθρου 10α τοῦ WGSVG πρέπει νά ὑπαχθεί στην κοινωνική ἀσφάλιση, λόγω τοῦ ὅτι ὡς πρός τίς προϋποθέσεις, στόχους καί ἔννομες συνέπειές της συνδέεται ιδιαίτερα στενά μέ τό σύστημα τῆς υποχρεωτικής ἀσφαλίσεως συντάξεως καί γι' αυτό τό λόγο ἐμπίπτει στό πεδίο τῆς καθ' ύλη εφαρμογής τοῦ κανονισμοῦ 1408/71.

Ἐξάλλου μπορεί ἐδω νά προστεθεί ὅτι ή ἀνωτέρω δυνατότητα ἐκ τῶν υστέρων καταβολών δέν καλύπτεται ἀπό τό άρθρο 4 παράγραφος 4 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71 στό ὁποῖο ὁρίζεται:

«Ό παρών κανονισμός δέν Ισχύει γιά τήν κοινωνική καί Ιατρική πρόνοια ούτε γιά τά συστήματα παροχών υπέρ θυμάτων τοῦ πολέμου ἡ τῶν συνεπειών του ούτε γιά τά ειδικά συστήματα τῶν δημόσιων υπαλλήλων ἡ τῶν πρός αὐτούς ἐξομοιουμένων.»

Πράγματι, δέν ἀμφισβητείται ὅτι ἡ δυνατότητα ἐκ τῶν ὑστέρων καταβολών δέν άφορα κανένα ἀπό τά ειδικά ρητώς ἀναφερθέντα συστήματα καί δέ χρειάζεται πράγματι περαιτέρω ἀνάλυση ὡς πρός αυτό.

2. 'Επί τοῦ δευτέρου ερωτήματος

'Εδώ πρόκειται γιά τήν ἑρμηνεία τοῦ ἀνωτέρω ἄρθρου 9 παράγραφος 2 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71. Τό Δικαστήριο καλείται νά διευκρινίσει ἄν τό άρθρο αὐτό καλύπτει καί τό χρόνο ἀσφαλίσεως τῶν 60 μηνών πού ἀπαιτοῦνται σύμφωνα μέ τό άρθρο 10α τοῦ WGSVG, καθ' ὅσον ἡ διάταξη αυτή θεμελιώνει τήν ιδιότητα τοῦ ἀσφαλισμένου κατά τό άρθρο 1 παράγραφος 1 τοῦ WGSVG.

Κατά τήν άποψη τοῦ Bundesversicherungsanstalt für Angestellte καί τῆς 'Επιτροπής, ή ἀπάντηση πρέπει νά εἶναι ἀρνητική.

Κατά τήν άποψη τῆς προσφεύγουσας στην κύρια δίκη, τό γράμμα καί ὁ σκοπός τῆς διατάξεως ἀπαιτοῦν τήν ἐξομοίωση τῶν περιόδων ἀσφαλίσεως πού συμπληρώθηκαν σέ άλλα Κράτη μέλη χωρίς νά καθορίζουν συμπληρωματικούς ὅρους. Συσταλτική ἑρμηνεία, ὑπό τήν έννοια ὅτι ἡ διάταξη αὐτή δέν εφαρμόζεται ἐπί περιόδων εἰσφορῶν πού θεμελιώνουν τήν Ιδιότητα τοῦ ἀσφαλισμένου, δέ συγκρούεται μόνο μέ τήν ἀρχή, κατά τήν ὁποία δέν πρέπει νά προκαλείται βλάβη ὡς πρός τήν κοινωνική ἀσφάλιση ἀπό τήν εκλογή τοῦ τόπου κατοικίας μέσα στήν Κοινότητα, άλλά καί παραβιάζει τίς ἀρχές τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ κανονισμοί) 1408/71, σύμφωνα μέ τίς όποιες άτομα πού καλύπτονται ἀπό την κοινωνική ἀσφάλιση ἑνός Κράτους μέλους περιλαμβάνονται συγχρόνως μεταξύ τῶν διαφόρων ἀσφαλισμένων τῶν άλλων Κρατῶν μελών. Κατά τή γνώμη μου, ἡ άποψη τῆς προσφεύγουσας δέν μπορεί νά γίνει δεκτή σ' αυτό τό σημείο.

Ἐν προκειμένω, δεν μπορεί βέβαια νά γίνει άμεση ἐπίκληση τοῦ ἄρθρου 9 παράγραφος 1 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71 καί τοῦ παραρτήματος V Γ 86 πού ἀναφέρθηκε προηγουμένως, ἀπό τά όποια προκύπτει ὅτι ή υπαγωγή στή γερμανική ἀσφάλιση συντάξεως πρέπει νά έχει ἤδη γίνει νωρίτερα. Δέ χωράει πράγματι καμιά ἀμφιβολία ὅτι αυτές οἱ διατάξεις δέν μπορούν νά εφαρμοστούν ως πρός τή δυνατότητα ἐκ των υστέρων καταβολής εισφορῶν πού προβλέπει ὁ WGSVG, ἐπειδή τό άρθρο 9 παράγραφος 1 ἀναφέρεται σέ διατάξεις πού θέτουν ὡς ὅρο τήν κατοικία στό οἰκεῖο Κράτος μέλος, πράγμα πού δέ συμβαίνει μέ τόν WGSVG, ὁ ὁποίος δέν περιέχει έναν τέτοιο ὅρο. 'Εξάλλου εἶναι σαφές, κατά τό παράρτημα V, ὅτι ὁ νόμος αυτός ἀναφέρεται μόνο στά άρθρα 1233 τοῦ Reichsversicherungsordnung καί 10 τοῦ Angestelltenversicherungsgesetz, ἐνῶ ἐδῶ πρόκειται γιά τό άρθρο 10α τοῦ WGSVG, τό όποιο εἶναι, ἐξ ἀπόψεως οἰκονομίας του, τελείως ἀνεξάρτητο ἀπό τό άρθρο 10 τοῦ Angestelltenversicherungsgesetz.

'Απεναντίας ὅμως εἶναι σαφώς ὀρθή ή γνώμη ὅτι τό άρθρο 9 παράγραφος 2 ἐρείδεται σιωπηρώς στην ἀρχή πού ἐκφράζεται στην παράγραφο 1, ἡ ὁποία συνιστᾶ έναν κανόνα περί συνυπολογισμοῦ καί συνεπάγεται συνεπώς τήν εξομοίωση τῶν περιόδων ἀσφαλίσεως πού συμπληρώθηκαν στήν ἀλλοδαπή, κατά τό μέτρο πού οἱ παροχές ἐξαρτώνται ἀπό τή διάρκεια ἀσφαλίσεως, έτσι ώστε νά μπορούν νά ληφθούν υπόψη γιά τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα ἄν υφίσταται ὁ ἐλάχιστος χρόνος ασφαλίσεως τῶν 60 μηνών. Ή διάταξη δέν έχει ἀντιθέτως ὡς στόχο τή θεμελίωση τῆς ιδιότητας τοῦ ἀσφαλισμένου, άλλά μάλλον τήν προϋποθέτει. Αυτό ἀποτελεί — ὅπως κατέδειξε ἡ 'Επιτροπή — μιά αρχή που διέπει ολόκληρο τόν κανονισμό 1408/71.

Πράγματι, καμιά ἀπό τίς διατάξεις πού θέσπισε τό Συμβούλιο κατ' ἐφαρμογή τοῦ άρθρου 51 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, σχετικά μέ τήν υποχρέωση τοῦ συνυπολογισμοί) τῶν περιόδων ἀσφαλίσεως (άρθρα 18, 38, 45, 64, 67 καί 72 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71), δέν ἀφορᾶ τή θεμελίωση τῆς ἰδιότητας τοῦ ἀσφαλισμένου. Ὅπως σωστά έχει τονίσει τό Bundesversicherungsanstalt für Angestellte, ή ιδιότητα αὐτή δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο τῆς κοινωνικής ἀσφαλίσεως. Ή θεμελίωση τῆς ἰδιότητας τοῦ ἀσφαλισμένου ἐξαρτάται στην πραγματικότητα από τό ἐθνικό δίκαιο καί ἀποτελεί μιά ἀπό τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ κανονισμοῦ 1408/71.

'Επιπλέον, ἐν προκειμένω μπορεί νά γίνει παραπομπή σέ δύο ἀποφάσεις, γιά τίς όποιες έγινε λόγος κατά τή διαδικασία. Ἔτσι, στην ἀπόφαση ἐπί τῆς υποθέσεως 266/78 (Bruno Brunori κατά Landesversicherungsanstalt Rheinprovinz, ἀπόφαση της 12ης 'Ιουλίου 1979, Slg. 1979 σ. 2712) τονίστηκε ὅτι στό άρθρο 45 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71 προβλέπεται μέν συνυπολογισμός τῶν περιόδων ἀσφαλίσεως, ὁ συνυπολογισμός ὅμως αὐτός καθαυτός, είναι άσχετος μέ τό ζήτημα τῆς υπαγωγής ἡ τῆς λήξεως τῆς υπαγωγής στά διάφορα συστήματα κοινωνικής ἀσφαλίσεως, ἡ ρύθμιση τῆς ὁποίας διέπεται ἀποκλειστικά ἀπό τίς ἐθνικές νομοθεσίες. Παρομοίως υπογραμμίστηκε στην ἀπόφαση ἐπί τῆς υποθέσεως 110/79 (Una Coonan κατά Insurance Officer, ἀπόφαση τῆς 24ης 'Απριλίου 1980) ὅτι τά άρθρα 18 καί 46 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71 ρυθμίζουν τό συνυπολογισμό τῶν περιόδων ἀσφαλίσεως πού μποροῦν νά ληφθοῦν υπόψη, «ὄχι ὅμως τό προκαταρκτικό ζήτημα ὑπό ποιές προϋποθέσεις μπορεί ἡ οφείλει ὁ υπήκοος Κράτους μέλους νά υπαχθεί στό σύστημα κοινωνικής ἀσφαλίσεως άλλου Κράτους μέλους ...». Ό καθορισμός τῶν προϋποθέσεων — συνεχίζει αὐτή ἡ ἀπόφαση — ὑπό τίς όποιες ένα πρόσωπο μπορεί ἡ ἀφείλει νά υπαχθεί σ' ένα σύστημα κοινωνικής ἀσφαλίσεως ἡ σέ ὁρισμένο κλάδο ενός τέτοιου συστήματος ἐμπίπτει στήν ἁρμοδιότητα κάθε Κράτους μέλους. Ἄν ἡ υπαγωγή σ' ἕνα σύστημα κοινωνικής ἀσφαλίσεως ή σ' ἕναν κλάδο του εξαρτάται, κατά τό ἐθνικό δίκαιο, ἀπό τήν προϋπόθεση ὅτι ὁ ἐνδιαφερόμενος εἶχε ὑπαχθεί προηγουμένως στό εθνικό σύστημα κοινωνικής ἀσφαλίσεως, ὁ κανονισμός 1408/71 δέν υποχρεώνει τά Κράτη μέλη νά ἐξομοιώνουν τίς περιόδους ἀσφαλίσεως πού συμπληρώθηκαν σέ άλλο Κράτος μέλος μέ τίς περιόδους πού συμπληρώθηκαν στή δική τους ἐπικράτεια.

Ἐν ὄψει αυτών, ἡ επίκληση, ἀπό την προσφεύγουσα, τῆς αρχής τῆς ἴσης μεταχειρίσεως τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ κανονισμού 1408/71 καί ἡ ἀναφορά τῆς στό γεγονός ὅτι δέν ἐγκατέλειψε ἑκούσια τόν τόπο κατοικίας τῆς στη Γερμανία καί ὅτι της ἀφαιρέθηκε ἡ γερμανική ἰθαγένεια, στερούνται σημασίας. Ἐν προκειμένω, ὀρθώς ἐξήγησε ἡ Ἐπιτροπή ὅτι σκοπός τῆς ἀνωτέρω ἀρχής τῆς ἴσης μεταχειρίσεως δέν είναι ἡ γενική ἐξομοίωση ὅλων τῶν περιστατικών πού σχετίζονται μέ τήν κοινωνική ἀσφάλιση, καθ' ὅσον κάτι τέτοιο θά υπερέβαινε κατά πολύ τή συντονιστική λειτουργία τοῦ κανονισμού 1408/71. Ὅσον άφορᾶ τά δύο άλλα γεγονότα πού ἀναφέρθηκαν δέν μπορούν νά ὁδηγήσουν σέ Ιδιαίτερη ἑρμηνεία τοῦ κανονισμού 1408/71, διότι πρόκειται γιά τυπικά νομικές απόψεις περί ἐπανορθώσεων, οἱ όποιες, σύμφωνα μέ τή λειτουργία τοῦ κανονισμού 1408/71, δέν μπορούν μέ αὐτή τήν ιδιότητα νά ληφθούν υπόψη.

3.

Συνεπώς, ἐπί τῶν ἐρωτημάτων τοῦ Bundessοzialgericht πρέπει νά δοθοῦν οἱ έξῆς ἀπαντήσεις:

α)

Γιά τήν εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 4 παράγραφος 1 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71, δηλαδή γιά τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα ἄν μιά νομοθετική ρύθμιση υπάγεται στόν τομέα τῆς κοινωνικής ἀσφαλίσεως σημασία ἔχουν τά οὐσιώδη χαρακτηριστικά τῶν προβλεπόμενων παροχών, ὁ ἐπιδιωκόμενος σκοπός καί οἱ προϋποθέσεις χορηγήσεως τους. Κατά συνέπεια, οἱ δυνατότητες τῆς ἐκ των υστέρων καταβολής εἰσφορῶν πού προβλέπονται στό γερμανικό νόμο περί ρυθμίσεως τῶν ἐπανορθώσεων τῶν ἀδικιῶν τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ καθεστῶτος στόν τομέα τῆς κοινωνικής ἀσφαλίσεως, εμπίπτουν στό πεδίο τῆς καθ' ὕλη ἐφαρμογής τοῦ κανονισμοῦ 1408/71, κατά τό μέτρο πού διωχθέντα άτομα θεωρούνται ὡς ἐργαζόμενοι κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 4 παράγραφος 4 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71. Τουναντίον, τό ἀνωτέρω δικαίωμα τῆς ἐκ τῶν ὑστέρων καταβολής εἰσφορῶν δέν άφορᾶ ἕνα σύστημα παροχών πού ἀποκλείει τή δυνατότητα ἐφαρμογής τοῦ κανονισμοῦ 1408/71 κατά τήν ἔννοιa τοῦ ἄρθρου του 4 παράγραφος 4.

β)

Τό άρθρο 9 παράγραφος 2 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71 καλύπτει τήν περίοδο ἀσφαλίσεως 60 μηνών, πού απαιτούνται κατά τό άρθρο 10α παράγραφος 2 τοῦ WGSVG, μόνο κατά τό μέτρο πού δέ θεμελιώνεται ἀπό αὐτή τή διάταξη ή ἰδιότητα τοῦ ἀσφαλισμένου βάσει τοῦ ἄρθρου 1 παράγραφος 1 τοῦ WGSVG.


( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά γερμανικά.