61979J0090

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 3ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1981. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΕΙΣΦΟΡΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΥΠΩΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 90/79.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 00283


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων — Δασμοί — Επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος — Έννοια — Επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος καί εσωτερικοί φόροι — Διάκριση

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρα 9 , 12 , 13 καί 95 )

2 . Δημοσιονομικές διατάξεις — Εσωτερικοί φόροι — Επιβάρυνση πού πλήττει εισαγόμενα προϊόντα εν απουσία ίδιων ή παρεμφερών εθνικών προϊόντων — Χαρακτηρισμός

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 95 )

Περίληψη


1 . Η απαγόρευση τών επιβαρύνσεων ισοδύναμου πρός δασμούς αποτελέσματος , αναφέρεται σέ κάθε επιβάρυνση πού επιβάλλεται επ’ ευκαιρία ή λόγω τής εισαγωγής καί η οποία , πλήττοντας ειδικά ενα εισαγόμενο προϊόν , κατ’ εξαίρεση τού παρεμφερούς εθνικού προϊόντος , έχει ως αποτέλεσμα , μέ τή μεταβολή τής τιμής τού κόστους του , νά έχει τήν ίδια περιοριστική επίπτωση στήν ελεύθερη κυκλοφορία τών εμπορευμάτων μέ εκείνη πού έχει ο τελωνειακός δασμός .

Τό ουσιώδες χαρακτηριστικό μιάς επιβαρύνσεως ισοδύναμου πρός δασμό αποτελέσματος , πού τή διακρίνει από εναν εσωτερικό φόρο , βασίζεται , επομένως , στό γεγονός οτι η πρώτη πλήττει απο κλειστικά τό εισαγόμενο προϊόν υπό τήν ιδιότητά του αυτή , ενώ ο δεύτερος πλήττει ταυτοχρόνως εισαγόμενα καί εθνικά προϊόντα .

2 . Επιβάρυνση , η οποία πλήττει ενα προϊόν πού εισάγεται από άλλο Κράτος μέλος , ενώ δέν υπάρχει ίδιο ή παρεμφερές εθνικό προϊόν , δέ συνιστά επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος , αλλά εσωτερικό φόρο κατά τήν έννοια τού άρθρου 95 τής συνθήκης ΕΟΚ , άν ανάγεται σ’ ενα γενικό σύστημα εσωτερικών εισφορών , στό οποίο εμπίπτουν συστηματικά κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα μέ αντικειμενικά κριτήρια πού εφαρμόζονται ανεξαρτήτως καταγωγής τών προϊόντων .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 90/79

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένη από τόν Manfred Beschel , μέλος τής νομικής υπηρεσίας τής Επιτροπής , επικουρούμενο από τόν Robert Collin , δικηγόρο Παρισίων , μέ αντίκλητο τόν Mario Cervino , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg , Λουξεμβούργο ,

προσφεύγουσα ,

κατά

ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , εκπροσωπουμένης από τόν υπουργό εξωτερικών , ο οποίος ορισε ως πληρεξούσιο τόν Noel Museux καί ως τόπο επιδόσεων τήν πρεσβεία τής Γαλλίας , 2 , rue Bertholet , Λουξεμβούργο ,

καθ’ ης ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


πού έχει ως αντικείμενο νά αναγνωριστεί οτι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τίς υποχρεώσεις πού τής επιβάλλονται δυνάμει τών άρθρων 12 καί 113 τής συνθήκης ΕΟΚ καί τού Κοινού Δασμολογίου , οπως θεσπίστηκε μέ τόν κανονισμό τού Συμβουλίου 950/68 τής 28ης Ιουνίου 1968 ( JO L 172 τής 22ας Ιουλίου 1968 , σ . 1 ) καί μέ τούς κανονισμούς πού στή συνέχεια τόν τροποποίησαν ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ δικόγραφο πού κατέθεσε στή γραμματεία τού Δικαστηρίου στίς 5 Ιουνίου 1979 , η Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε , δυνάμει τού άρθρου 169 τής συνθήκης ΕΟΚ , προσφυγή μέ τήν οποία ζητά νά αναγνωριστεί οτι μέ τήν επιβολή εισφορών επί τής εισαγωγής συσκευών ανατυπώσεως , η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τίς υποχρεώσεις πού τής επιβάλλονται δυνάμει τών άρθρων 12 καί 113 τής συνθήκης , καθώς καί τών διατάξεων τού κανονισμού 950/68 τού Συμβουλίου τής 28ης Ιουνίου 1968 περί Κοινού Δασμολογίου ( JO L 1972 , σ . 1 ), οπως τροποποιήθηκε εν συνεχεία καί ίσχυε κατά τήν ημερομηνία τής αιτιολογημένης γνώμης πού ειχε απευθυνθεί πρός τή Γαλλική Δημοκρατία .

2 Τό άρθρο 22 τού γαλλικού loi des finances γιά τό 1976 , αριθ . 75-1278 τής 30ής Δεκεμβρίου 1975 ( JORF τής 31ης Δεκεμβρίου , σ . 13564 ), θέσπισε μιά επιβάρυνση , αποκαλούμενη εισφορά επί τής χρησιμοποιήσεως τής ανατυπώσεως , η οποία επι βάλλεται μέ συντελεστή 3 % επί τών πωλήσεων καί διαθέσεων γιά δική τους χρήση — εκτός από εκείνες πού προορίζονται γιά εξαγωγή — συσκευών ανατυπώσεως , πού πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις πού τίς κατασκεύασαν ή ανέθεσαν τήν κατασκευή τους μέσα στή Γαλλία , καθώς καί επί τών εισαγωγών τών ίδιων συσκευών . Μιά απόφαση τής 12ης Ιουλίου 1976 ( JORF τής 17ης Ιουλίου 1976 , σ . 4279 ) καθόρισε τόν κατάλογο τών συσκευών , πού υπόκεινται στήν καταβολή τής εισφοράς , ο οποίος περιέχει μηχανές εκτυπώσεως offset , τούς πολυγράφους εκτογραφικού τύπου καί μεμβράνης , τίς ειδικές φωτογραφικές συσκευές γιά τήν αντιγραφή εγγράφων , τούς συνδυασμένους μέ συσκευή αναπαραγωγής μικροαναγνώστες , τίς συσκευές φωτοαντιγραφής οπτικού συστήματος , τίς συσκευές θερμοαντιγραφής καί ορισμένες συσκευές φωτοαντιγραφής δι’ επαφής .

3 Τό ίδιο άρθρο 22 τού νόμου 75-1278 θεσπίζει , επιπλέον , μιά εισφορά επί τής εκδόσεως έργων βιβλιοπωλείου , η οποία επιβάλλεται μέ συντελεστή 0,20 % εις βάρος τών εκδοτών γιά τίς πωλήσεις , εκτός από εκείνες πού προορίζονται γιά εξαγωγές , τών κάθε φύσεως έργων πού εκδίδουν .

4 Τό προϊόν τών δύο αυτών εισφορών , σύμφωνα πάντα μέ τήν ίδια διάταξη , διατίθεται αποκλειστικά στό Εθνικό Κέντρο Γραμμάτων καί φέρεται στά έσοδα ενός λογαριασμού ειδικής διαθέσεως πού αποκαλείται «Fonds national du livre» . Οι εισφορές αυτές προστίθενται στούς άλλους οικονομικούς πόρους τού Fonds — ιδίως στίς επιδοτήσεις — τών οποίων απολαύει τό Εθνικό Κέντρο Γραμμάτων , πού τίς αφιερώνει , μεταξύ άλλων , γιά νά επιχορηγεί τή δημοσίευση έργων ποιότητας , τήν αγορά από τίς βιβλιοθήκες βιβλίων τόσο γαλλικών οσο καί ξένων καί τή μετάφραση ξένων έργων στά γαλλικά . Τέλος , από τήν παράγραφο ΙΙ τού ίδιου άρθρου 22 τού προαναφερόμενου νόμου προκύπτει οτι οι εισφορές αυτές καθορίζονται , ρευστοποιούνται καί εισπράττονται οπως ο φόρος προστιθέμενης αξίας .

5 Δέν αμφισβητείται οτι η γενίκευση τής μεθόδου τής ανατυπώσεως γιά τόν πολλαπλασιασμό έντυπων έργων έχει ως αποτέλεσμα νά στερεί όχι μόνο από τούς συγγραφείς , αλλά καί από τούς εκδότες , τά χρηματικά πλεονεκτήματα πού τούς εξασφαλίζουν οι εθνικές νομοθεσίες περί δικαιωμάτων τού δημιουργού . Η Επιτροπή , οπως εκφράστηκε στήν από 22 Νοεμβρίου 1977 ανακοίνωσή της πρός τό Συμβούλιο σχετικά μέ τήν κοινοτική δράση στόν πολιτιστικό τομέα ( Δελτίο τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , Συμπλήρωμα 6/77 , σ . 14 ), θεωρεί οτι θά έπρεπε νά προβλεφθεί οτι , «γιά νά εξασφαλιστεί κατά τρόπο συλλογικό η αμοιβή τήν οποία εύλογα απαιτούν οι συγγραφείς , εκδότες καί ερμηνευτές/εκτελεστές . . . η συμπερίληψη κάποιου ποσού στήν τιμή πωλήσεως τών συσκευών ( φωταντιγραφικών , μαγνητοφώνων videorecorders ) καί τού υλικού . . . πού χρησιμοποιείται γιά τή λειτουργία τους» .

6 Δέν αμφισβητείται επίσης οτι οι επίδικες εισφορές δέ διατίθενται ατομικά στούς συγγραφείς καί εκδότες , τών οποίων τά έργα αναπαράγονται κατ’ αυτόν τόν τρόπο . Η γαλλική κυβέρνηση ισχυρίζεται , εν τούτοις , οτι η διάθεση τού προϊόντος τών εισφορών αυτών γιά σκοπούς , οπως η διάδοση τού βιβλίου , τούς οποίους επιδιώκει τό Εθνικό Κέντρο Γραμμάτων , συνιστά ενα ειδος συλλογικής αντισταθμίσεως , πού επανορθώνει , έστω καί εν μέρει , τήν έλλειψη κέρδους πού απορρέει , γιά τούς συγγραφείς καί εκδότες , από τήν ολο καί πιό συχνή χρήση τής ανατυπώσεως .

7 Η Επιτροπή οδηγήθηκε στή διαπίστωση οτι η γαλλική παραγωγή συσκευών ανατυπώσεως , θεωρουμένη στό σύνολό της , ηταν υπερβολικά μειωμένη σέ σχέση μέ τό σύνολο τών εισαγωγών τών ίδιων συσκευών καί κατέληξε γι’ αυτό στό συμπέρασμα οτι η επίδικη εισφορά πλήττει , στήν πραγματικότητα , μόνο τά εισαγόμενα προϊόντα καί οτι , συνεπώς , παραβαίνει τό άρθρο 12 τής συνθήκης , καθ’ οσον πρόκειται γιά συσκευές ανατυπώσεως προελεύσεως άλλων Κρατών μελών , καί τό άρθρο 113 τής συνθήκης , καθώς καί τίς διατάξεις τού Κοινού Δασμολογίου , οταν πρόκειται γιά συσκευές προελεύσεως τρίτων χωρών .

8 Αντίθετα , η κυβέρνηση τής Γαλλικής Δημοκρατίας υποστηρίζει οτι η επίδικη εισφορά δέ συνιστά επιβάρυνση ισοδύναμου πρός δασμό αποτελέσματος , η οποία προβλέπεται στά άρθρα 9 , 12 , καί 13 , αλλά εσωτερικό φόρο οπως προβλέπεται από τό άρθρο 95 τής συνθήκης καί οτι ικανοποιεί τίς απαιτήσεις πού η τελευταία αυτή διάταξη θέτει οσον αφορά τήν απαγόρευση διακρίσεως εις βάρος τών εισαγόμενων από άλλα Κράτη μέλη προϊόντων .

9 Από τίς έρευνες πού διεξήγαγαν από κοινού οι διάδικοι , κατόπιν παραγγελίας τού Δικαστηρίου καί βάσει τών αποτελεσμάτων στά οποία συμφώνησαν , προκύπτει οτι η εθνική παραγωγή τού συνόλου τών διαφόρων συσκευών ανατυπώσεως δέν αποτελεί παρά μόνο ενα ισχνό ποσοστό , πού σέ αξία ανέρχεται περίπου στό 1 % γιά τά έτη 1977 , 1978 καί 1979 τής αξίας τής συνολικής παραγωγής ( εθνικά καί εισαγόμενα προϊόντα ) πού διατέθηκε στή γαλλική αγορά .

10 Όσον αφορά τίς διαπιστώσεις περί τών γεγονότων , στίς οποίες βασίζεται η θέση τής Επιτροπής , πρέπει νά παρατηρηθεί οτι τό εν λόγω ποσοστό αφορά τό σύνολο τής γαλλικής παραγωγής συσκευών ανατυπώσεως . Η απόφαση τής 12ης Ιουλίου 1976 απαριθμεί , εν τούτοις , οκτώ διαφορετικά είδη συσκευών , κατά τέτοιο τρόπο ωστε δέν αποκλείεται ( αφού οι διάδικοι δέν ηταν σέ θέση νά παράσχουν ως πρός αυτό διευκρινίσεις ) τό εν λόγω ποσοστό νά ειναι μεγαλυτερο γιά ορισμένες κατηγορίες τών συσκευών αυτών .

11 Η διαπίστωση τού υπερβολικά περιορισμένου χαρακτήρα τής γαλλικής παραγωγής σέ σχέση μέ τίς εισαγωγές , η οποία φαίνεται οτι ανταποκρίνεται στήν πραγματικότητα , ακόμα κι άν λάβει κανείς υπόψη τήν ως αναφερόμενη επιφύλαξη , δέ δικαιολογεί πάντως τά συμπεράσματα πού συνήγαγε η Επιτροπή ως πρός τήν υπαρξη παραβάσεως εκ μέρους τής Γαλλικής Δημοκρατίας .

12 Από παγία νομολογία τού Δικαστηρίου προκύπτει οτι η απαγόρευση πού διατυπώνεται στά άρθρα 9 , 12 καί 13 τής συνθήκης , ως πρός τίς επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος , αναφέρεται σέ κάθε επιβάρυνση , η οποία επιβάλλεται επ’ ευκαιρία ή λόγω τής εισαγωγής καί η οποία , πλήττοντας ειδικά ενα εισαγόμενο προϊόν , κατ’ εξαίρεση τού παρεμφερούς εθνικού προϊόντος , έχει ως αποτέλεσμα , μέ τή μεταβολή τής τιμής τού κόστους του , νά έχει τήν ίδια περιοριστική επίπτωση στήν ελεύθερη κυκλοφορία τών εμπορευμάτων μέ εκείνη πού έχει ο τελωνειακός δασμός .

13 Τό ουσιώδες χαρακτηριστικό μιάς επιβαρύνσεως ισοδύναμου πρός δασμό αποτελέσματος , πού τή διακρίνει από εναν εσωτερικό φόρο , βασίζεται επομένως στό γεγονός οτι η πρώτη πλήττει αποκλειστικά τό εισαγόμενο προϊόν υπό τήν ιδιότητά του αυτή , ενώ ο δεύτερος πλήττει εισαγόμενα καί εθνικά προϊόντα ταυτοχρόνως .

14 Τό Δικαστήριο αναγνώρισε , εν τούτοις , οτι μιά επιβάρυνση , η οποία πλήττει ενα προϊόν πού εισάγεται από άλλο Κράτος μέλος , ενώ υπάρχει ίδιο ή παρεμφερές εθνικό προϊόν , δέ συνιστά επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος , αλλά εσωτερικό φόρο κατά τήν έννοια τού άρθρου 95 τής συνθήκης , άν ανάγεται σ’ ενα γενικό σύστημα εσωτερικών εισφορών , στό οποίο εμπίπτουν συστηματικά κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα μέ αντικειμενικά κριτήρια , πού εφαρμόζονται ανεξαρτήτως καταγωγής τών προϊόντων .

15 Οι σκέψεις αυτές καθιστούν εμφανές οτι , ακόμη κι άν έπρεπε νά εξομοιωθεί , ορισμένες φορές , η περίπτωση μιάς υπερβολικά μειωμένης εθνικής παραγωγής μέ τήν έλλειψη μιάς τέτοιας παραγωγής , πρός τό σκοπό χαρακτηρισμού μιάς επιβαρύνσεως πού πλήττει τά εισαγόμενα προϊόντα , από τό γεγονός αυτό δέ θά συνήγετο , πάντως , οτι η επίδικη εισφορά θά έπρεπε κατ’ ανάγκη νά θεωρηθεί ως επιβάρυνση ισοδύναμου πρός δασμό αποτελέσματος . Τό πράγμα δέν έχει , ιδίως , έτσι άν η επιβάρυνση εντάσσεται σ’ ενα γενικό σύστημα εσωτερικών εισφορών , στό οποίο εμπίπτουν συστηματικά κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα μέ τά ως άνω αναφερόμενα κριτήρια .

16 Τό Δικαστήριο θεωρεί οτι οι ιδιομορφίες τής επίδικης εισφοράς οδηγούν στό νά γίνει δεκτό οτι αυτή αποτελεί μέρος ενός τέτοιου γενικού συστήματος εσωτερικών εισφορών . Αυτό προκύπτει , κατά πρώτο λόγο , από τήν ένταξή της σ’ ενα δημοσιονομικό μηχανισμό , ο οποίος απορρέει από τό ρήγμα πού επήλθε στά νομικά συστήματα προστασίας τών δικαιωμάτων τών συγγραφέων καί εκδοτών βιβλίων από τόν πολλαπλασιασμό τής χρησιμοποιήσεως τής ανατυπώσεως καί ο οποίος αποβλέπει , έστω καί εμμέσως , στήν επιβολή μιάς επιβαρύνσεως στούς χρισιμοποιούντες τίς μεθόδους αυτές , αντισταθμίζοντας τήν επιβάρυνση στήν οποία κανονικά έπρεπε νά υπόκεινται .

17 Αυτό προκύπτει , κατά δεύτερο λόγο , από τό γεγονός οτι η επίδικη εισφορά αποτελεί ενα σύνολο μέ τήν εισφορά πού επιβάλλεται από τήν ίδια εσωτερική νομοθεσία επί τών εκδοτών βιβλίων , καθώς καί από τό γεγονός οτι πλήττει μιά σειρά συσκευών πολύ διαφορετικής φύσεως , οι οποίες εξάλλου κατατάσσονται σέ διαφορετικά δασμολογικά κεφάλαια , αλλά έχουν ακριβώς τό κοινό στοιχείο οτι ολες προορίζονται , παράλληλα πρός άλλες ειδικότερες χρήσεις , νά χρησιμοποιηθούν γιά ανατύπωση .

18 Από τίς σκέψεις αυτές προκύπτει οτι δέ διαπιστώθηκε η αποδιδόμενη παράβαση καί οτι η προσφυγή πρέπει νά απορριφθεί .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

19 Σύμφωνα μέ τό άρθρο 69 παράγραφος 2 τού κανονισμού διαδικασίας , ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στά έξοδα , εφ’ οσον υπήρχε σχετικό αίτημα τού νικήσαντος διαδίκου . Στήν προκειμένη περίπτωση , η προσφεύγουσα , ως ηττηθείσα , πρέπει νά καταδικαστεί στά έξοδα .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνει καί αποφασίζει :

1 ) Απορρίπτει τήν προσφυγή ως αβάσιμη .

2 ) Καταδικάζει τήν προσφεύγουσα στά δικαστικά έξοδα .