ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

FRANCESCO CAPOTORTI

της 18ης Ιουνίου 1980 ( *1 )

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. 

Με την προσφυγή της εταιρίας Philip Morris Holland, η οποία έδωσε λαβή στην παρούσα δίκη, ζητείται η ακύρωση αποφάσεως που εξέδωσε η Επιτροπή κατά την άσκηση της αρμοδιότητας της να ελέγχει τις ενισχύσεις που χορηγούν τα κράτη μέλη στις επιχειρήσεις. Για να κριθεί αν η προσφυγή αυτή πρέπει ή όχι να γίνει δεκτή, είναι απαραίτητη η εξέταση της υποθέσεως υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 92, παράγραφοι 1 και 3, της Συνθήκης ΕΟΚ.

Πρέπει καταρχάς να λεχθεί ότι στις Κάτω Χώρες οι επιχειρηματίες που πραγματοποιούν επενδύσεις αξίας πάνω από 30 εκατομμύρια φιορίνια μπορούν να λάβουν ενίσχυση από το κράτος, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου της 28ης Ιουνίου 1978 (Wet Investeringsrekening). Μία από τις προϋποθέσεις αυτές είναι η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να μην κρίνει τη χορήγηση της ενισχύσεως ασυμβίβαστη προς την Κοινή Αγορά βάσει των άρθρων 92 έως 94 της Συνθήκης της Ρώμης (άρθρο 6, παράγραφος 7, του νόμου).

Σχετικά με μια επένδυση αξίας 165 εκατομμυρίων φιορινιών (που αντιστοιχούν περίπου σε 60,7 εκατομμύρια ευρωπαϊκές λογιστικές μονάδες) στην οποία σκόπευε να προβεί η εταιρία Philip Morris Holland, η Ολλανδική Κυβέρνηση γνωστοποίησε στην Επιτροπή, με έγγραφο της 4ης Οκτωβρίου 1978, την πρόθεση της να χορηγήσει ενίσχυση 6200000 φιορινιών (δηλαδή περίπου 2,3 εκατομμυρίων ΕΛΜ). Σκοπός της εν λόγω επενδύσεως είναι η κατά 40% αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας της εταιρίας, με την επέκταση του εργοστασίου τσιγάρων του Bergen-op-Zoom, ενώ θα έκλεινε το εργοστάσιο του Eindhoven. Μετά τις μετατροπές αυτές, η εταιρία Philip Morris θα παράγει περί το 50% της ολλανδικής παραγωγής τσιγάρων και προβλέπει ότι θα εξάγει το 80% της παραγωγής αυτής στα άλλα κράτη μέλη.

Η Επιτροπή προέβη στην εξέταση που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ. Αφού άκουσε την Ολλανδική Κυβέρνηση και την επιχείρηση Philip Morris και έδωσε στα άλλα κράτη μέλη τη δυνατότητα να καταστήσουν γνωστή την άποψη τους, αποφάσισε, στις 27 Ιουλίου 1979, ότι η εν λόγω επένδυση δεν συμβιβαζόταν προς την Κοινή Αγορά.

Η απόφαση αυτή — που δημοσιεύτηκε στο GU L 217 της 25ης Αυγούστου 1979 — περιέχει καταρχάς ορισμένα στοιχεία σχετικά με τις ολλανδικές εξαγωγές και εισαγωγές τσιγάρων προς και από τα άλλα κράτη μέλη· από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το 1977 το ύψος των εξαγωγών ήταν 94 εκατομμύρια ΕΛΜ και των εισαγωγών 63,7 εκατομμύρια, με αποτέλεσμα για τις Κάτω Χώρες θετικό υπόλοιπο 30,4 εκατομμυρίων ΕΛΜ. Η Επιτροπή σημείωσε στη συνέχεια ότι το ενδιαφέρον του ομίλου Philip Morris να εφοδιάζει την κοινοτική αγορά, χρησιμοποιώντας κέντρα παραγωγής που βρίσκονται εντός της Κοινότητος, εξηγείται και από το γεγονός ότι κατά το κοινό δασμολόγιο οι δασμοί για τα τσιγάρα είναι ύψους 90%. Με αναφορά στον τόπο όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις των οποίων σκοπείται η επέκταση, προέκυψε ότι η προβλεπόμενη επένδυση θα τύχει ενισχύσεως 10 εκατομμυρίων φιορινιών (3,7 εκατομμυρίων ΕΛΜ) στο πλαίσιο του ολλανδικού συστήματος περιφερειακών ενισχύσεων. Εν τούτοις, στη ζώνη του Bergen-op-Zoom, δεν υπάρχει ούτε βιοτικό επίπεδο ασυνήθως χαμηλό ούτε σοβαρή υποαπασχόληση και συνεπώς η νέα ενίσχυση δεν δικαιολογείται βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 3. Έχοντας πάντοτε υπόψη αυτή τη διάταξη, η Επιτροπή δέχτηκε ότι η οικονομική κατάσταση στην Ολλανδία δεν παρουσιάζει καμιά σοβαρή διαταραχή και ότι οι εν λόγω επενδύσεις δεν αποτελούν σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος· ακόμα, υπό συνθήκες βαρείας αναπτύξεως και αυξημένης ανεργίας (της οποίας ο δείκτης είναι πολύ υψηλότερος στην Κοινότητα απ' ό,τι στις Κάτω Χώρες), η χορήγηση ενισχύσεως αυτού τους είδους θα δημιουργούσε τον κίνδυνο να γίνονται κατά προτίμηση στο κράτος αυτό, προς όφελος του, επενδύσεις οι οποίες θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν σε άλλα κράτη μέλη, όπου η κατάσταση είναι λιγότερο ευνοϊκή. Αφετέρου — κατά την άποψη της Επιτροπής — η εξέταση του εν λόγω τομέα παραγωγής στην Κοινότητα και στις Κάτω Χώρες δείχνει ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός αρκεί για την εξασφάλιση ομαλής αναπτύξεως χωρίς παρέμβαση του κράτους.

Με δικόγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1979, η εταιρία Philip Morris Holland προσέφυγε στο Δικαστήριο ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως που εκτίθεται περιληπτικά ανωτέρω.

2. 

Ζήτημα παραδεκτού τίθεται λόγω του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απευθύνεται προς την Ολλανδική Κυβέρνηση και όχι προς την προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα όμως έχει την ιδιότητα του δικαιούχου της ενισχύσεως, την οποία η Ολλανδική Κυβέρνηση είχε την πρόθεση να της χορηγήσει· ως εκ τούτου, η απόφαση της Επιτροπής την αφορά άμεσα και ατομικά (κατά την έννοια του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ). Η ίδια η Επιτροπή δέχτηκε την άποψη αυτή, η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η εταιρία Philip Morris νομιμοποιείται προς άσκηση προσφυγής ακυρώσεως. Προσθέτω ότι αυτή η άποψη είναι σύμφωνη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου· θεωρώ, επομένως, ότι πρέπει να γίνει δεκτή.

Όσον αφορά την τήρηση της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής, η καθής, ενώ τυπικά δεν προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, παρατηρεί ότι, ήδη στις 2 Αυγούστου 1979, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας είχε λάβει αντίγραφο της αποφάσεως από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού στις Βρυξέλλες. Η Ολλανδική Κυβέρνηση — στην οποία η Επιτροπή είχε κοινοποιήσει την απόφαση στις 30 Ιουλίου 1979 — ανακοίνωσε στην εταιρία Philip Morris, στις 9 Αυγούστου, το επίσημο κείμενο της αποφάσεως στα ολλανδικά, το οποίο στη συνέχεια δημοσιεύτηκε, όπως είδαμε, στις 25 Αυγούστου. Το ζήτημα είναι αν ως σημείο αναφοράς πρέπει να ληφθεί η ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση ο δικηγόρος της προσφεύγουσας ή η ημερομηνία της εκ μέρους της Ολλανδικής Κυβερνήσεως ανακοινώσεως ή, τέλος, η ημερομηνία της δημοσιεύσεως στην επίσημη εφημερίδα· η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη τόσο στην τρίτη όσο και στη δεύτερη περίπτωση (λαμβανομένης υπόψη της παρεκτάσεως της προθεσμίας λόγω αποστάσεως), ενώ είναι εκπρόθεσμη στην πρώτη περίπτωση.

Ως προς το ζήτημα αυτό, η εταιρία Philip Morris παρατηρεί ότι το έγγραφο που έλαβε απευθείας ο δικηγόρος της δεν έφερε ούτε ημερομηνία ούτε υπογραφή, ότι ήταν συντεταγμένο στα γαλλικά, δηλαδή σε γλώσσα άλλη από τη γλώσσα της αποφάσεως, και ότι χορηγήθηκε εντελώς εμπιστευτικά, με τη δέσμευση ότι δεν θα ανακοινωνόταν σε κανέναν άλλο. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η γνώση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καθοριστική της ημερομηνίας ενάρξεως της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής·

Νομίζω, ακόμα, ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη τόσο το γεγονός ότι το έγγραφο δεν ήταν συντεταγμένο στη γλώσσα που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί επίσημα για την απόφαση, όσο και η έλλειψη ημερομηνίας και υπογραφής- από τα δύο αυτά γεγονότα μπορεί να συναχθεί ότι το εν λόγω έγγραφο δεν ήταν παρά μόνο σχέδιο αποφάσεως. Η γνώση της αποφάσεως εκ μέρους της προσφεύγουσας έλαβε χώρα στην πραγματικότητα στις 9 Αυγούστου, δηλαδή όταν η προσφεύγουσα έλαβε την ανακοίνωση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως. Εντούτοις, το πρόβλημα μπορεί ακόμα και να αγνοηθεί, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η απόφαση δημοσιεύτηκε και ότι κατά συνέπεια η ημερομηνία της γνώσεως θα έπρεπε να είναι αδιάφορη. Πράγματι, το άρθρο 173, τελευταία παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ ορίζει ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά των πράξεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής αρχίζει, «κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίηση της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως». Προσθέτω ότι, εν πάση περιπτώσει, αν θεωρηθεί εν προκειμένω κρίσιμη η ημερομηνία της ανακοινώσεως εκ μέρους της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, η οποία έγινε ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση παρήγε ήδη τα αποτελέσματα της, ημερομηνία ενάρξεως της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής εκ μέρους της ενδιαφερόμενης εταιρίας θα ήταν η προαναφερθείσα 9η Αυγούστου, αυτό δε θα αρκούσε, όπως υπογράμμισα, για να θεωρηθεί η προσφυγή παραδεκτή.

3. 

Προς στήριξη της αιτήσεως της, η εταιρία Philip Morris Holland ισχυρίζεται ότι η απόφαση της Επιτροπής της 27ης Ιουλίου 1979 παρουσιάζει τόσο ουσιαστικές, όσο και τυπικές πλημμέλειες.

Παρόλο που οι σχετικές με τον τύπο των πράξεων αιτιάσεις προηγούνται, καταρχήν, λογικά των αναφερομένων στην ουσία, η προσφεύγουσα προβάλλει την παράβαση ουσιώδους τύπου κατά δεύτερο λόγο, δηλαδή μετά την ανάπτυξη όλων των λόγων ακυρώσεως περί παραβάσεως της Συνθήκης ΕΟΚ (ειδικότερα, του άρθρου 92, παράγραφοι 1 και 3). Πράγματι, στην επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, οι λόγοι περί ανεπαρκείας ή αντιφατικότητας της αιτιολογίας αποτελούν ουσιαστικά συμπλήρωμα των λόγων που αναφέρονται στην ουσία. Λαμβανομένου υπόψη αυτού του γεγονότος, θεωρώ σκόπιμο να δώσω κι εγώ προτεραιότητα στην εξέταση των προβλημάτων ουσίας της υποθέσεως.

Το άρθρο 92, παράγραφος 1 της Συνθήκης της Ρώμης ορίζει ότι «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ Κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως». Επομένως, το αν οι κρατικές ενισχύσεις συμβιβάζονται προς την Κοινή Αγορά συνδέεται προς τρία στοιχεία: την επίδραση επί των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, την εύνοια προς ορισμένες επιχειρήσεις ή προς ορισμένους κλάδους παραγωγής και, ως συνέπεια, τη νόθευση του ανταγωνισμού. Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να εξεταστούν κατά σειρά, με αναφορά στην υπό κρίση υπόθεση.

Όσον αφορά το πρώτο σημείο, η προσφεύγουσα αρνείται ότι κάθε ενίσχυση υπέρ προϊόντος που προορίζεται να αποτελέσει αντικείμενο συναλλαγών εντός της Κοινότητος επηρεάζει σταθερά τις συναλλαγές αυτές. Κατά την προσφεύγουσα, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν υφίσταται τέτοια επίδραση χωρίς να εξεταστούν οι οικονομικές και νομικές περιστάσεις υπό τις οποίες πρόκειται να λειτουργήσει η ενίσχυση. Αποφασιστικός παράγων είναι η διάρθρωση της αγοράς· σε μια αγορά όπως η αγορά των τσιγάρων, η οποία χαρακτηρίζεται από περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων μεγάλων διαστάσεων που αναπτύσσουν δραστηριότητες σε όλα τα κράτη μέλη, μια ενίσχυση ύψους 2,3 εκατομμυρίων λογιστικών μονάδων θα είχε — όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα — εντελώς αμελητέα επίδραση επί του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, αντίθετα, κάθε ενίσχυση υπέρ προϊόντος που προορίζεται να αποτελέσει αντικείμενο ενδοκοινοτικών συναλλαγών επηρεάζει κατ' ανάγκη τις συναλλαγές αυτές. Πέραν της αναφοράς στην πρακτική της, η οποία στηρίχθηκε πάντοτε σ' αυτή την αρχή, η καθής αναφέρει την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1974 επί της υποθέσεως 173/73, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (Raccolta 1974, σ. 709). Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο, εξετάζοντας την ανάληψη από το ιταλικό κράτος μέρους των κοινωνικών βαρών που προηγουμένως έπλητταν τους εργοδότες στον τομέα της υφαντουργίας, παρατήρησε ότι η απαλλαγή αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους εργασίας στον τομέα της ιταλικής υφαντουργίας, ότι η ιταλική υφαντουργία τελεί σε σχέση ανταγωνισμού προς τις επιχειρήσεις υφαντουργίας των άλλων κρατών μελών και ότι η μεταβολή του κόστους παραγωγής της ιταλικής υφαντουργίας λόγω της απαλλαγής αυτής επηρέαζε κατ' ανάγκη τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές (σκέψεις 43-45).

Είναι επίσης ενδιαφέρον να αναφερθεί η διαπίστωση στην οποία κατέληξε ο γενικός εισαγγελέας Warner στο τέλος των προτάσεων του επί της υποθέσεως αυτής: «εφόσον είναι σαφές ότι η φυσική συνέπεια της χορηγήσεως της ενισχύσεως σε μια βιομηχανία εντός κράτους μέλους πρέπει να είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας αυτής σε σχέση με τους ανταγωνιστές της σε άλλα κράτη μέλη, μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να συναχθεί δικαίως το συμπέρασμα ότι η ενίσχυση αυτή νοθεύει (ή, αν είχε χορηγηθεί, νόθευε) τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές» (Raccolta 1974, σ. 728).

Μου φαίνεται ότι η παρατεθείσα περικοπή οδηγεί, πράγματι, στην άποψη ότι, όταν μια κρατική ενίσχυση οικονομικού χαρακτήρα ενισχύει τη θέση μιας επιχειρήσεως (ή ορισμένων επιχειρήσεων) σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, πρέπει να θεωρείται ότι η εν λόγω ενίσχυση επηρεάζει τις συναλλαγές αυτές. Στην απλή αυτή διαπίστωση μπορούν ακόμα να προστεθούν τρεις παρατηρήσεις. Πρώτον, ο σύνδεσμος μεταξύ της επιδράσεως επί των ενδοκοινοτικών συναλλαγών και της νοθεύσεως του ανταγωνισμού είναι προφανής: και οι δύο αυτοί παράγοντες μπορούν να αναχθούν στο κριτήριο κατά το οποίο οι ενισχύσεις απαγορεύονται κατά το μέτρο που νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό εντός της Κοινής Αγοράς, την ελευθερία και την αυτενέργεια των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ των κρατών μελών. Δεύτερον, είναι αναμφίβολο ότι κάθε σκέψη σχετικά με τις συνέπειες των ενισχύσεων επί του όγκου των συναλλαγών αποκλείεται: μια ενίσχυση μπορεί να επηρεάζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο όχι μόνον όταν εξαιτίας της ο όγκος των συναλλαγών μειώνεται ή κινδυνεύει να μειωθεί, αλλά και στην αντίστροφη περίπτωση. Τρίτον, είναι λογικό να σκεφτεί κανείς ότι ο υφιστάμενος παραλληλισμός μεταξύ της διατυπώσεως «κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές» του προαναφερθέντος άρθρου 92, παράγραφος 1, και των ανάλογων διατυπώσεων (καίτοι όχι πανομοιότυπων) των άρθρων 85, παράγραφος 1, και 86, πρώτη παράγραφος, δικαιολογεί τον προσανατολισμό της ερμηνείας προς την κατεύθυνση μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των θεμάτων που υπάγονται στις κοινοτικές ρυθμίσεις περί ανταγωνισμού και εκείνων που δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις αυτές. Με άλλα λόγια, αν οι σχετικές με ορισμένο προϊόν συναλλαγές επηρεάζονται σε καθαρά εθνικό επίπεδο,· η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται· η εφαρμογή της τοποθετείται σε υψηλότερο επίπεδο, δηλαδή όταν επηρεάζεται το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Δεν χρειάζεται καν να γίνει η παρατήρηση ότι αυτό δεν σημαίνει πως ρυθμίζονται μόνο τα φαινόμενα που εμποδίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό σε σχέση με τις εξαγωγές ή με τις εισαγωγές μεταξύ κρατών μελών: στο εσωτερικό μιας κοινής αγοράς, ζητήματα αυτού του είδους που φαίνονται να εντοπίζονται σ' ένα μόνο κράτος και να έχουν σχέση μάλλον με την παραγωγή παρά με το εμπόριο μπορούν επίσης να έχουν αντίκτυπο στις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι τόσο περιορισμένων διαστάσεων ώστε να μην ενδιαφέρουν πάρα πολύ μικρό τμήμα της αγοράς.

Κατόπιν τούτων, νομίζω ότι εν προκειμένω πρέπει να αναγνωριστεί η ύπαρξη του στοιχείου της επιδράσεως επί των μεταξύ κρατών μελών συναλλαγών. Η ενίσχυση την οποία η Ολλανδική Κυβέρνηση σχεδίαζε να χορηγήσει στην εταιρία Philip Morris αφορούσε μια επιχείρηση που προσανατολίζεται προς το διεθνές εμπόριο, όπως αποδεικνύει το αυξημένο ποσοστό (που αναφέρθηκε στην αρχή) της παραγωγής της που προβλέπει ότι θα εξάγει σε άλλα κράτη μέλη. Η εν λόγω ενίσχυση θα συνέβαλε στην αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας της εταιρίας και κατά συνέπεια στην αύξηση της ικανότητας της να τροφοδοτεί τα εμπορικά ρεύματα, συμπεριλαμβανομένων των μεταξύ κρατών μελών υφισταμένων εμπορικών ρευμάτων. Αφετέρου, η ενίσχυση θα μείωνε το κόστος της μετατροπής των εγκαταστάσεων παραγωγής και έτσι θα παρείχε στην προσφεύγουσα ένα πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό με παραγωγούς που έχουν πραγματοποιήσει ή έχουν την πρόθεση να πραγματοποιήσουν με δικά τους έξοδα ανάλογη αύξηση της δυναμικότητας αποδόσεως των εγκαταστάσεων τους. Συνεπώς, η ελευθερία και η αυτενέργεια της κοινής αγοράς θα διαταράσσονταν.

4. 

Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει την απαγόρευση της χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων, το οποίο μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 92, παράγραφος 1 — δηλαδή την ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, δεν είναι εν προκειμένω ανάγκη να αναπτυχθεί διά μακρών. Πράγματι, συζητούμε για ενίσχυση που προοριζόταν για συγκεκριμένη επιχείρηση και η προσφυγή κατά της αρνητικής αποφάσεως της Επιτροπής προϋποθέτει κατ' ανάγκη συγκεκριμένο συμφέρον της προσφεύγουσας.

Αξίζει, αντίθετα, να εξεταστούν με προσοχή τα προβλήματα που συνδέονται προς το τρίτο στοιχείο: τη νόθευση ή την απειλή νοθεύσεως του ανταγωνισμού, θα ήθελα να πω εξ αρχής ότι, κατά τη γνώμη μου, η διατύπωση του προαναφερθέντος άρθρου 92, παράγραφος 1, οδηγεί στην ερμηνεία ότι η νόθευση του ανταγωνισμού είναι σταθερή και αναγκαία συνέπεια της μέσω της κρατικής ενισχύσεως ευνοϊκής μεταχενρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τη λογική της οικονομίας: μία εξωτερική παρέμβαση με επιλεκτικό χαρακτήρα δεν μπορεί παρά να αλλοιώσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Μπορεί, συνεπώς, να εκκινήσει κανείς από την υπόθεση ότι κάθε δημόσια ενίσχυση που χορηγείται σε μια επιχείρηση νοθεύει τον ανταγωνισμό — ή απειλεί να τον νοθεύσει, αν η ενίσχυση σχεδιάζεται μόνον και δεν έχει χορηγηθεί ακόμα — εκτός εάν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις (για παράδειγμα, παντελής απουσία εντός της Κοινής Αγοράς προϊόντων ίδιων ή υποκατάστατων σε σχέση με τα προϊόντα που παράγει ο δικαιούχος της ενισχύσεως).

Σχετικά, είναι χρήσιμο να αναφερθεί η απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 1961 επί της υποθέσεως 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής (Raccolta 1961, σ. 7). Αφού υπενθυμίζει την αυστηρή απαγόρευση των «επιδοτήσεων» ή ενισχύσεων που χορηγούνται από τα κράτη, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, στοιχείο γ, της Συνθήκης ΕΚΑΧ και αφού διευκρινίζει την παραδοσιακή σημασία των δύο όρων, η απόφαση αυτή τονίζει μεταξύ άλλων, ότι, κατά το άρθρο 5, η Κοινότητα πρέπει να εξασφαλίζει τη θέσπιση, τη διατήρηση και την τήρηση κανονικών όρων ανταγωνισμού και ότι «η πληρωμή μέρους του κόστους παραγωγής από άλλον εκτός του αγοραστή ή του καταναλωτή αντιτίθεται σαφώς στη θέσπιση κανονικών όρων ανταγωνισμού» (σ. 40). Εξάλλου, ο γενικός εισαγγελέας Lagrange, στις προτάσεις του επί της υποθέσεως αυτής, επισήμανε ότι οι άμεσες παρεμβάσεις στη λειτουργία της κοινής αγοράς μέσω κρατικών ενισχύσεων «θεωρούνται, αυτές καθαυτές, αντίθετες προς τις ίδιες τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ιδρύθηκε η Κοινή Αγορά- για το λόγο αυτό θεωρούνται ασυμβίβαστες προς αυτήν, χωρίς να χρειάζεται να αποδειχτεί, ούτε καν να ερευνηθεί, αν πράγματι η επίδραση επί των όρων ανταγωνισμού υφίσταται ή υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί: τεκμαίρεται ότι υφίσταται από μόνο το σκοπό του μέτρου» (Raccolta 1961, σ. 76). Είναι αλήθεια ότι οι σκέψεις αυτές έγιναν εν αναφορά προς ένα κανόνα (το προαναφερθέν άρθρο 4 της Συνθήκης ΕΚΑΧ) ο οποίος, αντίθετα προς το άρθρο 92 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν επιτρέπει εξαιρέσεις και δεν προϋποθέτει το στοιχείο της επιδράσεως των μέτρων κρατικής ενισχύσεως επί των μεταξύ κρατών μελών συναλλαγών κατά τη γνώμη μου, όμως, οι σκέψεις σχετικά με την αναπόφευκτη βλάβη την οποία τα μέτρα αυτά προκαλούν στους κανονικούς όρους ανταγωνισμού διατηρούν πλήρως την αξία τους.

Αντίθετα, η προσφεύγουσα ερμηνεύει την περί ευνοϊκής μεταχειρίσεως διατύπωση του άρθρου 92, παράγραφος 1, σαν να συνοδεύεται σιωπηρά από την προϋπόθεση της διαπιστώσεως αισθητής στρεβλώσεως (ή απειλής στρεβλώσεως) του ανταγωνισμού. Η ιδέα αυτή στηρίζεται στον παραλληλισμό προς τα άρθρα 85, παράγραφος 1, και 86 και ειδικότερα στην αναλογία προς ένα από τα κριτήρια για την εφαρμογή του άρθρου 85 που έχει γίνει, πράγματι, δεκτό από το Δικαστήριο (βλ. αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1969 επί της υποθέσεως 5/69, Volk, Raccolta 1969, σ. 296, και της 25ης Νοεμβρίου 1971 επί της υποθέσεως 22/71, Beguelin, Raccolta 1971, σ. 950). Η εταιρία Philip Morris υποστηρίζει ότι η εν λόγω ενίσχυση έχει επίδραση κατά 0,22% επί του κόστους του προϊόντος που προορίζεται προς εξαγωγή (σε περίπτωση αποσβέσεως σε διάστημα 10 ετών) και δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ότι είναι σε θέση να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (πραγματικά ή δυνητικά) κατά τρόπο αισθητό.

Στην άποψη αυτή μπορούν να αντιταχθούν δύο αντιρρήσεις αρχής. Πρώτον, μεταξύ του άρθρου 85, παράγραφος 1, και του άρθρου 92, παράγραφος 1, υπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων (ή μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή μια εναρμονισμένη πρακτική) δεν έχει κατ' ανάγκη ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού, ενώ μια κρατική ενίσχυση προς μια επιχείρηση είναι μέτρο που έχει πάντοτε, όπως προανέφερα, ως συνέπεια τη στρέβλωση του ανταγωνισμού. Επομένως, ενώ στο πλαίσιο του άρθρου 85, παράγραφος 1, πρέπει να διαπιστώνεται κατά περίπτωση η ύπαρξη περιοριστικού σκοπού ή αποτελέσματος — η διαπίστωση δε αυτή μπορεί να φθάνει μέχρι το αν υπάρχει «αισθητή» αρνητική επίδραση επί του ανταγωνισμού — δεν υπάρχει λόγος, προκειμένου περί εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, να εξετάζεται αν υπάρχει στρέβλωση και δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί «περιορισμός της σχετικής έρευνας στο συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτής της εννοίας.

Δεύτερον, το άρθρο 85 δεν μπορεί να ερμηνευτεί υπό το πρίσμα υπό το οποίο πρέπει να θεωρηθεί, προκειμένου να κατανοηθεί, το άρθρο 92, αφού το άρθρο 85 είναι κανόνας που εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις, ενώ το άρθρο 92 απευθύνεται στα κράτη μέλη. Μερικοί συγγραφείς δέχονται ότι αυτό θα αρκούσε για να δικαιολογηθεί η υιοθέτηση αυστηρότερων κριτηρίων, είτε λόγω της μείζονος σημασίας των κρατικών παρεμβάσεων είτε λόγω της ανάγκης να ανακοπεί αποτελεσματικά η τάση των κρατών να αγνοούν την απαγόρευση των ενισχύσεων. Έχει προταθεί επίσης η προσέγγιση μεταξύ της τελευταίας αυτής απαγορεύσεως και των απαγορεύσεων που αφορούν τις άλλες κρατικές παρεμβάσεις προστατευτικού χαρακτήρα, όπως οι δασμοί (άρθρο 12) και οι ποσοστώσεις (άρθρο 30), προκειμένου να τονισθεί ότι όλες αυτές οι απαγορεύσεις πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το αν η ζημία που συνεπάγονται για τον υπολογισμό και τις συναλλαγές είναι μεγάλη ή μικρή (βλ. Η. Scheuing, Les aides financières publiques, Παρίσι, 1974, σ. 279). Την άποψη αυτή επιβεβαίωσε η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα που απαγορεύονται από τα άρθρα 12 και 30 (για παράδειγμα, βλ. τις αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 1969 επί των υποθέσεων 24/68, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, Raccolta 1969, σ. 193, και 2 και 3/67, Diamantarbeiders, όπ.π. σ. 211).

Αν θελήσει κανείς να αποστεί από αυτές τις παρατηρήσεις αρχής και έχει αμφιβολίες όσον αφορά το κατά πόσον το μέγεθος της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία του άρθρου 92, παράγραφος 1, απομένει η σκέψη ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, οι συνέπειες της σκοπούμενης ενισχύσεως επί του ανταγωνισμού θα ήταν ασφαλώς αισθητές.

Κατά τις πληροφορίες τις οποίες παρέσχε η Επιτροπή και δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα, στο χώρο της ελεύθερης αγοράς τσιγάρων ο όμιλος Philip Morris είναι ο δεύτερος σε σπουδαιότητα παραγωγός σε παγκόσμια κλίμακα, ύστερα από την British American Tobacco Company και πριν από τους πέντε άλλους μεγάλους παραγωγούς (Reynolds, Imperial Tobacco Company, Loews e Reemtsma, American Brands και Rupert-Rembrand-Rothmans). Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι η ισχυρή οικονομική θέση του ομίλου του επιτρέπει να αναπτύσσει ιδιαίτερη δραστηριότητα στον τομέα της αγοραλογίας (marketing). Από τα δεδομένα που αναφέρθηκαν στην αρχή, τα οποία είναι σχετικά με τη θέση που κατέχει η προσφεύγουσα στο χώρο της κοινοτικής παραγωγής και του κοινοτικού εμπορίου, προκύπτει ότι η εταιρία Philip Morris Holland, εξάγοντας το 80% της προβλεπομένης παραγωγής της μετά τη μετατροπή των εγκαταστάσεων της στις Κάτω Χώρες, θα καλύψει μεγάλο μέρος των ενδοκοινοτικών εμπορικών ανταλλαγών. Αυτό θα αρκούσε εν πάση περιπτώσει για να μη συγκαταλεχθεί μεταξύ των επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να επικαλεστούν την εφαρμογή ενός κριτηρίου ανοχής στηριζόμενου σε ποσοτικά στοιχεία (σύμφωνα με τη γραμμή που υιοθέτησε το Δικαστήριο όσον αφορά τις συμφωνίες στις προαναφερθείσες αποφάσεις Volk και Beguelin).

Λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών αυτών δεδομένων, είναι λογικό να υποτεθεί ότι η ενίσχυση, σημαντικού αναμφίβολα ύψους, την οποία η Ολλανδική Κυβέρνηση ήταν διατεθειμένη να χορηγήσει στην εν λόγω επιχείρηση, θα είχε όχι αμελητέο αντίκτυπο στη θέση της έναντι των άλλων παραγωγών από άποψη ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, και αν ακόμα γινόταν δεκτή η άποψη της προσφεύγουσας σχετικά με τη σημασία που πρέπει να αναγνωριστεί στην περί ευνοϊκής μεταχειρίσεως διατύπωση του άρθρου 92, παράγραφος 1, το συμπέρασμα θα ήταν το ίδιο: η υπό συζήτηση ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη προς την Κοινή Αγορά.

5. 

Μπορούμε τώρα να ασχοληθούμε με τον τυπικό λόγο ακυρώσεως που διατύπωσε η προσφεύγουσα εταιρία. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, προκειμένου να διαπιστώσει αν συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της απαγορεύσεως, δηλαδή η επίδραση επί των μεταξύ κρατών μελών συναλλαγών και η στρέβλωση του ανταγωνισμού, όφειλε να προσδιορίσει την «οικεία αγορά» (με βάση το προϊόν, την εδαφική περιοχή και την κρίσιμη χρονική περίοδο) και να εξετάσει τη διάρθρωση της, έτσι ώστε να μπορέσει τελικά να εκτιμήσει κατά πόσον η ενίσχυση επηρεάζει, ενδεχομένως, τον ανταγωνισμό. Καθώς η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχει καμιά αναφορά στις έρευνες αυτές, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είναι πλημμελής και από άποψη αιτιολογίας, κατά παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Από τα στοιχεία, ωστόσο, που εξέθεσα προηγουμένως σχετικά με την αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως, καθώς και σχετικά με τη μέχρι τούδε αναπτυχθείσα επιχειρηματολογία, προκύπτει ότι οι αιτιολογικές σκέψεις που περιέχει αρκούν για να δικαιολογήσουν τη διαπίστωση ότι η ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη προς την Κοινή Αγορά και την κατά το άρθρο 93, παράγραφος 2, απαγόρευση για το ολλανδικό κράτος να τη χορηγήσει. Επομένως, ο λόγος περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου είναι αβάσιμος.

6. 

Με το δεύτερο λόγο περί παραβάσεως της Συνθήκης, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της γενικής αντιλήψεως που ακολουθεί η Επιτροπή στο τρίτο μέρος της αποφάσεως της όσον αφορά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 3. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η διάταξη αυτή απαριθμεί ορισμένες κατηγορίες ενισχύσεων οι οποίες «δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την Κοινή αγορά», εισάγοντας έτσι, αμέσως μετά τις περιπτώσεις ενισχύσεων οι οποίες επιτρέπονται «de jure» κατά την παράγραφο 2, μια ομάδα ενδεχομένων εξαιρέσεων της απαγορεύσεως της παραγράφου 1. Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 92, παράγραφος 3, δεν επιτρέπει αποκλίσεις παρά μόνον όταν μια ενίσχυση είναι απαραίτητη για να μπορούν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να ενεργούν κατά τρόπο που να μπορεί να συμβάλει στην πραγματοποίηση ενός από τους σκοπούς που αναφέρει η διάταξη. Η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται όταν φαίνεται ότι οι σκοποί αυτοί μπορούν να επιτευχθούν με την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς, χωρίς να χρειάζεται παρέμβαση από την πλευρά του κράτους. Η προσφεύγουσα, αντίθετα, υποστηρίζει ότι οι εξαιρέσεις της απαγορεύσεως χορηγήσεως ενισχύσεων έχουν χαρακτήρα ουδέτερο και αντικειμενικό, υπό την έννοια ότι ένα κράτος θα μπορούσε να χορηγήσει ενίσχυση σε μια επιχείρηση που διαθέτει άφθονα οικονομικά μέσα, όπως και σε μια επιχείρηση χωρίς τέτοια μέσα. Υπ' αυτό το πρίσμα, μόνη προϋπόθεση για να επιτρέπεται μια ενίσχυση κατά το άρθρο 92, παράγραφος 3, είναι το επενδυτικό σχέδιο το οποίο αφορά να είναι σύμφωνο με τους υπό στοιχεία α, β ή γ σκοπούς.

Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να γίνει δεκτή η αντίληψη την οποία ακολουθεί η Επιτροπή. Λαμβάνει υπόψη την ανάγκη συσταλτικής ερμηνείας των διατάξεων που προβλέπουν εξαιρέσεις, την οποία έχει γενικά αποδεχθεί το Δικαστήριο· αφετέρου, συνδέει, ορθώς, το επιτρεπτό της κρατικής ενισχύσεως προς την λειτουργία της ως απαραίτητου μέσου ώστε οι επιχειρήσεις να αναπτύξουν συγκεκριμένη δραστηριότητα στο πλαίσιο του κοινοτικού συμφέροντος. Αντίθετα, θα αντέκειτο προς το συμφέρον αυτό να επιτραπεί στα κράτη να προβαίνουν σε οικονομικές παροχές οι οποίες, χωρίς να είναι sine qua non για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 92, παράγραφος 3, θα περιορίζονταν στη βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως της επιχειρήσεως που θα τις ελάμβανε. Η χρησιμότητα που παρουσιάζει για την επιχείρηση αυτή η κρατική ενίσχυση είναι προφανής, είναι όμως επίσης προφανές ότι, από κοινοτική άποψη, δεν δικαιολογείται η εφαρμογή εξαιρέσεως από την απαγόρευση χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων όταν μια συγκεκριμένη επένδυση — καθ' υπόθεση σύμφωνη προς τους σκοπούς που αναφέρει το άρθρο 92, παράγραφος 3 — μπορεί να πραγματοποιηθεί ανεξάρτητα από τη χορήγηση ενισχύσεως. Επί της προκειμένης υποθέσεως, η καθής υποστήριξε, χωρίς να διαψευσθεί από την προσφεύγουσα, ότι η Philip Morris Holland έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει εξ ολοκλήρου με δικά της μέσα την επένδυση για την οποία η Ολλανδική Κυβέρνηση ήταν διατεθειμένη να χορηγήσει ενίσχυση· είναι βέβαιο δε, ότι βρίσκεται πράγματι στο στάδιο της υλοποιήσεως του σχεδίου αυτού, από το οποίο αναμένει τις διαρθρωτικές βελτιώσεις και τα οφέλη της παραγωγής που μνημονεύονται πιο πάνω.

Η διαπίστωση αυτή θα αρκούσε μόνη για να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 3, επί της προκειμένης υποθέσεως και επομένως για να απορριφθούν οι ουσιαστικοί και τυπικοί λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν το μέρος της αποφάσεως που στηρίζεται στο άρθρο αυτό. Προτιμώ, ωστόσο, να εξετάσω τις διάφορες αιτιάσεις της προσφεύγουσας όσον αφορά την εφαρμογή των υπό στοιχεία α, β και γ εξαιρέσεων της εν λόγω διατάξεως.

Σχετικά, είναι χρήσιμο να γίνει καταρχάς μια παρατήρηση γενικού χαρακτήρα. Από τη δομή του άρθρου 92, παράγραφος 3, και από τον σύνδεσμο του άρθρου αυτού προς το άρθρο 93 προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει ευχέρεια να επιτρέπει τη χορήγηση ενισχύσεων οι οποίες πληρούν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, καθώς και ότι πρόκειται για διακριτική εξουσία, της οποίας η άσκηση προϋποθέτει εκτιμήσεις οικονομικής, τεχνικής και πολιτικής φύσεως. Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή, προκειμένου να κρίνει αν εφαμόζονται ή όχι οι εξαιρέσεις της απαγορεύσεως του άρθρου 92, παράγραφος 1, πρέπει να στηρίζεται σε σκέψεις σχετικές με την αναγκαιότητα της ενισχύσεως όχι μόνο για την επίτευξη οικονομικών σκοπών αλλά και ενόψει σκοπών άλλης φύσεως, οι οποίοι είναι σημαντικοί για την Κοινότητα, όπως, ιδίως οι κοινωνικού χαρακτήρα σκοποί. Αφετέρου, το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο στο οποίο πρέπει να αναφέρεται η Επιτροπή είναι πλαίσιο κοινοτικό. Με βάση αυτή τη συλλογιστική, η προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύει ιδίως τους παράγοντες της επιβραδύνσεως της αναπτύξεως και της σημαντικής ανεργίας σε ολόκληρη της Κοινότητα (8η αιτιολογική σκέψη του τρίτου μέρους). Μου φαίνεται επίσης ορθό να ληφθεί υπόψη το γεγονός — το οποίο ανέφερε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της δίκης — ότι η αύξηση της παραγωγής τσιγάρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κοινωνικά θετικός παράγων, δεδομένων των βλαπτικών συνεπειών της χρήσεως του καπνού για τη δημόσια υγεία.

Τέτοιου είδους σκέψεις μπορούσαν θεμιτώς να επηρεάσουν την εκτίμηση σχετικά με την ύπαρξη των ειδικών προϋποθέσεων του άρθρου 92, παράγραφος 3, η οποία είναι απαραίτητη για να επιτραπούν εξαιρέσεις από την απαγόρευση της χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων.

Πρέπει, τέλος, να λεχθεί ότι το βάρος της αποδείξεως ότι πληρούνται οι πραγματικές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται το επιτρεπτό μιας ενισχύσεως βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 3, το φέρει το προσφεύγον κράτος.

7. 

Ας δούμε τώρα πώς ερμηνεύτηκαν εν προκειμένω οι υπό στοιχεία α, β και γ διατάξεις του άρθρου 92, παράγραφος 3. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απέκλεισε την εφαρμογή της υπό στοιχείο α εξαιρέσεως — η οποία αφορά τις ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως ορισμένων περιοχών — επειδή η ζώνη του Bergen-op-Zoom, όπου σχεδιάζεται να πραγματοποιηθεί η επένδυση, δεν είναι περιοχή στην οποία το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στην οποία επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εκτίμηση αυτή αντιφάσκει προς τα λεγόμενα της ίδιας της Επιτροπής στην έβδομη έκθεση περί πολιτικής ανταγωνισμού, του Απριλίου 1978 (σ. 158, παράγραφος 152), στην οποία αναγνωρίζει ότι το Bergen-op-Zoom εμφανίζει υψηλότερο δείκτη ανεργίας και μικρότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από το μέσο όρο της Ολλανδίας σε εθνικό επίπεδο.

Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι η εκτίμηση περί του βιοτικού επιπέδου της ζώνης του Bergen-op-Zoom ορθώς έγινε όχι με αναφορά στον εθνικό μέσο όρο της Ολλανδίας, αλλά σε σχέση με το κοινοτικό επίπεδο. Αυτό προκύπτει από την ίδια την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία αναφέρεται ότι η Επιτροπή «έλαβε ειδικότερα υπόψη τη σχετική κοινωνικοοικονομική κατάσταση των Κάτω Χωρών στο πλαίσιο του συνόλου της Κοινότητας» (όγδοη αιτιολογική σκέψη του τρίτου μέρους). Αυτός ο τρόπος θέσεως του ζητήματος είναι ορθός, δεδομένου ότι η Επιτροπή, όταν επιτρέπει αποκλίσεις από την απαγόρευση της χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να προσπαθεί να συντονίζει την εθνική πολιτική κάθε κράτους στον τομέα των ενισχύσεων βάσει κοινών κριτηρίων και σε συνάρτηση προς το κοινό συμφέρον της Κοινότητας. Συνεπώς, η αντίφαση την οποία νόμισε ότι διέκρινε η προσφεύγουσα μεταξύ της παρούσης θέσεως της Επιτροπής και της θέσεως που εκφράζεται στην έβδομη έκθεση δεν υφίσταται.

Όσον αφορά την υπό στοιχείο β εξαίρεση της υπό εξέταση διατάξεως — η οποία αναφέρεται στις ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους — η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει τη διαπίστωση ότι η εν λόγω επένδυση δεν αποτελεί σχέδιο του ανωτέρω αναφερομένου είδους και ότι περαιτέρω, λαμβανομένης υπόψη της κοινωνικοοικονομικής καταστάσεως των Κάτω Χωρών στο πλαίσιο της Κοινότητας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε ότι η εν λόγω ενίσχυση έχει ως σκοπό τη θεραπεία σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους. Η προσφεύγουσα, από την πλευρά της, χωρίς να παρέχει κανένα στοιχείο ικανό να διαψεύσει τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, περιορίζεται βασικά στην αμφισβήτηση της διαπιστώσεως, η οποία περιέχεται στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως, κατά την οποία «η αποδοχή διαφορετικής θέσεως θα επέτρεπε στις Κάτω Χώρες υπό συνθήκες βραδείας αναπτύξεως και σημαντικής ανεργίας σε ολόκληρη την Κοινότητα, να προκαλέσουν, προς όφελος τους, τη μετατόπιση των επενδύσεων που μπορούν να πραγματοποιηθούν σε άλλα κράτη μέλη, των οποίων η κατάσταση είναι λιγότερο ευνοϊκή». Κατά την προσφεύγουσα, ένα τέτοιο πολιτικό κριτήριο, το οποίο προϋποθέτει ένα είδος ανταγωνισμού των κρατών μελών με σκοπό την προσέλκυση των επενδύσεων στο έδαφος τους, είναι αντίθετο προς τα κριτήρια που προβλέπει ρητά το άρθρο 92, παράγραφος 3.

Παρατηρώ ότι η διαπίστωση κατά της οποίας βάλλει η προσφεύγουσα αποτελεί απλώς συμπληρωματική εκτίμηση των ενδεχομένων αρνητικών συνεπειών της ενισχύσεως. Ανεξάρτητα, όμως, από την εν λόγω περικοπή, η απόφαση εκφράζει σαφώς την άποψη της Επιτροπής όσον αφορά το ανεφάρμοστο του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο β, στην προκειμένη περίπτωση· δεν νομίζω, δε, ότι η προσφεύγουσα προέβαλε επιχειρήματα ικανά να στηρίξουν την αντίθετη άποψη. Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της δίκης, η Επιτροπή, τόνισε επίσης ότι η παραγωγή τσιγάρων δεν θεωρήθηκε ποτέ ως δραστηριότητα κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος· αφετέρου, όσον αφορά την οικονομική κατάσταση των Κάτω Χωρών, υπενθύμισε ότι ο δείκτης ανεργίας στο κράτος αυτό είναι 3,8%, δηλαδή ένας από τους χαμηλότερους της Κοινότητας. Ενόψει των δεδομένων αυτών, η άρνηση της Επιτροπής να δεχτεί ότι η τοπική ανεργία, περίπου 7%, στη ζώνη του Bergen-op-Zoom αποτελεί «διαταραχή» της οικονομίας των Κάτω Χωρών δεν μου φαίνεται επιδεκτική αμφισβητήσεως· επί πλέον, η διαταραχή αυτή, για να επιτρέψει εξαίρεση από την απαγόρευση της χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων βάσει της υπό στοιχείο β διατάξεως του εν λόγω άρθρου, θα έπρεπε να έχει «σοβαρό» χαρακτήρα.

Τέλος, όσον αφορά τη δυνατότητα εξαιρέσεως κατά την υπό στοιχείο γ διάταξη του άρθρου 92, παράγραφος 3, η οποία αναφέρεται στις ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών έχει ήδη λάβει υπόψη τη συμβολή της εν λόγω επενδύσεως για μια καλύτερη κοινωνικοοικονομική ισορροπία της περιοχής, χορηγώντας μια άλλη επιχορήγηση στο πλαίσιο του ολλανδικού συστήματος περιφερειακών ενισχύσεων. Αφετέρου, κατά την απόφαση, από την εξέταση του τομέα της παραγωγής τσιγάρων στην Κοινότητα και στις Κάτω Χώρες προκύπτει ότι η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, χωρίς παρέμβαση του κράτους, αρκεί για να εγγυηθεί την κανονική ανάπτυξη και ότι η σχεδιαζόμενη ενίσχυση δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ότι έχει ως σκοπό την προώθηση της αναπτύξεως. Απέμενε, τέλος, να διαπιστωθεί — πάντοτε κατά την υπό εξέταση διάταξη — αν η ενίσχυση αλλοιώνει ή όχι τις εμπορικές ανταλλαγές κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Κατά την Επιτρπή, οι εμπορικές ανταλλαγές θα αλλοιώνονταν, αφού η προβλεπόμενη αύξηση της παραγωγής θα προοριζόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της να εξαχθεί στα άλλα κράτη μέλη, θα γινόταν δηλαδή στο πλαίσιο γενικής επιβραδύνσεως της καταναλώσεως του εν λόγω προϊόντος.

Επί του σημείου αυτού, η μεταξύ των διαδίκων διαφωνία φαίνεται να αφορά προπάντων το βάρος της αποδείξεως. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το προσφεύγον κράτος, εφόσον υποχρεούται να αποδείξει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της εξαιρέσεως, οφείλει επίσης να αποδείξει ότι η ενίσχυση δεν αλλοιώνει τους όρους των εμπορικών ανταλλαγών κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Φυσικά, το βάρος της αποδείξεως είναι το ίδιο όσον αφορά και την άλλη θετική προϋπόθεση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ, δηλαδή την καταλληλότητα της ενισχύσεως να διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών. Η προσφεύγουσα, αντίθετα, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφαση για ποιους λόγους θεωρεί ότι η σχεδιαζόμενη ενίσχυση δεν είναι σύμφωνη προς τις προϋποθέσεις της Συνθήκης. Από την πλευρά μου, επαναλαμβάνω ότι, σύμφωνα με μια αρχή που ακολουθείται γενικά όσον αφορά τις εξαιρέσεις, το βάρος της αποδείξεως της συνδρομής των προϋποθέσεων της εξαιρέσεως το φέρει ο προσφεύγων (εν προκειμένω, το ολλανδικό κράτος).

8. 

Κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία, η προσφεύγουσα κατέκρινε τη στάση που τήρησε η Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη πράξη, λόγω του ότι, αφού της ανακοίνωσε τους λόγους που εμποδίζουν να επιτραπεί εξαίρεση από την απαγόρευση κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, δεν της έδωσε τη δυνατότητα να εκθέσει σχετικά τις παρατηρήσεις της. Η αιτίαση αυτή, σχετική με την τήρηση της αρχής του δικαιώματος ακροάσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 93, παράγραφος 2, αποτελεί εντελώς νέο λόγο ακυρώσεως σε σχέση με τους λόγους που προέβαλε η εταιρία Philip Morris Holland κατά την έγγραφη διαδικασία. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν επιχείρησε καν να δικαιολογήσει την όψιμη προβολή αυτού του λόγου, ο λόγος αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως απαράδεκτος, δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας.

9. 

Κατά συνέπεια, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που διατύπωσε η εταιρία Philip Morris Holland κατά της εν λόγω αποφάσεως στερούνται ερείσματος.

Προτείνω, επομένως, την απόρριψη της προσφυγής.


( *1 ) Γλώσσα του πρωιοτΰπσυ: η ιταλική.