ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

GERHARD REISCHL

της 13ης Δεκεμβρίου 1979 ( *1 )

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Η παρούσα διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού 803/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων (ABl. L 148 της 28ης Ιουνίου 1968, σ. 6).

Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού «για την εφαρμογή του κοινού δασμολογίου... η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων αποτελεί την κανονική τιμή», και αυτή η «κανονική τιμή» ορίζεται ως «η τιμή που μπορεί να επιτευχθεί για τα εμπορεύματα αυτά κατά το χρονικό σημείο που αναφέρεται στο άρθρο 5» (δηλαδή κατά κανόνα όταν οι τελωνειακές αρχές αποδέχονται τη δήλωση βουλήσεως του εκτελω-νίζοντος σχετικά με τον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων για τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία) «σε πώληση υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, μεταξύ αγοραστού και πωλητού, που είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους». Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα εμπορεύματα παραδίδονται στον αγοραστή στον τόπο εισόδου στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας — δηλαδή, κατά το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ, σε περίπτωση οδικής μεταφοράς στο πρώτο τελωνείο — και ότι «ο πωλητής φέρει όλα τα έξοδα, που αφορούν τη σύμβαση πωλήσεως και την

παράδοση των εμπορευμάτων στον τόπο εισόδου, και επομένως αυτά περιλαμβάνονται στην κανονική τιμή». Ως προς το τελευταίο σημείο, το άρθρο 7 του κανονισμού ορίζει ότι τα έξοδα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β, περιλαμβάνουν ιδίως τα έξοδα μεταφοράς. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 9, μπορεί η καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή ν' αναγνωριστεί ως δασμολογητέα αξία, εάν η τιμή αυτή, εφόσον είναι αναγκαίο, έχει προσαρμοστεί, ώστε να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες πωλήσεως που διαφέρουν από εκείνες, επί των οποίων στηρίζεται η κανονική τιμή. Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, μια τέτοια προσαρμογή αφορά ιδίως τα έξοδα κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2. Τέλος το άρθρο 8, παράγραφος 2 ορίζει ότι:

«Αν τα εμπορεύματα έχουν τιμολογηθεί σε ενιαία τιμή ελεύθερο στον τόπο προορισμού, η οποία αντιστοιχεί στην τιμή του τόπου της εισόδου, τότε τα έξοδα, που αναφέρονται στη μεταφορά εντός της Κοινότητας, δεν αφαιρούνται από την τιμή αυτή. Τέτοια αφαίρεση μπορεί όμως να χωρήσει, όταν αποδεικνύεται στις τελωνειακές αρχές ότι η τιμή ελεύθερο στα σύνορα θα ήταν κατώτερη από την ενιαία τιμή ελεύθερο στον τόπο προορισμού.»

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, στο διάστημα μεταξύ Μαρτίου και Νοεμβρίου 1972, αγόρασε 15 φορτία κατεψυγμένων οπωρών και λαχανικών από ουγγρική επιχείρηση. Το εμπόρευμα μεταφέρθηκε με φορτηγά της επιχειρήσεως του προμηθευτή και εκτελωνίστηκε στο τελωνείο Freilassing-Saalbrücke, στον τόπο εισόδου κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 803/68, για να τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία, ενώ η προσφεύγουσα εκπροσωπήθηκε κατά τον εκτελωνισμό από μία επιχείρηση μεταφορών. Το τελωνείο εισέπραξε κατ' αρχήν τους απαιτητούς εισαγωγικούς δασμούς βάσει των αξιών που δήλωσε η επιχείρηση μεταφορών — τιμή ελεύθερο στον τόπο προορισμού — αφού αφαίρεσε το τμήμα των εξόδων που αφορούσε την εσωτερική μεταφορά, όπως υπολογίστηκε από την εντεταλμένη επιχείρηση μεταφορών σύμφωνα με τον ισχύοντα επίσημο πίνακα κομίστρων.

Αργότερα η τελωνειακή αρχή τροποποίησε αυτές τις προσωρινής ισχύος πράξεις επιβολής δασμών και απαίτησε από την προσφεύγουσα πρόσθετο δασμό, με την αιτιολογία ότι τα εμπορεύματα, ανεξαρτήτως του τόπου προορισμού τους, παραδόθηκαν στις ίδιες τιμές και ότι επομένως επρόκειτο για ενιαίες τιμές κατά την έννοια του άρθρου 8 του κανονισμού 803/68. Το γεγονός αυτό εμπόδιζε, κατά την άποψη της εν λόγω αρχής, να ληφθούν υπόψη τα υπολογισθέντα έξοδα της εσωτερικής μεταφοράς και ν' αφαιρεθούν από τις τιμές τιμολογίου.

Κατά της πράξεως αυτής η προσφεύγουσα άσκησε ένσταση. Για να υποστηρίξει την άποψη της, ότι από τις τιμές τιμολογίου πρέπει ν' αφαιρεθεί ένα ποσό κατ' αποκο-πήν για τα έξοδα μεταφοράς, επικαλέστηκε βεβαίωση του γενικού αντιπροσώπου της ουγγρικής προμηθευτικής επιχειρήσεως, του Αυγούστου 1972, σύμφωνα με την οποία η προμηθευτική επιχείρηση είχε συμπεριλάβει στις τιμές τιμολογίου κατ' απο-κοπήν ποσό 0,062 γερμανικών μάρκων ανά χιλιόγραμμο καθαρού βάρους για τη μεταφορά εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Εκτός αυτού προσκόμισε επιστολή της ουγγρικής προμηθευτικής επιχειρήσεως, της 30ής Αυγούστου 1972, στην οποία αναφέρεται ότι:

«Είχαμε συμφωνήσει ότι οι τιμές μας ισχύουν ελεύθερο στον τόπο προορισμού στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όταν η παράδοση γίνεται με τα δικά μας φορτηγά-ψυγεία. Για λόγους ανταγωνιστικής ικανότητας μειώσαμε τις τιμές για τις μεταλύτερες αποστάσεις, ώστε να ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις για όλους τους σταθμούς. Για τη γερμανική διαδρομή μετά τα σύνορα συνυπολογίσαμε στις τιμές πωλήσεως μας κατά μέσο όρο πρόσθετο ποσό 62 γερμανικών μάρκων ανά τόνο για τη μεταφορά. Επομένως, οι τιμές μας ελεύθερο στα σύνορα είναι, κατά το ποσό αυτό, κατώτερες από τις συμφωνηθείσες τιμές ελεύθερο στον τόπο προορισμού στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.»

Το Hauptzollamt όμως απέρριψε την ένσταση με την αιτιολογία, ότι οι αναφερθείσες επιστολές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως επαρκείς αποδείξεις κατά την έννοια του άρθρου 8 του κανονισμού 803/68. Τέτοιες αποδείξεις μπορούσαν αντίθετα ν' αποτελέσουν μόνο έγγραφα που μπορούν να επαληθευτούν, όπως για παράδειγμα λογαριασμοί εξόδων μεταφοράς ή ο υπολογισμός των εξόδων που αντιστοιχούν στην εσωτερική μεταφορά.

Το Finanzgericht του Μονάχου απέρριψε την ασκηθείσα κατά της πράξεως αυτής προσφυγή, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις ενός τελωνειακού υπαλλήλου μπορούσε να θεωρηθεί αποδεδειγμένο, ότι ισχύουν ενιαίες τιμές ελεύθερο στον τόπο προορισμού για όλους τους αγοραστές της ουγγρικής προμηθευτικής εταιρίας στο ομοσπονδιακό έδαφος. Στην περίπτωση αυτή, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 803/68, επιτρέπεται η αφαίρεση των εξόδων για την εσωτερική μεταφορά μόνον όταν αποδεικνύεται ότι η τιμή ελεύθερο στα σύνορα θα ήταν κατώτερη από την ενιαία τιμή ελεύθερο στον τόπο προορισμού. Αυτό όμως δεν αποδείχθηκε στην πραγματικότητα- δεν μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ως απόδειξη η επιστολή του Αυγούστου 1972, η οποία περιέχει μόνο μεταγενέστερο ισχυρισμό που δεν μπορεί να ελεγχθεί.

Κατόπιν αυτού, η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesfinanzhof. Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 2 του κανονισμού 803/68, επισήμανε ότι απλώς διαπιστώθηκε ότι για όλους τους αγοραστές στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας ισχύει η ίδια τιμή. Η επιστολή του Αυγούστου 1972 πιστοποιεί δεσμευτικά ότι υπολογίζεται τιμή κατώτερη κατά 62 γερμανικά μάρκα ανά τόνο για τους αγοραστές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας επί παραλαβής «ελεύθερο στα σύνορα». Αυτό δεν αποτελεί αυθαίρετη έκπτωση. Το αναφερθέν ποσό αντιστοιχεί πράγματι στα νόμιμα κόμιστρα (Reichskraftwagentarif)· εκτός αυτού μπορεί ν' αποδειχθεί ότι ανταποκρίνεται περίπου στο μέσο ποσοστό που αντιστοιχεί στην εσωτερική μεταφορά, το οποίο καθορίστηκε από τη γερμανική υπηρεσία ελέγχου των κομίστρων (Frachtprüfungsstelle) σε 70 γερμανικά μάρκα ανά τόνο. Δεν είναι δυνατόν ν' απαιτηθούν περισσότερες αποδείξεις, διότι η ουγγρική προμηθευτική εταιρία αρνείται να προσκομίσει εσωτερικά έγγραφα υπολογισμού.

Το Bundesfinanzhof, με Διάταξη της 24ης Απριλίου 1979, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα ακόλουθα ερωτήματα, ζητώντας την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

«1.

Ο όρος «ενιαία τιμή ελεύθερο στον τόπο προορισμού» στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 803/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, έχει την έννοια ότι η τιμή αυτή πρέπει να είναι ενιαία για όλους τους τόπους προορισμού στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας;

2.

Εάν δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, μπορεί — και με ποιον τρόπο — να ληφθεί υπόψη ότι ενιαίες τιμές ελεύθερο στον τόπο προορισμού ισχύουν μόνο για ένα κράτος μέλος;

3.

Πώς πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ) 803/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, όσον αφορά τις απαιτήσεις σχετικά με τις αποδείξεις που πρέπει να προσκομιστούν;»

Επί των ερωτημάτων αυτών λαμβάνω την ακόλουθη θέση:

1. 

Συμφωνώ με την Επιτροπή ότι κανένας επιτακτικός λόγος δεν συνηγορεί υπέρ της απόψεως, ότι ο όρος «ενιαία τιμή ελεύθερο στον τόπο προορισμού» στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού 803/68 έχει την έννοια ότι η τιμή αυτή πρέπει να είναι ενιαία για όλους τους τόπους προορισμού στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

Σύμφωνα με το θεμελιώδη κανόνα που περιέχεται στο άρθρο 1 του κανονισμού περί δασμολογητέας αξίας, κατά τον καθορισμό της κανονικής τιμής γίνεται δεκτό ότι τα εμπορεύματα παραδίδονται στον αγοραστή στον τόπο εισόδου στο τελωνειακό έδαφος και ότι ο πωλητής φέρει τα έξοδα μεταφοράς μέχρι το σημείο αυτό. Αυτό όμως αναφέρεται μόνο στον τόπο παροχής.

Αυτό δεν σημαίνει ότι καταρχήν μόνον η τιμή που μπορεί να επιτευχθεί στον τόπο εισόδου μπορεί να θεωρηθεί δασμολογητέα αξία. Αντίθετα, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας κρίσιμος είναι ο τόπος της αγοράς και της διαμορφώσεως της τιμής· επίδραση σ' αυτό μπορεί να ασκήσει η ειδική αγορά του τόπου προορισμού με τους ιδιαίτερους παράγοντες της που επηρεάζουν τις τιμές. Όταν προκύπτει ότι σε τιμή τιμολογίου συμπεριλαμβάνονται ενδοκοινοτικά έξοδα μεταφοράς, τότε το ενδοκοινοτικό ποσοστό των εξόδων αυτών, και συγκεκριμένα των πραγματικών εξόδων μεταφοράς από τον τόπο εισόδου, πρέπει ν' αφαιρεθεί κατά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, ακριβώς διότι τα έξοδα αυτά δεν επηρεάζουν κατά κανόνα την τιμή στον τόπο προορισμού. Σε περιπτώσεις όμως σαν την προκειμένη, στις οποίες ισχύουν ίδιες τιμές σε περισσότερους τόπους προορισμού, οι οποίες μάλιστα είναι καθοριστικές στον τόπο εισόδου — πράγμα που επιτρέπει να γίνεται λόγος για ενιαία τιμή — πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον πρόκειται για περιοχή εφαρμογής ενιαίων τιμών, με ενιαίους παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές, όσον αφορά τα έξοδα μεταφοράς γίνεται συμψηφιστικός υπολογισμός. Τα πραγματικά έξοδα μεταφοράς δεν κατανέμονται ανάλογα με την απόσταση από τον τόπο διελεύσεως των συνόρων ή από τον τόπο εισόδου, αντίθετα — αυτό δε είναι αποτέλεσμα της ενιαίας διαμορφώσεως των τιμών — τα έξοδα μεταφοράς σε απομακρυσμένο τόπο προορισμού επιβαρύνουν εν μέρει τους παραλήπτες πιο κοντινών τόπων προορισμού. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι, επομένως, γνωστά τα έξοδα μεταφοράς που πράγματι περιέχονται στην τιμή, τα οποία μόνο μπορούν ν' αφαιρεθούν ως μη ανήκοντα στη δασμολογητέα αξία, διότι εξαρτώνται από την απόσταση όλων των αγοραστών από τον τόπο αποστολής, από τις συνολικά παραδοθείσες ποσότητες και τους ενδεχόμενα διαφορετικούς τόπους διελεύσεως των συνόρων.

Για το λόγο αυτό, δηλαδή βάσει καθαρά πραγματικών εκτιμήσεων, όρισε το άρθρο 8 του κανονισμού 803/68 ότι σε τέτοια περίπτωση κατ' αρχήν δεν αφαιρούνται τα έξοδα μεταφοράς, εκτός αν προσαχθούν ιδιαίτερες αποδείξεις, ζήτημα που θα εξετάσω αργότερα.

Προφανώς όμως αυτό συμβαίνει όταν η τιμή ελεύθερο στον απομακρυσμένο από τα σύνορα τόπο προορισμού είναι εξίσου υψηλή με την τιμή στον τόπο εισόδου και όταν δεν χωρεί αμφιβολία ότι πρόκειται για περιοχή εφαρμογής ενιαίων τιμών, δεν πρόκειται δηλαδή για διαφορετικές αγορές. Επομένως, δεν μπορεί να έχει σημασία, εάν η τιμή είναι εξίσου υψηλή και σε όλους τους άλλους τόπους προορισμού σε ολόκληρη την Κοινότητα. Στην Κοινότητα μπορεί να υπάρχουν περισσότερες ζώνες τιμών — επ' αυτού μπορεί να γίνει παραπομπή στη γνωμοδότηση XXVII του Συμβουλίου Τελωνειακής Συνεργασίας — και δεν υπάρχει διάταξη του τελωνειακού δικαίου της Κοινότητας που να ορίζει ότι η τελωνειακή αρχή υποχρεούται, για την εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού 803/68, να καθορίσει τα όρια της περιοχής εφαρμογής ενιαίας τιμής, όταν δεν εξαρτάται από αυτό η κρίση της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

Με αυτό το πνεύμα πρέπει να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα του Bundesfinanzhof.

2. 

Αν δοθεί αυτή η απάντηση στο πρώτο ερώτημα — και στο σημείο αυτό έχει δίκαιο η Επιτροπή — παρέλκει προφανώς η εξέταση του δευτέρου ερωτήματος, διότι αυτό υποβλήθηκε μόνο για την περίπτωση κατά την οποία στον όρο «ενιαία τιμή ελεύθερο στον τόπο προορισμού» δοθεί η έννοια ομοιομορφίας σε ολόκληρο το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

3. 

Το τρίτο ερώτημα, τέλος, αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 803/68, στο μέτρο που είναι, παρ' όλα αυτά, δυνατή η αφαίρεση των εξόδων της μεταφοράς εντός της Κοινότητας από την τιμή τιμολογίου, «όταν αποδεικνύεται στις τελωνειακές αρχές ότι η τιμή ελεύθερο στα σύνορα θα ήταν κατώτερη από την ενιαία τιμή ελεύθερο στον τόπο προορισμού».

Επ' αυτού η Επιτροπή υποστήριξε, πειστικά κατά τη γνώμη μου, ότι, ακόμη κι αν μπορεί να γίνει λόγος μόνο για αφαίρεση των πραγματικών εξόδων μεταφοράς από τον τόπο εισόδου μέχρι τον τόπο προορισμού — διότι κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β του κανονισμού 803/68 πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο πωλητής φέρει όλα τα έξοδα που αναφέρονται στην παράδοση των εμπορευμάτων στον τόπο εισόδου — πάντως ορθά αποδίδεται σημασία στην απόδειξη συγκεκριμένης τιμής ελεύθερο στα σύνορα, δηλαδή τιμής που περιλαμβάνει όλα τα έξοδα μέχρι τα σύνορα. Αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι για την κανονική τιμή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές εμπορικές συνθήκες της συναλλαγής, δεν είναι δηλαδή κρίσιμη μια πλασματική τιμή του τόπου εισόδου.

Η απαιτούμενη απόδειξη πρέπει περαιτέρω — και αυτό μου φαίνεται επίσης σαφές — να διεξαχθεί για τους αγοραστές της συγκεκριμένης περιπτώσεως και τις συγκεκριμένες συναλλαγές τους, για τις οποίες σημασία έχει ορισμένος τόπος εισόδου.

Ως προς αυτό πρέπει ν' αποδειχθεί ποια πραγματικά υπολογισμένα έξοδα μεταφοράς εντός της Κοινότητας περιέχει η τιμή τιμολογίου, το σχετικό δε βάρος αποδείξεως το φέρει ο εισαγωγέας. Σύμφωνα με αυτά είναι επίσης σαφές ότι σε περίπτωση συμψηφιστικού υπολογισμού και επειδή το άρθρο 8, παράγραφος 2 του κανονισμού 803/68 κωλύει την αφαίρεση πολύ υψηλών εξόδων μεταφοράς, δεν είναι αρκετή η αναφορά των γενικώς ισχυόντων κομίστρων ή των μέσων εξόδων μεταφοράς. Αντίθετα, απαιτούνται αποδείξεις που να καθιστούν φανερό τον πραγματικό υπολογισμό, και ως τέτοιες μπορούν να θεωρηθούν επίσης οι συμβάσεις και τα τιμολόγια για παραδόσεις σε άλλους αγοραστές, δεσμευτικές προσφορές, άλλη σχετική αλληλογραφία ή καταθέσεις μαρτύρων.

Εκτός αυτού, το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν ορίζει τίποτα για την αποδεικτική διαδικασία. Ως προς αυτό πρέπει να γίνει παραπομπή στους εθνικούς κανόνες.

Διά των κανόνων αυτών πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να είναι σε κάθε περίπτωση δικαιολογημένη η πεποίθηση της αρμόδιας αρχής για την ακρίβεια ορισμένης αφαιρέσεως, πράγμα το οποίο, βέβαια — αν οι απαιτήσεις δεν είναι υπερβολικές — μπορεί να επιτευχθεί και με τη βοήθεια μεταγενεστέρων διευκρινίσεων, με τη συνεργασία του προμηθευτού.

4. 

Επομένως, στα ερωτήματα του Bundesfinanzhof, μπορεί να δοθεί η ακόλουθη συνολική απάντηση:

α)

Ο όρος «ενιαία τιμή ελεύθερο στον τόπο προορισμού» στο άρθρο 8, παράγραφος 2 του κανονισμού 803/68 δεν έχει την έννοια, ότι η τιμή αυτή πρέπει να είναι ενιαία για όλους τους τόπους προορισμού στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

β)

Το κοινοτικό δίκαιο δεν ρυθμίζει πώς πρέπει να διεξαχθούν οι αποδείξεις, που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2 του κανονισμού 803/68. Είναι έργο των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων να κρίνουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν έχει αποδειχθεί ότι για τον ενδιαφερόμενο εισαγωγέα η τιμή ελεύθερο στα σύνορα θα ήταν κατώτερη από την ενιαία τιμή ελεύθερο στον τόπο προορισμού. Δεν πρέπει ν' αποκλείεται η μεταγενέστερη συνεργασία του προμηθευτού για το σκοπό αυτό.


( *1 ) Γλώσσα τσυ πρωτοτύπου: η γερμανική.