ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 27ης Φεβρουαρίου 1980 ( *1 )

Στην υπόθεση 170/78,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Anthony McClellan, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το νομικό της σύμβουλο Mario Cervino, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

προσφεύγουσα

υποστηριζόμενη από την

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη, για την έγγραφη διαδικασία, από τον πρεσβευτή Adolfo Maresca, επικουρούμενο από το Mario Fanelli, Avvocato dello Stato, και για την προφορική διαδικασία από τον Ivo Maria Braguglia, Avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της πρεσβείας της Ιταλίας,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενου από τον R. D. Munrow, Assistant Treasury Solicitor, επικουρούμενο από τον Harry Woolf, του Inner Tempe, barrister, και τον Peter Archer, Q.C., του Grey's Inn, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της πρεσβείας του Ηνωμένου Βασιλείου,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, παραλείποντας να καταργήσει ή να τροποποιήσει τις εθνικές διατάξεις περί φόρου καταναλώσεως επί των ελαφρών, μη αφρωδών οίνων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 95, εδάφιο 2, της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, Α. O'Keeffe και Α. Touffait, προέδρους τμήματος, J. Mertens de Wilmars, Ρ. Pescatore, Mackenzie Stuart, G. Bosco, T. Koopmans και Ο. Due, δικαστές

γενικός εισαγγελέας: G. Reischl

γραμματέας: Α. Van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1

Με δικόγραφο της 7ης Αυγούστου 1978, η Επιτροπή άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, επιβάλλοντας στους ελαφρούς οίνους από νωπά σταφύλια (αποκαλούμενους στο εξής «οίνους») με φόρο καταναλώσεως σχετικά υψηλότερο από το φόρο που πλήττει την μπύρα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 95, εδάφιο 2, της Συνθήκης ΕΟΚ.

2

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι πριν από την προσχώρηση στην Κοινότητα, το Ηνωμένο Βασίλειο επέβαλε δασμό επί των εισαγωγών οίνου και μπύρας. Με την απόφαση 73/189, της 27ης Φεβρουαρίου 1973 (OJ. L 197, σ. 7) που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 38 της Πράξης Προσχώρησης, η Επιτροπή επέτρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο να διατηρήσει επί μια συμπληρωματική περίοδο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1976 το φορολογικό στοιχείο των εν λόγω δασμών. Τα στοιχεία αυτά μετατράπηκαν στη συνέχεια σε φόρους καταναλώσεως εφαρμοζόμενους χωρίς διάκριση καταγωγής των προϊόντων. Κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο οι φορολογικοί συντελεστές κυμάνθηκαν αφενός μεν λόγω τροποποιήσεως της φορολογικής νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου, αφετέρου δε της συνακόλουθης εισαγωγής του φόρου προστιθεμένης αξίας. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ως αποτέλεσμα των αλλεπαλλήλων αυτών τροποποιήσεων, ο φορολογικός συντελεστής του οίνου είναι σαφώς ανώτερος από το επίπεδο του φορολογικού στοιχείου που είχε επιτραπεί το 1973 και ότι επιπλέον υπέστη έντονη αύξηση σε σχέση με το φορολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται στη μπύρα. Η Επιτροπή κρίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ανταγωνιστικής σχέσεως που υφίσταται μεταξύ των δύο αυτών προϊόντων, το ισχύον φορολογικό σύστημα στο Ηνωμένο Βασίλειο εισάγει διακρίσεις και υπό την ιδιότητα του αυτή είναι ικανό να παράσχει έμμεση προστασία στην εθνική παραγωγή μπύρας.

3

Ουσιαστικά, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά που προβάλλει η Επιτροπή, ειδικότερα όσον αφορά την εξέλιξη των φορολογικών συντελεστών. Αμφισβητεί όμως ότι η εφαρμογή των επίμαχων φορολογικών διατάξεων μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη προς τις απαιτήσεις της Συνθήκης. Η εν λόγω κυβέρνηση ισχυρίζεται αφενός ότι ο οίνος και η μπύρα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ανταγωνιστικά ποτά και ότι ελλείπει, συνεπώς, η σχέση υποκαταστάσεως, η οποία αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 95, εδάφιο 2. Αφετέρου, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι αναγνωρίζεται δυνατότητα υποκαταστάσεως μεταξύ των δύο εν λόγω ποτών, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι το φορολογικό σύστημα που εφαρμόζεται στους οίνους δεν έχει χαρακτήρα προστατευτικό κατά την έννοια του άρθρου 95, εδάφιο 2.

4

Δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία των διαδίκων εμφανίζει ορισμένες διαφορές απόψεων όσον αφορά το περιεχόμενο και την ερμηνεία του άρθρου 95, το Δικαστήριο θα ερευνήσει προκαταρκτικά τα ζητήματα αυτά πριν εισέλθει στην εξέταση των ισχυρισμών των διαδίκων.

Επί της ερμηνείας του άρθρου 95

5

Το άρθρο 95 έχει ως σκοπό, στο σύνολο του, να εξαλείψει τις παραβιάσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των κανονικών προϋποθέσεων ανταγωνισμού μεταξύ κρατών μελών που διενεργούνται με την εφαρμογή εσωτερικής φορολογίας, η οποία εισάγει διακρίσεις ή έχει χαρακτήρα προστατευτικό. Προς το σκοπό αυτό απαγορεύει το εδάφιο 1 κάθε φορολογική διάταξη, το αποτέλεσμα της οποίας θα ήταν η βαρύτερη φορολογία, με οποιοδήποτε φορολογικό μηχανισμό, των εισαγομένων προϊόντων σε σύγκριση με τα ομοειδή εθνικά προϊόντα. Το εδάφιο 2 εφαρμόζεται στη φορολογική μεταχείριση προϊόντων, τα οποία, χωρίς να ανταποκρίνονται στο κριτήριο του ομοειδούς, βρίσκονται όμως σε ανταγωνισμό, είτε μερικό είτε δυνατό, με ορισμένες παραγωγές του κράτους εισαγωγής.

6

Για να προσδιοριστεί η ύπαρξη σχέσεως ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 95, εδάφιο 2, πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι μόνο η τωρινή κατάσταση της αγοράς, αλλά επίσης οι δυνατότητες εξελίξεως εντός του πλαισίου της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων σε κοινοτικό επίπεδο και οι νέες δυνατότητες υποκαταστάσεως προϊόντων, τις οποίες μπορεί να αποκαλύψει η περαιτέρω ένταση των εμπορικών ανταλλαγών, κατά τρόπον ώστε να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες συμπληρώσεως μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών, σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 2 της Συνθήκης.

7

Όταν μεταξύ ενός εισαγομένου προϊόντος και ενός εθνικού προϊόντος υφίσταται σχέση ανταγωνισμού σαν κι αυτή που περιγράφηκε ανωτέρω, το άρθρο 95, εδάφιο 2, απαγορεύει τις φορολογικές πρακτικές, «η φύση των οποίων οδηγεί έμμεσα στην προστασία» της παραγωγής του κράτους μέλους εισαγωγής.

8

Όπως προκύπτει από την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, οι διάδικοι δεν είναι απολύτως σύμφωνοι για τις προϋποθέσεις εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση της διατάξεως αυτής. Η Επιτροπή προσπάθησε προπαντός να αποδείξει την ανομοιότητα της φορολογικής επιβαρύνσεως των εν λόγω προϊόντων. Εξάλλου, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παρατηρεί ότι όσον αφορά την περίπτωση του εδαφίου 2 του άρθρου 95 δεν αρκεί να αποδειχθεί η ύπαρξη διαφοράς φορολογίας, αλλά ότι η Συνθήκη απαιτεί να αποδειχθεί η ύπαρξη προστατευτικού αποτελέσματος του εν λόγω φορολογικού συστήματος. Θεωρεί δε ότι τέτοια απόδειξη δεν προσκομίστηκε.

9

Είναι αληθές ότι όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των φορολογικών πρακτικών που απαγορεύονται από το άρθρο 95, το εδάφιο 1 και το εδάφιο 2 θέτουν διαφορετικές προϋποθέσεις. Όσον αφορά το εδάφιο 1, εφόσον πρόκειται για ομοειδή προϊόντα και, επομένως, για προϊόντα καθ' υπόθεση ευρέως συγκρίσιμα, η απαγόρευση εφαρμόζεται όταν ένας φορολογικός μηχανισμός είναι ικανός να πλήξει βαρύτερα το εισαγόμενο προϊόν απ' ό,τι το εθνικό προϊόν. Αντιθέτως, το εδάφιο 2, λαμβανομένης υπόψη ακριβώς της δυσκολίας αποδείξεως αρκετά ακριβών συγκρίσεων μεταξύ των εν λόγω προϊόντων, χρησιμοποιεί γενικότερο κριτήριο, δηλαδή τον εμμέσως προστατευτικό χαρακτήρα ενός εσωτερικού φορολογικού συστήματος.

10

Πρέπει, όμως, να υπογραμμιστεί ότι η προαναφερθείσα διάταξη προσκολλάται στη «φύση» του εν λόγω φορολογικού συστήματος, έτσι ώστε να μην απαιτείται προσκόμιση κάθε φορά στατιστικής αποδείξεως ενός προστατευτικού αποτελέσματος. Για την εφαρμογή του άρθρου 95, εδάφιο 2, αρκεί να αποδειχθεί ότι ορισμένος φορολογικός μηχανισμός, ενόψει των δικών του χαρακτηριστικών, είναι ικανός να επιφέρει το προστατευτικό αποτέλεσμα που αναφέρεται στη Συνθήκη. Χωρίς να παραγνωρίζεται, επομένως, η σημασία των στοιχείων εκτιμήσεως που μπορούν να συναχθούν από τα στατιστικά δεδομένα τα οποία επιτρέπουν να εκτιμηθεί το αποτέλεσμα συγκεκριμένης φορολογικής ρυθμίσεως, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή να προσκομίσει αριθμητικά αποδεικτικά στοιχεία για τη συγκεκριμένη ύπαρξη του προστατευτικού αποτελέσματος του επιτιμούμενου φορολογικού συστήματος.

11

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλουν οι διάδικοι πρέπει, επομένως, να κριθούν υπό το φως αυτής της ερμηνείας του άρθρου 95.

Επί του ζητήματος του ανταγωνισμού μεταξύ του οίνου και της μπύρας

12

Κατά την άποψη της Επιτροπής, υφίσταται σχέση ανταγωνισμού και, συνεπώς, δυνατότητα υποκαταστάσεως του οίνου και της μπύρας, υπαρκτής για ορισμένους καταναλωτές, τουλάχιστον δε δυνατής για τους λοιπούς. Πράγματι, τα δύο ποτά ανήκουν στην ίδια κατηγορία οινοπνευματωδών ποτών, προέρχονται δε από τη φυσική ζύμωση· τόσο το ένα, όσο και το άλλο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους ίδιους σκοπούς, ως ποτά δροσιστικά ή για να συνοδεύσουν τα γεύματα. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αμφισβητεί αυτή τη μορφή θεωρήσεως του ζητήματος. Χωρίς να αρνείται τα κοινά χαρακτηριστικά των δύο ποτών, υπογραμμίζει ότι και τα δύο προέρχονται από διαδικασίες παρασκευής τελείως διαφορετικές. Ο αλκοολικός τίτλος του οίνου είναι τριπλάσιος (11 έως 12 βαθμούς) από εκείνον της μπύρας (3 βαθμοί κατά μέσον όρο). Η διάρθρωση των τιμών των δύο προϊόντων διαφέρει τελείως, δεδομένου ότι ο οίνος είναι προϊόν κατά πολύ ακιρβότερο από τη μπύρα. Όσον αφορά τις συνήθειες καταναλώσεως, η καθής κυβέρνηση εκθέτει ότι, σύμφωνα με παγιωμένη από μακρού παράδοση στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μπύρα αποτελεί λαϊκό ποτό, που καταναλίσκεται κατά προτίμηση σε δημόσιους χώρους ή σε συνδυασμό με την εργασία· η οικιακή κατανάλωση και η κατανάλωση με τα γεύματα είναι αμελητέα. Αντιθέτως, η κατανάλωση του οίνου έχει χαρακτήρα εξαιρετικό και ειδικό από άποψη κοινωνικών συνηθειών.

13

Το Δικαστήριο κρίνει ότι η άποψη της Επιτροπής στηρίζεται στο ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι, σε ορισμένο μέτρο, τα δύο εν λόγω ποτά μπορούν να καλύπτουν τις ίδιες ανάγκες, έτσι ώστε να πρέπει να γίνει δεκτός ορισμένος βαθμός υποκαταστάσεως μεταξύ τους. Για να υπολογιστεί ο βαθμός δυνατής υποκαταστάσεως δεν θα πρέπει να περιοριστεί η έρευνα στις συνήθειες της καταναλώσεως που υφίστανται σε ένα κράτος μέλος ή σε ορισμένη περιοχή. Πράγματι, οι συνήθειες αυτές, οι οποίες ποικίλουν σημαντικά από απόψεως χρόνου και χώρου, δεν μπορούν να θεωρηθούν αμετακίνητα δεδομένα· επομένως, η φορολογική πολιτική ενός κράτους μέλους δεν πρέπει να παγώσει ορισμένες συνήθειες καταναλώσεως για να σταθεροποιήσει ένα κεκτημένο πλεονέκτημα των εθνικών βιομηχανιών που αποβλέπουν στην ικανοποίηση αυτών των συνηθειών.

14

Θα πρέπει, όμως, συγχρόνως να αναγνωριστούν, όπως τις αναγνωρίζει και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, οι σημαντικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ του οίνου και της μπύρας από την άποψη της διαδικασίας παρασκευής και των φυσικών ιδιοτήτων των ποτών αυτών. Ο οίνος είναι γεωργικό προϊόν, το οποίο παράγεται με εντατικές μεθόδους καλλιέργειας, συνδέεται δε στενά με την εδαφική ιδιοκτησία και τις κλιματικές συνθήκες και για το λόγο αυτό περιλαμβάνει χαρακτηριστικά άκρας ποικιλίας, ενώ η μπύρα, η οποία παρασκευάζεται από πρώτες ύλες λιγότερο ευαίσθητες έναντι των μεταβλητών αυτών στοιχείων, προσφέρεται συγχρόνως καλύτερα στις βιομηχανικές μεθόδους παρασκευής. Η διαφορά των προϋποθέσεων παραγωγής επιφέρει, για τα δύο αυτά προϊόντα, τόσο διαφορετικές διαρθρώσεις τιμών, ώστε παρά τη σχέση ανταγωνισμού μεταξύ των δύο τελικών προϊόντων, να εμφαίζονται ιδιαιτέρως δυσχερείς οι συγκρίσεις από άποψη φορολογική.

15

Οι διαφορές αυτές μεταξύ των δύο προϊόντων αποκαλύπτει μια άποψη του προβλήματος, η οποία αποτελεί προηγούμενο για κάθε νομική εκτίμηση και η οποία δεν έχει ληφθεί υπόψη. Πράγματι, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε στο Δικαστήριο, η Επιτροπή φαίνεται να δέχεται σιωπηρά ότι στη συνήθη σχέση ανταγωνισμού ο οίνος και η μπύρα θα πρέπει να έχουν τα ίδια φορολογικά βάρη. Με αυτή τη σκέψη φαίνεται ότι διαπνέεται και η πρόταση οδηγίας περί εναρμονισμένου φόρου καταναλώσεως επί του οίνου, την οποία υπέβαλε η Επιτροπή στο Συμβούλιο το 1972 (OJ C 43, σ. 32). Στο προοίμιο αυτής της προτάσεως διαπιστώνει η Επιτροπή «διαταραχές του ανταγωνισμού», οι οποίες οφείλονται στην έλλειψη φόρου καταναλώσεως επί του οίνου σε διάφορα κράτη μέλη. Πιο πρόσφατα, στην απάντηση που έδωσε η Επιτροπή στις 4 Ιανουαρίου 1978 (OJ C 42, σ. 35), στην κοινοβουλευτική ερώτηση 756/77 του Pisoni, παρέθεσε συγκριτικό πίνακα, ο οποίος δείχνει ότι στις οινοπαραγωγικές χώρες της Κοινότητας η παραγωγή οίνου απαλλάσσεται τελείως από φόρους καταναλώσεως ή υποβάλλεται σε καθαρά ονομαστικό φόρο καταναλώσεως, ενώ στα εν λόγω κράτη φαίνεται ότι η μπύρα υποβάλλεται σε φορολογία. Η Επιτροπή δεν δήλωσε ποια θα ήταν, κατά τη γνώμη της, η σχέση της προσήκουσας φορολογίας μεταξύ των δύο προϊόντων, τα οποία θεωρεί ανταγωνιστικά. Επομένως, η αντιμετώπιση του προκαταρκτικού αυτού ζητήματος κατά τρόπο που να μπορούν να εκτιμηθούν με αρκετή βεβαιότητα τα αποτελέσματα μιας αποφάσεως του Δικαστηρίου για τη φορολογική μεταχείριση των δύο προϊόντων σ' ολόκληρη την Κοινότητα φαίνεται ότι αποτελεί προϋπόθεση της λύσεως της διαφοράς στη δίκη που στρέφεται κατά του Ηνωμένου Βασιλείου.

Επί της μεθόδου συγκρίσεως των δύο προϊόντων

16

Τόσο στην αιτιολογημένη γνώμη όσο και στο δικόγραφο της προσφυγής η Επιτροπή τονίζει προπαντός το γεγονός ότι επί ίσου όγκου ο οίνος υπόκειται στο Ηνωμένο Βασίλειο σε φορολογική επιβάρυνση, η οποία είναι περίπου πενταπλάσια της επιβαρύνσεως που πλήττει τη μπύρα. Το συγκριτικό αυτό στοιχείο αμφισβητήθηκε ζωηρά από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω του ότι πρόκειται για δύο προϊόντα με διαφορετικό περιεχόμενο οινοπνεύματος· κατόπιν αυτού η Επιτροπή πρότεινε άλλα κριτήρια συγκρίσεως: αφενός μεν το περιεχόμενο σε οινόπνευμα ανά μονάδα όγκου, οπότε εμφανίζεται ακόμη βαρύτερη φορολογία για τον οίνο, περίπου 50%· αφετέρου δε, τη σχέση μεταξύ του φορολογικού στοιχείου και της τιμής του εμπορεύματος με την οποία προσφέρεται στον καταναλωτή. Με την τελευταία αυτή μέθοδο συγκρίσεως εμφανίζεται επίσης δυσμενής διάκριση εις βάρος του οίνου. Όλα αυτά τα συγκριτικά κριτήρια αμφισβητούνται από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία θεωρεί ότι αν θελήσει κανείς να στηριχτεί απλώς και μόνο στον όγκο, θα πρέπει να συγκριθούν τα μέτρα με τα οποία προσφέρονται συνήθως τα δύο είδη ποτών στην κατανάλωση, δηλαδή «το ποτήρι κρασιού» και «το ποτήρι μπύρας»· αυτές οι δύο τυπικές μονάδες καταναλώσεως υπόκεινται στην ίδια περίπου φορολογική επιβάρυνση.

17

Κατά το πέρας της προφορικής διαδικασίας το Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να εκθέσουν την άποψη τους βάσει υπολογισμού, ο οποίος να επιτρέπει να γίνει σύγκριση μεταξύ των φορολογικών επιβαρύνσεων που υφίστανται τα επίμαχα προϊόντα. Οι παρασχεθείσες εξηγήσεις αποδεικνύουν ότι ούτε η λήψη υπόψη του όγκου απλώς και μόνο των δύο ποτών ούτε η σύγκριση μεταξύ των τυπικών μονάδων καταναλώσεως μπορούν να παράσχουν ικανοποιητική βάση συγκρίσεως. Το ίδιο ισχύει και για τη σύγκριση που γίνεται βάσει της φορολογικής επιβαρύνσεως της τιμής πωλήσεως των δύο ειδών ποτών, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι είναι σχετικά εύκολος ο καθορισμός μέσης τιμής για την μπύρα, ενώ είναι δυσχερής ο καθορισμός βάσεως αντιπροσωπευτικής συγκρίσεως για τους οίνους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από πολύ ευρύ φάσμα τιμών.

18

Μεταξύ των κριτηρίων που προτάθηκαν από τους διαδίκους το μόνο στοιχείο που μπορεί να επιτρέψει κατάλληλη σύγκριση, έστω και όχι απολύτως αντικειμενική, συνίσταται επομένως στην εκτίμηση της φορολογικής επιβαρύνσεως σε σχέση με το βαθμό οινοπνεύματος των εν λόγω ποτών. Αν ληφθεί υπόψη αυτό το κριτήριο, τότε αποδεικνύεται ότι ο οίνος υποβάλλεται ήδη στο Ηνωμένο Βασίλειο σε φορολογία περίπου 50% ανώτερη από τη φορολογία της μπύρας, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για ποτά τα οποία περιέχουν, αντιστοίχως, 11 βαθμούς έως 12 βαθμούς και 3 βαθμούς έως 3,7 βαθμούς οινοπνεύματος. Έτσι όμως η φορολογική επιβάρυνση στην οποία υποβάλλονται τα δύο προϊόντα δεν είναι ίση, μολονότι η διαφορά, σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, δεν είναι τόσο σημαντική όπως εμφανίζεται με τους πρώτους ισχυρισμούς της Επιτροπής, οι οποίοι στηρίζονται μόνο στη σύγκριση των όγκων. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι, κατά την άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως, η διαφορά στην πραγματικότητα είναι πιο σημαντική, δεδομένου ότι οι κοινοί επιτραπέζιοι οίνοι, δηλαδή ακριβώς εκείνοι οι οίνοι που μπορούν να συναγωνιστούν τη μπύρα, έχουν περιεχόμενο οινοπνεύματος μόνον 9 βαθμούς ή 10 βαθμούς, πράγμα που αφήνει περιθώριο δυσμενούς διακρίσεως περίπου 125% ή 100%.

19

Συμπερασματικά και υπό την επιφύλαξη αυτών που ελέχθησαν πιο πάνω για τον καθορισμό σχέσεως προσήκουσας φορολογίας μεταξύ των δύο προϊόντων, μπορεί να γίνει δεκτό ότι, σύμφωνα με το μόνο κριτήριο που επιτρέπει, έστω και κατά τρόπο ατελή, να γίνει αντικειμενική σύγκριση μεταξύ των συντελεστών φορολογίας που εφαρμόζονται αντίστοιχα στον οίνο και στη μπύρα, στο Ηνωμένο Βασίλειο επιβάλλεται στον οίνο σχετικά βαρύτερος φόρος απ' ό,τι στην μπύρα.

Επί του ζητήματος του προστατευτικού χαρακτήρα του επίδικου φορολογικού συστήματος

20

Σχετικά με το ζήτημα αυτό η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι, κατά το άρθρο 95, εδάφιο 2, η Επιτροπή έπρεπε να ερευνήσει το ζήτημα αν το επιτιμώμενο φορολογικό σύστημα έχει προστατευτικό χαρακτήρα για την εθνική παραγωγή μπύρας. Η Επιτροπή, αντί: να προσκομίσει τέτοια απόδειξη, προσπάθησε αποκλειστικά να αποδείξει την ανομοιότητα της φορολογικής επιβαρύνσεως στην οποία υποβάλλονται τα δύο αυτά προϊόντα. Επομένως, κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το επιτιμώμενο φορολογικό σύστημα δεν εμπόδισε την αύξηση των εισαγωγών οίνου κατά την οικεία περίοδο και οι επελθούσες μεταβολές του φορολογικού συντελεστή δεν είχαν καμιά αισθητή επίπτωση στους αριθμούς καταναλώσεως, έτσι ώστε να μην μπορεί να υποστηριχθεί ότι το εφαρμοζόμενο φορολογικό σύστημα είχε προστατευτική ενέργεια.

21

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η σύγκριση των όγκων πωλήσεως οίνου σε άλλες αγορές, ειδικότερα στις χώρες της Benelux, αποδεικνύει ότι η εμπορία του ίδιου προϊόντος εμποδίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο λόγω του επιδίκου φορολογικού συστήματος. Επικρίνει δε προπαντός, υπό το πρίσμα αυτό, το γεγονός ότι κατόπιν της προσχωρήσεως του στην Κοινότητα, το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τη στιγμή της μετατροπής των παλαιών δασμών σε φόρο καταναλώσεως, ανέβασε βαθμηδόν τον ισχύοντα φόρο επί των οίνων σε ποσοστό ανώτερο από το φόρο που επέβαλε στην μπύρα, ενώ προηγουμένως ο οίνος απελάμβανε επί μακρόν ορισμένα φορολογικά πλεονεκτήματα και ότι τα δύο προϊόντα βρίσκονταν περίπου στην ίδια κατάσταση από φορολογική άποψη κατά το χρόνο της προσχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κοινότητα. Συγκρίνοντας το ύψος της φορολογίας των δύο προϊόντων κατά την 1η Ιανουαρίου 1973 και κατά το χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, βάσει των στοιχείων που προσκόμισε αυτή η ίδια η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Επιτροπή διαπίστωσε για τον οίνο αύξηση της φορολογίας κατά 102%, ενώ για την μπύρα μόνον 59%.

22

Κατά την Επιτροπή, η εξέλιξη αυτή ανταποκρίνεται άλλωστε στη διαπιστωθείσα τάση σε περισσότερα κράτη μέλη. Ακριβώς για να σταματήσει αυτή την εξέλιξη εξέδωσε η Επιτροπή στις 5 Δεκεμβρίου 1975 τη σύσταση 76/2, περί φορολογήσεως των οίνων (OJ 1976, L 2, σ. 13), επισύροντας την προσοχή επί των επιζήμιων επιπτώσεων της εξελίξεως αυτής στην εμπορία των οίνων στην Κοινότητα και κάνοντας έκκληση στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να μειώσουν αισθητά τους συντελεστές στο φόρο καταναλώσεως που είχαν επιβάλει και τουλάχιστον να απαρνηθούν κάθε αύξηση των φόρων που ήδη εισπράττουν. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έλαβε καθόλου υπόψη του τη σύσταση αυτή. Η Επιτροπή προσέθεσε κατά τη διαδικασία ότι ανησυχεί μήπως με την υπερβολική φορολογία που ισχύει σε ορισμένα κράτη μέλη, προσδοθεί ο χαρακτήρας «προϊόντος πολυτελείας» σε ένα εμπόρευμα, το οποίο αποτελεί προϊόν συνήθους καταναλώσεως στα λοιπά κράτη.

23

Το Δικαστήριο κρίνει ότι η συγκριτική έρευνα της εξελίξεως των δύο επιδίκων φορολογικών συστημάτων αποκαλύπτει μια τάση προστατευτική για τις εισαγωγές οίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ενόψει όμως των αβεβαιοτήτων που υφίστανται επί του θέματος αυτού τόσο όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ οίνου και μπύρας, όσο και ως προς το ζήτημα της σχέσεως της προσήκουσας φορολογίας των δύο προϊόντων, στην προοπτική όλης της Κοινότητας, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν είναι σε θέση να κρίνει τώρα επί της παραβάσεως που αποδίδεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατόπιν αυτού, καλεί την Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο να επαναλάβουν την έρευνα του επιδίκου ζητήματος υπό το φως των σκέψεων που προηγήθηκαν και να υποβάλουν έκθεση στο Δικαστήριο εντός ορισμένης προθεσμίας είτε για οποιαδήποτε λύση της διαφοράς στην οποία θα κατέληγαν, είτε για τις αντίστοιχες απόψεις τους, λαμβάνοντας υπόψη τα νομικά στοιχεία που απορρέουν από την παρούσα απόφαση. Στην παρεμβαίνουσα θα δοθεί η ευκαιρία να υποβάλει στο Δικαστήριο τις παρατηρήσεις της στον κατάλληλο χρόνο.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

πριν αποφανθεί επί της προσφυγής λόγω παραβάσεως που ασκήθηκε από την Επιτροπή, αποφασίζει:

 

Οι διάδικοι θα επανεξετάσουν το αντικείμενο της διαφοράς υπό το φως των νομικών σκέψεων της παρούσας απόφασης και θα υποβάλουν έκθεση στο Δικαστήριο επί του αποτελέσματος αυτής της έρευνας μέχρντης 31ης Δεκεμβρίου 1980. Το Δικαστήριο θα αποφασίσει οριστικά μετά την ημερομηνία αυτή ενόψει των εκθέσεων που θα του έχουν υποβληθεί ή και ελλείψει αυτών.

 

Kutscher

O'Keeffe

Touffait

Mertens de Wilmars

Pescatore

Mackenzie Stuart

Bosco

Koopmans

Due

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Φεβρουαρίου 1980.

Ο Γραμματέας

Α. Van Houtte

Ο Πρόεδρος

Η. Kutscher


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.