ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 18ης Οκτωβρίου 1979 ( *1 )

Στην υπόθεση 125/78,

GEMA, Gesellschaft für musikalische Aufführungs- und mechanische Vervielfältigungsrechte, Herzog-Wilhelm-Straße 29, εκπροσωπούμενη από τον Ernest Arendt, δικηγόρο Λουξεμβούργου και με αντίκλητο τον ίδιο,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από το νομικό της σύμβουλο Erich Zimmermann, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το Mario Cervino, νομικό σύμβουλο της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, Plateau de Kirchberg,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Compagnie Luxembourgeoise de Télédiffusion SA, εκπροσωπούμενη από το γενικό διευθυντή της, Dr Gustave Graas, Villa Louvigny, Parc Municipal, Λουξεμβούργο, επικουρούμενη από τον καθηγητή Arved Deringer, με αντίκλητο το δικηγόρο Jacques Loesch, 2, rue Goethe, Λουξεμβούργο,

και

την Radio Music International Sarl, εκπροσωπούμενη από το γενικό διευθυντή της Dr Gustave Graas, και επικουρούμενη από τον καθηγητή Arved Deringer, με αντίκλητο το δικηγόρο Jaques Loesch,

παρεμβαίνουσες,

που έχει ως αντικείμενο την παράλειψη της καθής να αποδεχθεί την αίτηση, την οποία υπέβαλε η προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2β, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962 (πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ) (EE ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25 επ.),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, Α. O'Keeffe και Α. Touffait, προέδρους τμήματος, J. Mertens de Wilmars, P. Pescatore, Mackenzie Stuart και G. Bosco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. Capotorti

γραμματέας: Α. Van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1

Η διαφορά στην υπό κρίση υπόθεση προέκυψε από ένα έγγραφο, υπό ημερομηνία 23 Ιουλίου 1971, με το οποίο η προσφεύγουσα, GEMA, γερμανική εταιρία δικαιωμάτων του δημιουργού, υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2β, του κανονισμού 17/62 της 6ης Φεβρουαρίου 1962 (EE ειδ. έκδ. τόμος 08/001, σ. 25), επιδιώκοντας να διαπιστωθούν παραβάσεις των οριζόμενων στα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ κανόνων ανταγωνισμού εκ μέρους της Compagnie luxembourgeoise de télédiffusion (στο εξής: Radio Luxembourg, της θυγατρικής της εταιρίας Radio Music International (στο εξής RMI), και οι δύο με έδρα το Λουξεμβούργο, και της εταιρίας Radio Télé Music (στο εξής: RTM), με έδρα το Βερολίνο-Wilmersdorf.

2

Κατά την αίτηση αυτή, η Radio Luxembourg είχε συνάψει, μέσω της RMI, συμβάσεις με τους εκδότες ελαφράς μουσικής που ήταν εγκατεστημένοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ασκούσαν εκεί τις δραστηριότητές τους, δυνάμει των οποίων η RMI ελάμβανε το ήμισυ των αμοιβών των δικαιωμάτων του δημιουργού για τα μουσικά έργα που εξέδιδε από κοινού με τους εν λόγω εκδότες, σε αντάλλαγμα για την κατ' επανάληψη μετάδοση αυτών των συνθέσεων από το σταθμό εκπομπής στη γερμανική γλώσσα του Radio Luxembourg σε ευνοϊκές ώρες ακροάσεως. Αυτή η πρακτική είχε ως αποτέλεσμα να εισπράττει η Radio Luxembourg, ως μέλος της GEMA, υπερβολικές αμοιβές δικαιωμάτων του δημιουργού. Πράγματι, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα — μόνη εταιρία δικαιωμάτων του δημιουργού στην Ομοσπονδιακή Γερμανία — οφείλει να διανέμει το σύνολο των δικαιωμάτων που εισπράττει βάσει σταθερού συστήματος κατανομής, η προαναφερθείσα πρακτική είχε ως συνέπεια να βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση οι άλλοι εκδότες ελαφράς μουσικής, οι οποίοι είναι επίσης μέλη της προσφεύγουσας εταιρίας.

3

Η Επιτροπή αποδέχθηκε την αίτηση της προσφεύγουσας, απευθύνοντας στις τρεις προαναφερθείσες εταιρίες, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 17/62, με έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 1974, ανακοίνωση αιτιάσεων. Στις 23 Απριλίου 1974, η Επιτροπή προχώρησε στο στάδιο της ακροάσεως των μερών, αλλά δεν ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την μεταγενέστερη εξέλιξη της διαδικασίας.

4

Με έγγραφο της 31ης Ιανουαρίου 1978, η προσφεύγουσα όχλησε την Επιτροπή, καλώντας της να εκδώσει «τυπική απόφαση περί της εξετάσεως της υποθέσεως» εντός προθεσμίας δύο μηνών, άλλως θα ασκούσε κατά της Επιτροπής προσφυγή κατά παραλείψεως, σύμφωνα προς το άρθρο 175 της Συνθήκης.

5

Η Επιτροπή απάντησε με έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1978, στο οποίο έκρινε ότι «τα πλέον πρόσφατα στοιχεία» που διαθέτει δεν δικαιολογούν την αποδοχή της αιτήσεως της προσφεύγουσας με την οποία ζητεί την έκδοση αποφάσεως που να διαπιστώνει κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως από τη Radio Luxembourg και από τις άλλες προαναφερθείσες επιχειρήσεις. Κατά την άποψη της Επιτροπής, ήταν αμφίβολο, δεδομένης της πρόσφατης εξελίξεως της υπόθεσης, αν ήταν δυ νατό να αποδειχθεί με πειστικό τρόπο ότι η Radio Luxembourg κατέχει δεσπόζουσα θέση σε σημαντικό τμήμα της Κοινής αγοράς και ότι κάνει κατάχρηση μιας τέτοιας θέσεως. Αφού εξέθεσε λεπτομερώς τους λόγους που δικαιολογούν αυτή την άποψη, η Επιτροπή κατέληξε στο ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοση αποφάσεως βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης. Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφος 1 και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (EE ειδ. έκδ. τόμος 08/001, σ. 37 επ.), παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να υποβάλει τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας δύο μηνών από την λήψη «της παρούσας λήψεως θέσεως».

6

Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης στο προαναφερθέν έγγραφο την άποψη ότι οι εταιρίες προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού είχαν στη διάθεσή τους άλλα μέσα προστασίας τους κατά των νοθεύσεων του ανταγωνισμού που προκύπτουν από την πρακτική ορισμένων ραδιοφωνικών εταιριών, η οποία συνίσταται στη μετάδοση κατά προτίμηση έργων ελαφράς μουσικής επί των οποίων έχουν ορισμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή πρότεινε στην προσφεύγουσα να έχει συνομιλία με τους υπαλλήλους της. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνομιλίας, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 14 Απριλίου 1978, και που αφορούσε, κατά την προσφεύγουσα, το σύνολο των ζητημάτων που έθεσε η Επιτροπή με έγγραφό της της 22ας Μαρτίου 1978, η Επιτροπή υπέβαλε προτάσεις που αφορούσαν ιδίως την τροποποίηση του καταστατικού της προσφεύγουσας, για να ματαιώσει την πρακτική της από κοινού εκδόσεως της Radio Luxembourg. Εντούτοις, η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στην Επιτροπή, με τηλετύπημα της 28ης Απριλίου 1978, ότι θεωρούσε τις προτάσεις της ως μη πραγματοποιήσιμες.

7

Στις 31 Μαΐου 1978, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 175 της Συνθήκης, ζητώντας να αναγνωριστεί ο παράνομος χαρακτήρας της αδράνειας της Επιτροπής και να υποχρεωθεί η τελευταία να εκδώσει τυπική απόφαση στο πλαίσιο της διαδικασίας που κινήθηκε το 1971, κατόπιν αιτήσεως της προσφεύγουσας ή, ενδεχομένως, να την πληροφορήσει για τη θέση στο αρχείο της υποθέσεως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή, απευθύνοντάς της το έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1978, δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17/62, διότι η προσφεύγουσα έχει «δικαίωμα … να … ζητήσει τη συνέχιση από την Επιτροπή της διαδικασίας που κινήθηκε κατά της Radio Luxembourg, να διαπιστώσει τη διαπραχθείσα παράβαση και να διατάξει τα κατάλληλα μέτρα για την παύση της».

8

Με Διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 1979, το Δικαστήριο επέτρεψε την παρέμβαση της Radio Luxembourg και του RMI προς υποστήριξη των προτάσεων της Επιτροπής.

9

Στις 19 Μαρτίου 1979, η προσφεύγουσα υπέβαλε, επικουρικώς, συμπληρωματικά αιτήματα, με τα οποία ζήτησε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης, για την περίπτωση που το Δικαστήριο θα έκρινε την προσφυγή κατά παραλείψεως ως απαράδεκτη, την ακύρωση της αποφάσεως, η οποία περιέχεται στο έγγραφο της Επιτροπής της 22ας Μαρτίου 1978, να μην συνεχίσει τη διαδικασία που είχε κινήσει κατά της Radio Luxembourg.

Επί του παραδεκτού

10

Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής κατά παραλείψεως λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 175.

11

Παρατηρώντας ότι το άρθρο 175, δεύτερη παράγραφος, ορίζει ότι η Επιτροπή δεν πρέπει να έχει «λάβει θέση» μετά τη λήξη προθεσμίας δύο μηνών από της προσκλήσεως να ενεργήσει, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται παράλειψη στην προκείμενη υπόθεση, διότι το έγγραφό της της 22ας Μαρτίου 1978 αποτελεί λήψη θέσεως, υπό την έννοια του άρθρου 175. Αυτός ο ισχυρισμός αμφισβητείται με τη σειρά του από την προσφεύγουσα, η οποία υποστηρίζει, αφενός, ότι το έγγραφο της 22ας Μαρτίου αποτελεί καθαρά ενδιάμεση πράξη και, αφετέρου, ότι δικαιούται, με την ιδιότητά της ως ιδιώτου που υπέβαλε αίτηση βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17/62, να ζητήσει έκδοση «αποφάσεως» υπό την έννοια του άρθρου 189 της Συνθήκης. Κατά δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα δεν υπάγεται, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, στην κατηγορία των φυσικών ή νομικών προσώπων, τα οποία βάσει της τρίτης παραγράφου του άρθρου 175, μπορούν να προσφύγουν στο Δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η αιτούμενη από την προσφεύγουσα απόφαση δεν θα μπορούσε να απευθυνθεί σ' αυτήν, αλλά μόνο στις επιχειρήσεις, η συμπεριφορά των οποίων καταγγέλλεται με την αίτηση.

12

Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης το παραδεκτό του επικουρικού αιτήματος, το οποίο υπέβαλε η προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα στηρίζει αυτό το επικουρικό αίτημα στο άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, βάσει του οποίου «κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά την έγγραφη διαδικασία». Εντούτοις, κατά την Επιτροπή, με αυτό το αίτημα δεν προβάλλονται νέοι ισχυρισμοί, αλλά μάλλον υποβάλλονται νέα αιτήματα. Εν πάση περιπτώσει, το αίτημα είναι απαράδεκτο, διότι υποβλήθηκε μετά την εκπνοή της οριζόμενης από το άρθρο 173, τελευταία παράγραφος, προθεσμίας.

13

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό τόσο της προσφυγής κατά παραλείψεως όσο και του επικουρικού αιτήματος.

Α — Η προσφυγή κατά παραλείψεως

14

Πρέπει να λυθεί καταρχάς το ζήτημα αν το έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1978 αποτελεί «λήψη θέσεως» υπό την έννοια του άρθρου 175, δεύτερη παράγραφος. Για το σκοπό αυτό πρέπει να εξεταστούν καταρχάς οι υποχρεώσεις της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία θεσπίστηκε με τον κανονισμό 17/62 και συμπληρώθηκε με τον κανονισμό 99/63, προς διαπίστωση των ενδεχόμενων παραβάσεων των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης.

15

Το άρθρο 3 του κανονισμού 17/62 προβλέπει ιδίως το εξής:

«1.

Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, κατόπιν αιτήσεως ή αυτεπαγγέλτως, παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85 ή του άρθρου 86 της συνθήκης, δύναται να υποχρεώσει με απόφαση τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων να παύσουν την διαπιστωθείσα παράβαση.

2.

Προς το σκοπόν αυτόν νομιμοποιούνται να υποβάλουν αίτηση:

α)

τα κράτη μέλη

β)

πρόσωπα και ενώσεις προσώπων που επικαλούνται έννομο συμφέρον.»

Το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 προβλέπει:

16

«Όταν η Επιτροπή, έχοντας λάβει μια αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17, κρίνει ότι τα στοιχεία που έχει στην διάθεσή της δεν δικαιολογούν την αποδοχή της αιτήσεως, πληροφορεί σχετικά τους προσφεύγοντες και τους καθορίζει προθεσμία για να υποβάλουν γραπτώς τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους.»

17

Έπεται ότι η αναφερόμενη στο άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 γνωστοποίηση, όπως προκύπτει από την έκφραση «… πληροφορεί σχετικά τους προσφεύγοντες» έχει ως μόνο σκοπό το να εξασφαλίσει ότι ο αιτών, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2β του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, θα πληροφορηθεί τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να συμπεράνει ότι τα στοιχεία που συνέλεξε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν δικαιολογούν την αποδοχή της αιτήσεως. Αυτή η γνωστοποίηση σημαίνει ότι η υπόθεση τίθεται στο αρχείο, χωρίς, εντούτοις, να εμποδίζεται η Επιτροπή να ασχοληθεί εκ νέου με το φάκελο εάν το κρίνει σκόπιμο, ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών προσκομίσει, εντός της προθεσμίας που του ορίστηκε για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου 6, νέα πραγματικά ή νομικά στοιχεία. Επομένως, η άποψη της προσφεύγουσας κατά την οποία ο υποβάλλων αίτηση δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17/62 έχει το δικαίωμα να ζητήσει από την Επιτροπή την έκδοση αποφάσεως, υπό την έννοια του άρθρου 189 της Συνθήκης, όσον αφορά την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της προβαλλόμενης παραβάσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

18

Επιπλέον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι μια τέτοια γνωστοποίηση μπορεί να αποτελεί απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 189 της Συνθήκης, κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης, εντούτοις από αυτό δεν θα προέκυπτε ότι ο αιτών, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2β, του κανονισμού 17 έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από την Επιτροπή την έκδοση τελικής αποφάσεως επί της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας της προβαλλόμενης παραβάσεως. Πράγματι, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί να συνεχίσει εν πάση περιπτώσει τη διαδικασία μέχρι το στάδιο της τελικής αποφάσεως. Η υποστηριζόμενη από την προσφεύγουσα ερμηνεία θα στερούσε από το περιεχόμενό του το άρθρο 3 του κανονισμού 17, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να μην υποχρεώσει, με έκδοση αποφάσεως, τις οικείες επιχειρήσεις να παύσουν τη διαπιστωθείσα παράβαση. Επομένως, προκύπτει από τη φύση της διαδικασίας προς διαπίστωση παραβάσεως που θεσπίστηκε με το άρθρο 3 του κανονισμού, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ζήτησε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2β, του κανονισμού, από την Επιτροπή να διαπιστώσει την εν λόγω παράβαση, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση τελικής αποφάσεως επί της διαδικασίας που κίνησε η Επιτροπή κατόπιν της αιτήσεώς του.

19

Όσον αφορά το έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1978, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα την άποψή της ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση αποφάσεως βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης και εξέθεσε τα πραγματικά στοιχεία και τους λόγους που αιτιολογούν την άποψη αυτή. Επιπλέον έταξε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του προαναφερθέντος κανονισμού 99/63, προθεσμία δύο μηνών για την υποβολή εγγράφως των ενδεχόμενων παρατηρήσεων της προσφεύγουσας.

20

Έπεται ότι η Επιτροπή ενήργησε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63, που εκτέθηκαν πιο πάνω, ενημερώνοντας την προσφεύγουσα για το αποτέλεσμα της διαδικασίας και για τους λόγους για τους οποίους τέθηκε στο αρχείο η αίτησή της. Πρέπει να προστεθεί ότι, όπως προκύπτει από το κείμενο του εγγράφου, το οποίο αποτελείται από δύο ξεχωριστά μέρη, η πρόταση της Επιτροπής να διεξαχθεί συνομιλία με την προσφεύγουσα προς εξέταση άλλων τρόπων, κατάλληλων για τη θεραπεία των αποτελεσμάτων των πρακτικών, κατά των οποίων βάλλει η τελευταία, βρίσκεται εκτός του πλαισίου της διαδικασίας περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού που κίνησε η Επιτροπή κατόπιν της αρχικής αιτήσεως της προσφεύγουσας. Αντίθετα, επομένως, προς την άποψη της προσφεύγουσας, αυτή η πρόταση δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί το έγγραφο ως ενδιάμεση πράξη.

21

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι, απαντώντας με το έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1978, το οποίο ανταποκρινόταν προς τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63, στο έγγραφο οχλήσεως της προσφεύγουσας της 31ης Ιανουαρίου 1978, η Επιτροπή απηύθυνε στην τελευταία πράξη, η οποία αποτελεί λήψη θέσεως υπό την έννοια του άρθρου 175, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης.

22

Έπεται ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να αποφασίσει επί της αιτήσεως της προσφεύγουσας και ότι ελλείπουν οι απαιτούμενες από το άρθρο 175 προϋποθέσεις.

23

Επομένως, η προσφυγή κατά παραλείψεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Β — Η προσφυγή ακυρώσεως

24

Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η προσφεύγουσα υπέβαλε, στις 19 Μαρτίου 1979, συμπληρωματικά αιτήματα, με τα οποία ζήτησε την ακύρωση «της αποφάσεως να μη συνεχιστεί η διαδικασία που κινήθηκε κατά της Radio Luxembourg, η οποία περιέχεται στο έγγραφο της Επιτροπής προς την προσφεύγουσα της 22ας Μαρτίου 1978 (άρθρο 173, δεύτερη παράγραφος της Συνθήκης ΕΟΚ)». Προς υποστήριξη του αιτήματος της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι αυτό στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά που είχε ήδη εκθέσει για την προσφυγή κατά παραλείψεως. Υποστηρίζει, επιπλέον, ότι το αίτημά της αποτελεί προβολή νέου ισχυρισμού βασιζόμενου σε νομικά στοιχεία τα οποία δεν προέκυψαν παρά μόνο μετά τη λήξη της έγγραφης διαδικασίας και ότι, συνεπώς, έπρεπε να θεωρηθεί παραδεκτό δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού διαδικασίας.

25

Το νομικό στοιχείο που επικαλείται η προσφεύγουσα είναι η γνωστοποίηση στην προσφεύγουσα, στις 20 Φεβρουαρίου 1979, του σκεπτικού της αποφάσεως του Bundesgerichtshof της 12ης Δεκεμβρίου 1978, που εκδόθηκε σε υπόθεση μεταξύ της προσφεύγουσας και των Radio Luxembourg, RMI και RTM, και η οποία αφορούσε τα ίδια πραγματικά περιστατικά με τα αποτελούντα το έρεισμα της διαδικασίας, την οποία κίνησε η Επιτροπή έναντι αυτών των εταιριών. Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι το Bundesgerichtshof έκρινε ιδίως ότι η Επιτροπή παραιτήθηκε από τη συνέχιση αυτής της διαδικασίας. Κατά την προσφεύγουσα, το Bundesgerichtshof είχε θεωρήσει το έγγραφο της Επιτροπής της 22ας Μαρτίου 1978 ως απόφαση με την οποία τερματιζόταν η διαδικασία. Η προσφεύγουσα υπέβαλε το επικουρικό αίτημα ακυρώσεως για την περίπτωση που το Δικαστήριο θα ασπαζόταν αυτή την γνώμη.

26

Κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού διαδικασίας «κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά την έγγραφη διαδικασία». Επομένως, αυτή η διάταξη επιτρέπει στον προσφεύγοντα να προβάλει, κατ' εξαίρεση, νέους ισχυρισμούς προς υποστήριξη των αιτημάτων που διατυπώνονται στο δικόγραφο της προσφυγής. Δεν προβλέπει καθόλου τη δυνατότητα του προσφεύγοντος να υποβάλει νέα αιτήματα, ούτε, κατά μείζονα λόγο, να μετατρέψει μία προσφυγή κατά παραλείψεως σε προσφυγή ακυρώσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το αίτημα της αρχικής προσφυγής στηριζόταν στο άρθρο 175 της Συνθήκης, ενώ το συμπληρωματικό αίτημα επικαλείται την ύπαρξη πράξεως κατά της οποίας είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής δυνάμει του άρθρου 173. Η προσφεύγουσα δεν μπορεί, επομένως, να επικαλεστεί τις προαναφερθείσες διατάξεις για να δικαιολογήσει το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως της αποφάσεως η οποία περιέχεται στο έγγραφο της Επιτροπής της 22ας Μαρτίου 1978.

27

Επομένως, το επικουρικό αίτημα, περί ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

 

Kutscher

O'Keeffe

Touffait

Mertens de Wilmars

Pescatore

Mackenzie Stuart

Bosco

Κρίθηκε από το Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο στις 18 Οκτωβρίου 1979.

Δημοσιεύτηκε στο Λουξεμβούργο σε δημόσια συνεδρίαση στις 18 Οκτωβρίου 1979.

Kutscher

O'Keeffe

Touffait

Mertens de Wilmars

Pescatore

Mackenzie Stuart

Bosco

Ο γραμματέας

Α. Van Houtte

Ο πρόεδρος

Η. Kutscher


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.