ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 28ης Ιουνίου 1978 ( *1 )

Στην υπόθεση 1/78,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του National Insurance Commissioner προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστή μεταξύ

Patrick Christopher Kenny

και

Insurance Officer,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7 της Συνθήκης και ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (EE ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, Μ. Sørensen, και G. Bosco, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, J. Mertens de Wilmars, P. Pescatore, Lord Mackenzie Stuart, A. O'Keeffe και A. Touffait, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Η. Mayras

γραμματέας: Α. Van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1

Με απόφαση της 29ης Δεκεμβρίου 1977, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Ιανουαρίου 1978, ο NATIONAL INSURANCE COMMISSIONER υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7 της Συνθήκης, καθώς και των άρθρων 19, παράγραφος 1, στοιχείο β, και 22, παράγραφος 1, στοιχείο α, ψηφίο υ, του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (EE ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73).

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του INSURANCE OFFICER και του προσφεύγοντος στην κύρια δίκη σχετικά με το δικαίωμα του τελευταίου να λάβει παροχές σε χρήμα, τις οποίες προβλέπει ο NATIONAL INSURANCE ACT 1965 για την περίπτωση ανικανότητας προς εργασία λόγω ασθενείας.

3

Ο ενδιαφερόμενος, υπήκοος της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, διαμένων στη Μεγάλη Βρετανία, υπάγεται ως μισθωτός στο NATIONAL INSURANCE ACT και έχει, ως εκ τούτου, δικαίωμα να λάβει τις παροχές που αναφέρονται πιο πάνω αν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις κτήσεως του δικαιώματος αυτού.

4

Μεταβάς στην Ιρλανδία φυλακίστηκε εκεί, για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση παραπομπής, από τις 28 Ιουνίου 1973 μέχρι τις 28 Μαρτίου 1974, κατά τη διάρκεια δε της φυλάκισής του ασθένησε και χρειάστηκε να του παρασχεθεί περίθαλψη, αρχικά στο σωφρονιστικό κατάστημα όπου εξέτιε την ποινή του και στη συνέχεια, για σύντομο χρονικό διάστημα, σε νοσοκομείο εκτός της φυλακής.

5

Δυνάμει του άρθρου 49, παράγραφος 1, του NATIONAL INSURANCE ACT 1965, σύμφωνα με το τότε ισχύον κείμενό του, «ο εκτίων στερητική της ελευθερίας ποινή ή τελών νομίμως υπό κράτηση» («UNDERGOING IMPRISONMENT OR DETENTION IN LEGAL CUSTODY») χάνει το δικαίωμα λήψεως παροχής για το χρονικό διάστημα της εκτίσεως της ποινής ή της κρατήσεως, εκτός αν νόμος ορίζει άλλως.

6

Με τα ερωτήματα που υποβάλλονται στο Δικαστήριο ερωτάται, κατ' ουσίαν, αν το εθνικό δικαστήριο μπορεί, ή και υποχρεούται, δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, να εξομοιώνει, ως λόγο απώλειας ή αναστολής του δικαιώματος επί των παροχών που προβλέπει ο NATIONAL INSURANCE ACT, τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή τη νόμιμη κράτηση σε άλλο κράτος μέλος προς στερητική της ελευθερίας ποινή ή νόμιμη κράτηση στη Μεγάλη Βρετανία.

Επί του πρώτου ερωτήματος

7

Με το πρώτο ερώτημα ερωτάται αν, εντός του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει άμεση εφαρμογή στα κράτη μέλη.

8

Κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 7, εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.

9

Ως προς τους μισθωτούς, ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται με τα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και με πράξεις που έχουν εκδώσει τα κοινοτικά όργανα βάσει των άρθρων αυτών και ιδίως με τον κανονισμό 1408/71.

10

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 ορίζει ότι τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη και για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του κανονισμού υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του.

11

Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να εξασφαλιστεί, σύμφωνα με το άρθρο 48 της Συνθήκης, υπέρ των εργαζομένων στους οποίους εφαρμόζεται ο κανονισμός, η ισότητα στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης ασχέτως ιθαγένειας, με την κατάργηση κάθε σχετικής διάκρισης που απορρέει από την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών.

12

Πρέπει επομένως στο πρώτο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι, εντός του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, η πρώτη παράγραφος του άρθρου 7 της Συνθήκης, όπως εφαρμόζεται με το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, έχει άμεση εφαρμογή στα κράτη μέλη.

Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

13

Με τα ερωτήματα αυτά ερωτάται; αφενός, αν ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, ο οποίος υποχρεούται, κατ' εφαρμογή είτε του άρθρου 19, παράγραφος 1, στοιχείο β, είτε του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο α, ψηφίο ii, του κανονισμού 1408/71, να καταβάλει, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας που εφαρμόζει, παροχές σε χρήμα σε εργαζόμενο άλλου κράτους μέλους, μπορεί να θεωρήσει πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ως ισοδύναμα με αντίστοιχα περιστατικά που συμβαίνουν στο δικό του κράτος — περιστατικά που, αν είχαν συμβεί στο δικό του κράτος, θα αφαιρούσαν από τον ενδιαφερόμενο εργαζόμενο, εν λόγω ή εν μέρει, το δικαίωμα να λάβει παροχές — και αν μπορεί, κατά συνέπεια, να αρνηθεί την καταβολή των παροχών αυτών (δεύτερο ερώτημα) και, αφετέρου, αν θα μεταβαλλόταν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος ήταν υπήκοος του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει ο αρμόδιος φορέας (τρίτο ερώτημα).

14

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο β, που ρυθμίζει το δικαίωμα επί παροχών σε χρήμα στο πλαίσιο της ασφάλισης ασθενείας και μητρότητας στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος κατοικεί σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος μέλος, ορίζει ότι:

«1.   Ο εργαζόμενος που κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το αρμόδιο κράτος μέλος και καλύπτει τους όρους που απαιτούνται από τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους για να έχει δικαίωμα παροχών, αφού ληφθούν υπόψη, εφόσον συντρέχει περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 18, λαμβάνει στο κράτος της κατοικίας του:

α)

(…)

β)

παροχές σε χρήμα που καταβάλλονται από τον αρμόδιο φορέα σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει αυτός (…)».

15

Ομοίως, το άρθρο 22, που ρυθμίζει περιπτώσεις όπου ένας εργαζόμενος ασθενεί κατά τη διάρκεια διαμονής του σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος του αρμόδιου φορέα, ορίζει στην παράγραφο 1, στοιχείο α, ψηφίο υ, ότι, «λαμβανομένων υπόψη ενδεχομένως των διατάξεων του άρθρου 18, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα επί παροχών εις χρήμα που καταβάλλονται από τον αρμόδιο φορέα σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον φορέα αυτόν».

16

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι — με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 18 περί συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών για την κτήση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος επί παροχών — εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία να προσδιορίσει τις προϋποθέσεις κτήσεως, διατηρήσεως, απώλειας ή αναστολής του δικαιώματος επί παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, αρκεί οι προϋποθέσεις αυτές να ισχύουν χωρίς διάκριση τόσο για τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους όσο και για τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών.

17

Αυτό δεν θα ίσχυε μόνον αν οι προϋποθέσεις κτήσεως ή διατηρήσεως του δικαιώματος ορίζονταν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε στην πράξη να μπορούν να πληρούνται μόνο από ημεδαπούς, ή αν οι προϋποθέσεις απώλειας ή αναστολής του δικαιώματος ορίζονταν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε στην πράξη να μπορούν να συντρέχουν ευκολότερα σε υπηκόους άλλων κρατών μελών παρά σε υπηκόους του κράτους στο οποίο ανήκει ο αρμόδιος φορέας.

18

Τα άρθρα 7 και 48, απαγορεύοντας σε κάθε κράτος μέλος να εφαρμόζει, εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης, διαφορετικά το δίκαιό του λόγω ιθαγένειας, δεν αφορούν τις διαφορές μεταχειρίσεως που ενδέχεται να προκύψουν μεταξύ κρατών μελών από διαφορές που υφίστανται μεταξύ των νομοθεσιών των διαφόρων κρατών μελών, αρκεί οι νομοθεσίες αυτές να επηρεάζουν όλα τα πρόσωπα που υπάγονται στην εφαρμογή τους σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και ασχέτως της ιθαγένειάς τους.

19

Παραπέμποντας, επομένως, κάθε φορέα στη «νομοθεσία που εφαρμόζει αυτός», τα άρθρα 19, παράγραφος 1, στοιχείο β, και 22, παράγραφος 1, στοιχείο α, ψηφίο ii, του κανονισμού 1408/71, είναι σύμφωνα με την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, που διατυπώνονται στα άρθρα 7 και 48 της Συνθήκης και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

20

Πρέπει, επομένως, να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 7 και 48 της Συνθήκης και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 δεν εμποδίζουν — χωρίς όμως και να υποχρεώνουν — τους φορείς των κρατών μελών να εξομοιώνουν προς γεγονός, που, αν συμβεί στην εθνική επικράτεια, συνιστά λόγο απώλειας ή αναστολής του δικαιώματος επί παροχών σε χρήμα, αντίστοιχο γεγονός που συμβαίνει σε άλλο κράτος μέλος· η σχετική απόφαση είναι της αρμοδιότητας των εθνικών αρχών, αρκεί να εφαρμόζεται ασχέτως ιθαγενείας και το εν λόγω γεγονός να μην περιγράφεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καταλήγει στην πράξη σε διάκριση κατά των υπηκόων των άλλων κρατών μελών.

21

Η πιο πάνω απάντηση ισχύει επίσης και στην ίδια έκταση και στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος είναι υπήκοος του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει ο αρμόδιος φορέας.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 29ης Δεκεμβρίου 1977 ο NATIONAL INSURANCE COMMISSIONER, αποφαίνεται:

 

1)

Εντός του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, η πρώτη παράγραφος του άρθρου 7 της Συνθήκης, όπως εφαρμόζεται με το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 3, παράγραφος 1, τον εν λόγω κανονισμού, έχει άμεση εφαρμογή στα κράτη μέλη.

 

2)

Τα άρθρα 7 και 48 της Συνθήκης και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 δεν εμποδίζουν — χωρίς όμως και να υποχρεώνουν — τους φορείς των κρατών μελών να εξομοιώνουν προς γεγονός, που, αν συμβεί στην εθνική επικράτεια, συνιστά λόγο απώλειας ή αναστολής του δικαιώματος επί παροχών σε χρήμα, αντίστοιχο γεγονός που συμβαίνει σε άλλο κράτος μέλος· η σχετική απόφαση είναι της αρμοδιότητας των εθνικών αρχών, αρκεί να εφαρμόζεται ασχέτως ιθαγενείας και το εν λόγω γεγονός να μην περιγράφεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καταλήγει στην πράξη σε διάκριση κατά των υπηκόων των άλλων κρατών μελών.

 

3)

Η απάντηση που δίνεται στο δεύτερο ερώτημα ισχύει επίσης και στην ίδια έκταση και στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος είναι υπήκοος μέλους στο οποίο ανήκει ο αρμόδιος φορέας.

 

Kutscher

Sørensen

Bosco

Donner

Mertens de Wilmars

Pescatore

Mackenzie Stuart

O'Keeffe

Touffait

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Ιουνίου 1978.

Ο γραμματέας

Α. Van Houtte

Ο Πρόεδρος

Η. Kutscher


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.