ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
HENRI MAYRAS
της 13ης Μαρτίου 1979 ( 1 )
Κύριε πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
I — |
Την παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως προκάλεσε η εξής οικονομική συναλλαγή: Στις 19 Ιουνίου 1978, η εταιρία Nuova Commissionaria Zucheri, di Walter Beneventi του Reggio Emilia, παράγγειλε στην εταιρία ICAP Distribution του San Maurizio (Reggio Emilia), 430 εκατόκιλα γαλλικής κρυσταλλικής ζάχαρης σε χάρτινες συσκευασίες των 50 χλγρ. καθαρού βάρους, στην τρέχουσα τιμή που είχε καθοριστεί από το Comitato Interministeriale dei Prezzi (διυπουργική επιτροπή τιμών — CIP)300 περίπου εκατόκιλα έπρεπε να παραδοθούν πριν από την Ιη Ιουλίου, τα δε υπόλοιπα εντός του Αυγούστου, διότι ο αγοραστής είχε έλλειψη διαθέσιμου χώρου προς αποθήκευση. Πρόκειται για ζάχαρη πρότυπης ποιότητας (δεύτερη κατηγορία), για την οποία η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση ορίζει την ενδεικτική τιμή και την τιμή παρεμβάσεως. Αφού απέστειλε στην Beneventi 250 εκατόκιλα αυτής της ποσότητας ζαχάρεως στις 28 Ιουνίου και έπειτα 60 εκατόκιλα στις 3 Ιουλίου, η εταιρία ICAP της γνωστοποίησε, στις 22 Αυγούστου 1978, ότι θα προέβαινε στην παράδοση των υπολοίπων 120 εκατόκιλων τις προσεχείς ημέρες. Πληροφόρησε πάντως τον αγοραστή ότι, λαμβανομένης υπόψη της ενάρξεως της ισχύος, την 5η Ιουλίου 1978, του «prowedimento» (αποφάσεως) του CIP No 15/1978 της 4ης Ιουλίου 1978, η τιμή της ζαχάρεως θα αυξανόταν κατά 19,50 ιταλικές λίρες (Lit) ανά χλγρ. λόγω της αυξήσεως του κανονικού «sovrapprezzo» (επιβαρύνσεως), στην οποία θα έπρεπε να προστεθεί μια ειδική εισφορά με την ονομασία «sfioramento» 21 λιρών ανά χλγρ. για τη ζάχαρη που ο πωλητής είχε αποθηκευμένη ήδη στις 5 Ιουλίου 1978. Μετά από το αίτημα του αγοραστή να αναβληθεί η παράδοση του υπολοίπου της παραγγελίας για τον Αύγουστο, η εταιρία ICAP ισχυρίστηκε ότι έπρεπε να πληρώσει η ίδια για λογαριασμό του αγοραστή, για την αποθηκευμένη στους χώρους της στις 5 Ιουλίου ζάχαρη, το ποσό των 252000 Lit (2100 Χ 120). Κατά συνέπεια, ειδοποίησε τον αγοραστή ότι θα του χρέωνε αυτή την επιβάρυνση επί της παλαιάς τιμής, η οποία είχε αυξηθεί κατά 19,50 Lit ανά χλγρ. Αφού έλαβε στις 24 Αυγούστου 1978 το τιμολόγιο για το υπόλοιπο των 120 εκατόκιλων, η εταιρία Beneventi γνωστοποίησε στις 29 Αυγούστου 1978 στον πωλητή ότι, αν και δεν είχε καμία αντίρρηση κατά της αυξήσεως των 19,50 Lit ανά χλγρ. του κανονικού «sovrapprezzo», που προέκυπτε από τις νέες τιμές του CIP, δεν ήταν σύμφωνη με την τιμή των 21 Lit ανά χλγρ. για το «sfioramento», αύξηση την οποία είχε επανειλημμένα κρίνει ως παράνομη η «Ευρωπαϊκή Κοινότητα». Στις 5 Σεπτεμβρίου 1978, η εταιρία ICAP επέμεινε στο αίτημα της καταβολής της επιβαρύνσεως των 252000 Lit. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1978 άσκησε αγωγή κατά της εταιρίας Beneventi ενώπιον του Pretore του Reggio Emilia ζητώντας την καταβολή του εν λόγω ποσού. Απαντώντας η εταιρία Beneventi αμφισβήτησε το βάσιμο της απαιτήσεως καταβολής της επιβαρύνσεως που προέκυπτε από την εφαρμογή της αποφάσεως 15/1978 επί του υπολοίπου της παραγγελίας, το οποίο ήταν ακόμη αποθηκευμένο στους χώρους του προμηθευτή μετά την 5η Ιουλίου 1978. Όπως και στη διαφορά που προκάλεσε την υπόθεση Cucchi κατά Avez (υπόθεση της 25ης Μαΐου 1977, Rec. σ. 988), η Federazione nazionale commercianti alimentari — Sindicato nazionale zucchero (Federgrossisti) — παρενέβη υπέρ της Beneventi. Με Διάταξη της 14ης Σεπτεμβρίου 1978, ο Pretore του Reggio Emilia έκανε δεκτή την παρέμβαση της Federgrossisti και αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί ερωτημάτων με τα οποία αμφισβητείται άμεσα το νόμιμο της ιταλικής διατάξεως έναντι του κανονισμού 3330/74 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1974, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της ζάχαρης, του άρθρου 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο και του άρθρου 12 της Συνθήκης ΕΟΚ. Επομένως, πρόκειται μάλλον για συγκαλυμμένη προσφυγή κατά παραβάσεως κράτους. |
II — |
Δεν είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο πρέπει να ασχοληθεί με το ζήτημα αν συμβιβάζεται η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση με το σύστημα της «εξαιρετικής επιβαρύνσεως των τιμών» του CIP. Έτσι δεν θα περιγράψω τους σκοπούς και τους στόχους του συστήματος αυτού. Με απόφασή του της 30ής Οκτωβρίου 1975, Rey Soda (Rec. σ. 1280), το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρο το άρθρο 6 του κανονισμού 834/74 της Επιτροπής, της 5ης Απριλίου 1974, περί θεσπίσεως των απαραίτητων μέτρων προς αποφυγή των διαταραχών στην αγορά της ζάχαρης που προκαλούνται από την αύξηση των τιμών, στον τομέα αυτό, για την περίοδο εμπορίας 1974-1975. Το Δικαστήριο έκρινε (29η σκέψη, Rec. σ. 1304) ότι η Επιτροπή, «ναι μεν είχε εγκύρως εξουσιοδοτηθεί να εκδώσει διάταξη που να προβλέπει την επιβολή χρηματικής επιβαρύνσεως στους κατόχους αποθεμάτων ζάχαρης σ' ένα κράτος μέλος κατόπιν της μεταβολής των κοινών τιμών και των τιμών αυτών που εκφράζονται σε εθνικό νόμισμα κατά τη μετάβαση σε νέα περίοδο εμπορίας ζάχαρης», αλλά έπρεπε να καθορίσει η ίδια τους αναγκαίους ουσιαστικούς κανόνες. Αυτοί οι κανόνες έπρεπε να περιλαμβάνουν τον καθορισμό των επιχειρηματιών στους οποίους θα επιβαλλόταν, τις βάσεις υπολογισμού της εισφοράς, καθώς και τον καθορισμό της εννοίας «υπερβολική αποθήκευση» ανάλογα με τις κατηγορίες των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών και λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας των επιχειρήσεων. Μετά από την απόφαση αυτή, η Επιτροπή αναγνώρισε ρητά, με τον κανονισμό της 2680/77 της 5ης Δεκεμβρίου 1977, το παράνομο της άδειας την οποία είχε χορηγήσει στην Ιταλία και το δικαίωμα των εμπόρων, που είχαν καταβάλει την εισφορά την οποία είχε θεσπίσει το CIP, για την επιστροφή του σχετικού ποσού. Διευκρίνισε το ποιος έπρεπε να θεωρηθεί ως «κάτοχος ζαχάρεως» και τι ως «απόθεμα απαραίτητο για την οικονομική λειτουργία της επιχειρήσεως», απαλλασσόμενο από την επιβάρυνση, καθόρισε δε τα όρια του ποσού της εισφοράς την οποία δικαιούνταν να εισπράξει η Ιταλία. Η χώρα αυτή ήταν υποχρεωμένη να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προς εφαρμογή των «πέραν του κανονικού» εισπραχθέντων ποσών και να τα γνωστοποιήσει αμελλητί εγγράφως στην Επιτροπή. Ο κανονισμός αυτός ίσχυσε αναδρομικά από 10 Απριλίου 1974. Το μέτρο για το οποίο πρόκειται τώρα στην υπόθεση της κύριας δίκης έχει ως σκοπό, όσον αφορά τη ζάχαρη που είναι αποθηκευμένη από τους χονδρεμπόρους, τους εισαγωγείς και τους λιανοπωλητές την 5η Ιουλίου 1978, να αφαιρεθεί ένα μέρος του περιθωρίου κέρδους τους, το οποίο προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ των μεγίστων τιμών πωλήσεως που ίσχυαν στην Ιταλία για τις κατηγορίες αυτές κατά τη στιγμή της μεταβάσεως από την περίοδο εμπορίας 1977-1978 στην περίοδο 1978-1979. |
III — |
|
Καταλήγοντας προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η κανονιστική ρύθμιση της τιμής της ζάχαρης, η οποία αποφασίστηκε στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγορών του προϊόντος αυτού και των μεταγενεστέρων διατάξεων που εξέδωσαν οι κοινοτικές αρχές, δεν επιτρέπει σ' ένα κράτος μέλος να επεμβαίνει μονομερώς, επιδιώκοντας να καθορίσει στο έδαφός του την τιμή πωλήσεως στην κατανάλωση αυτού του προϊόντος, επικαλούμενο την ανάγκη προστασίας της οικονομίας του κατά των κερδοσκοπικών ενεργειών και την εξασφάλιση του εφοδιασμού των καταναλωτών.
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.